Κυριακή, 20 Αυγούστου 2023 12:37

Εξακόσιοι στίχοι κι ένα πρώτο τραγούδι για το Λαζαρέτο

exakosioi002Λόγια απλά, πηγαία, λαϊκά. Γραμμένα από έναν άνθρωπο που μεγάλωσε στην τοποθεσία  Κοντόκαλι ατενίζοντας το Λαζαρέτο κι είχε θειό  βαφτισμένο Λένιν. Που «κουβαλούν» βιώματα πατρογονικά από το ορεινό χωριό Σπαρτύλας και το βουνό Παντοκράτορας, όπου κάθε τόσο, με το πρώτο χάραμα, σκαρφάλωνε σαν σφαίρα στις καρδιές η βοή από τις άδικες και θανατηφόρες τουφεκιές στη μαρτυρική κερκυραϊκή νησίδα Λαζαρέτο, εκείνα τα πέτρινα χρόνια. Τότε, κάθε φορά, η μητέρα του θρηνούσε, σαν να 'χανε δικούς της γιους. Ο παππούς του από τη μητέρα του έπεφτε καταγής από τη στενοχώρια. Βούλωνε τ' αυτιά να μην ακούει. Οι σφαίρες του Λαζαρέτου λάβωναν, θαρρείς, κατάστηθα και τον ίδιο.

Αυτό είναι, με λίγα λόγια, το ιστορικό οικογενειακό υπόβαθρο του πρώτου τραγουδιού, που ήδη ετοιμάστηκε, για το Λαζαρέτο. 

Έχει τίτλο «Το Νησί (Εις μνήμην)».

Στιχουργός και μελοποιός του, συγχρόνως, ο Γιώργος Μπάκολης. Συνταξιούχος τραπεζοϋπάλληλος της Κέρκυρας, κάτοχος πανεπιστημιακού τίτλου και αθόρυβος δημιουργός τριών ποιητικών συλλογών, καθώς και κάποιων μελωδιών. Έγραψε και μελοποίησε το ποίημα, σε πρώτη φάση, το 2022. 

Από την ώρα που διάβασε τους στίχους, ένας επίτιμος αρχιμουσικός Φιλαρμονικής της πόλης μας  προσφέρθηκε και - στη μνήμη όλων εκείνων των εκτελεσμένων για πολιτικούς λόγους και των Κερκυραίων που πόνεσαν μαζί τους και τους συμπαραστέκονταν στις φυλακές όσο ήταν μελλοθάνατοι - συνεργάζεται μαζί του για μια δεύτερη, ολοκληρωμένη ορχηστρικά και χορωδιακά νέα μελωδία, που η αξιοποίησή της θα τεθεί στη διάθεση του κεντρικού Δήμου της Κέρκυρας. Ποιος ξέρει, ίσως μέσα στους επόμενους μήνες να γίνει κατορθωτός ένας κύκλος τραγουδιών για το Λαζαρέτο και όλα όσα αυτό αντιπροσωπεύει για την κερκυραϊκή, επτανησιακή και ελληνική ιστορία!

Επτάμισι περίπου δεκαετίες, λοιπόν, από τότε που άρχισαν στο νησάκι οι τραγικές και άδικες εκτελέσεις άνω των 100 αγωνιστών του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ, του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ την περίοδο κυρίως των ετών 1947-1949 και ενώ στο μεσοδιάστημα είχαν γραφεί εκατοντάδες στίχοι γι' αυτό μα δεν είχαν γίνει κάποιοι τραγούδι, ο κύβος ερρίφθη!

Περνάμε αμέσως στους στίχους του ποιήματος και τραγουδιού πια, που δεν θα αργήσει, νομίζουμε, να παρουσιαστεί σε πρώτη εκτέλεση, έστω για μικρή ορχήστρα και χωρίς χορωδία ακόμα:

 

exakosioi003

 

ΤΟ ΝΗΣΙ

(ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ)

Όλα του πέλαου τα νησιά

Πίνουνε και γλεντάνε

Και μέσα στην καλή χαρά

Τραγούδι αρχινάνε

Μα ένα νησάκι τόσο δα

τραγούδι αυτό δε λέει 

στέκει πιο κει, παράμερα

μονάχο του και κλαίει

Νησί γιατί δεν τραγουδάς

νησί για δε χορεύεις

για τη καρδούλα σου χαλάς

και λυπημένο μένεις;

Μέσα στους κόρφους μου βαθειά

Κοιμώ τα περιστέρια

Τα θέρισε η αφρονιά 

Των αδελφών τα χέρια

Σαν τι τραγούδι εγώ να πω

σαν τι χορούς να κάμω

Σύρτε χορούς, όμως εγώ

θα πέσω να πεθάνω!

 

exakosioi004

 

Αρκετά ποιήματα και στιχουργήματα για τη νησίδα, μεταξύ των οποίων και τρία του εικονιζόμενου πιο πάνω αγωνιστή Μανώλη Γλέζου που ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας ήταν μελλοθάνατος στις φυλακές της Κέρκυρας - αυτός που τα χρόνια της Κατοχής κατέβασε από την Ακρόπολη τη ναζιστική σημαία - κι έζησε κι εκείνος με το φάσμα της εκτέλεσης στο Λαζαρέτο, παρουσιάζονται σ' αυτές τις γραμμές, ως αποτέλεσμα μιας επίμονης αλλά σίγουρα ατελούς έρευνας. 

Οι στίχοι τους, οι οποίοι ακολουθούν παρουσιασμένοι με τους περιορισμούς που συνεπάγεται η ηλεκτρονική παράθεσή τους όταν κάποιοι είναι εκτεταμένοι, εκφράζουν τον πόνο και τη δύναμη των τουλάχιστον 112 ανθρώπων που έχει εξακριβωθεί με τα ονόματά τους ότι εκτελέστηκαν εκείνα τα χρόνια στην επισήμως κηρυγμένη ως Ιστορικό Τόπο κερκυραϊκή νησίδα, επειδή αρνήθηκαν να αποκηρύξουν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ. Επίσης, εκφράζουν τη συμβολική και διαπαραταξιακή, θα λέγαμε, καθολική δύναμη του Λαζαρέτου, ως πηγή έμπνευσης του λαού σε αγώνες για τα δικαιώματά του. Δεν γράφτηκαν για να διεκδικήσουν ποιητικές δάφνες. Πολλοί είναι από εκείνα τα χρόνια γραμμένοι. Ξεχωρίζουν ανάμεσά τους ποίημα που έγραψε ένας Ηπειρώτης αγωνιστής του αντιστασιακού στρατού του ΕΑΜ, από εκείνους που αποχαιρέτησαν τη ζωή στο Λαζαρέτο φωνάζοντας «Ζήτω ο ελληνικός λαός». Κορυφαίοι, ίσως, εννιά στίχοι 19χρονου, γραμμένοι λίγες ώρες ή λίγα λεπτά πριν οδηγηθεί στο Λαζαρέτο για εκτέλεση. Μελλοθάνατος που έζησε έγραψε επίσης στίχους για φίλο του που σε μεταμεσονύκτιες ώρες ενημερώθηκε ότι φεύγει για το Λαζαρέτο. Τα άλλα, ολιγόστιχα ή πολύστιχα, για όλους όσους έχασαν τότε τη ζωή τους στο μαρτυρικό νησάκι, γράφτηκαν από μεταγενέστερους, με πρώτον ανάμεσά τους τον καταξιωμένο Κερκυραίο ποιητή Ιάσονα Δεπούντη. Ένας Άγγλος, πολιτογραφημένος στην ύστερη ζωή του ως Κερκυραίος, συγκαταλέγεται σε όσους για τον ίδιο λόγο έβαλαν το Λαζαρέτο και την αθανασία του σε στίχους τους. Το ίδιο κι ένας φοιτητής τοπικής Σχολής του Ιονίου Πανεπιστημίου. 

Ένα από όλα αυτά τα ποιήματα - στιχουργήματα, που αριθμούν συνολικά 600 σχεδόν στίχους, αναφέρεται στις σπουδαίες επίσης ιστορικές σελίδες που γράφτηκαν στο Λαζαρέτο στη διάρκεια της φασιστικής Κατοχής. Είναι εμπνευσμένο από γεγονός που αναδείκνυε το σθένος, την ψυχική δύναμη και την ανθρωπιά των εκατοντάδων εκείνων Κερκυραίων και άλλων Επτανήσιων και Ελλήνων αντιστασιακών, που υπέφεραν το 1943 στο ιταλικό στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων στο Λαζαρέτο, αρνούμενοι να συνθηκολογήσουν με τον κατακτητή.    

«Είμαστε το αύριο»

Ο 38χρονος αγωνιστής του ΕΛΑΣ Γιώργος Κιτσοπάνος, από την Πρέβεζα, είχε γράψει στη φυλακή της Κέρκυρας και είχε δημοσιεύσει σε παράνομη χειρόγραφη εφημερίδα των κρατουμένων άτιτλο ποίημα για τη βαναυσότητα που αντιμετώπιζαν στο κάτεργο και για την πίστη του στη νίκη του δίκιου. Μολονότι δεν αναφέρεται ευθέως στη νησίδα, είναι άμεσα συνυφασμένο με αυτήν, καθώς το έγραψε ενώ είχε πληροφορίες πως ήταν θέμα ημερών ή ωρών η εκτέλεση της θανατικής ποινής του στο Λαζαρέτο. Έχει «μέσα του» τον τόπο όπου άφησε την τελευταία του πνοή. Ακολουθούν οι στίχοι:

 

exakosioi005

 

Νιώθω το μίσος το άσπονδό σας

απ' τις θολές σας τις ματιές 

πολέμησα τον όμοιό σας

κι ήβρα σε σας εκδικητές. 

Η Γκεστάπο αν ξαναρχόταν 

σαν πρώτα εξουσιαστής

πώς πέρασε θα συλλογιόταν 

το δάσκαλό του ο μαθητής.

Κι ούτε που θα 'βγαινε σεργιάνι

και θα 'πληττε ολημερίς

για ό,τι θα 'πρεπε να κάνει

το κάνετε με ζήλο εσείς.

Ω! Θεά Δημοκρατία

και βασιλιάς ο δουλευτής.

Ενώ εσάς μοίρα σας είναι

να υπηρετείτε αλλοεθνείς.

Όμως το τέλος σας σιμώνει,

κι ας ματώνονται οι φυλακές,

τίποτα πια δεν σας γλιτώνει,

είμαστε το αύριο κι είσαστε το χθες.

Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο τις 28 Φεβρουαρίου 1948, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.

Για έναν 29χρονο εκτελεσμένο

Ο Λάμπρος Κασσελούρης, μελλοθάνατος από την Άρτα στις φυλακές της Κέρκυρας, που γλίτωσε την εκτέλεση μετά τη δήλωση της ελληνικής κυβέρνησης της περιόδου ότι αποδέχεται απόφαση -προτροπή του ΟΗΕ για τον τερματισμό των εκτελέσεων πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα, είχε γράψει στίχους για συγκρατούμενό του, εκτελεσμένο τότε στο Λαζαρέτο, που τον έλεγαν Φώτη Κατή.

 

exakosioi006

 

ΣΤΟ ΦΩΤΗ ΚΑΤΗ

Ντόπιοι σε βάλαν μαχητή

στη χάψη τούτη τη φριχτή

Μα ξένοι το προστάξαν

και τη ζωή σου φράξαν.

Ντόπιες και οι σφαίρες που 'φαγες

στα ανοιχτά σου στήθια

Μα ξένοι τους τις δόσαν

και τη ζωή σου κόψαν.

Γκαγκστερικά σ' αρπάξανε

στον ύπνο, απ' το κελί.

Επήγες με τα τσόκαρα

τη χραδωτή στολή.

Στάθης στητός ατάραχος

και είπες σαν κανόναρχος:

Γεια σας, συντρόφοι μπιστικοί,

Γεια σου και συ γλυκιά ζωή.

Ο Κατής ήταν Ευρυτάνας και είχε εκτελεστεί στο Λαζαρέτο τις 18 Φλεβάρη 1948, σε ηλικία 29 ετών, μαζί με άλλους τέσσερις συναγωνιστές του.

«Απόψε πήραν και πάλι» του Μανώλη Γλέζου

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1949 στη φυλακή της Κέρκυρας ο Μανώλης Γλέζος έγραψε στίχους για πέντε συγκρατούμενούς του, που λίγες ώρες νωρίτερα αρνήθηκαν και μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα του Λαζαρέτου να δηλώσουν ότι δεν πίστευαν αυτά που πίστευαν, οπότε και εκτελέστηκαν από το μεταπολεμικό αστικό κράτος κι αυτοί. Ήταν οι Νίκος Πελέκης (35 ετών), Γιάννης Καρράς (26), Ηλίας Μαστρογιάννης (32), Νίκος Μελεμένης (31) και Κώστας ή και Παναγιώτης Μπαλακτάρης είτε Μπαλαχτάρης (24).

ΑΠΟΨΕ ΠΗΡΑΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ

στους συμπολεμιστές και συγκρατούμενους.
Εκτελέστηκαν στο Λαζαρέτο στις 8 του Σεπτέμβρη 1949.

«Απόψε πήραν και πάλι πέντε αγωνιστές για εκτέλεση /

Τον Νίκο Πελέκη, τον Γιάννη Καρρά, /

τον Ηλία Μαστρογιάννη, τον Νικόλα Μελεμένη και /

τον Παναγιώτη Μπαλαχτάρη.» /

Με τις φωνές μας σπάμε της αδικίας τη σιωπή: /

«Λαέ της Κέρκυρας, απόψε πήραν για εκτέλεση /

πέντε αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης». /

 

exakosioi007

 

Ως νάρθει και πάλι η σειρά μας να φωνάξουμε /

στριφογυρνώ στα όρια της χοάνης /

ζωής θανάτου κι αναθυμάμαι. /

Ποτέ δε διψάσαμε από ελπίδες. /

Το δισάκι της παρηγοριάς, ξέχειλο ως απάνω. /

Μ' απόψε παίρνουν βορρά στο θάνατο πέντε αδέλφια. /

 

exakosioi008

 

Πικρή χολή στ' αχείλι. /

Όλα της ευφροσύνης τα χαμόγελα /

χάθηκαν στον κεραυνό του θανάτου. /

Πού να 'ναι ο ήλιος, τα λούλουδα, /

της θάλασσας ο φλοίσβος, το νέκταρ της μέλισσας; /

 

exakosioi009

 

Τα 'χασα όλα και ψάχνω να τα βρω / 

στα μύχια βάθη του είναι μου. / 

Τα δάκρυά μου ιχνηλατούν το βυθό της ιστορίας  / 

αλλ' ακούνε μόνο τον αλάπατο /

από το βηματισμό του θανάτου /

καθώς παραμονεύει στης αδικίας τα καρτέρια. /

 

exakosioi010

 

Οι φωνές των συντρόφων με συνεφέρνουν: /

«Απόψε πήραν και πάλι πέντε αγωνιστές για εκτέλεση»... /

Φυλακές Κέρκυρας
8 του Σεπτέμβρη 1949

 

exakosioi011

 

«Θυσία» για έναν Κορίνθιο

Τον Αύγουστο του 1950 ο Μανώλης Γλέζος έγραψε στίχους αφιερωμένους σε Κορίνθιο συγκρατούμενό του ονόματι Θεοφάνη Γιάννου, ηλικίας 35 ετών, που είχε εκτελεστεί στο νησάκι έντεκα μήνες νωρίτερα.

ΘΥΣΙΑ

στον Φάνη Γιάννου.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο
στις 29 του Σεπτέμβρη 1949

Ένας ανθρώπινος κύκλος ζώνει τριγύρω του μια φωτιά /

κι ένας κύκλος πόνου, δένει τριγύρω τις καρδιές μας. /

Μες στη φωτιά αναλώθηκε ένα παλληκάρι. /

Μαύροι, κατάμαυροι κύκλοι /

σημαδεύουν την έγνοια γύρω στα μάτια μας. /

Λύνονται οι σκέψεις μας /

και σαν φύλλα στον άνεμο σκορπάνε, /

αρπάζονται από τις φλόγες, /

καίγονται. /

 

exakosioi012

 

Λαμπαδιάζει το είναι μας και σμίγει στις φλόγες. /

Κόμποι, κόμποι χοντροί κομπιάζει ο πόνος στο λαιμό μας. /

Λύσανε οι γυναίκες τον πόνο τους και τρέχει σε δάκρυα. /

Στων παιδιών τα ολάνοιχτα χείλια πέτρωσε το γέλιο. /

Έσπασεν ο πόνος τα σύνορα της καρδιάς μας, /

πλάτυναν, /

αγκάλιασαν όλη τη γη. /

Έσβησεν έξω η φωτιά κι άναψε μέσα μας, /

στου καθενός την καρδιά καίει μια φλόγα, /

ένα καμίνι, μια θυσία.../ 

Φυλακές Κέρκυρας
Αύγουστος 1950

Ο Γιάννου εκτελέστηκε, ενώ τρεις μέρες νωρίτερα η γενική συνέλευση του ΟΗΕ είχε ομόφωνα αποφασίσει, με τη σύμφωνη γνώμη και της ελληνικής κυβέρνησης, τον τερματισμό των εκτελέσεων πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα.  

«Στον τοίχο του Λαζαρέτο μπροστά»

Έξι δεκαετίες μετά, το 2009, ο Γλέζος έγραψε νέους στίχους, αναφερόμενους στον ιστορικό και μοναδικό στην Ελλάδα διατηρούμενο στο Λαζαρέτο τοίχο όπου στέκονταν οι μελλοθάνατοι με το εκτελεστικό απόσπασμα απέναντί τους. Τους έγραψε λίγες ώρες μετά από επίσκεψή του στη νησίδα για να πάρει μέρος σε εκδήλωση τιμής και μνήμης, έντεκα χρόνια πριν φύγει από τη ζωή και ενώ είχε καλέσει και πάλι σε επιλογές υπέρ του παλιού του κόμματος. 

 

exakosioi013

 

ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 
ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΕΤΟ
ΜΠΡΟΣΤΑ

στα 112 παλληκάρια, που εκτελέστηκαν
στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας
από το 1947 έως το 1949

Χτες /

κι ήταν το χτες, πολλά χρόνια πριν /

ήμασταν μαζί. /

Σμίξανε τα οράματα κι οι συνειδήσεις μας /

κινήσαμε για το μεγάλο ταξίδι. /

Άλλοι στα κουπιά κι άλλοι στα πανιά, /

στενάζανε τα ξύλα, βογγάγαν' οι ανάσες /

τ' απόνερα, πίσωθε, μιαν αφρισμένη θάλασσα. / 

Ήμασταν μαζί στο μεγάλο ταξίδι. /

Ξάφνου θύελλα, τυφώνας ξεσπά, /

ρούφηξεν ο σίφουνας τη θάλασσα /

κι ένας ανεμοστρόβιλος ρουφήχτρα, /

μας έσπασε το δοιάκι κι άλλαξε τη ρότα. /

Η Σκύλλα κι η Χάρυβδη /

σας άρπαξαν μεσ' από τα χέρια μας. /

Χτες ήμασταν μαζί. /

Σήμερα στην τελετή, /

στον τοίχο των εκτελέσεων μπροστά, /

την ώρα που αλλάζαμε νερό /

στ' ανθοδοχεία της μνήμης, /

να μη σαπίσουν οι θύμισες, /

φάνηκεν ολάκερ' η αλήθεια. /

Στου πολέμου τη βουή, /

στης μάχης την άψα /

δεν έχουν μάτια τα όπλα /

είναι τυφλά τα βόλια. /

Σ' αυτόν τον τοίχο μπροστά /

τα παλληκάρια 'ναι γνωστά /

κι έχουν τα όπλα μάτια /

δεν είν' τυφλά τα βόλια/ /

Χτες ήμασταν μαζί. /

Σήμερα μπροστά σ' αυτόν τον τοίχο, /

προσκυνητές απ' όλη την Ελλάδα, /

σας ανταμώνουν. /

Τα πρόσωπά σας δεν είναι ανάμνηση /

κι είν' τα ονόματά σας ζωντανά. /

Είμαστε και πάλι μαζί /

και θα 'μαστε αντάμα ως να πετύχουμε. /

Σ' αυτόν τον τοίχο μπροστά, /

ορκιζόμαστε. /

Κέρκυρα
25 του Οκτώβρη 2009

Για 19χρονο και άλλους αγωνιστές της Κοκκινιάς

Ακολουθούν στίχοι - ποίημα άγνωστου, που γράφτηκε στις φυλακές της Κέρκυρας για τον 19χρονο κρατούμενο Κωστάκη Χριστοφίδη από την Κοκκινιά και για φίλους του της ΕΑΜικής οργάνωσης νεολαίας ΕΠΟΝ από αυτή την ηρωική κατά την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης περιοχή του Πειραιά, που εκτελέστηκαν στο Λαζαρέτο:

 

exakosioi014

 

ΧΩΝΙΑ που περήφανα 

Σπαθίζετε τη νυχτιά 

Σωπάστε  

εργάτες μην χτυπάτε το σφυρί 

ξαποστάστε 

και του κάμπου οι ξωμάχοι 

το δρεπάνι άστε στη γη 

με τα σύνεργα του μόχθου 

το σφυρί και το δρεπάνι 

φτιάχτε στα παιδιά που φεύγουν 

ένα αμάραντο στεφάνι 

πουλιά σωπάστε 

Επονίτες περάστε  

και στερνά διαλαλήστε 

στο Βοριά και στο Νοτιά 

Για το Λαζαρέτο πάνε 

τα παιδιά απ' την Κοκκινιά. 

Περπατάνε, τραγουδάνε 

με το μέτωπο ψηλά 

τα Τραγούδια της αγάπης 

τα τραγούδια της χαράς 

τα τραγούδια του αγώνα 

της εργατοαγροτιάς 

Στα καμιόνια τους φορτώνουν 

όπως και στην κατοχή 

και εις τον συνηθισμένο τόπο  

τους σκοτώνουν την Αυγή.

 

exakosioi015

 

Εννιά στίχοι 19χρονου

Ο ίδιος ο εικονιζόμενος πιο πάνω 19χρονος εκτελεσμένος εργάτης Κωστάκης Χριστοφίδης, που αναστάτωνε τη φυλακή με τα παιχνίδια και τις ζαβολιές του, άφησε εννιά στίχους - μάλαμα:

Περαία μου, σ' αφήνω γεια,

μ' αυτές τις ομορφιές σου,

με τις εργατοπούλες σου

και με τις φάμπρικές σου.

Δεν φεύγω για την ξενιτιά,

παράδες ν' αποκτήσω,

θα πάω στο Λαζαρέτο

με το αίμα μου

το δέντρο να ποτίσω.

«Νικάτε κι όταν πέφτετε» 

Ακολουθούν στίχοι - ποίημα του μελλοθάνατου στη φυλακή της πόλης του νησιού και παρά λίγο εκτελεσμένου στο Λαζαρέτο αγωνιστή Κώστα Βολάρη, γραμμένο στις φυλακές της Κέρκυρας το 1948:

 

exakosioi016

 

ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Μεσάνυχτα... /

Σιγή, μες στης Βαστίλλης την υγρή /

Απ' άκρη σ' άκρη σιγαλιά /

Τίποτα δε σαλεύει. /

Η κλαψερή του Γκιώνη μόν' ακούγεται η λαλιά. /

Ξάφνου βαριά πατήματα βιαστά /

Συντρίβοντας τη νεκρική τη σιγαλιά /

ακούγονται πολλά /

Και το κλειδί στην πόρτα του κελιού /

αντήχησε και πάλι. /

Μπαίνουν στα κρυφά, στα βιαστικά

ν' αρπάξουνε τα διαλεχτά σμαράγδια της 

Αντίστασης. /

Τους πήραν μέσα απ' την αγκαλιά μας /

να πάνε να τους τουφεκίσουνε. /

Εκεί στα βράχια του έρμου ακρογιαλιού /

του νησιού του Λαζαρέτου. /

Μα οι λεβέντες όρθιοι /

δεν σκύβουν, δε λυγίσαν /

τα στήθια τους προτάξανε /

κι η βροντερή τους αντήχησε λαλιά: /

- Χτυπάτε κι απ' το αίμα μας θε να φυτρώσει / 

η λευτεριά. /

Τ' άκουσε ο πεύκος και η οξιά /

στον έλατο το λέει: /

- Χτυπάνε την Αντίσταση το πιο λαμπρό αστέρι. /

Εκεί π' αηδόνια δε λαλούν /

δεν τραγουδούν κοντά τους. /

Μόνο το κύμα τιναχτά / 

μοιρολογάει και λέει: /

- Γεια σας, λεβέντες σταυραητοί /

καμάρια του Λαού /

Ήρωες της Αντίστασης, /

κι απόγονοι του Γέρου. /

Ποιος το 'πε πως πεθάνατε /

πως πάψατε να ζείτε; /

Τα παλικάρια δεν πεθαίνουνε /

πεθαίνουν μόνο οι δειλοί. /

Εσείς νικάτε κι όταν πέφτετε. / 

«Μεσάνυχτα», κροτάλιζε ο χάρος

Σαν νύχτωνε, έζωνε η αγωνία: Θα πάρουν απόψε; Σαν κροτάλιζαν κλειδιά μετά τα μεσάνυχτα, ο χάρος ζύγωνε. 

Σώθηκαν από συγγενή αγωνιστή ανώνυμοι, με κάποιους στίχους και του προηγούμενου ποιήματος μέσα του, ετούτοι οι στίχοι για τις ώρες που καλούσαν μελλοθάνατους είτε να ξυπνήσουν είτε να ξαγρυπνήσουν, γιατί σε λίγο το εκτελεστικό απόσπασμα θα ξεκίναγε από το Παλαιό Φρούριο για το Λαζαρέτο: 

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ

Σιγή μες την Βαστίλη την υγρή /

Από άκρη σε άκρη σιγαλιά, τίποτε δεν σαλεύει /

Νύχτα, δροσιά στα θάμνα έξω πέφτει /

Η νεκρική του Γκιώνη μόνο ακούγεται φωνή /

Ως και το αφρόκοπο το πέλαγο ως το δείλι, τώρα κι αυτό σιωπά /

Μουντό το πέπλο φόρεσε η νύχτα τούτη /

Λες κάτι ένιωθε κι αυτή. /

Στης νύχτας την σιγή /

Ξάφνου βαριά πατήματα βιαστά συντρίψανε τη νεκρική τη σιγαλιά κι ακούστηκαν πολλά /

Και το κλειδί στην πόρτα του κελιού μας αντήχησε και πάλι /

Μπαίνοντας στα κρυφά στα βιαστικά /

Να αρπάξουνε τα διαλεχτά διαμάντια της αντίστασης. /

Τους πήραν απ' την αγκαλιά μας για να τους τουφεκίσουνε /

 

exakosioi017

 

Εκεί στου βράχου του έρημου ακρογιαλιού τούς στήσαν και χτυπήσαν /

Και βάψαν την χαλικωσιά με κόκκινους αφρούς /

Μα οι λεβέντες όρθιοι, δε σκύψαν, δε λυγίσαν /

Τα στήθη τους προτάξανε και βροντερά ακούστηκε η λαλιά Χτυπάτε... /

Απ' το αίμα μας θε να φυτρώσει Λευτεριά /

«Μνημόσυνο», χρόνια μετά  

Οι πολιτικοί κρατούμενοι κάθε πρωί μετά από εκτέλεση, μολονότι ψυχικά και σωματικά εξουθενωμένοι από ολονύκτιες διαμαρτυρίες με χωνιά από τους φεγγίτες των κελιών για την ενημέρωση του λαού της περιοχής, αρνούνταν να σιτιστούν και μνημόνευαν τους νεκρούς τους. Κατοπινοί ή τοτινοί αγωνιστές που ξαναβρέθηκαν στο κατασκευασμένο το 1836 από τους Βρετανούς, τότε, επικυρίαρχους των Εφτανήσων μπουντρούμι της Κέρκυρας, διέσωσαν ως «Μνημόσυνο» από ανώνυμο συντάκτη τους εξής στίχους, οι οποίοι έχουν αντικείμενο το ότι - ίσως έως και τρεις περίπου δεκαετίες μετά ως γνωστόν - δεν επιτρεπόταν να υπάρχει στο νησάκι έστω ένας σταυρός:

 

exakosioi018

 

ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Σταυροί δεν μπόρεσαν /

Σταυροί δεν μπόρεσαν στους τάφους να στηθούν /

Στην κόκκινη χαλικωσιά την έρημη σιγή /

ούτε μπορέσαν οι βοσκοί να μας το πούνε /

να το λαλήσουν με φλογέρες την αυγή /

Σταυροί δεν στήθηκαν για την τιμή σας, /

ούτε λουλούδια φύτρωσαν στο λίγο σας το χώμα /

βαθειά στον τάφο μπήκατε /

κι εχάθει κι η πνοή σας /

μα το όνομά σας ζωντανό έμεινε ακόμα /

Το λεν οι κάμποι στα βουνά /

Το παίρνουν οι διαβάτες /

Της λεύκας τ' αρχινήσανε /

Τα χρυσαφιά τα κλώνια /

Το λέει το κύμα τιναχτά /

Το λέει σ' όλες τις άκρες /

Κτυπάνε την αντίσταση /

Ύστερα από χρόνια σταυροί δε στήθηκαν /

Μα οι λαοί για σας θα στήσουν /

Ο ξάγναντος ο βράχος θα προβάλει στ' ακρωτήρι /

Προσκυνητές μπροστά σ' εσάς θα γονατίσουν /

Και θα χουν σύμβολο πιστό εσάς για ορμητήρι /

Διασώθηκαν στις μέρες μας οι στίχοι αυτοί, όπως και οι προηγούμενοι για τα «Μεσάνυχτα», στο μνημονικό του Θεσπρωτού αγωνιστή Θεόδωρου Παπαγιάννη, που τους υπαγόρευσε σε απογόνους του. Μολονότι χρειάζεται περαιτέρω επιβεβαίωση, πρόκειται μάλλον για στίχους που είχε γράψει ο κρατούμενος στη φυλακή της Κέρκυρας αγωνιστής με το όνομα Γιώργος Τζιόλας, τους οποίους το 2003 είχε απαγγείλει σε τιμητική εκδήλωση στο Λαζαρέτο ο συγκρατούμενός του αγωνιστής Γιάννης Τόκας. 

 «Αλάξευτοι βράχοι μνημείο»

Στίχους για το δεμένο επί αιώνες με την κερκυραϊκή Ιστορία νησάκι έγραψε επίσης, πριν από λίγα χρόνια, ο πρώην φοιτητής του Ιονίου Πανεπιστημίου Μάρκος Τραϊτοράκης, ο οποίος γύρισε και ντοκιμαντέρ γι' αυτό:

 

exakosioi019

 

Τουρισμός και φωτογραφία ανά σεκόντ /

Και μεγάλα κρουαζιερόπλοια δίπλα στους τάφους των συντρόφων /

Τους προσπερνούν και προσπαθούν να τους πνίξουν τα κύματα /

Κι αυτοί είναι βράχοι σ’ απέραντη θάλασσα. /

Κολυμπώντας θα τους φτάσουμε. /

Κι η θάλασσα θα γίνει σταγόνα. /

Κι αυτοί οι αλάξευτοι βράχοι μνημείο /

Σε γεμάτες πλατείες. 

«Τελικός αποχαιρετισμός»

Ο Jim Potts, Βρετανός υπήκοος με ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του, που έζησε επί πολύ στην Κέρκυρα, το 2003 αφιέρωσε σε ευρύτερης θεματολογίας ποίημά του, με τίτλο «Νέο Φρούριο, Κέρκυρα», στίχους στο Λαζαρέτο και στους 112 εκτελεσμένους: 

Περιδιαβάζοντας τις οχυρώσεις, /

με τον Παντοκράτορα απέναντι, /

με τη διπλή κορφή, 

θαμπό στην πνιγηρή ζέστη. 

Το νησάκι Βίδο, μια έντονη πυκνή πρασινάδα, 

Το προσδιορίζουν μαύρα κυπαρίσσια, 

Αναπολώντας όλους τους πολιτικούς κρατούμενους 

(εκατόν δώδεκα, που μεταφέρθηκαν να πεθάνουν), 

οι θρήνοι τους και οι κραυγές τους από το Λαζαρέττο, 

τον τόπο της εκτέλεσης. 

Τους βλέπω να ρίχνουν εκείνο το μακρό, τελευταίο βλέμμα /

στη γραφική θέα (χωρίς ταινία στα μάτια), 

ο τελικός αποχαιρετισμός 

πριν αντικρίσουν τον Τοίχο. / 

 

exakosioi020

 

«Ξημερώνει ελπίδα» 

Η επί μακρόν στην Κέρκυρα δικηγόρος Λένα Στρατούλη έγραψε θαυμαστούς πιστεύουμε στίχους για το θαμποχάραμα - πιο πάνω εικαστικό έργο του Τζίνου Δημητράτου με θέμα του τη μεταφορά αγωνιστών για εκτέλεση στο νησάκι προτού χαράξει για τα καλά - των εκτελέσεων στο Λαζαρέτο, καθώς και για την άσβεστη ελπίδα.   

ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ ΕΛΠΙΔΑ

Μαύρα χρόνια
Κόκκινη θύμηση

Μαύρη σκιά
Κόκκινο όραμα

Μαύρο κελί
Κόκκινο τραγούδι

Μαύρη κάνη
Κόκκινο αγίασμα
 
Μαύρος θάνατος
Με βόλι κερνάει
Την κόκκινη καρδιά

Κόκκινη βροχή
Με αίμα ξεπλένει
Τη μαύρη πέτρα
 
Μαύρο μαντήλι ο θρήνος
Βλογάει τον κόκκινο σταυρό
Κόκκινο λουλούδι το φιλί
Μυρώνει το μαύρο χώμα
 
Άλικο γαρύφαλλο
Στο πέτο της νιότης
Που άνθισε κλεισμένη
Στα σίδερα

Μαύρη ελιά
Στο στήθος της λεβεντιάς

Που βύζαξε αλυσοδεμένη
Τη χίμαιρα

Στο μοιρολόι του γκιόνη ο λυγμός
Στο πανί του αφρού ο χαιρετισμός
Στο φτερό του γλάρου το μήνυμα
Στη σημαία του ανέμου το σύνθημα.

Κι η ανατολή ανελέητη
Εκτελεί με ριπές φωτός
Τον εφιάλτη της νύχτας
Στημένο στον τοίχο

«Είπανε δικαιοσύνη τις δολοφονίες»,  Ιάσων Δεπούντης

Ήταν ο Ιάσων Δεπούντης ο πρώτος καθιερωμένος και σπουδαίος Κερκυραίος ποιητής και αγωνιστής που έγραψε στίχους για το Λαζαρέτο, αναφερόμενος εμμέσως αλλά σαφώς και κατά παραδοχή του στο έγκλημα των εκτελέσεων στη νησίδα, σε δύο ποιήματά του.  

Τα τιτλοφόρησε «Ο εμπνευσμένος λόφος» το πρώτο και «Το ναυάγιο της ομίχλης» το επόμενο. Ο λόφος είναι αυτός των φυλακών της Κέρκυρας. Η ομίχλη - δεν θα αργήσει να δει το φως της δημοσιότητας εμπνευσμένο από τους στίχους «Στην Κέρκυρα μια στάχτη βρέχει από φαντάσματα» και «Αφήνουνε φωσφορισμούς στο φάσμα της ομίχλης» εικαστικό έργο του Γιώργου Μικάλεφ - είναι από στάχτες του Λαζαρέτου. 

Ο ποιητής έκανε λόγο για «νέο κι ακονισμένο ακούραστο μαχαίρι».

Ακολουθούν, από εκείνα τα δύο ποιήματα του Δεπούντη, αποσπάσματα που συνδέονται με το Λαζαρέτο, παρουσιασμένα κι αυτά με αναπόφευκτους τεχνικούς περιορισμούς διάταξης των στίχων στην παρούσα μορφή και με φροντίδα για την κατά το δυνατόν ορθή απεικόνισή τους:

Ο ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΟΣ ΛΟΦΟΣ

Πάλε στα μονοπάτια ακούστηκε του λόφου /
σαν ουρλιαχτό /
αγριμιών /
η φωνή του πληγωμένου τ’ αδικημένου η
κραυγή /

Πάλε δεν το κατάλαβε κανείς από ποιο μίσος /
είπανε δικαιοσύνη τις δολοφονίες /
τη σφαγή το κάψιμο τις σφαίρες μ’ άλλα
ονόματα /
Από ποιο μίσος χτίσανε τ’ άγρια ετούτα τείχη /
γύρω απ’ την Αυγή και τον Αυγερινό τη /
σιδερένια /
πόρτα /
Με ποια κλειδιά μας κρύψανε το μυστικό της
μέρας /
σε ποια σκοτάδια βρέθηκε σφαγμένη η σίγουρη
ψυχή /
Από ποια στάχτη βγάλαμε τη φλόγα της ελπίδας /
με τι κορμιά στηρίξαμε τη στέγη της Ζωής. /

Σαν ουρλιαχτό αγριμιών /
με ουρλιαχτό αγριμιών /
φυλακισμένο στο αίμα /
στου πάθους τα λαγούμια /
Υψώνεται ένας λόφος˙ ένας καινούργιος λόγος, δυνατός /

Που οδηγεί τα βήματά μας στην κόψη σου νέο
νέο κι ακονισμένο ακούραστο μαχαίρι. /

ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ

Ω! σκοτεινό καράβι της ομίχλης /

–– Ω! εποχή της οργής και του πόνου – /
Που κουβαλάς βαθιά στα μαύρα κήτη σου /
το πληγωμένο μέλλον μας, οδήγησε... /
Οδήγησε τους ναυαγούς μέσα στις πολιτείες /
των παιδιών τους, κάτου απ’ τη στέγη /
των παιδικών τους χρόνων. /

Πάρε τα χέρια, /
Γίνε το πάθος /
αυτής της άγριας νύχτας. /

Σύρε τα μάνταλα, /
Από τους βυθούς /
των ναυαγών σου. /

Η θάλασσα μορφάζει, απόψε, έξω απ’ τις πόρτες /
των σπιτιών μας – τυλιγμένη ερωτικά /
το θαλασσόχορτο της λήθης. /

Στην Κέρκυρα, μια στάχτη βρέχει από φαντάσματα∙ /
Σώματα χιμαιρικά, βγαλμένα από την καταιγίδα/
αφήνουνε φωσφορισμούς στο φάσμα της ομίχλης. /

Ο αγέρας φέρνει με το βράδυ σταχτιές φλόγες. /
Στους τοίχους μας πληθαίνουν οι βαριές σκιές. /

Μοιάζει σαν κάποιοι ν’ άλλαξαν το σκηνικό μας. /

Από τη στοιχειωμένη πύλη διάβηκ’ η Ομίχλη – /
Σαν κάτι ξένο νάχε συγκρατήσει με τα χέρια /
Ενός τρελού… Μοιάζει σαν παρουσία, μακρινή! /

Ακόμα κι η ώρα ήρθε ωχρή και καταδικασμένη – /
τα βήματά της μαρτυρούν πως άρχισε σ’ ορίζοντες /
πλατιούς… για να κρυφτεί μες στα ναυάγια… /
φ ο β ι σ μ έ ν η. /

Η Κέρκυρα πάλε ντύθηκε τη σιωπή της∙ /
κι η σιωπή τον τελευταίο αντίλαλο του θρύλου. /

Οι νεκροί μένουν στους τάφους. Κι ίσως, /
απόψε, /
Που αναζητούσε τα ίχνη τους η νύχτα, Ήρθαν – /
Ήρθαν για ’μας! /
Ήρθαν για να μοιράσουν, /
Σε ’μας τους μεθυσμένους, τους χιμαιρικούς, – /
Σαν το ζεστό ψωμί στο πατρικό τραπέζι, /
τ η ν Ι θ ά κ η. /

Σαν τον άρτο. Σαν το κρασί. Σαν το σώμα. /

Σαν το αίμα. /
Σ α ν τ η θ υ σ ί α τ ο υ ς. /
Οι ναυαγοί της σιωπηλής ομίχλης. /
Του πολέμου! /

Όταν ναυάγησε η «Ο μ ί χ λ η», /
Τα κύματα δεν είχαν χέρια να τη σώσουν. /

Χέρια έχει το πάθος αυτής της άγριας νύχτας /
Που κρατάει, ζηλότυπα, το μυστικό των /
ναυαγών της. /

Εκείνα τα χρόνια, σύμφωνα με ηγετικό στέλεχος της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, ποιητές και άλλοι λογοτέχνες του νησιού, που είχαν προχωρήσει σε όλα όσα χρειάζονταν για να αρχίσουν να εκδίδουν το περιοδικό τους «Πρόσπερος», είχαν αποφασίσει την αναστολή της έκδοσής του, μέχρι να πάψουν οι εκτελέσεις αγωνιστών στο Λαζαρέτο, συμμετέχοντας στη λαϊκή κατακραυγή. 

«Αχάει το Λαζαρέτο»

Υπάρχουν πιστεύεται - και συνεχίζεται η έρευνα για την ακριβή επαλήθευση και συμπερίληψή τους σε μια τέτοιαν ανθολογία - πολύ παλαιά λαϊκά δίστιχα που αφορούν την επί αιώνες  λειτουργία της νησίδας ως λοιμοκαθαρτηρίου και την απάνθρωπη εγκατάλειψη εκεί φτωχών προγόνων μας που έπεφταν θύματα επιδημιών, την ταφή εκεί σε νεότερους χρόνους ορφανών προσφυγόπουλων, αλλά και σχετικά με τη σύνδεση του δεμένου ίσως και με περιγραφές του Θουκυδίδη μικρού αυτού νησιού με συγκρούσεις γύρω από τις οικονομικές δραστηριότητες και με δοξασίες του λαού της Κέρκυρας, όπως το επιβεβαιωμένο σε γραπτές πηγές εξής λαϊκό δίστιχο:

Βροντομαχάει το στενό κ’ αχάει το Λαζαρέτο /

πολύ κακό που πάθανε οι παχτοναραίοι εφέτο. /

Παραπέμπει, αν έχει ερμηνευθεί σωστά, σε συνθήκες ταξικής σύγκρουσης γύρω στα 1805 για την ελαιοσοδειά, ανάμεσα στους εκμισθωτές γης και τους καλλιεργητές, με εντάσεις, συναισθηματικές εκδηλώσεις και ζημιές μεταφορικά ισοδύναμες με μάχες στο θαλάσσιο Στενό της Κέρκυρας και αντήχηση σπαραγμού από το Λαζαρέτο!

Πώς τα έφερε έτσι η Ιστορία να δεθούν η ποίηση και η στιχουργία ποικιλοτρόπως με αυτόν τον βράχο!

Πού να φανταστεί ο Διονύσιος Σολωμός το 1848, όταν έγραφε στα Μουράγια της πόλης της Κέρκυρας τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του, πως οι στίχοι του «παντ' ανοιχτά παντ' άγρυπνα τα μάτια της ψυχής» των Ελλήνων, για τους ιερούς τόπους τους «οπού 'ν' ερμιά και σκοτεινιά και του θανάτου σπίτι», θα ίσχυαν - και όχι μόνο για έναν λόγο - ακριβώς και για κείνο το μικρό νησάκι που ο μέγας ποιητής ατένιζε από τα παράθυρα του σπιτιού του και για το οποίο, το 1851, επέλεξε να είναι ο μεγαλύτερος δωρητής, καθώς είχε διαθέσει ένα πολύ σημαντικό ποσό σε έρανο για την περίθαλψη αφημένων στο Λαζαρέτο στην τύχη τους άπορων προγόνων μας που είχαν πέσει θύματα επιδημίας!

«Οι δυο μας»

Ο Κερκυραίος ποιητής Διομήδης Βλάχος το 1984 είχε αφιερώσει στίχους του στη νησίδα, στην ποιητική συλλογή του «Σχιστόλιθοι»:

ΟΙ ΔΥΟ ΜΑΣ

Εσύ λοιπόν τραβάς τη στράτα σου. /

Οι γάντζοι του ρεσάλτου σαπισμένοι χρόνια /

και σκόρπισαν στο πρώτο τράνταγμα. /

Φεύγεις με το νου σου τυλιγμένο στις αιθάλες /

κ’ είσαι πια στην αυλή του αυτοκράτορα /

αντάμα με τους αυλοκόλακες /

κ’ εγώ ξανά με γρανιτένια σάνταλα /

σα χέλι φωσφορίζον στο βυθό /

τεντώνω το κεφάλι περισκόπιο /

για ν’ αγναντέψω μιαν ιδέα θάλασσα. /

Εσύ, ένας γυρολόγος ένας πραματευτής /

πού άνοιξες την κασέλα της μάνας /

και ξεπουλάς τα μεσοφόρια της /

όπως τότε χαράματα στο Λαζαρέτο /

τραβώντας το μοχλό της γκιλοτίνας /

τώρα σεγγούνια χρυσοκέντητα, υποκλίσεις /

κι άλλα τέτοια της παρακμής /

κ’ εγώ γυμνός στο πόστο μου /

να κράζω τις Ερινύες χρόνια /

και να τους δείχνω /

το μητροφόνο στιλέτο του Ορέστη /

το σώμα του εγκλήματος. /

«Χαρίζουμε, αγώνα και ομορφιά...» 

Το 1985, σε προεκλογική περίοδο, σε κερκυραϊκή εφημερίδα φίλων του ΚΚΕ δημοσιεύτηκαν στίχοι για το Λαζαρέτο, με τον τίτλο «Δεν χαρίζουμε ψήφους». Ο δημιουργός τους υπέγραψε με τα αρχικά «Ν.Μς».

 

exakosioi021

 

ΔΕΝ ΧΑΡΙΖΟΥΜΕ ΨΗΦΟΥΣ

Τούτο το μήνυμα μας τόφερε η πρωινή αύρα /

της απέναντι ακτής /

του μικρού νησιού /

Δεν χαρίζουμε ψήφους Σύντροφοι, συναγωνιστές, τίμιοι πατριώτες, /

τούτο το μήνυμα μας ήρθε, /

με τις πρώτες ακτίνες του ανοιξιάτικου ήλιου, /

τρυπώντας τα πεύκα της σιωπής, /

χαϊδεύοντας απαλά την πρωινή δροσιά, /

που κάθισε στ' αγκάθι της ασφάκας, /

σαν διαμαντένιο διάδημα ιστορικής μνήμης... /

Δεν χαρίζουμε ψήφους Σύντροφοι, συναγωνιστές, τίμιοι πατριώτες /

Τούτο το μήνυμα μας τόφερε /

ο γλάρος, ο αιώνιος φύλακας /

του βράχου της θυσίας και συνέχισε: /

Οι νεκροί μας /

δεν αφήνουν τα κόκαλά τους /

να γίνουν γέφυρα για να περάσουν τα διλήμματα και τ' Αμερικάνικα /

παιγνίδια της Σώγιερ και Χάμιλτον /

και πρόσθεσε: Εκείνοι δε χάρισαν ζωή στη δική τους ζωή... /

Εσείς πώς θα χαρίσετε ψήφους... /

Σύντροφοι, συναγωνιστές, τίμιοι πατριώτες / τούτο το μήνυμα μας ήρθε /

και δεν είναι οποιοδήποτε μήνυμα / 

είναι το μήνυμα του ΛΑΖΑΡΕΤΟΥ... /

Είναι το μήνυμα του βράχου της θυσίας, / 

είναι αν θέλετε τα λόγια του τελευταίου χορού της Λεβεντιάς /

πριν ο παπά Γιώργης διαβάση τη "συχωρετική"./.

Πριν οι μαύρες κάνες ξε(πε)ράσουν τον απαίσιο θάνατο... /

Πριν απ' τη χαριστική βολή... / 

Δεν χαρίζουμε ψήφους Σύντροφοι, συναγωνιστές, τίμιοι πατριώτες /.

Εμείς μόνο ζωή χαρίζουμε, αγώνα και ομορφιά... /

«Ρόδα κόκκινα»

Στις μέρες μας ούτε ο φιλόλογος Κώστας Ρούσσινος άφησε έξω από στίχους του το Λαζαρέτο, όπως προκύπτει σαφώς και κατά δήλωσή του από τους εξής, γραμμένους με αφορμή εκδήλωση τιμής και μνήμης που είχε οργανωθεί στη νησίδα το 2021, στίχους του: 

ΡΟΔΑ ΚΟΚΚΙΝΑ

Δεν είδα ποτέ ρόδα κόκκινα από κοντά. /

Μεγάλωσα σε μία μεσόκοπη εποχή /

όπου φύτρωσε μόνο το μαύρο φεγγάρι. /

Πως μυρώνουν τους κήπους /

και απλώνουν τη γύρη δεν ξέρω. /

Όμως να τιμώ με φωνή στη σιωπή το πρόσταγμά τους επιθυμώ. /

Μη με κοιτάτε καχύποπτα και γεμάτοι απορία. /

Για ροδάνθη που ανθίσαν σε τοίχους ποτισμένα με αίμα σάς λέω. /

Ναι γι’ αυτά που αντέξαν σε ειρκτές, ξερονήσια και ανήλια κελιά. /

Ναι γι’ αυτά που θυσιάσαν ανθούς /

για να πιάσει το βαπόρι του κόσμου το φως απ’ το χέρι. /

Γι’ αυτά μου μιλάνε τώρα δικαίως περήφανα /

η ανέμη του χρόνου, οι κτίστες του ήλιου /

και το απείθαρχο, το φτιαγμένο απ’ τα φύτρα της άνοιξης, άλικο αστέρι. /

 

exakosioi022

 

«Η δική σου κραυγή, παράξενο τραγούδι»

Η λογοτέχνις Ζωή Δικταίου, που από την Κρήτη  την κέρδισε η Κέρκυρα, ένιωσε θαρρείς βαθιά και πολύμορφα τι σημαίνει Λαζαρέτο κι έγραψε για το νησάκι το ποίημα «Η δική σου κραυγή, παράξενο τραγούδι». 

Με της καρδιάς στίχους σε εννιά στροφές

Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΚΡΑΥΓΗ,
ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Τρεμοσβήνει το φως, /

ώρα που ανάβουν κόκκινα τριαντάφυλλα στον τοίχο /

ώρα που τα βλέφαρα ματώνουν /

ώρα που η λήθη δεν έχει δικαίωμα. /

Το μικρό νησί, /

Λαζαρέτο της Κέρκυρας, /

απέραντος φαντάζει τόπος της οδύνης /

κάτω από το φιλί στην πρώτη βροχή. /

Είχα ξεχάσει πως τα δάχτυλά σου /

γίνανε ρίζες, /

αντίκρισα την βρεγμένη σου καρδιά /

ένα ανοικτό κουκουνάρι, /

να λιτανεύει το κόκκινο στο Ιόνιο φως /

και η πελαγίσια αντάρα μακριά /

σκόρπιζε, μετρώντας φόβο και σημάδια. /

Τα στερνά άνθη του φθινοπώρου /

μυρίζουν θαρρείς την ανάσα σου /

μα και η σκιά, αυτή που τρέχει στην ακτή /

κι αυτή μυρίζει κάτι από εσένα, /

άλικο ρόδο, /

μέντα, κιτρολέμονο, επανάσταση... /

Ο άνεμος φέρνει ακόμα τις φωνές /

όχι, εδώ δεν πεθαίνει κανείς, /

εδώ θαρρείς κοιμούνται ίσκιοι κι ονειρεύονται /

κάθε ξημέρωμα μιαν άλλη ανάσταση /

κι ας μεγαλώνουν περισσότερο οι νύχτες... /

Εδώ ρίχνουν αλάτι στην πληγή /

ν' αγιάσει ο πόνος /

να μην σιμώσει η άβυσσος. /

Ξέρεις, και το χώμα κάτω από τα φύλλα /

αυτό που τα γυμνά σου πόδια αγγίζουν αλαφρά, /

ζωή ήταν κάποτε, /

χέρια που αγκάλιαζαν παθιασμένα /

μάτια φλογισμένα από αγώνα /

κορμιά φορτωμένα νιάτα /

ψυχές που δεν γύρεψαν σωτηρία /

μήτε μοίρασαν τον ουρανό στα όρνια. /

Εκείνοι, έραψαν /

στο στρίφωμα του ήλιου με το αίμα τους /

το τελευταίο σημείωμα λευτεριάς, /

για ένα καρβέλι ψωμί στο τραπέζι, /

μια χούφτα στάχυα χρυσά, /

ένα άσπρο πουκάμισο, /

μια κούπα ξέχειλη ζωή, /

ένα αρχαίο αλφαβητάρι. /

Ψιθυριστά οι χορταριασμένες πέτρες /

και οι σφαίρες /

αυτές που σφηνώθηκαν /

στα σπλάχνα και στον τοίχο, /

μια διαμαρτύρηση, /

«Αντέχεις το φως; Σήκωσε το βλέμμα. /

Ήρθε η ώρα της καινούριας ανάγνωσης.» /

Εκείνοι είδαν /

ξημερώματα, ένα φεγγάρι, να τρέχει ματωμένο /

πάνω από τα πεύκα, /

στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας, /

εκείνοι άκουσαν /

τη νεροποντή να φτάνει φορτωμένη τις παλιές χαρές, /

πριν οι ριπές από τις κάνες των όπλων τρομάξουν τα πουλιά, /

πριν οι σταγόνες κυλώντας απ' το σύρμα /

ξεπλύνουν το αίμα ζεστό, /

πριν φύγουν από φόβο /

τα χαλίκια και η θάλασσα, /

πριν οι εξόριστοι βράχοι διψάσουν την αλήθεια./

Δεν θα ξεχάσεις, /

οι ρίζες των δέντρων βαθιά στο αίμα, /

τρέμεις, /

οι κορφές ψηλώνουν, ζυγώνουν /

ένα ξέφτι γαλανό ουρανό, /

υποκλίνεσαι, /

εδώ ποτέ δεν σκοτεινιάζει, /

Λαζαρέτο της Κέρκυρας, /

αισθάνεσαι, /

φέγγει το ανάστημα, /

το δικό σας αδέρφια, /

αφουγκράζεσαι, /

δεν είναι ψίθυρος στα μνήματα, /

μήτε η σιωπή. /

Κλαις... /

Κραυγή είναι, άκου, /

η δική σου κραυγή, παράξενο τραγούδι. /

Σκοτώνουν τον Πέτρο, παιδιά. /

Αύριο, σκέψου... /

Ίσως σκοτώνουν κι εσένα... /

«Τόπος έγινε ιερός»

Άσβεστη πραγματικά μένει στην Κέρκυρα από στόμα σε στόμα, όπως από την κάτοικο του χωριού Ποταμός αντίκρυ σχεδόν από το νησάκι Σοφία Καρύδη, η μνήμη για όλα εκείνα. Δικοί της, φυλαγμένοι καλά από απογόνους, είναι οι λαϊκοί απλοί στίχοι που ακολουθούν. 

Κι έγραψε, μεταξύ άλλων, καθώς πρόλαβε την «ανάσταση» του Λαζαρέτου από τη λήθη και την ανακήρυξή του ως Ιστορικού Τόπου: 

 

exakosioi023

 

Κάποτε σε μαύρα χρόνια,

ξένα αρπακτικά πουλιά

ήρθαν να κατασπαράξουν

της Κερκύρας τα παιδιά

Μα στο τέλος εις τον βράχο

συντριφτήκανε κι αυτά

και κοκκίνισαν τα βράχια

και θολώσαν τα νερά

Επεράσανε τα χρόνια,

ήρθε πια η ξαστεριά,

εξεπλύθηκεν ο βράχος,

ήρθε ειρήνη και χαρά

Ποιος να το 'λεγε, με χρόνια

τα δικά μας τα παιδιά

θα σκοτώνανε στο βράχο

τα παιδιά της λευτεριάς

Μα ήλθε ο χρόνος και το κύμα.

με το αλμυρό νερό,

ξέπλυναν πάλι το βράχο

τόπος έγινε ιερός

Γιατί εστήσανε σταυρούς

κι οι ψυχές οι ηρωικές

εφρουρήσανε τον τόπο,

τη θάλασσα και τις στεριές

Χορός στο Λαζαρέτο

Εμπνευσμένη από στοιχεία που ήλθαν στο φως το 2021, για έναν συγκλονιστικό βραδινό χορό με κάποια μουσικά όργανα και σκοπούς από όλη τη χώρα και στερνό τραγούδι της βραδιάς τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» που είχαν οργανώσει το 1943 φρουρούμενοι από Ιταλούς στρατιώτες οι εκατοντάδες αντιστασιακοί κρατούμενοι στο χρησιμοποιούμενο τότε ως στρατόπεδο συγκέντρωσης κερκυραϊκό νησάκι, αρκετοί των οποίων - ανάμεσά τους και ο Νίκος Μπελογιάννης - είχαν μεταφερθεί από ανάλογο στρατόπεδο της Κατούνας Αιτωλοακαρνανίας, η προερχόμενη από τον νομό αυτό νομικός του νησιού μας Λένα Στρατούλη έγραψε ποίημα,  λίγες ώρες μετά το σχετικό δημοσίευμα, με τον τίτλο «Γάμος στο Λαζαρέτο»

 

exakosioi024

 

Κλείνουμε τώρα ελπίζοντας πως σύντομα θα έλθουν στο φως και άλλες τέτοιες αθησαύριστες ποιητικές και στιχουργικές αναφορές ή θα προκύψουν νέες - πιο πάνω έμπνευση ταιριαστή του εικαστικού Άγγελου Γερακάρη - παραθέτοντας ετούτο το ποίημα: 

ΓΑΜΟΣ ΣΤΟ ΛΑΖΑΡΕΤΟ

Το δεντρί θαλερό
μα το αηδόνι βουβό
 
Το λουλούδι ανοιχτό
μα το χώμα στεγνό
 
Το πιοτό γιατρικό

μα το δάκρυ πικρό
 
Το τραγούδι γοργό
μα το βήμα συρτό
 
Ο χορός νυφικός
μα ο νιος σκυθρωπός
 
Το στήθος γυμνό
μα το βλέμμα κενό
 
Το πετράδι λιτό
μα στη χούφτα καυτό
 
Το κορίτσι πιστό
μα το στεφάνι μονό
 
Το κρεβάτι αδειανό
μα το φιλί φυλαχτό
 
Χαράζει η αυγή
μα η νύφη αργεί
 
Ο όρκος νωπός
μα ο χρόνος λειψός
 
Ο γάμος λευκός
μα δεν γίνεται αλλιώς
 

Ο βωμός ιερός
μα ο χώρος στενός
 
Το κορμί του κορμός
μα το χτυπά κεραυνός
 
Ξάφνου η κόρη πονά
μα απ' την άλλη γυρνά
 
Η καρδιά του καρπός
μα αιμάτου κρουνός
 
Η κραυγή του χρησμός
μα ο λόγος στερνός
 
Του θανάτου γαμπρός
πάει στον Άδη στητός
 
Είναι ο χάρος σκληρός
μα βουρκώνει ο θεός

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΡΦΙΑΤΗΣ

Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 20 Αυγούστου 2023 17:23

Please publish modules in offcanvas position.