Ο Γιάννης Κουλούρης (Μαριδής), γιος του Σπύρου και της Μαργαρώνας Κουλούρη, γεννήθηκε το 1915 στη Λευκίμμη. Μαζί με τα αδέρφια του Γιώργο και Θοδωρή δόθηκε ολόψυχα την περίοδο της Κατοχής και τα κατοπινά χρόνια στους αγώνες της Αντίστασης και του Κάπα Κάπα Έψιλον για ελεύθερη πατρίδα και δίκαιη κοινωνία. Ήταν ο μεγαλύτερος από τα τρία αδέρφια και πρωτοστάτησε με σθένος και άφοβα στους ηρωικούς αγώνες της εποχής.
Το γιατί το έχει απαντήσει ο ίδιος, σε σημειώσεις του, με απλότητα και απέριττο πολιτικό λόγο, ιστορώντας τη ζωή του ιδίου και της οικογένειάς του από τα πρώτα του χρόνια μέχρι που επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα.
«Γεννήθηκα το 1915 από γονείς φτωχούς αγρότες. Από μικρό παιδί ένοιωσα τη φτώχεια. Οι γονείς μου πήγαιναν μεροκάματο στους πλούσιους του χωριού. Ο πατέρας μου έτρεχε παντού για να πάρει ένα καρβέλι ψωμί, το οποίο δεν έφτανε για την οικογένειά του, που απαριθμούσε εφτά άτομα. Φτώχεια και γύμνια φοβερή (...) Όταν τέλειωσα το δημοτικό σχολειό ήμουν δυνατό παλικάρι και το αφεντικό του πατέρα μου με ζήτησε στη δούλεψή του. Πήρε τότε το λόγο η μάνα μου, που ήταν σκληρό καρύδι, και λέει στον πατέρα μου και τον παππού μου: Μην το ξαναπείτε αυτό. Πίνουν το δικό μας αίμα, θέλουν να πιούν και του παιδιού μου (...)».
Στα δεκατρία του πήγε σε θείο του να μάθει την τέχνη του ράφτη και στα δεκαπέντε του έγινε μέλος της ΟΚΝΕ.
«Μέσα στην ΟΚΝΕ διαπαιδαγωγήθηκα και έγινα υπόδειγμα νέου. Έπαιρνα μέρος στις Κόκκινες Πρωτομαγιές και ήμουν πάντα μπροστάρης σε κάθε δουλειά της Νεολαίας. Όλα αυτά ήταν μισοπαράνομα, αλλά και η αστυνομία απέφευγε να συμπλακούμε. Υπήρχε βέβαια το ιδιώνυμο και παίρναμε τα μέτρα μας. Για να μπείτε στο κλίμα της εποχής θα σας διηγηθώ μία ιστορία. Είχαμε τότε την Εργατική Αλληλεγγύη. Ο καθένας βοηθούσε όπως μπορούσε, ακόμη και με όσπρια. Τότε η αστυνομία και ο δικαστής μάς στήνουν μια προβοκάτσια. Φτιάχνουν μέσω των αντιδραστικών μία κατάσταση με τα ονόματα συμπαθούντων και συνδρομητών και τη διαβάζει ο δικαστής μέσα στο καφενείο (...) Επικράτησε αναταραχή. Κανείς δεν ήθελε να φανεί συνδρομητής εκείνη την εποχή και ο δικαστής το γνώριζε. Αφού τη διάβασε, την έσκισε και πέταξε τα κομμάτια έξω από το καφενείο. Εγώ κάθομαι και τα μαζεύω, τα συναρμολογώ και τα παραβάλλουμε με τα γράμματα του Γιώργη του Γαρδικιώτη, που ο δικαστής έλεγε ότι την έγραψε σαν καθοδηγητής του κόμματος. Όλοι τότε πείστηκαν ότι ήταν προβοκάτσια». Στη συνέχεια, ζήτησε τον λόγο από τον δικαστή.
Στα δεκαεφτά του έφυγε για την Αθήνα, όπου φιλοξενήθηκε στο σπίτι της Μαρίας Μακρή, μάνας του γλύπτη Μέμου Μακρή.
«Οργανωμένος στην ΟΚΝΕ, έπαιρνα μέρος σε διάφορες εκδηλώσεις της οργάνωσης (...) Πουλούσαμε την εφημερίδα, γράφαμε συνθήματα και κάποια φορά υψώσαμε την κόκκινη σημαία στο Λυκαβηττό. Φαινόταν απ’ όλη την Εμμανουήλ Μπενάκη... ».
Έμαθε καλά την τέχνη του ράφτη, επέστρεψε στο χωριό και άνοιξε ραφτάδικο στο χωριό Αργυράδες, μαζί με έναν από τους αδελφούς του. Μετά από ενάμιση χρόνο γύρισε στην Αθήνα. Επέστρεψε στη Λευκίμμη ξανά το 1936 για να πάει φαντάρος. Όταν τέλειωσε το στρατιωτικό, έπρεπε να πάρει τιμητική άδεια. Αντ' αυτού στην αναφορά τον εξύβρισαν ως «παλιοκομμουνιστή».
Γύρισε στο χωριό και άνοιξε πάλι ραφείο, στο οποίο δούλεψαν και τα αδέρφια του. Παντρεύτηκε, έκανε το πρώτο παιδί του, έφυγε για το Αίγιο, μετά πήγε στην Αθήνα και από κει στο Κιάτο, προσπαθώντας να επιβιώσει, ενώ είχε ξεσπάσει ο πόλεμος και η Κατοχή.
«Ήταν πολύ δύσκολα και επιστρέψαμε στην Κέρκυρα. Παντού υπήρχαν Ιταλοί και Γερμανοί. Σ' όλες τις ακρογιαλιές, σ' όλα τα πόστα. Η ζωή άρχισε να γίνεται ανυπόφορη. Οι Ιταλοί ό,τι έβρισκαν το έπαιρναν. Προσπαθούμε με τα αδέρφια μου να επιβιώσουμε. Παίρνουμε μια παλιόβαρκα και με μεγάλο κίνδυνο ταξιδεύαμε στην Ήπειρο και ανταλλάσσαμε προϊόντα. Και δεν ήταν μόνο οι φυσικοί κίνδυνοι. Κινδυνέψαμε πολλές φορές από τους Ιταλούς και τους Τσάμηδες, τους συνεργάτες των Ιταλών (...) Κάποια φορά γεμίσαμε τη βάρκα με λάδι, το οποίο ανταλλάξαμε στην Ήπειρο με στάρι, καλαμπόκι και φασόλια. Δεινοπαθήσαμε να γυρίσουμε στη Λευκίμμη. Εκεί μας κατέδωσαν. Οι Ιταλοί είχαν τους ρουφιάνους τους, γυναίκες και άντρες. Κατάσχουν το εμπόρευμα και βάζουν στη φυλακή τον Κώστα τον Κουτρούλη, στο σπίτι του οποίου είχαμε βάλει το εμπόρευμα. Για μένα ήτανε ζήτημα τιμής και ηθικής. Δικό μου ήταν το εμπόρευμα. Παραδίνομαι και αφήνουν ελεύθερο τον Κώστα. Έμεινα τρεις μήνες φυλακή».
Να ποιες ήταν οι πολιτικές συνθήκες στην περιοχή του: «Εμείς είχαμε το ΕΑΜ, οι άλλοι τον ΕΔΕΣ. Το ΕΑΜ είχε αγκαλιάσει όλες τις προοδευτικές δυνάμεις της Λευκίμμης, όπως σ' όλη την Ελλάδα. Ο ΕΔΕΣ είχε λίγη δύναμη και οι πιο πολλοί ήταν αντικομμουνιστές και πράχτορες του κατακτητή. Ο χαφιεδισμός ήταν μεγάλος (...) Μερικοί από τους συντρόφους κρυβότανε (...)
Αποφασίσαμε να φύγουμε για το βουνό (...) Ήταν Μάης του '43. Τη βάρκα την είχαμε στο ποταμάκι. Οι Ιταλοί μας στρίμωχναν όλο και πιο πολύ και οι συνεργάτες τους μας παρακολουθούσαν από κοντά. Πηγαίνοντας να πάρουμε τη βάρκα, καταλαβαίνουμε ότι έχουμε προδοθεί. Οι Ιταλοί μάς προτείνουν τα όπλα στο ένα μέτρο, μας βάζουν χειροπέδες και μας πηγαίνουν στο φυλάκιο του Κάβου. Την άλλη μέρα το πρωί μας μεταφέρουν στις Αλυκές (...) Καταφέρνουμε και δραπετεύουμε. Βγήκαμε από τη στέγη της αποθήκης, περάσαμε τα συρματοπλέγματα και φθάσαμε στο χωριό. Οι χωριανοί ήταν έξω καθισμένοι στα πεζούλια. Μόλις με είδαν, τα έχασαν. Δεν πίστευαν ότι δραπετεύσαμε. Κυκλοφορούσαν άλλωστε φήμες ότι οι Ιταλοί θα μας εκτελούσαν (...) Άρχισαν να μας ψάχνουν σαν τρελοί. Πήγαν στο σπίτι μου και πήραν όμηρο τη γυναίκα μου για να με υποχρεώσουν να παρουσιαστώ (...)
Οι Ιταλοί για να με εμποδίσουν να φύγω από το νησί είχαν μαζέψει όλες τις βάρκες στις Αλυκές και το Ποτάμι και μόνο στους πράκτορες τους έδιναν άδειες για να ταξιδέψουν».
Τα κατάφερε, όπως και άλλοι κομμουνιστές της Λευκίμμης. Με τον αδελφό του Γιώργο και δύο συναγωνιστές τους αποβιβάστηκαν με βάρκα στην Πάργα, με σκοπό ν' ανεβούν στο βουνό και να πολεμήσουν τον κατακτητή. Ανηφορίζοντας για το Σούλι, «πέφτουν πάνω» σε ΕΔΕΣίτη, που τους προτείνει να καταταγούν στον ΕΔΕΣ. Ήταν την περίοδο που το αρχηγείο του ΕΛΑΣ Σουλίου μόλις είχε αρχίσει να συγκροτείται και δεν διέθετε ακόμη οπλισμό, όπως τους εξήγησε σε συνάντησή τους ο Κερκυραίος μετέπειτα καπετάνιος του Γεράσιμος Πρίφτης, τηλεγραφητής τότε στην Πάργα. Αποφάσισε να καταταγεί στον ΕΔΕΣ, να οπλιστεί και να μεταβεί στο Σούλι για να ενταχθεί στον ΕΛΑΣ. Ξυπόλητος και ρακένδυτος, όπως και ο αδελφός του, έφτασε στο αρχηγείο του ΕΔΕΣ.
«Οι άντρες του ΕΔΕΣ με τα σταυρωτά φυσεκλίκια, τις εγγλέζικες στολές και τον οπλισμό τους φάνταζαν παραμυθένιοι. Ο χορός και το τουφεκίδι στον αέρα πήγαινε καπνός. Η διοίκησή τους ήταν μόνιμοι αξιωματικοί και Εγγλέζοι (...) Δεν θα δεχόμουν ποτέ να καταταγώ σ’ έναν τέτοιο στρατό (...) Λέω του Γιώργη: "Εγώ δεν κατατάσσομαι σ' ένα στρατό ξενοκίνητο και αστικό και φεύγω αμέσως"».
Κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ, όπως λίγο μετά και ο αδελφός του. Όταν συνθηκολόγησε η Ιταλία παραδόθηκαν στον ΕΛΑΣ της περιοχής πολλοί Ιταλοί, ανάμεσά τους κι ένας που είχε σακατέψει στο ξύλο τον αδελφό του Γιώργο, στη Λευκίμμη, κάποια στιγμή που είχε πέσει στα χέρια του. «Μη φοβάσαι. Εμείς δεν βγήκαμε στα βουνά να τυραννάμε, να εκδικούμαστε και να σκλαβώνουμε τον κόσμο. Βγήκαμε για τη λευτεριά της πατρίδας μας», του είπε.
Για εφοδιασμό της μονάδας του με λάδι επέστρεψε αργότερα μέσω Αλβανίας στην Κέρκυρα.
«Κατεβαίνω στη Λευκίμμη φορτωμένος με έντυπο υλικό. Όλος ο δρόμος ήταν γεμάτος από γερμανικά φυλάκια (...) Ο ΕΛΑΣ είχε αρκετή δύναμη. Οπλίστηκα κι εγώ. Στο μεταξύ έγινε η συμφωνία της Βάρκιζας. Μας καλεί η διοίκηση και παραδίδουμε τα όπλα στην Παραποταμιά, σημείο που είχαν επιλέξει οι Εγγλέζοι. Οι Εγγλέζοι είχαν έτοιμους τους ΕΔΕΣίτες, τους οποίους είχαν μεταφέρει με τα καράβια τους, ώστε παραδίνοντας εμείς τα όπλα να εξορμήσουν και να αρχίσει το κυνηγητό των ΕΑΜιτών και των ΕΛΑΣιτών. Εμείς παραδώσαμε τα όπλα, οι ΕΔΕΣίτες όχι. Αρχίζει η τρομοκρατία...».
Με έναν άλλον αδελφό του και έναν ακόμα συναγωνιστή τους έφυγαν με μια παλιόβαρκα και απίστευτα άσχημο καιρό και έφθασαν στο 15ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας. Τον περίμενε κι εκεί η αντίστοιχη διαδικασία. «Μαζευτήκαμε πολλά τμήματα και παραδώσαμε τα όπλα στα Γιάννενα».
Ωστόσο δεν συνθηκολόγησε. «Ορκιστήκαμε να συνεχίσουμε τον αγώνα από άλλο χαράκωμα».
Πέρασε ξανά από την Κέρκυρα, έφυγε για την Αθήνα με σκοπό να ασχοληθεί με το εμπόριο, αλλά επέστρεψε πάλι στο χωριό και άνοιξε εμποροραφείο. «Φτώχια καταραμένη (...) Το κυνηγητό ήταν άγριο». Ένας από τους αδελφούς του είχε φυλακιστεί επειδή τραγουδούσε ΕΛΑΣίτικα τραγούδια. «Μας υποχρέωσαν να κλείσουμε το μαγαζί. Θέλαμε να ζήσουμε μια ήσυχη ζωή και δεν μας άφηναν. Δεν αντέχαμε άλλο. Τι άλλο να κάναμε; Αγοράζουμε μια παλιόβαρκα και φεύγουμε για την Αλβανία». Βρέθηκε με άλλους συγχωριανούς του στην αλβανική Λούσνια. «Μας έδωσαν ραπτομηχανές, υφάσματα και όσοι ήμασταν ραφτάδες ασχοληθήκαμε μ' αυτό. Οι υπόλοιποι δούλευαν στα χωράφια. Μαγειρεύαμε όλοι μαζί και τρώγαμε. Βγάζαμε χρήματα. Όμως εμείς δεν πήγαμε στην Αλβανία να δουλέψουμε. Θέλαμε να επιστρέψουμε στην Ελλάδα, στο Δημοκρατικό Στρατό». Οι Αλβανοί το επέτρεψαν μετά από τρεις μήνες, προφανώς επειδή αμφέβαλλαν για τους σκοπούς τους.
Πήραν, εξήγησε, τον δρόμο για το Βίτσι. «Εκπαιδευτήκαμε για είκοσι μέρες και μπαίνουμε στις μάχες (...) Οι δικοί μας εγκαταλείπουν τη Μουργκάνα και αφήνουν εκεί μια μικρή δύναμη για να μη φανεί η αποχώρηση (...) Στο Βίτσι είχα μια ομάδα από κοριτσόπουλα, τα περισσότερα τραυματισμένα. Μας σφυροκοπούσαν από παντού. Απέναντί μας υπήρχε ένα πολυβολείο που μας θέριζε. Αποφασίσαμε (...) να το καταστρέψουμε. Τα καταφέραμε, αλλά τραυματίστηκα στο χέρι ελαφρά. Οι μάχες συνεχίζονταν αδιάκοπες. Παίρνω εντολή να παρουσιαστώ στα έμπεδα, στη Σχολή Αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου σαν μαθητής. Δίπλα ήταν η σχολή πολιτικών επιτρόπων (...) Εκεί εκπαιδευτήκαμε και με επικεφαλής τον Υψηλάντη ξεκίνησε ολόκληρη η σχολή για την ανακατάληψη του Γράμμου. Περνούσαμε μέσα από τις γραμμές του εχθρού. Φτάσαμε στη Φούρκα. Το χιόνι ήταν πάνω από ένα μέτρο. Είχαμε μεγάλες απώλειες. Κάναμε υπεράνθρωπες προσπάθειες να σώσουμε τα όπλα μας. Φτάσαμε στον Αϊ Λια και πηγαίναμε για Κάντσικο. Δεχτήκαμε πολλές επιθέσεις. Βλέπαμε το χιόνι στρωμένο με σκοτωμένους στρατιώτες. Εγώ ήμουν επικεφαλής μιας ομάδας. Από πάνω μας περνούσαν αεροπλάνα και μας πυροβολούσαν με ρουκέτες. Μια ρουκέτα χτυπάει το γόνατό μου και το διαλύει. Οι πόνοι ήταν φριχτοί.
Στο μεταξύ υποχωρούν οι δικοί μας. Ήταν 5 Απρίλη του 1949 που τραυματίστηκα. Περίμενα 24 ώρες να έρθουν να με πάρουν. Με πήραν με μουλάρι στα αλβανικά σύνορα και από εκεί με προώθησαν στην Κορυτσά σε αλβανικό νοσοκομείο. Με έβαλαν σ' ένα τεράστιο δωμάτιο με πολλούς βαριά τραυματισμένους και αρχίσαμε να κάνουμε μαθήματα μαρξισμού. Εμένα μ' έβαλαν διαφωτιστή. Τι μάθημα να κάνεις, όταν άκουγες εκείνες τις φοβερές κραυγές των τραυματισμένων σου συντρόφων; Ποιος να παρακολουθήσει μάθημα; Στην άκρη του θαλάμου υπήρχαν δύο κορίτσια τραυματισμένα. Έμαθα ότι τη μία τη λένε Αγαθή. Καθίσαμε αρκετά στην Κορυτσά και μετά, ανάλογα με το τραύμα που είχε ο καθένας μας, μας έστελναν αεροπορικώς σε διάφορες λαϊκές δημοκρατίες.
Εμένα με πήγαν στην Ουγγαρία, στη Βουδαπέστη. Οι Ούγγροι διέθεσαν τα πάντα για μας. Δύο νοσοκομεία με τους καλύτερους χειρούργους... Δίπλα μου χειρουργήθηκε η Αγαθή. Εκεί γνωριστήκαμε και αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Με γύψους και πατερίτσες. Έτσι παντρευτήκαμε. Τα δώρα μας από τους συναγωνιστές ήταν μια κούτα τσιγάρα και καραμέλες να κερνάμε τον κόσμο. Η βοήθεια των Ούγγρων ήταν αμέριστη. Μας βοήθησαν να σπουδάσουμε. Άνοιξαν τα πανεπιστήμια και τις τεχνικές σχολές για όλους μας (...) Ο Γολγοθάς μας όμως δεν είχε τελειώσει».
Μετά τα γεγονότα του 1956 στη Βουδαπέστη έφυγε για την Τσεχοσλοβακία. Από εκεί το 1968 πήγε στη Δυτική Γερμανία. Επέστρεψε στην Ελλάδα και την Κέρκυρα το 1980.
Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 υποστήριξε το ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού».
Πέθανε στη Λευκίμμη, σε ηλικία 73 ετών, τις 24 Νοεμβρίου 1988.