Ήταν «ο σοφότερος των Ελλήνων» στην εποχή του, έγραψε για εκείνον μετά τη θανή του, το 1923, ο καλός του φίλος, συμπατριώτης του κατοπινός πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αριστοτέλης Σίδερις. Είτε ήταν έτσι είτε όχι, αφού ο ίδιος δεν δίσταζε ταπεινά να μιλά και για λάθη του, τον θρήνησε με εξίσου λαμπρά λόγια η σημαντικότερη ίσαμε σήμερα Κερκυραία λογία Ειρήνη Δενδρινού. Συνόψισε το έργο του και τη ζωή του με δύο λόγια που θα τα επιβεβαιώσουμε πολλές φορές εφέτος. Τον χαρακτήρισε «δόξα της Κέρκυρας».
Τη δόξασε την Κέρκυρα και τη δοξάζει ακόμα ο επαναστάτης λογοτέχνης Κωνσταντίνος Θεοτόκης (Κέρκυρα 1872 - Κέρκυρα 1923).
Ο Ντίνος, όπως τον έλεγαν οι φίλοι του και οι εργάτες και οι αγρότες του νησιού, Θεοτόκης.
Έτσι, δικαιολογημένα ο κεντρικός Δήμος της Κέρκυρας έλαβε προ ημερών μια ιστορικής αξίας απόφαση. Ας το πούμε ακριβώς με τα λόγια της ίδιας της δημάρχου Μερόπης Υδραίου, όπως μας την εξήγησε: «Ο Δήμος με απόφασή του και κατόπιν αιτήματος και σε συνεργασία με την Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών κήρυξε το 2023 Έτος Κωνσταντίνου Θεοτόκη». Ομόφωνα.
Ας κάνουν ό,τι θέλουν τα υπουργεία Παιδείας και Πολιτισμού, στα οποία η Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών (ΕΚΣ) - που πρωτοστατεί δεκαετίες τώρα στην ανάδειξη του έργου του - υπέβαλε το αίτημα να κάνουν το ίδιο για τη χώρα συνολικά. Για την Κέρκυρα έτσι έχουν τα πράγματα: Το 2023 είναι «Έτος Κωνσταντίνου Θεοτόκη». Θέλουν - δε θέλουν κάποιοι, άλλωστε, το φέγγος του Θεοτόκη θα λάμψει σε όλη την Ελλάδα. Στον αθηναϊκό Τύπο άρχισαν κιόλας τα αφιερώματα. Νέες εκδόσεις έργων αυτού του μακράν κορυφαίου Κερκυραίου λογοτέχνη είναι προγραμματισμένες, ενώ είναι θέμα λίγων ημερών η κυκλοφορία, για πρώτη φορά, πολύτομων «Απάντων» ή «Ευρισκομένων», αν θέλετε, του μεγάλου πνευματικού δημιουργού, με έκδοση σε αυτοτελή τόμο, για πρώτη φορά, μιας αποσιωπημένης νεανικής ποιητικής συλλογής του. Πριν από δέκα ημέρες η ΕΚΣ ξεκίνησε έναν ευρύ κύκλο εκδηλώσεων, ενώ ετοιμάζονται να κάνουν το ίδιο και άλλοι φορείς, όπως το Εργατικό Κέντρο Κέρκυρας που ως έναν βαθμό οφείλει και την ίδια την ίδρυσή του σε εκείνον, καθώς επίσης η Αναγνωστική Εταιρία Κέρκυρας, που ο Θεοτόκης ήταν και μέλος της. Ετοιμάζεται, επίσης, μια νέα τηλεοπτική σειρά βασισμένη σε έργο του.
Η δόξα του, συνυφασμένη άμεσα με τον γενέθλιο τόπο του, έναν αιώνα μετά τη θανή του παραμένει άσβεστη!
Μόλις πρόσφατα, ενόψει της συμπλήρωσης 100 χρόνων από τον θάνατό του, ο αθηναϊκός μη κερδοσκοπικός Σύλλογος για τη Διάδοση Ωφέλιμων Βιβλίων - που η ίδρυσή του πριν από πολλές δεκαετίες οφείλεται στον Δημήτριο Βικέλα - ανέσυρε από τα αρχεία του λογοτέχνη και ετοίμασε, με την επιμέλεια και με σχόλια της πανεπιστημιακής καθηγήτριας του τομέα της Νεοελληνικής και Συγκριτικής Φιλολογίας Άννας Κατσιγιάννη, το ανέκδοτο έργο του «Αντιφεγγίδες», μέρος του οποίου βλέπει μάλλον για πρώτη φορά τη δημοσιότητα. Εκδίδεται, ως σύνολο, για πρώτη φορά. Το αναγνωστικό κοινό θα γνωρίσει, έτσι, μια πρώιμη πεζόμορφη ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, που είχε μείνει κτήμα μόνο ειδικών μελετητών. Ένα πεζό και ποιητικό συνάμα «άγουρο αριστούργημα», μπορεί να πει κανείς, που το έγραψε το 1895, σε ηλικία 23 ετών.
Αποτελείται από δώδεκα πεζόμορφα ποιήματα, ένα από τα οποία αφορά τον Μενεκράτη και το μνημείο του στην Κέρκυρα. Η ύπαρξή του είχε επισημανθεί, υποτίθεται πως είχε δημοσιευτεί στην «Κερκυραϊκή Ανθολογία» με πρωτοβουλία της Ειρήνης Δενδρινού λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Θεοτόκη, μα δεν εντοπίστηκε δημοσιευμένο πουθενά.
Η Άννα Κατσιγιάννη εργάστηκε επί μακρόν με τις «Αντιφεγγίδες». Αυτές γράφτηκαν δύο με τρία χρόνια, όπως εκτιμάται, προτού ο λογοτέχνης - πιο πάνω εικονίζεται χειρόγραφό του από τετράδιο με το κείμενο για τον Μενεκράτη - απαρνηθεί τον ιδεαλισμό και αρχίσει να ασπάζεται τις σοσιαλιστικές ιδέες, για να προσχωρήσει στη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού.
Για όσα τμήματα του έργου τής ήταν γνωστά, η Κατσιγιάννη είχε μιλήσει πριν από τρεις περίπου δεκαετίες σε επιστημονικό συνέδριο του κερκυραϊκού λογοτεχνικού περιοδικού «Πόρφυρας», αφιερωμένο στον Θεοτόκη. Αυτόγραφο τετράδιο του λογοτέχνη, με τίτλο «Αντιφεγγίδες», όπως εξηγεί, βρίσκεται στον Φάκελο 1, στο «Αρχείο Κωνσταντίνου Θεοτόκη», το οποίο απόκειται στον οικογενειακό του Πύργο στο χωριό του Καρουσάδες. Το σύνολο των σελίδων του αυτογράφου είναι 53 και σε αυτές περιλαμβάνονται, μαζί με τα πεζόμορφα νεανικά ποιήματα, «Σημείωσες» του ιδίου. Η επιμελήτρια εκφράζει ευχαριστίες, μεταξύ άλλων, από εκείνους που λείπουν, στον Γ. Π. Σαββίδη που της είχε εμπιστευτεί την έκδοση του χειρογράφου και στον Κερκυραίο πρωτοπόρο σκαπανέα του έργου του Θεοτόκη και εκδότη αγωνιστή Φίλιππο Βλάχο. Επίσης, στον πρόεδρο της ΕΚΣ Περικλή Παγκράτη και στον Δημήτρη Θεοτόκη, απόγονο της οικογένειας, που έθεσε στη διάθεσή της, στον Πύργο των Καρουσάδων, το πρωτότυπο χειρόγραφο για αντιπαραβολή με φωτοαντίγραφο.
Το φέγγος του Θεοτόκη, που πολέμησε μάλιστα εθελοντής για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και της Κρήτης και αρνήθηκε ένα σωρό παράσημα για να δηλώσει ότι παραμένει με τον λαό, αντιφεγγίζει ακόμα!
Την ακτινοβολία του ούτε κατά προσέγγιση δεν εξασφάλισαν οι άλλοι, πρωθυπουργοί και υπουργοί παρασημοφορημένοι, Θεοτόκηδες!
Το λογοτεχνικό έργο του Ντίνου Θεοτόκη, αν και δεν ξεπέρασε σε διάρκεια τα τριάντα περίπου χρόνια αφού η ζωή του μόλις που ξεπέρασε τον μισό αιώνα, ήταν ποτάμι. Παρόλο που ένα μέρος της ζωής του το αφιέρωσε στο πλευρό των εργατών και των άλλων λαϊκών στρωμάτων της Κέρκυρας και γι' αυτό μισήθηκε από ορισμένους κύκλους, δύσκολα θα βρεθεί, αν όντως υπάρχει, άλλος σπουδαίος Έλληνας λογοτέχνης με τόσο πολύπλευρο ογκώδες έργο μέσα σε τρεις δεκαετίες, που να δέθηκε κιόλας με τη ζωή και τους αγώνες του λαού για την προκοπή του.
Το φωτογραφικό εκδοτικό πανόραμα που συνοδεύει αυτές τις γραμμές και περιλαμβάνει εκδόσεις έργων του στη γλώσσα μας από εκδοτικούς οίκους ή και μεγάλες εφημερίδες και μεταφρασμένων σε άλλες γλώσσες, άλλα βιβλία αφιερωμένα ειδικά στη ζωή και το έργο του, ανάλογα αφιερώματα λογοτεχνικών περιοδικών, καθώς και εικόνες οπτικοακουστικών παραγωγών ή και αφίσες για εκείνον, είναι απλώς χαρακτηριστικό του μεγαλείου και της αθανασίας της πνευματικής παραγωγής του, καθώς συνεχίζει να εμπνέει. Είναι πολύ περισσότερες, είναι αρκετές δεκάδες μέχρι σήμερα οι εκδόσεις και επανεκδόσεις έργων του, που συχνά και ίσαμε τώρα συνοδεύονται από προλογικά σημειώματα με νέες ερμηνείες τους και ανάδειξη των κοινωνικών ιδεών του πεζογράφου, ποιητή, μεταφραστή, κοινωνικού αγωνιστή, μελετητή και στοχαστή ακόμη και της ινδικής λογοτεχνίας, Ντίνου Θεοτόκη. Δεν υπάρχει αξιόλογος εκδοτικός οίκος στην Ελλάδα που να μην έχει στο ενεργητικό του κάποιο, τουλάχιστον, από τα έργα του.
Ας πάρουμε όμως εμείς εδώ μια γεύση από τις ανέκδοτες μέχρι τώρα ως ενιαίο έργο «Αντιφεγγίδες» του, παρουσιάζοντας ένα μικρό τμήμα τους στο πλαίσιο προδημοσίευσης, καθώς η σχετική έκδοση δεν έχει ακόμη πάρει τον δρόμο για τα βιβλιοπωλεία. «Οι Βάρβαροι» τιτλοφορείται ένα από αυτά, όχι τελείως άγνωστο στο ευρύ κοινό. Προβάλλει ένας ποιητικά διαφορετικός Θεοτόκης από εκείνον που γνωρίζουμε από τα «Σονέτα» του και τα πιο διαλεχτά πεζογραφήματά του. Έργο πεζό και συγχρόνως ποιητικό, οι «Αντιφεγγίδες» μαρτυρούν ίσως, σε κάποια σημεία τους, επιρροές από το ύφος του σολωμικού μεγαλείου.
Να «Οι Βάρβαροι» χωρίς την πολυτονική γραφή της εποχής και με τους τεχνικούς περιορισμούς που συνεπάγονται αυτές εδώ οι γραμμές, πριν περάσουμε στον Μενεκράτη:
Στη μέση από έναν ελαιώνα, ήτουν χτισμένος ένας μικρός τετράγωνος ναός με δεκάξη κολώνες τρογύρου, ύπαιθρος, και μέσα ένα άσπρο άγαλμα μαρμαρένιο του Ερμή στον ύπνο.
Ο γλύφτης που τον έκαμε στο μάρμαρο ζωή είχε δώκει· φαινότουν ως ν’ ανάπνεγε ο θεός ευτυχισμένος· καθώς ο Όνειρος γλυκά τη φαντασία τού χάιδευε τα χείλια του γελούσαν — λίγο ακόμα κι η πέτρα θα μιλούσε.
Χρόνια πολλά απεράσαν από τον καιρό που ο γλύφτης στην πέτρα έδωκε μορφή· και πολλές θυσίες γινήκαν στον αποκοιμισμένον τον θεό· γενεές ανθρώπων είχαν προσευκηθεί μπροστά στο αγνό το μάρμαρο.
Η άνοιξη και πάλε είχε στολίσει τες ιερές ελιές με άσπρα μικρά λουλούδια σαν από χιόνι· τα χελιδόνια και πάλε πετούσαν κελαδώντας από χαρά πού ’χαν ξανάβρει τες ποθητές φωλιές.
Κι εχαιρότουν η φύση κι έζιουνε ολόγυρα στον άψυχο ναό, στα πράσινα δέντρα γιομάτα λουλούδια πουλιά τραγουδούσαν, λευτερίδες πετούσαν, ο αγέρας ο ίδιος είχε λουστεί στη φαιδρότη.
Μα οι άγριοι στρατιώτες που του Χριστού τη θρησκεία ελατρεύαν, ναούς, αγάλματα, κι αρχαιότη μισώντας, όλα εκάνανε στάχτη. Και κει στον έρμο ναό όπου ο Ερμής απὸ αιώνες κοιμούτουν, ανάμεσα στες πράσινες ελιές — φορτωμένες τώρα άσπρα μικρά λουλούδια — είχανε φτάσει, οπλισμένα τα βάρβαρα χέρια με βαριὰ σφυριά, με καταστρεφτικά τσεκούρια.
Εκείνοι χαρούμενοι κομμάτια εκάναν του Ερμή το άγαλμα και το ναό συντρίβαν, μα οι ελιές που ίσκιαζαν αυτό το στολίδι της φύσης βροχή τ’ άνθια τους ρίχνανε απάνου στα αρέπια που οπίσω τους οι βάρβαροι αφήναν.
Εξηγεί για τις «Αντιφεγγίδες» η Άννα Κατσιγιάννη:
«Το έως σήμερα άγνωστο, στο σύνολό του, νεανικό βιβλίο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, με τίτλο "Αντιφεγγίδες" (1895), το οποίο απόκειται, σε χειρόγραφη μορφή, στο αρχείο του συγγραφέα, αποτελεί ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά ελληνικά δείγματα ποίησης γραμμένης σε πεζό. Περιέχει δώδεκα εκτενή και με συμπαγή υφολογική ενότητα πεζά ποιήματα, που κινούνται στο κλίμα του παρνασσισμού, του συμβολισμού και του αισθητισμού, με έντονα παγανιστικά θεματικά στοιχεία. Στις "Αντιφεγγίδες", έργο που ενσωματώνει περισσότερο την αρμονία, τον ρυθμό και τη μουσική υποβολή, σε σύγκριση με τα νεοελληνικά δείγματα πεζόμορφων ποιημάτων της εποχής, ο συγγραφέας φιλοδοξεί να ανασυστήσει και να υμνήσει το πνεύμα της ένδοξης αρχαιότητας, σ' έναν χορό από θεούς, νύμφες και αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις, όπου διαπλέκονται ταυτόχρονα παλιές κερκυραϊκές ιστορίες και παραδόσεις με λεξιλόγιο έντονα λυρικό και απόηχους νιτσεϊκούς. Οι "Αντιφεγγίδες" κινούνται στο σημείο εκείνο όπου η ιστορία συναντά τη μυθολογία υπό την άγουρη, αλλά γεμάτη σφρίγος, ποιητική πένα ενός συγγραφέα που σύντομα θα προσχωρήσει στον κοινωνικό ρεαλισμό εξελισσόμενος σε έναν από τους σημαντικότερους πεζογράφους μας. Το βιβλίο αυτό ως ενδιάμεσος σταθμός ανάμεσα στην ιστορικού τύπου ποιητική αφήγηση και τη ρεαλιστική πεζογραφία είναι σημαντικό, γιατί τροποποιεί ως έναν βαθμό την εικόνα του Θεοτόκη, φωτίζοντας περισσότερο την ποιητική του πτυχή».
Ας περάσουμε, όμως, στο ολότελα ανέκδοτο μέχρι τώρα, καθώς φαίνεται, κείμενο του Θεοτόκη για τον Μενεκράτη.
Τιτλοφορείται «Στο μνημείο του Μενεκράτη» και περιλαμβάνει, αρχικά, το εξάστιχο επιτύμβιο επίγραμμα της αρχαϊκής εποχής, που βρέθηκε στην Κέρκυρα χαραγμένο πάνω σε κυκλικό ταφικό μνημείο. Έγραψε, μεταξύ άλλων, ο Θεοτόκης:
Χιλιάδες χρόνια δυόμιση διαβήκαν από πάνου από το μνήμα τούτο.
Ω Μενεκράτη, μες στο γαλάζιο κύμα όπου εύρηκες το θάνατο κοιμάσαι. Η θάλασσα είναι μνήμα σου.
Μα εδώ στο γιαλό η Κέρκυρα η αρχαία θρηνώντας σε χτίστινο μνήμα σού 'καμε.
Ίσως του Χάρωνα το μαύρο παλιό καράβι σε φέρνει απόδω κι αποκεί και βρίσκει ανάπαψη η μεγάλη σου ψυχή που τόσα χρόνια στο Έρεβος δέρνεται, όταν θυμάται που ακόμα σπίτι έχεις στη γης απάνου.
Κι ο θαμασμός από τόσους αθρώπους, που σαν προσκυνητάδες από το στρογγυλόσου μνήμα περνούν, μπορεί να ησύχασε τον ίσκιο σου, ω Μενεκράτη.
Τούτο είναι το μνήμα του Μενεκράτη, του γιου του Τλασία, που καταγόταν από την Οιάνθη. Το έφτιαξε γι' αυτόν ο δήμος (των Κερκυραίων).
Γιατί ήταν πρόξενος του δήμου αγαπημένος· όμως χάθηκε στη θάλασσα· κοινή συμφορά...
Ο Πραξιμένης ήρθε γι' αυτόν από την πατρική του γη και μαζί με τον δήμο έστησε το μνήμα τούτο του αδελφού.
Κάποια από τα δώδεκα πεζόμορφα κείμενα της ποιητικής συλλογής «Αντιφεγγίδες» έχουν άμεση συνάφεια με την Κέρκυρα. Τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν σκόρπια, σε διαφορετικά έντυπα και από ένα - δύο τη φορά, λίγο μετά τον θάνατό του δημιουργού τους και όχι πάντα με ακρίβεια.
Να οι τίτλοι κάποιων: «Αγγελόκαστρο», «Οι βάρβαροι», «Ιστορία πεθαμένη», «Απόλλων και Δάφνη», «Στο μνημείο του Μενεκράτη», «Οι κρουμένοι θησαυροί», «Πόρτα-Ριάλα».
Το κείμενο «Οι κρουμένοι θησαυροί» είναι μια πρώτη μορφή του γνωστού έργου «Το βιο της κυράς Κερκύρας», που αναφέρεται στην αγία Κερκύρα.
Στο «Αγγελόκαστρο» γίνεται αναφορά στην περίοδο της ανδυγαυικής κατοχής της Κέρκυρας, ενώ η «Πόρτα-Ριάλα» αφορά, φυσικά, το γεγονός της κατεδάφισης της ιστορικής Πύλης της παλιάς πόλης της Κέρκυρας, στο οποίο ο Θεοτόκης είχε αντιταχθεί αγωνιστικά.
Ο λογοτέχνης είχε εκφράσει μάλλον την επιθυμία σε φίλους του, όταν αποκρυσταλλώθηκαν οι αισθητικές και κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις του, να μην εκδοθεί αυτή η ποιητική συλλογή του, που προφανώς αντανακλούσε ένα μεταβατικό στάδιο στη διαμόρφωση των αντιλήψεων και ιδεών του. Είχε ξεκαθαρίσει άλλωστε ότι δεν θεωρούσε τον εαυτό του ποιητή.
Έναυσμα πράγματι σημαντικό για την έκδοση των «Απάντων» του Θεοτόκη, πέρα από τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από τον θάνατό του εφέτος, αποτέλεσε η ανεύρεση της πρώτης μορφής του έργου του «Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα», το οποίο, σύμφωνα με τον καταγόμενο, όπως και ο συγγραφέας, από το βόρειο τμήμα του νησιού, Φίλιππο Βλάχο, είχε «κακοπάθει», σε διάφορες εκδόσεις του.
Με πρωτοβουλία της αδελφής του λογοτέχνη, Ελένης Θεοτόκη, το έργο στην πρωτότυπη μορφή του είχε δημοσιευτεί, σε 73 συνέχειες, στην εφημερίδα «Πρόοδος» του Βόλου, πριν από περίπου έναν αιώνα. Η ανεύρεση των συγκεκριμένων φύλλων της εφημερίδας έγινε κατορθωτή μόλις πριν από μερικούς μήνες.
Πέντε πρώτους τόμους των «Απάντων» καλύπτουν τα μυθιστορήματα. Ακολουθούν δύο τόμοι με νουβέλες και διηγήματα. Η σειρά κλείνει με τις δύο ποιητικές συλλογές, τα «Σονέτα» και τις «Αντιφεγγίδες». Συνεργάζονται, για κάθε τόμο, εξαιρετικά ονόματα κριτικών της λογοτεχνίας μας.
Συνολικά λοιπόν εννιά τόμους με το φιλολογικό έργο του Θεοτόκη, ως «Άπαντά» του, ετοιμάζεται να «ρίξει» στην αγορά, πιθανώς μέσα στις πρώτες εβδομάδες του 2023, ο Σύλλογος για τη Διάδοση Ωφέλιμων Βιβλίων ή, όπως είναι η ακριβής ονομασία του, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων (ΣΩΒ).
Καλύπτοντας, βέβαια, τόσο πρώιμα έργα του όσο και τις πιο ώριμες λογοτεχνικές δημιουργίες του, που προέκυψαν, ως γνωστόν, με τη σύζευξή του με το εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα της Κέρκυρας. Όλο το αφηγηματικό και ποιητικό έργο του, χωρίς το μεταφραστικό έργο του, δοκίμιά του ή άλλα κείμενά του και τη μέχρι σήμερα γνωστή αλληλογραφία του.
Τη φιλολογική επιμέλεια έχει ο Γιάννης Παπακώστας.
Στον τόμο με τη νουβέλα «Η τιμή και το χρήμα», που πρώτη δημοσίευσή της έγινε το 1912 και η πρώτη έκδοσή της σε βιβλίο έγινε το 1914 στην Κέρκυρα, σημειώνεται ότι αυτή αποτελεί ένα από τα αξιολογότερα ανάμεσα στα μεγάλης έκτασης αφηγηματικά έργα του Θεοτόκη.
Αποτελεί, όπως αναφέρεται, την απαρχή της ώριμης και της πιο σημαντικής συγγραφικής περιόδου του, αυτής που του προσέδωσε τον χαρακτηρισμό «του εισηγητή ή ενός από τους κύριους εισηγητές της κοινωνιστικής πεζογραφίας».
Στην έκδοση του κειμένου, το οποίο συνοδεύεται από εισαγωγή, σχόλια και γλωσσάρι, αναπαράγεται η δεύτερη αυτοτελής έκδοσή του σε βιβλίο, που έγινε το 1921 στην Αθήνα. Η «Εισαγωγή» εστιάζεται στον σχολιασμό του ζητήματος «πώς μια ερωτική ιστορία, που μπλέκεται στα γρανάζια του θεσμού της προίκας, οδηγείται στην προβολή ελπιδοφόρων κοινωνικών μηνυμάτων μέσα από τη γυναικεία χειραφέτηση της κεντρικής ηρωίδας».
Το έργο γράφτηκε, ως γνωστόν, όταν ο συγγραφέας ασχολήθηκε ενεργά με την οργάνωση και ανάπτυξη του εργατικού - σοσιαλιστικού κινήματος στο νησί.
Δημοσιευμένη στο κατώφλι της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας, η νουβέλα του Κ. Θεοτόκη «Κατάδικος» αφηγείται, όπως αναφέρεται στον σχετικό, ξεχωριστό τόμο, «την ιστορία του Τουρκόγιαννου, ενός ήρωα που κατέχει ξεχωριστή θέση όχι μόνο στο πεζογραφικό έργο του Θεοτόκη αλλά και σε ολόκληρη την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας». Καθώς δέχεται την άδικη καταδίκη για έναν φόνο που δεν διέπραξε ποτέ και καθοδηγείται αποκλειστικά από την ανεξικακία και την σχεδόν απόκοσμη αυταπάρνηση, ο Τουρκόγιαννος τοποθετείται «εκτός του κόσμου τούτου», όπου «δεσπόζουν η πνευματικότητα και η ηθική ανωτερότητα».
«Είτε αποτελεί αδελφό του Πρίγκιπα Μίσκιν από τον "Ηλίθιο", είτε προάγγελο του Μανωλιού από το "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται", είτε είναι ένας χαμσουνικός νεορομαντικός περιπλανώμενος "αλήτης", ή ακόμα και ένας λογοτεχνικός χριστιανός Γκάντι, ο "Άη Γιάννης ο Τουρκόγιαννος" αναζητεί πρωτίστως την λύτρωση των άλλων μέσω της δικής του αυταπάρνησης. Την ίδια αυτή τάση για λύτρωση ευελπιστούσε να μεταδώσει ο Θεοτόκης και στον αναγνώστη του» στο συγκεκριμένο έργο.
Η σχετική έκδοση στηρίχθηκε σε ολόκληρη την προβληματική, μερικές φορές, εκδοτική παράδοση του «Κατάδικου», συγκρίνοντας τις εκδόσεις από την πρώτη του 1919 μέχρι την τελευταία του 1979.
«Με την ελπίδα», όπως σημειώνεται, «να προσφέρει στον αναγνώστη ένα κείμενο όσο γίνεται πιο κοντά στο κείμενο που βγήκε από την πένα του Θεοτόκη».
Στον τόμο με το έργο «Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα» επισημαίνεται ότι θεωρήθηκε από πολλούς κριτικούς ως «το αρτιότερο και ωριμότερο μυθιστόρημα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη.
«Έργο πολυπρόσωπο, με απέριττη πλοκή αλλά συνεχείς αντιφάσεις και συγκρούσεις, αναπαριστά τη μεταβαλλόμενη κοινωνία του κερκυραϊκού χωριού στο μεταίχμιο της αλλοίωσής της από τις αστικές αλλαγές. Το χρήμα και ο έρωτας συμπλέκονται στυγνά σε μια αποκρουστική σύμπραξη και συναλλαγή των ιδιοτήτων τους, απόρροια των νέων συνθηκών, προκαλώντας διαβρωτική παθογένεια στον κοινωνικό ιστό. Η σκληρή περιγραφή προσώπων, χαρακτήρων και πράξεων, η τολμηρή απεικόνισή τους, η ψυχογραφική τεκμηρίωσή τους καθιστούν αυτό χαρακτηριστικό δείγμα εφαρμογής του ρεαλισμού στις πιο ακραίες μορφές του. Ο Θεοτόκης μέσα από τα τελούμενα αφήνει να διαφανεί η κοινωνικοπολιτική κρίση της εποχής του και η τραγική μοίρα του ανθρώπου να καθίσταται υποχείριος των αλλαγών, τις οποίες ο ίδιος επιδιώκει, όντας δέσμιος των ενστίκτων του», είναι μια ερμηνεία που αναφέρεται.
Το έργο «Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα», όπως υποστηρίζεται, παρά τη σημασία του δεν είχε την ίδια τύχη με τα άλλα εκτενή πεζογραφικά κείμενα του συγγραφέα. Στην εισαγωγή του τόμου, εκτός από την τοποθέτησή του στα δεδομένα της εποχής του, την γραμματολογική αξία του, την ειδολογική του εξέταση και κατάταξη, παρακολουθείται συστηματικά η εκδοτική ιστορία του και εξηγείται η καθυστερημένη αναγνωστική αξιοποίησή του, «όταν, παροπλισμένο σχεδόν, έμεινε έξω από το άλλο αφηγηματικό έργο του Κερκυραίου δημιουργού, το οποίο επανήλθε δυναμικά στην πνευματική ζωή του τόπου μας τα τελευταία χρόνια της πολιτικά ταραγμένης δεκαετίας του 1960».
Υπονοείται, ίσως, η έκδοση με επιλογές από δημιουργίες του Θεοτόκη και ανάδειξη του κοινωνικού χαρακτήρα του έργου του που πραγματοποίησε ο εκδοτικός οίκος «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις» του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας το 1967 και η οποία σηματοδότησε, ενδεχομένως, τον εκδοτικό «πυρετό» με τα έργα του που ακολούθησε σταδιακά, με πρωταγωνιστές τον Φίλιππο Βλάχο και Κερκυραίους και άλλους φίλους του, υποστηρικτές μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, που ενίσχυσαν τον ιστορικό εκδοτικό οίκο «Κείμενα» του Βλάχου.
Το εμβληματικό μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους» αποτελεί, φυσικά, αντικείμενο ξεχωριστού τόμου. Εκδόθηκε το 1922, έναν χρόνο πριν από τον θάνατο του συγγραφέα και «κατά τούτο μπορούμε να το θεωρήσουμε», σημειώνεται στον τόμο, «επιστέγασμα και τελευταίο σταθμό της πορείας, που διήνυσε ο δημιουργός στο πεδίο της αφηγηματικής πεζογραφίας».
Ήδη το 1924 παρατηρήθηκε από τον Γεράσιμο Σπαταλά ότι «όλοι μέσα σ' αυτό το έργο παλεύουν σκλάβοι στην οικονομικήν ανάγκη, που δημιούργησαν οι νέες συνθήκες στην κοινωνία». Τελικά, όμως, «υποτάσσονται στην αδήριτη αυτήν ανάγκη, στη δύναμη του πεπρωμένου ή και σε ποικίλες πιέσεις, και έτσι συμβιβάζονται ή και καταστρέφονται», είναι μια ερμηνεία που δίνεται.
Σημειώνεται στον ίδιο τόμο, για τον βασικό ήρωα του έργου, πως «ο Άλκης Σωζόμενος είναι ο σοσιαλιστής ιδεολόγος, του οποίου το ιδανικό και η ζωή συντρίβονται όχι μόνον από την ταξική διαφορά και την κοινωνική αδικία, αλλά και από το ισχυρό πλέγμα της σωματικής ασθένειας και του ανεκπλήρωτου έρωτα. Ορθά παρατηρήθηκε από τον Roderick Beaton ότι η λογοτεχνική μορφή του νεαρού σοσιαλιστή, του οποίου τα όνειρα και η ύπαρξη θρυμματίζονται, επιτέλεσε ρόλο αρχετυπικό στην εξέλιξη της νεοελληνικής πεζογραφίας, αφού ως μετεξελιγμένη λογοτεχνική persona έχει αξιοποιηθεί από σημαντικούς πεζογράφους μας», όπως ο Κοσμάς Πολίτης και ο Στρατής Τσίρκας σε έργα τους.
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, «ενδεικτικό της συγγραφικής δεξιοτεχνίας και του ιδεολογικού προβληματισμού του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, ενσωματώνει και αποτυπώνει ρεαλιστικά ταξικές αντιθέσεις, κοινωνικές δονήσεις, αγανάκτηση για την κοινωνική αδικία, ωστόσο δεν αναδίνει μια ακλόνητη συγγραφική πίστη για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Οι αβάσταχτες κοινωνικές πιέσεις, οι εσώτερες παρορμήσεις, το αδήριτο πεπρωμένο ακόμη και με τη μορφή μιας ανίατης ασθένειας, τσακίζουν τους ανθρώπους».
Όλα αυτά μπορεί και να τους αφήνουν βέβαια για ολόκληρη τη ζωή τους «σκλάβους στα δεσμά τους», μα το ελπιδοφόρο κοινωνικό μήνυμα αναδύεται βέβαια ξεκάθαρα από το έργο, όποιες επιμέρους ερμηνείες και αν δοθούν, με μικρότερη ή μεγαλύτερη βασιμότητα.
Στον ίδιο τόμο παρουσιάζεται, εξάλλου, ένας πολύ ενδιαφέρων πίνακας ιστορικά διακριβωμένων προσώπων της κερκυραϊκής κοινωνίας, που αποτυπώνονται στους αθάνατους «Σκλάβους στα δεσμά τους».
Πρόκειται βέβαια για πρόσωπα που διαδραμάτισαν πολύ σπουδαίο οικονομικό και πολιτικό ρόλο στην κοινωνικοπολιτική εξέλιξη της Κέρκυρας τις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Ας θυμίσουμε εμείς εδώ πόσο ενόχλησε το έργο αυτό την ελίτ της Κέρκυρας και πόσο «πέρασε» όμως στο ευρύτερο κοινό. Έγραψε η Δενδρινού: «Κανένα σύγχρονο έργο δεν έγινε δεχτό με την αγανάχτηση που γέννησε στην ψυχή των Κερκυραίων η εμφάνιση των "Σκλάβων" (...) Τα πρόσωπα τα δευτερεύοντα που κουνιούνται γύρω από τους ήρωες του βιβλίου και που δεν είναι παρά πρόσωπα γνωστά της ανώτερης κερκυραϊκής κοινωνίας με τα εξακριβωμένα γεγονότα της ιδιαίτερης ζωής τους, μη αφήνοντας καμιάν αμφιβολία για την ταυτότητά τους, καυτηριάζονται αμείλιχτα (...) Το έργο φυσικά κατακρίθηκε, αλλά και κανένα βιβλίο του Θεοτόκη δε διαβάστηκε πιο λαίμαργα από το κερκυραϊκό κοινό».
«Πριν ακόμη το περατώση», ανέφερε αργότερα για τον Θεοτόκη και τους «Σκλάβους» του ο Κωστής Παλαμάς, «μου έλεγεν ότι το θεωρεί ως το τελειότερον των έργων του».
Ούτως ή άλλως, όμως, οι «Σκλάβοι» του ήταν το έργο που τον βασάνισε περισσότερο από κάθε άλλη λογοτεχνική δημιουργία του. Δεν θα μπορούσε βέβαια να φανταστεί ότι εκείνοι θα καταξιώνονταν στο διάβα του χρόνου ως το σημαντικότερο έργο που έγραψε ποτέ Κερκυραίος λογοτέχνης και το πρώτο μεγάλο υψηλής τέχνης ελληνικό «κοινωνιστικό» λογοτεχνικό έργο ανάδειξης της μαρξιστικής επαναστατικής θεωρίας για την ταξική φύση της κοινωνίας, για τον αρχικά προοδευτικό και στην πορεία αντιδραστικό χαρακτήρα της αστικής τάξης που διαδέχθηκε τη φεουδαρχική και για την αναγκαιότητα μιας σοσιαλιστικής ανάπλασης της ελληνικής κοινωνίας.
Ο αριστοκράτης στην καταγωγή μα επαναστάτης σοσιαλιστής λογοτέχνης έγραφε τους «Σκλάβους» επί χρόνια. Τους ξεκίνησε στην Κέρκυρα το 1912, δέκα ολόκληρα χρόνια προτού αυτοί κυκλοφορήσουν από τις «Εκδόσεις Ελευθερουδάκη» στην Αθήνα. Ανταποκρινόμενος σε πρόσκληση επιτροπής των εργατικών σωματείων και σοσιαλιστών του νησιού να βοηθήσει και να φωτίσει τον αγώνα τους, από το 1911 είχε αφήσει τον οικογενειακό αρχοντικό πύργο του χωριού του Καρουσάδες, για να εγκατασταθεί στην πόλη της Κέρκυρας. «Ανέλαβα τον οργανισμό των εδώ εργατών» είχε γράψει σε φίλο του τον Ιούνιο του 1911. Αρκετές ενδείξεις μαρτυρούν πως ήδη από το 1897 είχε αρχίσει να μελετά και να συντάσσεται ιδεολογικά όλο και περισσότερο με τη μαρξιστική κοσμοθεωρία του ιστορικού υλισμού και ευρύτερα με την εργατική και επαναστατική ιδεολογία του Καρλ Μαρξ.
Να θυμίσουμε και ότι στην πρώτη μορφή που μάλλον είχε κιόλας δώσει στο έργο τα τέλη του 1912, το είχε τιτλοφορήσει «Άλκις Σωζόμενος». Αυτό - Άλκις ή Άλκης - ήταν το όνομα ενός βασικού ήρωα του μυθιστορήματος. Δίχως άλλο, το όνομα που του απέδωσε συμβόλιζε την αλκή, παραπέμποντας στην ευρωστία, τη δύναμη, τη ρώμη, την ανδρεία, που βέβαια προδιαθέτουν για μιαν επιτυχία. Αλλά ο ήρωας τελικά, σύμφωνα τουλάχιστον με την οριστική μορφή του έργου, ήταν φύσει αδύναμος. Του έλειπε η αναγκαία ρώμη.
Ήταν ο ίδιος ο Θεοτόκης «αυτοβιογραφούμενος», είπαν κάποιοι.
Τα επαναστατικά λόγια του ήρωα δεν έβρισκαν την απήχηση που θα ήθελε. Δεν πάλευε όμως όσο θα περίμενε κανείς. Δεν κατάφερνε να οδηγήσει πλήθη και να φέρει την κοινωνική αλλαγή που ευαγγελιζόταν. Μολονότι το όνομά του υποδήλωνε αλκή, έφευγε από τη ζωή πρόωρα, λόγω ασθένειας. Κι ας έφερε το δηλωτικό μιας σωτηρίας σαν αθανασίας, ίσως, ασυνήθιστο επίθετο Σωζόμενος!
Σωζόμενος για πάντα χάρη κυρίως σε αυτό το έργο του έμεινε, πράγματι, ο Θεοτόκης!
Κήρυσσε στο έργο αυτό, ας το θυμηθούμε λίγο, δυνατά το «Ευαγγέλιο της καινούργιας αγάπης» ενός κόσμου «λευτερωμένου από την τυραννία του πλούτου». Μνημόνευε ονομαστικά τον Καρλ Μαρξ και το «όνειρο της λευτεριάς».
Στηλίτευε τον «άδοξο δρόμο της υποταγής». Χειροκροτούσε τον «κόσμο που εγεννούσε η ανάγκη των πραγμάτων». Τασσόταν με «το σηκωμό και την επανάσταση». Για τη «νέα πίστη», την «ανώτερη ανθρωπότητα» που έβλεπε ότι αλλού, όπως γινόταν βέβαια τότε στη Ρωσία, ήδη επιχειρούσαν να δημιουργήσουν. Θεωρούσε αναπόφευκτη τη νίκη μιας Επανάστασης «που θα καθαρίσει τον τόπο, που θα καταδικάσει τον παλιό κόσμο, που με σωτήριο φοβέρισμα θα κατασιγάσει κάθε αντίδραση», μα και βέβαιο τον ερχομό μιας «εποχής αδελφοσύνης».
Ξεκαθάριζε ότι θα 'ρθει η ώρα «να γνωρίσει ο λαός τη δύναμή του» κι εδώ. Ότι «δεν υπάρχει δρόμος άλλος» από την Επανάσταση. Έφερνε στην επιφάνεια «τη ζωή όλης της εργατιάς» των πόλεων και της υπαίθρου και σάλπιζε κι εκείνος «νικητήριο λευτεριάς». Αφήνοντας ξεκάθαρα να εννοηθεί ότι οι αναφορές του παρέπεμπαν στη ρωσική σοσιαλιστική Επανάσταση, διακήρυσσε ότι «αλλού, μια νέα πίστη οδηγούσε σήμερα το ανθρώπινο γένος μέσα από αγώνες βαριούς και δύσκολους», πως «σε κάποια μέρη κιόλας εκορυφωνόταν εκείνος ο αγώνας», ότι «φωτεινές ψυχές είχαν ιδεί δυνατή τη λύτρωση» και «σε λίγο θ' αντηχούσε πρωτάκουστη μια κραυγή χαράς κι ελευθερίας» κι εδώ και σε όλον τον κόσμο.
Κεντρικό ρόλο σε ξεχωριστό τόμο των «Απάντων» αποτελεί η νουβέλα του Θεοτόκη «Πάθος», η δημοσιευμένη το 1899 στο περιοδικό «Η Τέχνη», ένα από τα σημαντικότερα προπύργια υπεράσπισης του ελλαδικού νιτσεϊσμού. Θεωρείται ότι ανήκει στον ευρύ κύκλο των νεανικών πεζογραφημάτων, συμβολιστικών ή ρεαλιστικών, με τα οποία ο Κερκυραίος συγγραφέας εκαταπιάστηκε τη δεκαετία 1894-1904.
Ειδικότερα, το «Πάθος» ήταν μια «ιδιότυπη ανταπόκριση του Θεοτόκη προς τον ευρωπαϊκό αισθητισμό, με βασικά ειδοποιά χαρακτηριστικά του την ελλειπτική, ποιητική ανάπτυξη, τη μουσική οργάνωση της φράσης, τον βιβλικό- μυθολογικό τόνο που κυριαρχεί στις επικές περιγραφές των φυσικών δυνάμεων και στη δραματική κορύφωση των υποκειμενικών διαθέσεων». Θεωρείται πως η ιστορία του Πέρση ήρωα και προφήτη Αβουφέδη, αν και μοιάζει αρκετά με την ιστορία του νιτσεϊκού Ζαρατούστρα, δεν ταυτίζεται σε όλα με αυτήν. Αναδεικνύει περισσότερο «τον τραγικό χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης, με τις διαρκείς αντιφάσεις της και την συνεχή ανάγκη της να αναζητά ένα νόημα για την παρουσία της στον κόσμο».
Σε ξεχωριστό τόμο με τον τίτλο «Διηγήματα» παρουσιάζονται για πρώτη φορά συγκεντρωμένα όλα τα ευρισκόμενα διηγήματα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Δίνεται έτσι η δυνατότητα, όπως υποστηρίζεται, «να φωτιστούν εκ νέου τα ερωτήματα που απασχολούν την έρευνα του έργου του. Επιπλέον, δίνεται η ευκαιρία να προβληθεί ολόπλευρα ο θαυμαστός τρόπος με τον οποίο ο Θεοτόκης κατορθώνει μέσα σε λίγες σχετικά σελίδες να αναδημιουργήσει το σκηνικό μιας εποχής και την ταυτότητα ενός ολόκληρου κόσμου. Ενώ, εκ παραλλήλου, κατορθώνει να δείξει ότι ο κόσμος αυτός πορεύεται μέσα από τις αντιθέσεις του: παράδοση και ρήξη, ενοχή και αθωότητα, εκδίκηση και συνενοχή, πίστη και παράβαση, σύμβαση και παρέκκλιση· χωρίς να παραιτείται ποτέ από το διαχρονικό αίτημα του ανθρώπου, που ελπίζει ότι μπορεί, να ταυτιστεί με την επιθυμία χωρίς να οδηγηθεί στη συντριβή».
Το πρώτο μέρος του ίδιου τόμου περιλαμβάνει τις «Κορφιάτικες ιστορίες» ή «Χωριάτικα Διηγήματα».
Είναι συγκεντρωμένα τα έργα του «Πίστομα», «Ακόμα;», «Κάιν», «Ζωή του χωριού», «Υπόληψη», «Τίμιος κόσμος», «Η παντρειά της Σταλαχτής», «Αγάπη παράνομη», «Οι δύο αγάπες», «Αμάρτησε;» και «Ο παπα Ιορδάνης Περίχαρος και η ενορία του», δηλαδή το έργο που καθώς τον βρήκε ο θάνατος την 1η Ιουλίου 1923 δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει. Κάποια από αυτά έχουν αποτελέσει, ως γνωστό, αντικείμενο αυτοτελών εκδόσεων και σε άλλες χώρες.
Στο δεύτερο μέρος του τόμου παρουσιάζονται ιστορικά ή μυθολογικά διηγήματα.
Πρόκειται για τα έργα «Το Βιό της Κυράς Κερκύρας», «Το όνειρο του Σατνή», «Κασσώπη», «Απελλής», «Κερκύρα».
Σε τόμο με τον τίτλο «Σονέτα» εκδίδονται τα εξήντα εννέα σονέτα του Κ. Θεοτόκη και μαζί, ως εβδομηκοστό, το αποκηρυγμένο από τον ίδιο, που είχε αφιερωθεί στον Ιάκωβο Πολυλά, τα οποία εντοπίστηκαν κατά καιρούς σε διάφορες πηγές.
Η συνολική έκδοσή τους θα βοηθήσει, σημειώνεται, στην ορθότερη και πληρέστερη κατανόηση και αποτίμηση του ποιητικού έργου του Έλληνα πεζογράφου. Το περιεχόμενό τους είναι σχεδόν αποκλειστικά ερωτικό και φαίνεται ότι απευθύνονται σε γνωστή Κερκυραία λογία και συγγραφέα, με την οποία συνεργάστηκε ο Θεοτόκης.
Ο τόμος αποτελεί ανατύπωση έκδοσης του 1999, την οποία είχε επιμεληθεί ο Κερκυραίος ποιητής Ορέστης Αλεξάκης, καλός γνώστης προσώπων και πραγμάτων που αφορούσαν τον Θεοτόκη. Είναι χαρακτηριστικό ότι χρειάστηκαν εβδομήντα έξι χρόνια μετά τον θάνατό του, για να αποκτήσει η φιλολογική έρευνα πρόσβαση και γνώση των σωσμένων σονέτων του συγγραφέα. Με την ευκαιρία της επανέκδοσης διορθώθηκαν ορισμένες αβλεψίες της αρχικής έκδοσης, ώστε η νέα να είναι, όπως αναφέρεται, σημαντικά βελτιωμένη.
Επισημαίνεται στον ίδιο τόμο πως «όσο κι αν ο Θεοτόκης είναι γνωστός κυρίως ως πεζογράφος, τα σονέτα του συμβάλλουν να κατανοήσουμε ότι η ποίηση αποτελεί σημαντικό στοιχείο της πολυμέρειας που τον χαρακτήριζε (πεζογραφία, μεταφραστικό έργο, φιλοσοφικά ενδιαφέροντα, ενδιαφέρον για την ινδική λογοτεχνία κ.ά.) και η οποία δείχνει τον πλούτο της πνευματικής του συγκρότησης και του λογοτεχνικού ταλέντου του».
Εδώ περιλαμβάνεται και το ατύπως τιτλοφορημένο από Επτανήσιους ως «Οι προλετάριοι» σονέτο του, που έλεγε το 1917:
Σηκώθη τ' άγιο δίκιο της να λάβει
Όλη η αργατιά με φρόνημα γενναίο.
Ισονομίας νόμο κηρύχνει νέο
Και τα δεσμά του πλούτου θραύει.
Η σκληρή φτώχεια, η γύμνια, η πείνα παύει
Και με καλούν μύριες φωνές να λέω
Θούριο τραγούδι: σ' ένα πέλαο πλέω
Χαράς λεύτεροι ανθρώποι είναι όλοι οι σκλάβοι.
Το 1946, θυμίζουμε, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ενώ είχε προσχωρήσει στον λεγόμενο κεντροαριστερό ή κεντρώο χώρο, εισέφερε ένα πρωτοποριακό βιβλίο για τον Θεοτόκη.
Έγραψε για εκείνον: «Η προσωπικότητα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη συνδέεται με μια πολυδύναμη ιστορική στιγμή, όταν στην εθνική συνείδηση έπεφτε γόνιμος σπόρος το κοινωνικό ιδεώδες σαν ηθική αξία αναμορφωτική, ενώ το έργο του, κινημένο από το ιδεώδες τούτο, ξεκόβοντας βίαια από την καθιερωμένη ως την ώρα του παράδοση στην ελληνική πεζογραφία, σημαδεύει την αποφασιστικώτερη καμπή στο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη αρχίζει - και με πόσην ένταση και με πόσο πάθος ψυχής! - το κοινωνιστικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα (...) Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης ψυχικά, ιδεολογικά, ανήκει στο λαό και στους αγώνες του λαού για την κοινωνική και την πνευματική του άνοδο. Η δράση του στο καλύτερο - δίνω στη λέξη κάποιο βάρος ηθικό - και γονιμώτερο μέρος της ζωής του, δέθηκε με το λαϊκό αναγεννητικό κίνημα. Το έργο του (...) ζωντανεύει από την εναγώνια διεκδίκηση του ιδανικού της κοινωνικής αλλαγής».
Οι «Σκλάβοι» ήταν, κατά τον Χουρμούζιο, ακόμη και μια «ψυχική εξομολόγηση και ιδεολογική απολογία» του συγγραφέα τους.
Κρίνοντάς τον συνολικά από όσα έμαθε κι εστάθμισε για εκείνον, θεωρούσε πως ο Θεοτόκης ήταν ένας «ρομαντικός περισσότερο παρά ρεαλιστής, χριστιανός μάλλον παρά επαναστάτης σοσιαλιστής», προφανώς σε κάποια φάση της ζωής του. Ίσως, έγραψε υποθετικά για τον Θεοτόκη, σε κάποιο βαθμό να συνέχιζε και μετά την ανάμειξή του στο εργατικό κίνημα «να τρέφει τη χίμαιρα πως ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος αν αποτινάξη την πολιτική διαφθορά κι αν εγκολπωθή τις δημοκρατικές ιδέες που εγγυώνται την ελεύθερη κι ανεμπόδιστη από κάθε πολιτικό συμφέρον ή υστεροβουλία εκδήλωση της γνώμης του λαού». Ωστόσο, σε άλλο σημείο της μελέτης του απέδιδε στον Θεοτόκη, ως «βαθιά ριζωμένη πεποίθηση», τη θέση ότι «η πραγμάτωση κράτους ελευθερίας, δικαίου και κοινωνικής συνεργασίας δεν ήταν δυνατή μέσα στα πλαίσια του αστικού καθεστώτος».
Του αναγνώριζε ότι «κήρυξε με θάρρος την Επανάσταση», μα του καταλόγισε ότι τελικά «στάθηκε διστακτικός».
Στην Κέρκυρα υπήρξαν, βέβαια, επίσης διάφορες απόψεις για το έργο του κορυφαίου λογοτέχνη του τόπου.
«Σκοπός του ήταν η κοινωνική αλλαγή, ο σοσιαλιστικός ανασχηματισμός της κοινωνίας», αποφάνθηκε χωρίς περιστροφές στην τετράτομη «Νεοελληνική Λογοτεχνία» του, ο κορυφαίος ίσως Κερκυραίος φιλόλογος της πρώτης γενιάς του περασμένου αιώνα Περικλής Καλοδίκης. Το έργο του, είπε, προδιαγράφει «τον αναπόφευκτο χαμό» του αστικού κοινωνικού καθεστώτος και αποτελεί «καταδίκη του συστήματος της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας».
Η ερμηνεία που απέδωσε ο Καλοδίκης στον Θεοτόκη ήταν ότι «η ψυχή του και όλο του το έργο είναι ποτισμένα απ’ έναν απέραντο σοσιαλιστικό ουμανισμό». Η λογοτεχνική δημιουργία του, είπε, «οραματίζεται μια καινούρια κοινωνία, ένα κοινωνικό καθεστώς ευτυχίας, χαράς και ελευθερίας για όλη την ανθρωπότητα».
Άλλοι θεωρούσαν τον Θεοτόκη, απλώς, «αγνό ιδεολόγο» ή και «ρομαντικό».
Μα κανένας δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει το μεγαλείο του έργου του.
Ο Χουρμούζιος, που είχε κάνει μια λαμπρή πορεία στην εφημερίδα «Καθημερινή», είχε επισημάνει και κάτι άλλο για τον χαρακτήρα του: «Αφιλοχρήματος και σπλαχνικός πάντοτε, ξώδευε, κατά τη μαρτυρία των πιο στενών του φίλων, τα μισά εισοδήματά του σε αγαθοεργίες». Ενίσχυε βεβαίως και το εργατικό κίνημα της Κέρκυρας, όπως προκύπτει από σχετική αλληλογραφία.
Μιαν άλλη ωραία και πολύ ανθρώπινη μαρτυρία άφησε για εκείνον και η σύζυγός του Ερνεστίνα:
«Ήταν αγαπητός παντού, έκανε καλωσύνες όπου κι' όπως μπορούσε κι' είχε και πολύ ταλέντο για να κάνει το γιατρό. Ερχότανε πολλοί να του ζητήσουν τη συμβουλή του (...) Καθεμέρα μάς έρχονταν γυναίκες με τα παιδιά τους, ήταν μαζί τους υπομονετικός και όλοι φεύγανε ευχαριστημένοι. Τα γιατρικά όλα τους εδίνονταν δωρεάν, κι' αυτά ακόμη που δεν τα είχαν στο φαρμακείο του σπιτιού τα μηνούσε από την πόλη...».
Ο θάνατος της κόρης τους σε παιδική ηλικία τον είχε, βέβαια, συντρίψει.
Σύμφωνα με τον Ολλανδό σοφό νεοελληνιστή και ιστορικό της ελληνικής γραμματείας Έσσελιγκ, θυμίζουμε, ο Θεοτόκης θα είχε προ πολλού γίνει παγκόσμια γνωστός - ίσως όσο και ο κάπως συγκαιρινός του κερκυραϊκής οικογενειακής ρίζας Εμίλ Ζολά αν εζούσε κιόλας περισσότερο, προσθέτουμε εμείς- εφόσον έγραφε σε μιαν άλλη γλώσσα.
Ο σημαντικότερος Κερκυραίος μεταπολεμικός λογοτέχνης, ο Σπύρος Πλασκοβίτης, τις αρχές της δεκαετίας του 1990, καθώς συμμετείχε σ' ένα αφιερωμένο στον Θεοτόκη ιστορικό συνέδριο του κερκυραϊκού λογοτεχνικού «Πόρφυρας», συνδεδεμένο με την έκδοση ενός ογκώδους αφιερωματικού τόμου, σημείωσε:
«Η νεο-καπιταλιστική έφοδος στον κόσμο, τα τελευταία χρόνια, ο τεχνολογικός ίλιγγος, η καταναλωτική φιληδονία, ο ατομικισμός και τα αδιέξοδα στον αγώνα για οικονομική επικράτηση και κοινωνική ισχύ, είχαν σαν συνέπεια ν' αναστρέψουν το αγωνιστικό φρόνημα της πεζογραφίας, που εδίδαξε με το υψηλό παράδειγμά του ο Κ. Θ. (...) Αν δεν ήταν από πολλά χρόνια μακριά του κόσμου τούτου ο Κ. Θ., θ' άκουγε σίγουρα, από κάποιον κριτικό της ρουτίνας ότι το έργο του δεν αποπνέει "αύρα μαγείας", ότι ιδεολογίες δεν υπάρχουν πια και συνεπώς δεν αξίζει τον κόπο να έχουμε ιδέες γράφοντας για την κοινωνία του καιρού μας (...) Θα έκριναν ακόμα το πάθος και τη δύναμη του Κ. Θ. ρητορικά σχήματα και θ’ αναζητούσαν σ' αυτόν νοσταλγίες και χαμηλούς τόνους που δεν διαθέτει. Θα τον θεωρούσαν πιθανότατα "προγραμματισμένον", τις γνώσεις και τις εμπειρίες του πολύ λόγιες και άρα μη "αυθόρμητον". Τέλος, θα του καταλόγιζαν και την κατάρρευση του "υπαρκτού σοσιαλισμού", ως καταδίκη για το "πιστεύω" του και για τον... άδικο κόπο να διοχετεύσει ένα τέτοιο πιστεύω στις σελίδες της πεζογραφίας του. Το να νοιώθεις όμως την ομορφιά, τον αέρα της αλήθειας, όθε κι αν προέρχεται, είναι κάτι που δεν εξηγείται και δεν χαρίζεται άκοπα σε κανένα. Αν έχεις τέλεια βυθιστεί στην πολυθόρυβη σύγχυση αισθητικής και...αναισθητικής, που κατακλύζει τη διασκεδαστική εποχή μας, δύσκολα θ' ακούσεις την τίμια και πονεμένη φωνή του Κ. Θ.».
Οι τύποι των ηρώων των «Σκλάβων», είχε επισημάνει ο Χουρμούζιος, ήταν κερκυραϊκά «έμψυχα τεκμήρια των ιδεολογικών συμπερασμάτων» του συγγραφέα και όχι δημιουργήματά του «για την εφαρμογή των πολιτικών θεωριών του». Ο Θεοτόκης αναδείκνυε μαγικά, βλέπετε, τον κοινωνικό νόμο για «την πάλη των τάξεων», στηριγμένος στην αληθινή ζωή του νησιού.
Ο ιστοριοδίφης Γεράσιμος Χυτήρης τη δεκαετία του 1950 υπεράσπισε τη θεοτοκική πνευματική κληρονομιά με θέρμη. «Στεκόμαστε ευλαβείς μπρος στην αγωνία μιας ζωής που έλυωσε κάτου από την πυρετική φλόγα ενός ατελεσφόρητου Χρέους», είχε γράψει.
Από το 1928, μ' ένα κείμενο γραμμένο στο λαϊκό κερκυραϊκό προάστιο Ανεμόμυλος, ο αδελφός του λογοτέχνη Σπύρος Θεοτόκης είχε «προφητικά» πει πως η θέση του «Ντίνου» του στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας θα αναγνωριζόταν και στην Κέρκυρα και στην Αθήνα ως «μεγάλη και δυσκολόφταστη».
Εκόντες - άκοντες συγκατένευσαν, τελικά, όλοι!
Ως «μεγάλη Κερκυραϊκή δόξα» τον είχε υψώσει τα χρόνια εκείνα η Ειρήνη Δενδρινού.
Για να αναφερθούμε και γενικά, χωρίς αναλυτικά στοιχεία, σε καταχωρημένες κρίσεις ορισμένων μελετητών σε εκδόσεις σειράς έργων του Θεοτόκη, ας σημειώσουμε ορισμένες πολύ κατά τη γνώμη μας ενδιαφέρουσες.
«Η αριστουργηματική νουβέλα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη "Απελλής" πρωτοδημοσιεύτηκε», ανέφεραν οι «Εκδόσεις Άγρα» σε ομώνυμο βιβλίο, στον "Νουμά" το 1904 και κυκλοφόρησε σε βιβλίο μόνο το 1973, από τις εκδόσεις "Κείμενα". «Ο συγγραφέας παρουσιάζει το μύθο του μεγάλου ζωγράφου της αρχαιότητας, Απελλή, που ζωγράφισε και ερωτεύτηκε την Καμπάσπη, την ερωμένη του Μεγαλέξαντρου. Αντλεί τις πληροφορίες του από τα βιβλία του Πλίνιου και του Σενέκα και συνθέτει το υλικό του. Με τον "Απελλή" κλείνει ο κύκλος διηγημάτων του Θεοτόκη με ιστορικά ή μυθολογικά θέματα».
Ο εκδοτικός οίκος «Νεφέλη» στο βιβλίο του Θεοτόκη «Η τιμή και το χρήμα» είχε δώσει βάρος στην αφιερωματική επιστολή που είχε στείλει ο Θεοτόκης στην Ειρήνη Δενδρινού:
«Ευγενικιά Κυρία,
Θα ήθελα να Σας αφιερώσω το έργο που από καιρό Σας έχω υποσκεθεί, ένα έργο άξιο του ονόματός Σας, της καλλιτεχνικής ψυχής Σας και του άπειρου σεβασμού που τρέφω για Σας. Δε μου έλειψε η θέληση παρά η δύναμη και για τούτο Σας παρακαλώ να αποδεχτείτε με τη συνηθισμένη Σας καλοσύνη το μικρό και ασήμαντο διήγημα που Σας προσφέρω. Εγράφτηκε, Κυρία, πριν από το βαλκανικό πόλεμο, που είταν το προοίμιο του σημερινού ολέθριου σπαραγμού της Ευρώπης και εδημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Νουμά ενώ διαρκούσε και εμάνιζε εκείνη η αντάρα. Είταν η τύχη του φαίνεται, το ειρηνικό διήγημά μου να προβάλλει μέσα σε τέτοιες κοσμοϊστορικές ταραχές, όταν ποτάμια αίματος βάφουν τη μητέρα γη, σα μια δειλή διαμαρτυρία ενάντια σ' ένα τόσο άτοπο καθεστώς που για να υπάρχει χρειάζεται τον παράλογο φόνο και την ατυχία τόσων πλασμάτων. Τι σπατάλη ζωής έγινε στα χρόνια τούτα! αλλά ας ευκηθούμε κιόλας, η τωρινή θλιβερή αιματοχυσία να 'ναι γραμμένη η τελευταία στα βιβλία της ανθρώπινης Μοίρας.
Ξέρω, Ευγενικιά Κυρία, πόσο συγκινούν την τρυφερή καρδιά Σας όλες αυτές οι δυστυχίες, κ' έχω για τούτο την ελπίδα πως θα Σας φχαριστήσει λιγάκι το ταπεινό μου διήγημα, αν όχι σαν έργο τέχνης, αλλά τουλάχιστο σαν κάτι σύμφωνο ίσως με τα φιλάνθρωπα ιδανικά Σας, τη βαθιά Σας αφοσίωση και τη λαμπρή Σας ευφυΐα που όλοι όσοι Σας ξέρουν δε μπορούν παρά να τη θαυμάζουν.
Με σεβασμό
Δικός Σας,
Κ.Θ. Κέρκυρα,
15 Σεπτεμβρίου 1914».
Αναφερόταν βέβαια στα δεινά του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και στην αιτία του.
Με ένα απόσπασμα από το μισοτελειωμένο έργο του «Ο παπα Ιορδάνης Πασίχαρος και η ενορία του» είχαν προτιμήσει οι «Εκδόσεις Συνέχεια» να φιλοτεχνήσουν το εξώφυλλο σχετικής έκδοσης:
«Ούτε αγράμματη, καθώς όλες οι γυναίκες του χωριού της η κυράτσα Παγολίνα η γυναίκα του Θεόφιλου Περίχαρου, ούτε και κουτή καθώς οι περσότερές τους, ούτε γρηά ούτε άσκημη ήταν. Το βλέμμα της ζωηρό, πετούσε από δω κι από κει χαρούμενο αλλά ανήσυχο, το πρόσωπό της ωραίο, κόκκινο σα φλόγα και άσπρο σα γάλα, η περπατησιά της είχε ένα ανάλαφρο κούνημα, σα να εχόρευε αδιάκοπα έναν όμορφο σεμνό χορό, και όλο της το παρουσιαστικό είχε χάρες τέτοιες που ο καθένας έπρεπε να σταματαίνει το βλέμμα του απάνου της ελπίζοντας ίσως κάποιο (γλυκό) χαιρέτιο ή κάποια όμορφη αθώα ματιά της».
Η «Αγάπη παράνομη», έγραψαν οι «Εκδόσεις Δρόμων» σε έκδοση με το ομώνυμο έργο, «είναι μία ιστορία ερωτικού πάθους που διαδραματίζεται στο χωριό Δαφνύλα, κοντά στη Δασιά, λίγα χιλιόμετρα από την πόλη της Κέρκυρας, και όπως συμβαίνει συχνά, καταλήγει σε τραγωδία. Μεγάλο κομμάτι της αφήγησης αποτελούν τα συναισθήματα και οι σκέψεις του κεντρικού ήρωα, ο οποίος από την τελετή κιόλας του γάμου και το γλέντι που ακολουθεί βασανίζεται από τους εσωτερικούς του δαίμονες που δεν τον αφήνουν ούτε στιγμή ήσυχο. Έρμαιο του πάθους του, χάνει την ηρεμία του, παλεύει με τον εαυτό του για να φερθεί λογικά και να μην ταράξει την αρμονία του κοινωνικού χώρου στον οποίο ανήκει, χωρίς να συνειδητοποιεί πως τα ένστικτα του ανθρώπου είναι ανεξέλεγκτα. Ο αναγνώστης του διηγήματος ίσως αναρωτηθεί αν αυτό που διάβασε είναι προϊόν της γόνιμης φαντασίας του συγγραφέα ή αν πρόκειται για μία αληθινή ιστορία, λογοτεχνικά επεξεργασμένη. Την απάντηση τη δίνει στο κείμενο ο ίδιος ο συγγραφέας, ο οποίος αναφερόμενος στα πάθη των ανθρώπων της κερκυραϊκής υπαίθρου σημειώνει πως στο χωριό όλοι γνώριζαν παρόμοια περιστατικά που καταπατούσαν "τους θεόγραφτους νόμους της ανθρωπιάς και της θρησκείας"».
Το διήγημα του Κ. Θεοτόκη «Οι δύο αγάπες» πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό «Νουμάς» το 1910, σημείωσε σε ομώνυμο βιβλίο ο εκδοτικός οίκος «Επικαιρότητα», προσθέτοντας:
«Ο αγιογράφος του χωριού Αργύρης Σπαθάρος μόλις έχει τελειώσει μια πανέμορφη εικόνα του Ευαγγελισμού. Όμως δεν είναι ευχαριστημένος γιατί ο γιος του ο Γιώργης όχι μόνο δεν ακολούθησε την τέχνη του αλλά έχει συνάψει ερωτική σχέση με δύο γυναίκες ταυτόχρονα, τη ζωντοχήρα Βασιλική και την ελεύθερη Μαρία. Οι συγγενείς των δύο γυναικών το έμαθαν κι αποφασίζουν να τον σκοτώσουν. Είναι βράδυ κι οι οπλισμένοι συγγενείς είναι μαζεμένοι έξω από το σπίτι του αγιογράφου, έτοιμοι να εκτελέσουν την απόφασή τους..».
Σε έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής» για τον Θεοτόκη και τους «Σκλάβους» του σημειωνόταν πως ο συγγραφέας, παρά τις όποιες ιδεολογικές ταλαντεύσεις και παλινδρομήσεις του - που χαρακτήρισαν βέβαια έναν ευρύτατο κύκλο διανοουμένων της εποχής του - παρέμεινε «ιδεολογικά αδιάλλαχτος» και έστω με την πένα του μόνο μετά τη δράση του επέμεινε ως τον θάνατό του «στον σοσιαλισμό, στον αγώνα για την πραγματική απολύτρωση του ελληνικού λαού και την κοινωνική αναγέννηση του τόπου».
Με τον ήρωά του Άλκη Σωζόμενο στους «Σκλάβους», σημείωνε, ο Θεοτόκης ζωντάνευε και «τις αδύνατες στιγμές, τις αμφιβολίες, τις ταλαντεύσεις, τις απογοητεύσεις, αλλά και την ατράνταχτη πίστη των διανοουμένων στο ξύπνημα του λαού και στην επαναστατική αναδημιουργία του τόπου». Απέδιδε στον λογοτέχνη πρωτοπόρο ρόλο «στην ανάπτυξη σοσιαλιστικού κινήματος και στη σοσιαλιστική αφύπνιση των εργαζομένων στη χώρα μας». Οι «Σκλάβοι» αποτέλεσαν «ορόσημο και αφετηρία για το ρεαλιστικό σοσιαλιστικό μυθιστόρημα στη χώρα μας». Ο συγγραφέας τους «έχει κατακτήσει επάξια μια από τις κορυφαίες θέσεις στα ελληνικά γράμματα». Ήταν σε ολόκληρο στον ελληνικό χώρο ο «γενάρχης της πρωτοπόρας σοσιαλιστικής πεζογραφίας».
Έργα του Θεοτόκη διασκευάστηκαν φυσικά και για θέατρο. Κερκυραίος λογοτέχνης προχώρησε το 2010 σε θεατρική διασκευή των διηγημάτων του που περιλαμβάνονται στη συλλογή «Κορφιάτικες ιστορίες», εκδίδοντας σχετικό βιβλίο.
Τα έργα έχουν χωριστεί σε τρεις ενότητες, που αντίστοιχα μπορούν να αποτελέσουν τρεις ξεχωριστές παραστάσεις. Η πρώτη στη σειρά με τίτλο «Κορφιάτικες ιστορίες» περιλαμβάνει έργα που έχουν ως κυρίαρχο θέμα την άτεγκτη ηθική, που οδηγεί τους ήρωες στην αγριότητα και το έγκλημα. Η δεύτερη ενότητα με τίτλο «Η ζωή του χωριού» περιλαμβάνει τρεις ιστορίες σχετικές με την τιμή ανύπαντρων κοριτσιών και το γάμο τους. Η τρίτη παράσταση είναι «Η αγάπη παράνομη».
Παρουσιάζοντας μελέτη για την «Τιμή και το χρήμα», οι «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης» σημείωσαν, μεταξύ άλλων:
«Είναι ένα έργο για τον ρόλο του χρήματος στον έρωτα και τις οικογενειακές σχέσεις στην Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα. Η νεαρή ηρωίδα Ρήνη ερωτεύεται έναν νέο από ανώτερη τάξη. Η μητέρα της όμως αρνείται να δώσει την προίκα που θέλει ο υποψήφιος γαμπρός, ακόμη κι όταν εκείνος κλέβει την κόρη της. Μέσα από μια ιστορία απλή και σύντομη, ο συγγραφέας κατορθώνει να αποτυπώσει με παραστατική δύναμη και κριτική σκέψη ένα διαχρονικό και καίριο κοινωνικό πρόβλημα, με μια πολύ προωθημένη για την ελληνική πραγματικότητα της εποχής αντιμετώπιση του γυναικείου ζητήματος (...) Σε μια περίοδο αγώνων για μόρφωση, ισότητα και ουσιαστική απελευθέρωση της γυναίκας, η λογοτεχνία προβάλλει τραγικές ερωτικές ιστορίες, που συγκρούονται με οικονομικά συμφέροντα ή διακόπτονται βίαια όταν η κοινωνική ηθική δεν επιτρέπει την ευόδωση του ερωτικού αισθήματος. Ανάμεσα στις ηρωίδες των ιστοριών αυτών η Ρήνη ξεχωρίζει για τη θαρραλέα στάση της και την υπεράσπιση του δικαιώματός της στη ζωή».
«Κέρκυρα, αρχή του 20ού αιώνα. Μέσα από την ένταση των ερωτικών σχέσεων και τα πάθη που αυτές προκαλούν, αναπτύσσεται η δραματική πτώση της αρχοντικής οικογένειας των Οφιομάχων και παράλληλα, η άνοδος της νέας αστικής τάξης του ελληνικού κράτους. Ο έρωτας δυο νέων ανθρώπων, του ρομαντικού διανοούμενου Άλκη Σωζόμενου και της όμορφης αρχοντοπούλας Ευλαλίας Οφιομάχου, θυσιάζεται στο βωμό μιας ωμής οικονομικής συναλλαγής. Οι καταχρεωμένοι Οφιομάχοι, βάζοντας στην άκρη αρχές κι αισθήματα, δίνουν την κόρη τους νύφη στον πλούσιο γιατρό και βουλευτή Αριστείδη Στεριώτη προκειμένου να διασωθούν. Τίποτα όμως δεν θα μπορέσει να αποτρέψει τον ηθικό ξεπεσμό και την οικονομική καταστροφή που θα συντρίψει την οικογένειά τους».
Με λόγια σαν αυτά παρουσίασε τους «Σκλάβους» το 2017 ο εκδοτικός οίκος «Εντύποις».
«Στον ίδιον καιρό που η Ευρώπη επρωτοδοκίμαζε τους πρωτόλουγους καρπούς του ινδικού πνεύματος, ένας Έλληνας, ο Δημήτριος Γαλανός, εκατοικούσε στην Κασήν (Μπενάρες), την άγια χώρα των Βραχμάνων, και εμετάφραζε ελληνικά και εσπούδαζε έργα της σανσκριτικής γλώσσας άγνωστα ως τότες, και όταν απέθανε το 1833 άφισε την περιουσία του στο εθνικό Πανεπιστήμιο, που το έχτιζαν τότες, και τα χειρόγραφά του, που άρχιζαν να τυπόνονται το 1844 και που εκίνησαν την περιέργεια και το ενδιαφέρο όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στον επιστημονικόν κόσμο της Δύσης. Η εργασία του έχει τη θέση της στην ιστορία της ινδολογίας. Αλλά από τάλλο μέρος οι μετάφρασες του σοφού Έλληνα είνε άτεχνες η γλώσσα τους είνε μία περίεργη και άτυχη καθαρεύουσα, που αδύνατο είνε να αρέσει και δύσκολο να αγροικηθεί, γιατί αφτού σωρεύονται χωρίς καλαισθησία δυϊκοί, παθητικές σύνταξες, απόλυτες γενικές, και άλλες ιδιοτροπίες συνειθισμένες σανσκριτικά, που ελληνικά όμως δε στέκουν γιατί είνε ενάντιες στο πνεύμα της γλώσσας».
Έτσι, μεταξύ άλλων, προλόγιζε το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, σε έκδοση 432 σελίδων την «Ιστορία της ινδικής λογοτεχνίας», δηλαδή το έργο του Θεοτόκη.
Οι «Εκδόσεις Γαβριηλίδη», παρουσιάζοντας τις «Κορφιάτικες ιστορίες» σημείωσαν με λόγια του Γιάννη Δάλλα:
«Η ηθογραφία των "Κορφιάτικων ιστοριών" του Θεοτόκη λειτουργεί λοιπόν και ως προκατάθεση. Χωρίς βέβαια να χάνεται η αυτοτέλεια του είδους, που είναι και η πρωταρχική ταυτότητά τους. Σε μια εποχή που η μετάβαση από την αγροτική στην αστική ζωή και κοινωνία γίνεται και στη λογοτεχνία μας με αστάθεια ή προπέτεια, αρκετά συνειδητά ο Θεοτόκης πριν περάσει, από την πρώτη προς τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα, στην απόδοση της ταξικής τοιχογραφίας του νησιωτικού του χωροχρόνου με τη σμίλη -ή το νυστέρι- του κοινωνικού ρεαλισμού του, με την ίδια επιμονή προηγουμένως είχε εγκαινιάσει και υπηρετήσει ως πρωτεργάτης την πεζογραφία της εντοπιότητας».
Οι «Εκδόσεις Καστανιώτη», εκδίδοντας τη «Ζωή στο βουνό» επισήμαναν:
«Ληστρικό μυθιστόρημα, δεν περιορίζεται όμως στην περιγραφή των ληστρικών ηθών ο συγγραφέας. Αφηγείται παράλληλα μια ερωτική ιστορία, αλλά και προχωράει σε μια ανατομία της πολιτικής ζωής, όπως είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα. Παρά το νεαρό της ηλικίας του και την απειρία του, ο Θεοτόκης κατορθώνει να στήσει ένα ολοκληρωμένο μυθιστορηματικό σύμπαν, που μέσα του κινούνται, δραματικά και αποτελεσματικά, οι ήρωές του, ενώ ταυτόχρονα προβάλλεται ανάγλυφα το κοινωνικό φόντο της εποχής».
Οι «Εκδόσεις Ωκεανίδα», κυκλοφορώντας τα «Σονέτα» του Θεοτόκη τα τέλη του 1998, τόνιζαν:
«Εβδομήντα πέντε ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατό του (1923), για πρώτη φορά βλέπουν το φως της δημοσιότητας, συγκροτημένα σε βιβλίο, τα εξήντα εννέα σονέτα του μεγάλου μας πεζογράφου, ξανακοιταγμένα και κατά το δυνατόν αποκατεστημένα στην αυθεντική τους μορφή, με βάση τα σωζόμενα χειρόγραφα. Στην έκδοση περιλαμβάνονται επίσης, Πρόλογος, εκτενής κατατοπιστική και κριτική Εισαγωγή, καθώς και αναλυτικές για τα επιμέρους ποιήματα σημειώσεις, όπου, εκτός των άλλων, καταχωρούνται και οι προγενέστερες εκδοχές. Με την έκδοση αυτή η "Ωκεανίδα" πιστεύει ότι συμβάλλει στην οφειλόμενη αναγνώριση του Θεοτόκη, όχι μόνον ως εξαίρετου πεζογράφου, αλλά και ως αξιόλογου ποιητή της χορείας των Επτανησίων».
Τη δύναμη της γραφής του συγγραφέα επέλεξαν να τονίσουν στο εξώφυλλο των δικών τους «Σκλάβων» του Θεοτόκη οι «Εκδόσεις Κάκτος»:
«Ο ήλιος που επήγαινε να δύσει έμπαινε μέσα από το παράθυρο κ' έχυνε όλο το χαρούμενο φως του στη μικρή καθάρια κάμαρα. Απ' έξω ακουόταν το διπλό κελάδημα κάποιου πουλιού, που εκαθότουν στον κλώνο μιας ανθισμένης πασκαλιάς. Από το δρόμο ανέβαινε ο βρόντος μιανής άμαξας, που εδιάβαινε, και ο ήχος της ομιλίας ανθρώπων που εκαθόνταν στο απέναντι μικρό καφενείο αδιάφοροι. Κι όλα μέσα στην κάμαρη είχαν πάρει ένα χρώμα ροδί, οι τοίχοι, τα έπιπλα, τα σεντόνια, ως και το χλωμό, λιγνό, και διάφανο πρόσωπο του αρρώστου, που εκοιτότουν πλαγιασμένος ανάσκελα στο σιδερένιο κρεβάτι του κάτω από τα ηλιόλουστα σκεπάσματά του».
Έτσι έδωσε βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα ο εκδοτικός οίκος «Πελεκάνος» για το οπισθόφυλλο του δικού του βιβλίου «Η τιμή και το χρήμα»:
«Θεοτόκης, Κωνσταντίνος (1872-1923). Έλληνας πεζογράφος, εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα και καταγόταν από αρχοντική οικογένεια. Σπούδασε φυσικο-μαθηματικά στην Σορβόνη, κοινωνιολογία και φιλοσοφία στο Μόναχο. Από τα φοιτητικά του χρόνια, δημοσιεύει έργα του σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής (...) Ανέπτυξε έντονη πολιτική δράση. Η γνώση δέκα γλωσσών, τον βοήθησε στις μεταφράσεις ξένων έργων (ινδικά έπη "Μαχαμπαράτα" και "Ραμαγιάννα", "Μάκβεθ", Βιργίλιο κ.ά.). Από την εργογραφία του ξεχωρίζουν: "Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα", "Ο Κατάδικος", "Η τιμή και το χρήμα". Υπήρξε υποστηρικτής του δημοτικισμού και πρωτεργάτης του κοινωνικού μυθιστορήματος. "Η Τιμή και το χρήμα" είναι ένα εκτενές διήγημα (νουβέλα), που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στον "Νουμά". Όλο το έργο στηρίζεται επάνω στις αντιθέσεις τιμής- χρήματος και έρωτα-κοινωνικής υπόληψης».
Από το έργο «Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα» ο εκδοτικός οίκος «Ζαχαρόπουλος» έβαλε στο εξώφυλλο ομώνυμου βιβλίου του:
«Ο Αργύρης και ο Γιάννης, οι Στατήριδες, ήταν αδέρφια. Αμοίραστοι ακόμα, εκατοικούσαν με τη φαμιλιά τους καθένας, στο ίδιο σπίτι, ψηλά, στους χωριού τη γειτονιά που ανέβαινε ως τη μέση μιανής ράχης. Και το σπίτι τους ήταν διορθωμένο και κάτασπρο· μονόπατο από τη μπροστινή μεριά του, κατά τον κατήφορο, χαμώγι από την άλλη· μακρύ, χαμηλό με τέσσερα πράσινα καινούργια παράθυρα από μπρος, πάνουθε από μία μεγάλη ξύλινη κληματαριά καταπράσινη. Κάτου από την κληματαριά μία πλατειά μεγάλη πόρτα έμπαζε στα μαγαζιά και στο στάβλο, όπου τη νύχτα ερχόταν τα πρόβατα, η γίδα και τα δύο γουρούνια, ενώ η καθαυτό μπασιά του σπιτιού ήταν ανοιγμένη στο πίσω μέρος, σ' ένα μεγάλο δωμάτιο με δύο παράθυρα, στη μέση του σπιτιού, που είχε δεξιά κι' αριστερά δύο άλλα δωμάτια, στη μέση του σπιτιού, που είχε δεξιά κι' αριστερά δύο άλλα δωμάτια, μικρότερα, του Αργύρη το ένα, του Γιάννη το άλλο».
Την αντοχή του έργου του συγγραφέα επέλεξαν να τονίσουν οι «Εκδόσεις Ιδέες» στο εξώφυλλο του δικού τους βιβλίου «Η τιμή και το χρήμα» πριν από πέντε χρόνια:
«Το έργο "Η τιμή και το χρήμα" του Ντίνου Θεοτόκη, έργο μεγάλης αντοχής στον χρόνο, παρά το παρωχημένο της εποχής και της κοινωνίας που γράφτηκε, διαβάζεται και σήμερα με ξεχωριστό ενδιαφέρον απνευστί, θα λέγαμε. Δεν είναι μόνο η οικονομία του, ούτε η λογοτεχνική δεινότητα του δημιουργού του δεν είναι, επίσης, η τόσο παραστατική αποτύπωση μιας κρίσιμης περιόδου κοινωνικών αλλαγών στην Ελλάδα. Είναι κυρίως η σύλληψη και η περιγραφή του απρόβλεπτου ενστικτώδους χαρακτήρα του ανθρώπου με τα πάθη και τις αρετές του, απεικόνιση που βρίσκει, και θα βρίσκει, εφαρμογή διαχρονικά. Μπορεί οι κοινωνικές συνθήκες να αλλάζουν, τα περιβάλλοντα να μεταβάλλονται, όμως ο άνθρωπος θα μετεωρίζεται αενάως, θα κλυδωνίζεται οικτρά, καλούμενος να επιλέξει τον δρόμο της Αρετής ή της Κακίας, δίλημμα που, χωρίς υπερβολή, τίθεται καθημερινά στη ζωή του».
Τον κοινωνικό χαρακτήρα του έργου του συγγραφέα είχαν αναδείξει οι «Εκδόσεις Γράμματα» στο εξώφυλλο των δικών τους «Σκλάβων»:
«Φανερά κοινωνικά ενδιαφέροντα και προεκτάσεις έχει η πεζογραφία του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1872-1923). Από αριστοκρατική οικογένεια της Κέρκυρας, ευτύχησε να ανατραφεί μέσα στο ιδεολογικό περιβάλλον του νησιού του (είχε στενό φιλικό δεσμό με τον Λ. Μαβίλη), να αποκτήσει μια γερή μόρφωση και να πλουτίσει την εμπειρία του με διαβάσματα και ταξίδια. Γύρω στα 1900, όπως πολλοί από τους συγχρόνους του, τον δυναστεύει η ισχυρή επίδραση του Νίτσε, αλλά αργότερα, στη Γερμανία, θα προσχωρήσει κι αυτός στις σοσιαλιστικές ιδέες και θα δώσει στην πεζογραφία του έντονο χρώμα κοινωνιστικό».
«Ο Θεοτόκης με το έργο του συνεχίζει τη δράση της Κερκυραϊκής λογοτεχνικής σχολής, αλλά ριζοσπαστικώτερα και στη γλωσσική μορφή και στη λογοτεχνική δημιουργία του», σημείωσε η Δενδρινού, προσθέτοντας: «Πιστεύοντας κι' αυτός, όπως το πίστευε κι' ολάκαιρη η Κερκυραϊκή σχολή, πως ήτανε ανάγκη να γνωρίσει ο Νεοέλληνας τα αριστουργήματα της ξένης λογοτεχνίας σε καλοσυνείδητη, τεχνική, Ελληνική μετάφραση, καταπιάνονταν τη μετάφραση κλασσικών ξένων έργων».
Θαρρείς και ήταν στην αναζήτηση της τελειότητας άλλος Σολωμός, του οποίου άλλωστε κρίνεται ως πνευματικός μαθητής και τον οποίο είχε υμνήσει το 1902, ο Θεοτόκης έγραφε και ξαναέγραφε και τελεία και παύλα δεν έλεγε να βάλει ως την τελευταία στιγμή στο έργο για τους «Σκλάβους», που έμελλε το 1922 να πέσει σαν δυναμίτης στα θεμέλια της ελληνικής λογοτεχνίας, να γνωρίσει ίσαμε σήμερα πολλές επανεκδόσεις και να σηματοδοτεί στο διάβα του χρόνου, σαν άσβεστος φάρος, την ανάγκη εύρεσης, ανάδειξης και έκδοσης κι επανέκδοσης όλων των έργων του. Το δούλευε δέκα χρόνια.
Την εξής συνοπτική περιγραφή - εκδοχή είχαν δώσει τα «Γράμματα» εκδίδοντας τις «Κορφιάτικες ιστορίες»:
«Καρπός μιας εξωσυζυγικής σχέσης είναι το νήπιο που θάβεται ζωντανό από τον απατημένο πατέρα-αφέντη στο "Πίστομα" (1898). Απατημένος νομίζει πως είναι και ο σύζυγος στο "Ακόμα;" (1904), που σκοτώνει τη γυναίκα του σχεδόν εξαναγκασμένος από τον εξάδελφό του. Στην "Υπόληψη" (1904), οι συγγενείς της αποπλανημένης κόρης αναγκάζουν με τα όπλα τον πλούσιο διακορευτή της να την παντρευτεί. Στις "Δυο αγάπες" (1910), δυο οικογένειες σμίγουν για να εκδικηθούν μαζί τον άνθρωπο που "τις εντρόπιασε", ξελογιάζοντας τα κορίτσια τους. Στον "Τίμιο κόσμο" (1905) μια πολιτική αντιπαράθεση δύο ανθρώπων στην ταβέρνα του χωριού καταλήγει σε φονικό όταν ο ένας ξεστομίζει τη φράση "Γιατί εσέ, τη γυναίκα σου την είχα εγώ πριν!". Στην "Παντρειά της Σταλαχτής" (1905) το ποτάμι καταπίνει τους μοιραίους εραστές, όταν το χέρι του αντίζηλου κόβει το σκοινί της σωτηρίας».
Οι «Σκλάβοι» είναι ένα έργο που αντιμετώπισε αμέτρητες κριτικές κάθε είδους κι έγινε πριν από μερικά χρόνια πολυβραβευμένη κινηματογραφική ταινία, έστω προσκολλημένη στην εποχή του. Και βέβαια διαβάζεται ως τις μέρες μας πολύ, παρόλο που εστιάζει στην Κέρκυρα των αρχών του εικοστού αιώνα, στις συνθήκες της πλήρους επικράτησης της αστικής τάξης επί της φεουδαρχικής μα και αγώνων της αναδυόμενης εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων στη μικρή κερκυραϊκή νεοελληνική κοινωνία.
Ένας αγέννητος τότε κοντοχωριανός του Θεοτόκη, ο Κερκυραίος δημιουργός του εκδοτικού οίκου «Κείμενα» και αγωνιστής εναντίον της χούντας των συνταγματαρχών του '67 Φίλιππος Βλάχος, έμελλε να πρωταγωνιστήσει στην εύρεση χειρογράφων, την επανεύρεση, την ανάδειξη και την έκδοση του συνόλου σχεδόν του «κρυμμένου θησαυρού» της λογοτεχνικής παραγωγής του Θεοτόκη. Είχε δώσει έμφαση στους «Σκλάβους» του, φέρνοντας στην επιφάνεια και τη συγγραφική τους ιστορία.
«Νομίζω πως σε τούτο το κράτος είναι αδύνατο να προκόψει κάτι..», είχε γράψει ο Θεοτόκης το 1910 από τους Καρουσάδες σε φίλο του στη Γερμανία, που του πρότεινε την ανάληψη δράσης για τη δημιουργία σοσιαλιστικού κόμματος. Έβλεπε να βασιλεύουν ακόμη «το ψέμα και η αμάθεια» και ότι ο λαός «γελιέται και τον γελούν». Δήλωνε όμως συγχρόνως την πρόθεσή του να συμβάλλει ώστε να δοθεί μια «πρώτη γυρισιά στη ρόδα της αλήθειας», τασσόμενος «με το μέρος του λαού, του μικρού λαού».
Περισσότερο βέβαια από οτιδήποτε άλλο, οι «Σκλάβοι» αποτέλεσαν τομή στα ελληνικά λογοτεχνικά πράγματα, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από κριτικές εργασίες, για την με ζηλευτή τέχνη λογοτεχνική αποκάλυψη των άγραφων νόμων της ταξικής κίνησης και εξέλιξης της κοινωνίας και της προσωρινότητας της κυριαρχίας της αστικής τάξης στην ταξικά διαιρεμένη ως τις μέρες μας κοινωνία μας.
Φωτεινό πνεύμα με ευρεία μόρφωση, ο Κερκυραίος διανοούμενος Γεράσιμος Σπαταλάς έδωσε το 1924 την εξής διαυγή φιλοσοφική και πολιτική εντυπωσιακή ερμηνεία του πρωτοποριακού μεγαλείου του έργου των «Σκλάβων»:
Το έργο «από ιδεολογικής απόψεως», έγραψε, «είναι σαν μια ισχυρή απάντηση του Κων. Θεοτόκη, του οπαδού του ιστορικού υλισμού, προς τον άκρως ιδεαλιστή, Διονύσιο Σολωμό». Το εξέλαβε, επίσης, ως μια συνέχεια του μεγαλειώδους σολωμικού έργου «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» στη νέα κοινωνική εποχή, που είχε σημάνει την περίοδο της ζωής του Θεοτόκη με «την ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας και βιομηχανίας». Βρήκε κοινά τεχνικά στοιχεία ανάμεσα στα δύο έργα, με τη διαφορά βέβαια, μεταξύ άλλων, πως ο Θεοτόκης στο δικό του «επήρε την αλήθεια του ιστορικού υλισμού, την ετοποθέτησε σε μια εποχή και σ' έναν τόπο που τα ιστορικά φαινόμενα βρισκότανε σε μεταβατικότητα κ' επομένως σε σύγκρουση» στην ελληνική κοινωνία.
Υπήρξαν κάποιοι σημαντικοί Κερκυραίοι λόγιοι που αστήρικτα αμφισβητούσαν τον οποιοδήποτε «κοινωνικό» χαρακτήρα του έργου του Θεοτόκη. Τάχα το έργο ήταν «άδολη» Τέχνη, που χωρίς ιδεολογικό πρόσημο μιλούσε, κατά πως είπαν ορισμένοι, μόνο για τη μοίρα του ανθρώπινου γένους!
Εξέφραζε, είπαν επίσης άλλοι, κρίνοντας μερικές φορές εξ ιδίων τα αλλότρια, τη «συνθηκολόγησή» του με το αστικό καθεστώς.
Είναι καταπληκτικό - και αντικείμενο άλλου κειμένου - πόσο και πόσες διαφορετικές θεωρήσεις του έργου έχουν καταγραφεί, ενδεικτικές όμως κι αυτές της λογοτεχνικής δύναμης, του μεγαλείου και των πολλαπλών, πλούσιων και πρωτοποριακών λογοτεχνικών και κοινωνικών μηνυμάτων που εξέπεμψε.
Μέσα στην καταχνιά της Χούντας «έσκαψε» βαθιά στο πλούσιο έργο του Θεοτόκη, φέρνοντας στο φως μεταξύ άλλων νέα στοιχεία για τον χρόνο και τις περιπέτειες της συγγραφής των «Σκλάβων» και παρουσιάζοντας μιαν υπέροχη καλλιτεχνική εκτύπωσή τους, ο σπουδαιότερος ίσως σύγχρονος ερευνητής της πνευματικής κληρονομιάς του Θεοτόκη, αγωνιστής Φίλιππος Βλάχος.
Η έκδοση εκείνη των «Σκλάβων», το 1970, μα κυρίως μια νέα πάλι από τα «Κείμενα» του Βλάχου το 1981, ήταν καρπός πρωτοβουλίας του καλλιτέχνη - εκδότη και έναρξης συνεργασίας του με τον σπουδαίο πανεπιστημιακό και λόγιο Γιάννη Δάλλα, ο οποίος επίσης εντόπισε άλλα στοιχεία για τη συγγραφή του έργου και με τη βαθύτατη δική του λογιοσύνη προλόγισε κιόλας τη δεύτερη έκδοση, ενώ συνέγραφε για ολόκληρο το έργο του Θεοτόκη εμπεριστατωμένη μελέτη-κριτική σπουδή, που είδε το φως το 2001.
Ο Δάλλας, νεαρός καθηγητής γυμνασίου τη δεκαετία του 1950, όταν ακόμη ο Θεοτόκης απουσίαζε από τα σχολικά βιβλία, τον είχε διδάξει στους μαθητές του.
Δεν σπανίζουν στο νησί ούτε κάποιοι που, ενώ το έργο μάς λέει από τότε ότι «η αστική τάξη είναι κι αυτή ξεπερασμένη» όπως έχει εύστοχα επισημάνει με αυτά τα λόγια ο εκ των κορυφαίων Ελλήνων μελετητών του Σολωμού και ολόκληρης της νεοελληνικής λογοτεχνίας Λίνος Πολίτης, επιμένουν να θεωρούν ότι αυτό στιγματίζει δήθεν μόνο την προηγούμενη φεουδαρχική κι αριστοκρατική κοινωνική οργάνωση και, απλώς, κάποιες υπερβάσεις της αστικής τάξης που τη διαδέχθηκε. Ο συγγραφέας και για τη ζωή και το έργο του Θεοτόκη Κωστής Μπαλάσκας είχε εύστοχα συνοψίσει σε μία λέξη το πώς «είδε» το βιβλίο, πέρα από την παραπαίουσα τοπική αριστοκρατική τάξη, η ελληνική αστική τάξη: «Επικίνδυνο».
Έναν αιώνα από τότε που είδαν το φως, οι «Σκλάβοι στα δεσμά τους» παραμένουν ολοζώντανοι, έστω και με ερμηνευτικές παραποιήσεις τους και με κάθε λογής ιδεαλιστικούς «αφορισμούς» των ανατρεπτικών κοινωνικών μηνυμάτων τους, τόσο πανελλαδικά όσο και, ιδιαιτέρως ίσως, στην Κέρκυρα, όπου βέβαια αξέχαστες μένουν οι σημαντικές και διαφωτιστικές μελέτες του λόγιου ιστοριοδίφη Γεράσιμου Χυτήρη τη δεκαετία του 1950.
Πολλοί μέχρι σήμερα, όπως και πριν από λίγους μήνες όταν στην ΕΡΤ προβλήθηκε με αναπάντεχα τόσο μεγάλη απήχηση μικρή τηλεοπτική παραγωγή με κορυφαίους ηθοποιούς αφιερωμένη στο σύντομο έργο του Θεοτόκη «Αγάπη παράνομη», έθεσαν δημόσια το ερώτημα τι ακριβώς είναι αυτό στα έργα του που γοητεύει και μαγεύει ακόμη, έναν και πλέον αιώνα μετά.
Ο λόγος του παραμένει επίκαιρος!
Ειδικότερα βέβαια οι «Σκλάβοι», που για να θριαμβεύσουν χρειάστηκε να αντέξουν πολλές επιθέσεις, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οφείλουν την τόση επιτυχία τους στη διαχρονική πολύπλευρη αλήθεια τους και στα άλλο τόσο αμετάβλητα φωτεινά κοινωνικά μηνύματα που ο Κ. Θεοτόκης μπόρεσε να εκπέμψει στον καιρό του με απαράμιλλη - ίσως ίσαμε σήμερα - λογοτεχνική στιβαρότητα και γοητεία.
«Έβγαλα όσο λάδι μπορούσε να βγει (...) Και, να λέει κανείς, πως δεν κατόρθωσα να βάλω μέσα όλη την ψυχή μου, όπως το επιθυμούσα (...), είχε πει ο ίδιος για το έργο του αυτό.
Το ήθελε πιο αισιόδοξο!
Επισήμανε ο Άγγελος Τερζάκης για τους «Σκλάβους» του Θεοτόκη:
«Παρακολουθούμε την τραγωδία της φεουδαρχικής τάξης που ξέπεσε, που μένει ανίκανη να προσαρμοστεί στον καινούργιο κοινωνικό περίγυρο, το ιστορικό ανέβασμα του αστισμού, και το θαμποχάραμα της σοσιαλιστικής αναμόρφωσης».
Σημείωσε ο Τόλης Καζαντζής για τον σπουδαίο Κερκυραίο λογοτέχνη:
«Ο Θεοτόκης φτάνει στις πιο προχωρημένες μορφές του ρεαλισμού, όπου ο συγγραφέας κατασκευάζει με υλικά της πραγματικότητας ένα δικό του κόσμο πιο επιθυμητό και, κατά τη γνώμη του, πιο υγιή».
Έγραψε η Δενδρινού για τις στερνές μέρες του συγγραφέα και θαυμαστή της:
«Ο πόνος, που του παραλούσε το κορμί, του νέκρωνε σιγά-σιγά την όμορφη, την πλατειά, τη στοχαστική του διάνοια. Την 1 Ιουλίου του 1923 πονετικά, μα ήρεμα και εγκαρτερικά, μια μεγάλη Κερκυραϊκή δόξα, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, απέθανε».
Έγραψε ο Δάλλας για τον συγγραφέα που τα έργα του αγαπούσε πολύ:
«"Ο παπα Ιορδάνης Πασίχαρος και η ενορία του" είναι η τελευταία πεζογραφική δουλειά που πρόλαβε να σχεδιάσει και άρχισε να γράφει ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης. Μία αρχή που τη συνέχισή της την ανέκοψε, επάνω στην ακμή της ηλικίας και της δημιουργικής του ζωτικότητας ο θάνατος».
Εκείνο το έργο ήταν το κύκνειο άσμα του.
«Κατευθυνόμενη τέχνη, θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν μερικοί την πεζογραφία του Θεοτόκη», έγραψε ο Αντρέας Καραντώνης, προσθέτοντας: «Μπορεί. Μα στην περίπτωσή του δε χωρεί ψόγος. Ένας αληθινός δημιουργός μπορεί να κάνει και κατευθυνόμενη τέχνη. Κι έπειτα ο Θεοτόκης, με το να υπακούει σε μια γραμμή και να επιδιώκει ένα ωρισμένο αποτέλεσμα, μας έδωσε να χαρούμε το οργανωμένο και το αρμονικά συνθεμένο πεζογράφημα».
«Τιμάμε κι' ευγνωμονούμε τον συγγραφέα για τη θετική προσφορά του στα νεοελληνικά γράμματα - ένα έργο άρρηκτο μπρος στη φθορά του Χρόνου».
Αυτό έγραψε, μεταξύ άλλων, ο Γεράσιμος Χυτήρης, πριν από επτά δεκαετίες.
Είπε για εκείνον η Ειρήνη Δενδρινού:
«(...) Αυτός είναι ο Θεοτόκης κι αυτό είναι το έργο του. Απλός, μολονότι κλασσικός στη διατύπωση των νοημάτων του. Υποβλητικός και επιβλητικός. Εχθρός σε κάθε επίδειξη και τυμπανοκρουσία. Η σκέψη του ολοκάθαρη. Ο χαρακτήρας του αλύγιστος. Ο λόγος του κοφτερός (...)».
Να και ένα ακόμη απόσπασμα από τους «Σκλάβους»:
«Και ο Άλκης άξαφνα αιστάνθηκε μέσα του απαραίτητη την ανάγκη να διαμαρτυρηθεί αυτός τουλάχιστο για το αδιάκοπο ψέμα που είταν στο στόμα όλων εκείνων όσοι εκυβερνούσαν αυτήν τη νωθρή κοινωνία, βοηθώντας έτσι το ξεπεσμό της».
Το 1953, στα πενήντα χρόνια από τη θανή του λογοτέχνη, είχαν οργανωθεί ομιλίες, εκδόσεις, τιμητικές εκδηλώσεις.
Εκδόθηκε μελέτη του Γεράσιμου Χυτήρη από τα «Κερκυραϊκά Χρονικά» του Κώστα Δαφνή.
Είχε ειπωθεί σε φιλολογικό συνέδριο στην Κέρκυρα, τις αρχές της δεκαετίας του 1990, για τον Θεοτόκη:
«Εβδομήντα χρόνια από το θάνατό του, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης παραμένει ουσιαστικά ανεξερεύνητος. Λίγοι, ίσως και λόγω των συγκυριών, είδαν το ξεκάθαρο χρυσάφι».
Έγραψε ο Γιάννης Δάλλας για το ατέλειωτο έργο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη «Ο παπα Ιορδάνης Πασίχαρος και η ενορία του»:
«Το εμπνεύστηκε και έγραψε τα πρώτα του κεφάλαια στο διάστημα της δεκαοχτάμηνης αρρώστιας του (...) Διάβαζε με κέφι, που δεν μείωνε η αρρώστια του, όσα τέλειωνε, ή συνήθιζε να αφηγείται και αρκετά από τα σχεδιαζόμενα ευτράπελα επεισόδια στους φίλους του (...) Και έτσι μπόρεσε να ολοκληρώσει όλες και όλες καν τριανταπέντε μεγαλόσχημες σελίδες (...)».
Που είναι, καθώς ο ίδιος έλεγε, «από τις πιο όμορφες» που πρόλαβε.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΜΟΥΣΟΥΡΗΣ