Ο Θρασύβουλος Ν. Βλάσσης (Τζελεμάνης) γεννήθηκε στο Ποτάμι της Λευκίμμης το 1908. Από νεαρή ηλικία επέλεξε τον αγώνα για μια δίκαιη κοινωνία, με σθένος, αυταπάρνηση και ακλόνητη άρνηση υποταγής στο εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα.
Έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και δεν το απαρνήθηκε ούτε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Νωρίτερα είχε συνταχθεί με το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας.
Έβγαζε το ψωμί του στα χωράφια της οικογένειάς του και ανέπτυξε έντονη δράση για την οργάνωση του αγροτικού κινήματος στην περιοχή του και σε ολόκληρη την Κέρκυρα, μέσω της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών.
Πρωταγωνίστησε στη συγκρότηση του ΕΑΜ Λευκίμμης και στο αντιστασιακό κίνημα της περιοχής, κερδίζοντας γενική αναγνώριση. «Πολλά ήταν τότε τα δεινά μας. Αλλά και το θάρρος και ο ηρωισμός δεν έλειπαν από τους ΕΑΜίτες της Λευκίμμης», αφηγήθηκε ο επικεφαλής της τοπικής οργάνωσης του ΕΑΜ Στέφανος Γκούσης, ξεχωρίζοντας απ' όλους τους μαχητές της ως παράδειγμα ευψυχίας, ανδρείας και περιφρόνησης προς τον θάνατο τον Θρασύβουλο Βλάσση, μαζί με άλλους δύο συντρόφους του.
Όταν οι Γερμανοί απειλούσαν με θεούς και δαίμονες τους κατοίκους της Λευκίμμης, προκειμένου να παραδώσουν δέκα Αμερικανούς αεροπόρους που είχαν πέσει στις Αλυκές της περιοχής και κρύβονταν σε διάφορα σπίτια, «τότε φάνηκε όλο το μεγαλείο της τολμηρής προσφοράς» του, όπως και των δύο συντρόφων του, που ανέλαβαν άφοβα να τους φυγαδεύσουν στην πόλη της Κέρκυρας με κάρα ντυμένους με παλιόρουχα, τις τελευταίες ημέρες του 1943, «αψηφώντας το θάνατο». Στην Αγία Τριάδα Αργυράδων, όταν συνάντησε Γερμανούς φρουρούς με πολυβόλα στημένα και στις δυο πλευρές του δημόσιου δρόμου, δεν δίστασε να τους προσφέρει κρασί για να πετύχει τον στόχο του.
Λίγους μήνες αργότερα, όταν οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ από την Ήπειρο πέρασαν ηττημένες στην Κέρκυρα, θα αντίκριζε ένα άλλο πολυβόλο, στημένο έξω από το σπίτι του. Διηγήθηκε ο σύντροφός του Κώστας Σαμοΐλης: «Ένα μεσημέρι δύο καμιόνια γεμάτα από ΕΔΕΣίτες σταμάτησαν στο "Καμπούλι" και έστησαν δύο πολυβόλα, ένα στου Θρασύβουλου και το άλλο στο σπίτι μου. Άλλο ένα στου Θανάση του Τζαραντώνιου. Σκοπός τους ήταν να μας συλλάβουν και να κάνουν έρευνα στα σπίτια μας. Ευτυχώς δεν έπιασαν κανένα μας...».
Σε μιαν άλλη περίπτωση, λίγο αργότερα, φαίνεται ότι απέφυγε απόπειρα δολοφονίας του από ΕΔΕΣίτες. «Η γυναίκα μου τον ειδοποίησε ότι ήθελαν να τον σκοτώσουν», αναφέρει ο εξάδελφός του Κώστας Γατσούλης.
Με τη γυναίκα του Φωτεινή
Σύμφωνα με τον Στέφανο Γκούση, το τρίτο δεκαήμερο του Οκτώβρη του 1947, λίγες μόνο ημέρες μετά τη μυστική αναχώρηση 16 επίσης πρωτοπόρων αγωνιστών της περιοχής για τα βουνά της Ηπείρου, μέσω της Αλβανίας, με σκοπό να πυκνώσουν τις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), δύο χωροφύλακες πήγαν στο σπίτι του Θρασύβουλου Βλάσση και του είπαν: "Θρασύβουλε, έλα πάνω που σε θέλει ο διοικητής". Πήγε. Αλλά δεν έμελλε να ξαναγυρίσει.
Δεδομένου ότι η Οργάνωση Κέρκυρας του ΚΚΕ υποστήριζε την παραμονή όλων των αγωνιστών στο νησί μέχρι να δοθεί διαφορετική εντολή από την ηγεσία του Κόμματος, δεν είχε συμφωνήσει με τους 16 αγωνιστές στην υλοποίηση της απόφασής τους. Ο Θρασύβουλος Βλάσσης θεωρήθηκε συνυπεύθυνος γι' αυτήν, ώστε να «στηθεί» στη συνέχεια το πιο βαρύ κατηγορητήριο που θα μπορούσε να αποδοθεί σε στέλεχος του ΚΚΕ, καθώς και σε άλλους αγωνιστές.
«Έφυγαν, δεν άκουσαν κανέναν...», είχε πει στον αδελφό του Βασίλη για τους 16 (κατ' άλλους 17) συντρόφους τους, που ατρόμητοι έφυγαν για τα βουνά της Ηπείρου παραβλέποντας ακόμη και απειλή επιβολής καταστατικών κυρώσεων από το Κόμμα τους. Είχε προαισθανθεί, επίσης, τι θα ακολουθούσε κι ότι οι αντιδραστικές δυνάμεις θα ξεσπούσαν πάνω τους και κάποιος «θα την πληρώσει».
Συνελήφθη μαζί με τον γραμματέα της Οργάνωσης Λευκίμμης του ΚΚΕ και εξάδελφό του Νάσο (Θανάση) Βλάσση κι άλλους πέντε αγωνιστές της Αντίστασης, συμπεριλαμβανομένου του πρώην Ακροναυπλιώτη και καταδιωκόμενου Ηπειρώτη κομμουνιστή και καπετάνιου του ΕΛΑΣ Λευκίμμης Χριστόφορου Κουκούστα (Βουνιώτη), φυματικού και ήρωα πολέμου, που είχε τραυματιστεί στην Αλβανία. Στον Θρασύβουλο Βλάσση, όπως και στους άλλους συγκατηγορούμενούς του, αποδόθηκε η κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας» για τη φυγή των «16», με το σκεπτικό ότι ήταν ηθικός αυτουργός.
Ο Στ. Γκούσης, που επίσης συνελήφθη παρόλο που είχε ήδη παραιτηθεί από την ηγεσία του ΕΑΜ της περιοχής, άφησε γραπτή μαρτυρία για τη σύλληψη και την κράτηση στην πόλη της Κέρκυρας: «Μας μετέφεραν σιδηροδέσμιους στην Κέρκυρα, όπου ήταν η Διοίκηση της Χωροφυλακής, και μας έριξαν αμέσως στην απομόνωση». Στη διαδρομή ο Θρασύβουλος ο Βλάσσης, προσπαθώντας να ελαφρύνει τη θέση του, έριξε μια ταμπακέρα, που είχε μέσα ντόπιο ταμπάκο, σ' ένα λάκκο με νερό. Όταν το αντιλήφθηκε ο χωροφύλακας που μας συνόδευε, του είπε: "Γιατί την έριξες την ταμπακέρα, εδώ σας περιμένουν πολύ μεγαλύτερα και συ φοβάσαι τα μικρότερα;", εννοώντας το τουφέκισμα που σίγουρα μας περίμενε». Λίγο μετά, όταν έφτασαν στο χωριό Γαστούρι, «ο χωροφύλακας που μας συνόδευε (...), απαντώντας σε ερώτηση άλλου χωροφύλακα τι συμβαίνει, με μια δηλωτική κίνηση του χεριού του έδειξε ότι μας πάνε για τουφέκισμα». Τους έχωσαν και τους επτά «σ' ένα κρατητήριο μικρών διαστάσεων (2 χ 2,50) με βρωμιές μέσα, χωρίς αέρα, ήλιο και φως, με ένα μικρό φεγγίτη στην πόρτα. Ο ένας πάνω στον άλλον. Όταν ξαπλώναμε, τα πόδια μας, που αναγκαστικά βρώμαγαν, βρίσκονταν στο κεφάλι κάποιου συγκρατούμενου (...) Απαγορευόταν αυστηρά η επικοινωνία μας με οποιονδήποτε άνθρωπο, και έτσι ο αποχωρισμός μας από τον κόσμο ήταν πλήρης. Ήταν κατά κάποιο τρόπο ο προθάλαμος του θανάτου, στον οποίον μας είχαν καταδικάσει».
Το κατάπτυστο κατηγορητήριο, που αμέσως συνέταξαν οι δικαστικές αρχές της Κέρκυρας, κατηγορούσε αυτόν και τους άλλους αγωνιστές ότι: «Α. Εκ συστάσεως θέλοντες να αποσπάσωσιν εν μέρος της Επικρατείας και να το παραδώσουν εις το εχθρόν συνώμοσαν (οι επτά) και λοιποί 17 νέοι εν όλω (ως κατωτέρω αναγράφονται οι διαφυγόντες εις Αλβανίαν) και κατάρτισαν ένοπλον ομάδα και έλαβον μέρος εις προδοτικάς ενώσεις και είτα θαλασσίως ανεχώρησαν εις Αλβανίαν την 14ην Οκτωβρίου 1947. Β. Κατάρτισαν ομάδα επί σκοπώ όπως προσβάλωσι τας Αρχάς και συμμετασχόντες εις αυτήν ανεχώρησαν δι' Αλβανίαν. Γ. Εν γνώσει των έλαβον εις την κατοχή των ξένα κινητά πράγματα. Ήτοι λέμβους, κώπας και ιστία Γεωργίου Κουλούρη, Αντωνίου Γαρδικιώτη και Γεωργίου Κάντα δια ρήξεως του εις Αλυκάς οικίσκου του Στέφανου Ράντου. Συ δε κατά τον αυτόν τόπον και χρόνον παρεκίνησες εις τας ως άνω πράξεις βιάζων, προστάζων, παραγγέλων, υπισχνούμενος ή δίδων μισθόν, συμβουλεύων και τέλος προκαλών και μεταχειριζόμενος επίτηδες, ως έρμαιον την εις ην ευρίσκοντο απάτην, το πάθος και την ψυχικήν αυτών αγανάκτησιν».
Λίγο πριν από την 1η Νοεμβρίου 1949 οδηγήθηκε μαζί με άλλους πέντε αγωνιστές από τις φυλακές της Κέρκυρας στις φυλακές «ΦΙΞ» στα Ιωάννινα για την εκδίκαση της υπόθεσης από Έκτακτο Στρατοδικείο της VIII Μεραρχίας. Ενώ ήδη το ΚΚΕ είχε τεθεί από την κυβέρνηση Σοφούλη εκτός νόμου, στις 25 Φεβρουαρίου 1948 είχε εκδοθεί βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κέρκυρας, το οποίο παρέπεμπε την υπόθεση στο Έκτακτο Στρατοδικείο Ιωαννίνων, με βάση τον Αναγκαστικό Νόμο 509/1947, παρατείνοντας ταυτόχρονα την προφυλάκισή τους μέχρι τη δίκη.
Και οι έξι κατηγορήθηκαν ότι «καταγγέλθησαν αρμοδίως επί παραβάσει των άρθρων 1 και 2 του από 18 Ιουνίου 1946 Ψηφίσματος της Α' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων "περί εκτάκτων μέτρων, αφορώντων την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν"». Υποτίθεται ότι «απειλούντες, βιάζοντες, προστάζοντες κ.λπ...» είχαν συνεργήσει στην ηρωική απόφαση των 16 συντρόφων τους να στρατευτούν στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και, συγχρόνως, ήταν υπεύθυνοι για «κατασκοπεία». Όπως και οι άλλοι συγκατηγορούμενοί του, σε γραπτό υπόμνημα απολογίας δήλωσε ότι οι κατηγορίες ήταν ψευδείς και συκοφαντικές.
Η συνεδρίαση του Έκτακτου Στρατοδικείου Ιωαννίνων πραγματοποιήθηκε την 1η Φεβρουαρίου 1949. Κατηγορούμενοι, μαζί με τον Θρασύβουλο Βλάσση, οι Νάσος Βλάσσης, Χριστόφορος Κουκούστας, Σπύρος Καλογερόπουλος, Νικόλας Κάντας και Κώστας Κοτινάς, με συνήγορο υπεράσπισης τον δικηγόρο Ιωαννίνων Δημ. Μέρτζιος. Τέσσερις Λευκιμμιώτες είχαν πάει να καταθέσουν μάρτυρες υπεράσπισης. Ένσταση για αναρμοδιότητα του Στρατοδικείου απορρίφθηκε.
«Τον Θρασύβουλο Βλάσση δεν τον ξέρω καλά. Ξέρω μόνον ότι είναι κομμουνιστής», κατέθεσε ο πρώτος μάρτυρας κατηγορίας.
«Για τον Βλάσση Θρασύβουλο, πλην της πληροφορίας που μου έδωσε ο Φωτεινός, ότι δηλαδή "είπε ο Βλάσσης ότι οι κομμουνιστές θα μας καθαρίσουν", δεν ξέρω τίποτ' άλλο (...) Ο Φωτεινός παραδόξως έμαθα ότι αυτά που μου είπε περί Βλάσση Θρασύβουλου τα ανήρεσε μετά», ο επόμενος. «Ο Βλάσσης Θρασύβουλος κάποτε είχε τραβηχτεί από το Κ.Κ. και κοίταζε τη δουλειά του...», υποστήριξε άλλος, επιχειρώντας να ελαφρύνει αρχική του κατάθεση.
Ακροδεξιό κερκυραϊκό δημοσίευμα για «πάταξη του συνωμοτισμού».
Ο Θρασ. Βλάσσης στην απολογία του, αφού διαμαρτυρήθηκε για το γεγονός ότι του ζητούν να κρίνει την τρέχουσα δράση του ΚΚΕ ενώ ήταν έγκλειστος επί 16 μήνες, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στον αρχηγό του ΕΔΕΣ Κέρκυρας Ελ. Μεταξά και σημείωσε: «Κατηγορούμαι για υπόθεση για την οποία είμαι τελείως αθώος. Το Φωτεινό που κατέθεσε εις βάρος μου δεν τον γνωρίζω. Άλλωστε άλλα λέει στην κατάθεση του ο Μεταξάς και άλλα ο Φωτεινός... Ο Φωτεινός, δε, αναίρεσε κατόπιν τα όσα είπε σε βάρος μου».
Ο βασιλικός επίτροπος πρότεινε στην αγόρευσή του την ενοχή του Θρασύβουλου Βλάσση, του Νάσου Βλάσση και του Χριστόφορου Κουκούστα για «κατασκοπεία» (Α.Ν. 509/47), με το σκεπτικό κατά την απολογία τους ο Χ. Κουκούστας «εδήλωσεν ότι είναι κομμουνιστής, το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν επιδιώκει το ξεπούλημα της Ελλάδος, αλλά την εδαφικήν της ακεραιότητα και ανεξαρτησίαν, δεν επιδιώκει την απόσπασιν της Μακεδονίας ούτε σπιθαμήν γης ελληνικής, οι δε λοιποί Αθανάσιος Βλάσσης και Θρασύβουλος Βλάσσης, ταχθέντες υπέρ των απόψεων του πρώτου υπεστήριξαν αυτάς αρνηθέντες να τας αποκηρύξωσι, της πράξεώς των ταύτης γενομένης εν δημοσίω τόνω… του πρώτου εξ αυτών συλλαβόντος το σχέδιον του εγκλήματος και αυτοπροσώπως διευθύνοντος την εκτέλεσιν τούτου…κατηγορώ τους ανωτέρω επί παραβάσει του άνω άρθρου και εξαιτούμαι όπως κηρυχθώσι κατά νόμον ένοχοι». Πρότεινε να επιβληθούν οι ποινές του θανάτου για τον Χ. Κουκούστα και των ισόβιων δεσμών για τους δύο Κερκυραίους κομμουνιστές.
Η απόφαση για τον ίδιο, ωστόσο, ήταν προδιαγεγραμμένη, λόγω του ηγετικού ρόλου του στην Οργάνωση του ΚΚΕ στην περιοχή του. Αν και απαλλάχθηκε, όπως και οι άλλοι κατηγορούμενοι από την κατηγορία της «κατασκοπείας» και λοιπές κατηγορίες, καταδικάστηκε σε θάνατο, μαζί με τον Νάσο Βλάσση και τον Χριστόφορο Κουκούστα, ως ένοχος «ηθικής αυτουργίας εις κατάρτισιν ομάδος του άρθρου 2 παρ. 1 του Γ' Ψηφίσματος», δηλαδή απαγορευμένης ομάδας ανατροπής του κοινωνικού καθεστώτος.
Κύμα κατακραυγής ξεσηκώθηκε στην περιοχή της Λευκίμμης και σε ολόκληρη την Κέρκυρα. Στα χωριά της Λευκίμμης κείμενο υποστήριξης ονομαστικά για τους Θρασύβουλο και Νάσο Βλάσση «υπέγραψε, εκτός από την Επιτροπή Ασφάλειας του ΕΔΕΣ, όλος ο λαός», όπως έχει αναφέρει σε σημείωμά του ο αδελφός του Θρασύβουλου Βασίλης Βλάσσης. Ζητούσαν για τους συγχωριανούς τους «να μην εκτελεστούν, γιατί είναι οι πιο καλοί άνθρωποι της περιοχής». Έστειλαν το κείμενο αυτό στον πρωθυπουργό Θ. Σοφούλη, στον Αντιβασιλέα Δαμασκηνό, στη Βουλή των Ελλήνων, σε όλους όσους και τα αδέλφια των μελλοθάνατων είχαν ήδη στείλει υπερεπείγοντα τηλεγραφήματα με το ίδιο αίτημα και την ίδια οργή για την αδικία.
«Εγώ και ο Βασίλης, ο αδερφός του Θανάση, από την επόμενη αρχίσαμε τον αγώνα», έγραψε μετά ο αδελφός του Θρασύβουλου. «Πρώτος που επήγαμε ήταν ο βασιλικός επίτροπος, ο οποίος μας είπε: "Νοιώθω τον πόνο σας, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω τίποτα". Δεύτερος ήταν ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων. Η απάντησή του γεμάτη δηλητήριο: "Τα καθάρματα, καλά τους κάνανε". Έκαμα μεταβολή και έφυγα».
Ωρυόταν τις ίδιες στιγμές, ενοχλημένη από το παλλαϊκό κύμα συμπαράστασης, κερκυραϊκή ακροδεξιά εφημερίδα: «Φημολογείται ότι άμα τη εις Κέρκυραν αγγελία της καταδικαστικής τούτης αποφάσεως παρετηρήθη εις την πόλιν μας ζωηρά τις κίνησις κομματικών παραγόντων, επί τη ελπίδι να συμπαρασύρουν πολιτικά πρόσωπα, σωματεία, και θρησκευτικάς ακόμη προσωπικότητας δια να διαμαρτυρηθούν δια την "σκληράν" καταδίκην και να ζητήσουν την αναστολήν της εκτελέσεως». Μεμφόταν όσους «δύνανται να αισθάνονται κάποιαν ψυχικήν αδυναμίαν έναντι τοιούτων καταστάσεων δια να προβάλλουν επιεικείς λύσεις υπέρ τοιούτων μελλοθανάτων προδοτών. Δεν πρόκειται να είναι τις αιμοχαρής, ούτε πρέπει να θέλη τις να κορέση την αγανάκτησίν του από συμμοριακόν αίμα δια να εκφράζεται κατά τοιούτον τρόπον δια μελλοθανάτους (...) προδότας της χώρας». Ο λαός όφειλε «να μην αισθάνεται καμμίαν υπέρ αυτών επιείκειαν».
Αντίγραφο του στερνού γράμματος
Ο Θρασύβουλος Βλάσσης εκτελέστηκε στη θέση Αυγό των Ιωαννίνων, μαζί με τους Νάσο Βλάσση και Χριστόφορο Κουκούστα, τις 9 Φεβρουαρίου 1949, σε ηλικία 41 ετών.
Την παραμονή τα δύο συνονόματα αδέλφια των δύο Βλάσσηδων τους είχαν επισκεφθεί στις φυλακές για να μιλήσουν και να τους δώσουν τσιγάρα και γλυκά. «Τους ζητήσαμε και τους έφεραν στην είσοδο της φυλακής. Τους δώσαμε ό,τι τους είχαμε πάρει, συζητήσαμε για λίγο και φύγαμε. Η συζήτηση μαζί τους μας αναθάρρεψε...», αφηγήθηκε μετά ο ένας απ' τους δύο Βασίληδες. Απένταρος, πήρε το πρώτο λεωφορείο για την Κέρκυρα και τη Λευκίμμη, με σκοπό να βρει χρήματα και να επιστρέψει στα Ιωάννινα. Την επόμενη ο άλλος αδελφός Βασίλης πήγε πάλι να τους δει. Δεν ήταν πια. Η απάντηση της φρουράς ήταν ότι τους είχαν πάρει αλλού. Λίγες ώρες μετά παρέλαβε τα πράγματά τους.
«Αγαπημένε μου πατέρα...», είναι τα λόγια με τα οποία άρχιζε το στερνό γράμμα του Θρασύβουλου Βλάσση στους δικούς του στη Λευκίμμη, λίγες ώρες πριν εκτελεστεί. «Σήμερα στις εννιά του Φλεβάρη εκτελούμαι (...) Είμαι τελείως αθώος (...) Δεν φταίω σε τίποτα και άδικα σκοτώνομαι (...) Δεν θέλω να λυπηθείτε και πολύ (...) Με αγάπη σας φιλώ όλους για πάντα», κατέληγε. Κατονόμαζε ως μοναδικό κατήγορό του τον επικεφαλής του ΕΔΕΣ Λευκίμμης. Ζητούσε να φροντίσουν πολύ το μικρό του παιδί, την κόρη του που δεν είχε γνωρίσει. «Δεν αξιώθηκα να το γνωρίσω, έχω όμως την φωτογραφία του και το φιλώ».
Στη Λευκίμμη ο Αθαν. Σ. Κουρής άφησε στίχους, όπως αυτοί, για τον Θρασύβουλο Βλάσση και τον Νάσο Βλάσση:
Κι οι δυο μαζί και γείτονες και φίλοι
σε ίδιανε γεννημένοι εποχήν...
κι εζήσατε με αγώνες άγρια χρόνια
περήφανην και ηρώισα ζωή...
Ο Δήμος Λευκίμμης το 1990, σε ένδειξη τιμής, έδωσε το όνομα του Θρασύβουλου Βλάσση και του Θανάση (Νάσου) Βλάσση σε δρόμο στο Ποτάμι Λευκίμμης.
Η Καλλιόπη Βλάσση, κόρη του Θρασύβουλου Βλάσση, ήταν ενός έτους όταν τον εκτέλεσαν. «Έβαζε το πιστεύω του πάνω κι απ' τη ζωή του», αναφέρει για τον πατέρα της. «Ήταν εργατικός και φρόντιζε την οικογένειά του. Ήταν αγωνιστής πάνω απ' όλα».
Το όνομα του Θρασύβουλου Βλάσση περιλαμβάνεται σε τιμητική επιγραφή στα γραφεία της Οργάνωσης Κέρκυρας του ΚΚΕ, στην πόλη του νησιού, με τα ονόματα Κερκυραίων που έπεσαν μαχόμενοι για τα ιδανικά του.