Την εφώναζαν και Βιολάντα. Ήταν, της έλεγαν, σαν χαρούμενη γιρλάντα της Κέρκυρας. Βιολέτα. Ίδια η χαρά. Φως της ζωής. Γιορτή από μόνη της. Βιολέτα, όπως εννοούσαν όταν την έλεγαν Βιολάντα, δεν σημαίνει άλλωστε στα γαλλικά το Γιολάντα, που ‘ταν το βαφτιστικό της όνομα; Είχε όμως κι άλλα, διάφορα ονόματα. Συνωμοτικά.
Γιατί επί πολλά χρόνια οι ιδέες της Γιολάντας ήταν παράνομες, ενώ η ίδια ήταν αξιαγάπητη.
Τόσο που η τοπική Αστυνομία μια μέρα του 1967 τη θεώρησε την πιο επικίνδυνη γυναίκα της Κέρκυρας.
Την έχωσε φυλακή, την έβαλε σ’ ένα καμιόνι και την απείλησε πως θα τη στείλει σ’ ένα νησί-κρατητήριο στο άλλο Πέλαγος.
Μα αυτή ήταν ίδιος ο στίχος του Σολωμού: «Η δύναμή σας πέλαγος, η θέλησή μου βράχος».
Δεν εζήτησε χάρη. Την Κυριακή των Βαΐων του ’67, σε ώρα που γινόταν η λιτανεία στην πόλη της, τη μετέφεραν απ’ τις αγγλικές φυλακές του νησιού στο Παλαιό Φρούριό του με χειροπέδες. Κι από ‘κει η Χούντα την έστειλε σε βράχο του Αιγαίου. «Σιγά μη φοβηθώ»!
Ψηλά στη συνοικία Καμπιέλο πάνω απ’ το κερκυραϊκό σπίτι του Διονύσιου Σολωμού έναν Μάρτη, τον μήνα δηλαδή που γιορτάζουν οι γυναίκες, είδε το φως η Γιολάντα. Σε μια χρονιά που έμεινε στην Ιστορία ως σύμβολο σηκωμού των αδικημένων κι ο λογοτέχνης Κωνσταντίνος Θεοτόκης στο κερκυραϊκό χωριό Καρουσάδες την ετραγούδησε σε σονέτο του, λες κι ο ίδιος ήταν στην Αγία Πετρούπολη, με τον στίχο: «Σηκώθη η άγια εργατιά το δίκιο της να λάβει»!
Τον Μάρτη του 1917 εγεννήθηκε. Εννιά μέρες μετ’ απ’ την 8η Μάρτη του έτους εκείνου, σαν ώριμο χαρισματικό παιδί της ιστορικής εκείνης Μέρας.
Εξήντα χρόνια, δηλαδή, μετ’ απ’ τον ηρωικό σηκωμό των εργατριών των κλωστοϋφαντουργείων της Νέας Υόρκης το 1857.
Ελάχιστους μήνες, επίσης, πριν από τότε που κλωστοϋφαντουργίνες της Αγίας Πετρούπολης έδωσαν το σήμα για την πρώτη απόπειρα του Ανθρώπου να χτίσει νέα κοινωνία κι ο Λένιν εκήρυξε Μέρα αργίας την 8η Μάρτη διακηρύσσοντας νέον Χάρτη των δικαιωμάτων των γυναικών.
Εξήντα χρόνια, μ’ άλλα λόγια, πριν η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1977 ορίσει την 8η Μάρτη Διεθνή Μέρα της Γυναίκας άνοιξε τα όλο φως μάτια της μωρό η δική μας Γιολάντα.
Έτσι και είχε γεννηθεί νωρίτερα στη Νέα Υόρκη, μαζί μ’ εκείνες τις ηρωίδες Αμερικανίδες θα βρισκόταν και θα ‘μενε στην Ιστορία. Κλωστοϋφαντουργίνα έγινε άλλωστε κι αυτή.
Η Γιολάντα ήταν κόρη του Μάρτη. Κόρη του επαναστατικού 1917. Κόρη ιδεολογική και της Γαλλικής και της Ρωσικής Επανάστασης.
Δεν είχε οποιαδήποτε σχέση, όπως την επείραζαν, με την ομώνυμη δούκισσα της Λωραίνης ή την άλλη γνωστή Γιολάντα βασίλισσα της Νάπολης. Οι φυσικοί γονείς της ήταν ταπεινοί, χωρίς τέτοιους τίτλους. Ταπεινός ο πατέρας της Γιάννης Σκέμπρης, ταπεινή η μητέρα της Αναστασία Κούρκουλου. Αν εμπορούσαν να προβλέψουν τη ζωή της θα την εβάφτιζαν ίσως όπως ο Κεφαλονίτης αγωνιστής Μαρίνος Αντύπας μιαν ανιψιά του: Επανάσταση.
Αν τ’ όνομα της μητέρας της συμβόλιζε την ανάσταση, στη ζωή της δικής μας Γιολάντας αυτό εσήμαινε όλο και περσότερα Δικαιώματα, αγώνα για λυτρωμό τελικά από κάθε εκμετάλλευση. Άλλη κοινωνία.
Επίσης, αν έναν αιώνα περίπου πριν απ’ αυτήν στο Καμπιέλο κοπέλες ετραγουδούσαν σ’ ελληνική εκδοχή την «Καρμανιόλα» και τα δικαιώματα που εδιακήρυξαν η Γαλλική Επανάσταση και ο Ρήγας, αυτή εζήταγε όλα εκείνα συν αυτά της νεότερης Επανάστασης της εποχής της.
Δεν έμαθε πολλά γράμματα. Μα άκουγε πολύ και, επιπλέον, τις ώρες της σχόλης της, πολλές φορές στη ζωή της, δεν άφην’ αδιάβαστο περιοδικό για περιοδικό και βιβλίο για βιβλίο.
Στο πρόσωπό της καθρεφτιζόταν η χαρά της ζωής. Η ελπίδα. Η αισιοδοξία. Το δίκιο. Ένα φωτεινό μέλλον. Αγέρωχη ήταν η ματιά της. Περήφανη.
«Ποια είσαι, η Ειρήνη Δεντρινού;» λέγεται ότι την πείραζαν εισπράττοντας το πλούσιο σεμνό χαμόγελό της. Όντως είχε κάτι από ‘κείνη την τότε μακράν σημαντικότερη γυναίκα της Κέρκυρας που έλαμψε στο πνευματικό στερέωμα του νησιού πριν ακόμη η Γιολάντα δει το φως, που από νωρίς ασπάστηκε πρωτοποριακές ιδέες, που βρέθηκε και στο ΕΑΜ την Κατοχή. Στη Νεολαία εκείνου, στην ΕΠΟΝ, βρέθηκε τότε η εικοσάρα και κάτι πολύ νεότερή της Γιολάντα.
Από ‘κείνη την Ειρήνη που δεν έσκυβε στους ισχυρούς μα εζύγιζε πολύ τα λόγια της, η Γιολάντα επήρε ίσως το ανυπότακτο πνεύμα, μα το προχώρησε. Σύμφωνα με τη δική της ταξική θέση, αφού ήταν γέννημα-θρέμμα της εργατικής τάξης. Λέτε, αφού όλοι κάτι διδασκόμαστε απ’ τους γύρω μας, να επήρε ίσως κάτι κι απ’ το πείσμα και την ευγένεια της συμπατριώτισσάς της Μαρίας Δεσύλλα – Καποδίστρια, δηλαδή της πρώτης ίσως Ελληνίδας που έγινε δήμαρχος, στην ίδια αυτή πόλη της Γιολάντας ύστερ’ απ’ τον Μεγάλο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, αλλά εσυμβόλιζε την αντίθετη απ’ τη δική της κοινωνική τάξη, την εμποροβιομηχανική αστική τάξη; Μπορεί, αλλά δεν την εψήφισε κι εξέπεμπε το άλλο ήθος της τάξης που ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης στο πρόσωπο μιας Ρήνης του Μαντουκιού ύμνησε στο έργο του «Η τιμή και το χρήμα» τρία χρόνια πριν γεννηθεί η Γιολάντα. «Μα μπορεί πλούσιοι και φτωχοί να ψηφίζουμε τα ίδια;» θυμάται ο συγγενής της Σπύρος Μαρτζούκος ότι έλεγε μ’ αυτά ακριβώς ή παρόμοια λόγια. Η Δημοκρατία των δικών της ονείρων ήταν διαφορετική απ’ την αστική, τη βασισμένη στις μεγάλες ιδιοκτησίες, που ακόμα ζει και βασιλεύει.
Σίγουρα επήρε κι απ’ το θάρρος των άλλων νεαρών γυναικών του νησιού που επρωτοστάτησαν στην Εθνική Αντίσταση. Τη Λιλή Έρτσου, τις τόσες άλλες.
Γέλαγαν αθώα οι υφάντριες φίλες της και την επείραζαν: «Εσύ να βάλεις, εσύ να γίνεις δήμαρχος»!
Δεν επρόδιδε, βλέπετε, την ψήφο που της έδιναν. Διότι ήταν συνδικαλίστρια η Γιολάντα. Δεν «τα ‘κανε πλακάκια» με τους ισχυρούς του χρήματος πίσω απ’ την πλάτη αυτών που μέχρι την εργασιακή δύση της την ετιμούσαν με την ψήφο τους. Έγραψε ιστορία κοντά στο εργατικό-λαϊκό προάστιο Μαντούκι, στην περιοχή της Πλατυτέρας, ως εργάτρια. Στο Εργατικό Κέντρο Κέρκυρας αναδείχθηκε ως η κορυφαία συνδικαλίστρια γυναίκα. Άφησε εποχή, σηκώνοντας σε δύσκολες εποχές το βάρος της Αριστερής αντιπολίτευσης μαζί μ’ έναν άντρα που ηγήθηκε των οικοδόμων του νησιού κι άφησε μαρτυρία για τη μεταγωγή της το 1967 στη Γυάρο.
Στο θανατονήσι-κάτεργο όπου υπέφερε ψυχολογικά και σωματικά.
Στο εργοστάσιο ταπητουργίας και άλλων κλωστοϋφαντουργικών ειδών που ίδρυσαν ένα βήμα απ’ το Μαντούκι ο πρόξενος της αγγλικής
πρεσβείας στην Κέρκυρα Γκρέιβς κι ο Αρμένιος επιχειρηματίας Μάρκος Κεσισιάν φερμένος απ’ το αμερικανικό πανεπιστήμιο της Βηρυτού, εδούλεψε νεαρότατη η Γιολάντα. Μαζί με πάνω-κάτω άλλες τριακόσιες γυναίκες, Αρμένιες πρόσφυγες ως επί το πλείστον σε πρώτη φάση, που τα χαλιά του μόχθου τους έφταναν ως την
Αμερική, ως τον Καναδά, καμωμένα σε σχέδια του ζωγράφου Αγκοπιάν. Εκεί έμαθε καλά, όπως έλεγε, τι σημαίνει εκμετάλλευση κι άδικη κοινωνία.
Εκεί οραματίστηκε την άλλη κι άρχισε ν’ αγωνίζεται για τα δικαιώματα των γυναικών κι όλων, αντρών και γυναικών.
Έφτιαχνε χαλιά κι έλεγε ότι περίττευαν τ’ αφεντικά. Ότι όλα γύρω μας δημιούργημα των εργαζομένων είναι. Δεν έγινε «χαλί να την πατήσουν» ούτε με μπόνους ούτε με τίποτα.
Μπήκε μικρή «στο μάτι» της Αστυνομίας για τα εργατικά δικαιώματα που διαλαλούσε. Συχνά ήταν υπό παρακολούθηση. Μα είχε θάρρος ακατάβλητο, λεβεντιά, σθένος η κόρη του Μάρτη και του 1917.
Ήταν «αξιαγάπητη απ’ τα νιάτα της, σ’ όλη τη ζωή της», συμπληρώνει ο Σπύρος Μαρτζούκος. Ήταν «αφοσιωμένη στο δίκιο, σε δυνατά ιδανικά». Ήταν κι «επιβλητική, με φωνή έντονη, έβγαζε ανιδιοτέλεια, αυτό που λέμε καλός άνθρωπος, αγαπητός», είναι η εντύπωση που άφησε στην Κάτια Παπίρη που σε μικρή ηλικία τη γνώρισε να στέκεται μαχητικά στο πλευρό του πατέρα της ηγέτη των οικοδόμων Τάσου Παπίρη. Στα θέματα του Εργατικού Κέντρου, στα συνδικαλιστικά της ΕΔΑ, του παράνομου μηχανισμού του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Τη γνώμη της την εκτιμούσε πολύ, την ελογάριαζε πολύ, την εζητούσε συνεχώς ο Παπίρης.
Ήταν εμπνευσμένη, χαρισματική προσωπικότητα η Γιολάντα. Με ευρύ ορίζοντα, δημιουργικό. Φίλη περιζήτητη, προσηνής, δενόταν με τους ανθρώπους της τάξης της, ό,τι κι αν επίστευαν ή εψήφιζαν. Αν έπρεπε να φέρουν κάποιο όνομα οι πρώτες Εργατικές Κατοικίες στην Κέρκυρα, αυτές που φτιάχτηκαν στις Κουλίνες, το δικό της θα επρότεινε ίσως ο Παπίρης. Τόσο αγωνίστηκε μαζί του γι’ αυτές. Όπως και για το ΙΚΑ της Κέρκυρας. Για την αναβάθμισή του. Επίστευε, θα ‘λεγε κανείς, πως τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο. Τα λόγια της λες κι ήταν παρμένα απ’ τους «Σκλάβους στα δεσμά τους» του Θεοτόκη: «Φτάνει δα να γνωρίσει ο λαός τη δύναμή του» για να «χορέψει στο ταψί» όσους τον βάζουν να χορεύει για τον κερδοσκοπικό λογαριασμό τους.
Είχε σπάνια ομορφιά, είχε λάμψη, βλέπετε, η Γιολάντα που αγαπούσε πολύ μιαν ανιψιά της. Εσωτερική κι εξωτερική ομορφιά. Ανθρώπου που σε κέρδιζε αμέσως. Είχε και το έξω και το «μέσα πλούτος», που ‘πε ο Ποιητής, η γυναίκ’ απ’ το Καμπιέλο που νεαρή έγινε πρόεδρος του Σωματείου των γυναικών και των αντρών Κερκυραίων εργαζομένων κλωστοϋφαντουργίας.
Ακόμα κι αν είχε ποτέ πλούτο στις μισοάδειες τσέπες της η Γιολάντα αποκλείεται την 8η Μάρτη να κυκλοφορούσε με ορίτζιναλ τσάντα «Λουί Βιτόν» τελευταίας κοπής στον πεζόδρομο της Γεωργίου Θεοτόκη για να ευχηθεί γλυκανάλατα τις περαστικές. Δεν εμάσαγε τα λόγια της. Ούτε θα γινόταν ποτέ μια «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Σολωμού. Ακόμα κι αν γινόταν δήμαρχος ή περιφερειάρχης αποκλείεται να ‘ταν επίτιμο μέλος συλλόγου πλούσιων Επιχειρηματιών Γυναικών στο πλευρό κάθε λογής εφοπλιστών και να σκορπάει κούφια λόγια συμπόνιας στις γυναίκες του μόχθου, ενώ θα συμφωνούσε οι μεγάλες τσέπες να τις λεηλατούν και να κάνουν πλιάτσικο στα όνειρά τους. Θα ετασσόταν με τους μεν ή τους δε.
Ήταν φύσει και θέσει άνθρωπος βαθιά δημοκρατικός η Γιολάντα.
Όλα επάνω της εφώναζαν λαϊκότητα, καθαρότητα, αυθεντικότητα, γούστο, φινέτσα επτανησιακή. Γνησιότητα, αλήθεια ανεπιτήδευτη. Λαϊκή.
Είχε σπάνια προσόντα ψυχικά που τα ‘θεσε στην υπηρεσία της τάξης της. Δεν θα εντυνόταν «φίλη του λαού», για να θυμίσουμε έναν στίχο του Ελύτη, αν επροτιμούσε την ιδεολογία και παρατάξεις των μεγάλων πορτοφολιών.
Επέλεξε να μείνει στα χαμηλά κοινωνικά πατώματα. Με μοναδική αξιοπρέπεια!
Ο Ποιητής στα Μουράγια θα εξανάγραφε μάλλον γι’ αυτή, για το περήφανο πέρασμά της απ’ τη ζωή, τους στίχους του για τη Φραγκίσκα Φρέζερ: «Κρίνους ο λίθος έβγανε, χρυσό στεφάνι ο ήλιος».
Δεν έμεινε αλώβητη σωματικά και ψυχολογικά απ’ το μαρτύριο με τα ποντίκια και την κτηνωδία της Γυάρου η γυναίκα που ‘χε την τιμή να γίνει η μόνη γυναίκα της Κέρκυρας που συνελήφθη το πρωί της 21ης Απριλίου 1967 κι οδηγήθηκε στη Γυάρο μαζί με 37 Κερκυραίους ως «λίαν επικίνδυνη» λόγω της πειθούς της, των στενών προσωπικών και πολιτικών δεσμών της με τις εργαζόμενες γυναίκες της πόλης και της υπαίθρου, με τον λαό της Κέρκυρας.
Σώζεται γραπτή μαρτυρία του Παπίρη για την «ασπίδα προστασίας» της από βαρβαρότητες. Ασπίδα με τα σώματά τους είχαν δημιουργήσει οι σύντροφοί της στο πλοίο για την Ηγουμενίτσα και ίσαμε τη Γυάρο, ως φρουροί της.
Μα δεν ήταν άνθρωπος από μάρμαρο η Γιολάντα, κοινός θνητός ήταν κι αυτή όσο ξεχωριστός κι αν ήταν. Εκλονίστηκε η υγεία της απ’ τις κακουχίες που την επερίμεναν. Αργότερα επαρέδωσε τη σκυτάλη, θα ‘λεγε κανείς, σε μιαν άλλη Κερκυραία που επήρε δικές της αρετές, έφερε το επώνυμο Καββαδία, έλυνε κι έδενε ραπτομηχανές και την έλεγαν, πώς νομίζετε; Γιολάντα κι αυτή!
Μα η ασυναγώνιστη Γιολάντα του Μάρτη και του 1917, όσα κι αν ετράβηξε κι όσο κι αν έκανε τόπο να περάσουν οι νέοι κι όσες διαψεύσεις κι ανατροπές κι αν έζησε, μέχρι τέλους δεν έχασε τη λάμψη της, ούτε τη δίψα για ζωή και την πίστη στη νίκη του Δίκιου. Σχεδόν το φίλαγε το όνομα και πράγμα Αριστερό ψηφοδέλτιο που επέλεγε, «το πήρε μαζί της», για να το πούμε με λόγια του Σπύρου Μαρτζούκου. Για κάθε πλευρά της ζωής εξέπεμπε μέχρι τέλους δροσιά ιδεών, ζεστασιά ανθρώπινη για τον συνάνθρωπο του μόχθου. Αγέρα δημοκρατικό.
Εκράτησε όλη τη λεβεντιά της. Δε μπορεί, θα της άρεσε ίσως πολύ και το τραγούδι «Κράτησα τη ζωή μου».
Τη λάμψη που εξέπεμπε, αυτή που έκρυβε με σεμνότητα μαρτυρεί και το απαθανατισμένο σε εικόνα στο αρχείο του Σπύρου Γαούτση μνήμα με φωτογραφία της σε προχωρημένη ηλικία στον οικογενειακό τάφο της.
Γιολάντα Σκέμπρη!
Έτσι λεγόταν η Κερκυραία που τον εικοστό αιώνα εσυμβόλισε όσο καμία άλλη του νησιού την 8η Μάρτη 1857 και τη Δικαιοσύνη και τον Σηκωμό για το Δίκιο.
Μάρτη ήρθε, Μάρτη έφυγε η Γιολάντα.
Η Γιολάντα Σκέμπρη άφησε την τελευταία πνοή της έναν Μάρτη πριν από δεκαπέντε χρόνια, τις 10 του Μάρτη του 2006, σε ηλικία 89 ετών. Σε Γηροκομείο της Κέρκυρας. Μέσα σε αγκαλιές αγάπης.
ΑΛΕΚΟΣ ΚΑΣΤΡΙΝΟΣ