Ο Γιώργος Σκλαβούνος γεννήθηκε τις 26 Μαΐου 1919 στο χωριό Καλαφατιώνες. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο στο χωριό. Το 1933 πέτυχε σε εξετάσεις για να συνεχίσει στο σχολαρχείο στο γειτονικό χωριό Καστελλάνοι. Ωστόσο, λόγω της φτώχειας της οικογένειάς του, συνέχισε να εργάζεται σε συγγενικό παντοπωλείο - αρτοποιείο στο χωριό του, όπου δούλευε από το 1932. Επέμεινε και πήγε τελικά σε Γυμνάσιο στην πόλη του νησιού, το 1934.
Σε ηλικία 14 χρόνων, το 1933, εντάχθηκε στην τοπική οργάνωση της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ).
Έγραψε σε αναμνήσεις του: «Ο θείος μου, ο αδελφός της μάνας μου ο Γιάννης Ζερβός ήταν ταξιτζής, πρόεδρος του σωματείου. Κάθε μέρα που ερχόταν στο χωριό, το βράδυ έφερνε το "Ριζοσπάστη" και τον άφηνε στο καφενείο του Ροΐμπη. Ο Ροΐμπης, όσο ήταν ο Γιάννης εκεί τον άφηνε στο τραπέζι, όταν έφευγε όμως τον έκρυβε γιατί φοβόταν την αστυνομία, παρ' όλο που ήταν δημοκρατικός και πρόεδρος του χωριού».
Ο «Ριζοσπάστης» τον βοήθησε να καταλάβει τον κόσμο και την ιδεολογία που τον κέρδισε. Την πολιτική συνειδητοποίησή του βοήθησε επίσης η ίδρυση και λειτουργία στο χωριό του ενός πρωτοποριακού αγροτικού συλλόγου κι ενός ακόμη συλλόγου, πολιτιστικού. Παιδί ακόμη, στις εκλογές του 1933, είχε ακούσει στο γειτονικό χωριό Βαρυπατάδες έναν συμπατριώτη του φοιτητή να ρωτάει τον υποψήφιο βουλευτή κόμματος που δήλωνε σοσιαλιστής και προπαγάνδιζε τον γαλλικό σοσιαλισμό: «Γιατί δεν αναφέρεις τη Σοβιετική Ένωση που υπάρχει ο σοσιαλισμός, αλλά αναφέρεις τη Γαλλία που δεν υπάρχει;».
Το 1935 έζησε κύμα συλλήψεων κομμουνιστών στην πόλη του νησιού, καθώς και του κομμουνιστή θείου του στο χωριό, ο οποίος του είχε προμηθεύσει τα βιβλία «Δαρβινισμός» και «Τα βασικά προβλήματα του μαρξισμού». Δυσκολευόταν να τα κατανοήσει, όμως του κέντρισαν τη σκέψη. Κρατούσε σημειώσεις με τις απορίες του.
Σημειώσεις του
Το 1936 συμμετείχε στην πανεργατική απεργιακή συγκέντρωση που έγινε στην Κέρκυρα, ως αντίδραση στη δολοφονία καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη. «Η συγκέντρωση έγινε στο γυμναστήριο (...) Το γυμναστήριο σχεδόν είχε γεμίσει από εργάτες (...) Κινήσαμε λοιπόν σύσσωμοι οι συγκεντρωθέντες για τη Νομαρχία για να επιδόσουμε το ψήφισμα. Περνώντας από την Ευγενίου Βουλγάρεως διαδηλώνοντες και πριν από του Μαρόλα στο σημείο που πήγαινε ο δρόμος για το Αστ. τμήμα και στο Ιατρείο ήταν παρατεταγμένοι οι αστυνομικοί προσπαθούντες να μας διαλύσουν και να μη μας επιτρέψουν να πάμε για τη Νομαρχία. Εκεί έγινε μάχη, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν και εργάτες και αστυφύλακες (...) Ο όγκος όμως των απεργών εργατών έσπασε τον κλοιό και κατόρθωσε να φθάσει στη Νομαρχία».
Μετά την κήρυξη της δικτατορίας Μεταξά, τον Οκτώβριο του 1936 που ξαναπήγε σχολείο, έζησε την καύση βιβλίων. Έγραψε: «Θυμάμαι έξω από το Α' Γυμνάσιο αρρένων στο δημόσιο δρόμο προς τη μεριά του κτιρίου του Δαλιέτου (..) ήρθε η αστυνομία. Μας μάζεψαν. Έφεραν πολλά προοδευτικά βιβλία και εφημερίδες, αυτά που κατάσχεσαν από τα σπίτια των κομμουνιστών και προοδευτικών και από τα βιβλιοπωλεία. Τα 'καμαν σωρό και τα έκαψαν. Μίλησε μάλιστα κάποιος της Αστυνομίας και είπε ότι αυτά τα βιβλία διαβρώνουν το εθνικό και θρησκευτικό αίσθημα και μολύνουν τη σπουδάζουσα νεολαία. (...) Είναι αντίθετα στον Ελληνοχριστιανικόν Πολιτισμόν που ο μεγάλος κυβερνήτης Ι. Μεταξάς έσωσε (...) Έβλεπα τις φωτιές των καιγόμενων βιβλίων και μέσα μου δημιουργούνταν ένα μίσος και μια απέχθεια (...) Θυμάμαι καλά που όπως έρριξαν στη φωτιά ένα τόμο (...) φάνηκε μια φωτογραφία του Λένιν και κατά σύμπτωση έμεινε ακέραια επί πολλήν ώρα, ώσπου ο ίδιος ο Διοικητής Ασφαλείας (...) το 'πιασε και το βούτηξε μέσα στη φωτιά για να μη φαίνεται».
Δεν έλειπαν οι κοινωνικές αντιδράσεις. Κάθε τόσο «η Ασφάλεια ανακοίνωνε την εξάρθρωση κομμουνιστικής οργάνωσης».
Το καλοκαίρι του 1938 είχε κληθεί στον αστυνομικό σταθμό Καστελλάνων «προς σωφρονισμόν» με απειλές και βρισιές. Στο χωριό του, ο ίδιος και φίλοι του είχαν φτιάξει και αναρτήσει ειρωνικά σκίτσα του Μεταξά.
Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οργανώθηκε στο ΕΑΜ, στρατεύτηκε στον ΕΛΑΣ και κατατάχθηκε σε μονάδα του στην Ήπειρο, μαζί με τρεις συγχωριανούς του.
Έγραψε για την απόφασή του να καταταγεί στον ΕΛΑΣ: «25 του Ιούνη του 1943. Πρωί προτού βγει ο ήλιος σηκώθηκα. Όλα είχαν κανονιστεί από το βράδυ. Είχαμε καταστρώσει το σχέδιό μας. τι θα κάναμε την επόμενη μέρα. Έτσι λοιπόν ο ήλιος δεν με βρήκε στο κρεβάτι όπως τις προηγούμενες μέρες. Ντύθηκα το καλό μου καλοκαιρινό κουστούμι. Έκλεισα το σπίτι και ξεκίνησα την κατηφοριά (...). Φτάνοντας στην καλύβα φώναξα "Μάνα, Μάνα". Η μάνα μου βρισκόταν στο πηγάδι κι έπλενε μερικά ρούχα. Πάντα σηκωνότανε πρωί πρωί (...) και πήγαινε για τη δουλειά στα κτήματα. "Εδώ είμαι Γιώργη", αποκρίθηκε. "Μάνα έλα πιο 'δω". Νευρίασε λίγο γιατί θα παρατούσε για μερικά λεφτά τη δουλειά, μα ήρθε. "Τι συμβαίνει;", μου λέει. "Σε βλέπω με τα καλά σου, για πού είσαι; Για τη Χώρα; Δεν κάθεσαι να κάμεις καμιά δουλειά;". "Μάνα", της λέω, "φεύγω και φεύγω για πολύ μακριά, για τα βουνά, για τα βουνά της Ηπείρου, απέναντι. Πάω να πολεμήσω τους Γερμανούς και τους Ιταλούς φασίστες". Ξαφνιάστηκε έτσι απότομα που τ' άκουσε αυτά (...) Κι επειδή ήξερε ότι εκείνο που έλεγα θα το έκανα μου απαντάει: "Δεν κάθεσαι παιδί μου εδώ πέρα κι αν θέλεις να κάμεις αγώνα ενάντια στους κατακτητές μπορείς κι εδώ να τον κάνεις κι όχι να περάσεις θάλασσα και να κινδυνέψεις. Κι ακόμα θυμίσου που όταν πήγαινες σχολειό στην ογνίστρα θυμάμαι που διάβαζες πως τον Κολοκοτρώνη που πολέμησε τους Τούρκους στο τέλος που λευτερώθηκε η Ελλάδα τον κλείσανε στη φυλακή. Εγώ σου λέω να μη πας πουθενά. Μα αφού θέλεις πήγαινε και θα με θυμηθείς". Έσκυψε το κεφάλι, γύρισε και ξεκίνησε για το πηγάδι για να τελειώσει το πλύσιμο. Ποιος ξέρει τι σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της; Ίσως να μη το συνειδητοποίησε αυτό που άκουσε. Ίσως να τρόμαξε. Ίσως να έκλαψε. Δε ξέρω τίποτα πάνω σ' αυτό. Εγώ πάντως τίποτα δε σκέφτηκα. Το μυαλό μου εκείνη τη στιγμή ήταν απασχολημένο με προβλήματα. Η καρδιά μου ήταν δοσμένη στον αγώνα. Μπροστά μου δεν έβλεπα άλλο παρά πώς θα κατορθώναμε να ξεφύγουμε από την πόλη, να μπούμε στη βάρκα και να περάσουμε απέναντι στην Αλβανία. Κι εγώ λοιπόν έστριψα, πήγα στην καλύβα, άφησα το κλειδί του σπιτιού και ξεκίνησα γρήγορα-γρήγορα τα μονοπάτια για να βγω στη δημοσιά για τη Χώρα. Ο ήλιος μόλις έσκαζε στην ανατολή.
Οι ζεστές του ακτίνες ακόμα δεν έδιναν τη ζέστη του Θεριστή. Το πρωινό αεράκι, δροσερό, μούδινε δύναμη να κόψω δρόμο για τη Χώρα προτού ο ήλιος με τσουρουφλίσει. Ύστερα από μιάμισυ ώρα ποδαρόδρομο μέσα από μονοπάτια, δέντρα και τρεχούμενα νερά (το μισό δρόμο τον διάνυσα χωρίς να αιστανθώ ζέστη) έφτασα στη Χώρα. Η είσοδός μου στη Χώρα, όπως πάντα στην Κατοχή, μου προξενούσε ένα φόβο. Οι Ιταλοί καραμπινιέροι με τα όπλα τους στο χέρι στην είσοδο στο δρόμο στεκότανε αμίλητοι, κύτταζαν τους χωριάτες, τους έκαναν έρευνα στα πράγματά τους και μετά σήκωναν το ξύλο που έφραζε το δρόμο και τους άφηναν να περάσουν για την πόλη. Το ίδιο γινότανε και κατά την έξοδο. Περίμενα λοιπόν στο φυλάκιο του Αϊ Σπυρίδωνα του Σαρόκου να γίνει ο έλεγχος μαζί με τον άλλο κόσμο από τους καραμπινιέρους κι ύστερα περάσαμε. Η κίνηση των κατοίκων της πόλης ήταν η συνηθισμένη. Όλοι γύριζαν έξω για να οικονομίσουν κάτι τρόφιμα να περάσουν την πείνα της Κατοχής...».
Αργότερα, με κομματική αποστολή γύρισε στο χωριό του και αφιέρωσε τις δυνάμεις του στην οργανωτική συγκρότηση και ενίσχυση της ΕΠΟΝ, του ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ στην περιοχής Μέσης στο νησί. Στη συνέχεια, επανήλθε στον ΕΛΑΣ στην Ήπειρο.
Μετά την απελευθέρωση έζησε στην πόλη του νησιού την «πολύ μεγάλη πολιτική συγκέντρωση που γνώρισε η Κέρκυρα», αυτή του ΕΑΜ, «την κοσμοσυρροή, τον παλμό, τις σημαίες, τα συνθήματα», συγκρατώντας στη μνήμη του και το γεγονός ότι ο γηραιός αγωνιστής πολιτικός του Αγροτικού Κόμματος Ανδρέας Δενδρινός άρχισε τη δική του ομιλία με τα εξής λόγια: «Χαίρομαι που τώρα που κλείνουν τα μάτια τα δικά μου ανοίγουν τα δικά σας».
Τον περίμεναν, στη συνέχεια, διώξεις και δικαστήρια. Οι διώκτες του φυλάκισαν και τον πατέρα του Γεράσιμο Σκλαβούνο, σε ηλικία 63 ετών.
Το 1957, στρατευμένος πια στις τάξεις της ΕΔΑ από τα πρώτα της βήματα, εκλέχτηκε στη διοίκηση του αγροτικού Συνεταιρισμού της περιοχής του. Ως μη νομιμόφρων το 1960 παύθηκε από τη θέση αυτή με απόφαση του Νομάρχη Κέρκυρας.
Το 1962, καθώς δεν έβρισκε πουθενά δουλειά, πήγε στην Αθήνα.
Το 1967, σε ηλικία 48 χρονών, συνελήφθη από το καθεστώς της χούντας των συνταγματαρχών, ενώ υπέφερε από βρογχικό άσθμα. Εξορίστηκε στη Γυάρο.
Άφησε γραπτά κείμενα με πολύτιμες πληροφορίες για σελίδες του εργατικού - λαϊκού κινήματος της Κέρκυρας και για συναγωνιστές του. Αφιέρωσε την εξιστόρηση της ζωής του στην οικογένειά του, γι' αυτά που τον έμαθαν: «Να ψάχνω να βρίσκω την αλήθεια και να την υπερασπίζομαι με πάθος. Ν' αγωνίζομαι με τη δουλειά μου και με το μυαλό μου για να λάμψει η δικαιοσύνη, να λείψει η αδικία. Κι αυτά τα βρήκα (...) στο ΚΚΕ, που οργανώθηκα και πίστεψα. Κι όπου χρωστάω ότι μπορεί να λέγομαι άνθρωπος σωστός όσο δύναται», όπως έγραψε.
Σε εκδρομή της ΕΔΑ (πρώτος δεξιά)
Ο Γιώργος Σκλαβούνος πέθανε στην Κέρκυρα, τις 18 Αυγούστου 1988, σε ηλικία 69 ετών. Στο φέρετρό του υπήρχε κι ένα φύλλο του αγαπημένου του «Ριζοσπάστη». Τον αποχαιρέτησε, μεταξύ άλλων, εκπρόσωπος της Οργάνωσης Κέρκυρας του ΚΚΕ.
«Μέλος του ΚΚΕ και αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, διέθεσε όλες τις δυνάμεις του στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας, την εθνική ανεξαρτησία, την ειρήνη και το σοσιαλισμό. Μετά την απελευθέρωση υπέστη διώξεις από τις κυβερνήσεις της Δεξιάς. Από τη χούντα των συνταγματαρχών εξορίστηκε στα Γιούρα, με αποτέλεσμα να κλονιστεί σοβαρά η υγεία του και να οδηγηθεί στον θάνατο. Θα είναι πάντα ζωντανός στη μνήμη μας», ανέφεραν στον «Ριζοσπάστη» τις 30 Ιανουαρίου 2002 η γυναίκα του Χρυσάνθη Σκλαβούνου και ο γιος του Μάκης Σκλαβούνος, τιμώντας τη μνήμη του και προσφέροντας ποσό για οικονομική εξόρμηση με σκοπό την αγορά γραφείων της Κομματικής Οργάνωσης Κέρκυρας του ΚΚΕ.