Υπήρξαν ή και υπάρχουν ιστορικοί, ιστορικοί ερευνητές, ιστοριοδίφες Κερκυραίοι ουκ ολίγοι, που φώτισαν και φωτίζουν σπουδαίες πλευρές της Ιστορίας της Κέρκυρας, από τον Ανδρέα Μάρμορα τον 17ο αιώνα ως τις μέρες μας. Ωστόσο, λίγοι το έχουν καταφέρει, για να μην πούμε ουδείς άλλος, με την ενάργεια του λόγου, την έγνοια για τη ζωή και τους σηκωμούς του λαού, τη διαρκή επίμονη ματιά στα «κάτω πατώματα» της κοινωνίας, που άφησε με το έργο της ως ιδιαίτερη παρακαταθήκη η Έλλη Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου (Κέρκυρα 1919-Αθήνα 2025), η οικογένεια της οποίας, καθώς πέρασε ακριβώς ένας μήνας από τη θανή της στις 19 Σεπτεμβρίου, πραγματοποιεί σήμερα Κυριακή 19 Οκτωβρίου, σε στενό οικογενειακό κύκλο και με τη σεμνότητα που εκείνη θα ήθελε, το καθιερωμένο μνημόσυνο.
Αλλά και ποιος ιστορικός συγγραφέας και ευρύτερα διανοούμενος, του πνευματικού διαμετρήματος εκείνης μάλιστα, επέδειξε τέτοια ζωτικότητα και πάθος για το φώτισμα της Ιστορίας του τόπου του!
Ευτύχησε η Έλλη Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου το 2023, φτάνοντας στα 104 χρόνια της, να δει να κυκλοφορεί βιβλίο της. Αυτό έγινε με την πολύτιμη έκδοση «Η Βενετοκρατία στα Επτάνησα - Η περίπτωση της Κέρκυρας» του «Βιβλιοπωλείου της Εστίας», όπου περιέχονται τα κατασταλάγματα ερευνητικής δουλειάς της που αριθμεί δεκαετίες και βάσταξε μέχρι και τις στερνές ώρες της αστείρευτης πνευματικής της διαύγειας.
Προσωπικότητα πολυσχιδής, με αστική κουλτούρα την οποία «μπόλιασε» γνήσια με τον λαϊκό παράγοντα χωρίς ίσως να την αρνηθεί, κινήθηκε σε όλη της τη ζωή, θαρρείς, με οδηγό τη σολωμική παρακαταθήκη: «Πάντα ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου». Στάθηκε πάντα στο πλευρό του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, χρηματίζοντας και πρόεδρός του (2018-Σεπτέμβριος 2024) μετά την απώλεια της δημιουργού του, που δεν ήταν άλλη από την αδελφή της Αλίκη Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου (1917-2018), επίσης σπουδαία προσωπικότητα με ανεκτίμητο έργο. Άφησε μια ανεξίτηλη δική της σφραγίδα και στα εκπαιδευτικά πράγματα του τόπου.
Έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών με έναν ανεκπλήρωτο στόχο-καημό, θα λέγαμε, τουλάχιστον στον βαθμό που το ήθελε, όσον αφορά την ιστοριογραφία των νησιών του Ιονίου και την Εκπαίδευση.
Τον παραθέτουμε με τα δικά της λόγια:
Έχω επανειλημμένα αναρωτηθεί, και όχι μόνον εγώ, γιατί, ενώ στα εγχειρίδια Ιστορίας, κυρίως στα κρατικά, παρουσιάζεται η περίοδος της Τουρκοκρατίας περισσότερο ή λιγότερο αναλυτικά, αποσιωπάται η περίοδος της Βενετοκρατίας στα Επτάνησα, παρόλο που διήρκεσε σχεδόν το ίδιο χρονικό διάστημα. Μία απάντηση θα μπορούσε να είναι, ότι η Τουρκοκρατία προβλήθηκε για να αυξηθεί η σημασία του ένοπλου αγώνα των ηρώων του '21 και η απελευθέρωση του ελληνικού εδάφους από τους Τούρκους κατακτητές, ενώ η Βενετοκρατία διακόπηκε απότομα, χωρίς την επέμβαση του νησιωτικού πληθυσμού, εξαιτίας της διάλυσης του βενετικού κράτους από τον Βοναπάρτη και της υποταγής της Βενετίας στην Αυστρία με τη συνθήκη του Campoformio. Δεν πρόκειται δηλαδή για περίπτωση που μπορούσε να δώσει ευκαιρία για μία ακόμη ένδοξη προβολή (...) Υπάρχει η άποψη, όχι απολύτως απορριπτέα, ότι η αποσιώπηση αυτή οφείλεται σε μια αντιμετώπιση των Επτανήσιων ως προνομιούχων σε σχέση με τους υπόλοιπους Έλληνες που δοκιμάστηκαν από τον βάρβαρο κατακτητή. Ωστόσο, παρόλο που η Βενετία δεν μπορούσε να συγκριθεί με την Τουρκία ως κατακτητής, παρουσίαζε σοβαρές αδυναμίες στην αποικιακή της διακυβέρνηση. Μελετώντας τον τρόπο που κυβέρνησαν οι Βενετοί από τις πηγές διαπιστώνουμε ότι όχι μόνο δεν επιδίωξαν να μορφώσουν τους Επτανήσιους, αλλά τους υπέβαλλαν σε διαφόρων ειδών δοκιμασίες, από τις οποίες η πιο οδυνηρή ήταν η επιβολή σε συμμετοχή σε όλους τους πολέμους της Βενετίας (...) Αλλά εκείνο που θεωρώ απαραίτητο για την πληρέστερη κατανόηση της περιόδου αυτής είναι η ένταξη της περιπετειώδους κερκυραϊκής ζωής μέσα σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο. Η Κέρκυρα δεν αποτέλεσε, όπως είναι αυτονόητο, περίπτωση αποκομμένη, που ακολούθησε ένα ρυθμό ζωής ανεξάρτητο από τον ιστορικό παλμό της εποχής (...).
![]() | ![]() |
Το βιβλίο της «Η Βενετοκρατία στα Επτάνησα - Η περίπτωση της Κέρκυρας» (σελ. 292), αφιερωμένο «Στον γιο μου» όπως έγραψε λιτά, δηλαδή στον διαπρεπή νομικό και πανεπιστημιακό Λίνο-Αλέξανδρο Σισιλιάνο, συνοψίζει με θαυμαστή καθαρότητα λόγου, τα συμπεράσματά της από την –καλύτερα από κάθε άλλον, ισχυριζόμαστε– ιστορική έρευνα και αποτύπωση, με πληθώρα τεκμηρίων, της περιόδου της Ενετοκρατίας στην Κέρκυρα. Αλλά και μόνον το σχεδόν μνημειώδες έργο της «Πρεσβείες της Βενετοκρατούμενης Κέρκυρας (16ος - 18ος αι.)», έκδοση των Αρχείων Νομού Κέρκυρας - Γενικών Αρχείων του Κράτους (2002, σελ. 702) αρκεί, άλλωστε, για να την κατατάξει στην κορυφή των συντακτών-συγγραφέων των πιο αποκαλυπτικών και εμπεριστατωμένων επιστημονικών μελετών για όλο το διάστημα των τεσσάρων περίπου αιώνων που κράτησε η ενετική κυριαρχία στη γενέτειρά της.
Με αρχειακή έρευνα πολλών ετών μελέτησε, κυριολεκτικά σχεδόν «αποκωδικοποίησε» και έφερε στο φως της δημοσιότητας και στη διάθεση του μεγάλου λαϊκού κοινού με την πιο προσιτή γλώσσα, σύμφωνα με την επτανησιακή παράδοση, δυσερμήνευτα κείμενα για 24 αποστολές -αποκαλούμενες πρεσβείες- και τα αιτήματα Κερκυραίων προς τη Βενετία από το 1537 έως το 1717, εμπλουτίζοντας τα σχετικά υλικά με επιπρόσθετα στοιχεία για κρίσιμες κοινωνικές υποθέσεις.
Χωρίς να χάνει την επιστημοσύνη της, δεν έγραψε για τους «ειδικούς», τους «ειδήμονες», κάποιο «ειδικό κοινό» συναδέλφων της και άλλων «μυημένων» σε όλα αυτά, όπως συχνά συμβαίνει, αλλά για τους πολλούς.
Η Αλίκη Νικηφόρου, διευθύντρια τότε των Αρχείων Νομού Κέρκυρας, σημείωσε σε προλογικό της σημείωμα: «Στην ιστορικό Κυρία Έλλη Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου, ομότιμο Καθηγήτρια του Ιονίου Πανεπιστημίου, η έκδοση πρεσβειών του 16ου, του 17ου και του 18ου αι. βρήκε τον καταλληλότερο και εγκυρότερο εκφραστή της. Η Κυρία Γιωτοπούλου συνεχίζοντας την επτανησιακή παράδοση στην έκδοση αρχειακών πηγών, μας παραδίδει ένα έργο, το οποίο πολλά έχει να προσφέρει στους μελλοντικούς ερευνητές της επτανησιακής ιστορίας».
Η συγκεκριμένη ιστορικός, που διετέλεσε και πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του Ιονίου Πανεπιστημίου, σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους της ακόμη και των ημερών μας, είχε ένα σπάνιο χάρισμα: ενώ εξέταζε τη διοίκηση-εξουσία και τα πεπραγμένα της, «έσκυβε τη σκαπάνη της», αρκετές φορές μάλιστα ακόμη περισσότερο, στους διοικούμενους-εξουσιαζόμενους και στα δίκαιά τους, αναδεικνύοντας ξεκάθαρα τις επικρατούσες οικονομικές σχέσεις, τον χαρακτήρα της εξουσίας και την αντίστοιχη ταξική διαίρεση που καθόριζαν και τότε την κοινωνική εξέλιξη.
Έφτασε σε πάμπολλες ιστορικές πηγές κι έφερε στο φως, με πληθώρα νέων στοιχείων και περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ιστορικό ερευνητή, αν και η οικογενειακή της προέλευση την τοποθετούσε στην αστική τάξη, τις αγροτικές - λαϊκές ανταρσίες και εξεγέρσεις της φεουδαρχικής Κέρκυρας και της περιόδου της ανόδου της πρώιμης αστικής τάξης. Ευρύτερα, το ερευνητικό και συγγραφικό έργο της στους τομείς που ασχολήθηκε μένει αιώνιο και αξεπέραστο.
Τα πάθη και τα βάσανα των προγόνων μας, καθώς και η υποκρισία και τα ωφελιμιστικά κριτήρια σειράς επιλογών των κυρίαρχων τάξεων της Κέρκυρας, απερχόμενων και ανερχόμενων, καθώς και της ίδιας της βενετικής «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας», ως ενός από τα κράτη-προπομπούς της μετάβασης στη σύγχρονη εμποροκρατική και καπιταλιστική κοινωνία, φωτίστηκαν από την πένα της σπουδαίας ιστορικού όσο ποτέ. Είναι συγκλονιστικά τα σχετικά στοιχεία που εντόπισε και συμπεριέλαβε στις «Πρεσβείες», αλλά και στα «Κερκυραϊκά» της (1997, ιδιωτική έκδοση, σελ. 272), όπου περιλάμβανε μελέτες, άρθρα και ομιλίες της που είχαν δημοσιευθεί στο «Δελτίον» της Αναγνωστικής Εταιρίας Κέρκυρας και αυτοτελώς, καθώς και στον κερκυραϊκό Τύπο, κυρίως στην εφημερίδα «Κερκυραϊκό Βήμα», για θέματα της τοπικής Ιστορίας και επικαιρότητας.

Στον πρόλογο των «Πρεσβειών» ευχαριστούσε, μεταξύ άλλων, τον σύζυγό της, τον διεθνώς διακεκριμένο μουσικοσυνθέτη Γιώργο Σισιλιάνο (1920-2005), στο σπίτι του οποίου στο κέντρο της Αθήνας -ειρήσθω εν παρόδω- είχε βρει καταφύγιο και προστασία στα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944, όταν είχε τραυματιστεί σε μάχη, ο φίλος και συνάδελφός του Μίκης Θεοδωράκης.
Η ίδια προλόγισε και επιμελήθηκε επιστημονικά τον τόμο με τον τίτλο «Γιώργος Σισιλιάνος, Για τη Μουσική», που εκδόθηκε το 2011 από το Μουσείο Μπενάκη και το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής.
![]() | ![]() |
Ο κύκλος των πνευματικών και ερευνητικών αναζητήσεων και των συγγραφικών ενδιαφερόντων της κάλυψε εξάλλου ευρύτερα θέματα και αποτυπώθηκε επίσης στο βιβλίο της «Η ζωγραφική της ιταλικής Αναγέννησης από τις πηγές» (έκδοση Μουσείου Μπενάκη, 2020, σελ. 338).
Η βαθιά ανθρωπιστική της προσέγγιση εξάλλου εκφράστηκε με ενάργεια στον τίτλο και το περιεχόμενο του βιβλίου της «Αντώνιος ο Έπαρχος, Ένας Κερκυραίος ουμανιστής του ΙΣΤ' αιώνα» (Αθήνα 1978, ιδιωτική έκδοση, σελ. 360), μια εντυπωσιακή σε εύρος άγνωστων στοιχείων μονογραφία της για εκείνον, αναδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, την ιδεολογική του τοποθέτηση.
![]() | ![]() |
Επισημάνσεις του Γιάννη Πιέρη
Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε, θυμίζει μιλώντας για εκείνην ο επίτιμος πρόεδρος της Αναγνωστικής Εταιρίας Κέρκυρας (ίδρυση 1836), Γιάννης Πιέρης, τη συμβολή της ακόμη και στην επτανησιακή βιβλιογραφία.
Στο «Δελτίο» της ΑΕΚ υπάρχει πράγματι ειδική μελέτη της για τη συμπλήρωση της σχετικής βιβλιογραφίας με στοιχεία της δεκαετίας του 1970.
Επισημαίνει ο Γ. Πιέρης για την προσωπικότητά της, την πορεία της μετά τις σπουδές της στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ, το ήθος της και την προσφορά της, προσφεύγοντας σε αρχεία του: «Αρχικά, ασχολήθηκε με τη Μέση Εκπαίδευση, γεγονός που της έδωσε τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει πόσο επιτακτική ήταν η ανάγκη ανανέωσης του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Με τη σύσταση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, το 1965, εξελέγη μέλος του και έτσι μεταπήδησε από την εκπαιδευτική πράξη στο επιτελικό πεδίο δράσης ως μέλος του οργάνου που ανέλαβε την εφαρμογή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο υπήρξε από τους κύριους υπεύθυνους για τη διατύπωση του ανανεωτικού πνεύματος βάσει του οποίου έπρεπε να αναθεωρηθούν τα προγράμματα και η συγγραφή των εγχειριδίων και κυρίως εκείνων της Ιστορίας (...) Συνέγραψε βιβλίο με τίτλο "Η διδασκαλία της Ιστορίας στη Μέση Εκπαίδευση", που απηχούσε το νέο πνεύμα της μεταρρύθμισης».
Εξηγεί και τι συνέβη όταν ήλθε το 1967 η χούντα, ενώ εκείνη διατύπωνε προτάσεις για μια έκδοση με θέμα «Η διδασκαλία της Ιστορίας στην Ευρώπη», προσπαθώντας να την υιοθετήσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο: «Με το πραξικόπημα των συνταγματαρχών και την κατάργηση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, η συνεργασία της με το Συμβούλιο της Ευρώπης διακόπηκε αναγκαστικά (...) Η παράλληλη ενασχόλησή της με την επιστημονική έρευνα έγινε εντονότερη μετά την κατάργηση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας στηλίτευσε επανειλημμένα και δημόσια την κατάσταση που επικράτησε στην Εκπαίδευση μετά το πραξικόπημα (...) Από το 1979 το ενδιαφέρον της εστιάστηκε αποκλειστικά στην Ανώτατη Εκπαίδευση».
Προσθέτει ότι η συγγραφέας και παιδαγωγός είχε «την εξαιρετική τύχη και το σπάνιο προνόμιο να έχει πατέρα έναν άνθρωπο με πολυδιάστατη προσωπικότητα όπως αυτήν του Παναγιώτη Γιωτόπουλου», εξαίρει τη συνεισφορά της στην ιστορική έρευνα και καταγραφή ιδιαιτέρως της περιόδου της ενετικής κυριαρχίας στο νησί παράλληλα με πολλές άλλες εργασίες της για την κερκυραϊκή Ιστορία, θεωρεί «κυριολεκτικά δυσαναπλήρωτο το κενό της» και καταλήγει: «Τίμησε την πνευματική Ελλάδα και ιδιαίτερα την Κέρκυρα με το ήθος της. Ήθος επιστημονικό, που προκύπτει από την αταλάντευτη συνέπεια στις ιστορικές της αντιλήψεις, αλλά και ήθος πολιτικό, με γνώμονα πάντοτε τα δημοκρατικά της πιστεύω και την αξιοπρέπεια του πολίτη».
Σημείωνε η Έλλη Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου στο βιβλίο της για τη διδασκαλία της Ιστορίας στα σχολεία (1965, ιδιωτική έκδοση, σελ. 232, μέρος της μελέτης είχε εκδοθεί το 1964): «Μόνο με την άσκηση της ιστορικής σκέψης πετυχαίνει ο άνθρωπος την κατανόηση του παρελθόντος, που του δημιουργεί τη δυνατότητα να κατανοήσει και την ίδια του την εποχή. Γι' αυτό η όλη μορφή του ιστορικού μαθήματος πρέπει να εξυπηρετεί αυτόν τον αντικειμενικό σκοπό. Η ιστορική σκέψη (...) πετυχαίνει την ορθή αντιμετώπιση γεγονότων, καταστάσεων, προσωπικοτήτων, πασχίζοντας να τα δει με αντικειμενικά κριτήρια και στη βαθύτερή τους συνάρτηση κι' αλληλουχία».
Εξέδωσε επιπλέον το βιβλίο «Εκπαιδευτικά, Τα αυτονόητα και ανεπίτευκτα» (2007, Εκδόσεις Κέδρος, σελ. 352), με γενικότερες προοδευτικές σκέψεις για την Εκπαίδευση συνολικά, την πορεία των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων και το Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
Μνήμες του Περικλή Παγκράτη
Ο Περικλής Παγκράτης, πρόεδρος της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, στέκεται σε επιπλέον πλευρές της κοινωνικής δράσης της Έλλης Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου:
«Ήταν από τους ανθρώπους που ύψωσαν τη φωνή τους δυναμικά για την επανίδρυση της Ιόνιας Ακαδημίας (Ιονίου Πανεπιστημίου), που τόσο άδικα τη στερήθηκε η Επτάνησος. Με την ίδρυση του Ιονίου Πανεπιστημίου και τη λειτουργία αρχικά του Τμήματος Ιστορίας, στη γενέτειρά της Κέρκυρα, εκλέγεται Καθηγήτρια του Τμήματος και ταυτόχρονα μετέχει στη Διοικούσα Επιτροπή του Πανεπιστημίου, η οποία έχει τη βαρύτατη ευθύνη να εδραιώσει και σταδιακά να αναπτύξει το νεοσύστατο Πανεπιστήμιο. Στη Διοικούσα Επιτροπή θα παραμείνει εννέα χρόνια (1984-1993), εκ των οποίων τα τρία τελευταία ως Πρόεδρος. Πίστευε ότι η Κέρκυρα, όπου θα λειτουργούσαν τα πρώτα Τμήματα το Ιονίου Πανεπιστημίου, ήταν ίσως η μοναδική περίπτωση στον τόπο μας που εξασφάλιζε σημαντικότατες προϋποθέσεις για τη δημιουργία πανεπιστημιακής παράδοσης: Ως χώρος, διατηρούσε τον ιστορικό χαρακτήρα του και στο τοπίο αποτυπωνόταν η μακραίωνη ιστορική πορεία. Ο κτιριακός χώρος του Παλαιού Φρουρίου έδινε ένα μεγάλο πλεονέκτημα στέγης, αλλά και πνευματικής ατμόσφαιρας, αφού εκεί είχε στεγαστεί αρχικά και η Ιόνια Ακαδημία. Τα ανεκτίμητα Αρχεία ανέμεναν επιστημονική διερεύνηση. Η μουσική παράδοση, με διασπορά της μουσικής Παιδείας, μέσω των Φιλαρμονικών, σε όλο το νησί και ακόμη ο διεθνής ρόλος που το νησί ήδη διαδραμάτιζε, ήταν στοιχεία μοναδικά ή σπάνια. Συνέβαλε καθοριστικά, αρχικά στην επιλογή των υπό ίδρυση Τμημάτων. Η ύπαρξη των Ιστορικών Αρχείων αποτελούσε, κατά την άποψή της, βασικότατο παράγοντα για την ίδρυση του Τμήματος Ιστορίας και του Τμήματος Αρχειονομίας, με έμφαση και στις ευρωπαϊκές σπουδές. Τον ίδιο ευρωπαϊκό προσανατολισμό θα αποκτούσε και το Τμήμα Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας, με σημαντικό μάλιστα αριθμό ευρωπαίων διδασκόντων που εγκλιματίζονταν εύκολα στην Κέρκυρα. Τέλος, η μακραίωνη μουσική παράδοση του τόπου έπαιζε αποφασιστικό ρόλο για την ίδρυση του Τμήματος Μουσικών Σπουδών».
Η συνέχεια ήταν η εξής: «Ιδρύθηκαν αρχικά τα Τμήματα Ιστορίας και Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας και κατά τη διάρκεια της Προεδρίας της Έλλης Γιωτοπούλου- Σισιλιάνου, τα Τμήματα Μουσικών Σπουδών και Αρχειονομίας.
Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα: η έλλειψη των απαιτούμενων πόρων, η στενότητα στέγης, η δυσκολία -οικονομικά- εξασφάλισης του απαιτούμενου διδακτικού προσωπικού, καθιστούσαν το έργο της δύσκολο. Εδραίωσε το Ιόνιο Πανεπιστήμιο και το προετοίμασε καθοριστικά για το επόμενο βήμα της ανάπτυξής του. Θα θυμάμαι πάντα την ευγνωμοσύνη, που ως επτανήσιος ένιωσα, όταν συνάντησα στον δρόμο τέσσερις από τους πρώτους καθηγητές του Τμήματος Ιστορίας, που επέστρεφαν από το μάθημά τους στο κτίριο της Ιωάννου Θεοτόκη: Βασίλειος Σπυριδωνάκης, Αύγουστος Σορδίνας, Σταύρος Περεντίδης, Έλλη Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου. Αργότερα ευτυχήσαμε να συνεργαστούμε στα επιστημονικά συνέδρια για τον Ανδρέα Κάλβο (1992) και για τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη (1993). Μας μένει αξέχαστη».
Η πανεπιστημιακός και ιστορικός δεν είχε διστάσει σε κάποια φάση να παραιτηθεί από τη διοίκηση του Ιονίου Πανεπιστημίου σε ένδειξη διαμαρτυρίας, ως γνωστόν, όταν προωθούνταν λύσεις αντίθετες με τη φιλοσοφία της, σχετικά με τον τόπο εγκατάστασης, τη μορφή της λειτουργίας του και συναφή ζητήματα οργανικής διασύνδεσής του, όπως επιδίωκε, με την κοινωνία της πόλης. «Δεν θα ήθελα να θεωρηθώ συνυπεύθυνη για λύσεις που δεν με εκφράζουν», είχε ανακοινώσει. Ήταν μία «διαφωνία αρχών».
![]() | ![]() |
Τι σημειώνει ο δήμαρχος Στέφανος Πουλημένος
«Η προσφορά της, ιδιαίτερα στην καταγραφή και την ερμηνεία της Ιστορίας του τόπου, είναι όντως ανεκτίμητη», σημειώνει με τη σειρά του ο δήμαρχος Κεντρικής Κέρκυρας, Στέφανος Πουλημένος.
Επισημαίνει μελέτες - ομιλίες - ανακοινώσεις της, όπως «Η επίδραση των αρχών της Γαλλικής Επανάστασης στα Επτάνησα», «Το πρόβλημα της ασφάλειας των κατοίκων του κερκυραϊκού "μπόργκου" και η πρεσβεία του 1552» (ανάτυπο της Αναγνωστικής, 1976, σελ. 54), «Η πνευματική κατάσταση στην Κέρκυρα στα τέλη του ΙΕ' αιώνα», «Τα Κερκυραϊκά Βάγια και το ιστορικό τους», «Οφειλή στην Κέρκυρα το πανεπιστήμιό της».
Πιστεύει πως «είναι αδύνατο να κατανοήσει κανείς την βενετική περίοδο της Κέρκυρας, αν δεν προστρέξει στα δικά της έργα».
Ξεχωριστό έργο της αποτέλεσε εξάλλου και το βιβλίο «Ο αντίκτυπος του Δ' Βενετοτουρκικού πολέμου στην Κέρκυρα» (ιδιωτική έκδοση του 1982, σελ. 264), με παρουσίαση ανέκδοτων πηγών.
![]() | ![]() |
Η «ολιγαρχική δημοκρατία»
Με μερικά συμπεράσματα της ίδιας –εν μέρει ασύμβατα ίσως με επαμφοτερίζουσες θέσεις νεότερων ιστορικών– για την περίοδο των τεσσάρων αιώνων κυριαρχίας της Βενετίας στην Κέρκυρα, όπως είναι διατυπωμένα και στο βιβλίο της του 2023 «Η Βενετοκρατία στα Επτάνησα - Η περίπτωση της Κέρκυρας», επιλέξαμε να κλείσουμε αυτές τις γραμμές.
Μελέτησε άλλωστε στο έπακρο τις δομές διοίκησης και αντιπροσωπευτικότητας των θεσμών και δεν έμεινε στη δημοκρατική επίφαση, όπως αυτή εκδηλωνόταν μέσω του αρχικά αυστηρά «αρχοντικού» και αργότερα διευρυνόμενου με εκπροσώπους της ανερχόμενης αστικής τάξης ή και άλλων κοινωνικών στρωμάτων Γενικού Συμβουλίου διοίκησης, αλλά και μέσω συμπληρωματικών μορφών «κοινοτικής διοίκησης» στο νησί, φυσικά υπό την αυστηρή «εποπτεία» και καθοδήγηση του βενετικού κράτους.
Και συμπέρανε (πιο πάνω εικόνα της και με την αδελφή της):

Η βενετική κυριαρχία στάθμιζε με την ψυχρή λογική της πολιτικής της τον τρόπο που έπρεπε να ιεραρχήσει τις ενέργειές της για τη σταθεροποίηση της κατοχής και την αξιοποίηση μιας θέσης άκρως πολύτιμης για τον χαρακτήρα της κρατικής της υπόστασης. Το απόρθητο των κερκυραϊκών οχυρών και η εκμετάλλευση των υλικών δυνατοτήτων του νησιού επιδιώχθηκαν με ακραία μέσα και με πολύ άμεσες συνέπειες για τον πληθυσμό.
Το πρώτο σκέλος των βενετικών αυτών επιδιώξεων, με πρώτο στόχο τον εκσυγχρονισμό του φρουρίου (...) εξυπηρετήθηκε με απαρέγκλιτο σχεδιασμό και ανεξάρτητα από τις καταλυτικές δοκιμασίες του λαού, με αμεσότερες την κατεδάφιση χιλιάδων σπιτιών και την εξουθενωτική εργασία των χωρικών, κυρίως, αλλά και του λαού της πόλης στις οχυρωματικές εργασίες. Με ανάλογο πνεύμα αντιμετωπίστηκε η οικονομική εκμετάλλευση του νησιού, που την προσδιόρισε ο αυστηρός έλεγχος του εμπορίου, αλλά και της παραγωγής -τουλάχιστον από μια ορισμένη εποχή και ύστερα-, τακτική που η Βενετία εφάρμοζε γενικότερα από νωρίς και που προοιώνιζε τον μερκαντιλισμό πριν εξελιχθεί σε οικονομικό σύστημα στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα (...)
Ο λαός δεν συμπαθούσε τους Βενετούς. Η οικονομική πολιτική της Βενετίας, η συμμετοχή των Κερκυραίων σε όλους σχεδόν τους βενετικούς πολέμους εντός και εκτός της Ιταλίας, οι τραγικές απώλειες κατά τις απόπειρες κατάληψης του νησιού από τους Τούρκους (...), η εξουθενωτική εργασία στα οχυρωματικά έργα, η τυραννία που δοκίμαζε ο πληθυσμός από τη ληστρική συμπεριφορά των αντρών του στόλου, η υποχρεωτική υπηρεσία των Κερκυραίων στις γαλέρες, συχνά υπό απαράδεκτες συνθήκες, η οικονομική εκμετάλλευση των χωρικών από τους βαρόνους και τον καθολικό κλήρο αλλά, κυρίως, η συχνά απαράδεκτη συμπεριφορά μελών της τοπικής βενετικής διοίκησης ήταν φυσικό να κρατούν τον πληθυσμό, και κυρίως τις αδύναμες κοινωνικά και οικονομικά ομάδες, σε συνεχή δυσφορία (...)
Η ανταλλαγή φιλοφρονήσεων και η έκφραση αμοιβαίας αγάπης και πίστης των υπηκόων προς το κράτος γινόταν μεταξύ της επίσημης Αρχής και μιας κοινωνικής μειονότητας, των προνομιούχων πολιτών. Πάντως η μειονότητα αυτή, αν και ως ένα σημείο είχε υποστεί κάποιες από τις δοκιμασίες, ουσιαστικά είχε εξαρτήσει την κοινωνική της υπόσταση από τη βενετική κυριαρχία (...)
Ο τρόπος που λειτουργούσε ο θεσμός των πρεσβειών, οι δυνατότητες που παρέχονταν στους εκπροσώπους της Κοινότητας να αναπτύξουν τις απόψεις τους στο επισημότερο όργανο της βενετικής διοίκησης, στη Σύγκλητο, δείχνει ότι το κράτος αυτό ήταν πράγματι μια δημοκρατική ολιγαρχία.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΑΡΟΥΝΙΑΤΗΣ












