Ζει κόντρα στους δίσεκτους καιρούς; Ζει ακόμα και τώρα στα Επτάνησα -και όχι μόνον- το μουσικό λαϊκό ή και εξεγερτικό επτανησιακό πνεύμα;
Εννοούμε καταρχάς το εμπνευσμένο από τη ζωή, τα πάθη και τους πόθους του λαού για μια καλύτερη και πιο όμορφη ζωή μουσικό πνεύμα του Κερκυραίου μουσουργού Νικόλαου Μάντζαρου, αλλά και του Ζακύνθιου τόσο μουσικού ποιητικού βάρδου Διονύσιου Σολωμού, που συνεργαζόμενοι έκαναν τι, νομίζετε, σύμφωνα με τον Μίκη Θεοδωράκη; Ό,τι λίγο-πολύ επαναστατικό έκανε ο ίδιος με τον Γιάννη Ρίτσο, τον Γιώργο Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη στη δική του εποχή!
Επίσης, ας προσθέσουμε εμείς, ό,τι ο ίδιος έκανε με τον άλλο τόσο οικουμενικό ποιητή Πάμπλο Νερούδα. Τον Νομπελίστα σαν τον Σεφέρη και τον Ελύτη ποιητή της Λατινικής Αμερικής που είχε γράψει για μια «πολιορκημένη» Ελλάδα κι έναν «άνθρωπο με το γαρύφαλλο», όπως τον είχαν καταγράψει φωτογραφίες και σκίτσο του Πάμπλο Πικάσο, συνδέοντας ανεξίτηλα τη σχέση των λαϊκών αγωνιστών κι επαναστατών της Ελλάδας με το λουλούδι.
Υπήρξαν, εννοείται, αρκετοί Επτανήσιοι μουσουργοί μετά τον Μάντζαρο ή στα χρόνια του, όπως και γυναίκες-συνθέτριες πιανιστικών έργων με πρώτες και καλύτερες ίσως τη συνομήλική του Ζακύνθια συνθέτρια έργων για πιάνο Σουζάνα Νεράντζη, τις Κερκυραίες Φραντζέσκα Κοράγγιου και Αμαλία Γενατά και την Κεφαλονίτισσα Σοφία Δελλαπόρτα, που συνέχισαν το πρωτοποριακό μουσικό έργο του.
Οι μουσουργοί αυτοί σημάδεψαν μάλιστα μουσικά την εποχή τους με το έργο τους. Οι επτανησιακές νότες τους, ενώ ύμνησαν τον σηκωμό του ’21, εστίασαν συχνά στις νέες συνθήκες, στα νέα δίκαια του λαού, στη νέα πατριωτική του δράση, όπως και σε πανανθρώπινες αξίες που αναδεικνύουν παγκόσμιας εμβέλειας έργα ξένων μουσουργών. Ακόμη και -γιατί όχι- στην κοινωνική και πολιτική πια λαϊκή Αντίσταση στην αδικία, στην Αντίσταση σε επιδρομείς και κατακτητές, στους νέους λαϊκούς ήρωες, στον πόθο για μια δίκαιη κοινωνία, σε μια ριζική κοινωνική αλλαγή, σε μια νέα Επανάσταση των φυτών και των λουλουδιών, αν το προτιμάτε με τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη.
Μ’ έναν άλλο Οδυσσέα, τον ομηρικό τολμηρό ήρωα, ήταν συνδεδεμένη άλλωστε η πρώτη ίσως σχετική σύγχρονη επτανησιακή μουσική δημιουργία, αφού σ’ αυτόν αναφερόταν ένα άσωστο έργο του δάσκαλου του Μάντζαρου στο βιολί Στέφανου Πογιάγου (1768-1826) του μεγαλωμένου σε χρόνια που τα νησιά μας τα συγκλόνιζαν τα απελευθερωτικά μηνύματα της Γαλλικής αστικής Επανάστασης. Τότε που ο λαός μαζί τα θούρια του Ρήγα Φεραίου τραγουδούσε τη γαλλική «Μασσαλιώτιδα» και τη γαλλική «Καρμανιόλα» σε ελληνικές εκδοχές. Άφησε βαθιά αποτυπώματα, αν και ήταν βραχύβια και «θάφτηκε» από την κατοπινή κυρίαρχη τάξη, η παράδοση εκείνων των χρόνων.
«Ακούτε την ελληνική “Καρμανιόλα” στη γειτονιά; Πόσο πιο όμορφη είναι!», είχε πει με υπερηφάνεια μια Κερκυραία στον σταθμευμένο στο νησί Ιταλό ιστορικό Κάρλο Μπότα τα τέλη του 1797, όπως μαρτυρείται σε επιστολή που ο Ζακύνθιος ιστορικός ερευνητής Δημήτρης Αρβανιτάκης ανέσυρε από τη λήθη το 2020. Μιλώντας για την απήχηση της μεταφρασμένης στα ιταλικά και κατόπιν στα ελληνικά γαλλικής «Καρμανιόλας» στην Κέρκυρα, ο συγγραφέας και ιστορικού κειμένου για την Κέρκυρα αργότερα στο Μιλάνο, Κάρλο Μπότα, είχε σημειώσει τότε: «Τα ελληνόπουλα την τραγουδούν στις γειτονιές».
Τότε που η νέα Γαλλική Δημοκρατία διαβαζόταν στα νησιά μας ως «Madre Patria» πλήρως συνυφασμένη, όπως έγραφε ο Βενέδικτος Πιέρης, με τα ελληνικά συμφέροντα των πολλών και με «την ευτυχία στην Ανθρωπότητα».
Ήταν μόλις το 1798!
Που ο Κερκυραίος λόγιος Στέλιος Βλασσόπουλος, μιλώντας σε κερκυραϊκή δημοκρατική Λέσχη είχε σημειώσει ότι η μουσική «έχει έναν σκοπό πιο υψηλό» κιόλας από την ευχαρίστηση και την καλαισθησία, καθώς «οι τύραννοι συντηρούν μουσικούς για να πολλαπλασιάζουν τις απολαύσεις τους, όπως έκανε ο δικός μας Αλκίνοος με τον Δημόδοκο, ενώ οι σκλάβοι με τη μουσική ανακουφίζουν τα δεινά τους».
Και τι δεν μπορείς να καταφέρεις, σύμφωνα με τον ίδιο, όταν εμπνέεσαι από μουσική που μιλά για τα δίκια σου! Μπορείς να βαδίζεις «στην απόσειση του ζυγού των τυράννων»! Ακόμη και να αντιμετωπίζεις «την αδιαφορία για τη μανία των συνασπισμένων βασιλιάδων της Ευρώπης»! Ακόμη και να συνεισφέρεις «στην ήττα των καταπιεστών της ανθρωπότητας»!
Έκφραση κι εκείνης της παράδοσης στις νεότερες συνθήκες αποτελεί ίσως το γεγονός ότι στα μέσα του εικοστού αιώνα η τραγωδία «Ο Θάνατος του Διγενή» του Λευκάδιου ποιητή Άγγελου Σικελιανού έγινε από τον Ζακύνθιο μουσουργό Αλέκο Ξένο, με τη συγκατάθεση του ποιητή, αθάνατο μουσικό έργο με τον τίτλο «Ο Διγενής δεν πέθανε». Αφιερωμένο στον - φυλακισμένο στην Κέρκυρα νωρίτερα, ας θυμίσουμε- εκτελεσμένο δημοκράτη αγωνιστή της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής δημοκρατίας Νίκο Μπελογιάννη και τον ανυπότακτο ελληνικό λαό.
Ο Λευκάδιος μεγάλος ποιητής έχει μελοποιηθεί πλούσια από τον πολυαγαπημένο σε όλα τα Επτάνησα και γενναιόδωρο με τους πνευματικούς προγόνους του Μίκη Θεοδωράκη. Ποιος δεν έχει ακούσει το «Πνευματικό Εμβατήριό» τους; Το ‘χει τραγουδήσει μαζί με τον Θεοδωράκη και το πιο λυρικό αηδόνι που έβγαλε ποτέ η Επτάνησος, η εκπληκτική Λευκάδια μέτζο σοπράνο Αγνή Μπάλτσα, η κατά τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν «σπουδαιότερη δραματική μεσόφωνος της εποχής» του. Όπως έχει κάνει και ο τόσο άξιος Κερκυραίος βαρύτονος Παντελής Κοντός.
Επιτρέψτε μας, πριν από οτιδήποτε άλλο, μια μοναδική, αφού δεν υπάρχει άλλη, συγκλονιστική περιγραφή του 1880 περίπου για τις ιστορικές στιγμές της πρώτης μελοποίησης του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» στην Κέρκυρα, στα 1828-1829.
Είναι καμωμένη απ’ τον ιστοριοδίφη Σπυρίδωνα Δε Βιάζη που σε παιδική ηλικία, όταν ο Ιππότης Μάντζαρος συχνά παρέδιδε μαθήματα μουσικής δωρεάν, ήταν μαθητής του. Παρατίθεται εδώ όπως παρουσιάζεται στην έκδοση «Διονυσίου Σολωμού Τα Κερκυραϊκά» που -καθόλου τυχαία- την Πρωτοχρονιά προσφέρθηκε από μια οικογένεια Επτανησίων ως ευχετήριο δώρο στον Μίκη Θεοδωράκη:
«Πολάκις ηκούσαμεν τον Μάντζαρον λέγοντα ότι, οσάκις κατά την σύνθεσιν των δύο μελοποιήσεων του Ύμνου επαιάνιζεν απόσπασμα εις τον Σολωμόν, ή ενώπιον αυτού εμπνεόμενος έθετεν επί του χάρτου τας νότας και έπειτα τας έκρουεν εις το πιάνο τραγουδώντας, ο ποιητής εσκίρτα εκ του ενθουσιασμού. Ετραγούδαε και αυτός μετά του φίλου μουσουργού. Βλέπων ο Ποιητής ότι η μουσική ήτο αντάξια της ποιήσεως, δηλαδή ότι οι νότες διερμήνευον την ιδέαν της ποιήσεως, ανελύετο εις δάκρυα εκ της συγκινήσεως. Τότε εξαφθείς υπό εκστάσεως και ο Μελοποιός και έτι πλέον εμπνευσθείς εξηκολούθει γράφων. “Τόσον ήτο μεγάλη κατά την στιγμήν εκείνην η συγκίνησίς μας”, εξηκολούθει λέγων ο Μάντζαρος, “που ενομίζαμεν ότι δεν ήμεθα εις την γην και κλαίοντες ο ένας κατησπάζετο τον άλλον. Ήσαν δάκρυα προερχόμενα το μεν εκ του ενθουσιασμού της επιτυχίας του έργου, το δε ότι η τέχνη κατόρθωνε πρεπόντως να υμνήση την ελευθερίαν της αναγεννωμένης πατρίδος δια του αίματος τόσων αγίων ηρώων”».
Ο Μίκης Θεοδωράκης θυμάται πάντα από την παιδική ηλικία του ότι κοσμούσε το σπίτι του σε περίοπτη θέση, μεταξύ άλλων, ένα αντίτυπο της πρώτης έκδοσης των «Ευρισκομένων» του Σολωμού το 1859 στην Κέρκυρα.
Τον έχει επηρεάσει βαθιά ο -μην ξεχνάμε, μουσική διάνοια σύμφωνα με τον Μάντζαρο- Σολωμός, όπως έχει πει πολλές φορές. Επίσης, όπως έχει πει, στα Επτάνησα, στο νησί της Κεφαλονιάς -με τους τόσους μουσικοσυνθέτες όπως ο πρωτοπόρος της στρατευμένης στον λαό Τέχνης Νικόλαος Τζανής Μεταξάς- έλαβε μικρός την απόφαση ν’ αφιερωθεί στη Μουσική, καθώς έζησε εκεί τέσσερα περίπου χρόνια. Επτανήσιοι ποιητές, με πρώτον το Σολωμό, ξεχωρίζουν στα πρώτα «Παιδικά Τραγούδια» του. Ουδείς έχει μελοποιήσει τόσο πολύ Επτανήσιους ποιητές όσο ο ίδιος, ακόμη και σε συμφωνικά έργα του, όπως η ξακουστή «Τρίτη Συμφωνία» του η εμπνευσμένη σε μεγάλο βαθμό από την «Τρελή Μάνα» του Σολωμού. Πόσο πολύ; Μόνο η πλήρης αξιοποίηση του μουσικού αρχείου του θα δώσει απάντηση. Σίγουρα υπάρχουν κι ανέκδοτα έργα του με ποίηση επτανησιακή.
Σώζεται ανέκδοτο ηχητικό απόσπασμα με τον συνθέτη στο πιάνο, στο περιθώριο μια πρόβας στο Παρίσι, το 1973, να τραγουδά στίχους του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Την περίφημη και γνωστή με δικές του νότες δισκογραφικά μόνο από παιδική χορωδία «Αγράμπελη», όπως αυτός την εμελοποίησε το 1939 σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών. Όπως και μικρό μα όμορφο ηχητικό απόσπασμα από το περιθώριο κάποιας πρόβας σε στιγμές χαλάρωσης τον Αύγουστο του 1973, στο Παρίσι, με τον ίδιο στο πιάνο να τραγουδά, με σεκόντο τη φωνή του Κερκυραίου ερμηνευτή Πέτρου Πανδή, τι νομίζετε; «Ποια είν’ εκείνη που κατεβαίνει…». Το περίφημο ποίημα «Η Αγνώριστη» του Σολωμού, δηλαδή. Το είχε μελοποιήσει έφηβος. Κάπου ανάμεσα στα 1940-1943.
Όσο για την πρώτη μελοποίηση του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» από τον Μάντζαρο στην Κέρκυρα στα 1828-1829 ή και 1830, στην οποία αναφερθήκαμε λίγο πριν με τα λόγια του Δε Βιάζη, δεν είναι η μοναδική που ίσως γνωρίζετε, φίλες και φίλοι, αν διανύετε την πρώτη νεότητα.
Δεν είναι αυτή, ξέρουμε πια οι μεγαλύτεροι, που όλοι μάθαμε στο σχολείο. Ο Μάντζαρος και ο Σολωμός φαίνεται ότι ήθελαν η μουσική του ν’ ανταποκρίνεται όσο μπορεί στην επαναστατική και ηρωική ορμή του 1821 και συγχρόνως να επιτρέπει στον λαό να τον τραγουδά εύκολα, με ρυθμό που ανταποκρίνεται ακόμη και σε σχετικά νωπά συλλογικά του ακούσματα του καιρού που η Γαλλική αστική Επανάσταση έφτασε απελευθερωτικά απ’ τον φεουδαρχικό βενετικό ζυγό στα Επτάνησα. Έγραψε άλλωστε μουσική και για τα σαλόνια και για τα καντούνια ο Μάντζαρος. Είναι νεότερη η μελοποίησή του που με μισή καρδιά υιοθετήθηκε απ’ την επίσημη Ελλάδα το 1865 τροποποιημένη κι απλουστευμένη με τις αρχικές στροφές του «Ύμνου» και όλοι μας μαθαίνουμε από παιδιά. Αν δεν έχει τύχει ν’ ακούσετε ή δεν έχετε κρατήσει στη μνήμη τη μελοποίηση εκείνη -που, παρεμπιπτόντως, σε ηγέτες των Ελλήνων πολιτικών επαναστατών του καιρού μας φέρνει στον νου και τη γαλλική «Μασσαλιώτιδα»- δεν έχετε παρά να την αναζητήσετε στο Γκουγκλ με τα στοιχεία Φιλαρμονική Μάντζαρος, Ύμνος εις την Ελευθερίαν 2009 και, πιστέψτε μας, θα ευφρανθείτε.
Είναι εξαιρετική, θα συμφωνήσετε πιστεύουμε όσοι δεν την έχετε ακούσει, η απόδοση εκείνης της μελοποίησης που η Φιλαρμονική «Μάντζαρος» το 2009, με μαέστρο τον Σπύρο Δολιανίτη, είχε παρουσιάσει στο Μέγαρο Μουσικής. Αν το επιτρέψουν οι υγειονομικές συνθήκες και είναι σωστές οι πληροφορίες μας, πιθανότατα η σύνθεση αυτή θ’ αντηχήσει πάλι στην Αθήνα σε ταιριαστό μέρος εφέτος σε εκδήλωση εορτασμού των 200 χρόνων της Επανάστασης του 1821.
Όπως εξαιρετική ήταν βέβαια μια «νύχτα γιομάτη θαύματα νύχτα σπαρμένη μάγια», το 2018, η απόδοση μέρους της στο αθηναϊκό Κέντρο Πολιτισμού – Ίδρυμα Νιάρχου από την «Παλαιά» όπως αποκαλείται πρώτη και ιστορική Φιλαρμονική του τόπου, τη γαλουχημένη μουσικά από τον ίδιο τον Μάντζαρο Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας. Σε ενορχήστρωση που εκείνη τη χρονιά είχε κάμει ο 42χρονος σήμερα και τόσα πολλά υποσχόμενος με τα ήδη 120 πρωτότυπα έργα και τις 800 περίπου διασκευές και ενορχηστρώσεις του εικονιζόμενος στην εισαγωγική φωτογραφία αρχιμουσικός της Σπύρος Προσωπάρης. Αυτός που, δύο αιώνες από τότε που ο Πογιάγος συνέθεσε το χαμένο ελληνόφωνο μουσικοχορευτικό θέαμα-έργο «Παρά Φαιάξοιν άφιξις του Οδυσσέα», έχει συνθέσει πια, μεταξύ άλλων, το υπέροχο συμβολικό έργο «Μυθόραμα» -που από το 2020 ξεκίνησε διεθνή δισκογραφική καριέρα ενταγμένο στο άλμπουμ «Spring Ritual»- με τη σουίτα «Στη μυθική Χώρα των Φαιάκων» και «Το τραγούδι του Δημόδοκου» και την «Επιστροφή στην ομηρική Σχερία».
Δικές του είναι, επίσης, μελωδίες με δεκάδες συμβολισμούς για λαϊκούς ήρωες της ντόπιας λογοτεχνίας, για τη λαϊκή παράδοση. Καθώς και φρέσκα, μοντέρνα έργα-διασκευές από τη σοφία Επτανήσιων μα και ξένων μουσουργών που με πολύν ιδρώτα, πολλές θυσίες, κάποτε και με το αίμα τους, πέφτοντας πάνω στο πόντιουμ ή από εχθρικά βόλια, υπηρέτησαν ή προσπάθησαν να υπηρετήσουν τον λαό όπως αρμόζει στους πνευματικούς ανθρώπους, συχνά γυρίζοντας και την πλάτη σε πλούσιες θέσεις στην Αθήνα ακόμη κι όταν η κυρίαρχη αστική τάξη τούς έθετε ως μισθωτούς στην υπηρεσία της. Δεν είναι καθόλου λίγοι άλλωστε όσοι με το έργο τους, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, απαρνήθηκαν την αστική τάξη παρόλο που από αυτήν προέρχονταν.
Γιος βιοπαλαιστών, όπως τόσοι και τόσοι Επτανήσιοι συνθέτες και μαέστροι από τα μέσα του 19ου αιώνα και δώθε που η οικονομική και η κοινωνική εξέλιξη έπαψαν αυτό το μονοπώλιο από την αστική τάξη, ο Προσωπάρης στο λαϊκό προάστιο Μαντούκι σε ηλικία δώδεκα ετών, θυμίζουμε, είχε δημιουργήσει χορωδία. Αντιπροσωπεύει σήμερα, επιτρέψτε μας να πούμε, ένα πολύτιμο μουσικό κεφάλαιο καταρχάς του νησιού και της Επτανήσου. Όπως κι ένας άλλος συνθέτης και μαέστρος που - όπως θα δούμε αρκετά πιο κάτω- διαπρέπει με το έργο του στα κερκυραϊκά χώματα. Γιος οικοδόμου.
Διότι, για να περάσουμε σ’ έναν τρίτο, προικισμένο μαέστρο των ημερών μας με διεθνείς διακρίσεις που διευθύνει την Καμεράτα του Μεγάρου Μουσικής, δίκιο έχει νομίζουμε, φίλες και φίλοι, ο καταγόμενος από την Κέρκυρα Γιώργος Πέτρου. Έχει απόλυτο δίκιο όταν αναρωτιέται για ποιον μουσουργεί ο καθένας!
Ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Μάντζαρος, αλλά και ο αμφισβητίας του έργου του τελευταίου Μανώλης Καλομοίρης είναι οι αγαπημένοι του Έλληνες συνθέτες. Επίσης, το μιούζικαλ τον συγκινεί. Του αρέσουν πολύ οι Μπαχ, Μότσαρτ, Σοστακόβιτς, Τσαϊκόφσκι, αλλά και οι Deep Purple, ο Ντέιβιντ Μπόουι, οι Μπιτλς, ο Στίβεν Στόνχαϊμ. Ανέβασε και τα «Κάρμινα Μπουράνα» στο Ηρώδειο. Με όλα τα μουσικά όργανα της εποχής μας. Όπως το θέτει, «καλή μουσική είναι μία και δεν ορίζεται από το στιλ της, αλλά από την ποιότητά της». Όποιες κι αν είναι οι μουσικές προτιμήσεις του, έχει δίκιο όταν λέει ότι στον Πολιτισμό υπάρχει πάντα το ερώτημα: «Ποιον αφορά αυτό που κάνω;». Εν τέλει, συμπληρώνουμε, ποια κοινωνική τάξη;
«Τόπος είναι η μουσική μας, οι ρυθμοί μας, οι μελωδίες που ακούμε, η θάλασσα, ο αέρας. Οι ήχοι μας είναι ο τόπος μας. Η Ελλάδα όπως έχει το δικό της φως έχει και τους δικούς της ήχους», πιστεύει.
Το ίδιο τα Επτάνησα!
Όπου ο επαναστάτης λογοτέχνης Κωνσταντίνος Θεοτόκης μάς θύμισε εδώ κι έναν αιώνα, μεταφράζοντας τον «Φαίδωνα» του Πλάτωνα για τον αγώνα του Σωκράτη, ότι για τον τυφλό αοιδό Δημόδοκο και τους αρχαίους Έλληνες η μουσική ήταν «μέγιστη» φιλοσοφία, όπως βεβαιώνει πια και το Διεθνές Σεμινάριο Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής του Ιονίου Πανεπιστημίου, που συνεργάζεται για εξειδικευμένες έρευνες με το τόσο φιλόξενο σε μουσικές εκδηλώσεις Αρχαιολογικό Μουσείο της Κέρκυρας.
Κατατείνουν οι έρευνες στο ότι η κιθάρα και μια μορφή μαντολίνου ήταν από την αρχαιότητα λαϊκά μουσικά όργανα στα Επτάνησα. Επιγραφικές μαρτυρίες βεβαιώνουν, όπως απέδειξε ο πανεπιστημιακός Θεόδωρος Παππάς, ότι στην αρχαία Κέρκυρα οι αθλητικοί αγώνες συνδυάζονταν με μουσικούς, που «αποτελούσαν σημαντική γιορτή για την πόλη». Μαζί με τη γυμναστική και τον χορό η μουσική έπαιζε «καίριο ρόλο στην παιδεία της αρχαίας Κέρκυρας».
Η σύγχρονη Ιστορία, φίλες και φίλοι, το έφερε έτσι!
Έλαχε από παλιά στα νησιά του Ιονίου ο κλήρος της πρώτης ελληνικής αντιστασιακής – επαναστατικής έντεχνης μουσικής ή, για να το πούμε κι αλλιώς, μουσικής για τη λαϊκή Αντίσταση κι Επανάσταση. Σε πρώτη φάση με τη λογική της αστικής τάξης βέβαια, θα μπορούσε να πει κανείς, αφού αυτή ηγήθηκε του ’21 και αυτή, με επικεφαλής τον Ιωάννη Καποδίστρια τα πρώτα χρόνια, διαμόρφωσε το σύγχρονο νεοελληνικό κράτος. Όχι μόνον όμως!
Ούτε, όπως λέγεται, σε μονομερή συνάφεια με τη Δύση, αφού άλλωστε η αρχαία ελληνική μουσική με την Ανατολή είχε κυρίως συνάφεια.
Αν και τα λόγια του λογοτέχνη Ευγένιου Αρανίτση έχουν ειπωθεί για την Κέρκυρα, λίγο- πολύ ισχύει συνολικά για τα Επτάνησα ότι «η έννοια παρυφές είναι εδώ, ούτως ή άλλως, το κλειδί· βρισκόμαστε στις οιονεί παρυφές της Δύσης, αλλά και -για τους Δυτικούς- στις παρυφές της Ανατολής. Κέρκυρα ονομάζουμε την πόλη-Πύλη ανάμεσα στους δύο πολιτισμούς». Σύμφωνα με τον εξαίρετο Αθηναίο μαέστρο και πανεπιστημιακό Μίλτο Λογιάδη, το επτανησιακό μουσικό έργο του 19ου αιώνα, όσο κι αν θεωρείται μονομερώς δυτικότροπο, στην πραγματικότητα είχε τον «χαρακτήρα του σταυροδρομιού πολιτισμών». Έναν ευρύτερο, με άλλα λόγια, διεθνή χαρακτήρα.
Ο Νικόλαος Μάντζαρος, όπως απέδειξε ο μουσικολόγος και ιστοριοδίφης με αμέτρητες μελέτες Κώστας Καρδάμης εγκύπτοντας σε κατάλοιπα του ιδιοφυούς μουσουργού στο Μουσείο της Παλαιάς, πρώτης Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας της σταδιακά δημιουργημένης μεταξύ 1837-1840, ήδη το 1830 στην αγγλοκρατούμενη Κέρκυρα είχε μελοποιήσει και τον «Θούριο» του Ρήγα Φεραίου που, θυμίζουμε, συμβολικά είχε καλέσει «να σφάξωμεν τους λύκους, που τον ζυγόν βαστούν και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν».
Εμελοποίησε και μέρος από τη σολωμική «Ωδή εις το θάνατο του Λορδ Μπάιρον», καθώς και το επίγραμμα «Η καταστροφή των Ψαρών», ενώ αριστούργημα θεωρείται η «Χορωδιακή καντάτα» του για υψίφωνο και ανδρική χορωδία η γραμμένη κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, μάλλον στα 1823/1824. Το 1842 ολοκλήρωσε τη σύνθεση του ελληνικού μελοδράματος «Ο Αίας μαστιγοφόρος».
Εν πολλοίς μη Επτανήσιοι, καθώς ο Γιώργος Λεωτσάκος κι άλλοι ερευνητές και μελετητές μουσικολόγοι και διαπρεπείς μουσικοί όπως ο Βύρων Φιδετζής από τους νεότερους έφεραν στο φως και ανέδειξαν στην Αθήνα νέες επτανησιακές συνθέσεις, ήταν εκείνοι που αποκατέστησαν το έργο του και το ανάλογο έργο άλλων Επτανησίων της εποχής του, που είχαν κατηγορηθεί ότι παρόλο που εμπνέονταν από την Επανάσταση του 1821 και άλλα εθνικά θέματα δεν μπόρεσαν να δώσουν «ελληνικό χαρακτήρα» στη μουσική τους, μόνο μιμούμενοι τάχα την αντίστοιχη ιταλική, ενώ ο Μάντζαρος (1795-1872) στην πραγματικότητα το είχε πετύχει.
Ο Μάντζαρος θεωρείται πια ο συνθέτης της πρώτης σωσμένης όπερας Έλληνα δημιουργού, με το έργο του «Don Crepuscolo», το 1815. Δικά του και το πρώτο γνωστό έργο σε ελληνική γλώσσα για φωνή και ορχήστρα, τα πρώτα γνωστά ελληνικά έργα για κουαρτέτο εγχόρδων, το πρώτο ελληνικό πιανιστικό ρεπερτόριο, το πρώτο ελληνικό έργο σε μορφή φούγκας, αλλά και η πρώτη μνημονευόμενη - δυστυχώς χαμένη- ελληνική μουσική συμφωνία. Είτε λοιπόν ο Μάντζαρος αποτελούσε όντως εμβληματικό μουσουργό πριν απ’ όλα μιας δυναμικής επτανησιακής αστικής τάξης που υιοθετούσε τη χρήση της νεοελληνικής γλώσσας για την έκφραση των ταξικών στόχων της με εθνικό μανδύα είτε όχι, κράτησε το έργο του κοντά στη λαϊκή χορωδιακή πρακτική, χωρίς να προδώσει τον έντεχνο χαρακτήρα του.
Ο λαός!
«Πάντοτ’ ευκολοπίστευτος και πάντα προδομένος» όπως είπε ο Σολωμός στην «Προς Επτανησίους Ωδή» του για τον επτανησιακό λαό, αλλά θέλει-δε θέλει ποιος μπορεί ολότελα να τον αγνοήσει;
Ο Καρδάμης απόδειξε ότι μια πλειάδα Επτανήσιων μουσουργών βασίστηκε δημιουργικά στις μνήμες των λαϊκότροπων επαναστατικών μελωδιών, όπως αυτές διατηρήθηκαν ή δημιουργικά συναιρέθηκαν στην αστικολαϊκή, έστω, επτανησιακή φωνητική πρακτική. Επίσης, ότι πριν ακόμη από την άφιξη των Γάλλων Δημοκρατικών στα νησιά μας είχαν ήδη διαμορφωθεί οι συνθήκες, με τη συμβολή της οικογένειας Πογιάγου και Ιταλών προσφύγων, για τη δημιουργία πρωτότυπης έντεχνης μουσικής παραγωγής, τη δημιουργία της έντεχνης επτανησιακής μουσικής ταυτότητας φυσικά και με ξένες επιρροές, εν μέρει κι από φωτισμένους στο ιστορικό Πανεπιστήμιο της Πάδοβας λόγιους, αφού τίποτε δεν λειτουργεί εν κενώ και όλα πάντα συναιρούνται. Ο Ζακύνθιος μελετητής και μουσικολόγος Νίκιας Λούντζης με το βιβλίο του «Ιόνιο Λιμπερτά» κι άλλες εργασίες του βεβαίωσε εξάλλου ότι οι επτανησιακές αρέκιες κι αριέττες έχουν τη βάση τους σε τραγούδια της δουλειάς, εργατικά, με επιρροές κι από τραγούδια των ξένων πληρωμάτων των πλοίων της ισχυρής προεπαναστατικής επτανησιακής ναυτιλίας του Ιονίου, που έφτανε και στην Πόλη και στον Δούναβη και στη Ρωσία.
Ο Ιππότης Μάντζαρος λοιπόν, επιλέγοντας την απόδοση της μουσικής του από τετράφωνο ανδρικό χορωδιακό σχήμα με συνοδεία πιάνου, κάθε άλλο παρά επρόδωσε, ως πνευματικός άνθρωπος, τον λαό! Αντιθέτως, δικαιούται και μέρος της λαϊκής αναγνώρισης και αίγλης του Σολωμού!
«Η επτανησιακή μουσική είναι η αρχή της εθνικής μουσικής, σε μια εποχή που το νέο ελληνικό κράτος κατακλύζεται από μία βαυαροκρατία που συνοδεύεται από μία βαρβαροκρατία», σύμφωνα με τον Ζακύνθιο συνθέτη και μαέστρο Ιάκωβο Κονιτόπουλο, γενικό γραμματέα της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών.
Ο πανεπιστημιακός και συγγραφέας πολλών μελετών και δοκιμίων για τον ελληνικό Διαφωτισμό και τη μουσική Χάρης Ξανθουδάκης έχει σημειώσει ότι για τον Μάντζαρο «το εθνικό στην ελληνική μουσική βρισκόταν στη διασταύρωση της υψηλής φόρμας με την απλή μελωδική γραμμή, την ελληνική απλότητα». Επιπλέον, ότι για εκείνον ο «Ύμνος» ήταν «το δοκιμαστήριο πάνω στο οποίο εφάρμοσε τις μουσικές του ιδέες για μια καινούργια Ελλάδα».
Κατά τον ίδιο, ο Σολωμός στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του -θυμηθείτε, ειρήσθω εν παρόδω, τη δήλωση του παλιού κομμουνιστή ηγέτη Χαρίλαου Φλωράκη ότι ο ίδιος και οι συγκρατούμενοί του επαναστάτες αγωνιστές στις φυλακές της Κέρκυρας στα 1955 ένιωθαν «ελεύθεροι πολιορκημένοι» και το γεγονός ότι το 1957 είχαν κάνει έρανο για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης από τους ναζιστικούς βομβαρδισμούς της οικίας του ποιητή στην πόλη της Κέρκυρας- επιχείρησε να μετουσιώσει στους στίχους του μουσικές «ιδέες του Μάντζαρου».
Μπορούμε να το σκεφτούμε κι αντίστροφα αφού ο -και πιανίστας- Σολωμός, σύμφωνα με τον Μάντζαρο, πάνω απ’ όλα «αισθανόταν» μουσικά.
Σύμφωνα με τον Μίκη Θεοδωράκη, «στον “Ύμνο εις την Ελευθερίαν”, όπως πάντα στα έργα του, ο Σολωμός “παγίδευσε” τη μουσική μέσα στο στίχο του. Τη μουσική που ο Μάντζαρος τη βρήκε, την ανέσυρε, την έκανε κτήμα όλων μας, με τον τρόπο που μόνον η μεγάλη μουσική, το ιερό αυτό μυστήριο, μπορεί να το πετύχει. Ολόκληρη η ποίηση του Σολωμού, άλλωστε, ήταν αυτός ο αγώνας, να γράψει μουσική με σκέψη και με λόγο».
Ας αναλογιστούμε ακόμη μία φορά τη διαχρονική κι αγωνιστική απήχηση εκείνης της παράλληλης κι αδιαίρετης ίσως πνευματικής δημιουργίας του Μάντζαρου και του Σολωμού μαζί, μέσα από δύο εικόνες:
Μόλις είδατε ένα πορτρέτο του ποιητή καμωμένο απ’ τον αγωνιστή ζωγράφο Ασαντούρ Μπαχαριάν μέσα στις φυλακές της Κέρκυρας το 1957.
Μόλις είδατε και μιαν απ’ τις πανομοιότυπες κάρτες για ταχυδρόμηση από τους πολιτικούς κρατούμενους των φυλακών που ο ίδιος είχε φτιάξει το 1955 με σολωμικούς στίχους και οι λογοκριτές διέγραφαν.
Πού να ‘ξεραν κιόλας οι λογοκριτές ότι ο Σολωμός με το φωτεινό πνεύμα του παρέμενε και το 1848 υπέρ των Επαναστάσεων που, βέβαια, δεν ήταν πια μόνο αστικές καθώς εργάτες και άλλα λαϊκά στρώματα μετείχαν πια και με δικά τους αιτήματα!
Πού να ‘ξεραν πως, αγνοώντας τον φόβο ότι του άνοιγαν τα γράμματα όπως έλεγε, είχε γράψει τότε από την Κέρκυρα στον αδελφό του στη Ζάκυνθο: «Σε όλα τα μέρη της γης οι επαναστάσεις πέφτουν σαν κοπάδια σπουργίτια. Αλήθεια, τι όμορφα που το σκαρφίστηκαν καμπόσοι μεγαλουσιάνοι να θέλουν να εμποδίσουν τα ωραία πεπρωμένα του ανθρώπου! Πόσο γρήγορα προθυμοποιήθηκαν να παραστήσουν τους καλούς, ε; Θα έχουμε μεγάλα ανακατώματα, αλλά και μεγάλους αγώνες· το ξέρουμε βέβαια. Ο τελικός όμως καρπός θα είναι το αγαθό». Είχε βοηθήσει άλλωστε Ιταλούς επαναστάτες- πρόσφυγες στην Κέρκυρα.
Θα είχαν λογοκρίνει και τον Μάντζαρο αφού αυτός τις 31 Δεκεμβρίου 1850 είχε γράψει για τον Σολωμό, «ύστερα από εικοσιδύο χρόνια στενής φιλίας», όχι μόνον ότι «αισθάνεται τη μουσική πιο πολύ απ’ οτιδήποτε άλλο» και με δυο λόγια ότι περίπου ήταν γεννημένος μουσικός, αλλά κι ότι «οι ιδέες του όλες συνιστούν αξιώματα νέα στην ουσία τους ή στον τρόπο με τον οποίο τις θεάται» με μορφή «συνολικής ιδέας περιεκτικής των πάντων» και, επιπλέον, μπορούσε να φανταστεί ένα φωτεινό μέλλον ταιριαστό με τα «ύψιστα συμφέροντα» ολόκληρης της ανθρωπότητας!
Πού να ‘ξεραν κι ότι, ας προσθέσουμε παρενθετικά, ο Ηπειρώτης επαναστάτης λογοτέχνης και κριτικός λογοτεχνίας Μάρκος Αυγέρης από το 1925 είχε διακρίνει, χωρίς ν’ αλλάξει γνώμη όταν έγινε κομμουνιστής, ότι «ο ιδεαλισμός δεν ξεμάκρυνε το Σολωμό από την αίσθηση της πραγματικότητας, όπως δεν ξεμάκρυνε και τον Έγελο, που απ’ τις ιδέες του φαίνεται τόσο πολύ επηρεασμένος. Η ποίησή του θρέφεται από τη μεγάλη πραγματικότητα του καιρού του, από την Εθνική Επανάσταση, που τη μετασχηματίζει με μεγάλη δύναμη σ’ αισθητική και πνευματική παράσταση. Ο Σολωμικός Ιδεαλισμός, όταν μεταμορφώνεται σε ποιητική ύλη και παίρνει μορφή καλλιτεχνική, παίρνει τους χαρακτήρες της ελληνικής πραγματικότητας». Και όχι μόνον! «Μήπως η κοινωνική επαναστατική κίνηση η σημερινή, που στηρίζεται, ωστόσο, στη θεωρία του ιστορικού υλισμού, δεν ανέδειξε έως τώρα πλήθος ήρωες που δέχτηκαν θεληματικά την έσχατη θυσία χωρίς καμιά ιδιοτέλεια; Η ηθική του Σολωμού, που οδηγεί στη θυσία, το κορύφωμα αυτό της ηθικής όλων των εποχών κι όλων των λαών, κλείνει μέσα της αξίες που δεν μπορεί να τις καταλύσει ο χρόνος».
Για τον Μάντζαρο και την ελληνικότητα της μουσικής του είναι ακόμη ισχυρότερες απ’ όσες άλλων μελετητών προαναφέρθηκαν οι ανάλογες διαπιστώσεις του σπουδαιότερου Επτανήσιου μουσικολόγου των ημερών μας - και διδάσκοντα στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο- Κώστα Καρδάμη σε μονογραφία του για τον μεγάλο συνθέτη, άξια να διδάσκεται στα μουσικά σχολεία μας. Η μουσική του «Ύμνου» εμπεριέχει «αστικολαϊκά» αν όχι και σκέτα «λαϊκά» επτανησιακά μουσικά ακούσματα της περιόδου που ο αστός λόγιος Βλασσόπουλος διατύπωνε τις δικές του αλήθειες για τον ρόλο της Μουσικής και άρχιζε να διαμορφώνεται μια έντεχνη επτανησιακή μουσική δημιουργία. Συμπίπτουν οι διαπιστώσεις του Κυθήριου πανεπιστημιακού και αγωνιστή λόγιου Γιώργου Κεντρωτή, που το 2003 είχε γράψει κι επιμεληθεί το βιβλίο «Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος», όπως ήταν το πλήρες όνομά του, χαρακτηρίζοντάς τον στο εξώφυλλο «Πατριάρχη των Ελλήνων μουσικοσυνθετών, ύπατο διδασκάλων διδάσκαλο και μέγα των Μουσών θιασώτη και μύστη».
Εξόριστος στην Ικαρία το 1948 μαζί και μ’ έναν Κερκυραίο αγωνιστή-πατέρα μελλοντικού επίλεκτου ερμηνευτή τραγουδιών του, τον εικονιζόμενο στο αριστερό άκρο της φωτογραφίας εκπαιδευτικό Δημήτριο Πανδή με τον ίδιο στο δεξιό άκρο, ο ήδη μουσικός Μίκης Θεοδωράκης ήδη άκουγε όλο και πιο πολύ μέσα του στον μουσικό Σολωμό -που τόσο ενέπνευσε τον Μάντζαρο- μια «παγκόσμια αρμονία»:
«Μελετώντας τον αδιάκοπα, ανακάλυπτα διαρκώς νέα μουσική: μια παράξενη αρμονία γέμιζε το πνεύμα μου. Και θα περνούσαν δεκαετίες ασταμάτητης επαφής και αναζήτησης του “ήχου” μέσα στον σολωμικό στίχο, μέχρι την “Τρίτη Συμφωνία” μου, στην οποία θα μελοποιούσα εκείνη τη στροφή που χτύπησε βαθιά μέσα μου στα 1940: “Τώρα που η ξάστερη / νύχτα μονάχους / μας ηύρε απάντεχα / και εκεί στους βράχους / σχίζεται η θάλασσα / σιγαλινά”… Και δεν ήταν οι μόνοι στίχοι του για τους οποίους έγραψα μουσική, καθώς την ίδια παγκόσμια αρμονία, το ίδιο ηθικό αίτημα με τον Σολωμό αναζητούσα και αναζητώ σε όλη μου τη ζωή και με όλη μου την τέχνη».
Τότε στην Ικαρία, το 1948 σε ηλικία 23 ετών, εμελοποίησε το ποίημα του Κερκυραίου Λορέντζου Μαβίλη «Έρως και Θάνατος» για φωνή και πιάνο, το ενταγμένο στο έργο του «Τέσσερα κομμάτια για τον Δεκέμβρη 1944» με τέσσερα τραγούδια, που ηχογραφήθηκε τελικά το 1960.
Τη χρονιά, δηλαδή, που ηχογραφήθηκε και ο επικολυρικός «Επιτάφιος» του Ρίτσου με πρώτη φωνή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και δεύτερη φωνή την Κερκυραία Καίτη Θύμη, αφού προηγήθηκε λίγες ημέρες νωρίτερα η λυρική ηχογράφηση με την καταγόμενη από την Κέρκυρα Νάνα Μούσχουρη.
Αν και όχι Επτανήσιος, μεταξύ 1940-1943, δηλαδή σε ηλικία 15-18 ετών, εμελοποίησε και την «Άνοιξη» και την «Πρωτομαγιά» του Σολωμού. Το ίδιο έκανε το 1943 με το «Όλα κοιμούνται κι όλα σβήνουν» του Μαβίλη που όλη του η μελωδία ενσωματώθηκε και στο πολύ κατοπινό τραγούδι του «Σαν να μην έζησα ποτέ».
Ο καταξιωμένος διεθνώς Ζακύνθιος αγωνιστής- κομμουνιστής συνθέτης Αλέκος Ξένος (1912- 1995) μετουσίωσε στη δική του εποχή περισσότερο ίσως από κάθε άλλον Επτανήσιο μουσουργό ολκής το πέρασμα στη φάση της ωρίμανσης των συνθηκών για μιαν άλλη Αντίσταση και ειρηνική ή βίαιη Επανάσταση πολιτική, κοινωνική, ταξική ακόμη, για μια νέου τύπου Δημοκρατία, για μια δημοκρατική κι αταξική πια «παγκόσμια αρμονία».
Όχι άδικα θεωρείται, αναμφισβήτητα πιστεύουμε, ο κορυφαίος Επτανήσιος μουσουργός του περασμένου αιώνα.
Γιος μαραγκού, «μουσικό γέννημα-θρέμμα» της γης του Σολωμού και του Κάλβου όπως τον προσδιόρισε με τη σοφή πένα του ο Νίκιας Λούντζης στις μουσικές λογοτεχνικές νότες του, μόλις δέκα χρόνια περίπου αφότου έφυγε από τη Ζάκυνθο έγραψε τη Συμφωνία τη γνωστή ως «Της Αντίστασης», μετέχοντας κι ο ίδιος δραστήρια στην Εθνική Αντίσταση, στο ΕΑΜ, στα βουνά. Έμεινε αλύγιστος πολιτικά όσες πολλές αδιάκοπες πολιτικές διώξεις κι αν αντιμετώπισε, συνεισφέροντας από διακεκριμένες θέσεις στη μουσική σκηνή της Αθήνας, αλλά και με τη συνδικαλιστική του δράση που οδήγησε σε σπουδαίες κατακτήσεις για τον μουσικό κόσμο και τη μουσική Παιδεία με νέα, αναγκαία ιδρύματα. Η μουσική ιδιοφυία του Μάνου Χατζηδάκη, σε συνέχεια εκείνης του Μανώλη Καλομοίρη, όχι μόνον επαίνεσε, αλλά και ανέδειξε και ραδιοφωνικά το έργο του, πολλές φορές, σε δύσκολους καιρούς.
«Αηδονολάλειε στήθος μου»!
Στο βουνά αντήχησε μέσα του η αθάνατη σολωμική μουσική προτροπή κι έγραψε τραγούδια που αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν από το λαό, όπως «Ο Ύμνος της Αλληλεγγύης», «Ο Ύμνος της ΕΠΟΝ», «Τραγούδι για τ’ Αετόπουλα» και βέβαια το πασίγνωστο «Τραγούδι του Αρη» για τον έγκλειστο στις φυλακές της Κέρκυρας το 1939 θρυλικό Άρη Βελουχιώτη. Στην ορκωμοσία της Κυβέρνησης του Βουνού παρουσίασε τον μελοποιημένο από τον ίδιο «Ύμνο της ΠΕΕΑ». Στη διάρκεια του ιταλοελληνικού πολέμου είχε γράψει την πρώτη του σύνθεση με τίτλο «Εισαγωγή στη Λευτεριά», για την οποία είχε πει αργότερα: «Αυτό είναι ένα έργο πρωτόλειο, χωρίς πολλές αξιώσεις. Αλλά για μένα είναι ένα αγαπημένο παιδί, γιατί φτιάχνοντάς το αισθάνθηκα μια λευτεριά και μια απολύτρωση σπάζοντας και ξεφεύγοντας από τους φραγμούς της καθιερωμένης διδασκαλίας τόσων ωδειακών χρόνων… Μ’ αυτό συμμετείχα σε μια πνευματική αντίσταση ενάντια στον σκοτεινό, κτηνώδη φασισμό».
«Φως το χέρι, φως το πόδι κι όλα γύρω σου είναι φως», για να το πούμε με σολωμικό στίχο!
Ο Μίκης Θεοδωράκης πρώτος ερµήνευσε σε δίσκο «Το τραγούδι του Άρη», καθώς ο δίσκος του «Αντάρτικα – Chants des partisans Grecs», πριν από πενήντα περίπου χρόνια, είναι πιθανότατα και ο πρώτος µε αντάρτικα τραγούδια. Ο ίδιος πάλι αργότερα εμελοποίησε «Ύµνο της ΕΠΟΝ», με ερμηνευτή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Το τραγούδι «Τα αετόπουλα» αποδόθηκε με ηχογράφηση- ντοκουµέντο του 1945 και στα γαλλικά από χορωδία. Ο Κερκυραίος Πέτρος Πανδής στον πρώτο δίσκο και αργότερα με τον Νότη Μαυρουδή τραγούδησε τους αντάρτικους ύμνους κι άλλα τραγούδια απ’ την Εθνική Αντίσταση, με όχι µόνο έντεχνη αλλά και λόγια ιδανική ερμηνεία, με κιθάρα και μαντολίνο, συνδυάζοντας το λυρικό με το λαϊκό στοιχείο. Το πιστεύω του για τη μουσική ο Αλέκος Ξένος το εξέφρασε έτσι: «Πιστεύω πως πρέπει να αφομοιώνουμε ό,τι καλύτερο υπάρχει στη μουσική, για να εκφράσουμε τις ιδέες μας. Όχι μεταφυσικά, αλλά πάντα δίπλα και πλάι στο λαό. Αν εκφράσεις τη ζωή, το έργο σου θα μείνει. Αν όχι, θα χαθεί».
Εμπνεύστηκε το βαθιά λαϊκό-ελληνικό έργο «Ο Διγενής δεν πέθανε» από την τραγωδία του Επτανήσιου συμμαχητή του στο ΕΑΜ Σικελιανού «Ο θάνατος του Διγενή», μετά την εκτέλεση του αγωνιστή Μπελογιάννη. Είχε βαθιά φιλία με τον Άγγελο Σικελιανό -που είχε γράψει «Δεν είναι χίμαιρα να καβαλάς το όνειρο»- και ανταποκρινόμενος σε σχετική επιθυμία του δέχθηκε να το μελοποιήσει λέγοντας στον ποιητή πολύ συγκινώντας τον: «Γιατί δάσκαλε θα πρέπει να πεθάνει οπωσδήποτε, ενώ ξέρουμε ότι αυτές οι ιδέες ζουν; Εγώ θα γράψω ένα έργο και θα λέω τα αντίθετα: Ο Διγενής δεν πέθανε, γιατί οι ιδέες ποτέ δεν πεθαίνουν». Ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, ο ίδιος που έγραψε ποίημα για τον Κερκυραίο ήρωα του αγώνα εναντίον της Χούντας Κώστα Γεωργάκη, διέσωσε: «Η μουσική του κ. Ξένου είχε χαρίσει μια από τις τελευταίες καλές συγκινήσεις στον αλησμόνητο ποιητή».
Ο Αλέκος Ξένος έγραψε συμφωνικά έργα όπως τα πιο γνωστά «Νέοι Σουλιώτες», «Σπάρτακος», «Τζαβέλας», «Προμηθέας», ενώ εμελοποίησε μεταξύ άλλων στίχους του Σολωμού και του Κάλβου και το τραγουδισμένο το 1952 από τη χορωδία του Κόκκινου Στρατού στη Μόσχα «Εμπρός» του Κωστή Παλαμά. Επίσης, είχε μελοποιήσει τον «Θούριο» του Ρήγα Φεραίου. Απέραντο είναι το Αρχείο του στο Μουσείο Μπενάκη και στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα στην Αθήνα, ενώ τα κορυφαία ελληνικά μουσικά σώματα, όπως και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, έχουν τιμήσει με ειδικές συναυλίες το μουσικό έργο του.
Πολύτιμα στοιχεία έχει φέρει στο φως για τον Ξένο με μακρά έρευνα -του οφείλονται ιδιαίτερες ευχαριστίες και για παρατηρήσεις σε όλο αυτό το γραμμένο τις αρχές του 2021 κείμενο που διαβάζετε- ο μαέστρος, βιολιστής, ερευνητής της νεοελληνικής έντεχνης μουσικής και συγγραφέας Χρήστος Κολοβός.
Είχε «υποκλιθεί» στο έργο του Ξένου και ο καταγόμενος από την Κεφαλονιά επίσης αναγνωρισμένος μουσικοσυνθέτης Γεώργιος Σκλάβος (1886-1976). Αν και ακροδεξιών φρονημάτων και κατά τον Εμφύλιο διώκτης Αριστερών μουσικών, συνήθως έβαζε πρώτα τη μουσική και τους άξιους και αναντικατάστατους μουσικούς του. Είναι ο συνθέτης και των ορχηστρικών ποιημάτων «Ηρωικό ποίημα» και «Αετός», θαυμάσιος μεταφραστής και εκδότης το 1933 της «Επίτομης Ιστορίας της Μουσικής» του Ούγκο Ρίμαν «δια τους φιλόμουσους, την σπουδάσουσαν νεολαίαν, αλλά και δια τους μουσικούς», συγγραφέας μελέτης με τίτλο «Η μουσική εις την Επτάνησον» και δάσκαλος, μεταξύ άλλων, του μουσικοσυνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου που δημιούργησε το αθάνατο λαϊκό μουσικό ορατόριο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι».
Είχαν κι έχουν «υποκλιθεί» στο έργο του Ξένου για την τόση μεγαλοσύνη του, θα λέγαμε, ακόμη κι εκείνοι οι άξιοι μουσικά Κερκυραίοι μουσικοσυνθέτες που -μπερδεύοντας τις έννοιες της Πατρίδας και του Έθνους με τα στενά ταξικά και πατριδοκαπηλικά κι εθνοκαπηλικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης- συνέγραψαν έναν από τους «Ύμνους» της Οργάνωσης Νεολαίας της στρατιωτικής δικτατορίας του Μεταξά το 1936 και τρεις δεκαετίες μετά τον «Ύμνο» της Χούντας των συνταγματαρχών του 1967, μετανιώνοντας αργότερα για την απάρνηση αυτή της Ελευθερίας του ελληνικού λαού. Η Ιστορία μπορεί να τα γράφει βέβαια όλα για όλους, μα κρίνει κυρίως απ’ το συνολικό έργο τους.
Έγραψε επίσης ο Αλέκος Ξένος για τον απελευθερωτικό αγώνα των Κυπρίων το σπουδαίο μουσικό έργο «Κύπρος – Ελλάδα μας».
Στη Ζάκυνθο «στην ταβέρνα του Μορούλια ακούοντας τα τραγούδια των εργατών, τις ζακυνθινές αρέκιες και τα άλλα λαϊκά τραγούδια της Εφτανήσου μικρός έπαιρνα τα πρώτα μαθήματα της μουσικής», είχε πει. Εργάτης τσαγκάρης μέχρι τα δεκαοχτώ του, από δεκατεσσάρων ετών φοιτούσε στη Φιλαρμονική του νησιού.
Στεκόμαστε κι άλλο σ’ εκείνον, γιατί η ιστορία του στους μουσικούς και συνδικαλιστικούς στίβους συνδέεται, συγχρόνως, με επτανησιακές μουσικές Μορφές που σημάδεψαν την ελληνική μουσική ιστορία στην αυγή και στα ύστερα χρόνια του εικοστού αιώνα.
Στο Ωδείο Αθηνών έλαμψε μαζί του και ο Κερκυραίος Σπυρίδωνας Καίσαρης (1859- 1946), συνθέτης μεταξύ άλλων του εμβατηρίου «Η ελληνική σημαία» και του μελοδράματος «Ολονυχτιά της Κρήτης» με το επαναστατικό «Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη». Προχώρησε μπροστά.
Αδελφός του ήταν ο Ιωσήφ Καίσαρης (1845- 1923), ανώτατος στρατιωτικός μουσικός και συνθέτης πολλών εμβατηρίων, όπως το «Νενικήκαμεν» των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, αλλά και πολλών βαλς τον επόμενο αιώνα, όπως το «Μη μου άπτου», τόσων ώστε για τα βαλς και τις πόλκες του να χαρακτηριστεί «Έλληνας Γιόχαν Στράους».
Ο μουσουργός Διονύσιος Βισβάρδης (1910- 1999), το εμβατήριο του οποίου «Περνάει ο Στρατός» από το 1930 εκατάφερε να εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες, ήταν άλλη μία προσωπικότητα με την οποία ο Αλέκος Ξένος συνδέθηκε επίσης στενά, από τη Ζάκυνθο ακόμη. Το 1953, μετά τους σεισμούς που έπληξαν στο νησί, είχε επιστρέψει για λίγο στη Ζάκυνθο, αναλαμβάνοντας αναγεννητικό και οργανωτικό ρόλο στη Φιλαρμονική του νησιού - που ως βραχύβιο σχήμα πρωτοεμφανίστηκε λίγο μετά την Επανάσταση του ’21 με καθοδηγητή τον μυημένο στη Φιλική Εταιρεία Φραγκίσκο Καρβελλά- και κατορθώνοντας να της προσδώσει την παλαιά της αίγλη. Διαλέξεις του είχαν θέματα «H Eλληνική Mουσική από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα» και «H Eλληνική Mουσική και τα Δημοτικά μας τραγούδια στον αγώνα του 1821». Υλικά της ζωής και του έργου του βρίσκονται από το 2014 στο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων.
«Παιδιά» των ιδεών του Διαφωτισμού, της Γαλλικής Επανάστασης και του ’21 σε συνθήκες με βρετανική καταπίεση ήταν οι πρώτες Φιλαρμονικές στα Επτάνησα!
Ο Κερκυραίος τρομπετίστας γέννημα-θρέμμα της Παλαιάς Φιλαρμονικής και κορυφαίος μουσικολόγος Σπύρος Μοτσενίγος (1911-1970) ήταν άλλος ένας μουσικός συναγωνιστής του Ξένου. Είναι αυτός ο ίδιος στον οποίο οφείλουμε τη μνημειώδη «Νεοελληνική Μουσική: Συμβολή εις την Ιστορίαν της», που εξέδωσε το 1958 ανατρέποντας και κονιορτοποιώντας καθιερωμένες αντιλήψεις στην Αθήνα, μεταξύ άλλων, για το έργο των παλιών Επτανήσιων μουσουργών. Το κληροδοτημένο στην Εθνική Βιβλιοθήκη «Αρχείο Νεοελληνικής Μουσικής», εντυπωσιακό σε όγκο ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα, συνεχίζει να αποτελεί εφαλτήριο για τους ερευνητές της μουσικής της Ελλάδας.
Του έγραψε λίγους μήνες μετά ο Ξένος, εκφράζοντας τον θαυμασμό του: «Φίλε Σπύρο, διαβάζοντας το βιβλίο σου “Νεοελληνική Μουσική” αισθάνθηκα βαθειά συγκίνηση και ικανοποίηση, όχι μόνο γιατί μέσα σ’ αυτό, για πρώτη φορά, φαίνεται ένας ολόκληρος πολιτισμός που ζήσαμε κι εμείς στη δύση του πια, στα παιδικά μας χρόνια (οι Μπάντες, Χορωδίες, Μανδολινάτες κ.ά), όχι μόνο γιατί σ’ αυτό το βιβλίο διατυπώνονται σκέψεις για τη σημασία και το ρόλο της Εφτανησιώτικης Μουσικής Σχολής, που είναι σύμφωνες μ’ αυτό που πιστεύω κι εγώ. Αλλά το κυριώτερο, γιατί το βιβλίο σου διαπνέει μια αισιόδοξη πνοή για μια ανανέωση στα μουσικά μας ζητήματα, ανανέωση, πούναι χρειαστή κι άμεσα αναγκαία για την φυσιολογική ανέλιξη και προκοπή του μουσικού μας πολιτισμού».
Ο τόσο σπουδαίος με την τόσο σημαντική συμβολή στην «Εθνική Ελληνική Μουσική Σχολή» της εποχής Μανώλης Καλομοίρης, ως γνωστόν, απαξίωνε επί μακρόν ως «ιταλίζοντες» εκείνους τους δημιουργούς, με φυλετικά επιχειρήματα μάλιστα, για να υποστηρίξει τελικά αργότερα -ας αναφερθούμε παρενθετικά σε μερικούς από αυτούς- ότι ο Διονύσιος Λαυράγκας ήταν «ένας σεβαστός πρόδρομος της ελληνικής μουσικής», ότι ο Παύλος Καρρέρ ήταν «ο πρώτος που μας χάρισε (…) το χρώμα του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού», ότι έργα του Γεώργιου Λαμπελέτ ήταν «πρότυπα λιτής, απέριττης και αγνής ελληνικής μουσικής», ότι έργα Επτανησίων ήταν «ελληνικά διαμάντια» και το 1935 και το 1944 ν’ ανεβάσει τις όπερες «Μάρτυς» και «Ρέα» του Σπύρου Σαμάρα που αρχικά απέρριπτε. Το 1945, όταν με υπερβολικές κατηγορίες του αποδόθηκε πρόθεση συνεργασίας με τους κατακτητές, ο Αλέκος Ξένος ήταν εκείνος που τον υπερασπίστηκε στο δικαστήριο με σθένος.
Ο δικός μας, ο Επτανήσιος Ξένος, επαινεμένος κι απ’ τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ήταν διεθνής. Το συμφωνικό έργο του «Της Ειρήνης», εμπνευσμένο από τραγούδια του Ανδρέα Κάλβου, του Σολωμού κι άλλων ποιητών, επί Χούντας το είχε στείλει στον ΟΗΕ, ενώ την ίδια περίοδο συνέθετε -μόνο μερικώς σωσμένη- καντάτα για διπλή χορωδία, σολίστ, αφηγητή και μεγάλη ορχήστρα με τους σολωμικούς «Ελεύθερους Πολιορκημένους», πιστός στη σολωμική παρακαταθήκη να μιλάμε και να δημιουργούμε με τον νου στα ύψιστα συμφέροντα των ανθρώπων.
Είχε συνθέσει και έργο για την Ωδή «Εις Μούσας» του Κάλβου. Το 1962 έγραψε τη μουσική για το έργο του Εθνικού Θεάτρου «Ρήγας Βελεστινλής».
Εκτιμήθηκε για τη ζωή και το έργο του, πριν απ’ απ’ όλα, απ’ όλους σχεδόν τους Επτανήσιους μουσικούς δημιουργούς, όπως κι από άλλες μουσικές μορφές του διαμετρήματος του Δημήτρη Μητρόπουλου, του Νίκου Σκαλκώτα, του Φιλοκτήτη Οικονομίδη, δάσκαλου του Μίκη Θεοδωράκη στο Ωδείο Αθηνών.
Το 1984 στο Πάρκο Ελευθερίας στην Αθήνα ο Κερκυραίος και με πολλές διεθνείς εμφανίσεις εξαίρετος μαέστρος και αρχιμουσικός της ΕΡΑ και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Ευθύμιος Καβαλλιεράτος (1937-1995), ο αγαπητός στο κερκυραϊκό κοινό «Άκης», διηύθυνε συναυλία με έργα του Ξένου που κυκλοφόρησε ηχογραφημένη το 1992 με την υπογραφή- έπαινο του Νίκια Λούντζη. Είχε και ο ίδιος άλλωστε δικές του σπουδαίες συνθέσεις. Ήταν άλλη μία σημαντική μουσική προσωπικότητα της Επτανήσου. Κομμουνιστής, αγωνιστής.
Το ίδιο έκανε σε συναυλία, στη συνέχεια, ο πολύ νεότερός του γνωστός Ζακύνθιος μαέστρος Ανδρέας Πυλαρινός.
Ο ίδιος και ο αδελφός του Ραφαήλ Πυλαρινός έχουν διευθύνει μεγάλες ορχήστρες.
Το 1987 ο Ζακύνθιος διαπρεπής σολίστ μαντολίνου Δημήτρης Μαρίνος ηχογράφησε άλλο έργο του Ξένου.
Ο μαέστρος και κερκυραϊκής Συμφωνικής Ορχήστρας Άλκης Μπαλτάς είχε διευθύνει το 1999 την παγκόσμια πρώτη εκτέλεση της «Εισαγωγής» των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» του Ξένου.
Ο σύλλογος των Ζακυνθινών δασκάλων «Διονύσιος Σολωμός» είχε εκδώσει το 2006 είκοσι έξι «Παιδικά Τραγούδια» του Ξένου, αντίστοιχα θα λέγαμε εκείνων του Μίκη Θεοδωράκη, με επιμέλεια του Ζακύνθιου πιανίστα Διονύση Σιμιτέκολου.
Συνεργάστηκε ακόμη ο Ξένος στενά, στα νιάτα του, με δύο άλλους Κερκυραίους, τον βιολονίστα Σπύρο Αβατάγγελο και τον κορνίστα Σπύρο Λέκκα ή Γουλιελμή, ο οποίος είχε κινδυνέψει με εκτέλεση κατά την Κατοχή.
Ο ίδιος ο Ξένος είχε συλληφθεί δύο φορές. Τον καταζητούσαν οι Γερμανοί όταν ανέβηκε στα βουνά.
Τότε, στα χρόνια της Αντίστασης, κυνηγημένος, ο Μίκης Θεοδωράκης θα έγραφε μέρος της «Τρίτης Συμφωνίας» του, προστρέχοντας στο τέλος της στον Σολωμό: «Αύριο θα κόψουμε / κάτι λουλούδια / αύριο θα ψάλουμε / κάτι τραγούδια / εις την πολύανθη / Πρωτομαγιά».
Πόσες και πόσες αξέχαστες μουσικές προσωπικότητες εγέννησαν τον εικοστό αιώνα τα Επτάνησα!
Κεφαλονίτης ήταν ο βιολονίστας τότε και αργότερα γνωστός διεθνώς, όπως κι ο Ξένος, διαπρεπής αρχιμουσικός της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Δημήτρης Χωραφάς (1918-2004).
Όπως Κεφαλονίτης ήταν και ο μουσουργός υψηλού επιπέδου Αντίοχος Ευαγγελάτος (1902- 1981), που το 1947 είχε τολμήσει να μεταδώσει από το ελληνικό Ραδιόφωνο, όπου ήταν μουσικός διευθυντής, το γραμμένο όπως λεγόταν τότε και για τους Αντάρτες έργο του Ξένου «Τζαβέλας». Σώζεται πρακτικό συνεδρίασης του Πανελλήνιου Μουσικού Συλλόγου το 1966 που ορίζει πρόεδρό του τον Ευαγγελάτο και γραμματέα του τον Ξένο.
Σώζεται και μια συγχαρητήρια επιστολή στον Ξένο από τον πνευματικό άνθρωπο που με κίνδυνο της ζωής του έσωσε από τις φωτιές στη Ζάκυνθο κατά τους σεισμούς του ’53 χειρόγραφα ανεκτίμητης αξίας του Διονύσιου Σολωμού με εντελώς άγνωστα και αδημοσίευτα κείμενα και τ’ όνομά του έγινε αιώνιο. Τον Νίκο Βαρβιάνη, που δήλωνε στον Ξένο -ο οποίος πάντα δήλωνε βαθιά «μπολιασμένος» από τον επτανησιακό πολιτισμό- υπερήφανος ως Επτανήσιος για το μουσικό έργο του.
Στην Αντίσταση ο Ξένος είχε συμπέσει και με τον μεγάλο μουσουργό διεθνούς φήμης Γιώργο Σισιλιάνο (1920-2005), μαθητή του Γεώργιου Σκλάβου και σύζυγο της λόγιας Κερκυραίας Έλλης Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου που τέθηκε επικεφαλής του Ιονίου Πανεπιστημίου κατά την ίδρυσή του.
Στη διάρκεια του Εμφυλίου, ο -και δωρητής της Αναγνωστικής Εταιρίας Κέρκυρας- Σισιλιάνος προστάτευε στο σπίτι του στην Αθήνα τον καταζητούμενο τότε Μίκη Θεοδωράκη. Ασχολήθηκε με όλα τα σύγχρονα μουσικά ρεύματα. Όχι τυχαία, ο Ζακυνθινός ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας Δημήτρης Αρβανιτάκης, που ασχολήθηκε εκδοτικά και με τον Αλέκο Ξένο, φρόντισε και τον τόμο «Γιώργος Σισιλιάνος, ο συνθέτης στην πρωτοπορία της σύγχρονης μουσικής», που εξέδωσε το Μουσείο Μπενάκη το 2007 με την επιστημονική επιμέλεια της Έλλης Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου. «Η τέχνη, που είναι η πεμπτουσία της μνήμης του ανθρώπου και μέτρο του βαθμού πολιτισμού στον οποίο βρίσκεται ένας λαός, δεν ανήκει στους λίγους», πίστευε ο Σισιλιάνος.
Όπως συνέπεσε πνευματικά ο Ξένος και με τον από τα Κύθηρα -όπου έχει καταγραφεί από τον Πλούταρχο στο έργο του «Περί Μουσικής» η διθυραμβική μουσική μορφή του Φιλόξενου του Κυθήριου τον 5ο αιώνα π.Χ.- κι απ’ την Κέρκυρα καταγόμενο λαμπρό και τιμημένο κι από την Ακαδημία Αθηνών μουσουργό Μιλτιάδη Καρύδη (1923-1998). Που καταδιώχθηκε και αποβλήθηκε από την Ακαδημία Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών της Βιέννης τη χιτλερική περίοδο, ενώ σπούδαζε διεύθυνση ορχήστρας, αρνούμενος με κίνδυνο της ζωής του να αποδεχθεί τη φασιστική ιδεολογία.
Διετέλεσε αρχιμουσικός σε ορχήστρες σε μεγάλα ευρωπαϊκά λυρικά θέατρα και στο τέλος της ζωής του, μέχρι που «έπεσε» σε πρόβα της, καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ.
Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινήθηκε τότε και ο επίσης διεθνούς φήμης από την Κεφαλονιά καταγόμενος συνθέτης και μαέστρος Αργύρης Κουνάδης (1924-2011). Έγραψε έργα σε πολλά είδη κλασικής μουσικής, που έχουν παιχτεί σε δεκάδες χώρες. Απ’ το 1950 συνεργάστηκε με το «Ελληνικό Χορόδραμα» της Ραλλού Μάνου, μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι. Το έργο του ξεκίνησε από τη λαϊκή μουσική για να φθάσει ως τη μουσική πρωτοπορία.
Στη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, στην Αθήνα, μετείχε στην ΕΠΟΝ, είχε συνθέσει κι αυτός «Ύμνο» της και είχε συλληφθεί και φυλακιστεί από τους Γερμανούς. Έλεγε ‘κείνος ο πρώτος ύμνος της ΕΠΟΝ σε στίχους του Γιώργου Τσαπόγα με τη δική του μουσική:
«Φλόγα του ’21,
η ΕΠΟΝ συνεχιστής
Στου λαού μας τον αγώνα,
γίνεται εκδικητής
Σε βουνά και σε λαγκάδια
σε απάτητες κορφές
Λυγεροί σαν τα ζαρκάδια,
σκαρφαλώνουμε πλαγιές
Κόσμος νέος θα προβάλει,
της δουλιάς, της προκοπής
Κι η ειρήνη θα στεριώσει,
ως την άκρια της Γης.
«Η τέχνη πρέπει να συνεχίζει την παράδοση με σύγχρονα μέσα», πίστευε. Μελέτησε κι εξέδωσε δισκογραφικά καλλίφωνες «Κεφαλονίτικες αριέτες».
Συναγωνιστής εξάλλου του Ξένου στις τάξεις του ΕΑΜ ήταν ο δολοφονημένος το 1943 στη Βιάννο της Κρήτης σε ηλικία πενήντα ετών από τους Ναζί Κερκυραίος αγωνιστής και διακεκριμένος μουσικοσυνθέτης οπερέττας - όπως της πασίγνωστης «Ριρίκας» με τη διακριτική κοινωνική κριτική που η Εθνική Λυρική Σκηνή ανέβασε το 2013- και καθηγητής μαθηματικών στη Μέση Εκπαίδευση Στάθης Μάστορας.
Προς τιμήν του η δημοτική χορωδία της Βιάννου φέρει το όνομά του. Τον έχει μνημονεύσει για τη δράση του με το ΕΑΜ, μεταξύ άλλων, η Κρητική αγωνίστρια παιδαγωγός Έλλη Αλεξίου. Εκτελέστηκε μαζί με πολλούς άλλους Κρητικούς τις 14 Σεπτεμβρίου 1943, την ίδια ημέρα που οι Ναζί πυρπολούσαν τη γενέθλια πόλη του με τους πιο εγκληματικούς εμπρηστικούς βομβαρδισμούς. Ο πατέρας του Μιχάλης Μάστορας (1864- 1942), κορνετίστας και μουσικοδιδάσκαλος, ήταν εκ των ιδρυτών του Ωδείου Κέρκυρας, όπου και φοίτησε αρχικώς ο γιος του.
Ο Στάθης Μάστορας ήταν δημιουργός μερικών από τα πιο όμορφα και δημοφιλή έργα οπερέτας, αλλά και συντάκτης πρωτότυπης επιστημονικής μαθηματικής διατριβής. Τις 14 Σεπτεμβρίου 1943 τον είχαν συλλάβει τυχαία. Δεν ψέλλισε καν ότι ήταν καθηγητής του χωριού. Τίποτε. Βάδισε περήφανα στην αιωνιότητα.
Το λιμπρέτο στην οπερέττα του «Ριρίκα» είχε γράψει ένας άλλος Επτανήσιος λαϊκός αγωνιστής, ο μνηστευμένος τότε με δισεγγονή του διάσημου Αυστριακού συνθέτη Φραντς Σούμπερτ Κυθήριος λιμπρετίστας και των «Απάχηδων των Αθηνών» Γιάννης Πρινέας.
Στην Κέρκυρα ο Μάστορας είχε δάσκαλο μουσικής, μεταξύ άλλων, τον Αλέξανδρο Γκρεκ (1876-1959), πιανίστα που δημιούργησε αξέχαστες οπερέτες, έγραψε λαμπρή μουσική ιστορία και στην Αίγυπτο και περιφρονούσε και το χρήμα και τη δόξα, μένοντας με τον ταπεινό λαό.
Όπερα, συμφωνικό ποίημα, μπαλέτο, οπερέτα, εμβατήρια θριαμβευτικά και πένθιμα συνθέτουν το εκτεταμένο έργο του. Ιστορική είναι η οπερέτα του «Μυριέλλα», την οποία αναβίωσε το 2019 η Παλαιά Φιλαρμονική. Συνέθεσε επίσης έργο για τον «Χορό του Ζαλόγγου» και εμβατήριο για την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα. Επί τέσσερις δεκαετίες έγραψε τη δική του μουσική ιστορία, ακόμη και στην Αίγυπτο.
Η όπερά του «Ανδρονίκη», με λιμπρέτο γραμμένο σε στενή συνεργασία μαζί του από τον λογοτέχνη Ανδρέα Βρανά, εμπνευσμένο απ’ το ιστορικό μυθιστόρημα του Στέφανου Ξένου «Η ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως, ήτοι σκηναί εν Ελλάδι από τα 1821-1827», προγραμματίζεται ν’ ανέβει εφέτος σε σκηνή από τον Δήμο της Αθήνας. Το χειρόγραφο σπαρτίτο βρέθηκε το 2014 στο Αρχείο του Ωδείου Αθηνών από ομάδα ερευνητών του Ιονίου Πανεπιστημίου.
Μαθητής του Γκρεκ στην Κέρκυρα ήταν και ο Ιωσήφ Ριτσιάρδης (1896-1979), που έγραψε περί τις πενήντα οπερέτες και άλλα έργα, όπως είκοσι πέντε περίπου μουσικές κωμωδίες, κάποιες από τις οποίες έκαναν διεθνή καριέρα. Όπως οι περισσότεροι Επτανήσιοι ομότεχνοί του, είχε διεθνή ορίζοντα.
Το εθνικό και το διεθνικό πνεύμα χαρακτήριζαν ανέκαθεν τους Επτανήσιους μουσουργούς.
Ο επίσης Κερκυραίος Ναπολέων Λαμπελέτ (1864-1932), συνθέτης με λαμπρή καριέρα στη Βρετανία και αλλού στο εξωτερικό, εστάθηκε απ’ τους πρωτοπόρους στη δημιουργία ελληνικού μελοδράματος, μαζί με τον συμμαθητή του στη Νάπολη και φίλο του Διονύσιο Λαυράγκα. Πέραν των άλλων, συμμετείχε στην πρωτοβουλία για την ίδρυση της Φιλαρμονικής Εταιρείας Αθηνών. Φωτεινό πνεύμα με διεθνή ορίζοντα, έγραψε «Σουδανέζικη σερενάτα», ανέδειξε τη σμυρνέικη Εστουδιαντίνα παραδοσιακής μουσικής «Τα Πολιτάκια», διασκεύασε «νέγρικα σπιρίτσουαλς» για δύο γυναικείες φωνές και πιάνο.
Η σύγχρονη δισκογραφία περιλαμβάνει έργα του στις εκδόσεις «Επτανησιακή Μουσική» και «Έντεχνα επτανησιακά τραγούδια του ΙΘ’ αιώνα».
Ο αδελφός του Γεώργιος Λαμπελέτ (1875- 1945), συνθέτης και μουσικοκριτικός, έγραψε κύκλους τραγουδιών, χορωδιακά και οργανικά έργα, καθώς και μουσικοθεωρητικές εργασίες για το εθνικό στοιχείο στην ελληνική λόγια και δημώδη μουσική. Θεωρείται, όπως και ο Γκρεκ, από τους πρωτεργάτες της «Εθνικής Μουσικής Σχολής». Άρθρο του με τίτλο «Η εθνική μουσική», το 1901, είχε προκαλέσει αίσθηση. Έγραψε μελέτες με τίτλους «Το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι» και «Η γένεσις της ομοιοκαταληξίας εις την ποίησιν και η σχέσις αυτής προς την μουσικήν». Καταγράφηκε ως υπερβολικά ίσως «εθνικιστής» μουσουργός. Γιος κι αυτός του συνθέτη Εδουάρδου Λαμπελέτ (1820;-1903), πατέρα και του επίσης συνθέτη Λουδοβίκου Λαμπελέτ (1868-1928).
Εξέδιδε το μηνιαίο περιοδικό «Μουσικά Χρονικά» και αντιτάχθηκε σε θέσεις του Καλομοίρη καθώς και Επτανησίων για την «εθνική μουσική». Εμελοποίησε πολλά «παιδικά ποιήματα» του λάτρη του κερκυραϊκού τοπίου Ζαχαρία Παπαντωνίου.
Ο ίδιος ο Ζακύνθιος λογοτέχνης Γρηγόριος Ξενόπουλος -που καταπολεμώντας κάθε σοβινισμό είχε πει «Είμαι και Ζακυθινός και Μωραΐτης κι’ Ανατολίτης κι’ Αθηναίος, είμαι Πανέλληνας»- είχε πάρει μέρος σ’ εκείνη τη διαμάχη, πολύ πριν ηγηθεί της Ένωσης Επτανησίων Αθήνας στο πλευρό του ΕΑΜ την περίοδο της Κατοχής. «Ούτε δια μια στιγμή σε διάστημα πέντε αιώνων δεν υπήρξαμε Ιταλοί.
Πάντοτε Έλληνες. Ένα τραγούδι του Καρρέρη, του Ξύνδα, του Λαμπελέτ, διαφέρει πολύ, όχι μόνο ως φόρμα, αλλά και ως ψυχή, από ένα ιταλικό. Ένας Βενετσιάνος, ένας Ναπολιτάνος, ένας Μιλανέζος δεν το αναγνωρίζει για δικό του. Θα έλεγε: “αυτό το τραγούδι είναι βέβαια ευρωπαϊκό, αλλά έχει μέσα του κάτι άλλο, κάτι αλλιώτικο”. Και αυτό το κάτι άλλο, το κάτι αλλιώτικο που βρίσκει ο Ιταλός δεν είναι άλλο παρά η αθάνατη Επτανησιακή γνήσια ελληνική ψυχή». Αυτά έγραψε το 1922.
Έστω με διαφορετική οπτική, ένας γεννημένος στην Οδησσό γόνος κεφαλονίτικης επιχειρηματικής οικογένειας, ο μουσικοσυνθέτης, μουσικοκριτικός και λογοτέχνης Νικόλαος Βεργωτής (1897-1966) έμελλε λίγα χρόνια μετά να εισφέρει τη δική του σημαντική συμβολή στην Ιστορία της ελληνικής Μουσικής. Το δημοσιευμένο σε ογδόντα οκτώ συνέχειες στον αθηναϊκό Τύπο τη διετία 1928- 1929 μελέτημά του «Τα μουσικά μας ιδρύματα – Η ιστορία μιας πεντηκονταετίας (1871-1924)» έχει επανεκδοθεί και από το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, λόγω της σπουδαιότητάς του, το 2016.
Ο Σπυρίδων Καψάσκης (1909-1967), άλλος Ζακύνθιος διακεκριμένος μουσουργός, κατέλειπε σπουδαίο καλλιτεχνικό και παιδαγωγικό έργο, μεταξύ άλλων για τη βυζαντινή και την εκκλησιαστική μουσική. Υπήρξε μέλος της «Εταιρείας των Φίλων του Λαού», που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1865 με «μόνον σκοπόν την εκπαίδευσιν των εργατικών τάξεων», αν και με πνεύμα ταξικής συνεργασίας. Έχουν εκδοθεί μουσικά έργα του, όπως το «Τραγουδούσε η Επτάνησος». Καθηγητής στο Εθνικό Ωδείο -κόρη του ήταν η Κική Καψάσκη (1936-2020), καθηγήτρια μουσικής σε Παιδαγωγική Ακαδημία, που συνέγραψε, μεταξύ άλλων, το μουσικό έργο «Η Ειρήνη» για παιδική χορωδία- υπήρξε ο πρώτος διευθυντής της Χορωδίας και Μαντολινάτας της Ραδιοφωνίας, το 1942.
Έγραψε πολλές εκκλησιαστικές συνθέσεις σε βυζαντινή και «κρητο-επτανησιακή» μουσική των ναών της Επτανήσου. Επίσης, μεταξύ άλλων, «Θεωρία των Ήχων», «Μικρόν Θεωρητικόν της Βυζαντινής Μουσικής» και την συνδυασμένη με το έργο του Σολωμού μελέτη «Επτανησιακή μουσική – Ευρωπαϊκή μουσική». Άλλη μελέτη του περί το 1960 είχε τίτλο «Ο Νικόλαος Μάντζαρος και ο Εθνικός μας ύμνος».
Ο Κερκυραίος λογοτέχνης και κατά τον ιστορικό Γιάννη Κορδάτο πρόμαχος των σοσιαλιστικών ιδεών στην ελληνική λογοτεχνία τις αρχές του εικοστού αιώνα Γεράσιμος Σπαταλάς (1877- 1971) έμελλε, κυρίως τα χρόνια πριν το 1960 και λίγο μετά, να γράψει τη δική του πολύ σημαντική ιστορία στη μελέτη και την εξέλιξη της ελληνικής μουσικής, στην οποία και αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του.
Ήταν, θυμίζουμε, τα χρόνια που ο Μίκης Θεοδωράκης δοκίμαζε να δώσει, αν χρησιμοποιούμε κατάλληλα μερικά ειπωμένα γενικώς το 1960 λόγια του Αλέκου Ξένου, «μια ανανέωση στα μουσικά μας ζητήματα, ανανέωση, πούναι χρειαστή κι άμεσα αναγκαία για την φυσιολογική ανέλιξη και προκοπή του μουσικού μας πολιτισμού», έστω διαφορετική κάπως από εκείνη που προτιμούσε ο Ξένος σ’ εκείνη τη φάση.
Η έντεχνη λαϊκή μουσική του «Επιτάφιου» με τους στίχους του Γιάννη Ρίτσου, θέμα πολλών κι έντονων συζητήσεων τότε, ήταν λόγω των καινοτομιών της άσχετη δήθεν με αυτή που αποκαλούμε επτανησιακή ή και παραδοσιακή ελληνική μουσική;
Προσέξτε, παρακαλούμε, την απάντηση που ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης έχει δώσει και τη θέση που έχει προσδώσει για τη μουσική του «Επιτάφιου» στην επτανησιακή μουσική παράδοση: «Έχει μέσα και το επτανησιακό και το κρητικό και το λαϊκό και το ρεμπέτικο στοιχείο, αυτά τα ακούσματα που είχα μέσα μου». Όπως είχε συμπληρώσει, «το γνήσιο ελληνικό έργο θα πρέπει να είναι και γνήσιο σύγχρονο έργο».
Άρχιζε ίσως τότε μια νέα εποχή γενικότερα για την ελληνική μουσική, λόγια και έντεχνη;
Την ίδια χρονιά, το 1960, ο Μίκης Θεοδωράκης δοκίμασε τις αστείρευτες μουσικές δυνάμεις του στο θέατρο, με λόγια μουσική για αρχαία ελληνική τραγωδία σε παράσταση του Εθνικού Θεάτρου με σκηνοθεσία του Αλέξη Μινωτή. Τις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη μουσουργούσε. Που εξήντα πια χρόνια μετά παίζονται ακόμη με την ίδια μουσική και -προσοχή- και την ίδια μετάφραση. Κατέληξε, αφού διάβασε τη μετάφραση που είχε γράψει ο Γεράσιμος Σπαταλάς, σε μιαν όπως είπε «θεμελιακή αναθεώρηση» της αντίληψης που και ο ίδιος είχε «για τη θέση της μουσικής μέσα στην αρχαία τραγωδία» και ίσως γενικότερα. Εστίαζε στα μεταφρασμένα από τον Σπαταλά χορικά της τραγωδίας και -σε άρθρο του στην εφημερίδα «Αυγή» της εποχής- τις 4 Δεκεμβρίου 1960 εξηγούσε τι διαπίστωσε με το που τα διάβασε:
«Διέκρινα ότι τα 60%, τα 70%, τα 80% των στίχων έφερναν πράγματι μέσα τους τη μουσική. Ώστε σχημάτισα αμέσως την πεποίθηση ότι το έργο του μουσικού δεν ήταν ούτε να στηρίξει την απαγγελία, ούτε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα, αλλά να “ακούσει” αυτή τη μυστική μουσική που ανεδύετο μέσα από τους ίδιους τους στίχους». Ενώ κάποιοι τον κατηγορούσαν κιόλας για τους νέους ελληνικούς, όπως επέμενε, ήχους που πρότεινε, αυτός έσκυβε δύο χιλιάδες χρόνια πίσω. Ν’ «ακούσει» αυτό που ο Σπαταλάς είχε βρει. Για να δώσει εκείνα τα «ακούσματα» και νέα.
Δύο χρόνια αργότερα, τα τέλη του 1962, στον πρώτο διαγωνισμό του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας για «συνθέσεις σοβαράς μουσικής» απονεμήθηκαν ισότιμα βραβεία στον Αλέκο Ξένο, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιαννιώτη Δημήτρη Δραγατάκη και τον Πειραιώτη Μενέλαο Παλλάντιο, μετέπειτα ακαδημαϊκό που για το συνθετικό έργο των Επτανήσιων μουσουργών είπε από νωρίς ότι «αποτελεί το γερό θεμέλιο του ελληνικού μουσικού πολιτισμού».
Μερικούς μήνες νωρίτερα, τον Απρίλιο του 1961, ο Αλέκος Ξένος είχε απογειώσει στ’ άστρα την ελληνική μουσική δημιουργία. Εμελοποίησε το ποίημα «Ύμνος της Νιότης» του Κώστα Βάρναλη -που είχε στα πρώτα του ποιητικά βήματα στην Αθήνα πνευματικόν παραστάτη τον Σπαταλά- προς τιμήν του κοσμοναύτη Γκαγκάριν.
Ο Σπαταλάς!
Ήταν εκείνος ο φτωχός Κερκυραίος που -καθώς πια νέοι εργάτες κι άλλοι βιοπαλαιστές της ζωής έπαιρναν μαζί με περισσότερο εύπορους τη μουσική σκυτάλη απ’ τους παλιούς αριστοκράτες συνθέτες, σε συμφωνία με την ορμητική ανάδυση της εργατικής τάξης στο κοινωνικό προσκήνιο με δικούς της εκπροσώπους- ισχυριζόταν, όπως έγραψε σε φίλο του, ότι ανακάλυψε τα μουσικά άστρα των αρχαίων Ελλήνων. Τη μουσική του ομηρικού Δημόδοκου, αυτήν, ακριβέστερα, από τ’ αρχαία ελληνικά πνευματικά αριστουργήματα. Πολύ μετά, το 1990, κυκλοφόρησαν «Άπαντά» του, με αρκετές από τις αμέτρητες μελέτες και ποιητικές δημιουργίες και μεταφράσεις του έργων του Δάντη και άλλων Μεγάλων της παγκόσμιας πνευματικής δημιουργίας, μαζί με δική του ανάλυση και υπεράσπιση της μουσικής Ποιητικής του Διονύσιου Σολωμού και των μουσικών ιδεών του Νικόλαου Μάντζαρου.
Τον τίτλο «Εισαγωγή στην αρχαία ελληνική μουσική και στιχουργία» έφερε μία απ’ τις παλιές μελέτες του. Προηγήθηκαν, με πρώτη το 1932, μελέτες για τη «Νεοελληνική Μετρική», τη «Μορφολογία του δημοτικού τραγουδιού μας», την «Τονική στιχουργία στην αρχαία ελληνική», τη «Στιχουργία των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών μας» και λίγο μετά το 1960 νέα με τίτλο «Η αναβίωση της τραγωδίας με την αρχαία της μουσική».
Πέθανε σε απερίγραπτη ένδεια, το 1971, καθώς το καθεστώς της Χούντας είχε απαλλοτριώσει κτήμα από το οποίο βιοποριζόταν, χωρίς σχετική αποζημίωση. Πόσο φώτιζε το έργο του την ελληνική Μουσική και Ποιητική; Τόσο ώστε το 1996 οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης εξέδωσαν με την επιμέλεια του Ευριπίδη Γαραντούδη και της Άννας Κατσιγιάννη, κάτω από τον τίτλο «Η στιχουργική τέχνη» και το όνομά του, είκοσι τέσσερα διαφορετικά μουσικά, κατά βάση, μελετήματά του. «Κατόρθωσα να λύσω το δύσκολο πρόβλημα της αρχαίας ελληνικής στιχουργίας και συγχρόνως και της μουσικής», είχε γράψει σε φίλο του.
Η επικοινωνία, συγχρόνως, με το πνεύμα, τη ζωή και το έργο των μεγαλύτερων μουσουργών παγκοσμίως επίσης αποτέλεσε μέριμνα Επτανησίων διανοητών. Αυτό, μεταξύ άλλων, έκανε στα χρόνια 1946-1956 με βιβλία του για τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν, τον Σούμπερτ και τον Πουτσίνι, με διασκευασμένα κείμενα βιβλίων του εξωτερικού, ο Κερκυραίος δημοσιογράφος Δημήτριος Καλλονάς, που -αν και ύμνησε πρόσκαιρα τον Ιωάννη Μεταξά- είχε εκδώσει το βιβλίο «Η Ισπανία στις φλόγες, Viva la muerte» για τον Ισπανικό Εμφύλιο, ζώντας από κοντά κι Επτανήσιους στο πλευρό των Δημοκρατικών. Ήταν απόγονος του Ιωάννη Καλλονά της ιδρυτικής ομάδας της Παλαιάς Φιλαρμονικής.
Ούτε το πνεύμα του Σπύρου Μοτσενίγου, στην κατοπινή Αθήνα, εγκατέλειψε τους Επτανήσιους πρωτουργούς.
Από εκείνους ίσως τους ανθρώπους που όπως έλεγε ο Αλέκος Ξένος «κρατούν μέσα τους άσβηστη τη φλόγα των υγιών παραδόσεων του βαθειά ανθρώπινου, φιλελεύθερου και υψηλόφρονος εφτανησιώτικου πολιτισμού» και συμβάλλουν «στη διατήρηση και διάδοση του καλού», ο Ζακύνθιος συνθέτης, μουσικολόγος και συγγραφέας Τάκης Καλογερόπουλος (1946- 2009) κατά την περίοδο 1994-2002 εξέδωσε το επτάτομο πολύτιμο «Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής από τον Ορφέα έως τις μέρες μας».
Το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα αναδείχθηκαν εξάλλου, μεταξύ άλλων, δύο Επτανήσιοι συνθέτες έντεχνης λαϊκής μουσικής που πολύ ασχολήθηκαν και με τη λόγια μουσική, κυρίως υποστηρίζοντας φωνητικά σύνολα.
Ο Ζακύνθιος Δημήτρης Λάγιος (1952-1991) ερεύνησε το προεπαναστατικό τραγούδι στην Ελλάδα και εξέδωσε, μεταξύ άλλων, χαρακτηριστικούς δίσκους με τίτλους «Λαϊκά τραγούδια της Ζάκυνθος» και «Του Σολωμού και της Ζάκυνθος» και άλλους πολλούς με έντεχνη μουσική και λόγια στιχουργία. Επίσης, το έργο «Του Μαντολίνου» με μουσική Επτανήσιων συνθετών διασκευασμένη από τον ίδιο για μαντολίνο. Το 2011 πραγματοποιήθηκε η πρώτη δημόσια παρουσίαση του ανέκδοτου έργου του «Κάλβειος Ραψωδία». Υπήρξε ιδρυτής και πρόεδρος του «Κάλβειου Κέντρου Μουσικών Μελετών» και του «Κάλβειου Ωδείου».
Τραγούδια του με ήχους που διασώζουν και διαδίδουν την επτανησιακή μουσική παράδοση και «ταξιδεύουν» τον ακροατή στο Ιόνιο αποτέλεσαν την πρώτη δισκογραφική του εμφάνιση το 1975, σε μια δυσεύρετη ηχογράφηση αφιερωμένη στον Ρήγα Φεραίο. Είχε μελοποιήσει και τον «Ήλιο τον Ηλιάτορα» του Οδυσσέα Ελύτη, που το 1937 είχε την ευκαιρία να εντρυφήσει στη σολωμοκρατούμενη Κέρκυρα στον Σολωμό φοιτώντας σε στρατιωτική Σχολή και αργότερα κήρυξε τον Ζακύνθιο βάρδο της Ελευθερίας έναν απ’ τους πέντε – δέκα μεγαλύτερους ποιητές «όλων των αιώνων». Ο Γιώργος Νταλάρας, θυμίζουμε, ήταν ο ερμηνευτής του μεγαλύτερου μέρους του έργου του.
Ο Κερκυραίος μουσικοσυνθέτης Σπύρος Σαμοΐλης, υποστηρικτής χορωδιών σε διάφορα μέρη του νησιού και διασώστης λαϊκών ασμάτων και υποψήφιος βουλευτής με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας στην Κέρκυρα το 1977, νωρίτερα είχε μελοποιήσει, μεταξύ άλλων, τμήμα από τις «Γειτονιές του κόσμου» του Γιάννη Ρίτσου. Επίσης, έχει ασχοληθεί με την παραδοσιακή μουσική της Επτανήσου. Το μουσικό έργο του περιλαμβάνει επαναστατική ποίηση και, μεταξύ άλλων, το ποίημα του Νίκου Πανδή «Αναφορά στο Ρήγα» Φεραίο με τη φωνή του Πέτρου Πανδή.
Νεαρός ήταν μαέστρος στην κερκυραϊκή Φιλαρμονική Εταιρεία Λευκίμμης, περιοχής της νότιας Κέρκυρας με αγωνιστές -και μουσικούς- ναυτεργάτες που είχαν πολεμήσει και δώσει μάλιστα τη ζωή τους για τη Δημοκρατία ακόμη και στον Ισπανικό Εμφύλιο κι έναν ΕΛΑΣίτη Λευκιμμιώτη νεκρό στην πιο σπουδαία νικηφόρα ελληνική μάχη εναντίον των Γερμανών κατά την Κατοχή στην Αμφιλοχία, που ο ίδιος ο μουσικοσυνθέτης τον έχει ζωγραφίσει. Μαθήτευσε κοντά στον Μίκη Θεοδωράκη. Σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο. Το 1977 Κρατική Ορχήστρα -των Αθηνών αν δεν κάνουμε λάθος- παρουσίασε στο Ηρώδειο τη λαϊκή του όπερα «Σαν του γιοφυριού της Άρτας». Επίσης, έχει συνθέσει το μελόδραμα «Ο Λάμπρος» σε ποίηση του Διονύσιου Σολωμού.
Τώρα γράφει ένα νέο λαϊκό ορατόριο με τίτλο «Το κάλλος το Ιόνιον», σε ποίηση του Κεφαλονίτη Σπύρου Ζαχαράτου που μετέχει τόσο στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών όσο και στην Ένωση Μουσικών Στιχουργών Ελλάδας.
Άλλοι σημαντικοί Επτανήσιοι συνθέτες του καιρού μας με πολύ ενδιαφέρον έργο, όπως οι Κεφαλονίτες Δημήτριος Τυπάλδος και Παναγής Μπαρμπάτης, έχουν εισφέρει πολλά με χορωδιακές διασκευές τους, μεταξύ άλλων, σε φωνητικά-χορωδιακά μουσικά σύνολα και στη διάδοση του έργου του Μίκη Θεοδωράκη στα Επτάνησα και σε ολόκληρη τη χώρα.
Ο πρώτος, εγγονός πολιτικού της περιόδου της αγγλοκρατίας, το 1980 έφτιαξε σχολή κλασικής κιθάρας για μικρά παιδιά, η οποία εξελίχθηκε σε μουσικό σώμα με Μπαχ, Βιβάλντι κι άλλους κλασικούς στο ρεπερτόριό του, καθώς και στη γνωστή Παιδική Χορωδία που, μεταξύ άλλων, ηχογράφησε με τον Μίκη Θεοδωράκη τα «Παιδικά Τραγούδια» του. «Μια τόση δα φλόγα θ’ αντέξει άραγες στην παγωνιά των καιρών;», είχε αναρωτηθεί ο Μίκης το 1991. Αντέχει!
Όπως και το έργο, μια και μιλάμε για τα «Παιδικά Τραγούδια» του Θεοδωράκη, το αντίστοιχο που έχει πράξει στη Λάρισα ο μαέστρος Δημήτρης Καρβούνης από την περιοχή της Τσαριτσάνης όπου παλαιά είχαν μετοικήσει, κυνηγημένοι, πολλοί Επτανήσιοι! Ένας άλλος Καρβούνης, ως γνωστόν, ο Ιθακήσιος λογοτέχνης κι αγωνιστής Νίκος Καρβούνης, στα χέρια του οποίου το 1912 είχε αφήσει την τελευταία του πνοή ο Λορέντζος Μαβίλης πολεμώντας όπως κι εκείνος με διεθνιστικό σώμα Γαριβαλδινών στα βουνά της Ηπείρου για την απελευθέρωσή της, είχε γράψει και είχε πρώτος μελοποιήσει, συγχρόνως, σε βουνά εναντίον των Γερμανών πια, τον αντάρτικο ύμνο «Στ’ άρματα, στ’ άρματα / εμπρός στον αγώνα / για τη χιλιάκριβη τη Λευτεριά», για «πανανθρώπινη λευτεριά»! Τον τόσο ωραία τραγουδισμένο με άλλες μελοποιήσεις από τον Πέτρο Πανδή.
Η δισκογραφία του Τυπάλδου, θυμίζουμε, περιλαμβάνει και τον «Ολυμπιακό Ύμνο» του Σπύρου Σαμάρα με τη δική του παιδική χορωδία και το συγκρότημα μουσικής δωματίου «Νικόλαος Μάντζαρος».
Ο δεύτερος έχει παρουσιάσει πολλά αφιερώματα, μεταξύ άλλων, στην ξένη και ελληνική οπερέτα, την όπερα, την επτανησιακή καντάδα, ενώ έχει διασκευάσει και ενορχηστρώσει πολλά έργα για ποικίλα μουσικά σύνολα. Επίσης, είχε δημιουργήσει Χορωδία Λυρικών Καλλιτεχνών. Είναι ο εμπνευστής και δημιουργός της συμφωνικής μαντολινάτας και των μουσικών συνόλων της Ένωσης Επτανησίων Ελλάδας, που έχουν αποδώσει μοναδικά τις επτανησιακές μελωδίες του Λάγιου «Όμορφη και παράξενη πατρίδα» και του επίσης Ζακύνθιου Τιμόθεου Αρβανιτάκη «Ξανθός Απρίλης».
Ο ίδιος επιμελήθηκε άλλωστε προ ετών το γνωστό εκπληκτικό χορωδιακό υπερθέαμα με υπέροχες χορωδιακές διασκευές και ενορχήστρωση τραγουδιών από το έργο του Μίκη για συμφωνική μαντολινάτα.
Το απέραντο αυτό έργο, στη γοητεία του οποίου υπέκυψε με την άδεια του συνθέτη και ο Κερκυραίος ερμηνευτής ποικίλων τραγουδιών Σάκης Ρουβάς!
Υπάρχουν μουσικοί συνεχιστές και του Θεοδωράκη στα Επτάνησα, με τόλμη, θα ‘λεγε κανείς. Με το πανελλήνιας εμβέλειας πνεύμα του Ξενόπουλου! Αλλά και λες κι ο Μίκης Θεοδωράκης κράτησε διαρκώς πολύ βαθιά μέσα του, λες και δεν έβγαλε ποτέ από μέσα του για την ακρίβεια, τον παιδικό μουσικό Ιόνιο γιαλό του!
«Κράζω σε σέ Σολωμέ»!
Αυτή, θυμίζουμε, ήταν μια «κραυγή» του Μίκη στη Ζάτουνα της Αρκαδίας όπου είχε εκτοπιστεί από τη Χούντα το 1970, πριν του επιτραπεί, μετά τη διεθνή κατακραυγή, να φύγει για το Παρίσι.
Τέσσερα χρόνια από τότε, εννιά χρόνια μετά από μιαν εκδήλωση στην Αθήνα οργανωμένη απ’ την υπό τον Μίκη Θεοδωράκη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη με παρόντα τον Αλέκο Ξένο και αντικείμενο τραγούδια για την ισπανική Αντίσταση και κλασική ισπανική μουσική και λόγια για τον Πάμπλο Πικάσο κι έναν ισπανόφωνο ποιητή Πάμπλο το 1965!
Το 1974.
Ένας ελληνικός και συνάμα παγκόσμιος επικολυρικός «ανάκουστος κιλαϊδισμός», όπως θα ξανά ‘λεγε ίσως και ο ίδιος ο Σολωμός, αντήχησε στο Παρίσι, μαζί με τα Κρουστά του Στρασβούργου και την Εθνική Χορωδία της Γαλλίας. Πρωτακούστηκε τότε το μεγαλύτερο ίσως ελληνικό και παγκόσμιο επαναστατικό μουσικό έργο-λαϊκό ορατόριο, φτιαγμένο ακόμη και για ορχήστρες και χορωδίες και τενόρους λόγιας μουσικής, στη γνήσια ισπανική γλώσσα του Νερούδα, ρητορικό για δύο φωνές και με αφηγητή για όποια γλώσσα δει, ελληνικά καμωμένη ασυναγώνιστα από τη λόγια αριστοκράτισσα του λαϊκού Μεταξουργείου της Αθήνας Δανάη Στρατηγοπούλου.
Ήταν το «Canto General» για τη γραμμένη στην ισπανική γλώσσα ομώνυμη μεγαλόπνοη οικουμενική εξεγερτική ποιητική σύνθεση του Νομπελίστα Χιλιανού επαναστάτη ποιητή Πάμπλο Νερούδα, φίλου του Πάμπλο Πικάσο, που είχε ήδη μιλήσει και για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα εναντίον της Χούντας με δημόσιες παρεμβάσεις του.
Έργο που έμελλε να παρουσιαστεί όσο ποτέ άλλο ελληνικό μουσικό έργο σε δεκάδες χώρες -περισσότερο και από τον «Ζορμπά»- και να φθάσει να παίζεται τουλάχιστον μία φορά κάθε εβδομάδα παγκοσμίως, από μουσικά και φωνητικά σύνολα σε όλη σχεδόν τη Γη. «Συναρπαστικό», όπως το ‘χει χαρακτηρίσει κι ο Κερκυραίος μουσικοκριτικός Φώντας Τρούσας.
Έργο παγκόσμιο. Άρα και επτανησιακό, τουλάχιστον όσο -για ν’ αναφέρουμε τυχαία κάποια μακρινά μας μέρη- της Κορσικής ή του Αμβούργου και βέβαια συνολικά της Λατινικής Αμερικής που το χαρτογραφικό σχήμα της κι αυτό της Κέρκυρας μοιάζουν πολύ κιόλας, θα μπορούσε να πει κάποιος; Ή μήπως και κάτι τις πιο δικό μας, αν συνεκτιμήσουμε το γεγονός ότι -τυχαία άραγε;- και τα τρία πρόσωπα με τα οποία έχει συνδυαστεί έχουν λουστεί μουσικά στον Ιόνιο γιαλό;
Αναφερόμαστε φυσικά, πλην του Μίκη λόγω των παιδικών του χρόνων στην Κεφαλονιά, στη Μαρία Φαραντούρη και τον Πέτρο Πανδή με την κοινή επτανησιακή καταγωγή. Αν συμφωνείτε, σταθμίστε αρκούντως και κάτι που ο Πανδής έχει πει για τη δική του μουσική ταυτότητα κι αφορά εξίσου υποθέτουμε την καταγόμενη απ’ την Κεφαλονιά και τα Κύθηρα Μαρία Φαραντούρη. Εκατάλαβε ο Θεοδωράκης τις ιδιαίτερες μουσικές του «καταβολές», ότι «ως Κερκυραίος θα τραγουδούσα πιο κοντά στη Δύση. Έτσι, όταν αποφάσισε να προχωρήσει με το “Canto General”, θεώρησε ότι ήταν ένα έργο που ταίριαζε στη φωνή της Μαρίας και τη δική μου», έχει πει. Γεγονός είναι ότι -είτε υπάρχει στη μουσική κάτι τυχαίο είτε όχι- μ’ αυτές ιδιαίτερα τις φωνές το έργο του Θεοδωράκη αποδείχθηκε ότι «μεταδιδόταν αμέσως στο κοινό, σε όποια χώρα και αν ταξιδεύαμε, όσο και αν ήταν άγνωστη στους θεατές η γλώσσα και η μουσική».
Το έργο, όπως έχει ειπωθεί, αντιπροσωπεύει την πιο σπουδαία ρυθμική έρευνα του Θεοδωράκη. «Εμπνέεται τόσο από τους λατινοαμερικάνικους όσο και από τους ελληνικούς παραδοσιακούς ρυθμούς, αποτελεί ένα διεθνές έργο», υποστήριξε πειστικά το 1980 η εργαζόμενη κάποτε στην Ελλάδα Αυστραλιανή μουσικοκριτικός Gail Holst. «Η μελωδία του πρώτου μέρους και η τρίλλια της θυμίζει το κελάιδισμα των πουλιών», προσέθεσε, θεωρώντας ότι στο έργο «υπάρχουν περάσματα εξαιρετικής ομορφιάς και «ένα από τα καλύτερα είναι για τον άντρα σολίστα Πέτρο Πανδή», το «America Insurrecta», καθώς το κείμενό του «είναι εκπληκτικά κοντά στο πνεύμα της Ρωμιοσύνης». Σύμφωνα με την ίδια, το έργο- καντάτα της Ελευθερίας και προσφορά στους λαούς όλου του Κόσμου «εκείνο που το διακρίνει από τα περισσότερα κλασσικά έργα είναι η χρήση των παραδοσιακών ρυθμικών σχημάτων». Είναι, «με τρόπο που δεν βρίσκουμε σε κανένα άλλο σύγχρονο έργο, πραγματικά πολυρυθμικό», με τέτοια σύνθετα μέτρα και ήχους που ωστόσο, ενώ «για το δυτικό αυτί είναι ασυνήθιστοι», εμφανίζονται στη μουσική της Ελλάδας σε παρόμοια μορφή με ιδιάζουσα μετρική, «είναι δύσκολο να εξηγηθεί γιατί ενθουσιάζουν τον ακροατή» διεθνώς και οι Έλληνες πάλι «τους ακούν από παιδιά».
Όπως προσδιόρισε το σπαρτίτο του ο μουσικός εκδοτικός οίκος «Νάκας» διεθνώς, πρόκειται για «ορατόριο για mezzo soprano, bass baritone, μεικτή χορωδία και 15 όργανα». Ο εξαιρετικός μαέστρος Λουκάς Καρυτινός που το μουσικό αυτό έργο-κραυγή για δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια και Δημοκρατία το έχει διευθύνει σε συναυλίες, όπως άλλωστε και ξένοι μαέστροι αφού από πολλούς έχει θεωρηθεί διεθνώς ως αριστουργηματικός συνδυασμός ποίησης και μουσικής που μιλά κατευθείαν στις καρδιές των ανθρώπων, έχει καταθέσει ετούτη την άποψη: «Έχει απόλυτη μουσική αξία και είναι τόσο δύσκολο στην ερμηνεία για τους μαέστρους που στέκει στα δυσκολότερα και ωραιότερα έργα της απολύτου μουσικής».
Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο το Μουσικό Τμήμα του Ιονίου Πανεπιστημίου το 2014 στην παλιά Ιόνιο Ακαδημία -που δίδασκε και Μουσική- οργάνωσε «Χιλιανό Μουσικό Γκαλά» αφιερωμένο στον Πάμπλο Νερούδα.
Μήπως δεν ισχύει και σήμερα ο στίχος του Νερούδα ότι «οι πιστολάδες σεργιανίζουν με τη “δυτική κουλτούρα” υπό μάλης»; Ορθά δεν έχει πει ο Θεοδωράκης ότι το «Canto» του είναι «σκέτος δυναμίτης στα θεμέλια της αμερικανοκρατίας όπου γης»;
Στην Κέρκυρα λοιπόν.
Όπου η επτανησιακή κουλτούρα και η ισπανική καταγωγή του ποιητή-ήρωα Λορέντζου Μαβίλη έσμιξαν σε στίχους τόσο μελωδικά ώστε συνάρπασαν τον Μίκη Θεοδωράκη από την εφηβική του κιόλας ηλικία. Στα Επτάνησα, απ’ όπου οι εξόριστοι από τους Βενετούς κυρίαρχους εύρισκαν καταφύγιο σε ιταλικές κτήσεις και άλλα μέρη της τότε Ισπανίας. Στα Επτάνησα όπου είδαν το φως νέοι που κίνησαν στην Ισπανία το 1936 για να πολεμήσουν μαζί με τους Δημοκρατικούς για ιερές αξίες υμνημένες από τον Πάμπλο Νερούδα, συμπαραστάτη των Ελλήνων δημοκρατών με τους ισπανόφωνους στίχους του όταν στην Αθήνα κάποιοι «έστηναν κρεμάλες» κι ο Αλέκος Ξένος μουσουργούσε τον αθάνατο «Διγενή» του ή όταν άλλοι στην Αθήνα, αργότερα, έβγαζαν στους δρόμους τα τανκς. Στην Κέρκυρα. Όπου αιώνες πριν είχε σταθεί ως τραυματίας κι Επτανήσιων κιόλας συμπολεμιστής-Δον Κιχώτης ο αθάνατος σαν τον Σολωμό και τον Νερούδα μέγιστος των Ισπανών ποιητής Μιγκέλ Θερβάντες και το 2013 γι’ αυτόν τον «αυτόκλητο σωτήρα των απανταχού δύσμοιρων και ανυπεράσπιστων για έναν κόσμο ομορφιάς και δικαιοσύνης» η ορχήστρα εγχόρδων της Παλαιάς Φιλαρμονικής υπό τη διεύθυνση του Προσωπάρη οργάνωσε υπέροχη εκδήλωση με τη σουίτα «Don Quixotte».
Ε, λοιπόν, όπως ήταν καιρός πια να βρεθεί κάποιος Επτανήσιος να το κάνει, ο Προσωπάρης με το βαθειά επτανησιακό μουσικό έργο και τις μεγάλες δυνατότητες, που τα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου διηύθυνε και την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών σε κοντσέρτο της -κι είχε επιλεγεί για να αποδώσει έργο του Σοστακόβιτς ογδόντα χρόνια από τότε που αυτός εκδήλωνε την αλληλεγγύη του στον Αλέκο Ξένο κι εμελοποιούσε ελληνικό άσμα- έχει σκύψει ήδη πολύ στο παγκόσμιο, πολύ απαιτητικό ισπανόφωνο «Canto General» του Μίκη.
Έχει ήδη μελοποιήσει τμήματά του για μπάντα!
Για μπάντα Φιλαρμονικής! Με διασκευή κι ενορχήστρωση, φυσικά και με χορωδία, δηλαδή, με την οποία θα κάνει σχεδόν παντού εφικτό κάτι ανέφικτο σήμερα χωρίς τον εφιάλτη του κόστους της μεγάλης συμφωνικής ορχήστρας: να μπορούν οι χιλιάδες μπάντες σ’ όλη τη Γη να παρουσιάσουν το για το ίδιο λόγο «άπαιχτο» ακόμα και στην Κέρκυρα μαγευτικό και συναρπαστικό «Canto General» με λαϊκές λυρικές φωνές και λαϊκές χορωδίες!
Αρκεί για να παρουσιαστεί το «Canto General», διασκευασμένο για μπάντα Φιλαρμονικής, σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση, από μια κερκυραϊκή Φιλαρμονική και κερκυραϊκές φωνές; Ναι, αν συντρέξουν βέβαια όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Ν’ ανοίξει έτσι ο δρόμος ώστε το παγκόσμιο αυτό έργο-ύμνος του Νομπελίστα ποιητή στην Ελευθερία και στα δίκαια των απλών ανθρώπων να μπορεί, με άλλα λόγια, να φτάσει παντού, με μιαν ανεκτίμητης αξίας επτανησιακή προσφορά στη διεθνή μουσική δημιουργία και -γιατί όχι- στην ανθρωπότητα!
Αυτό φίλες και φίλοι, αν θεωρείτε υπερβολικά τέτοια λόγια, δεν είχε καλέσει ο Σολωμός στους περίφημους «Στοχασμούς» του που τόσο εκτιμούσε ο Μάντζαρος, όπως τους διέσωσε ο Ιάκωβος Πολυλάς στα «Ευρισκόμενα» του ποιητή πριν από 160 περίπου χρόνια; Αυτό δεν είχε καλέσει μ’ εκείνο το «Κάμε…» που έγραψε καθώς ξεκίναγε να γράψει τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του απευθυνόμενος στον εαυτό του κι έμεινε ως παρακαταθήκη;
«Κάμε» το έργο, είχε γράψει, με τον νου εις «τα μεγαλήτερα συμφέροντα της Ελλάδας»!
Και όχι μόνον.
«Κάμε» το με τον νου συγχρόνως και εις «τα μεγαλήτερα συμφέροντα της Ανθρωπότητος»! Δένοντας κιόλας το έργο σου με «το παγκόσμιο σύστημα», όπως είχε πει και τόσο υπέροχα εκφράσει με τον στίχο «Αραπιάς άτι Γάλλου νους βόλι Τουρκιάς τόπ’ Άγγλου»!
Για μια «Παγκόσμια Δημοκρατία», θα λέγαμε σήμερα, όπως με το ανυπότακτο πνεύμα τους το διατύπωσαν εκείνοι οι πρώτοι Επτανήσιοι Ριζοσπάστες του 1848 και τόσο μελωδικά και μαχητικά το εξέφρασε ο πρώτος «Ριζοσπάστης» τους στην Κέρκυρα το 1850! Κι όπως το εξέφρασε ‘κείνος ο στίχος «Όλ’ η Γη είναι μια χώρα» που γράφτηκε απ’ τον μελετητή του Σολωμού και φίλο του Σπαταλά Κώστα Βάρναλη και θαυμάσια εμελοποίησε ο Σπύρος Σαμοΐλης σ’ ετούτα τα χώματα! Μήπως κι ο Άγγελος Σικελιανός δεν είχε καλέσει όχι μόνο «να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα», αλλά και «να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ τον κόσμο»; Για μια «ήττα των καταπιεστών της ανθρωπότητας» του καιρού μας, για να το πούμε με τα ειπωμένα το 1798 σ’ αυτό εδώ το, σύμφωνα με τον Κωστή Παλαμά, «αρμονικό νησί» των Κορυφών. εμπνευσμένα λόγια του Στέλιου Βλασσόπουλου!
Με πόσους και πόσους «πατεράδες» και «παππούδες» τους της Επτανήσου έχουν, πέραν των άλλων, ν’ αναμετρηθούν οι καλύτεροι μάχιμοι αρχιμουσικοί στα Ιόνια νησιά, όπως ο Σπύρος Μαυρόπουλος, αν επιθυμούν να συνθέσουν πρωτότυπα έργα τους που θα επιβιώσουν ή ν’ ανασυνθέσουν, να διασκευάσουν και να ενορχηστρώσουν δημιουργικά, με όλες τις σύγχρονες δυνατότητες και στο πνεύμα της εποχής μας, επτανησιακά, ελληνικά και παγκόσμια πνευματικά έργα διεθνούς φήμης!
Έργα δύσκολα και απαιτητικά για τις μπάντες τους, για συμφωνικές ορχήστρες, για τις πιο άξιες χορωδίες των νησιών μας!
Δεν είναι η μόνη χρήσιμη παρακαταθήκη αυτή του Αλέκου Ξένου, μα ήταν μάλλον σοφά τα λόγια του επ’ αυτού: «Πάντα δίπλα και πλάι στο λαό. Αν εκφράσεις τη ζωή, το έργο σου θα μείνει. Αν όχι, θα χαθεί».
Μήπως, στο κάτω-κάτω, από τα μικράτα τους κιόλας δεν σπούδασαν όλοι τους με έξοδα βγαλμένα απ’ τον λαό, απ’ τους κόπους του κάθε λαού, ακόμη κι αν αυτά ονομάζονταν ελληνικές ή ξένες χορηγίες;
Εννοούμε, φυσικά, κάθε είδους καλή μουσική σ’ όλα τα ρεύματά της. Για τη χαρά της ζωής. Το κουράγιο. Τον έρωτα. Την ελπίδα. Τη ζωή μ’ όλα τα συναισθήματά της κι όλες τις ανάγκες της στον ανηφορικό δρόμο του ανθρώπου.
Χωρίς να αμελήσουν, εννοείται, ούτε την κατακτημένη παράδοση της λαμπρής απόδοσης κλασικών έργων των πιο λαμπρών ονομάτων της παγκόσμιας μουσικής σκηνής, ούτε όμως εκείνη της μελοποίησης λαϊκών κι εργατικών κι αγωνιστικών τραγουδιών της τοπικής παράδοσης, καθώς, ειδικά στην Κέρκυρα, με το Πολυφωνικό λαϊκό Σύνολο του χωριού Κυνοπιάστες «Γειτονία» και το βιβλίο του 2019 «Τα τραγούδια της Κέρκυρας μέσα από τα λαϊκά δρώμενα και τις παραδόσεις της» έχουν ανοίξει νέοι δρόμοι.
Στα παλιά βιβλία του Αντώνη Μανούσου του 1850 και των νεότερών του Γιάννη Μαρτζούκου με τα «Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια» του, Γεράσιμου Σαλβάνου και Βάσως Σαλβάνου, Νίκου Πακτίτη, Γεράσιμου Χυτήρη κι άλλων για την κερκυραϊκή λαϊκή στιχουργική παράδοση ήλθε να προστεθεί προκλητικά για τους μουσικούς μας το νέο βιβλίο του Στέφανου Πουλημένου.
Με το βιβλίο του απέδειξε την ύπαρξη χιλιόχρονης πλούσιας λαϊκής μουσικής παράδοσης, με ακούσματα κι από τους πρόσφυγες από την Κρήτη, την Πελοπόννησο, την Ήπειρο, με αρχέγονα μουσικά όργανα όπως ασκομαντούρα και ταμπουρλονιάκαρα. Ανέδειξε τόσο την ιδιαίτερη λαϊκή πολυφωνία της κερκυραϊκής υπαίθρου, που συνδέεται με τα τραγούδια της δουλειάς και της ταβέρνας, καθώς και με τα τραγούδια του γάμου και παλαιές βυζαντινές μπαλάντες, όσο και την ιδιαίτερη θέση της Κέρκυρας στα δίκτυα πολιτισμικής επικοινωνίας όχι μόνο ανάμεσα στη Δύση, αλλά κι ανάμεσα σ’ αυτή και την Ανατολή.
Είτε διανύουμε μια νέα εποχή κατάπτωσης και ισχύουν και σήμερα είτε όχι τα λόγια του Βρετανού θεατρικού συγγραφέα Νόελ Κάουαρντ πως «είναι απίστευτο πόση δύναμη έχει η φτηνή μουσική», τι λέτε, ισχύουν και σήμερα ή όχι τα λόγια που ο Επτανήσιος αν δεν κάνουμε λάθος μουσικοκριτικός Νίκος Πάγκαλης, αδελφός της συζύγου του Νίκου Σκαλκώτα, είχε διατυπώσει σε άρθρο του στην αθηναϊκή εφημερίδα «Αυγή», με τον τίτλο «Η μουσική μας δημιουργία», το 1953;
«Ορισμένοι καλής πίστεως συζητητές σού λένε πως αυτά που συμβαίνουν στη σοβαρή κι ελαφριά μουσική οφείλονται σ’ εποχή κατάπτωσης όπως η σημερινή και ο καλλιτέχνης, δέκτης της κοινωνίας του, δεν μπορεί παρά να εκφράζει τα ενδιαφέροντά της», είχε πει, προσθέτοντας: «Αυτά ισχύουν μόνο για τον κόσμο που φέρνει την κατάπτωση, τον κόσμο της παρακμής και τους καλλιτέχνες που τον ακολουθούν, κι όχι για το λαό, που με διάφορα μέσα αγωνίζεται να ξεφύγει από τον καταστροφικό κατήφορο που τον τραβούνε οι άνθρωποι της εκμετάλλεψης, του πολέμου (…) Οι μουσουργοί Μάντζαρος, Καρρέρης, Λαυράγκας, Λαμπελέτ, Καλομοίρης, Βάρβογλης, στα παληότερα χρόνια και σε δύσκολες για το Έθνος εποχές κράτησαν τη σημαία της τέχνης ψηλά (…) Με μουσική, μ’ έργο, με λόγο (…) μας είπαν πως ο καλλιτέχνης στις δύσκολες στιγμές δεν πρέπει να σκύβει το κεφάλι (…) Στο χέρι τους είναι να αξιοποιήσουν τον πλούσιο θησαυρό της λαϊκής μας μουσικής παράδοσης. Να θερμάνουν τη ψυχή και το ταλέντο τους απ’ την ανάσα του λαού που τραγουδάει τις λύπες και τις χαρές του με λιτά, αλλά θαυμαστά μουσικά μέσα. Να υψώνουν τη νεοελληνική μουσική και να τιμήσουν και τον εαυτό τους».
«Το δίκιο μου είν’ να τραγουδώ»!
Ο Μανούσος, θυμίζουμε, υπήρξε από τους πρώτους υποστηρικτές τής δόξες γεμάτης Παλαιάς Φιλαρμονικής της Κέρκυρας -σε εκδηλώσεις της οποίας ήταν «παρών» και ο Σολωμός- όταν γύρω στα 1837 ξεκίνησε η σύστασή της, σχεδόν ως Μουσική Ακαδημία, μέχρι την επίσημη ίδρυσή της το 1840. Είχε στιγματίσει και την ταξική λειτουργία του κερκυραϊκού λυρικού θεάτρου «San Giacomo», όπου μέλη της άρχουσας τάξης «ενέμοντο απολυταρχικώς» τις καλύτερες θέσεις, με πρόβλεψη να βρίσκεται «εις το βάθος της αιθούσης φύρδην μίγδην ο όχλος»!
Να ένα καταπληκτικό σωσμένο απ’ αυτόν λαϊκό τραγούδι των περασμένων αιώνων απ’ το χωριό Καρουσάδες, από ‘κει δηλαδή που ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης το 1917 έγραψε «Σηκώθη η άγια εργατιά το δίκιο της να λάβει»και λίγο νωρίτερα ο αδελφός του Σπυρίδων έγραψε ότι κοιτώντας απ’ τα υψώματά του «θα ήταν το μεγαλύτερο φιλολογικό κατόρθωμα αν η πένα μπορούσε να δώσει μιαν αμυδρή εικόνα από όσα βλέπει το μάτι». Να το, όπως ο Μανούσος το διέσωσε στο βιβλίο του «Τραγούδια εθνικά, συναγμένα και διασαφηνισμένα υπό Αντωνίου Μανούσου» το 1850:
Εις την απάνου γειτονιά ’
ς την ασημένια ρούγα
Ξανθή κόρη ήτον κ’ ύφαινε,
ύφαινε κ’ ετραγούδα,
Κι’ από τον όχλο τ’ οργαλειού,
κι’ απ’ τον ηχώ της κόρης
Τον Ήλιον εσκαντάλισε,
κι’ αργεί να βασιλέψη.
Το ’μαθε η μάννα του Ηλιού
και τήνε καταριέται˙
«Κόρη κι’ αν ήσαι ανύπαντρη,
κακή μοίρα να λάβης.
Και παντρεμένη και αν ήσαι,
να μη γεραματιάσεις,
Οπού τον Ήλιο μου ’καμες,
και αργεί να βασιλέψη».
Ως τ’ άκουσεν η λυγερή
πολλά τση κακοφάνη˙
«Το δίκιο μου είν’, να τραγουδώ,
να περιξεφαντώσω
Γιατί έχω ανδρά ’ς την ξενιτειά,
εδώ και τόσους χρόνους,
Τώρα μου έστειλε γραφή
να τον απαντυχαίνω».
Το ’μαθε η μάννα του Ηλιού,
και τήνε καλοευχέται˙
«Κόρη, κι’ αν ήσαι ανύπαντρη,
καλή μοίρα να λάβης.
Και παντρεμένη αν ήσαι συ,
πολλούς χρόνους να ζήσης».
Η μουσική στην Κέρκυρα «είναι ο επιούσιος», είπε ο Παύλος Παλαιολόγος. Ταιριαστή, κατά τον Ανδρέα Καραντώνη, «με τα καμπυλωτά της επάλληλα τοπία» που θαρρείς ότι «κυματίζουν ελαφρά προς μιαν ιδέα ηδονής», τραβώντας τη συνείδηση μάλλον «προς το πνεύμα παρά προς την ύλη», όποτε βέβαια οι καιροί δεν αντιστρέφουν επιτακτικά αντίθετα την προτεραιότητα. Περιλαμβάνει όπως το νησί, κατά τον Ορέστη Αλεξάκη, «την αλφαβήτα της ομορφιάς, τη μελωδία των ουρανών, την πέρα βοή των άστρων, το μέσα φως των λουλουδιών, τα έγχρωμα βάθη του όνειρου». Ταυτίζονται στα Επτάνησα όσο πουθενά αλλού στον ελληνικό χώρο η μουσική και ο τόπος.
Σε όλα τα Επτάνησα βέβαια, όποτε χρειάστηκε, όποτε ο τόπος δεν «εβρόντουνε από γέλιο» διασκεδάζοντας ακόμα και κακοτυχίες της ζωής, κάτι σαν βουητό του λαού, σαν «το μίσος, έβγαλε κι εκείνο τη φωνή του», σύμφωνα με τους σολωμικούς στίχους.
Φωνή στεντόρεια!
«Κάθισα κι έγραψα τους στίχους και την ίδια νύχτα, κατά τα ξημερώματα, σύνθεσα και τη μουσική του», είχε πει ο Ιθακήσιος Νίκος Καρβούνης για τον αντάρτικο κατά την Κατοχή ύμνο του στην Αντίσταση με τους στίχους «Σπάμε την άτιμη την αλυσίδα / που μας εβάραινε θανατερά / Θέλουμε λεύτερη εμείς Πατρίδα / και Πανανθρώπινη τη λευτεριά»!
Με τα λόγια «Ήτον μεσονύχτιον απερασμένον… αρχίζω να εκτελώ επί του πιάνου τας ιδέας μου… έρχονται κατόπιν άλλαι και άλλαι… ενθουσιασμένος με την σύνθεσίν μου δεν εσηκώθην από το όργανόν μου πάρεξ όταν όλη η πράξης ήτον πλέον σχεδιασμένη». Έτσι περιέγραψε ο Παύλος Καρρέρ το πώς έγραψε ολόκληρη την όπερά του «Κυρά Φροσύνη» το 1868!
Θαύματα έχει κάνει, δηλαδή, η μουσική έμπνευση απ’ τη ζωή, απ’ την αλφαβήτα της ζωής του λαού!
«Για να μπορέσει να γίνει η μουσική τέχνη μέσο καλλιέργειας και πηγή χαράς για τον εργαζόμενο λαό», έλεγε ο Καρβούνης το 1936, «θάπρεπε πρώτ’ απ’ όλα να ξανασυνδεθεί η σημερινή μουσική εκδήλωση με τη λαϊκή πηγή» και ύστερα με την Παιδεία «να φανερωθεί μέσ’ από το λαό ο πλάστης μουσουργός».
Επιζεί και σήμερα στην Ιθάκη, μπορεί να πει κανείς, το μελωδικό πνεύμα του Φήμιου, μουσικού του παλατιού του Οδυσσέα, αλλά κι εκείνο του εξαίρετου στιχουργού της Μιχάλη Μπουρμπούλη;
Ο μεγάλος ακουαρελίστας ζωγράφος Άγγελος Γιαλλινάς, ως πρόεδρος της Παλαιάς Φιλαρμονικής της Κέρκυρας έγραφε το 1930 στον Μανώλη Καλομοίρη ότι αυτή ιδρύθηκε «με βαθυτέραν αιτίαν την αναβίωσιν μεταξύ του ελληνικού λαού της θειοτέρας των τεχνών, καθόσον φυγαδευθείσης ταύτης εκ της μακράς στυγερής δουλείας, δεν είχον παραμείνη ει μη απελπιστικά ερείπια πάσης τέχνης». Όταν ιδρύθηκε ως «εκπαιδευτικός και συναυλιακός οργανισμός», επί αγγλοκρατίας, δεν είχε γίνει δεκτό αίτημά της η στολή των μουσικών να φέρει κυανόλευκα χρώματα! Ο ποιητής Μαρκοράς το έθεσε έτσι για τη μουσική στην Κέρκυρα:
«H Moύσα βιάστηκε να κατεβεί από τ’ άστρα».
Όπως χρηστικότατο παραμένει, αναζητώντας τους δικούς του μουσικούς νοτοπλάστες, το βιβλίο του μουσικολόγου Γιώργου Ραυτόπουλου «Ο Ριζοσπαστισμός στη μουσική και την ποίηση» για τα χρόνια της αγγλοκρατίας. Ο ίδιος έχει εκδώσει και μελέτη για την «Αρμονική πολυφωνία στα Επτάνησα».
Πόσες υπηρεσίες έχουν προσφέρει στη Μουσική και οι Επτανήσιοι, αλλά όχι μόνον, βιογράφοι των μουσουργών μας. Κάθε βιογραφία τους σχεδόν αποτελεί μια φωτεινή, ηρωική ιστορία!
Στη δίτομη έκδοσή τους «Λόγια Κεφαλληνιακή Μούσα» ο Γεράσιμος Γαλανός και ο Λαμπρογιάννης Πεφάνης έχουν θαυμαστά καταγράψει τη ζωή και το έργο όλων των πιο σημαντικών μελοποιών της Κεφαλονιάς. Μαζί και για τον επαναστάτη μουσουργό Γεώργιο Σολωμό (1823-1903), αγωνιστή του Ριζοσπαστικού κινήματος και μεταρρυθμιστή της εκκλησιαστικής μουσικής με τόνους λαϊκότητας που επηρέασε βαθιά και τους Κερκυραίους ψαλμωδούς. Συνέθεσε ηρωικά τραγούδια «γεμάτα φωτιά». Όπως κι ο Κοσμάς Μπουχάγιαρ (1905-1989) που συνέθεσε «Ύμνο στους ήρωες του Λάλα» για τη γνωστή μάχη της Επανάστασης του 1821 στην οποία συμμετείχε επτανησιακό Σώμα ηρωϊκά και νικηφόρα, πολύ πριν κάνει το ίδιο στον αιώνα του ο Ευάγγελος Σκλαβούνος ή ο Γεράσιμος Πυλαρινός συνθέσει φωνογραφημένη «Ωδή» αφιερωμένη στον ήρωα κοινωνικό αγωνιστή- σοσιαλιστή Μαρίνο Αντύπα τον δολοφονημένο στη Θεσσαλία στην περιοχή Κιλελέρ όπου μαέστρος της τοπικής Φιλαρμονικής είναι ο Κερκυραίος αρχιμουσικός Χρήστος Μπαλανίκας. Ο Γεράσιμος Μηλιαρέσης (1918- 2005), πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Μουσικής και του Διεθνούς Μουσικού Συμβουλίου της Unesco, είχε συνθέσει εξάλλου τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη για σόλο κιθάρα.
Στην καταγραφή των Επτανήσιων μουσουργών συνέβαλε πολύ εξάλλου τον περασμένο αιώνα ο Κερκυραίος μουσικοκριτικός Φιλοκτήμων Παραμυθιώτης. Το έκανε με τη φωτισμένη μελέτη του «Οι Επτανήσιοι μουσουργοί του 19ου αιώνα και η συμβολή τους στη διαμόρφωση της νεοελληνικής μουσικής», που έχει σωθεί και στα «Κερκυραϊκά Χρονικά» της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών.
Ο Κεφαλονίτης συνθέτης-μπαντίστας, διευθυντής Φιλαρμονικής Σχολής στο Ληξούρι και μαθητής του Μάντζαρου Πέτρος Σκαρλάτος (1820-1904), θυμίζουμε, είχε αφιερώσει έργο του στον απαγχονισμένο πρωτομάρτυρα της αγροτικής εξέγερσης του 1849 στη Σκάλα στο νησί παπα-Νοδάρου, με στίχους που αναφέρονται στο «θύμα τυραννικής ορμής».
Μπάντα μιας Φιλαρμονικής Σχολής στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς, που ενδέχεται να άρχισε να συγκροτείται άτυπα είτε το 1836 είτε αργότερα, είχε διαλυθεί το 1839 υπό βρετανική πίεση, καθώς οι μαθητές αρνήθηκαν να παιανίσουν τον βρετανικό εθνικό Ύμνο.
Πόση έμπνευση και δύναμη ιστορικά, για την καθιέρωση και της επέκταση της μουσικής Παιδείας, μεταξύ άλλων, έδιναν στους Επτανήσιους οι στίχοι και οι νότες!
Έχουν σωθεί και με έντεχνη μουσική του Ζακύνθιου Δημήτρη Λάγιου οι στίχοι «στην Κέρκυρα μας πάνε να μας κρεμάσουνε μα ‘μεις θα τραγουδάμε» Επτανήσιων λαϊκών αγωνιστών του Ριζοσπαστικού κινήματος για την ένωση με την Ελλάδα και μια «Παγκόσμια Δημοκρατία» τα χρόνια της αγγλοκρατίας. Το πασίγνωστο «Σ’ ένα παπόρο μέσα». Είχε μελοποιηθεί έντεχνα απ’ τον Λάγιο πριν εγκύψει σ’ αυτό ο συνθέτης Λουκιανός Κελαηδόνης, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, είχε πει για τις μουσικές πηγές του Μίκη Θεοδωράκη ότι είναι «το Βυζάντιο, τα αντάρτικα, τα Επτάνησα», είχε τραγουδήσει επτανησιακά τραγούδια με τη χορωδία του Διονύση Αποστολάτου κι είχε πει, επίσης, ότι «υπάρχουν επτανησιακά τραγούδια που έχουν στοιχεία country», ανάλογα δηλαδή εκείνων της αμερικάνικης λαϊκής μουσικής που ξεκίνησε από αγροτικές περιοχές.
Έχουν σωθεί και μαρτυρίες για «Μαθήματα Μουσικής» που την περίοδο της Χούντας των συνταγματαρχών έδιναν αλύγιστα αγωνιστές της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής Δημοκρατίας σε φυλακές κι εξορίες, όπως αυτή του αγωνιστή-διανοούμενου Τάσου Βουρνά για τον Κερκυραίο ανένταχτο κομμουνιστή βουλευτή της ΕΔΑ Γεράσιμο Πρίφτη: «Αγωνιστής, αλλά και πνευματικός άνθρωπος, σκληροτράχηλος μαχητής, αλλά και λεπταίσθητος με μια σπάνια μουσική αγωγή (…) Κι όταν στη Λέρο κάτω από τις πιέσεις μας αποφάσισε να κάνει μαθήματα ανάλογης μουσικής στους εξόριστους και ιδιαίτερα να αποδείξει πως οι ήχοι εξέφρασαν τις μεγάλες ιδέες του καιρού των μεγάλων δημιουργών, όλοι εμείς όσοι παρακολουθήσαμε τις διαλέξεις του, νοιώσαμε ν’ ανοίγονται μπροστά μας νέες θύρες επικοινωνίας με τον κόσμο της μουσικής».
Τότε που κι ένας «μέτοικος» Έλληνο-Γάλλος, όπως έλεγε, σπουδαίος μουσικός ερμηνευτής με κερκυραϊκές ρίζες και διεθνή καριέρα -που «περπάτησε όλη τη γη μ’ ένα τραγούδι στην καρδιά και τη βροχή στους ώμους»- στρατεύτηκε με συναυλίες στη Γαλλία κι αλλού, με μουσικόν οδηγό το συνθέτη Ιάννη Ξενάκη, στον αντιφασιστικό αγώνα. Ο Κερκυραίων γιος Ζορζ Μουστακί (1934-2013), εγγεγραμμένος σύμφωνα με επιθυμία του δημότης της Κέρκυρας.
Πόσοι και πόσοι τρόποι υπάρχουν, από πόσες θέσεις, από πόσα μετερίζια, για να βοηθήσουν οι μουσουργοί να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα!
Την ίδια αυτή περίοδο ο Κερκυραίος γεννημένος στην Κεφαλονιά και μεγαλωμένος στην Κέρκυρα Γεράσιμος Ρομποτής (1903- 1987) έγραφε, ως άλλη μία εμβληματική μουσική προσωπικότητα, τη δική του ιστορία στην Κέρκυρα ως επίτιμος γενικός διευθυντής και τελικά «Μεγάλος Ευεργέτης» της Παλαιάς Φιλαρμονικής, προσφέροντας αμισθί τις αρμονικές υπηρεσίες του. Με θεωρητικά έργα κιόλας, όπως οι «Κανόνες μουσικής ανάγνωσης», έμεινε στην ιστορία ως ένας από τους κορυφαίους μουσικοπαιδαγωγούς στο νησί των Φαιάκων.
Τιμήθηκε από τον Δήμο της Κέρκυρας με μετάλλιο «Κερκυραϊκής Αξιοσύνης» και προσέφερε μουσικές υπηρεσίες σε πολλές άλλες πόλεις. Ήταν μαθητής του Δημήτρη Μητρόπουλου, γιος του ιδρυτή της «Μουσικής Σχολής Ρομποτή» Αναστάσιου Ρομποτή (1868- 1944) και πατέρας του γνωστού με το ψευδώνυμο Τάσος Κόρφης ποιητή- αντιναυάρχου και επίτιμου αρχηγού του Στόλου Τάσου Ρομποτή, δημιουργού των εκδόσεων «Πρόσπερος».
Το 1926 είχε συνθέσει έργο «Εκ των Ελευθέρων Πολιορκημένων», που έλαβε σε διαγωνισμό το δεύτερο βραβείο. Μια νότα πίσω από έργο του σπουδαίου Μανώλη Καλομοίρη που το 1938, καθώς ήταν παντρεμένος κιόλας με την Κερκυραία Χαρίκλεια Παπαμόσχου είχε δώσει συναυλία στην Κέρκυρα εισπράττοντας σύμφωνα με τοπική εφημερίδα μάλλον «αραιά και άχρωμα χειροκροτήματα», κυρίως ίσως λόγω της αντίθεσής του με Επτανήσιους δημιουργούς, όπως πριν απ’ όλους ίσως ο μεγάλος και τρανός Σπύρος Σαμάρας, αλλά και ο Γεώργιος Λαμπελέτ, για τον οποίο τελικά, χωρίς ν’ απαρνηθεί τη συντηρητική μουσική ιδεολογία που επί δεκαετίες τον χαρακτήριζε, είπε ότι «τόσο επόνεσε κι ένιωσε την ελληνική μουσική ιδέα».
Άλλο σπουδαίο έργο του Γεράσιμου Ρομποτή, σε μια εποχή με τους Κερκυραίους αγρότες ξεσηκωμένους για τα δίκια τους, το «Αγροτικό Τρίπτυχο». Το 1931 είχε παρουσιάσει με δική του νέα ενορχήστρωση τη μαστιγωτική για το πολιτικό κατεστημένο όπερα «Υποψήφιος βουλευτής» προγενέστερου Επτανήσιου μουσουργού, που απ’ το 1867 έδινε λόγο στον λαό!
Ανιψιός του και μαθητής του, καθώς και του Αντίοχου Ευαγγελάτου, ήταν ο Κερκυραίος Δημήτρης Δαπέργολας (1946-1996). Ο ιδρυτής και πρώτος διευθυντής της συμφωνικής ορχήστρας του Δήμου Κερκυραίων.
Στα είκοσί του, στην Αθήνα, ήταν μαέστρος μοντέρνας ορχήστρας, ενώ το 1979 διηύθυνε συμφωνική κρατική ορχήστρα των Βρυξελλών στο έργο «Ηρωική συμφωνία» του Λούντβιχ Μπετόβεν. Έγραψε «Συμφωνία της Κέρκυρας», τη σύνθεση «Φαιάκων Νήσος» και θεωρητικό έργο. Έχει μείνει ανέκδοτο «Λεξικό» του για τους Έλληνες συνθέτες. Προς τιμήν του έχει γράψει υπέροχο έργο ο επίτιμος αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής «Μάντζαρος» Σπύρος Μαυρόπουλος, γιος οικοδόμου.
Ο Δημήτρης Δαπέργολας, πρόγονος του οποίου υπήρξε ο πρωτομάχος στα μουσικά πράγματα του Ληξουριού στην Κεφαλονιά Λεωνίδας Δαπέργολας, διετέλεσε επίσης αρχιμουσικός σε Φιλαρμονική με το περίλαμπρο μουσικό όνομα «Σπύρος Σαμάρας» σε κερκυραϊκό χωριό. Εννοούμε το μουσικοκρατούμενο χωριό Κορακιάνα, όπου άλλη Φιλαρμονική έφερε το λαμπρό ποιητικό όνομα «Γεράσιμος Μαρκοράς», εκείνου του μαθητή του Σολωμού που, αν και γόνος αρχοντικής οικογένειας, όχι μόνον έψεξε με στίχους την «Αμουσία» μα πρώτος στον ελληνικό χώρο σύμφωνα με τον λόγιο Γιώργο Βαλέτα και πάντως από τους πρώτους, έστω με συμβιβαστικό πνεύμα για τον πλούτο των λίγων, έγραψε ποίημα με τον τίτλο «Εργασία» για τον Εργάτη, ενώ στην Κέρκυρα η νέα αυτή κοινωνική τάξη εμφανιζόταν ολοένα και πιο δυναμικά στο προσκήνιο της ζωής με δικά της αιτήματα.
Την τάξη που λίγα χρόνια μετ’ από ‘κείνο το ποίημα δεν θ’ αργούσε στην Κέρκυρα, αρκετά πριν συσταθεί και πολιτικό ελληνικό κόμμα στο όνομα των δικών της ταξικών συμφερόντων σε αντιπαράθεση με την αστική τάξη, να διεκδικήσει ακόμα και τη μουσική αυτονόμησή της!
Το 1890!
Η κερκυραϊκή Φιλαρμονική «Μάντζαρος» ιδρύθηκε -εδώ εικονίζεται τα τέλη δέκατου ένατου αιώνα σε εκδρομή σε προάστιο της πόλης με την ιδρυμένη το 1887 συνδικαλιστική κίνηση «Εργατική Αδελφότητα»- από σοσιαλιστές του νησιού. Το 1890, ως ψυχαγωγικός συνεταιρισμός σε πρώτη φάση. Μισόν αιώνα περίπου μετά την ίδρυση της Παλαιάς, πρώτης Φιλαρμονικής του νησιού, όπου φυσικά τον πρώτο λόγο είχαν φιλοπρόοδοι λόγιοι αστοί, μεταξύ των οποίων και ο φίλος του Σολωμού και μέλος της ομάδας που εξέδωσε τα «Ευρισκόμενά» του το 1859 Πέτρος Κουαρτάνος, ο οποίος, αξίζει να σημειωθεί, είχε διωχθεί από τους Βρετανούς για τη βοήθεια που προσέφερε σε φίλους του Σολωμού και του Μάντζαρου Ιταλούς πολιτικούς εξόριστους.
Σκοπός της «Μάντζαρος», σύμφωνα με τον καταστατικό της χάρτη, ήταν «η διατήρησις Μουσικού θιάσου προς ψυχαγωγίαν της εργατικής τάξεως». Εκείνα τα χαρακτηριστικά της έχει τεκμηριώσει επαρκώς ο ιστοριοδίφης Γιώργος Ζούμπος. Η σφραγίδα της έφερε τα γαλλικά επαναστατικά συνθήματα «Ισότης – Αδελφότης» που είχαν συγκλονίσει το νησί έναν περίπου αιώνα πριν.
Οι υπεύθυνοί της και οι μουσικοί της έπρεπε «να ανήκωσιν εις την εργατικήν της νήσου Κέρκυρας τάξιν». Λίγο αργότερα είχε ορίσει ότι τουλάχιστον τα δύο τρίτα των μελών της έπρεπε «να σύγκεινται εκ της εργατικής τάξεως, ίνα μη η ανωτέρα τάξις πλεονάση της εργατικής».
Η ταξική διάρθρωσή της στις συνθήκες κυριαρχίας της αστικής τάξης, όπως ήταν επόμενο, ενώ δεν έμελλε να βαστάξει πολύ έθεσε από νωρίς το μέγα ζήτημα για ποια κοινωνική τάξη και για τις ανάγκες ποιας τάξης «λειτουργεί» η Μουσική στην ταξικά διαιρεμένη κοινωνία μας.
Ωστόσο και η κίνηση εκείνη συνέβαλε ίσως σε μια σπουδαία λαϊκή κατάκτηση στον αγώνα για τη χαρά, την επιβίωση, την ελπίδα για καλύτερη ζωή. Διότι αποτελεί επίτευγμα μοναδικό η λειτουργία στις μέρες μας είκοσι σχεδόν Φιλαρμονικών στο νησί της Κέρκυρας που κατά τον Κωστή Παλαμά «στάζει μέλι», έστω ως «διαταξικών» μουσικών συνόλων με σαφώς προοδευτικό χαρακτήρα. Επί πολλές δεκαετίες οι μπάντες τους, επανδρωμένες κυρίως από φτωχούς, ήταν η «μουσική του λαού». Στην πραγματικότητα πρόκειται για μεγάλη λαϊκή κατάκτηση, μία από τις μεγαλύτερες μάλιστα, άξια να υποστηριχθεί ενδεχομένως ακόμη περισσότερο απ’ τις πιο προοδευτικές δυνάμεις του τόπου. Είναι άμεσα συνυφασμένη με τις καλύτερες, τις πιο προοδευτικές παραδόσεις του λαού των Ιονίων νήσων.
Αυτές, μέσα και από την παγκόσμια μουσική και λογοτεχνική δημιουργία δεν εξέφρασαν λίγο- πολύ με τις νότες τους, όπως ήταν φυσικό, οι πιο φωτισμένοι μεγάλοι Ιόνιοι μουσουργοί στο διάβα του χρόνου; Ή, λέτε, δημιουργούσαν εν κενώ; Αποστειρωμένοι απ’ τον λαό κι όσα λαχταρούσε κι αγωνιζόταν για να τα χαρεί;
Μόλις δύο χρόνια πριν συσταθεί στην Κέρκυρα η «Μάντζαρος», στο Παρίσι και στις άλλες γαλλικές μεγαλουπόλεις η εργατική τάξη είχε αποκτήσει μια καταδική της μελωδία!
Τότε συντέθηκε εκεί από έναν Γάλλο μαραγκό στα νιάτα του συνθέτη μια μελωδία που τις επόμενες δεκαετίες μέχρι τις μέρες μας θα τραγουδιόταν όσο κανένα άλλο στους δρόμους τόσων αμέτρητων χωρών από εκατομμύρια ανθρώπους που έμοιαζαν με κοινωνικά «ψίχουλα-οδηγητές» σε φωτεινό μέλλον την εποχή του Σολωμού και το 2018 θα ενέπνεε έναν Κερκυραίο επίτιμο αρχιμουσικό της ίδιας αυτής κερκυραϊκής Φιλαρμονικής να την επικαιροποιήσει μουσικά, δίνοντάς της πιότερη πνοή μ’ όλα τα σύγχρονα μουσικά όργανα της εποχής μας, ενώ ένας άλλος Κερκυραίος μουσουργός την είχε μελοποιήσει για οικεία μας μουσικά όργανα έναν αιώνα περίπου νωρίτερα στις ΗΠΑ!
Αν ο Ζακύνθιος Σολωμός στα χρόνια του έγραψε, ενδεχομένως για τους αδικημένους της δικής του κοινωνίας, το επίγραμμα «Ψίχαλο» με τους στίχους «Σε βλέπω πάντα που κυλάς· / για πες μου, ψίχαλο, πού πας; / Πού πας ομπρός οπίσω; / — Τον κόσμο να φωτίσω», ο Γάλλος εργάτης-ποιητής Εζέν Ποτιέ τον Ιούνιο του 1871 συνέγραψε στίχους όπως «Το δίκιο απ’ τον κρατήρα βγαίνει / σαν βροντή σαν κεραυνός / Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια / όλοι εμείς οι ταπεινοί της γης / που ζούσαμε στην καταφρόνια / θα γίνουμε το παν εμείς», εμπνεόμενος από μια πνιγμένη στο αίμα μεγάλη εξέγερση των εργατών του Παρισιού νωρίτερα, το 1871, στην οποία ο ίδιος ήταν από τους οργανωτές της και πολέμησε σε οδοφράγματα.
Εξέγερση που ένας Ζακύνθιος πολιτικός- πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, ο Κωνσταντίνος Λομβάρδος, απαρνούμενος το Ριζοσπαστικό παρελθόν του τις 22 Μαΐου 1871 είχε σπεύσει να την καταδικάσει, με θρασύτατη «φωνήν αγανακτήσεως» μάλιστα, βάλλοντας εναντίον των Γάλλων εργατών που δήθεν «εν τη καταχρήσει του ονόματος της ελευθερίας, την ελευθερίαν εσχάτως εν Παρισίοις επολέμησαν», ενώ ο Κεφαλονίτης λόγιος και πρωτοσοσιαλιστής Παναγιώτης Πανάς, γνήσιος πολιτικός επίγονος των πρώτων Επτανήσιων Ριζοσπαστών, ανυπότακτος στην κυρίαρχη αστική τάξη είχε συνθέσει ποίημα για έναν από τους πρωταγωνιστές της ηρωικής εκείνης γαλλικής εργατικής εξέγερσης και είχε αναφερθεί σ' εκείνη με θετικό πνεύμα. Εξέγερση που ο ποιητικός καρπός της, οι στίχοι του Πουατιέ, έμελλε να μεταφραστούν σε εκατό περίπου γλώσσες και να μελοποιηθούν με νέα διασκευή-ενορχήστρωση ακόμη και από τον θεωρούμενο καλύτερο μαέστρο όλων των εποχών θρυλικό Αρτούρο Τοσκανίνι.
Ήταν η περίφημη «L’ Internationale», η «Διεθνής» των Εργατών!
Εργατικό τραγούδι-πρόσκληση πανεργατικού παγκόσμιου ξεσηκωμού. «Στον αγώνα ενωμένοι κι ας μη λείψει κανείς» για μια ριζική αναδιατύπωση του κόσμου, για τη γέννηση ενός νέου κόσμου. Για «να λείψουν τα δεσμά» της εργατικής τάξης, για «να πάψει η σκλαβιά», η καπιταλιστική πια. Με διεθνή συντονισμό. Διαχρονικό μουσικό σύμβολο για «της γης τους κολασμένους», την εργατική τάξη, τα κοινωνικά «ψίχουλα» της καπιταλιστικής εποχής. Που καθιερώθηκε ως η «Διεθνής», ο επαναστατικός «Ύμνος των εργατών», του διεθνούς εργατικού κινήματος σ’ όλες τις πατρίδες. Επίσης, ως «Ύμνος των κομμουνιστών» όπου γης. «Οι εργάτες όλων των χωρών άρπαξαν τον Ύμνο του πρωτοπόρου τους μαχητή, του προλετάριου – ποιητή, και τον έκαναν παγκόσμιο προλεταριακό ύμνο», όπως έγραψε το 1913, τέσσερα χρόνια πριν από την πρώτη στην ανθρώπινη Ιστορία πετυχημένη σοσιαλιστική επανάσταση, ο Ρώσος επαναστάτης Βλαντίμιρ Ίλιτς Λένιν.
Το 1888 εμελοποίησε τη «Διεθνή» ο Γάλλος μουσικός Πιέρ Ντεζετέ στην πόλη Λιλ. Παιδί, δούλευε σε διάφορες επιχειρήσεις, έγινε μέλος χορωδίας, μελέτησε θεωρία της Μουσικής κι έμαθε μουσικά όργανα. Επαναστάτης κι αυτός, έγινε υπεύθυνος της μουσικής Οργάνωσης «Λύρα των εργαζομένων». Συνέθεσε κι άλλα, ανάλογα εργατικά τραγούδια.
Λέτε η «Διεθνής» να έφτασε στα Ιόνια νησιά; Πριν δούμε ότι την εμελοποίησε κι ένας Κερκυραίος συνθέτης τα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού αιώνα, ας παραθέσουμε μια μαρτυρία του Κερκυραίου λάτρη της κλασικής μουσικής αγωνιστή-κομμουνιστή Τηλέμαχου Ρούση για την Εργατική Πρωτομαγιά του 1921, όπως τη διέσωσε ο συναγωνιστής του Στέφανος Ριζικάρης και περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Σοσιαλιστικός Όμιλος Κέρκυρας»: Το πρωί της Κυριακής 1ης Μάη του 1921 η εργατική συγκέντρωση, στην οποία συμμετέχουν και φαντάροι αδειούχοι από το Μέτωπο, γίνεται στη Σπηλιά και στη συνέχεια διασχίζει τη Νικηφόρου Θεοτόκη, ενώ προπορεύεται μπάντα της Παλαιάς Φιλαρμονικής και στην κεφαλή μια κόκκινη σημαία. Καθώς η μπάντα παιανίζει, οι εργάτες τραγουδούν τη «Διεθνή» και φωνάζουν ρυθμικά το αίτημα της εποχής: Θέλουμε οχτάωρο. Ήταν τότε που ο λογοτέχνης Κωνσταντίνος Θεοτόκης, γράφοντας τους «Σκλάβους στα δεσμά τους», παρουσίαζε έναν εκπρόσωπο της κυρίαρχης τάξης της εποχής να φοβάται λαϊκή εξέγερση λέγοντας: «Ζούμε πάντα μ’ αυτόν το φόβο, γιατί φτάνει δα να γνωρίσει ο λαός τη δύναμή του για να μας χορέψει στο ταψί».
Αχ αυτοί οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του καιρού μας εδώ και σ’ όλη τη Γη από κάθε λογής «Αραπιάς άτι βόλι Τουρκιάς Γάλλου νου τόπ’ Άγγλου» που με συμβολικά ονόματα εταιρειών-κρατών ή μάλλον κρατών-εταιρειών, θα ‘λεγε κανείς, αναπαρέστησε για την εποχή μας ο Νερούδα!
Οι σύγχρονοι μουσικοί «παππούδες» μας ετίμησαν τις ηρωικές λαϊκές παραδόσεις, ο καθένας με τον τρόπο τους, ακόμη και ως αγωνιστές στα πεδία στρατιωτικών, πολιτικών και κοινωνικών μαχών!
Πρωτοπόροι!
Αναδεικνύοντας μουσικά τις αξίες των λαϊκών ηρώων και των πιο προοδευτικών κηρυγμάτων του ’21. Εναντίον των Βρετανών μετά τους Βενετούς. Εναντίον όσων εκαταπίεζαν τον λαό στη συνέχεια, ξένων κι Ελλήνων, καθώς άλλαζε σταδιακά και η ταξική ταυτότητα των συνθετών! Πεθαίνοντας κιόλας, πολλοί, φτωχοί. Μένοντας κοντά στον λαό και την ιερή Μούσα τους. Βρίσκοντας στήριγμα κιόλας στην εργατική τάξη. Στους ταπεινούς. Στον λαό. Ό,τι κι αν εψήφιζαν στις βουλευτικές εκλογές ή -πολλές φορές- κι όσους συμβιβασμούς κι αν έκαναν υπηρετώντας σε μπάντες στο Παλάτι, στις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας σε πέτρινα χρόνια. Τι λέτε, το έργο με έγνοια για τον λαό και τα πάθη και τους πόθους του ή η ψήφος μετράει περσότερο;
Ο Σπυρίδων Δουκάκης (1886-1974), αρχιμουσικός και στην «Παλαιά» και στη «Μάντζαρος» επί σχεδόν 25 χρόνια και συνθέτης και δάσκαλος στο Ωδείο του νησιού, είχε μιαν εξαιρετική πορεία. Καταρτισμένος στην Ιταλία και τη Γερμανία, διηύθυνε μάλιστα συμφωνικές ορχήστρες σε συναυλίες στο Βερολίνο. Επίσης, διετέλεσε μουσικός διευθυντής της Ένωσης Φιλαρμονικών της Αττικής. Έγραψε αρκετά έργα, μεταξύ των οποίων το περίφημο εμβατήριό του «Κύπρος» και η πασχαλινή σύνθεση «Βάια».
Ως σπουδαίος τρομπετίστας, ο Δουκάκης είχε την τύχη να επιλεγεί και να πάρει μέρος σε συναυλία ορχήστρας στο εξωτερικό υπό τη διεύθυνση ενός διάσημου -εικονιζόμενου εδώ- Ιταλού μαέστρου που έχει χαρακτηριστεί μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στον χώρο της μουσικής ή ακόμα και ο σπουδαιότερος μαέστρος, καθώς ήταν και ιδανικός μαέστρος-ερμηνευτής των έργων του Βάγκνερ και του Βέρντι και ο Ζαν Πολ Σαρτρ είχε πει γι’ αυτόν ότι ήταν «ένας από τους λίγους θαρραλέους εκπροσώπους του πνεύματος και του πολιτισμού στην Ευρώπη». Πρόκειται για τον αναφερθέντα και νωρίτερα αντιφασίστα διευθυντή ορχήστρας Αρτούρο Τοσκανίνι (1867-1957), ο οποίος είχε αντιταχθεί με σθένος τόσο στον ιταλικό φασισμό όσο και στον γερμανικό ναζισμό κι εμελοποίησε υπέροχα, σε δική του διασκευή-ενορχήστρωση στις ΗΠΑ, το 1944 αν δεν κάνουμε λάθος, το τραγούδι-έργο παγκόσμιας σημασίας που Κερκυραίος συνθέτης και μαέστρος το 2018, όπως προαναφέραμε, έμελλε να διασκευάσει- ενορχηστρώσει, εμπνεόμενος μάλιστα ακριβώς από εκείνη τη μελωδική σύνθεση του Τοσκανίνι. Εννοούμε πάλι τη «Διεθνή», τον καθιερωμένο ύμνο στην παγκόσμια εργατική τάξη.
Ο Δουκάκης είχε κάνει κάτι άλλο, διόλου άσχετο. Το 1927 είχε μελοποιήσει το σωσμένο ως «Της Κέρκυρας» ποίημα το γνωστό με τον αρχικό στίχο «Πάπια που κορφολούζεσαι στου Ιονίου τα νερά» που είχε συνθέσει ο Λευκάδιος ποιητής Δημήτριος Σταμπόγλης για την αντίσταση του κερκυραϊκού λαού στην κατάληψη του νησιού το 1923 από τον ιταλικό φασισμό. Το ίδιο αυτό ποίημα -με την άρνηση «οι ξένοι να χαρούνε» το νησί- που οι μαθητές και άλλοι νέοι της πόλης έμελλε ν’ αντιτάξουν στον φασίστα κατακτητή με την αντικατοχική διαδήλωσή τους τον Νοέμβριο του 1941.
Ο Σωτήριος Κρητικός (1888-1945), μαθητής στην Παλαιά Φιλαρμονική και πτυχιούχος του Ωδείου Αθηνών στα ανώτερα θεωρητικά και τη διεύθυνση μπάντας, διετέλεσε αρχιμουσικός στη «Μάντζαρος» επί σχεδόν δεκαεννέα χρόνια, οδηγώντας την ψηλά. Έγραψε, μεταξύ άλλων, πολλά σημαίνοντα έργα ρεπερτορίου μπάντας. Την περίοδο της Κατοχής, για να εξασφαλίσει κάποια χρήματα και να επιβιώσει, είχε κόψει από τη μπαγκέτα του τις ασημένιες άκρες της. Άφησε ένα μοναδικό divertimento για μπάντα. Στερνή του επιθυμία, μετά από βαρύ εγκεφαλικό που υπέστη ενώ διηύθυνε συναυλία, ήταν -όπως και έγινε- ν’ αποχαιρετήσει τη Φιλαρμονική του στην έδρα της, καθώς κατέβαινε τα σκαλιά της, ακούγοντας τη «Marcia Funebre» ενός σημαίνοντος προκατόχου του ονόματι Ανδρώνη.
Με τη συμβολή προβεβλημένων μουσικών των τοπικών Φιλαρμονικών νέοι και νέες της ΕΠΟΝ του ΕΑΜ είχαν φτιάξει, τότε, δική της μπάντα!
Ο Δημήτριος Ανδρώνης (1866-1918) είχε συνθέσει την αγαπημένη «Marcia Funebre» του Δουκάκη. Είναι αυτή που κάθε χρόνο ακούγεται, μεταξύ άλλων, το Μεγάλο Σάββατο στην Κέρκυρα.
Στη βραχύβια ζωή του άφησε στην Κέρκυρα λιγοστό μα λαμπρό έργο και παρακαταθήκη ταπεινότητας. Δική του είναι η περίφημη σύνθεση με το «Ολυμπιακό Ποίημα», δικά του και σημαντικά πένθιμα εμβατήρια. Αυτός είχε διδάξει πιάνο, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, τον αγωνιστή μουσουργό Στάθη Μάστορα. Ήταν απόφοιτος της Φιλαρμονικής Ακαδημίας της Μπολόνιας και ασχολήθηκε συστηματικά, όπως πρώτος ίσως στα Επτάνησα πριν από αυτόν ο Διονύσιος Ροδοθεάτος, με συμφωνικές φόρμες.
Εκείνη την περίοδο η γενέθλια γη του Σολωμού -όπου τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. είχε καταγραφεί η παρουσία του θεωρητικού μουσικού Πυθαγόρα του Ζακύνθιου- ανέδειξε μουσικούς που έγραψαν αξιόλογα έργα, όπως ο αυτοδίδακτος πρόεδρος του Φιλαρμονικού Συλλόγου της Ιωάννης Πήλικας (1870-1942), ο Στέφανος Καραμαλίκης (1866-1927), ο Διονύσιος Κατσίγιαλος (1880-1942), ο Πιέρος Πανταζής (1894-1970), ο Ιωσήφ Μαστρεκίνης (1842-1903). Δικό της τέκνο ήταν και ο κατοπινός συνθέτης και εκπληκτικός σαξοφωνίστας Ιωάννης Βίτσος (1923-2002), όπως είναι και ο ιδρυτής Μουσικής Σχολής και Ωδείου στο νησί το 1994 νεότερος συνθέτης Τιμόθεος Αρβανιτάκης. Στη Ζάκυνθο το 1816 ιδρύθηκε το πρώτο επτανησιακό φιλαρμονικό σωματείο, η βραχύβια Φιλαρμονική Ζακύνθου, έστω όχι ως ολοκληρωμένος μουσικοεκπαιδευτικός οργανισμός όπως αργότερα η πρώτη Φιλαρμονική της Κέρκυρας.
Εκεί έδρασε και ο θρυλικός Επτανήσιος κανταδόρος Γεώργιος Κωστής (1870-1959), συνθέτης πολυφωνικής μουσικής με τραγούδια για τις χαρές και τους πόθους του λαού.
Δικές του «Ζακυνθινές Σερενάδες», που θεωρείται ότι εστάθηκαν ακόμη και μοντέλα συνθετικής έμπνευσης για τους συνθέτες της αθηναϊκής καντάδας, έχει εκδώσει ο Δημήτρης Λάγιος.
Ο καθένας προσέφερε τη δική του αξιομνημόνευτη συμβολή!
Τον ίδιο αιώνα, τον 19ο, έδρασαν μουσικά και τρεις Επτανήσιοι ποιητές και λογοτέχνες που άφησαν μια δική τους αξέχαστη μουσική υπογραφή στα νησιά μας.
Ο Κεφαλονίτης σατιρικός ποιητής Γεώργιος Μολφέτας (1871-1916), εκτός από δύο δικές του συνθέσεις, είχε συνθέσει διασκευή της «Τραβιάτα» και κουαρτέτο από τον «Ριγκολέτο». Είχε γράψει εφημερίδα της Αλεξάνδρειας για συναυλία του εκεί: «Ουχί κιθάραν αλλ’ ολόκληρον ορχήστρα νομίζει τις ότι ακούει».
Έχουν μείνει απ’ το 1914 αμελοποίητοι, αν δεν κάνουμε λάθος, στίχοι του όπως αυτοί: Το μνήμα προσκυνήσετε του κάθε Ριζοσπάστη / που πάλεσε κι’ ενίκησε τον ισχυρό δυνάστη / κι’ εστόλισε δια χρυσής και φωτεινής σελίδος / την ιστορίαν της σεμνής κι’ ευάνδρου μας Πατρίδος.
Ο δεύτερος, ο Κερκυραίος λαϊκός ποιητής Σπύρος Περούλης (1846-1917), εργάτης- τσαγκάρης του χωριού Ποταμός, αν και αυτοδίδακτος εμελοποίησε ποιήματά του κι έδειξε τη δύναμη της πηγαίας λαϊκής μουσικής, που πολύ ωραία έφεραν στο φως οι κάτοικοι του χωριού το 2017 σε εκδήλωση με τις λυρικές φωνές του Θεόδωρου Καίσαρη και του Σπύρου Σουέρεφ. Ήταν δάσκαλος σχολής Ωδικής στο χωριό του.
Ο τρίτος, ο Ζακύνθιος Ιωάννης Τσακασιάνος (1853-1908) ήταν από τους συντελεστές ανάδειξης της ζακυνθινής σερενάτας, δραστήριος σε όλα τα μουσικοφιλολογικά δρώμενα του νησιού. Εμελοποίησαν ο Παύλος Καρρέρ το σατιρικό-κωμικό μονόπρακτό του «Ο Κόντε Σπουργίτης» και ο Διονύσιος Λαυράγκας στίχους του, που του ενέπνευσαν την όπερα «Τα δύο αδέλφια».
Ο επίσης Ζακύνθιος Αντώνιος Καπνίσης (1813- 1885), συγγενής του οποίου είχε βαφτίσει τον Διονύσιο Σολωμό, ήταν μαθητής του Μάντζαρου. Πρωτοπόρος κιθαρωδός, εμελούργησε στη Ζάκυνθο αρκετές συνθέσεις, μαζί και δημώδεις. Ήταν πλούσιος και πέθανε φτωχός. «Δεν εφρόντιζεν ουδέ διά την δόξαν του, την οποία ενόμιζεν ματαίαν επίδειξιν», σύμφωνα με τον Σπύρο Δε Βιάζη.
Διετέλεσε και ιδρυτής και αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής Εταιρίας Λευκάδας, η οποία με τη σειρά της ανέδειξε σημαντικούς μαέστρους, όπως ο Γεράσιμος Δαφαράνας (1890-1961), ο εκπαιδευτικός Τάκης Βλάχος σε συναυλία του οποίου το 1962 είχε τραγουδήσει η μαθήτριά του Αγνή Μπάλτσα, ο Θεόδωρος Καμινάρης (1868-1941), αλλά και οι Κερκυραίοι Σπυρίδων Μπάκας (1880-1944) από τη Φιλαρμονική του κερκυραϊκού χωριού Σκριπερό -που κι ο γιος του Αλκίνοος διετέλεσε αρχιμουσικός της- και Ιωάννης Στεριώτης (1893-1970).
Λευκάδιος, μυημένος στη Φιλική Εταιρεία και πολεμιστής στην Πελοπόννησο από το 1821 μαζί με τον ανήλικο γιο του, με το όπλο στο χέρι, ήταν ο Νικόλαος Φλογαΐτης (1799-1867) που το 1830 υπό τη διοίκηση του Ιωάννη Καποδίστρια δημοσίευσε στην Αίγινα «Συνοπτική Γραμματική, είτε Στοιχειώδεις Αρχαί της Μουσικής μετά προσαρμογής εις την κιθάραν». Το έργο το φυλάσσεται στη συλλογή σπάνιων βιβλίων του Ωδείου Αθηνών και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ως το πρώτο βιβλίο μουσικής θεωρίας γραμμένο στα ελληνικά.
«Χρεωστούμεν», θεωρούσε, «όπως επράξαμεν και πράττωμεν περί των άλλων επιστημών και τεχνών, των οποίων τας πλειοτέρας ευρίσκομεν εις τον πολιτισμένον κόσμον, πολύ πλειοτέρας παρ’ ότι ήσαν επί των προγόνων μας, ούτω να πράξωμεν και περί της Μουσικής, να την ανακαλέσωμεν δηλαδή εις την Ελλάδα με την επιστημονικήν μέθοδον και όλας τας λοιπάς αξιολόγους αρετάς της από τον σοφόν κόσμον».
Το 1826 είχε συμβάλει στον καταρτισμό του Επτανησιακού στρατιωτικού σώματος που μετείχε στη μάχη-πολιορκία της Ακρόπολης.
Το 1830 στην Αίγινα. Είκοσι ένα χρόνια, δηλαδή, πριν ο Μάντζαρος το 1851 εκδώσει στην Κέρκυρα το περίφημο «Rapporto» του με κριτικές κι αισθητικές παρατηρήσεις για τις αξίες στις οποίες αξίζει να βασιστεί το μέλλον της Τέχνης, σχολιάζοντας, πέραν των άλλων, την απόσταση ανάμεσα στη σχολαστικότητα της άκαμπτης διδασκαλίας και στην πραγματικότητα των μουσικών έργων. Όπως η «Aria Greca» του το 1827.
Γνώριζε ασφαλώς και το πρώτο γνωστό μουσικό έργο του τόπου. Το άσωστο «Gliamanti confusi», το παρουσιασμένο στο νησί του το 1791, γραμμένο από τον πρωτοπόρο Στέφανο Πογιάγο, που δίδαξε πιάνο στον Μάντζαρο. Δημιουργό και του επίσης χαμένου έργου «Παρά Φαιάξοιν άφιξις του Οδυσσέα», που διάφορες πηγές θεωρούν βέβαιο ότι παρουσιάστηκε στο νησί το 1819. Χάνεται στα βάθη των αιώνων η μουσική δημιουργία στο νησί των Φαιάκων, απ’ όπου χαράζει ως όπου βυθά. Πέραν όσων έχει φέρει στο φως ο πανεπιστημιακός Θεόδωρος Παππάς για την αρχαία Κέρκυρα, από τη Μονή της Πλατυτέρας, όπου έχει ταφεί ο Καποδίστριας, ο Σπύρος Καρύδης έχει φέρει στο φως μουσικό χειρόγραφο του 15ου αιώνα, με τίτλο «Το τενόρε της ψαλιμουδίας». Από το 1549 εξάλλου χρονολογείται, όπως απέδειξε ο Ανδρέας Γραμμένος το 2009, το παλαιότερο γνωστό, γραμμένο μάλιστα στα ελληνικά, κερκυραϊκό ιδιωτικό συμβόλαιο για διδασκαλία φυσικής τρομπέτας.
Σε βιβλίο του τυπωμένο το 1847 στο Μόναχο ο Ιταλός κωμωδιογράφος Κάρλο Γκολντόνι είχε σημειώσει ότι οι «canzonette di Corfu», εκφράσεις της λαϊκής μουσικής της Κέρκυρας δηλαδή, ήταν γνωστές στη Βενετία κατά τον 18ο αιώνα.
Εκατό και πλέον χρόνια νωρίτερα, το 1733, όπως απέδειξε το 2005 στο κερκυραϊκό περιοδικό «Πόρφυρας» ο Πλάτων Μαυρομούστακος, είχε παρουσιαστεί στην Κέρκυρα η πρώτη οπερατική παράσταση στον ελληνικό χώρο. Ήταν ιταλική όπερα για έναν τυραννικό άρχοντα πόλης της Σικελίας, δυτικά απ’ το Ιόνιο Πέλαγος, που είχε εποικιστεί κατά την αρχαιότητα, όπως η Κέρκυρα, από Κορίνθιους. Τον τύραννο Ιέρωνα των Συρακουσών!
Ο ποιητής του στίχου «Πολεμάμε και τραγουδάμε», ο μουσικότατος Γιάννης Ρίτσος, είχε δίκιο όταν γύριζε σε στίχους του στον Δημόδοκο και γύριζε ξανά λυρικά λίγο πριν φύγει απ’ τη ζωή στους ομηρικούς Φαίακες και «την κιθάρα του Δημόδοκου»!
Ιστορικής αξίας παραμένει εξάλλου η «Πραγματεία περί Μουσικής» για τη χαρά της μουσικής δημιουργίας και την αξία της που είχε συντάξει το 1772 ο Κερκυραίος Ευγένιος Βούλγαρις, Φωτιστής του καιρού του -με τους περιορισμούς που επέβαλε η ιερατική του θέση στην τσαρική πιο αντιδραστική ευρωπαϊκή ρωσική Αυλή.
Όπως και το μελέτημα «Della forza della Musica nelle passioni, nei costumi e dell’uso medico del ballo», που είχε εκδώσει το 1787 στη Βενετία ο Κεφαλονίτης ιατροφιλόσοφος και εισηγητής του σχετικά φιλελεύθερου Συντάγματος των Ιονίων νήσων το 1803 Φραγκίσκος Τζουλάτης, ο Κερκυραίος απόγονος του οποίου Φραγκίσκος Τζουλάτης έναν και πλέον αιώνα μετά, το 1918, εκπροσώπησε τους Κερκυραίους σοσιαλιστές στο ιδρυτικό συνέδριο του εργατικού- σοσιαλιστικού κόμματος που το 1924 μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
Το 1815 ο φιλόμουσος Ιωάννης Καποδίστριας είχε προσφέρει βιεννέζικο πιάνο σε ανιψιά του, ενώ το 1828, στην Κέρκυρα, ο Ζακύνθιος ποιητής-καθηγητής της Ιονίου Ακαδημίας Ανδρέας Κάλβος, γιος Κερκυραίου, είχε επισημάνει σε άρθρο του την ηθική χρησιμότητα της μουσικής εκπαίδευσης στην Ακαδημία.
Ο λόγιος, πολιτικός και φιλόσοφος Πέτρος Βράιλας-Αρμένης συνέγραψε το 1866 φιλοσοφικό δοκίμιο «Περί Μουσικής», σημειώνοντας ότι η πλάση όλη εκπέμπει μουσικά άσματα και πως η νεαρή τότε Παλαιά Φιλαρμονική αποτελούσε «κόσμημα απαραίτητον και αχώριστον της κοινωνικής μας υπάρξεως». Φιλόσοφος-απολογητής των ιδεών κυριαρχίας της αστικής τάξης και πρόεδρος του συμβιβαστικού Μεταρρυθμιστικού Κόμματος επί αγγλοκρατίας, στον πολιτικό χώρο του οποίου κινήθηκε μερικές φορές και ο Μάντζαρος, ήταν πρόεδρος στην Παλαιά Φιλαρμονική και στο κερκυραϊκό Θέατρο επί σειρά ετών.
Δέκα χρόνια αργότερα, το 1876, ο καταγόμενος από τη Ζάκυνθο λόγιος κληρικός Ευστάθιος Θερειανός εξέδωσε στην Τεργέστη τη μελέτη «Περί της μουσικής των Ελλήνων και ιδίως της εκκλησιαστικής».
Λίγα χρόνια μετά, το 1888, η καταγόμενη από την Κέρκυρα πιανίστρια Αθηνά Σερεμέτη, που επαρουσίασε στην ελληνική πρωτεύουσα πιανιστικές συνθέσεις των Σοπέν, Λιστ και Μότσαρτ στο πλαίσιο διαλέξεων, μετέφρασε την «Ιστορία της Μουσικής» του Henril Lavoix. Αυτό ήταν το πρώτο αυτοτελές εγχειρίδιο μουσικής ιστορίας στην ελληνική γλώσσα, γραμμένο μάλιστα για ευρύ κοινό.
Πόσους και ποιου μεγέθους μουσουργούς έχουν όμως να παραδειγματιστούν οι νέοι μουσουργοί!
Ο Κερκυραίος Σπυρίδων Ξύνδας (1817-1896), ο καλύτερος ίσως μαθητής του Μάντζαρου, στενός φίλος του Σολωμού και σπουδαίος μελωδικός κιθαρωδός και συνθέτης, πέθανε πάμφτωχος σ’ ένα φτωχόσπιτο της Αθήνας. Τον εστήριζε η έστω αστικής έμπνευσης «Εταιρεία των Φίλων του Λαού».
Δημοσιογράφος-λυρικός τροβαδούρος είχε σημειώσει γι’ αυτόν με συνειρμούς για τον Σολωμό ότι παρήγαγε «πλούτον ελληνικής μουσικής συνηγμένης από τους δρόμους, εις τους οποίους δρόμους πάλιν διέσπειρε τα έργα του».
Ο Ξύνδας, συνιδρυτής της Παλαιάς Φιλαρμονικής το 1840, ήταν εκείνος που έδωσε νέα πνοή στην ελληνική Μουσική με την όπερά του «Υποψήφιος Βουλευτής», η οποία ανέβαζε στη μουσική σκηνή τον ίδιο το λαό να εκφέρει δικό του λόγο στις νέες πολιτικές συνθήκες.
Ήταν έργο-σταθμός για το Ελληνικό Μελόδραμα. Η πρώτη συνθεμένη πάνω σε καθαρά ελληνικό λιμπρέτο πλήρης όπερα και με πολλά εξωαστικά επτανησιακά μουσικά στοιχεία. Ανέβηκε στην Κέρκυρα το 1867.
Το λιμπρέτο έγραψε ο -«θιασώτης ορθόδοξος» του Σολωμού όπως έχει περιγραφεί- ποιητής Ιωάννης Ρινόπουλος, αδελφός μουσικών στελεχών της «Παλαιάς» και της «Μάντζαρος». Με «Οδυρμό Κερκυραίου χωρικού», μεταξύ άλλων. Καυτηρίαζε την ανομολόγητα ταξική ασυδοσία και ανηθικότητα των πολιτικών ταγών της Κέρκυρας και της Ελλάδας του καιρού τους -όπως σημείωσε ο Καρδάμης με την ευκαιρία και του γιορτασμού των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Ξύνδα το 2017 από την Παλαιά Φιλαρμονική- με «στοχευμένη κοινωνικοπολιτική κριτική».
Ο Ξύνδας, λίγους μήνες πριν πεθάνει, τυφλός, τρεμάμενος και υποβασταζόμενος, δακρυσμένος μα με σθένος, ανεβαίνοντας στη σκηνή της «Εταιρείας των Φίλων του Λαού» στην Αθήνα έψαλε τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν». Πριν πέσει λιπόθυμος και μεταφερθεί στο φτωχικό του.
Είχε γράψει και όπερα βασισμένη στο έργο του Αλέξανδρου Δουμά «Οι τρεις σωματοφύλακες», μάλλον πριν επιχειρηθεί κάτι ανάλογο σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, όπως και τραγούδια σε ποίηση Σολωμού και Βαλαωρίτη.
Ο «Υποψήφιος Βουλευτής» του είχε ανέβει και στην Αθήνα, το 1888, με αρχιμουσικό τον Κερκυραίο Ναπολέοντα Λαμπελέτ της «μουσικής δυναστείας» των Λαμπελέτ. Ανέβηκε πολύ αργότερα στην Αθήνα και μ’ έναν κατοπινό Κερκυραίο μαέστρο και συνθέτη, νέο ενορχηστρωτή -όπως θα δούμε πιο κάτω- της «Διεθνούς» των εργατών!
Ο Ζακύνθιος μέγας συνθέτης με καριέρα και στην Ιταλία και πρωταγωνιστής του ελληνικού μελοδράματος Παύλος Καρρέρ (1829-1896), μαθητής του Ιόνιου γυμνασίου στην Κέρκυρα κι επίτιμος εταίρος της Παλαιάς Φιλαρμονικής της, έγραψε όπερες με τους τίτλους «Μάρκος Μπότσαρης» και «Δέσπω», τη δεύτερη με λιμπρέτο του Κερκυραίου Αντώνιου Μανούσου, αντλώντας τη θεματολογία του από τους απελευθερωτικούς αγώνες της Ελληνικής Επανάστασης.
Υπήρξε ο μάλλον δημοφιλέστερος Έλληνας μουσουργός του 19ου αιώνα, καθώς -σε άμεση επαφή με την ελληνική δημοτική παράδοση- εμελοποίησε και το πασίγνωστο κλέφτικο τραγούδι «Ο Γερο-Δήμος». Ενσωματώνοντάς το ως άρια του Μάρκου Μπότσαρη, στην ομώνυμη όπερα του Καρρέρ.
Το 1852 είχε συνθέσει στην Ιταλία όπερα με θέμα τον Δάντη που φαίνεται ότι προκάλεσε αντιδράσεις της αυστριακής αστυνομίας, λόγω των πολιτικών του αιχμών.
Η δική του όπερα «Μάρκος Μπότσαρης», λόγω της βρετανικής κατοχής, φέρεται να πρωτοανέβηκε στην Πάτρα, με καταδίκη της από την τοπική Εκκλησία!
Έμελλε μάλιστα η ίδια αυτή όπερα, ενώ ταξίδεψε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και στην Αφρική ακόμη, το 1859 να γίνει στην Αθήνα, καθώς ξεσήκωνε τον κόσμο, στόχος βασιλικών-κυβερνητικών και αστυνομικών απαγορεύσεων και προσωπικής του εκδίωξης από την ελληνική πρωτεύουσα, όπως είχε ειπωθεί, «ένεκα πολιτικών λόγων υψίστης σημασίας»!
Όπως ο ίδιος ο Καρρέρ σημείωσε αργότερα σε ιδιόχειρα απομνημονεύματα-κόλαφο για τους ισχυρούς της εποχής και την «υποδούλωση» της πολιτικής ζωής, που για την έκδοσή τους συνέπραξαν το Μουσείο Μπενάκη και το Ιόνιο Πανεπιστήμιο, «αληθώς εδώσαμεν την πρώτην ενέργειαν όπως ο λαός της πρωτευούσης φθάση, ολίγον κατ’ ολίγον και με επαναστατικάς πράξεις μέχρι του σημείου της εκθρονίσεως» του Όθωνα απ’ τον ελληνικό Θρόνο. Υπολόγιζε τη γνώμη των αχθοφόρων. Τον έλεγαν «αντάρτη». Αντιτασσόταν στους «εργολάβους» ιμπρεσάριους. Κατήγγειλε τον «σφετερισμό» του δημόσιου πλούτου. Αγανακτούσε βλέποντας «το άδικον να πνίγη το δίκιον».
Επίσης, παρουσίασε μεταξύ άλλων τη μουσική σύνθεση «Maria Antonietta», με λιμπρέτο του Ζακύνθιου Γεωργίου Ρώμα, φέρνοντας επί σκηνής και τον Ροβεσπιέρο κι άλλους πρωταγωνιστές της Γαλλικής αστικής Επανάστασης που τα κηρύγματά της τόσο είχαν συγκλονίσει τα Επτάνησα το 1797, με την άφιξη των Γάλλων Δημοκρατικών και την κατάλυση του βενετικού αριστοκρατικού καθεστώτος. Χορωδία είχε ενεργό ρόλο στην όπερα, εκφράζοντας δημοκρατικά αιτήματα του επαναστατημένου λαού, ως κοινωνικός μηχανισμός της προόδου. Ήδη το 1798 στην Κέρκυρα είχε παρουσιαστεί «Η είσοδος των Γάλλων στο Μεγάλο Κάιρο», όπερα με μπαλέτο, ως νέα νίκη των δημοκρατικών ιδεών.
Το τραγούδι λειτουργούσε ως κοινωνικός τρόπον τινά καταλύτης.
Η τελευταία του όπερα «Μαραθών – Σαλαμίς», που ολοκληρώθηκε το 1888, παρουσιάστηκε το 2003 στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Εμελοποίησε, ακόμη, ποίημα του Σολωμού.
Όπερες με παρόμοιους τίτλους για τη «Δέσπω» και τον Μάρκο Μπότσαρη -που είχε κάνει δεύτερο γάμο στην Κέρκυρα- παρουσίασε και ο επίσης Ζακύνθιος συνθέτης, μουσικοδιδάσκαλος και διευθυντής ορχήστρας Φραγκίσκος Λαμπρινός Δομενεγίνης (1809- 1874).
Πολιτικός αγωνιστής. Βουλευτής με το Ριζοσπαστικό κόμμα επί αγγλοκρατίας. Εξόριστος κιόλας για τη δράση του στα Αντικύθηρα επί διετία, καθώς το 1850 είχε συνυπογράψει το ιστορικό «Ψήφισμα» των Ριζοσπαστών για την ένωση με την Ελλάδα. Στα είκοσί του είχε πάρει μέρος στις τελευταίες μάχες της Επανάστασης του ’21, το 1829, ως αξιωματικός του Ιππικού υπό τον Ιωάννη Καποδίστρια, κερδίζοντας μετάλλιο Αριστείας. Έγραψε ύμνο για χορωδία και ορχήστρα με θέμα την ένωση με την Ελλάδα. Επίσης, εγχειρίδιο θεωρητικής μουσικής. Το λιμπρέτο στην όπερά του «Δέσπω η ηρωίς του Σουλίου» το 'γραψε ένας άλλος αγωνιστής βουλευτής, ο Κεφαλονίτης μαθητής του Σολωμού Ιούλιος Τυπάλδος.
Μουσική και Αγώνας! Αγώνας και Μουσική!
Αγώνας μουσικός!
Το 1850 στο χτισμένο το 1693 ως Λέσχη των Ευγενών και μετασκευασμένο το 1720 ως θέατρο «San Giacomo» της αγγλοκρατούμενης Κέρκυρας ανέβηκε, σύμφωνα με προφορική παράδοση, για μία και μοναδική παράσταση, αφού η Αυστρία ως θιγόμενη έσπευσε να ζητήσει από τις αγγλικές Αρχές την παύση της, η πρώτη ελληνική όπερα για τον Θεσσαλό επαναστάτη Ρήγα Βελεστινλή. Με τον τίτλο «Ρήγας Φεραίος».
Την είχε συνθέσει ο λαμπρός Κερκυραίος μουσουργός Ιωσήφ Λιμπεράλης (1820-1899), με λιμπρέτο του ποιητή Μαρκορά. Ο Γεώργιος Λεωτσάκος ανακάλυψε στην Ιταλία πιανιστικό έργο του Λιμπεράλη το 1847 με τον τίτλο «Το Ξύπνημα του Κλέφτη – Αναμνήσεις ελληνικών δημοτικών τραγουδιών σε μορφή παραλλαγών για πιάνο», που είχε τυπωθεί στη Φλωρεντία ή στο Μιλάνο.
Ο Λιμπεράλης συνέδεσε το όνομά του, ως ιμπρεσάριος του θεάτρου, με την παρουσίαση στην Κέρκυρα αριστουργημάτων του Βέρντι, έστω από καλλιτεχνικά σύνολα της Ιταλίας σε πρώτη φάση. Η συνδεδεμένη με το ιταλικό ενωτικό πολιτικό και κοινωνικό κίνημα βερντική όπερα «Nabucco» φέρεται να ανέβηκε το 1844 εν μέσω βρετανικών απειλών στην Κέρκυρα, η οθωμανική πολιορκία της οποίας το 1716 έχει συνδεθεί με το εμβληματικό ορατόριο «Ιουδήθ Θριαμβεύουσα» του Αντόνιο Βιβάλντι. Σώζονται για την όπερα του 1844 στην Κέρκυρα κατοπινές μαρτυρίες εξόριστων στα Κύθηρα Επτανήσιων αγωνιστών.
Για τον αδελφό του Αντόνιο Λιμπεράλι (1814- 1842), πρώτο αρχιμουσικό της μπάντας της Παλαιάς Φιλαρμονικής, έχει σωθεί, εξάλλου, νεκρολογία του Μάντζαρου. Σ’ αυτόν αποδίδεται καντάτα «Το ορφανό του Σουλίου».
Ξένοι, κυρίως Ιταλοί συμπεριλαμβανομένων αρκετών πολιτικών προσφύγων, αλλά όχι μόνο Ιταλοί αφού πέραν των άλλων η Φιλαρμονική της Ιθάκης εδώ και πολλά χρόνια συνεργάζεται και με τον Γερμανό μαέστρο Gregor Schafer, υπεύθυνο της Δημοτικής Μαντολινάτας Ιθάκης «Βαπτιστής Κουβαράς», έχουν από πολύ παλιά εισφέρει τη δική τους συμβολή στη μουσική παιδεία στα Επτάνησα, όπως άλλωστε και στην Αθήνα.
Ο Ιταλός συνθέτης Ραφαήλ Παριζίνης (1820- 1875), όπως εξελληνίστηκε το όνομά του, που αποτέλεσε πολύ σημαντική παιδαγωγική φυσιογνωμία στη μουσική Αθήνα τον 19ο αιώνα, είχε εξάλλου ως μέντορά του τον Μάντζαρο. Η αλληλογραφία τους φυλάσσεται στο Κέντρο Έρευνας της Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού στην Ακαδημία Αθηνών.
Συμπεριλαμβάνεται στους ιδρυτές του Ωδείου Αθηνών.
Ο Ιταλός λόγιος Θωμαζαίος, φίλος του Μάντζαρου και του Σολωμού, το 1848 στην Κέρκυρα είχε μελοποιήσει εξάλλου δημοτικά άσματα.
Ο Σικελός τρομπονίστας Gaetano de Angelis και ο Ρωμαίος φλαουτίστας Niccolo Olivieri, μαθητές και οι δύο του Μάντζαρου στην Κέρκυρα, είχαν ασχοληθεί με την Παλαιά Φιλαρμονική και είχαν οργανώσει μπάντα στην Κεφαλονιά. Στην Κέρκυρα είχε γεννηθεί εξάλλου ο διαμορφωτής του σύγχρονου κλαρινέτου Hyacinthe Eleonore Klose, γιος Γάλλου μουσικού που το 1812 συμμετείχε σε γαλλικό μουσικό σύνολο στο νησί, στη διάρκεια της δεύτερης γαλλικής κατοχής του.
Δεν σώθηκε από την αρχαιότητα η τραγωδία του Σοφοκλή «Ναυσικάα», μα το 1820 μελοποιήθηκε στο νησί έργο «Ulisse e Naysicaa».
Ο Κεφαλονίτης Νικόλαος Τζανής Μεταξάς (1825-1907), αν και γόνος αριστοκρατικής φαμίλιας, έμεινε στην ιστορία ως ο Ριζοσπάστης μουσουργός της «Επτανησιακής Σχολής» και μάλλον ο πρώτος της «στρατευμένης Τέχνης» στην υπηρεσία του λαού στον ελληνικό μουσικό χώρο, υποστηρίζοντας το δημοκρατικό και πολλαπλώς ταξικό κίνημα των Ριζοσπαστών.
Δικό του έργο θεωρείται και το άσμα «Μη φοβείσθε Γραικοί». Δίδασκε πιάνο, τραγούδι και θεωρητικά, ανιδιοτελώς. Εμελοποίησε και στίχους του λόγιου σοσιαλιστή Παναγιώτη Πανά, όπως και του πρωτοπόρου επαναστάτη λογοτέχνη Μικέλη Άβλιχου, ενώ συνέθεσε το μεγάλης απήχησης στα Επτάνησα και τον ευρύτερο ελληνικό χώρο έργο «25η Μαρτίου». Καταδιώχθηκε σκληρά απ’ την «Υψηλή Αστυνομία» του καιρού του.
Το συμφωνικό του έργο «Sinfonia Οriginale» πρωτοπαίχτηκε στην Κεφαλονιά, στο θέατρο «Κέφαλος», το 1871.
Συνέθεσε αρκετά ριζοσπαστικά θούρια και, μεταξύ αυτών, τον πολύ διαδεδομένο μέχρι και τα μέσα του επόμενου αιώνα στη Μακεδονία και στην Κύπρο ως πηγή έμπνευσης «Ύμνο» των Επτανησίων Ριζοσπαστών με στίχους του Γεράσιμου Μαυρογιάννη, όπως αυτοί:
Των εχθρών μισώ τα δώρα.
Δεν τα θέλω. Ας τα κρατήσουν.
Τους μισώ κι ας μς μισήσουν.
Προτιμώ την φυλακή.
Στο λαμπρό μέλλον μου ελπίζω.
Βλέπω την ελευθεριά μου.
Και ξεχνάω την σκλαβιά μου.
Θάρθη ολόλαμπρη Αυγή.
Θάρθη, θάρθη ναι, μια μέρα,
που θα ξεσχισθούν συνθήκαι.
Κι όποιος σε άλυσες εμβήκε,
πάλι ελεύθερος θα βγη.
Ο Ιθακήσιος Διονύσιος Ροδοθεάτος (1849- 1892), μεγαλωμένος στην Κέρκυρα και μαθητής του Μάντζαρου από οικογένεια που είχε φιλοξενήσει στην Ιθάκη τον Λόρδο Μπάιρον στον πηγαιμό του στην Κεφαλονιά, συγκαταλέγεται στους πρώτους και κορυφαίους Έλληνες συμφωνιστές της εποχής του. Επίσης, υπήρξε ο πρώτος που συνέγραψε εγχειρίδιο αρμονίας στην ελληνική γλώσσα, με τον τίτλο «Πραγματεία θεωρητική και πρακτική περί Αρμονίας», που εκδόθηκε στην Κέρκυρα το 1886. Διέπρεψε λαμπρά στο εξωτερικό.
Συνέθεσε, μεταξύ άλλων, «Ύμνο προς την πατρίδα», σε ποίηση του Παναγιώτη Σούτσου, για τέσσερις σολίστ, χορωδία και πιάνο. Έγραψε επίσης για συμφωνική ορχήστρα τη ραψωδία «Αλληγορικές Ιδέες».
Ο Κεφαλονίτης μουσουργός Διονύσιος Λαυράγκας (1860-1941), μαθητής του Νικόλαου Τζανή Μεταξά και από τους θεμελιωτές του ελληνικού μελοδράματος, με διεθνή δράση, είχε διευθύνει, μεταξύ άλλων, την εναρκτήρια συναυλία των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896. Η όπερά του «Φρόσω», μείξη της λαϊκής μουσικής των Επτανήσων με τις επιρροές του από τη μουσική άλλων ευρωπαϊκών χώρων, ευτύχησε μόλις το 2010 να γνωρίσει την πρώτη παγκόσμια παρουσίασή της.
Δραστήριος κοινωνικοπολιτικά, το 1924 είχε συνθέσει «Ύμνο της Ελληνικής Δημοκρατίας» για την καθιέρωση της αβασίλευτης αστικής Δημοκρατίας, σε στίχους του Ιωάννη Πολέμη, ενώ το 1930 δεν είχε διστάσει να ζητήσει την ανάκληση καταδίκης κομμουνιστών φαντάρων σε θάνατο, μαζί με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, τον ποιητή των «Σκλάβων Πολιορκημένων» Κώστα Βάρναλη, τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Κωστή Παλαμά και άλλους Έλληνες και ξένους διανοούμενους, όπως ο Άλμπερτ Αϊνστάιν.
Τα δικά του μουσικά έργα για την Πατρίδα, σε αντίθεσή με ορισμένα άλλων Επτανήσιων που τη συνέδεαν στενά με το Παλάτι ή και με άλλους φορείς αντιλαϊκών και αντιδημοκρατικών επιλογών και με την αριστοκρατία του χρήματος, την «έδεναν» με τα δικαιώματα του λαού και τη Δημοκρατία.
Από το 1899 αφοσιώθηκε σε αθηναϊκούς μελοδραματικούς θιάσους, συμβάλλοντας καθοριστικά στην καθιέρωση σταθερού ελληνικού μελοδραματικού σχήματος με πίστη και θυσίες. Με πενιχρά μέσα είχε συγκροτήσει άρτια χορωδία στη γενέθλια γη του. Υπηρέτησε τη Φιλαρμονική Εταιρεία Αθηνών, ως μουσικός διευθυντής της, με στόχο «την εκλαΐκευση και τη διάδοση της μουσικής στο λαό». Η «Ελληνική Σουίτα» του, του 1903, θεωρείται από αρκετούς ως το πρώτο συμφωνικό έργο της «Εθνικής Μουσικής Σχολής». Έγραψε και άσματα για τη ναυτοσύνη, για τους ναυτεργάτες, με τίτλους «Της πίκρας το νερό», «Ο ναύτης του Ιονίου», «Καράβι ανοίγει τα πανιά». Το έργο του «Ο Λυτρωτής» είχε ανέβει μετ’ εμποδίων στην Κέρκυρα το 1934. Συνέγραψε απομνημονεύματα, καθώς και «Εγχειρίδιον Αρμονίας». Η δισκογραφική ματιά «Έντεχνα επτανησιακά τραγούδια του ΙΘ’ αιώνα» περιλαμβάνει και δικά του έργα.
Ο βίος του Λαυράγκα υπήρξε συνυφασμένος με αγώνες για την ίδρυση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, προπομπός της οποίας υπήρξε στην Αθήνα το 1900 ο ιστορικός θίασός του «Ελληνικό Μελόδραμα», προσκαλεσμένη του οποίου ήταν αργότερα και η σοπράνο Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, δασκάλα της Μαρίας Κάλλας.
Ο χορηγός-χρυσοκάνθαρος Ανδρέας Συγγρός, ως αφέντης του Θεάτρου των Αθηνών, τον είχε αποκλείσει απ’ αυτό.
Ο μουσικός αγώνας-εποποιία του θα έφερνε «δάκρυα και στους πλέον ασυγκίνητους», έγραψε το 1931 Αθηναία μουσικοκριτικός. «Δεν θα αργήσει να ιδρυθεί η κρατική λυρική μας σκηνή», πίστευε. Τον βρήκε στην κατεχόμενη απ’ τους Ιταλούς φασίστες Κεφαλονιά, ηλικιωμένο πια, η ίδρυση, ενώ είχε γεννηθεί με κυρίαρχους τους Άγγλους στα Επτάνησα. «Γεννήθηκα Άγγλος, έζησα ως Έλλην και πεθαίνω Ιταλός», διέσωσε ο Γεώργιος Σκλάβος ότι είχε πει λίγο πριν ο θάνατος νικήσει τον ίδιο αλλά όχι το έργο του.
Ο Κερκυραίος Σπύρος -και Φιλίσκος από διαφορετική απόδοση του ονόματος Φιλικός Κερκυραίου συγγραφέα τραγωδιών τον τρίτο αιώνα π.Χ.- Σαμάρας (1861-1917), μαθητής του Ξύνδα και γόνος αρχοντικής οικογένειας με πίστη στο ελληνικό Παλάτι, έχει αναγνωριστεί πια ως ένας από τους διαπρεπέστερους Έλληνες συνθέτες και ο με τη μεγαλύτερη διεθνή αναγνώριση κορυφαίος συνθέτης της «Επτανησιακής Σχολής» του 19ου αιώνα.
Διακρίθηκε όσο κανείς Έλληνας στον καιρό του στον χώρο της όπερας, αν και μόνο πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του ο Καλομοίρης -που «έλυνε και έδενε» από νωρίς στη μουσική Αθήνα- ανέβασε όπερά του στην ελληνική πρωτεύουσα.
Το 1886 και το 1887 θριάμβευσε στην Ιταλία με την τρίπρακτη όπερα «Φλόρα Μιράμπιλις», που παρουσιάστηκε δύο χρόνια μετά στην Κέρκυρα και στην Αθήνα ως «Θαυμαστή Ανθώ». Θρίαμβος και η όπερά του «La Martire» ή «H Μάρτυς», με την οποία κατατάχθηκε από τους κριτικούς στη «Σχολή του Βερισμού», μαζί με τον Πουτσίνι και άλλους σπουδαίους συνθέτες της «ρεαλιστικής μουσικής».
Αποκορύφωμα της συνθετικής του καριέρας θεωρείται η όπερά του «Rhea» ή «Ρέα», που ανέβηκε το 1908 στο θέατρο Verdi της Φλωρεντίας.
Είναι ο ένδοξος συνθέτης του καθιερωμένου διεθνώς πια «Ολυμπιακού Ύμνου» των Ολυμπιακών Αγώνων, τον οποίο έγραψε το 1895 μελοποιώντας το ομώνυμο ποίημα του Κωστή Παλαμά, που με τη συγκατάθεσή του ο Κερκυραϊκός Γυμναστικός Σύλλογος έκανε δικό του, άλλον «Ύμνο».
Η μελοποίηση εκείνη δικαιολογημένα θεωρήθηκε λαμπρή απόδειξη της προόδου της ελληνικής Μουσικής.
Το 2011 οι κερκυραϊκές Φιλαρμονικές ετίμησαν τα 150 χρόνια από τη γέννησή του με εκδηλώσεις τους, όπου παρουσιάστηκε κι έξοχη σύγχρονη διασκευή-ενορχήστρωση του εμβατηρίου του «Για την ένδοξη πατρίδα» απ’ την οπερέττα του «Πόλεμος εν πολέμω».
Ο Γεώργιος Λαμπίρης (1833-1889), Κεφαλονίτης μουσικοσυνθέτης απ’ το Αργοστόλι και συγγενής του λόγιου Ανδρέα Λασκαράτου, έναν μόλις χρόνο μετά τη θυσία στο Αρκάδι της Κρήτης, το 1867, έγραψε «Το Αρκάδι». Πρόκειται για δυναμικό εμβατήριο για πνευστά και έγχορδα με ποιητική σύνθεση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, του Λευκάδιου επικού ποιητή του Αρματολισμού.
Ήταν μαθητής του Μάντζαρου και δεν ξέχασε το δίδαγμα εκείνου για μιαν άμεση σχέση του ρυθμού και της μελωδίας της σύνθεσης με τη μετρική του ελληνικού ποιητικού λόγου.
Όπως και οι Ληξουριώτες συμπατριώτες του εμελοποίησε πολλά λαϊκά τραγούδια. Ξεχώρισε απ’ αυτά το πολύ γνωστό «Σ’ ένα μικρό καϊκάκι» του.
Κόρη του ήταν η πρώτη πιο γνωστή σήμερα γυναίκα συνθέτρια και διευθύντρια ορχήστρας με επτανησιακές ρίζες, η Ελένη Λαμπίρη (1889- 1960).
Συνέβαλε στις απαρχές της ελληνικής οπερέτας, όπως έδειξαν τα στοιχεία που έφερε στο φως το 2018 η καταγόμενη απ’ την Κέρκυρα μουσικολόγος Βάλια Βράκα, με την οπερέτα της «Αποκρηάτικο όνειρο» με λιμπρέτο του Γρηγόρη Ξενόπουλου. Εμελοποίησε και τη «Λήθη» του Λορέντζου Μαβίλη. Νωρίτερα, έγραψε και παρουσίασε όπερα στην Ιταλία.
Πριν από εκείνη, στο Παρίσι η συνθέτρια Μαριώ Φοσκαρίνα (1850-1921), όπως έμεινε γνωστή, που διάφορες πηγές επιμένουν πως ήταν κόρη του Κερκυραίου εφοπλιστή Σπύρου Δαμασκηνού που πλοίο του είχε πάρει μέρος στη ναυμαχία του Ναβαρίνου το 1828 με τον γαλλικό στόλο, παρουσίασε συνθέσεις της για πιάνο σε στίχους του Ουγκό κι άλλων Γάλλων ποιητών.
Αλλά και τραγούδια-ελεγεία της για ορχήστρα με ελληνικά θέματα, γνωστά ως «Η λύπη των Ελλήνων» και «Η Θεσσαλιώτιδα»!
Όπως έγραψαν δικά τους πιανιστικά κυρίως μουσικά έργα, κυρίως εκείνα τα χρόνια, οι Κερκυραίες συνθέτριες Αμαλία Γενατά- Ασπιώτη, Βιβιέν Λαμπελέτ, Αικατερίνη Δόρια- Προσαλέντη, Ελένη Λάμαρη, Ευφροσύνη Καποδίστρια, Φραντζέσκα Κουράγγιου, σαν τη συνομήλικη του Μάντζαρου Σουζάνα Νεράντζη.
Ο Σπύρος Φαραντάτος (1813-1912), Κεφαλονίτης πιανίστας και συνθέτης, έγραψε επίσης μιαν ιδιαίτερη μουσική ιστορία ακόμη και ως διευθυντής του συχνά «κλειστού» για τους Επτανήσιους μουσουργούς Ωδείου Αθηνών.
Ήταν άλλος ένας σπουδαίος «Ιόνιος Ευρωέλληνας» μουσουργός, για να το πούμε με λόγια του Νίκια Λούντζη
Η κυθηραϊκή μουσική, η βασισμένη και σε κρητικές επιρροές περισσότερο απ’ όσο στα άλλα νησιά μας, έχει κι αυτή το δικό της ιστορικό παρελθόν, αν και άργησε η συγκρότηση Φιλαρμονικής, που το λογότυπό της έχει σχεδιάσει ο γνωστός Κυθήριος ζωγράφος Μανώλης Χάρος. Για την κρητική επιρροή στην επτανησιακή μουσική, υπενθυμίζεται, είχε συγγράψει μελέτη ο μουσικοδιδάσκαλος Παναγιώτης Γκριτζάνης (1835-1896). Μια πλούσια μουσική παράδοση έχει αποτυπωθεί στον δίσκο «Πέρασμα στα Κύθηρα» του συνθέτη Παναγιώτη Λευθέρη. Ο Στράτης Θεοδωρικάκης (1927-;), δραστήριος μαζί και με τον ηθοποιό Θανάση Βέγγο σε χορωδιακή ομάδα στη Μακρόνησο, όπου είχε σταλεί λόγω ένοπλης συμμετοχής του στην ΕΠΟΝ, ήταν το 1964 ο πρώτος αρχιμουσικός της κυθηραϊκής Φιλαρμονικής.
Από τα Κύθηρα καταγόταν, θυμίζουμε, ο εγγονός βουλευτή τα χρόνια της αγγλοκρατίας Αττίκ (1885-1944), ο τόσο σημαντικός συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής στον χώρο του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού με τη λαμπρή καριέρα και στο Παρίσι και στην Αθήνα, που έδωσε τέλος στη ζωή του στην Αθήνα μετά από άγριο ξυλοδαρμό του από Γερμανούς. Είχε φέρει, όπως εύστοχα έχει σημειώσει η Δανάη Στρατηγοπούλου, νέον αέρα στην ελληνική μουσική πραγματικότητα, μεταφυτεύοντας στην αθηναϊκή μουσική ζωή την ατμόσφαιρα της γαλλικής μπουάτ. «Ήταν ολόκληρος κόσμος γεμάτος μουσική ο άνθρωπος αυτός. Ηταν μια πλημμύρα από μελωδίες, μια ανάγκη έκφρασης με τραγούδια, τραγούδια, τραγούδια…».
Όχι άδικα, θεωρείται ο μεγαλύτερος τραγουδοποιός που γέννησε η προπολεμική Ελλάδα. Το 1935 είχε τραυματιστεί από επίθεση ροπαλοφόρων, με αφορμή σατιρική κωμωδία του για τον τότε πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη.
Ούτε οι Παξοί, όπου εβράδυνε πολύ η δημιουργία Φιλαρμονικής κι εστάθηκε δυνατή με τη βοήθεια του τοπικού Δήμου, υστερούν σε πλούσια μουσική παράδοση.
Όχι άδικα, φιλοξενούν πια κάθε χρόνο διεθνές Φεστιβάλ Κλασικής Μουσικής, ως μία από τις καλύτερες «γέφυρες» μουσικής -και όχι μόνον- επικοινωνίας του νομού με όλον τον κόσμο, συχνά με τη βοήθεια κι απ’ την διεθνώς γνωστή, καταγόμενη απ’ τους Παξούς κιθαρίστρια Χριστίνα Βερονίκη. Φεστιβάλ, θυμίζουμε, με απώτερο στόχο τη δημιουργία διεθνούς μουσικού συνόλου για τη σύγχρονη μουσική και τη διεθνή προβολή του έργου σπουδαίων Ελλήνων μουσικών και μουσουργών. Από εκεί κατάγεται, εξάλλου, η τόσο αγαπητή ερμηνεύτρια Ελευθερία Αρβανιτάκη.
Ποιος ξέρει, αν κάποτε υπάρξει κι ευρωπαϊκός θεσμός Μουσικής Πρωτεύουσας, όπως αυτός της ευρύτερα Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, η Κέρκυρα κι άλλα νησιά θα ‘χουν δικαιωματικά τέτοιες αξιώσεις. Δεν είναι μόνο οι καριέρες της Κερκυραίας απ’ τη μητέρα της Νάνας Μούσχουρη και της γεννημένης στην Κέρκυρα Βίκυ Λέανδρος, κόρης του πολύ σπουδαίου συνθέτη τραγουδιών και για τον Χούλιο Ιγγλέσιας Λεό Λέανδρου ή Λέανδρου Παπαθανασίου, που θα συνηγορούσαν επιπροσθέτως σε κάτι τέτοιο. Ο Κώστας Καρδάμης, για να γυρίσουμε πολύ πιο πίσω, έχει αποδείξει ότι μελωδίες του νησιού του Δημόδοκου ήταν πασίγνωστες στη Βενετία τον 18ο αιώνα και, μάλιστα, εξωαστικά άσματα του νησιού είχε τραγουδήσει τις αρχές του 19ου αιώνα στο Παρίσι και το Λονδίνο ο Κερκυραίος πολιτικός Εμμανουήλ Θεοτόκης! Σε πόσες άλλες πόλεις με Μουσικό Πανεπιστήμιο κιόλας μπορούν εξάλλου, όπως στην Κέρκυρα, ν’ ακούσουν τόσο ωραία από Όπερα Δωματίου έντεχνο τοπικό τραγούδι σαν το έντεχνο επτανησιακό τραγούδι που είχε παρουσιάσει η Όπερα Δωματίου Κέρκυρας τον Σεπτέμβριο του 2015;
Ως πρωτοπόρος μουσουργός με διεθνή ορίζοντα είχε σταθεί στα Επτάνησα ο Κερκυραίος Δομένικος Παδοβάς ή Παδοβάνης (1817-1892), η πρωτότυπη συνεισφορά του οποίου στο μελόδραμα της εποχής του έχει σωθεί σε έντυπο του θεάτρου «San Giacomo».
Άνοιξε έναν νέο πρωτοποριακό δρόμο επίκαιρο και σήμερα για σύγχρονο συνθετικό έργο πάνω σε παγκόσμιες ποιητικές δημιουργίες. Έναν αιώνα περίπου πριν ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιήσει το ισπανόφωνο «Canto General» του Πάμπλο Νερούδα, εκείνος εμελοποίησε δεκατέσσερις «Ωδές» του φημισμένου Ιταλού λόγιου και σονετογράφου Πετράρχη!
Επίσης, συνέθεσε «Ύμνον εις Καποδίστριαν». Άρθρο του με τίτλο «Poche parole sopra i scritti del Cav. Nicolò C. Manzaro» του 1872 περιέχει εργογραφικές πληροφορίες για τον δάσκαλό του Μάντζαρο. Έχει γίνει γνωστή πια η σημαντική εκπαιδευτική δράση του στην Παλαιά Φιλαρμονική, ο πρόεδρος της οποίας Σπύρος Παδοβάς προέρχεται από την ίδια αυτή οικογένεια η οποία είχε αναδείξει και τον αγωνιστή βουλευτή της περιόδου της αγγλοκρατίας Στέφανο Παδοβά, τον αρχικά Μεταρρυθμιστή και μετά Ριζοσπάστη.
Ο επίσης Κερκυραίος Λεωνίδας Αλβάνας (1823-1881), η αδελφή του οποίου λόγια Μαργαρίτα Αλβάνα-Μηνιάτη στη Βενετία είχε συντάξει μελέτη για το μουσικό έργο του Ρίχαρντ Βάγκνερ, έγραψε τότε φωνητική, κυρίως, μουσική. Τα τραγούδια του, μέρος των οποίων έχει παρουσιάσει και η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, θεωρείται ότι χαρακτηρίζονται για το επτανησιακό τους χρώμα.
Στην πλούσια σαν θησαυρό συλλογή της Αναγνωστικής Εταιρίας Κέρκυρας με παρτιτούρες πολλών συνθετών σώζεται αντίγραφο βιβλιοδετημένου τόμου με 21 τραγούδια του, που εντοπίστηκαν στα κρατικά Ιστορικά Αρχεία του νομού.
Έλαμψαν επίσης στο μουσικό στερέωμα της Κέρκυρας, της Επτανήσου και της Ελλάδας τον 19ο αιώνα και μέχρι τα μέσα περίπου του εικοστού αιώνα, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, με απογόνους τους κιόλας να συνεχίζουν το έργο τους, οι μουσουργοί Σπυρίδων Σπάθης (1852-1941), Λαυρέντιος Καμηλιέρης (1874-1956).
Ο Κερκυραίος Λαυρέντιος Καμηλιέρης, έργα του οποίου η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών έχει παρουσιάσει από το 2002, συνέθεσε, μεταξύ άλλων, τα ορχηστρικά κομμάτια «Ανατολίτικος χορός» και «Η προσευχή των προσφύγων» για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες που είχαν κατακλύσει και Ιόνια νησιά. Επίσης, τα έργα «Σεμνότη» σε ποίηση Μαρκορά και «Άνθη του γκρεμνού» σε ποίηση Δροσίνη. Το έργο του «Στη βάρκα» ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής το 2019.
Απόγονός του υπήρξε ο Γεώργιος Καμηλιέρης (1902-1963), τιμημένος από τους Λαρισαίους πρωτεργάτης της δημιουργίας και αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας, ο οποίος έπεσε «μαχόμενος» πάνω στη σκηνή αίθουσας συναυλιών του Ωδείου, διευθύνοντας το τελευταίο του κομμάτι «Άννα και Έλενα». Σύμφωνα με το Ωδείο της Λάρισας «οι καρποί των οραμάτων του παιανίζουν ακόμη στην πόλη». Στην Παλαιά Φιλαρμονική της Κέρκυρας είχε κάνει τα πρώτα του μουσικά βήματα.
Ο καταγόμενος από την Κεφαλονιά Σπυρίδων Σπάθης (1852-1941), βοηθός του Αλέξανδρου Κατακουζηνού στην «Ανακτορική Χορωδία», συνέθεσε γνωστό εκκλησιαστικό «Πολυχρόνιο». Ήταν ο πρώτος πρόεδρος της Φιλαρμονικής Αθηνών, όταν το 1888 στην πρωτεύουσα «όμιλος Επτανησίων ερασιτεχνών έθεσεν ως θέμα συζητήσεως την ανάγκην της υπάρξεως ενός νέου μουσικού ιδρύματος, με σκοπόν την προαγωγήν της μουσικής ιδίως εις τον λαόν, διά της μορφώσεως απόρων παίδων, οι οποίοι, ενώ ησθάνοντο έντονον την κλίσιν εις την μουσικήν, εύρισκον κλειστήν την θύραν του Ωδείου Αθηνών λόγω των υψηλών διδάκτρων», όπως έγραψε ο Σπύρος Μοτσενίγος. Ο ίδιος ο Σπάθης είχε πάει στη Βιέννη για να προμηθευτεί τα αναγκαία μουσικά όργανα.
Η φήμη του και η δράση του αργότερα στη Γαλλία οδήγησε στην τιμητική ανακήρυξή του μετά θάνατον σε μέλος της Γαλλικής Εταιρείας Συνθετών και Μουσουργών. Εκκλησιαστική «Λειτουργία» του, όπως νωρίτερα άλλη του Ναπολέοντα Λαμπελέτ ακουγόταν στη Βρετανία, είχε φθάσει στις ΗΠΑ.
Αδελφός του Σπυρίδωνα Σπάθη, γιος κι αυτός του αρχιμουσικού των Ανακτόρων επί Γεωργίου του Α’, Αθανάσιου Σπάθη, ήταν ο Κωνσταντίνος Σπάθης (1876-1940). Διέπρεψε στη μουσική Παιδεία στη Μακεδονία, ιδρύοντας μουσικογυμναστικούς συλλόγους. Θεωρείται ο πρώτος μουσικοδιδάσκαλος στην περιοχή.
Έδρασε στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στην Κωνσταντινούπολη. Συνέθεσε, μεταξύ άλλων, περί τις εβδομήντα εκκλησιαστικές συνθέσεις. Γιος του ήταν ο συνθέτης και μαέστρος ελαφράς μουσικής Αλέκος Σπάθης (1914-1970), πολύ γνωστός από το τραγούδι του «Δεν μ’ αγαπάς».
Εστάθηκε πρωτεργάτης ιδρυτής, αρχιμουσικός και συμπαραστάτης σε Φιλαρμονικές στην Ξάνθη, τη Δράμα, την Έδεσσα, την Καβάλα, από το 1903.
Είναι εκπληκτικό, φίλες και φίλοι, πόσο οι Επτανήσιοι συνέβαλαν σ’ όλη την Ελλάδα στην ίδρυση και άνδρωση τοπικών Φιλαρμονικών. Μια τυχαία αναζήτηση θα σας πείσει ότι μάλλον δεν υπάρχει πόλη που να μην είχε κάποτε Επτανήσιο αρχιμουσικό!
Γιος του Σπυρίδωνα Σπάθη, ο Θεόδωρος Σπάθης (1883-1943), συνθέτης και αρχιμουσικός, σταδιοδρόμησε επιτυχώς στο Παρίσι και στην Αθήνα. Διετέλεσε διευθυντής του Τμήματος Μουσικής του Πανεπιστημίου της Αθήνας.
Κληρονόμος καλός κι αυτός της μουσικής παιδείας όλων εκείνων στις δεκαετίες που ακολούθησαν, ο Κεφαλονίτης Διονύσιος Αποστολάτος (1926-2009), δάσκαλος του Παναγή Μπαρμπάτη, έγραψε ιστορία στη χορωδιακή κυρίως μουσική, με την «Επτανησιακή Χορωδία και Μαντολινάτα» που ανέβασε παραστάσεις της και στο Ηρώδειο, αρχικά το 1966.
Αν και τον αγκάλιασε η πολιτική και οικονομική ελίτ της εποχής του, έμεινε «δάσκαλος με όλη τη σημασία της λέξης», σύμφωνα με τον κομμουνιστή βουλευτή Νίκανδρο Κεπέση. Έγραψε κιόλας αμέτρητα τραγούδια. «Τραγουδούσαμε για λόγους βιοπορισμού σε νυχτερινά κέντρα του ’50, δίχως μικρόφωνα πάντα. Μόνο με την ψυχή μας», είχε πει. Είχε ιδρύσει «Ιόνιο Μουσική Σχολή». Συγκρότησε και διηύθυνε πραγματικά αμέτρητες χορωδίες. Η Ένωση Χορωδιών Ελλάδας του απένειμε την ανώτατη τιμητική διάκριση της Ένωσης. «Θα πρότεινα για τη διάσωση της μουσικής μας, τη γνώση στους νέους της ιστορίας του πολυφωνικού τραγουδιού της Επτανήσου», ήταν μία απ’ τις στερνές παρακαταθήκες του.
«Τον αγαπημένο μου Μίκη Θεοδωράκη τον θυμάμαι παιδί ακόμα στην Κεφαλονιά, όταν ήταν εκεί με τους γονείς του, να μας ακούει να παίζουμε καντάδες. Επηρεάστηκε πολύ από τα ακούσματά μας και ένα μεγάλο μέρος του έργου του πηγάζει από την επτανησιακή μουσική», είχε δηλώσει το 2006, είτε συμμεριζόταν είτε όχι την άποψη μουσικοκριτικών ότι και το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» του Μίκη παραπέμπει έντονα σε σημεία του σε ήχους επτανησιακής έμπνευσης.
Δεν ξεχνούσε τον επίσης πρωτοπόρο στον τομέα αυτό συμπολίτη του μαέστρο και συνθέτη Φώτη Αλέπορο (1926-2004), άλλον θεμελιωτή της χορωδιακής μουσικής και ιδρυτή της Ένωσης Χορωδιών Ελλάδας. Ως μουσουργός, αυτός εστήριξε το καλό ελληνικό κανταδόρικο τραγούδι. Επιπλέον, εμελοποίησε στίχους του Ανδρέα Λασκαράτου και συνέθεσε, μεταξύ άλλων, ραψωδία αφιερωμένη στον ποιητή Βαλαωρίτη και συμφωνικά έργα: την κοσμική καντάτα «Η ζωή του αγρότη» και τη λαϊκή όπερα «Ο Τρύγος». Ήταν μαθητής του Μανώλη Καλομοίρη.
Στα πέτρινα μεταπολεμικά χρόνια στάλθηκε στη Μακρόνησο, όπως και ο Μίκης Θεοδωράκης, όπου εκεί είχε συναντήσει τον δάσκαλό του απ’ το 1ο δημοτικό σχολείο της Κεφαλονιάς. Οι ταλαιπωρίες δεν τον πτόησαν. Αξιοποίησε τους άλλους μουσικούς δεσμώτες για να πλουτίσει τις μουσικές του γνώσεις. Συνεργάστηκε στενά με τον Αργύρη Κουνάδη. Γεννήθηκε, όπως έλεγε, μιαν ώρα που οι κανταδόροι του Ληξουριού τραγουδούσαν κάτω από το παράθυρο της πατρικής οικίας του την περίφημη «Αγράμπελη» του Βαλαωρίτη σε μουσική του Δελλαπόρτα.
Συνέχισε μια μουσική παράδοση που έντονα είχε αναπτύξει ο Κεφαλονίτης συνθέτης- τροβαδούρος Τζώρτζης Δελλαπόρτας (1867- 1919) στο Ληξούρι. Χορωδία που συγκρότησε έφτασε να δώσει συναυλίες στο εξωτερικό. Ξεπερνώντας αντιδράσεις, εισήγαγε σε εκκλησίες την αρμονική πολυφωνία. Ήταν μεγάλη η προσφορά του στο επτανησιακό κανταδόρικο τραγούδι με συνθετικό έργο. Τραγούδια του έφεραν, μεταξύ άλλων, τους τίτλους «Η Πρωτομαγιά», «Το πρώτο παλικάρι», «Ύμνος στους ήρωες του ’21», «Κεφαλονιά μητέρα μας», «Ύμνος προς το Μεσολόγγι».
Κορυφαίο τραγούδι του το σύγχρονα μελοποιημένο απ’ τον Λάγιο «Ουράνιο Πλάσμα».
Που με τη σειρά του συνέχισε ο επίσης Ληξουριώτης Νικόλαος Τσιλίφης (1910-1978), αν και δεν απέφυγε πάντα τον εναγκαλισμό της μεταδεκεμβριανής εξουσίας, πετυχαίνοντας να καταγράψει μουσικά στο πεντάγραμμο κεφαλονίτικες αριέττες πρώτος, ως εκκολαπτόμενος ακόμα μαέστρος. Είχε καθηγητές τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη και τον Γεώργιο Σκλάβο, το 1958 οργάνωσε τη Χορωδία της Εργατικής Εστίας, εξελίχθηκε σε σπουδαίο μαέστρο και ανέδειξε με το έργο του το καλό τραγούδι το κανταδόρικο, έντεχνο και λαϊκό, ως συνθέτης και ενορχηστρωτής κιόλας. Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Ένωσης Ελλήνων Αρχιμουσικών το 1962.
Οι διαφορετικοί μα άξιοι μουσικοί δρόμοι που ακολούθησε ο Κερκυραίος συνθέτης της λεγόμενης ελαφράς μουσικής, κυρίως, Γεράσιμος Λαβράνος (1935-2015), αφού όπως είχε πει ο Γκέτε «η μουσική είναι ρευστή αρχιτεκτονική», δεν τον εμπόδισαν να λάβει βραβείο «Νικόλαος Μάντζαρος» για τη μουσική αξιοσύνη του. Σε ηλικία έντεκα ετών έπαιζε κόρνο στη Φιλαρμονική «Μάντζαρος» κι έμαθε Θεωρητικά, πριν τον κερδίσει για τα καλά η μουσική τζαζ και αργότερα στραφεί σε συνθέσεις αμέτρητων τραγουδιών ελαφράς μουσικής που έγιναν μεγάλες επιτυχίες. Το 1964 παραλίγο να ήταν υποψήφιος βουλευτής της ΕΔΑ, πράγμα που προτίμησε να κάνει μετά τη Χούντα τασσόμενος για λίγο με τη Νέα Δημοκρατία.
Στη λαμπρή καριέρα του ήταν συνθέτης, bandleader, μαέστρος και τραγουδοποιός. Συνθέτης ελαφρού, λάτιν, τζαζ και ελαφρολαϊκού τραγουδιού, συνήθως χωρίς μπουζούκι.
«Το ελαφρό μάς κάνει να ξεχνάμε, το λαϊκό μάς κάνει να θυμόμαστε», θυμίζουμε ότι ο Μίκης Θεοδωράκης έχει πει, συμπληρώνοντας πως και οι ΕΛΑΣίτες «Τα πράσινα μάτια» συχνά τραγουδούσαν. Στο κάτω-κάτω, όπως έχει πει ο Βρετανός επιστήμονας Όλιβερ Σακς, η μουσική προκαλεί συναισθήματα και τα συναισθήματα πάντα κουβαλούν την ανάμνησή τους. Έγραψε και τραγούδια-διαμάντια ο Λαβράνος. Όπως στον ίδιο χώρο και ο αδελφός του συνθέτης και μαέστρος Νίκος Λαβράνος (1933- 2019), με πιο γνωστό τραγούδι του το «Για πάντα μαζί».
Όπως ακόμα περισσότερα στο είδος αυτό, κυρίως, ο Κερκυραίος Γιώργος Κατσαρός, συνθέτης, μαέστρος και δεξιοτέχνης του σαξόφωνου τόσο ώστε το 1998 η αμερικανική «Philips» τον συμπεριέλαβε σε δίσκο της στους δέκα καλύτερους σαξοφωνίστες στον κόσμο. Το 1960 κιόλας αναδείχθηκε μαέστρος της Ορχήστρας Ποικίλης Μουσικής του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας. Αιώνια θα μείνει το τραγούδι του για την «Κέρκυρα, Κέρκυρα με το Ποντικονήσι» με ερμηνεύτρια την και τραγουδίστρια μουσικής τζαζ ηθοποιό Ρένα Βλαχοπούλου.
«Ξεκίνησα με βιολί στην Κέρκυρα. Το σαξόφωνο το έπιασα στα χέρια μου σε ηλικία 12 ετών», έχει πει, μεταξύ άλλων, για την ιστορία τη δική του κι εκείνη της αγαπημένης του Παλαιάς Φιλαρμονικής του νησιού. Στην Κέρκυρα του 1938, σε καντούνι πίσω από αυτήν, με μια μικρή φυσαρμόνικα ο τετράχρονος τότε Γιώργος Κατσαρός εκατάλαβε πως η μουσική ήταν ο προορισμός της ζωής του. Όσα λάθη κι αν έκανε, ούτε η σεμνότητα ούτε η γενναιότητα τού έλειψαν. Το 2000 συμμετείχε με το σαξόφωνό του και ορχήστρα του σε προεκλογική εκδήλωση πνευματικών ανθρώπων μεγάλης Οργάνωσης του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, εκλεκτός μελωδικός καλεσμένος της. Είναι μέλος -ας σημειώσουμε- και της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, πέραν της Ένωσης Μουσικοσυνθετών Στιχουργών και του Πανελλήνιου Μουσικού Συλλόγου. Επιπλέον, υπήρξε εμπνευστής και βασικός συντελεστής στη δημιουργία των μουσικών σχολείων.
Από αυτό του νησιού, καθώς κι από τις Φιλαρμονικές κι απ’ τα έξι Ωδεία της Κέρκυρας κι απ’ το Μουσικό Τμήμα του Ιονίου Πανεπιστημίου, αλλά κι από συναφείς μορφωτικές-εκπαιδευτικές εστίες, όπως η σχολή χορού του Σωτήρη Μπουχάγιαρ, ξεπηδούν νέοι και νέες της Κέρκυρας που διαπρέπουν ακολουθώντας διάφορα μουσικά ρεύματα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Ο 37χρονος μαέστρος Γιώργος Μπαλατσινός, κερκυραϊκό μουσικό γέννημα-θρέμμα της Φιλαρμονικής του χωριού Κυνοπιάστες και μαθητής του αρχιμουσικού Σπύρου Μαυρόπουλου στο Ιόνιο Ωδείο, με σπουδές και σε άλλες χώρες, ήδη έχει διευθύνει και την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και αυτή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ενώ κατοικεί στην Ελβετία. Τα τελευταία χρόνια έχει κληθεί να διευθύνει σημαντικές ορχήστρες στη Γερμανία, τη Ρωσία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, την Ιταλία. Πρόκειται για έναν «πολλά υποσχόμενο νέο αρχιμουσικό με εξαιρετική μουσικότητα, δημιουργικότητα και επαγγελματισμό», σύμφωνα με τον διάσημο μαέστρο M. Jurowski.
Εξαιρετικοί Κερκυραίοι κι άλλοι Επτανήσιοι μουσικοί αναγνωρισμένης αξίας εξακολουθούν να στελεχώνουν μεγάλες ορχήστρες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Στα κρουστά, για ν’ αναφερθούμε ενδεικτικά σε μερικούς, διαπρέπει ο γεννημένος στην Κέρκυρα το 1974 Δημήτρης Δεσύλλας, μαθητής στην Παλαιά Φιλαρμονική, με σημαντικό ρεπερτόριο και διεθνείς συνεργασίες κι εμφανίσεις σε σπουδαίες αίθουσες από τη Νέα Υόρκη ως το Πεκίνο. Έχει ιδρύσει το Σύνολο Κρουστών «Σείστρο» και είναι ιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής του Συνόλου Κρουστών «Τύπανα», καθώς και καθηγητής μουσικής.
Στο φλάουτο έχει ξεχωρίσει σε κορυφαίες θέσεις ο γεννημένος στην Κέρκυρα, μαθητής της «Μάντζαρος» με σπουδές και στη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής του Λονδίνου και ιδρυτικό μέλος του μουσικού συνόλου «Ventus Ensemble» 35χρονος Όθωνας Γκόγκας. Προέρχεται από οικογένεια μουσικών και για την απώλεια του συνονόματού του παππού του, το 2019, κυμάτιζε μεσίστια και η σημαία της Παλαιάς Φιλαρμονικής, την επομένη του θανάτου του.
Στο όμποε, ο μεγαλωμένος με τα μουσικά βιώματα της «Μάντζαρος» 47χρονος Σπύρος Κοντός, με σπουδές και στη Γερμανία και την Ελβετία, αναδείχθηκε σε κορυφαίο μουσικό του τομέα του σε μεγάλες ορχήστρες. Αρκετοί και σημαντικοί Έλληνες συνθέτες, όπως ο Θεόδωρος Αντωνίου και ο Θάνος Μικρούτσικος, του είχαν εμπιστευτεί τις πρώτες εκτελέσεις έργων τους. Καθηγητής και λάτρης της μουσικής δωματίου, ίδρυσε διάφορα μουσικά σύνολα και έχει συνεργαστεί στην Ελλάδα, ως σολίστ, με μαέστρους όπως ο Λογιάδης και ο Φιδετζής.
Από κερκυραϊκή μουσική οικογένεια ο 35χρονος βιολιστής μπαρόκ μουσικής Γιώργος Σαμοΐλης, γιος του επίτιμου υπαρχιμουσικού της «Μάντζαρος» και πρώτου φαγγοτίστα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Κώστα Σαμοΐλη, έχει δώσει ως σολίστ και μέλος μουσικών συνόλων πολλές συναυλίες σε Ελλάδα, Αυστρία, Γερμανία, Ολλανδία, Γαλλία και Ιταλία.
Ο καταγόμενος απ’ τη Ζάκυνθο 32χρονος Στάθης Σούλης θεωρείται ένας απ’ τους πιο ταλαντούχους ανερχόμενους μαέστρους της γενιάς του. Στα τέσσερα χρόνια του ξεκίνησε μουσικές σπουδές στη Ζάκυνθο, ενώ στις πανεπιστημιακές του σπουδές στην Κέρκυρα διακρίθηκε στην ορχήστρα του Ιονίου Πανεπιστημίου, που και με τα «Ιόνια Κοντσέρτα» και την υποστήριξή του στο μουσικό «Ιόνιο Φεστιβάλ» και με πολλούς φωτισμένους καθηγητές του πολύ συμβάλλει στην ανάδειξη νέων μουσικών προσωπικοτήτων με πολλά γερά εφόδια!
Έχει διευθύνει συναυλίες τζαζ σε μεγάλα θέατρα, όπως Lincoln Center στη Νέα Υόρκη και θεωρεί -ας ελπίσουμε ότι το ίδιο πιστεύουν και πολλοί άλλοι διακεκριμένοι Επτανήσιοι συνθέτες και μαέστροι των ημερών μας- ότι «ο κάθε άνθρωπος είναι προσωποποίηση του τόπου που έζησε και μεγάλωσε τα παιδικά και εφηβικά χρόνια». Το μεγάλο του μουσικό όνειρο, λέει, είναι «να κάνω ανθρώπους να αισθάνονται υπέροχα, να χαμογελούν, να αγαπούν, να ερωτεύονται και να νιώθουν κάθε είδους θετικό συναίσθημα», διευθύνοντας μιαν ορχήστρα. Γι’ αυτόν η μουσική είναι «κατάθεση ψυχής».
Συνεργάζεται στενά και με τον συνδεδεμένο οικογενειακώς με την Κέρκυρα λαμπρό ερμηνευτή διεθνούς φήμης Μάριο Φραγκούλη, που η αγάπη του για τον Σολωμό και την Κέρκυρα τον έκανε το 2009, συμμετέχοντας σε εκδήλωση μαζί με τη Χορωδία της Κέρκυρας υπό τον Κίμωνα Χυτήρη, να απαγγείλει στην Ιόνιο Ακαδημία, στα ιταλικά, σολωμικό ιταλόφωνο ποίημα. Εκεί όπου το ποίημα αυτό είχε απαγγείλει ο Διονύσιος Σολωμός το 1851. Έχει τραγουδήσει εξάλλου λαμπρά τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του. Σε μια μεγάλη ιστορική συναυλία, αποτέλεσμα συνεργασίας της Χορωδίας Κέρκυρας με τα «Ionian Concerts» το 2005, θυμίζουμε, ο Φραγκούλης είχε συμπράξει με τον Lucio Dalla.
Όπως έχει συνεργαστεί ο Σούλης και με τον εξειδικευμένο στη μουσική τζαζ Δημήτρη Καλαντζή, εμπνευσμένος κι απ’ τον εικονιζόμενο σαξοφωνίστα-εξπέρ της τζαζ μουσικής και καθηγητή επί σειρά ετών στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο -που πρώτο που καθιέρωσε στην Ελλάδα τέτοιον εκπαιδευτικό τομέα- Δήμο Δημητριάδη, κάποια λόγια του οποίου έχουν ιδιαίτερη αξία για το νησί και το Πανεπιστήμιο και όσα οφείλουμε να ζητάμε: «Αποδείχτηκε ότι μπορούν να φτιαχτούν πολύ δυναμικοί καλλιτεχνικοί πυρήνες. Βέβαια, όλα αυτά, για κάποιον λόγο, οι “ιθύνοντες νόες” της Πολιτείας τα θεωρούν περιττά».
Πολύτιμος δάσκαλος-καλλιτεχνικός διευθυντής και μαέστρος στο Ωδείο της πόλης της Κέρκυρας, ο Κίμων Χυτήρης σπούδασε διεύθυνση ορχήστρας με τον πολυγραφότατο συνθέτη και ακαδημαϊκό Θόδωρο Αντωνίου. Διευθύνει τις συμφωνικές ορχήστρες του Ωδείου και του μουσικού σχολείου Κέρκυρας. Ως συνθέτης έχει γράψει μουσική για το θέατρο και ορχηστρικά έργα. Επίσης, έχει μελοποιήσει κύκλο ποιημάτων του Διονύσιου Σολωμού.
Στους σημαντικότερους τζαζίστες διεθνώς συγκαταλέγεται ο Δημήτρης Βασιλάκης. Σαξοφωνίστας κορυφαίος. Επίσης, ποιητής, συγγραφέας, εκπαιδευτικός.
Την Κέρκυρα με την εκκωφαντική μουσική παράδοση, θυμίζουμε, ο Μάνος Χατζιδάκις είχε επιλέξει -εδώ με τον Κερκυραίο σπουδαίο ερμηνευτή Βασίλη Γισδάκη στο κατοπινό τραγούδι «Blue»- το 1981 και το 1982, για μια νέα μουσική διοργάνωση. Πριν, στον κύκλο τραγουδιών του «Ο Μεγάλος Ερωτικός», το 1972, είχε συμπεριλάβει επτανησιακή ποίηση με «Το όνειρο» του Σολωμού, ενώ είχε συνθέσει μουσική και για τη θεατρική απόδοση του «Θανάτου του Διγενή» του Σικελιανού και για την ταινία «Ραντεβού στην Κέρκυρα».
Τις αρχές της δεκαετίας του 1980, αντιδρώντας στη «μουσική ρύπανση» του συνδεδεμένου με «πολυεθνικές ή εθνικές εταιρείες δίσκων» αντίστοιχου θεσμού της Θεσσαλονίκης, οργάνωσε ένα νέο μουσικό ραντεβού. Τους «Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού» στην Κέρκυρα, δηλώνοντας ότι «το αληθινό τραγούδι δε φυτρώνει στην ασκήμια, στο εμπόριο και στην ατμόσφαιρα συνοικιακών καλλιστείων». Πράγματι, αν και δεν κράτησαν πολύ, οι Αγώνες εκείνοι φανέρωσαν μια δυναμική στο ελληνικό τραγούδι που αναζητούσε τρόπους να εκφραστεί.
Λίγο πριν, το 1980, σε μιαν ακόμη ένδειξη μουσικής ζωτικότητας, είχε ιδρυθεί τρίτη αφιλοκερδής Φιλαρμονική στην πόλη της Κέρκυρας. Η ανασυντασσόμενη τώρα «Καποδίστριας», που με τη σειρά της έμελλε να αναδείξει ή να στελεχωθεί από σημαντικούς μαέστρους και μουσικούς, όπως οι αρχιμουσικοί και άλλων Φιλαρμονικών Χαρίλαος Μανιατόπουλος (1912-2006) και Γεώργιος Περούλης (1921-2001).
Ο Χρήστος Καλούδης, μαθητής κόρνου τότε στην Παλαιά Φιλαρμονική, από το 1988 κέρδισε δικαιωματικά τη θέση του στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και μετά σε άλλες μεγάλες ορχήστρες, ως σολίστ και πρώτο κόρνο και στην ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Έχει συνθέσει μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Επίσης Κερκυραίος και μαθητής στην Παλαιά και κορνίστας, ο Διονύσης Μοντσενίγος έχει διαπρέψει σε μεγάλες ορχήστρες, μαζί και σ’ αυτή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ως μόνιμο μέλος της.
Εκεί όπου έγραψε πάνδροσες μουσικές σελίδες, ως κορυφαίος και διεθνούς φήμης τρομπονίστας της, ο ηλικίας 51 ετών πια μετέπειτα καθηγητής του Ωδείου Κέρκυρας Σπύρος Φαρούγγιας, προερχόμενος από το σχολείο της «Μάντζαρος» και συμμαθητής του Όθωνα Γκόγκα.
Μέλος του περίφημου κερκυραϊκού κατά βάση κουιντέτου χάλκινων πνευστών «Melos Brass», συμμετείχε σε πολυάριθμες συναυλίες στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία τα χρόνια 1996-2004.
Ο πατέρας του Νίκος Φαρούγγιας ήταν μαέστρος και επί δεκαετίες δάσκαλος στη «Μάντζαρος».
Ο 59χρονος Σωκράτης Άνθης, τρομπετίστας με διεθνή πορεία και μουσικοδιδάσκαλος προερχόμενος από τη «Μάντζαρος», αρχιμουσικός και καλλιτεχνικός διευθυντής της πια, μεταξύ άλλων είχε πάρει μέρος ως σολίστ στο μπαλέτο «Οδύσσεια», τη γνωστή συμπαραγωγή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και της Όπερας του Αμβούργου. Είναι ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος μουσικής δωματίου «Νικόλαος Μάντζαρος», αλλά και του «Melos Brass», οργανωτή της ετήσιας Θερινής Μουσικής Ακαδημίας στην Κέρκυρα. Υπήρξε κορυφαίος μουσικός στην ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και στην Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ, καθώς και στενός συνεργάτης του Μάνου Χατζηδάκι επί εικοσαετία.
Ο 66χρονος Χριστόφορος Κροκίδης, με ρίζες στη βόρεια Κέρκυρα, έχει γράψει τη δική του διαφορετική μελωδική ιστορία στους χώρους της ροκ, της τζαζ και της ethnic μουσικής, συνεργαζόμενος στενά με πολλούς μεγάλους ερμηνευτές και κυρίως με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, στον οποίο έχει «δώσει» περί τα 35 τραγούδια, όπως τα πολύ γνωστά «Χρόνια πολλά» και «Αντέχω».
«Το ροκ τι είναι; Είναι να μένεις ζωντανός. Να αντιστέκεσαι», πιστεύει. Με δική του rock μπάντα έχει παρουσιάσει δισκογραφική δουλειά και με τραγούδια των Pink Floyd, Led Zeppelin και Deep Purple.
Μαθητικά κι άλλα νεανικά συγκροτήματα με διαφορετικές μουσικές αναζητήσεις που ξεφύτρωσαν ή ξεφυτρώνουν ακόμα στα Επτάνησα και συγκεντρώνουν γύρω τους κοινό επιλέγουν, αργά ή γρήγορα, την ποιότητα στους ήχους τους.
Αυτό δεν έγινε τελικά και με το κερκυραϊκό μουσικό σχήμα της δεκαετίας του 1990 «Κόρε. Ύδρο» που αργότερα είχε εκδώσει και τον ενδιαφέροντα δίσκο «Φτηνή Ποπ για την Ελίτ» και το 2009 υποστηρίχτηκε από το ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας για την ανάδειξη και προβολή του τραγουδιού του «Πικρή Γεύση» με μιαν ανατρεπτική ανάπλαση της «Οδύσσειας»;
Επτανησιακές ρίζες έχει άλλωστε η τόσο σπουδαία συνθέτρια ηλεκτρονικής και έντεχνης μουσικής με «καμουφλαρισμένη» ελληνικότητα Λένα Πλάτωνος, που ξεχώρισε τη δεκαετία του 1980 στην ηλεκτρονική μουσική σκηνή ακόμα και διεθνώς με τεράστια επιτυχία. Ο πατέρας της Γεώργιος Πλάτων (1910-1993), συνθέτης και πρώτος πιανίστας της Λυρικής, είχε γεννηθεί στην Κεφαλονιά κι είχε μεγαλώσει στην Κέρκυρα. Δίπλα της αναδείχθηκαν σπουδαίες φωνές, όπως το 1981 κι αυτή της Κεφαλονίτισσας απ’ τον πατέρα της Σαβίνας Γιαννάτου με τον δίσκο «Σαμποτάζ». Ή κι ο μουσικός οίστρος του Επτανήσιου στην καταγωγή πιανίστα τζαζ Σπύρου Μάνεση.
Πολιτογραφημένος από παιδί Λευκάδιος, ο 76χρονος πια Κυριάκος Σφέτσας, δημιουργός της τόσο γνωστής «Greek Fusion Orchestra», αντιπροσωπεύει εξάλλου έναν άλλο από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους Έλληνες συνθέτες με διεθνή απήχηση, με μουσική συμφωνική, χορωδιακή, μουσική για μπαλέτο και θέατρο, δωματίου, ηλεκτρονική και έργα για σόλο όργανα σε ύφος τζαζ και fusion. Από τη μπάντα της Φιλαρμονικής και το Ωδείο της Λευκάδας, με καθηγήτρια την κόρη του Μανώλη Καλομοίρη Κρινώ, ξεκίνησε. Εκείνες οι νότες τού «έφερναν δάκρυα, αλλά και μια δυσβάσταχτη ευφορία».
Το 1964, σε ηλικία 19 ετών, είχε συνοδεύσει στο πιάνο τη Μαρία Κάλλας σε απρόσμενη εμφάνισή της στο γνωστό πολιτιστικό Φεστιβάλ στη Λευκάδα. Για να αρχίσει μια μουσική περιπλάνηση στην Ελλάδα και στη Γαλλία, ενορχηστρώνοντας ή δοκιμάζοντας «κομμάτια από τάνγκο και βαλς μέχρι φοξ τροτ, τσάρλεστον, αλλά και πάσης φύσεως λάτιν ξεφαντώματα και μπάμπο και τσα-τσα» και δεθεί «με κομπανίες Τσιγγάνων», αλλά και «με τη μακραίωνη ελληνική μουσική» διερευνώντας τον «τεράστιο ωκεανό» που είναι η Μουσική ως «πολεμιστής του ωραίου» που θα μελοποιούσε υπέροχα και τον Κώστα Βάρναλη. Γι’ αυτόν «παράδοση είναι η μουσική του Μότσαρτ, όπως παράδοση είναι κι ένα δημοτικό τραγούδι», αφού «δεν έχει καμία σημασία αν πρόκειται για διαφορετικά μουσικά είδη». Έτσι απάντησε όταν τον ρώτησαν κάποτε αν η μουσική μπορεί να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους: «Το καλύτερο θα ήταν να πάψουν μέσα στα επόμενα λεπτά να υπάρχουν αυτοί οι λίγοι λύκοι που εξουσιάζουν τον πλανήτη και τις ζωές μας».
Η 38χρονη Κερκυραία Αφροδίτη Κογεβίνα, σε υποτιθέμενο άλλο μουσικό «μετερίζι», έχει κερδίσει πέντε σημαντικά πανελλήνια βραβεία πιάνου.
Ο καταγόμενος από τη Ζάκυνθο 52χρονος κορυφαίος Έλληνας πιανίστας Φρίξος- Διονύσιος Μόρτζος, εγγονός του Διονύσιου Βισβάρδη, διαπρέπει σε διεθνή κλίμακα, με συναυλίες ακόμη και στην ήπειρο του Πάμπλο Νερούδα!
Όπως διεθνή καριέρα επιχειρούν, για ν’ αναφέρουμε ορισμένους Κερκυραίους της ίδιας και της επόμενης γενιάς, ο Άγγελος Κρητικός, η Μυρτώ Μιχαλοπούλου, ο Βικέντιος Γιονανίδης και η μουσικός και πολλά υποσχόμενη και ως λυρική τραγουδίστρια Γεωργία Τρύφωνα, η οποία ήδη έχει ξεχωρίσει για το ταλέντο της στην Αυστρία.
Έχουν ξεχωρίσει εξάλλου από την Κέρκυρα σε μεγάλες ελληνικές ορχήστρες ή έχουν διακριθεί και διεθνώς ο Σπύρος Μουρίκης, ο Ανδρέας- Ρολάνδος Θεοδώρου, ο Δημήτρης Αγάθος, η Αγάθη Κοσκινά, η Ελένη Σαββανή, ο Κώστας Σαββανής, ο Σωτήρης Λουίζος που τιμήθηκε πέρυσι από το διεθνές μουσικό σωματείο «Gina Bachauer» με το Βραβείο του «Νέου Καλλιτέχνη της χρονιάς». Όπως πριν απ’ αυτούς, μεταξύ άλλων, ο τσελίστας διεθνούς εμβέλειας Σωτήρης Ταχιάτης ή ο Γιάννης Κοκονέτσης (1924-2003) και ο λαμπρός πιανίστας Άθως Βασιλάκης.
Ο εικονιζόμενος πανάξιος διεθνούς φήμης τουμπίστας Γιώργος-Θεόδωρος Ραράκος που έχει συμπράξει εκπληκτικά και σε συναυλίες με τον Παβαρότι και την Καμπαγιέ, ο γιος του Δημήτριου Δαπέργολα Μάριος Δαπέργολας, ο Νίκος Ζερβόπουλος, ο Σπύρος Αρκούδης, ο Σπύρος Μοσχονάς, η Αλεξάνδρα Ρουβά, ο Βαγγέλης Σταθόπουλος, ο Κώστας Αυγερινός, ο Γιώργος Λασκαρίδης, ο Μάριος Μουζακίτης, ο Παναγιώτης Καίσαρης, ο Σπύρος Κάκος, ο Νίκος Μάνδυλας, ο Γιώργος Μάνδυλας, η Μελίνα Μακρή, ο Αλέξανδρος Μακρής, ο Βαγγέλης Σταθουλόπουλος, ο Άγγελος Κουλούρης, ο Γιώργος Λασκαρίδης, ο Άγγελος Πολίτης, ο Βασίλης Βασιλειάδης, ο Κώστας Σίσκος, ο Σπύρος Μπάκος, ο Κώστας Ρίζος, ο Βασίλης Βασιλειάδης, ο Βαγγέλης Σκούρας, ο Σπύρος Τζέκος, ο Γιάννης Μπόικος, ο Νίκος Μεσημέρης, ο Θεόδωρος Μαυρομμάτης, ο Κωνσταντίνος Νίκας, ο Βασίλης Μπράτος, ο Γιάννης Γούναρης, ο Κώστας Γάτσιος, ο Δημήτρης Ντακοβάνος, ο Φάνης Βερνίκος, ο Κώστας Γιοβάνης, ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, ο Φοίβος Άνθης, ο Θανάσης Νικολούζος.
Ο εικονιζόμενος σπουδαίος 38χρονος τρομπετίστας Δημήτρης Γκόγκας, ο γνωστός και για τη διασκευή του στα «Χίλια περιστέρια» του Γιώργου Ζαμπέτα βιολιστής κι ερμηνευτής Παναγιώτης Λάμπουρας, ο Κώστας Τζέκος, ο Γιώργος Φαρούγγιας, ο Νίκος Μεταλληνός, άλλοι από τους νεότερους κι απ’ το «Σύνολο Φεστιβάλ Ιονίων». Ενώ με μουσικές και χορευτικές σπουδές έχει από καιρό ξεχωρίσει βέβαια στη χορογραφία ο Πέτρος Γάλλιας. Δεν έχει τελειωμό η λίστα με τους μουσικούς της Κέρκυρας και της Επτανήσου που έχουν σταθεί ή συνεχίζουν είτε έχουν αρχίσει να στέκονται άξια, όπως τα ενδεικτικά μάλλον αυτά ονόματα, σε μεγάλες ορχήστρες!
Το ίδιο άλλοι από τη Ζάκυνθο -όπου ο αρχιμουσικός Γιάννης Βίτσος (1923-2002) είχε εκδώσει «Ζακυνθινά Πεντάγραμμα» με τη λαϊκή μουσική παράδοση- όπως ο Ανδρέας Κολπονδίνος, ο Πέτρος Κλαμπάνης κι ο Διονύσιος Κολπονδίνος, άλλοι απ’ την Κεφαλονιά όπως ο Φοίβος Μποζάς, ο και μπασίστας της λαϊκής ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης» και συγγραφέας βιβλίου με τον τίτλο «Η Θεωρία της μουσικής» Σταύρος Καβαλλιεράτος, ο Βαγγέλης Ζωγράφος, ο και τραγουδιστής στη Λυρική Σταύρος Νιφοράτος, ο διευθυντής της χορωδίας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Αγαθάγγελος Γεωργακάτος που έχει στο ενεργητικό του 240 παραστάσεις όπερας και περισσότερα από 250 χορωδιακά έργα. Όπως επίσης από την αηδονένια Λευκάδα οι Ουρανία Σταματέλου, Σπύρος Γάντζιας, Δημήτρης Καμινάρης, Γεράσιμος Μεσσήνης, Γιώργος Φίλιππας και, βέβαια, ο κορυφαίος τρομπετίστας Γιάννης Καραμπέτσος. Έχει διαπρέψει εξάλλου στα υψηλότερα κλιμάκια της Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ ο Νώντας Φίλιππας, λευκαδίτικης οικογένειας με μεγάλη - και λαμπρά συνεχιζόμενη- μουσική παράδοση.
Σημαντικές υπογραφές Επτανήσιων μουσικών καλλιτεχνών, όπως αυτές του υπέροχου ερμηνευτή και του «Σ’ ένα παπόρο μέσα» Γεράσιμου Ανδρεάτου, του Φρίξου Μόρτζου, της Όλγας Καββαδία, του Παναγιώτη Μεταλληνού από τα «Υπόγεια Ρεύματα», του Τιμόθεου Αρβανιτάκη, του Ανδρέα Μεταξά- Μεριάτου, του Βασίλη Γισδάκη, του Δημοσθένη Βλάχου, του Σπύρου Μπάκου, του Χριστόφορου Κροκίδη, της Μαριλίζας Λούντζη, έχουν βρεθεί τους τελευταίους μήνες κάτω από κείμενα διεκδίκησης μέτρων για την Υγεία και τον Πολιτισμό, με το σύνθημα «Η διεκδίκηση δεν μπορεί να μπει σε καραντίνα». Πριν από λίγους μήνες, όταν η Παλαιά Φιλαρμονική παιάνιζε από τα παράθυρα των γραφείων της «Μη φοβείσθε Γραικοί».
Πόσους και πόσες έχουν αναδείξει στο ελληνικό και το διεθνές μουσικό στερέωμα οι πιο σπουδαίοι δάσκαλοι μουσικής, δηλαδή οι κερκυραϊκές και οι άλλες επτανησιακές Φιλαρμονικές μας!
Με μαέστρους-δασκάλους διαλεχτούς, πέραν εκείνων που ήδη προαναφέρθηκαν, πολλούς. Όπως ο μακροβιότερος επί μισόν αιώνα σχεδόν μαέστρος Στέφανος Δολιανίτης (1929-2009).
Όπως και οι επίσης Κερκυραίοι Δημήτρης Κάφυρης (1932-2020) που είχε παίξει και υπό τον Λέοναρντ Μπερνστάιν στην Επίδαυρο και Αλέξανδρος Δενάρδος (1895-1974), πατέρας της ερμηνεύτριας Κλειώ Δενάρδου, στον εικοστό αιώνα. Ή όπως ο Λεωνίδας Ραφαήλοβιτς (1846-1902), για να επισημάνουμε έναν ακόμη σπουδαίο μαέστρο του 19ου αιώνα.
Και πόσο έχουν συμβάλει ή συμβάλλουν ακόμα καθηγητές πολύτιμοι, όπως ο κορυφαίος ίσως ανάμεσά τους συνθέτης Ιωσήφ Παπαδάτος και ο ιστορικός ερευνητής Αναστάσιος Καζιάνης, αδελφός του διακεκριμένου φαγκοτίστα και συνθέτη Σπύρου Καζιάνη, βασικού συντελεστή της μελέτης «Πολεμούσαμε και τραγουδούσαμε» με τραγούδια ιστορικής μνήμης από την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων. Όπως στην Αθήνα και ο καταγόμενος από την Κεφαλονιά Χαράλαμπος Φαραντάτος (1922-2017), καθηγητής στο Ωδείο Αθηνών. Όπως παλιότερα κι ο επίσης καθηγητής εκεί Κερκυραίος Σπύρος Λαζάρου και τώρα εκεί σε ανάλογη θέση ο Κερκυραίος Χρύσανθος Μουζακίτης, συγγραφέας της μελέτης «Το αλφαβητάρι της στοιχειώδους θεωρίας της μουσικής».
Αλλά και πόσα εισφέρουν μουσικοί-δάσκαλοι χορωδιών, όπως η Δήμητρα Καλογεροπούλου στη χορωδία «Δημόδοκος», ο Ανδρέας Γκούσης, η Πέλη Κοντογούρη, η Μαριλένα Ελούλ, ο προσφάτως εκλιπών Μιχάλης Καποδίστριας (1923-2020) και βέβαια, μεταξύ πολλών άλλων, ο και καθηγητής στο Δημοτικό Ωδείο Λευκίμμης αειθαλής Σπύρος Σαμοΐλης.
Ο πρωτοπόρος Κερκυραίος σκηνοθέτης Λεωνίδας Τριβιζάς, που τόσα προσέφερε στο ελληνικό θέατρο, εισέφερε εξάλλου πολύτιμες υπηρεσίες στην ελληνική μουσική, ακόμη και ως συνεργάτης του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζηδάκι, σκηνοθετώντας και την αξέχαστη μουσική τους παράσταση «Μαγική Πόλη». Ο ίδιος είχε σκηνοθετήσει και την απόδοση του έργου του Θεοδωράκη «Ένας όμηρος», όπως και την περίφημη «Γειτονιά των Αγγέλων» με τον ηθοποιό Νίκο Κούρκουλο.
Ο Παύλος Βεντούρας, Κερκυραίος πιανίστας και συνθέτης, είναι και πρόεδρος του «Συλλόγου Φίλων Νικόλαου Μάντζαρου». Το 1995 εξέδωσε βιβλίο για τη μορφολογία της μουσικής. Αναβίωσε έργα συνθετών της Επτανησιακής Σχολής του 19ου αιώνα. Ως πιανίστας συμμετείχε στην πρώτη εκτέλεση και ηχογράφηση μερών της δεύτερης μελοποίησης από τον Νικόλαο Μάντζαρο του «΄Υμνου εις την Ελευθερίαν» του Διονύσιου Σολωμού. Έχει στο ενεργητικό του και τη μελέτη «Ηλεκτρονική μουσική».
Στην Αθήνα εξάλλου δραστηριοποιείται συνθετικά ο καταγόμενος από την Κέρκυρα 50χρονος Φίλιππος Περιστέρης, ο οποίος συχνά μελοποιεί Επτανήσιους λογοτέχνες κι έχει εκδώσει το ανατρεπτικό να το πούμε έτσι βιβλίο «Το μαύρο αλφαβητάρι της μουσικής».
Ένας άλλος Κερκυραίος συνθέτης, ο Γιώργος Μηνάς, έχει συνθέσει την όπερα «Φωτιά στα ιστία της νύχτας» για τον πυρπολημένο ήρωα του αγώνα εναντίον της Χούντας Κώστα Γεωργάκη.
Μερικοί άλλοι Επτανήσιοι μουσικοί δραστηριοποιούνται έντονα εξάλλου και στον Πανελλήνιο Μουσικό Σύλλογο, όπου ο ίδιος ο Αλέκος Ξένος ήταν κάποτε πρόεδρός του και ταπεινά μέλη του ο Διονύσιος Λαυράγκας, ο Σπύρος Φαραντάτος κι άλλοι πολλοί κορυφαίοι Επτανήσιοι μουσουργοί.
Τριάντα δύο ετών μαέστρος, έχοντας διευθύνει και την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, ο Κερκυραίος αρχιμουσικός και σολίστ κλαρινέτου Διονύσης Γραμμένος έχει αναγνωριστεί παγκοσμίως ως ένας από τους πιο χαρισματικούς καλλιτέχνες της νέας γενιάς. Ήδη από το 2017 έχει «πνευματικό παιδί» του: την Ελληνική Συμφωνική Ορχήστρα Νέων. Γιος υπαλλήλου, σε ηλικία 21 ετών ανήλθε στο πόντιουμ της Ορχήστρας Δωματίου της Βιέννης και έκτοτε έχει διευθύνει ορχήστρες σε πολλές χώρες. Μόλις οκτώ ετών, άρχισε να φοιτά στην Παλαιά Φιλαρμονική του νησιού.
Προσπαθεί να έχει στο μυαλό του, όπως τονίζει, μιαν «ωραία συμβουλή» που του έχουν δώσει: «Ο καθένας έχει το δικό του ξεχωριστό μονοπάτι, οπότε κανείς δεν πρέπει να ασχολείται με το πού βρίσκεται ο άλλος. Ο καθένας μας έχει διαφορετική αφετηρία, εμπειρίες, εξέλιξη. Και κυρίως τον δικό του χρόνο στο πώς αλλάζουν μέσα του τα πράγματα». Ξέρει ότι σε λίγα χρόνια θα μπορεί να δώσει «κάτι εντελώς διαφορετικό» κι ότι αυτό «είναι και η ομορφιά του ταξιδιού στη μουσική».
Όχι πολύ μεγαλύτερός του ένας άλλος Κερκυραίος Γραμμένος, με ρίζες απ’ το χωριό Σιναράδες, ο εικονιζόμενος σε εκδήλωση του Φεστιβάλ της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας με την Επτανήσια πρώτη γυναίκα- αρχηγό ελληνικού πολιτικού κόμματος Αλέκα Παπαρήγα να υψώνουν χαμογελαστά τις γροθιές τους 41χρονος Σπύρος Γραμμένος εξελίχθηκε σε αναγνωρισμένο, σημαντικό Έλληνα τραγουδοποιό, αγαπητό σε ευρύτατα νεανικά ακροατήρια. Δικό του το ρομαντικό τραγούδι οι «Χίλιες φωνές», δικά του κι ο «Κουκουλοφόρος» κι η «Μιρέλα», στο πλαίσιο μιας επιτυχημένης προσπάθειας να «παντρέψει» το stand up comedy με τη μουσική. «Τα δακρυγόνα είναι απαγορευμένα ακόμα και σε εμπόλεμη κατάσταση και εμείς τα ρίχνουμε στα παιδιά μας», έχει καταγγείλει. «Το πολιτικό σύστημα φαίνεται παλιό, ξεπερασμένο και βρώμικο», πιστεύει.
Σε μια κίνηση-τομή ενδεχομένως στα μουσικά δρώμενα το 2020 πρότεινε το νέο του άλμπουμ με τίτλο «Δισκό σας», σε συνδυασμό με νέα σειρά διηγημάτων τιτλοφορούμενη «Οι ιστορίες του Χόρχε» με καθημερινές ιστορίες μέσα από την κριτική ματιά ενός παιδιού, καλώντας φίλους και ακροατές να γίνουν συμπαραγωγοί- χρηματοδότες μέσα από την πλατφόρμα «Give & Fund».
Έχει τη γνώμη ότι «το χρέος του καλλιτέχνη είναι να είναι ειλικρινής απέναντι σε αυτό που κάνει. Αν του βγαίνει να γράψει για κοινωνικά ζητήματα ή για τον μεγάλο του καλοκαιρινό έρωτα, είναι προσωπικό του θέμα. Αν κάποιος νιώθει πως πρέπει έτσι κι αλλιώς να γράψει για την επικαιρότητα, ας το κάνει. Αν του βγει, ας το μοιραστεί» υπογραμμίζει, προσθέτοντας: «Η τέχνη είναι, σε γενικές γραμμές, απέναντι σε κάθε εξουσία». Σύμφωνα με τη σπουδαγμένη μουσική σε Ωδεία και συνεργαζόμενη πολύ με τον καταγόμενο απ’ την Κεφαλονιά εξαίρετο στιχουργό-καλλιτέχνη Γεράσιμο Ευαγγελάτο σπουδαία ερμηνεύτρια Νατάσσα Μποφίλιου, τη γνωστή κι απ’ την υπέροχη «Ιθάκη» της, πρόκειται για έναν «από τους πιο σημαντικούς τραγουδοποιούς», πολύ οξυδερκή, με χιούμορ απίστευτα συγκινητικό και ουσιαστικό και υπέροχη φωνή και όμορφη χροιά. Στα αγαπημένα του έργα περιλαμβάνονται τα «Νυκτερινά» του Σοπέν στην ηλεκτρική κιθάρα. Πραγματικά προσπαθεί ν’ ανοίξει ένα νέο μονοπάτι, χωρίς μεσάζοντες, στην ελληνική μουσική, με άλμπουμ που θα ανήκουν, να το πούμε έτσι, σε πολλούς!
Ο 56χρονος Βαγγέλης Πετσάλης, ιατρός, είναι ήδη καταξιωμένος συνθέτης με διεθνή απήχηση. «Πνευματικό παιδί» κι αυτός της Παλαιάς Φιλαρμονικής, ήταν επίσης μαθητής του συνθέτη-καθηγητή του Ιονίου Πανεπιστημίου Ιωσήφ Παπαδάτου. Από δώδεκα ετών είχε παρουσιάσει, ως σολίστας, δικά του έργα στο ρεπερτόριο της πιανιστικής φιλολογίας.
Έχει συνθέσει έργα συμφωνικής και χορωδιακής μουσικής, μουσικής δωματίου, θεατρικής και πιανιστικά έργα. Είναι πολύ γνωστή η «Συμφωνία Νο 1», δισκογραφημένη στην Ιταλία απ’ το 1996, όπως κι άλλα έργα του. Γράφει μουσική «με μία μεθυστική τονικότητα γεμάτη χρώματα, που ρέει μέσα σε μία ζωντανότατη νεορομαντική φλέβα», επισήμανε μια διεθνής κριτική το 1998. Έχει συνεργαστεί και με διεθνώς αναγνωρισμένους μαέστρους και σολίστ. Επίσης, για έργα του ευρύτερου βαλκανικού ενδιαφέροντος με γνωστές συμφωνικές ορχήστρες της Βουλγαρίας, με την οποία η Κέρκυρα, ας σημειώσουμε, είναι ευτυχής που έχει συνδεθεί μουσικά και μέσω του μαέστρου της δημοτικής χορωδίας «San Giacomo» Άντονι Ιβάνοφ.
Ο 44χρονος Σπύρος Ρουβάς, υπαρχιμουσικός της «Μάντζαρος» σε μια Κέρκυρα όπου λειτουργεί πια και Ένωση Κερκυραίων Συνθετών -με επικεφαλής τον Παύλο Βεντούρα και με δισκογραφημένα έργα των δημιουργών της που παρουσιάστηκαν το 2019 στο Μέγαρο Μουσικής- εισφέρει τη δική του συνθετική ερμηνεία της ζωής, κινούμενος μάλιστα, συγκριτικά με άλλους, σε αξιοσημείωτες πιο πρωτοποριακές τεχνικές. Έχει συνθέσει πρωτότυπα έργα, μεταξύ άλλων για παιδιά, ενώ έχει μεταγράψει για μικρά και μεγάλα σύνολα πνευστών έργα Επτανησίων συνθετών με στόχο τη διάδοσή τους και είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του Κέντρου Επτανησιακής Μουσικής και Πολιτισμού στη Χορωδία Κέρκυρας.
Έργα του αφορούν και τα «Επτανησιακά τραγούδια και καντάδες», τον Ιωάννη Καποδίστρια και τη «Φαρμακωμένη» του Σολωμού.
Αλλά και πόσα έχουν εισφέρει και εισφέρουν και οι λυρικοί τραγουδιστές και οι λυρικές τραγουδίστριες της Επτανήσου, που κορυφαίο ιστορικό όνομά τους στον καιρό μας είναι η Λευκάδια Αγνή Μπάλτσα.
Πανάξιος συνεχιστής μια λαμπρής επτανησιακής παράδοσης που χάνεται στον 18ο αιώνα -και περιλαμβάνει στην Κέρκυρα τραγουδίστρια της οικογένειας του μαέστρου των ημερών μας Γιώργου Πέτρου- ο καταγόμενος από τη Λευκάδα 58χρονος Χριστόφορος Σταμπόγλης, από την οικογένεια που ανέδειξε τον ποιητή Σταμπόγλη. Διεθνής, εξαιρετική η καριέρα του.
Ο επίσης βαθύφωνος Πέτρος Μαγουλάς, «βαστώντας» από άλλον Ιόνιο γιαλό, αντιπροσωπεύει μίαν άλλη πολύ άξια επτανησιακή λυρική φωνή στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Από την Κεφαλονιά κατάγεται. Το νησί που γέννησε τον εκλεκτό βαρύτονο της Λυρικής Σκηνής Ηλία Δεστούνη (1889-1948). Από εκεί κατάγεται και ο νεότερος βαρύτονος της Λυρικής Ανδρέας Μεταξάς-Μαριάτος.
Από εκεί, από το χωριό Χαβδάτα, «βάσταγε» η μεγαλύτερη λυρική φωνή-δόξα της Επτανήσου. Ο θρυλικός βαθύφωνος Νίκος Μοσχονάς (1907-1975), που δίδαξε τον Πλάσιντο Ντομίνγκο και τραγούδησε 108 έργα στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα παγκοσμίως πρωταγωνιστώντας σε 790 παραστάσεις, από τις οποίες 28 υπό τη διεύθυνση του Τοσκανίνι. Που έφτασε να τραγουδήσει ως κορυφαίος σολίστας στο «Ρέκβιεμ» του Βέρντι με μαέστρο τον Τοσκανίνι, επιλεγμένος απ’ τον ίδιο, εισπράττοντας σχόλια του νεοϋρκέζικου περιοδικού «Times» ότι «ο Μοσχονάς αναδείχθηκε αντάξιος του μεγάλου μαέστρου» και της λονδρέζικης εφημερίδας «Sun» ότι «ο Έλληνας βαθύφωνος απέδωσε το έργο του Βέρντι όπως κανείς άλλος πριν».
Είχε αποθεωθεί και στο Στάδιο του Αργοστολιού το 1967 σε συναυλία με συνοδεία παιδικής μαντολινάτας υπό τον Νίκο Παναγιωτάτο.
Η Ρόζα Πουλημένου, μέτζο σοπράνο και κορυφαία λυρική τραγουδίστρια των ημερών μας στην Κέρκυρα, με εμφανίσεις σε πολλές χώρες, συνεχίζει άξια την παράδοση. Έχει ηχογραφήσει τραγούδια και άριες Επτανησίων συνθετών, καθώς και τραγούδια του Νίνο Ρότα, αλλά και του Μίκη Θεοδωράκη. Διδάσκει κλασικό τραγούδι, επικεφαλής του Τμήματος Φωνητικής του Ιόνιου Πανεπιστήμιου.
Η υψίφωνος Έλλη Καρύδη έχει συμπράξει εξάλλου με επιτυχία σε αρκετές όπερες. Από την Κέρκυρα κατάγεται, επίσης, η μεσόφωνος της Λυρικής Σκηνής Έλλη Αρβανίτη, μέλος του Συλλόγου «Φωνές Γυναικών», που έχει δώσει και ατομικά ρεσιτάλ ερμηνεύοντας τραγούδια Επτανησίων συνθετών.
Υψίφωνος εκλεκτή χαρακτηρισμένη «φωνητικός θησαυρός» και καθηγήτρια μονωδίας, θυμίζουμε, ήταν παλαιότερα στην Κέρκυρα, στην Πάτρα και στην Αθήνα η ΄Ιρις Κάρτερ (1899-1994), κόρη του ζωγράφου Γεώργιου Σαμαρτζή και συνεργάτρια της συζύγου του λογοτέχνη Κωνσταντίνου Θεοτόκη Ερνεστίνας Μάλοβιτς και της λόγιας Ειρήνης Δενδρινού σε καλλιτεχνική «Ένωση Ερασιτεχνών».
Πολύ πριν από εκείνη είχε λάμψει στην Κέρκυρα το άστρο της κοντράλτο Έλενα Άνγκρι (1824-1886). Έπαιξε στα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά θέατρα, σε όπερες κυρίως του Ιταλού συνθέτη Ροσσίνι. Το 1848 συμμετείχε σε όπερα στο «San Giacomo» υπέρ απόρων του νησιού. «Ποτέ δεν αισθάνθηκα στην ψυχή μου τη γλυκύτητα της συγκίνησης, όσο σ΄ εκείνη τη μεγάλη στιγμή, που με επιείκεια με χειροκρότησαν στην πατρίδα μου, όπου είδα το φως και που προς αυτήν απευθύνω την αγάπη μου», είχε γράψει σε δημοσιευμένη επιστολή της.
Τότε περίπου που η Ζακύνθια Ισαβέλλα Ιατρά, σύζυγος του Παύλου Καρρέρ, ξεκινούσε να γίνει μία απ’ τις πρώτες Ελληνίδες λυρικές αοιδούς. Διαπρέπει διεθνώς σήμερα η καταγόμενη από την Κεφαλονιά μονωδός Δάφνη Ευαγγελάτου, κόρη του συνθέτη Αντίοχου Ευαγγελάτου και αδελφή του τόσο σπουδαίου υποστηρικτή του επτανησιακού πολιτισμού σκηνοθέτη Σπύρου Ευαγγελάτου, συγγραφέα, μεταξύ άλλων, του λιμπρέτου της όπερας του Μίκη Θεοδωράκη «Ηλέκτρα». Επίσης, διεθνή καριέρα δοκιμάζει στον ίδιο τομέα, όπως προαναφέρθηκε, η Κερκυραία σοπράνο Γεωργία Τρύφωνα. Γέννημα-θρέμμα της Φιλαρμονικής του κερκυραϊκού χωριού Σκριπερό είναι εξάλλου η σοπράνο Μαρία Μαυρομμάτη.
Όπως φυσικά λαμπρύνει το μουσικό τοπίο της Κέρκυρας -και όχι μόνον- ο 58χρονος Παντελής Κοντός με το εντυπωσιακά πλούσιο ρεπερτόριό του και τις διεθνείς εμφανίσεις του που δεν του αφαίρεσαν την ταπεινότητά του. Έχει τραγουδήσει, μεταξύ άλλων, σε πρώτη εκτέλεση όπερες του Σπύρου Σαμάρα και του Νικόλαου Μάντζαρου, καθώς και βρετανικές συνθέσεις σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου στο Λονδίνο, όπως και το έργο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Γιάννη Μαρκόπουλου στο ηρωικό Μεσολόγγι. Στο ανέβασμα σε μουσικοθεατρική μορφή της σουίτας «Ζορμπάς» του Μίκη Θεοδωράκη το 2019 στο Παλαιό Φρούριο της Κέρκυρας ερμήνευσε τον Ζορμπά.
Αξιοσημείωτες λυρικές φωνές, όπως οι βαρύτονοι Πέτρος Καρύδης και Σωτήρης Τριάντης, αλλά και ο 26χρονος τενόρος Δημοσθένης Βλάχος, συνεχίζουν στην Κέρκυρα και στην Αθήνα την κερκυραϊκή λυρική παράδοση.
Όπως στην Αυστρία, συνδεδεμένος από το 2018 με τη φημισμένη Όπερα της Βιέννης, ο καταγόμενος απ’ την Κέρκυρα και μαθητής της Ρόζας Πουλημένου 34χρονος βαρύτονος Παναγιώτης Πράτσος, γιος της επικεφαλής του υποστηριζόμενου από το ΚΚΕ συνδυασμού «Λαϊκή Συσπείρωση Ιονίων Νήσων». Το 2019 ήταν ο σολίστ σε θαυμάσια συναυλία στο Μουσείο Καποδίστρια στην Κέρκυρα υπό τη διεύθυνση του Σπύρου Προσωπάρη με έργα των Μπετόβεν, Σούμπερτ, Μάντζαρου, Περούλη και Παδοβά για την εποχή και τον αντίκτυπο του Ιωάννη Καποδίστρια.
Κι όπως περισσότερο ίσως απ’ όλους, απ’ τα Επτάνησα, διαπρέπει πια ο 43χρονος Ζακυνθινός βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης, που το 2013 είχε εμφανιστεί στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου.
Από το 2003 είναι σολίστ σε κορυφαίους ρόλους σε όπερες της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και οι διεθνείς εμφανίσεις του διαδέχονται η μία την άλλη με επαινετικές κριτικές.
Από τη Ζάκυνθο, εξάλλου, ο παλαιότερος βαρύτονος Διονύσης Τρούσσας έγραψε λαμπρές λυρικές σελίδες. Όπως και ο Παναγιώτης Τρούσσας.
Εποχή άφησε ο Λευτέρης Σπίνουλας (1927- 2011), δάσκαλος και του Παντελή Κοντού, από το κερκυραϊκό χωριό Κάτω Γαρούνας. Διακεκριμένος μουσικός, συνθέτης, λυρικοδραματικός τενόρος, μαέστρος και σκηνοθέτης της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, που υπηρέτησε μέχρι το τέλος του τον τοπικό λαϊκό πολιτισμό, δικαίως θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές προσωπικότητες που ανέδειξε η Κέρκυρα. Σε ηλικία 18 ετών εμφανίστηκε ως τενόρος σε κοντσέρτα της Παλαιάς Φιλαρμονικής, καλεσμένος του μαέστρου της Σπύρου Μεταλληνού (1891- 1958), μαέστρου παλιότερα και της μπάντας της Φιλαρμονικής Σχολής Κεφαλονιάς στο Αργοστόλι, στο τέλος της περιόδου όπου έζησε εκεί, στα μαθητικά του χρόνια, ο Μίκης Θεοδωράκης.
Το 1976 ο Σπίνουλας είχε συμπράξει στην παρουσίαση του «Άξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη στο Ηρώδειο. Είχε σκηνοθετήσει, μεταξύ πολλών άλλων έργων, τόσο την «Τραβιάτα» όσο και τον «Ριγκολέτο» για τη Λυρική Σκηνή. Υπηρέτησε τη Λυρική Σκηνή επί τριάντα σχεδόν χρόνια!
Στις μουσικές συνθέσεις και εναρμονίσεις του συμπεριλαμβάνονται τα περίφημα «Eπτανησιακά Χορωδιακά Πεντάγραμμα». Επικεφαλής της Χορωδίας Κέρκυρας από το 1985, τη διηύθυνε και σε συναυλίες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τις ΗΠΑ και την Αυστραλία, αναδεικνύοντάς την με την επιστημοσύνη του και τη αγάπη του σ’ ένα από τα πραγματικά καλύτερα ευρωπαϊκά φωνητικά σύνολα. Το 1990 είχε παρουσιάσει στην ΕΡΤ τον «Ύμνο εις την Ελευθερία» στην πρωτότυπη μορφή του, λες και ήξερε κιόλας ότι ο Μάντζαρος το 1815 είχε εγκαινιάσει την πορεία του στη μουσική σύνθεση με συναυλιακή άρια για βαρύτονο. «Τραγουδούσε ακόμη και σε μεγάλη ηλικία κι έτριζε ο τόπος», αναφέρει μια μαρτυρία του Κοντού για τις αστείρευτες φωνητικές του δυνατότητες.
Δύο αδέλφια του, ο Παναγιώτης Σπίνουλας και ο Θανάσης Σπίνουλας, δημιουργός του περίφημου τραγουδιού «Ρούγα», επίσης συνέδεσαν ωραία το όνομά τους με τη μουσική ιστορία του τόπου, εστιάζοντας στην τοπική μουσική λαϊκή παράδοση.
Τιμώντας ένα άλλο πολύτιμο, ανεκτίμητης αξίας μουσικό κεφάλαιο της Κέρκυρας και της Επτανήσου!
Τους αμέτρητους στο παρελθόν διάσπαρτους στα νησιά μας λαϊκούς οργανοπαίχτες και άτυπους χορωδούς που διέσωσαν και διασώζουν πολύτιμα λαϊκά τραγούδια!
Πόσοι και πόσες απ’ τους μεγάλους ερμηνευτές κι ερμηνεύτριες έχουν τραγουδήσει, εξάλλου, σωσμένα εν πολλοίς απ’ αυτούς κι από κανταδόρους ακούσματα της Επτανήσου. Ο καλύτερος ίσως σήμερα λαϊκός τραγουδιστής Γιάννης Κότσιρας ξεκίνησε τη δισκογραφική του παρουσία το 1994 με μια συλλογή τραγουδιών με τίτλο «Ερωτικές καντάδες των Επτανήσων».
Ο μεγαλωμένος επί τέσσερα χρόνια ως μαθητής στην Κεφαλονιά μέγας μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, θυμούνται παλαιότεροι, είχε βρεθεί στην Κέρκυρα τα μέσα της δεκαετίας του 1950 για την πρώτη του συναυλία στο νησί -με κλασικά έργα- και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα, όπως είχε πει κρίνοντας από το θερμό μα όχι αποθεωτικό χειροκρότημα, ότι έπρεπε να επιταχύνει τη βελτίωσή του!
Είχε επισκεφτεί πάλι το νησί δέκα σχεδόν χρόνια αργότερα ως ηγέτης των «Λαμπράκηδων» και είχαν γνωριστεί τότε μαζί του ο πάντα πιστός στον επτανησιακό πολιτισμό Σπύρος Σαμοΐλης που ο ίδιος ο Μίκης εστεφάνωσε, καθώς και μουσικοί-μέλη Φιλαρμονικών.
Αποθεώθηκε το 1964 σε διπλή συναυλία οργανωμένη απ’ τους Αριστερούς του νησιού στο τότε κινηματοθέατρο «Παλλάς», κάτω από έντονη αστυνομοκρατία, μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, με τραγούδια διάφορα και του Αγώνα. Όπως συνέβη βέβαια κι άλλες φορές, μετά τη Χούντα.
Σύμφωνα άλλωστε με τον πολέμιο κάθε «πνευματικού παρασιτισμού» Ιθακήσιο Νίκο Καρβούνη, «τα μεγάλα έργα απ’ τον Αισχύλο ως το Σολωμό ήταν απήχηση μεγάλων αγώνων».
Οι λέξεις «ενότητα μέσα στην πολλαπλότητα», για να δανειστούμε λόγια του Καρδάμη για τον Μάντζαρο!
Αυτές είναι μάλλον οι πιο κατάλληλες για να εκφράσουν τις διάφορες επτανησιακές «μουσικές ταυτότητες» και τη μουσική πανδαισία της Κέρκυρας, η οποία έχει απορρίψει οριστικά, καθώς φαίνεται, κάθε σοβινιστική εσωστρέφεια και την αυταπάτη της αυτάρκειας που περιορίζουν τον διεθνή ορίζοντα του πληθωρικού μουσικού δυναμικού και χαμηλώνουν τον πήχη του. Σαν να «εσήμαιναν όλες οι καμπάνες μαζί» ήταν τον Ιούλιο του 2005 με το πρώτο διεθνές Φεστιβάλ Φιλαρμονικών στην Κέρκυρα, κάνοντάς τη μουσικό «ναό που ολούθε λαμπυρίζει». Με όλους τους ήχους μαζί από τα μουσικά διαμάντια του Σπύρου Προσωπάρη «Κορυφώ, «Ο Χορός της Νύμφης Κόρκυρας», «Το τραγούδι του Δημόδοκου» και «Ο Χορός των Λαμπυρίδων» με τον κερκυραϊκό ουρανό γεμάτο πυγολαμπίδες!
Αχ κι αυτός ο Μάντζαρος -πάνω ευχετήρια κάρτα που είχε στείλει λιλιπούτειο μέλος της κερκυραϊκής οικογένειας των απογόνων του μουσουργού Νικόλαου Μάντζαρου στον Μίκη Θεοδωράκη- και οι άλλοι Μεγάλοι της Μουσικής εντός κι εκτός της χώρας!
Ο εκτελούμενος σήμερα εθνικός Ύμνος του ερμηνεύεται συχνά σε μεταγραφές κι επεξεργασίες τρίτων.
Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» υπάρχει σε σύνθεση για ορχήστρα, υπενθυμίζουμε, από τον μαέστρο και συνθέτη Άλκη Μπαλτά.
Αχ αυτός ο «Ιόνια Μουσικός», όπως Ζακύνθιοι ετιτλοφόρησαν CD με μουσικές συνθέσεις γι’ αυτόν, Σολωμός!
Ακούγοντας κάποτε την «Ενάτη» του Μπετόβεν, έχει πει ο Θεοδωράκης, εκατάλαβε βαθιά μέσα του το νόημα ενός σολωμικού στίχου: «Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του».
«Έτσι και σήμερα γυρίζω πάλι προς τον Σολωμό», είχε πει πριν από μερικά χρόνια. Στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», γιατί αυτό «είμαστε ξανά». Σάμπως δεν έχει δίκιο, με τα κράτη να υποτάσσονται στις θελήσεις της ισχνής μειοψηφίας που κατέχει ασύλληπτο πλούτο της ανθρώπινης δουλειάς και ελέγχει φυσικά και την παγκόσμια μουσική βιομηχανία και θεωρεί περιττές τις δαπάνες για τον μουσικό πολιτισμό όταν δεν την υπηρετεί, ενώ θησαυρίζει ακόμη και τώρα αισχρά αφού όπως ανέφερε το αμερικανικό πρακτορείο «Bloomberg» τις 17 Ιανουαρίου «οι πλούσιοι έχουν γίνει πιο πλούσιοι από ποτέ στη διάρκεια της πανδημίας» και «η εισοδηματική ανισότητα έχει ήδη φτάσει κοντά στο υψηλότερο σημείο της εδώ και τουλάχιστον μισόν αιώνα»; «Πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα», για να το πούμε με στίχο του Ρίτσου από τη «Ρωμιοσύνη»!
Αλήθεια, ό,τι είχε γράψει με οργή στα απομνημονεύματά του ο Παύλος Καρρέρ στα τέλη του 19ου αιώνα δεν ισχύει και σήμερα; «Οι Κυβερνήται δεν έχουν καιρόν να χάνουν σκεπτόμενοι περί των ωραίων τεχνών και προ πάντως περί της μελοδραματικής τέχνης», είχε καταγγείλει στιγματίζοντάς τους.
Πόσο οι παρακαταθήκες των πρώτων Επτανήσιων μουσουργών θα βαραίνουν τους ώμους των μαχόμενων μουσουργών των ημερών μας στα Επτάνησα καθώς, σε συνθήκες που διαρκώς εμπορευματοποιούνται τα πάντα χωρίς η μουσική να αποτελεί εξαίρεση, συμπληρώνονται διακόσια χρόνια απ’ το ’21!
Εμπορευματοποίηση, που λαϊκοί στίχοι εξέφρασαν εκκωφαντικά και προφητικά ίσως για όλους τους τομείς της ζωής στην Κέρκυρα, πριν από λίγους μήνες, με αφορμή την ιδιωτικοποίηση της απείρου κάλλους περιοχής του Ερημίτη στη βόρεια πλευρά του νησιού:
Λεφτά, λεφτά, λεφτά, λεφτά, λεφτά Λεφτά, λεφτά, όλα για τα λεφτά Εκεί στον Ερημίτη στα κρύα τα νερά πουλούσανε τη φύση να βγάλουνε λεφτά.
Αλλά έχει δώσει μιαν απάντηση ταιριαστή και για τους μουσικούς, λίγο μετά από μιαν επίσκεψή του μάλιστα στη γεμάτη και με Κρητικούς Κέρκυρα -που αποτελεί το μεγαλύτερο ανθρώπινο ελληνικό μωσαϊκό με πρόσφυγες και μέτοικους απ’ όλον τον ελληνικό χώρο- ο συγγραφέας και του μελοποιημένου για το θέατρο απ’ τον Μίκη Θεοδωράκη έργου «Καποδίστριας» Νίκος Καζαντζάκης: «Το χρέος σου δεν είναι να ρωτάς, είναι ν’ ανηφορίζεις». Το ‘χει πει το ίδιο κι αλλιώς: «Μη ρωτάς αν θα νικήσεις ή θα νικηθείς! Πολέμα!».
Κάπως έτσι ίσως σκεπτόμενος ένας σπουδαίος Κερκυραίος με κεφαλονίτικες ρίζες συνθέτης και μαέστρος, ο φημισμένος βιολονίστας και καθηγητής μουσικής Σπυρίδων Μπεκατώρος (1862-1938) έγινε ο πρώτος Έλληνας που έχει διασκευάσει τη «Διεθνή» των Εργατών, τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα, για φωνή είτε ανδρική χορωδία, μαντολίνο και βιολί είτε κλαρινέτο!
Επρόκειτο για μουσικό με σπουδές στη Δρέσδη, δάσκαλο στο Ωδείο Αθηνών και βασικό συντελεστή στην ανάπτυξη του Ελληνικού Μελοδράματος στην Αθήνα, πριν απ’ τον Λαυράγκα. Ο ίδιος διηύθυνε παραστάσεις με τις όπερες «Ο Υποψήφιος» του Ξύνδα και «Μάρκος Μπότσαρης» του Καρρέρ τα τέλη του 19ου αιώνα.
Το 1904 είχε εκδώσει στην Αθήνα το βιβλίο «Στοιχειώδης Θεωρία της Ευρωπαϊκής Μουσικής εις πέντε μέρη προς χρήσιν των αστικών σχολείων, γυμνασίων και αυτοδιδασκαλίαν», με κεφάλαια «Οι διασημότεροι μουσικοί Ευρωπαίοι και Έλληνες» και «Η εν Ελλάδι Μουσική», όπου διέσωσε πολύτιμα ιστορικά στοιχεία.
Αργότερα ανέπτυξε σπουδαία μουσική δράση στη Νέα Υόρκη και το Σικάγο των ΗΠΑ, όπου σύμφωνα με στοιχεία που έθεσε στη διάθεσή μας γι’ αυτές τις γραμμές η Βάλια Βράκα με τη συνδρομή του Αρχείου Ταμβάκου τραγούδια του, όπως δημοτικά της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Ρουμανίας, εκδόθηκαν το 1914 στις ΗΠΑ, όπως και άλλα από τον οίκο «Apollo Music». Ήταν συνθέσεις του και νέες εναρμονίσεις για βιολί και πιάνο ελληνικών, τουρκικών και ρουμανικών δημοτικών χορών και ασμάτων, μαζί με διασκευές έργων του Μάντζαρου και του Καρρέρ. Δημιούργησε και διηύθυνε την ορχήστρα Greek Philharmonic Symphony Orchestra και τον σύλλογο «Greek Philo Music Society».
Οι «New York Times» αφιέρωσαν στήλη τους στον θάνατό του. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, όπως ανέφεραν, είχε πάρει μέρος σε κοντσέρτο στη Γερμανία.
Μαζί με τον «Ύμνο της Διεθνούς» ο Μπεκατώρος διασκεύασε κι ενορχήστρωσε εκ νέου τα εργατικά κι επαναστατικά ή και κομμουνιστικά τραγούδια «Η Κόκκινη Σημαία», «Το Τραγούδι στη Δουλειά», «Πένθιμος Ύμνος», «Η Κόκκινη Παντιέρα» και «Πρωτομαγιά».
Θα πίστευε ίσως κι αυτός, όπως ο Στέλιος Βλασσόπουλος στην Κέρκυρα το 1798, ότι η μουσική μπορεί να συμβάλλει και «στην ήττα των καταπιεστών της ανθρωπότητας». Οι διασκευές του Μπεκατώρου είχαν συμπεριληφθεί το 1926 σε έκδοση Ελλήνων μεταναστών εργατών, πού νομίζετε; Στην πόλη όπου το 1886 «γεννήθηκε» με αίμα η καθιερωμένη σ’ όλον τον κόσμο Εργατική Πρωτομαγιά! Ναι, στο Σικάγο, στις ΗΠΑ! Όπως στη ζωή έτσι πάντα και στη Μουσική, για να δανειστούμε στίχο του Άλκη Αλκαίου, «παλεύει ο λίβας το βοριά».
Το έργο αυτό του Μπεκατώρου με τραγούδια της εργατικής τάξης έχει σωθεί στο δυσεύρετο πια βιβλίο «Εργατικά Τραγούδια» των εκδόσεων «Greek Workers’ Press» των ΗΠΑ. Το 2015, σε δημοπρασία σπάνιων βιβλίων στην Αθήνα, από τον οίκο Βέργου, αντίτυπο του βιβλίου αυτού σαράντα πέντε σελίδων με αρχική τιμή 35 ευρώ -που κόστιζε είκοσι σεντς το 1926- αγοράστηκε στην τιμή των 840 ευρώ. Λες και όντως όπως είχε πει ο γνωστός Φινλανδός μουσικοσυνθέτης Γιαν Σιμπέλιους, η μουσική είναι «σε υψηλότερο επίπεδο απ’ οτιδήποτε άλλο σ’ αυτόν τον κόσμο».
Είχε δίκιο ο Γεράσιμος Μαρκοράς σε στίχους του αφιερωμένους στον Μάντζαρο και κατ’ ουσίαν σε τόσους και τόσους Κερκυραίους κι άλλους Επτανήσιους μουσουργούς:
«Στον κόσμο οι πεθαμένοι αχ!
δε γυρνούνε
αλλά μήπως οι ωραίοι
μελωδικοί του στοχασμοί δε ζούνε
πάντα θερμοί και νέοι;»
Μήπως, αναρωτιόμαστε λοιπόν, έχουν μείνει ολοζώντανα στα Επτάνησα και το λαοσέβαστο μουσικό πνεύμα των πρώτων μουσουργών και το λαογέννητο ανυπότακτο πνεύμα εκείνων των πρώτων Επτανησίων Ριζοσπαστών του 1848 για μια «Παγκόσμια Δημοκρατία» και του πρώτου ελληνικού έντυπου «Ριζοσπάστη» τους;
Δεκαεφτά δεκαετίες μετά. Το 2018. Στα 100 χρόνια του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, σε συναυλία για τον γιορτασμό τους στην έδρα του στον Περισσό με έργα του Ζακύνθιου Αλέκου Ξένου και του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ υπό τη διεύθυνση του καλού φίλου και μελετητή της επτανησιακής μουσικής Ιστορίας μαέστρου Χρήστου Κολοβού, ξεσήκωσε όλους στο τέλος μια δημιουργία Κερκυραίου μουσουργού.
Ήταν μια ορχηστρική διασκευή, μια νέα, σύγχρονη ενορχήστρωση της «Διεθνούς» των Εργατών από τον Σπύρο Μαυρόπουλο, μουσικό από παιδί έξι χρονών και γιο οικοδόμου της Κέρκυρας. Επίτιμος αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής «Μάντζαρος» πια, γνωστός μεταξύ άλλων για την υπέροχη διμερή «Κερκυραϊκή Ραψωδία» του, έχει διασκευάσει χορωδιακά και τον «Ύμνο των Ριζοσπαστών» της Επτανήσου του Γεράσιμου Μαυρογιάννη κι έχει ενορχηστρώσει εκ νέου το εμβατήριο για την «Ένδοξη Πατρίδα» του Σπύρου Σαμάρα. Συνθέσεις και διασκευές του επαρουσιάστηκαν στο Μέγαρο Μουσικής το 2014 απ’ τον λαμπρό και τόσα πολλά υποσχόμενο πολύ νεότερό του αρχιμουσικό της Παλαιάς Φιλαρμονικής και μάλλον πιο ταλαντούχο Κερκυραίο νέο μουσουργό των ημερών μας Σπύρο Προσωπάρη.
Άλλο έργα του, με τον τίτλο «Gouadalajara» και «Κερκυραϊκά και Διεθνή Κάλαντα», επίσης εκφράζουν το διεθνιστικό μουσικό πνεύμα του. Ένα άλλο αφορά τον Κοσμά τον Αιτωλό, που είχε επισκεφθεί την Κέρκυρα, αλλά είχε εμποδιστεί να μιλήσει στον λαό. Έχει μελοποιήσει εξάλλου το ποίημα «Εις κόρην» του Σολωμού.
Τη «Διεθνή» αυτή με τη νέα πολύ ωραία ενορχήστρωση για χορωδία και μεγάλη και σύγχρονη συμφωνική ορχήστρα, πιο λυρική από την εμβατηριακή του Αρτούρο Τοσκανίνι, εχειροκρότησε με ενθουσιασμό το κοινό. Τη μοναδική αυτή μάλλον από Έλληνα συνθέτη διασκευή για συμφωνική ορχήστρα, μελοποιημένη χωρίς παρτιτούρες, αλλά «με το αυτί» μόνο από τη γνωστή -απαθανατισμένη στη φωτογραφία που μόλις είδατε- υπέροχη, συνάμα ρωμαλέα, εκρηκτική και αηδονολάλητη μελωδική εκφορά της με τη διεύθυνση του Ιταλού μαέστρου Τοσκανίνι στις ΗΠΑ.
Με ολόθερμη απαίτηση του κοινού η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ σ' εκείνη τη συναυλία του 2018 την παρουσίασε δεύτερη φορά.
Είναι μια διασκευή-ενορχήστρωση βγαλμένη θαρρείς με βαθιά μελωδική ψυχή απ’ το μουσικό μέταλλο του Μάντζαρου και των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» με τη σολωμική παρακαταθήκη να μην κοιτάμε μόνο τις τοπικές υποθέσεις μας, αλλά να «δένουμε» τις πνευματικές δημιουργίες με «το παγκόσμιο σύστημα», όπως είχε καλέσει.
«Κάμε… » είχε πει στον εαυτό του ο Διονύσιος Σολωμός, ας θυμίσουμε πάλι, έργα που να λαμβάνουν υπόψη τους συγχρόνως «τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ελλάδας» και «τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ανθρωπότητος»! Ακόμη και χωρίς χορωδία, η νέα αυτή ενορχήστρωση της «Διεθνούς» με την πληρότητά της ξεσήκωσε το κοινό όρθιο, με γροθιές υψωμένες.
Ο 65χρονος συνθέτης, μαέστρος και ενορχηστρωτής Σπύρος Μαυρόπουλος επαρουσίασε τον «Ύμνο της Διεθνούς των Εργατών», αυτό το αιώνιο πιο δυνατό, πιο γνήσιο, πιο ελπιδοφόρο τραγούδι των εργατών όπου γης, με μια πρωτοποριακή ενορχήστρωση για όλη την γκάμα των σύγχρονων μουσικών οργάνων, σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση.
Η μουσική διασκευή αυτή, καθώς έχει αξιολογηθεί πανάξια, σε αυτή τη μορφή της ή και με χορωδία δεν θ’ αργήσει να πάρει τον διεθνή δρόμο της, «ταξιδεύοντας» παντού όπου υπάρχουν όχι μόνο υποστηρικτές της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής «Παγκόσμιας Δημοκρατίας», αφού είναι και Θούριο των κομμουνιστών διεθνώς, αλλά, πρωτίστως, παντού διεθνώς όπου υπάρχουν αδέσμευτες από τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα σημαντικές οργανώσεις συνδικάτων της εργατικής τάξης. Σε δεκάδες χώρες σ’ όλες τις ηπείρους!
Υγεία και καλή κι αποδοτική μουσική χρονιά Ιόνιοι συνθέτες και μαέστροι και μουσικοί και μέλη και στυλοβάτες των Φιλαρμονικών μας και φοιτητές Μουσικής και μουσικόφιλοι σ’ όλα τα νησιά μας στον Ιόνιο γιαλό μας όπου η μουσική «με χίλιες βρύσες χύνεται», όπου «με χίλιες βρύσες κραίνει» το δίκιο του λαού, το δίκιο του ευπρόσδεκτου απ’ τον λαό -καθώς αυτό σημαίνει το όνομά του- Δημόδοκου!
Όπως το ‘χαν πει πρόγονοί μας πριν από αιώνες στο κερκυραϊκό χωριό Καρουσάδες, έτσι είναι πραγματικά:
«Το δίκιο μου είν’ να τραγουδώ»!
ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΡΦΗΣ