Θα περίμενε κανείς ότι η ηγεσία της Εκκλησίας της Κέρκυρας θα είχε σπεύσει να «αγκαλιάσει» το βιβλίο του δημοτικού υπαλλήλου - ιστορικού ερευνητή Γεράσιμου Δημουλά «Οι ποιμαντικές επισκέψεις των Μεγάλων Πρωτοπαπάδων στην Κέρκυρα, 1682-1721 και 1738-1740». Απουσίαζε όμως επιδεικτικά οποιοσδήποτε εκπρόσωπός της από την παρουσίασή του στην Αναγνωστική Εταιρεία πριν από λίγες εβδομάδες. Το αγνόησε, ωσάν να βρισκόμαστε ακόμα στην περίοδο των Μεγάλων Πρωτοπαπάδων της εξεταζόμενης περιόδου, κατά την οποία εκλέγονταν από τη δεξαμενή της κυρίαρχης τάξης των Ευγενών χάρη σε δικές τους ψήφους, αποτελούσαν μέρος και στυλοβάτη της άρχουσας τάξης του νησιού και έκλειναν τα μάτια σε ό,τι δεν τους συνέφερε ή είχε να κάνει με φυσιολογικές είτε σκόπιμες ανεπάρκειες της δράσης τους, ακόμη και αν αυτό ήταν η τύχη των ίδιων των ναών.
Το βιβλίο, ωστόσο, όχι μόνον αποτελεί έκδοση πολύτιμων για την εκκλησιαστική και κοινωνική ιστορία του τόπου αρχειακών πηγών που εκείνη θα όφειλε να έχει αναδείξει προ πολλού. Συγχρόνως, φέρνει στο φως, με φρέσκο φωτογραφικό υλικό, δεκάδες ξεχασμένους και εγκαταλελειμμένους ναούς της Κέρκυρας, από ένα σύνολο 850 καταγεγραμμένων ναών. Ναούς, στους οποίους η πλούσια τοπική Εκκλησία μοιάζει να «γυρίζει την πλάτη». Λες και δεν αποτελούν σημαντικά μνημειακά στοιχεία του τόπου, άξια στοιχειώδους έστω φροντίδας ή κάποιας μνημειακής επισήμανσης και προστασίας.
Η αμέλεια μοιάζει ίδια με εκείνη που επιδεικνύει το κράτος για δεκάδες άλλα μνημεία - ξέφραγο αμπέλι, φτάνοντας μάλιστα μέχρι το σημείο να συναινεί στη μετατροπή κεντρικού ιστορικού κτιρίου της πόλης -με ιδιαίτερη εκκλησιαστική σημασία κιόλας- σε Καζίνο, με τη σιωπή και της ίδιας της τοπικής Εκκλησίας, που προτιμά να τυρβάζει περί άλλων ζητημάτων, ενισχύοντας τον ανορθολογισμό.
Ο καλός φίλος της Εκκλησίας της Κέρκυρας και πρώην πρόεδρος της Αναγνωστικής, Γιάννης Πιέρρης, ήδη έχει επισημάνει την αξία ειδικά αυτής της μοναδικής φωτογραφικής συλλογής του Δημουλά, για τη συγκέντρωση της οποίας ο συγγραφέας δαπάνησε απίστευτες δυνάμεις, περιδιαβαίνοντας ξανά και ξανά όλο το νησί. Το βιβλίο δεν έχει απλώς κάποιαν ιστορική αξία λόγω του αντικειμένου του, μα «θα μείνει στην Ιστορία», ως μοναδικό ιστορικό τεκμήριο, είναι η γνώμη του. Ως «προσωπικό άθλο» και αφορμή για μια νέα ματιά στην υπόθεση της διάσωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού έχει επίσης εκθειάσει το βιβλίο ο επιστημονικός διευθυντής της Αναγνωστικής, Δημήτρης Ζυμάρης, θέτοντας το ζήτημα της προτιμητέας ανακαίνισης παλαιών ιστορικών ναών, αντί της ανέγερσης νέων.
(Ακολουθούν εικόνες του βιβλίου από παλιούς ναούς στα χωριά - οικισμούς του νομού, κατά σειρά: Καμάρα, Σκριπερό, Απεργάτικα, Ομαλή, Σταυρός, Ασπιωτάδες)
Εκπληκτικό όλο το βιβλίο και «ανεπιτήδευτο, εύληπτο και προσιτό», αποτελεί πραγματικά ένα «ταξίδι στο παρελθόν, χωρίς προκατασκευασμένα στερεότυπα», όπως το χαρακτηρίζει η ιστορική ερευνήτρια Βιβή Κουρή σε μια εργασία - επιτομή γι' αυτό, θίγοντας πολλά συναφή ζητήματα.
Η μελέτη - βιβλίο του Δημουλά έχει τον χαρακτήρα επεξεργασμένης και εμπλουτισμένης μορφής μιας διπλωματικής εργασίας του, ως συνέχεια άλλων που χρησίμευσαν στην έκδοση λοιπών βιβλίων άμεσα συνυφασμένων με την τοπική και θρησκευτική ιστορία, αναδεικνύοντας παράλληλα στοιχεία που αφορούν ευρύτερα την κοινωνική και την πολιτική ζωή του τόπου στο διάβα αιώνων, αλλά και την αγάπη και το σεβασμό του στην Εκκλησία της Κέρκυρας και στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση και πίστη στο νησί μας. Σε 54 έγχρωμες σελίδες, δείγμα κι αυτό τόσο του τεράστιου προσωπικού μόχθου που απαιτήθηκε και των δαπανών που δεν λογάριασε, όσο και γνήσιας έγνοιας, παρατίθενται φωτογραφίες πάρα πολλών ερειπωμένων και σε μεγάλο βαθμό αφημένων στο έλεος της φύσης ναών της υπαίθρου της Κέρκυρας και των Παξών. Επίσης, το βιβλίο αναφέρεται σε κάθε ορθόδοξο χριστιανικό ναό που υπήρξε στον νομό Κέρκυρας τους τελευταίους αιώνες. Περιλαμβάνει, ακόμη, πλήρες γλωσσάρι και ξεχασμένες λέξεις της ντοπιολαλιάς. Για να το πούμε με λόγια της Κουρή, είναι τόσο αληθινό, καθώς αναδεικνύει όλα όσα συνέβαιναν με τις επιθεωρήσεις ναών από τους Μεγάλους Πρωτοπαπάδες τις εξεταζόμενες περιόδους, ώστε διαβάζεται «απνευστί, με χαμόγελο, συχνά και με ξεσπάσματα γέλιου» για τις συνθήκες και τις περιπέτειες της εποχής.
Για να το πούμε και διαφορετικά, πέραν των άλλων η μελέτη αναδεικνύει μέσα από αδιαμφισβήτητες ιστορικές πηγές και τις κοινωνικές - ταξικές σχέσεις της περιόδου, με πληθώρα πολύτιμων στοιχείων που μπορούν να αποτελέσουν οδηγό για δράση και μοναδικό εφόδιο για την κατάστρωση, από την ίδια την Εκκλησία της Κέρκυρας, ενός προγράμματος διάσωσης, ανάδειξης και αξιοποίησης μνημειακών θρησκευτικών στοιχείων του τόπου. Στη μελέτη διατυπώνονται άλλωστε συγκεκριμένες προτάσεις για πολλούς ναούς, σχετικά με τις προτεραιότητες πιθανών παρεμβάσεων.
(Ακολουθούν εικόνες από παλιούς ναούς στα χωριά - οικισμούς, κατά σειρά: Καρουσάδες, Σκριπερό, Ομαλή)
Ο συγγραφέας «βάζει τα γυαλιά» στην Εκκλησία της Κέρκυρας υποκαθιστώντας την, θα μπορούσε να πει κανείς, σε έργο οφειλόμενο από την ίδια, λόγω και των σημαντικών πόρων που διαθέτει.
Επιστημονικές κρίσεις για το βιβλίο
Η οποιαδήποτε δική μας κρίση υποχωρεί, ωστόσο, μπροστά στην αρτιότητα και την πληρότητα της άποψης που ήδη έχει διατυπώσει για το βιβλίο «Οι ποιμαντικές επισκέψεις των Μεγάλων Πρωτοπαπάδων στην Κέρκυρα, 1682-1721 και 1738-1740», σε σχετική συζήτηση, η αρμοδιότερη ημών Βιβή Κουρή. Με λόγια δικά της, καθώς σε εκείνην ανήκουν όλα όσα ακολουθούν, επιλέξαμε να κλείσουμε:
«Η δομή του βιβλίου είναι πρωτότυπη και άκρως κατατοπιστική και βοηθητική για τον αναγνώστη. Μετά τα προλογικά σημειώματα ακολουθεί μια περιεκτική και κατατοπιστική εισαγωγή 85 σελίδων, στην οποία παρουσιάζονται με συνοπτικό και εύληπτο τρόπο, χωρίς περιττές και δυνητικά αποπροσανατολιστικές για τον αναγνώστη λεπτομέρειες τα ακόλουθα:
Πρώτον, το ιστορικό πλαίσιο της περιόδου από τις αρχές του 13ου αιώνα έως τον 18ο, ώστε να γίνει ευχερέστερη η ένταξη των τεκμηρίων που εκδίδονται στα ιστορικά τους συμφραζόμενα και κατά συνέπεια η κατανόησή τους. Δεύτερον, γίνεται σύντομη και περιεκτική αναφορά στον θεσμό και στις αρμοδιότητες των Μεγάλων Πρωτοπαπάδων στην Κέρκυρα. Στο τρίτο κεφάλαιο της εισαγωγής προηγείται μια σύντομη ιστορική αναδρομή σχετικά με τα Αρχεία της Κέρκυρας και στη συνέχεια περιγράφεται διεξοδικά, σύμφωνα με τις επιστημονικές αρχές της έκδοσης αρχειακών τεκμηρίων, το αρχειακό υλικό, που αποτελεί άλλωστε τον πυρήνα του βιβλίου. Τέλος, συμπληρώνεται η τεκμηρίωση του αρχειακού αυτού υλικού μέσω της διασταύρωσης με σωζόμενες εκκλησιαστικές επιγραφές, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό και απαιτητικό, αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά εύκολο για τον συγγραφέα, καθώς γνωρίζει άριστα όλους τους ναούς της Κέρκυρας, όχι μόνο όσους λειτουργούν έως τις μέρες μας, αλλά και εκείνους από τους οποίους σώζεται σήμερα έστω και ένας λίθος. Τέταρτον, εκτίθεται συνοπτικά η κατάσταση των ναών, όπως παρουσιάζονται στις πρωτοπαπαδικές επισκέψεις.
Εξαιρετικά ενδιαφέροντα είναι και τα περιεχόμενα στο μέρος αυτό συμπεράσματα που αφορούν αφενός την αρχιτεκτονική των κερκυραϊκών ναών και τα υλικά κατασκευής τους και αφετέρου το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ναών στην Κέρκυρα κατά την υπό εξέταση περίοδο. Παρουσιάζεται με εξαιρετικά εύληπτο και ακριβή τρόπο ένα περίπλοκο πλέγμα σχέσεων, ώστε επιτέλους να μπορεί ο απλός αναγνώστης να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε με το ιδιοκτησιακό των ναών εκείνη την περίοδο στην Κέρκυρα.
Πέμπτον, τα εκδιδόμενα τεκμήρια μπορούν να έχουν πολλαπλές αναγνώσεις, αλλά και χρήσεις. Έτσι εκτός από την κύρια, που είναι αυτή της ιστορικής πηγής, περιέχουν πλήθος στοιχεία για την καθημερινότητα κυρίως στην ύπαιθρο της Κέρκυρας - κυρίως τις παντοειδείς σχέσεις μεταξύ όχι μόνο των ιερέων, αλλά και των απλών ανθρώπων της υπαίθρου. Επιπλέον, στο κεφάλαιο αυτό υπάρχουν πολύτιμες πληροφορίες για την εξέλιξη της ονομασίας διάφορων οικισμών του νησιού, για τα επώνυμα των προσώπων που αναφέρονται στα εκδιδόμενα τεκμήρια, αλλά και για τις συνήθειες που επικρατούσαν όσον αφορά τα προτιμώμενα βαπτιστικά ονόματα. Έκτον, δίνονται εν συντομία ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα αναφερόμενα στα τεκμήρια νομίσματα, μέτρα και σταθμά - δουκάτα, ρεάλια, μόδια, μουτζούρια, οργιές κλπ.
(Ακολουθούν εικόνες από παλιούς ναούς στα χωριά, κατά σειρά, Άγιος Ματθαίος και Άγιος Προκόπιος)
Πρόκειται για επιστημονική έκδοση αρχειακών πηγών, που όμως έχει το σπάνιο χάρισμα να είναι ταυτόχρονα ένα ευχάριστο ανάγνωσμα.
Ακολουθεί ένα, απαραίτητο βέβαια, πλήρες γλωσσάρι όλων των ειδικών όρων, αλλά και των ξεχασμένων λέξεων της ντοπιολαλιάς μας.
Και τα εξαιρετικά σημαντικά: πίνακες με όλους τους ναούς της Κέρκυρας σε 140 σελίδες, όπου μπορεί ο αναγνώστης να βρει πληροφορίες για κάθε ναό που υπάρχει ή υπήρξε στην Κέρκυρα: το χωριό στο οποίο ανήκει, την επαρχία (σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της εποχής: Όρους, Κάτω Γύρου κ.λπ.), την πρώτη μνεία του ναού στις πηγές (προϊόν του τεράστιου μόχθου, αλλά και του πάθους του συγγραφέα σχετικά με το αντικείμενο της έρευνάς του), σε ποια από τα δημοσιευόμενα τεκμήρια αναφέρεται ο ναός αυτός και τέλος τις σημαντικότερες από τις περιεχόμενες στο τεκμήριο παρατηρήσεις (π.χ. να γίνουν τέμπλο ή εικόνες ή πόρτα).
Αλλά, από μια άποψη, το πιο σημαντικό μέρος του βιβλίου είναι οι 54 έγχρωμες σελίδες του τέλους, με εικόνες που χωρίζονται σε 3 ενότητες: φωτογραφίες ερειπωμένων ναών της Κέρκυρας με πολύτιμο υλικό από τη γεμάτη πάθος και αφοσίωση πολύχρονη επιτόπια έρευνα του συγγραφέα, σχέδια ναών από τα Αρχεία της Κέρκυρας και επιλεγμένα αντίγραφα από τα εκδιδόμενα τεκμήρια.
Η αξία της γλώσσας των τεκμηρίων δεν είναι μόνο ιστορική, λαογραφική, φιλολογική, αλλά και βιωματική.
Το βιβλίο είναι επιστημονικό (με την πρωταρχική σημασία, όπου επίσταμαι = γνωρίζω καλά) και κατατοπιστικό και ταυτόχρονα ένα ευχάριστο ανάγνωσμα απλό (όχι απλοϊκό), ανεπιτήδευτο και εύληπτο, προσιτό σε όλους. Κι αυτό γιατί ο λόγος του είναι σεμνός και σοβαρός, χωρίς μεγαλοστομίες. Σε καθηλώνει με την επιστημονική του λιτότητα και σε συνεπαίρνει, οδηγώντας σε σ’ ένα ταξίδι στο παρελθόν, μακριά από μύθους».
Έχουν ενδιαφερθεί για την έκδοση 520 σελίδων και τη διαθέτουν όλα τα βιβλιοπωλεία του νησιού, πλην του κεντρικότερου, το οποίο ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Κέρκυρας και επιμένει να διακινεί μόνον «ευλογημένα» από την ίδια ως «ψυχωφελή» και κυρίως ως «έγκριτα από την Αγία μας Εκκλησία» βιβλία.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΡΦΙΑΤΗΣ