Γέννημα-θρέμμα της Λευκίμμης, ο Θανάσης Βλάσσης (Τζαραντώνιος), ηγετικό στέλεχος και εμβληματική μορφή της ηρωικής δράσης του Κάπα Κάπα Έψιλον στην Κέρκυρα για τα δίκαια του λαού, υποδειγματικός άνθρωπος με αδάμαστη, μπολσεβίκικη επαναστατική θέληση και πίστη, γεννήθηκε στο Ποτάμι της Λευκίμμης το 1909.
Ασπάστηκε από νωρίς τις ελπιδοφόρες ιδέες της ρωσικής Οκτωβριανής Επανάστασης, εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και ξεχώρισε στην περιοχή για την ανθρωπιά του, την τιμιότητά του και την αφοβιά του. Το όνομά του έγινε σύμβολο της κοινωνικής επανάστασης και των πανανθρώπινων ιδανικών του σοσιαλισμού - κομμουνισμού στην περιοχή της Λευκίμμης.
Αναδείχθηκε Γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης Λευκίμμης, μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής και μέλος του Γραφείου Πόλης Κέρκυρας του ΚΚΕ την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης, στην οποία είχε πρωταγωνιστική δράση.
Δούλεψε αγρότης σε αμπέλια και χωράφια της οικογένειάς του. Ανέπτυξε δυναμική δράση για τα συμφέροντα των Κερκυραίων αγροτών, αντιδρώντας στην καταλήστευσή τους από εμπορικά συμφέροντα. Με την ψήφο και οπαδών άλλων κομμάτων, μεταπολεμικά εκλέχτηκε πρόεδρος της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Κέρκυρας.
Ήταν ο υπεύθυνος έκδοσης της χειρόγραφης εφημερίδας «Κόκκινη Λευκίμμη» στη διάρκεια της Κατοχής. Επίσης, συμμετείχε στη συντακτική επιτροπή έκδοσης της τοπικής εφημερίδας του ΕΑΜ «Σπίθα», που αργότερα μετονομάστηκε «Λαοκρατία».
Με τους συμμαθητές του (δεύτερος από αριστερά όρθιος) και τον καθηγητή
Δημ. Πανδή (στο κέντρο) στην Πάνω Πλατεία της πόλης τις 10 Ιουνίου 1938.
Πήγε με καθυστέρηση στο σχολείο και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στην Κέρκυρα, με την προοπτική να σπουδάσει στη Νομική Σχολή της Αθήνας, σε ηλικία τριάντα ετών.
Το 1949 ο Θανάσης (Νάσος) Βλάσσης δικάστηκε από Έκτακτο Στρατοδικείο με σαθρές κατηγορίες για τη δράση του στο ΚΚΕ και εκτελέστηκε από το μετεμφυλιακό καθεστώς στην τοποθεσία Αυγό των Ιωαννίνων στις 9 Φεβρουαρίου 1949.
Ο συγχωριανός του και συνομήλικός του κομμουνιστής Προκόπης Κάντας αφηγήθηκε το 2006: «Ο Νάσος ήτανε ένας εξαιρετικός κομμουνιστής, ο καλύτερος. Πάνω απ’ όλα ήτανε Άνθρωπος. Γιατί για να είσαι καλός κομμουνιστής πρέπει πάνω απ' όλα να είσαι Άνθρωπος».
Ο Θανάσης Βλάσσης είχε ήδη αντιμετωπίσει ποικίλες διώξεις την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά και ζούσε σε συνθήκες παρανομίας σχεδόν, όταν κατακτήθηκε η Κέρκυρα. Ανυπότακτο πνεύμα και φλογερός πατριώτης και συνάμα διεθνιστής, πέρασε απ' τους πρώτους στην Αντίσταση μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Ιταλούς, πριν ακόμη συσταθεί οργάνωση του ΕΑΜ, στη δημιουργία της οποίας ήταν ο πρωτεργάτης. «Εγώ, ο Νάσος ο Βλάσσης, ο Θρασύβουλος Βλάσσης και ο Οδυσσέας Κοτινάς κάναμε μία μικρή ομάδα αντιστασιακή, που περνούσε απέναντι αξιωματικούς του στρατού μας και άλλους καταδιωκόμενους από τους Ιταλούς. Μετά μάθαμε για το ΕΑΜ», αφηγήθηκε ο συναγωνιστής του Στέφανος Γαστεράτος.
Για τη φάση εκείνη του αγώνα και την ίδρυση του ένδοξου ΕΑΜ Λευκίμμης σώθηκε κείμενο του ίδιου του Θανάση Βλάσση, στο οποίο σε εισήγησή του σε κομματική συνδιάσκεψη στη Λευκίμμη αναφέρεται επίσης σε άλλους συντρόφους του, στη δολοφονία του ναυτεργάτη κομμουνιστή της Λευκίμμης Οδ. Κοτινά (Γκέκου), στη βοήθεια που πρόσφεραν στους πρώην Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές που είχαν μεταφερθεί και παρέμεναν φυλακισμένοι στο νησί Λαζαρέτο έξω από την πόλη της Κέρκυρας, καθώς και στη δράση συντρόφων του στο χωριό Ριγγλάδες στην περιοχή του:
«Όλοι σας ξέρετε ότι τα τσακάλια της Ρώμης δεν ικανοποιήθηκαν από τη δολοφονία του σύντροφου Γκέκου. Γι' αυτό, αφού προσπαθήσανε και δημιουργήσανε ολόκληρο χαφιέδικο σύστημα από παπάδες, δημάρχους και συμβούλους, αλητόπαιδα, εκπορνευμένες γυναίκες και κοπέλες, συνεχίσανε την τρομοκρατία πάνω μας τέσσερις ολόκληρους μήνες. Σ' αυτό το χρονικό διάστημα, όσοι είσαστε παράνομοι, γνωρίσατε πολύ καλά τις κρούσεις, τα κυνηγητά και την απαίσια ζωή που περνούσαμε. Μα όμως είναι αλήθεια πως δικαιωθήκαμε και η δικαίωσή μας είναι που ο καθένας βρίσκεται στο πόστο του και εργάζεται. Κι' αυτό για όλους μας αποτελεί τη μεγαλύτερη τιμή. Μπολσεβίκικα ευχαριστήρια στέλνω από μέρους της οργάνωσης στους 25 συντρόφους που βρίσκονται στην παρανομία και που η μαύρη φασιστική τρομοκρατία τούς χαλύβδωσε το χαρακτήρα, τους έκανε πιο μπολσεβίκους, όπως και όλους τους άλλους συντρόφους που εργάστηκαν άοκνα και άφοβα για την τροφοδότηση των σ. φυλακισμένων, για την εξυπηρέτηση των παρανόμων και για την πραγματοποίηση της κομματικής δουλειάς. Όταν η μανία του κατακτητή έφτασε στο κατακόρυφό της με τη δολοφονία του σ. αποφασίσαμε να νεκρώσουμε την οργάνωση για λίγες μέρες για να μην πάθουμε άλλες ζημιές. Σ' αυτό το πολύ μικρό διάστημα, πιστέψετε με, δεν μπορούσα να ησυχάσω, γιατί έβλεπα πως όλοι μας και πρώτος εγώ βρισκόμαστε μακριά από το καθήκον, από τις υποχρεώσεις μας…».
Ειδικά για τη δημιουργία του ΕΑΜ στην περιοχή είχε σημειώσει: «Σκεφτόμουνα, όπως πάντα έλεγα στο σ. Κύπριο με τον οποίο κατά το διάστημα της τρομοκρατίας ζούσαμε μαζί, τη δημιουργία του ΕΑΜ, μα που να αποταθώ; Σκέφτηκα τότε να δημιουργήσω ΕΑΜ εκ των κάτω. Βρίσκω έναν αστό (...) Συζητήσαμε αρκετά. Βρίσκοντας διάφορες αδικαιολόγητες αιτίες δεν θέλησε. Τον καλώ για δεύτερη φορά και επειδή συνεχίζεται η τρομοκρατία και ο χαφιεδισμός τού ανέπτυξα κατά μάκρος και πλάτος τους κιντύνους που όλοι μας διατρέχουμε και ότι μας επιβάλετο να ενωθούμε σε μια αντικατασκοπία που ν' αποτελεστεί από δικούς μας και δικούς του. Για να προφυλαχτούμε κατά το δυνατό και με την προοπτική η Εθνική Απελευθερωτική Αντικατασκοπία Λευκίμμης (ΕΑΑΛ) να χρησιμέψει σε πιο ήσυχες μέρες σαν πυρήνας για τη δημιουργία του ΕΑΜ. Η αντικατασκοπία δεν έφερε ικανοποιητικά αποτελέσματα, αλλά μας έδωσε ενίσχυση σε είδος από εκείνο που μάζεψε και το υπόλοιπο το διέθεσε και το διαθέτει για τους συμπολίτες μας πούνε στη φυλακή. Ακόμα στέλνει τσιγάρα και διάφορα φρούτα στους δικούς μας πούνε στο Λαζαρέτο (...)
Προσπαθούσα να βρω οργάνωση αστική με την οποία να συνεργαστούμε (...) Μείναμε σύμφωνοι στις πρώτες συζητήσεις και αποφασίσαμε σε μια δεύτερη και τελική σύσκεψη που θα βρισκόντανε και ο εδώ αρχηγός τους να θέσουμε τις βάσεις της συνεργασίας μας. Στο μεταξύ ο χαφιεδισμός, που είχε σαν αποτέλεσμα το κυνηγητό μου και του σ. Κύπριου, ανάβαλε για είκοσι μέρες τη σύσκεψη. Το διάστημα αυτό ήμουν σε επικοινωνία με το γραμματέα και τον υπαρχηγό των αστών και είχα μια συνάντηση μαζί του. Τα ευχάριστα διεθνή γεγονότα, δηλαδή η επιτυχημένη απόβαση των συμμάχων και η προέλαση του ακατάβλητου Κόκκινου Στρατού, είχανε σαν αποτέλεσμα να χαλαρώσουν τις ενέργειες των χαφιέδων και του κατακτητή. Επωφελούμενος της ευκαιρίας κατεβαίνω στο πεζοδρόμιο. Αμέσως καταπιάνομαι με το ΕΑΜ και στις 30 Απρίλη 1943 σε μια σύσκεψη που πήρα με τους αστούς, ήτανε και ο αρχηγός τους, θέσαμε τις βάσεις της συνεργασίας, έτσι όπως το Κόμμα μας προβλέπει. Η συνεργασία μας είναι εκ των άνω, υπογράψαμε πρωτόκολλο. Συστήσαμε τη Κ.Ε., στην οποία μετέχει και ο γραμματέας του ΕΑΜ Ριγγλάδων, που είχε ιδρυθεί από πολύ καιρό από δικούς μας και δημοκρατικούς».
Χειρόγραφη «Κόκκινη Λευκίμμη»
Η απελευθέρωση από τους Γερμανούς και η υπαγωγή της Κέρκυρας στην ευθύνη διοίκησης του ΕΔΕΣ, βάσει της συμφωνίας της Καζέρτας, σήμανε κύμα διώξεων εις βάρος του. Ήταν από τους πρωταγωνιστές της οργάνωσης ιστορικής και ανεπανάληπτης πορείας σαράντα περίπου χιλιομέτρων των αντρών, των γυναικών και νέων της Λευκίμμης στην πόλη της Κέρκυρας τον Νοέμβριο του 1944 για τη συγκέντρωση του ΕΑΜ του νησιού, η οποία πραγματοποιήθηκε στην πλατεία Σαρόκου με άντρες του ΕΔΕΣ να την «επιτηρούν» από παράθυρα και μπαλκόνια σπιτιών με προτεταμένα οπλοπολυβόλα. Έξω από το σπίτι του στη Λευκίμμη δύναμη του ΕΔΕΣ και της Χωροφυλακής είχε στήσει πολυβόλο, σύμφωνα με μαρτυρία του Κώστα Σαμοΐλη. Διέφυγε τη σύλληψη και πέρασε στην παρανομία, σε σύνδεση πάντα με τον ημιπαράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ στην περιοχή και στο νησί, καθώς βρισκόταν σε εξέλιξη πογκρόμ ανελέητων διώξεων εις βάρος των Κερκυραίων κομμουνιστών και άλλων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης.
Συνελήφθη αργότερα και φυλακίστηκε στις φυλακές της Κέρκυρας μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1947, επειδή είχε συνυπογράψει διαμαρτυρία-υπόμνημα στον ΟΗΕ για τις βαρβαρότητες του μετεμφυλιακού καθεστώτος στην Κέρκυρα εις βάρος των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και των πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές του νησιού. Η επόμενη σύλληψή του έμελλε να είναι η τελευταία, καθώς κατέληξε στην αποτρόπαιη εκτέλεσή του.
Προηγήθηκε στα μέσα Οκτωβρίου του 1947 η ηρωική απόφαση 16 νεαρών κομμουνιστών της Λευκίμμης, σε αντίθεση με την επίσημη θέση της Οργάνωσής τους, να φύγουν μέσω της Αλβανίας με προορισμό τα βουνά της Ηπείρου, ώστε να πάρουν γρήγορα μέρος στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ), ανταποκρινόμενοι στην πρόσφατη τότε έκκληση της 3ης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ «Όλοι στ' άρματα - Όλα για τη νίκη». Ο Νάσος Βλάσσης ως επικεφαλής του Κόμματος στη Λευκίμμη, καθώς και άλλα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ στην περιοχή στοχοποιήθηκαν αμέσως.
Η κερκυραϊκή εφημερίδα «Εμπρός» κυκλοφόρησε με υπέρτιτλο «Να εξουδετερωθεί ο συνωμοτισμός των μετόπισθεν», υποστηρίζοντας στο κύριο άρθρο της ότι χρειαζόταν «κεραυνοβόλος δράσις ώστε τα μετόπισθεν να εκκαθαρισθούν από τα συνωμοτικώς δρώντα συγκροτήματα αόπλων εθνοδολοφόνων (...) της προδιδούσης τα ιερά και τα όσια της Ελλάδος αιμοσταγούς μειοψηφίας», οι οποίοι ως «σλαυόψυχοι επιτελείς του Κ.Κ. (...) στρατολογούν και φυγαδεύουν αφελείς νεανίσκους». Οι 16 κομμουνιστές της Λευκίμμης ήταν κατά την αγαπημένη εφημερίδα των δοσιλόγων της Κέρκυρας «φυγαδευθέντες (...) προπομποί άλλων» και απόδειξη ότι ο Ν. Βλάσσης και άλλοι «αιμοδιψείς προδότες επικοινωνούν με τους εχθρούς του έθνους» στα βουνά της Ηπείρου.
Ο Γιάννης Κουλούρης (Κάμπουλας) αφηγήθηκε αργότερα ότι ο Θανάσης Βλάσσης είχε βρει κάποιους απ' τους «16» και τους είχε πει: «Παιδιά μη φύγετε, εμείς εδώ θα πολεμήσουμε». Επίσης, σύμφωνα με μαρτυρία του Βασίλη Ν. Βλάσση, τους είχε διαμηνύσει ότι κινδύνευαν και με διαγραφή από το Κόμμα τους, αφού σε τοπικό επίπεδο δεν είχε ακόμα ληφθεί απόφαση μετάβασης στα βουνά της Ηπείρου για ενίσχυση του Δημοκρατικού Στρατού.
Η σύλληψη, με πρόσχημα το γεγονός των «16», δεν άργησε. Πριν ακόμη τελειώσει ο Οκτώβριος του 1947 ο Θανάσης Βλάσσης συνελήφθη μαζί με τον σύντροφό του της Οργάνωσης Λευκίμμης του ΚΚΕ Θρασύβουλο Βλάσση κι άλλους πέντε αγωνιστές της Αντίστασης, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο καταδιωκόμενος Ηπειρώτης κομμουνιστής γεωπόνος και στέλεχος του ΕΛΑΣ Λευκίμμης Χριστόφορος Κουκούστας (Βουνιώτης), που υπέφερε από φυματίωση με αδενοπάθεια. Στο άψε-σβήσε βρέθηκε κατηγορούμενος για «εσχάτη προδοσία», όπως και οι άλλοι αγωνιστές, ως ηθικός αυτουργός της απόφασης των «16» να στρατευτούν στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας στην Ήπειρο.
«Μεγάλα ποντίκια αλώνιζαν το κελί. Περνούσαν πάνω από το πρόσωπό μας. Αν είχες λίγο ψωμί, πού να το κρύψεις; Το μοιραζόσουνα μ' αυτά...», έγραψε μεταξύ άλλων μετά, για τις συνθήκες εκείνης της σύλληψης και της φυλάκισης του Θ. Βλάσση και των συντρόφων και συναγωνιστών του σε κελί σε κρατητήριο της Χωροφυλακής στην πόλη της Κέρκυρας, ο πρώην επικεφαλής του ΕΑΜ Λευκίμμης δικηγόρος Στέφ. Γκούσης, που επίσης είχε συλληφθεί μαζί τους και στη συνέχεια αποφυλακίστηκε. «Και το χειρότερο απ' όλα ήταν», ανέφερε σε άλλο σημείο, «ότι μεταξύ μας ήταν ο Βουνιώτης, που έκανε συνεχώς αιμοπτύσεις. Εγώ ήμουν σε απόγνωση και είχα το κεφάλι μου συνεχώς στο φεγγίτη για να αναπνέω λίγο καθαρό αέρα. Τότε μάλιστα ο Νάσος ο Βλάσσης, που με έβλεπε να μένω συνεχώς στο φεγγίτη, γέλασε και μου είπε: "Τι κάνεις αυτού, φοβάσαι για την υγεία σου;" και συγχρόνως έτρωγε με αδιαφορία από το ίδιο πιάτο με το φυματικό Βουνιώτη».
Οι διωκτικές αρχές της Κέρκυρας εξέδωσαν τον Φεβρουάριο του 1948 απόφαση παράτασης της κράτησης και παραπομπή της υπόθεσης σε Έκτακτο Στρατοδικείο στα Ιωάννινα, επικαλούμενες τον αποκρουστικό Αναγκαστικό Νόμο 509/1947 και το γεγονός ότι με κυβερνητικές αποφάσεις το ΚΚΕ είχε τεθεί εκτός νόμου. Υποτίθεται ότι ο εκ των πρωταγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης στην Κέρκυρα Θ. Βλάσσης, όπως και οι άλλοι συγκατηγορούμενοί του, είχε απειλήσει και προστάξει τους «16» να φύγουν για τα βουνά της Ηπείρου, ώστε να ενισχύσει δίκτυο «κατασκοπείας» και με τελικό σκοπό την απόσπαση και παράδοση σε «εχθρούς» μέρους της ελληνικής Επικράτειας!
Με γραπτό υπόμνημα απέκρουσε, όπως και οι άλλοι συγκατηγορούμενοί του, ως συκοφαντικές και φανταστικές τις γελοίες κατηγορίες. Επανέλαβε στους διώκτες του την άρνησή του να αποκηρύξει την κομμουνιστική ιδεολογία του.
Το στερνό γράμμα
Στα τέλη Ιανουαρίου του 1949 μεταφέρθηκε μαζί με άλλους πέντε αγωνιστές από τις φυλακές της Κέρκυρας στις φυλακές «ΦΙΞ» στα Ιωάννινα. Η δίκη είχε προσδιοριστεί σε Έκτακτο Στρατοδικείο της VIII Μεραρχίας την 1η Φεβρουαρίου 1949. Κατηγορούμενοι, μαζί με τον Θανάση Βλάσση, ήταν ο Θρασύβουλος Βλάσσης, ο Χριστόφορος Κουκούστας και άλλοι τρεις Λευκιμμιώτες αγωνιστές.
«Ο Βλάσσης Αθανάσιος είχε προφυλακισθεί και άλλοτε, είχε δε απολυθεί από τας φυλακάς και μετά διωρίσθη στην Ένωση (...) Οι κατηγορούμενοι (...) έκαναν ορισμένες κινήσεις, πήγαιναν παρέες-παρέες. Ασφαλώς και παρώθησαν τους νέους για να φύγουν. Συγκεκριμένον πάντως για τους κατηγορούμενους δεν έχω γιατί είναι από άλλα χωριά. Για τον Βλάσση Αθ. διεδόθη ότι εκείνες τις ημέρες έκανε επιθεωρήσεις στους συνεταιρισμούς (...). Γραμματέας του Κ.Κ. ανέλαβε ο Αθαν. Βλάσσης (...). Αυτοί που έφυγαν για τις συμμορίες ήταν μαχητικά στελέχη του Κ.Κ. Κέρκυρας. Οι Αθ. Βλάσσης και Κουκούστας κατηγορήθηκαν ότι είχαν δημοσιεύσει σε εφημερίδα της Κέρκυρας υπόμνημα προς τον ΟΗΕ και διεμαρτύροντο για την καταπίεση του Κράτους κατά του Λαού», κατέθεσε για τον Ν. Βλάσση, μεταξύ άλλων, ο πρώτος μάρτυρας κατηγορίας.
«Η αλήθεια είναι ότι οι κατηγορούμενοι εγνώριζον ότι θα έφευγαν αυτοί που έφυγαν με τις συμμορίες, αλλ' όχι ότι τους υποβοήθησαν ή παρακίνησαν να φύγουν. Ο Αθαν. Βλάσσης ήταν η κινητήριος δύναμις του Κ.Κ. κατά την Κατοχήν, αλλά εξακολούθησε και μετά την απελευθέρωσιν να δρα υπέρ του κομμουνισμού (...) Άκουσα ότι ο Αθ. Βλάσσης έκανε έρανο υπέρ των ακριτών», υποστήριξε άλλος. «Ο Βλάσσης Αθανάσιος πιθανόν να ενέχεται εις την στρατολογίαν. Πληροφορήθην ότι ο Αθ. Βλάσσης ήλθεν εις Λευκίμμην και συγκέντρωσε τους κομμουνιστάς.
Ή μπορεί οι φυγάδες να έφυγαν και μόνοι των», κατέθεσε επόμενος. «Ο Αθ. Βλάσσης εκείνες τις ημέρες είχε έλθει στην Λευκίμμη γιατί είχαμε εκλογή συνεταιρισμών», ισχυρίστηκε άλλος. «Γνωρίζω ως εκ της ιδιότητός μου ότι οι Αθ. Βλάσσης και Κουκούστας ήσαν στην Κέρκυρα τα ηγετικά στελέχη του Κ.Κ. Κατά τον χρόνον διαφυγής των φυγάδων αυτοί ήσαν οι ιθύνοντες. Εάν τώρα συνέδραμον εις την φυγάδευσιν των φυγάδων δεν ξέρω. Πάντως τις ημέρες εκείνες οι ανωτέρω ήλθαν εις Λευκίμμην. Ο Αθ. Βλάσσης ήταν πολιτικός υπεύθυνος του Κ.Κ. (...) Οι Αθ. Βλάσσης και Κουκούστας κατηγορήθησαν ότι έδωκαν υπόμνημα εις κομμουνιστικήν εφημερίδαν της Κέρκυρας, όπερ εδημοσιεύθη, δι' ου διευθύνοντο εις τον ΟΗΕ διαμαρτυρόμενοι για την καταπίεσιν της κυβερνήσεως κατά του λαού. Δια την ως άνω πράξιν των εδιώχθησαν και προεφυλακίσθησαν», κατέθεσε ο τελευταίος μάρτυρας κατηγορίας, αστυνομικός.
Ο Θανάσης Βλάσσης, απολογούμενος, στηλίτευσε την απαίτηση των δικαστών να τοποθετηθεί για την τρέχουσα δράση του ΚΚΕ, ωσάν να μην ήταν έγκλειστος και σε απομόνωση επί δεκαέξι ολόκληρους μήνες. Αρνήθηκε κάθε δήλωση που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως αποκήρυξη του Κάπα Κάπα Έψιλον και των αγώνων του λαού για την κοινωνική δικαιοσύνη.
«Στις 27 Σεπτεμβρίου 1947 βγήκα από τις φυλακές της Κέρκυρας. Στις 28 του μήνα πήγα στα γραφεία της Ενώσεως Γεωργικών Συνεταιρισμών Κέρκυρας (...) Επήγα στη Λευκίμμη για να δω το σπίτι μου και να εργασθώ για τις αναπληρωματικές και γενικές εκλογές των συνεταιρισμών (...) Αν γνώριζα ότι θα έφευγαν παιδιά από τη Λευκίμμη, δεν θα πήγαινα στη Λευκίμμη γιατί γνώριζα ότι θα ενοχοποιούσαν εμένα. Δεν είναι αλήθεια ότι τρεις ημέρες πριν από την φυγή των φυγάδων ήμουν στη Λευκίμμη», δήλωσε. Στις επίμονες προκλήσεις των στρατιωτικών δικαστών να αποκηρύξει τον ένοπλο αγώνα αρνήθηκε να απαντήσει: «Είμαι από καιρό στις φυλακές και δεν ξέρω».
Στοχοποιώντας επιλεκτικά τους Θαν. Βλάσση, Θρασ. Βλάσση και Χριστ. Κουκούστα, με προφανή σκοπό να πλήξει τα πιο μαχητικά στελέχη του ΚΚΕ, ο βασιλικός επίτροπος τους απέδωσε στην αγόρευσή του ενοχή για «κατασκοπεία», με το σκεπτικό ότι ο Χ. Κουκούστας «εδήλωσεν ότι είναι κομμουνιστής, το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν επιδιώκει το ξεπούλημα της Ελλάδος, αλλά την εδαφικήν της ακεραιότητα και ανεξαρτησίαν, δεν επιδιώκει την απόσπασιν της Μακεδονίας ούτε σπιθαμήν γης ελληνικής, οι δε λοιποί Αθανάσιος Βλάσσης και Θρασύβουλος Βλάσσης, ταχθέντες υπέρ των απόψεων του πρώτου υπεστήριξαν αυτάς αρνηθέντες να τας αποκηρύξωσι, της πράξεώς των ταύτης γενομένης εν δημοσίω τόνω… του πρώτου εξ αυτών συλλαβόντος το σχέδιον του εγκλήματος και αυτοπροσώπως διευθύνοντος την εκτέλεσιν τούτου…κατηγορώ τους ανωτέρω επί παραβάσει του άνω άρθρου και εξαιτούμαι όπως κηρυχθώσι κατά νόμον ένοχοι». Για τον Ν. Βλάσση και τον Θρασ. Βλάσση εισηγήθηκε την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ενώ για τον ήρωα πολέμου στον πόλεμο κατά της Ιταλίας Χ. Κουκούστα πρότεινε την ποινή του θανάτου.
Ο Θανάσης Βλάσσης καταδικάστηκε τελικά σε θάνατο, μαζί με τον Θρασύβουλο Βλάσση και τον Χριστόφορο Κουκούστα, παρά το γεγονός ότι και οι τρεις τους, όπως και οι άλλοι συγκατηγορούμενοί τους, απαλλάχθηκαν από την κατηγορία της «κατασκοπείας» και λοιπές κατηγορίες. Θεωρήθηκε ένοχος, μαζί με τους άλλους δύο, για το αδίκημα «ηθικής αυτουργίας» σε σύσταση απαγορευμένης ομάδας με σκοπό την τέλεση εγκλημάτων για την ανατροπή του καθεστώτος.
«Είναι οι πιο καλοί άνθρωποι της περιοχής», έλεγε για τον ίδιο και τον Θρασύβουλο Βλάσση, μεταξύ άλλων, υπόμνημα με αίτημα την ματαίωση της εκτέλεσης, που με τόλμη και αίσθημα κατακραυγής για την τόση αδικία ο λαός της Λευκίμμης, αδιακρίτως πολιτικών πεποιθήσεων, υπέγραψε και έστειλε στην κυβέρνηση και σε άλλες αρχές στην Αθήνα, μόλις έγινε γνωστή η απόφαση του Στρατοδικείου. Δεν βρήκαν όμως ανταπόκριση ούτε τα υπερεπείγοντα τηλεγραφήματα των συγγενών τους στον πρωθυπουργό Θ. Σοφούλη, ούτε τα διαβήματα των αδελφών τους σε θρησκευτικούς, στρατιωτικούς, δικαστικούς και άλλους παράγοντες της Κέρκυρας και των Ιωαννίνων.
Γνωστοποίηση της εκτέλεσης από τον «Ηπειρωτικό Αγώνα».
Ο σύντροφός τους Γιάννης Κουλούρης θυμόταν πολλά χρόνια μετά: «Όταν εκτέλεσαν το Θανάση ήμουνα φυλακή. Ο Θανάσης και ο Θρασύβουλος, ο Θανάσης ιδιαίτερα (...) ήτανε πολύ καλό παιδί και ωραίος άνθρωπος». Ο Προκόπης Κάντας, ένας από τους «16» που είχαν αγωνιστεί στα βουνά με τον Δημοκρατικό Στρατό, αφηγήθηκε το 2006: «Ο Νάσος ο Βλάσσης, ο Θρασύβουλος και ο Βουνιώτης, που κατηγορήθηκαν για τη διαφυγή μας, δεν είχαν καμιά ανάμειξη. Είναι ψέμα. Εμείς φύγαμε συνειδητά. Δεν είχαμε καμιά σύνδεση με την κομματική οργάνωση, γιατί η οργάνωση ήταν αντίθετη, όχι ο Νάσος. Αυτούς τους σκότωσαν γιατί υπερασπιστήκανε το αντάρτικο».
Τα καλύτερα λόγια για τον Θανάση Βλάσση και τη συμβολή του μεταξύ άλλων στον αντιφασιστικό αγώνα του τόπου είχε να πει και ο συναγωνιστής τους στην υπόθεση της Εθνικής Αντίστασης και της κομμουνιστικής κοινωνίας Κώστας Σαμοΐλης: «Ο σύντροφος Θανάσης διέθετε όλη του την ημέρα για τα προβλήματα της οργάνωσης και έξω από την οργάνωση για τα τοπικά προβλήματα. Διέθετε αστείρευτες πηγές δημιουργικότητας και καλοσύνης. Η εκτέλεσή του, καθώς και του Θρασύβουλου και του Βουνιώτη, συγκίνησε ολόκληρο τον κερκυραϊκό λαό. Η εκτέλεσή τους δεν έγινε από δύο-τρεις μάρτυρες κατηγορίες, αλλά από πιο ψηλά πρόσωπα έξω της Λευκίμμης και της πόλης. Ο Θανάσης με την βοήθεια των συνεργατών του πρωτοστάτησε στο αλευκιμμιώτικο κίνημα, αναδείχτηκε σε πραγματικό ηγέτη. Γι' αυτό και τον εσκότωσαν».
Ο άνθρωπος-καμάρι του ΚΚΕ και του λαού στη Λευκίμμη εκτελέστηκε τα χαράματα της 9ης Φεβρουαρίου 1949 στα Ιωάννινα, μαζί με τους άξιους συντρόφους του Θρασύβουλο Βλάσση και Χριστόφορο Κουκούστα, με το κεφάλι ψηλά.
Λίγες ώρες πριν, στο κελί της φυλακής του έγραψε και άφησε το τελευταίο γράμμα του:
Σεβαστοί μου μάνα και πατέρα
Αύριο στις 9 Φλεβάρη, ώρα 5η πρωινή, θα με έχουν εκτελέσει και δεν θα υπάρχω πια. Το γεγονός αυτό, το ξέρω θα σας λυπήσει πολύ, μα πάρα πολύ. Όμως γι' αυτό δεν φταίω.
Εκείνο που έχω να σας παρακαλέσω σαν τελευταία μου επιθυμία είναι να λυπηθείτε όσο το δυνατόν λιγότερο.
Πηγαίνω στο θάνατο και έχω τη συνείδηση αναπαυμένη, πως σ' όλη μου τη ζωή μέχρι σήμερα δεν πείραξα κανένα και μόνον καλό έκαμα, όταν μου ήταν δυνατό.
Στην Μάνα και στον Πατέρα και σε όλους πετάει η σκέψη μου αυτή τη στιγμή. Κάμετε υπομονή.
Και τώρα σας αφήνω.
Σας φιλώ όλους με πολλά φιλιά.
Νάσος
Στο κείμενο της αισχρής απόφασης του Στρατοδικείου Ιωαννίνων ο γραμματέας του πρόσθεσε τα λόγια: «Διετάχθη εκτέλεσις της αποφάσεως δι' υπ' αριθ. Α.Π. 76/της 4-2-49 διαταγής VIII Μεραρχίας. Εξετελέσθησαν την 9-2-49».
Την επομένη η εφημερίδα των Ιωαννίνων «Ηπειρωτικός Αγών» είχε το εξής μονόστηλο: «Εξετελέσθησαν χθες την πρωίαν εις τον συνήθη τόπο των εκτελέσεων οι υπό του Εκτάκτου Στρατοδικείου καταδικασθέντες παμψηφεί εις την ποινήν του θανάτου επί ηθική αυτουργία καταρτίσεως συμμορίας. Ούτοι είναι: Βλάσσης Αθανάσιος του Ιωάννου ετών 40, εκ Λευκίμμης Κερκύρας, κτηματίας, Κουκούστας Χριστόφορος του Κων/νου ετών 30, εκ Βώκου Χειμάρρας, κάτοικος Κέρκυρας, γεωπόνος και Βλάσσης Θρασύβουλος του Νικολάου, ετών 41 εκ Ποταμίου Λευκίμμης Κερκύρας».
Ο Θανάσης Βλάσσης θάφτηκε πρόχειρα μαζί με τους συντρόφους του σε ομαδικό τάφο στον τόπο της εκτέλεσης, λίγο έξω από τα Ιωάννινα, στη θέση Αυγό.
Ο συντοπίτης του Αθαν. Σ. Κουρής άφησε στίχους, όπως αυτοί, για τον Νάσο Βλάσση:
Και στον αγώνα σου μέγαν Αγώνα
σ' έρριξε διάσελον ο κεραυνός...
και έπεσες διάπλατος μέσα στον Αιώνα
και άφησες πάνω Σου μέγα ένα Φως...
Ο Δήμος Λευκίμμης το 1990, σε ένδειξη τιμής, έδωσε το όνομα του Θανάση (Νάσου) Βλάσση και του Θρασύβουλου Βλάσση σε δρόμο στο Ποτάμι Λευκίμμης.
Το όνομα του Θανάση Βλάσση περιλαμβάνεται σε τιμητική επιγραφή στα γραφεία της Οργάνωσης Κέρκυρας του ΚΚΕ, στην πόλη του νησιού, με τα ονόματα των Κερκυραίων που έπεσαν μαχόμενοι για τα ιδανικά του.