Είναι θαμμένος στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας ένας 27χρονος λαϊκός αγωνιστής έφεδρος ανθυπολοχαγός που άφησε σύξυλους κραταιούς στρατοδίκες το 1954, όταν ήρθε η ώρα να απολογηθεί; Παλιοί συναγωνιστές του, που βρέθηκαν κρατούμενοι μαζί του στις φυλακές της Κέρκυρας τα μεταπολεμικά χρόνια, σε ένδειξη ιδιαίτερης τιμής προς το πρόσωπό του, καθώς η εκτέλεσή του περίπου ως «κατασκόπου» ήταν τόσο κραυγαλέα που είχε καταγγελθεί από έναν ιερέα και άλλους πέντε κρατούμενους στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), συμπεριέλαβαν το όνομά του στη λίστα των δεκάδων αγωνιστών σαν εκείνον, που είναι γνωστό ότι όλοι τους εκτελέστηκαν στη νησίδα τα χρόνια 1947-1949.
Συγκρατούμενοι και φυσικοί και πολιτικοί απόγονοι και συγγενείς εκείνων έδωσαν το όνομά του σ' ένα από τα δεκάδες κενοτάφια που κατασκεύασαν στη νησίδα πριν από κάμποσα χρόνια, στη μνήμη όσων επειδή υποστήριζαν αμετανόητα το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ) εκτελέστηκαν εκείνη την τριετία, σ' αυτή τη μικρή κουκίδα γης, ούτε τρία μίλια ανοιχτά της πόλης της Κέρκυρας.
Ο Γιάννης Μαριόλης –αυτό ήταν το όνομά του– ήταν ο στερνός εκτελεσμένος στην Κέρκυρα, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, απ' όσους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης κάθε ηλικίας «πέρασαν» από τις φυλακές της εκείνα τα «πέτρινα χρόνια». Και ήταν πράγματι σαν τους άλλους εκτελεσμένους στο Λαζαρέτο τις χρονιές 1947-1949, είτε εκτελέστηκε και θάφτηκε πρόχειρα κι αυτός στη μικρή νησίδα πλάι στους άλλους, όπως επέμεναν να λένε τότε κάποιοι δεσμοφύλακες, είτε είχε βρει τον θάνατο –και θάφτηκε άγνωστο πού– σε στεριά απέναντι από τη νησίδα, κατά πως είπαν άλλοι δεσμοφύλακες, στην περιοχή Αλυκές Ποταμού, όπου λειτουργούσε Πεδίο Βολής του Στρατού.
Γιατί ο Γιάννης Μαριόλης, στη διάρκεια της Κατοχής, παιδί ακόμα αφού είχε γεννηθεί το 1927, είχε λάβει μέρος κι εκείνος στην Εθνική Αντίσταση.
Ήταν μέλος της ΕΑΜικής Νεολαίας ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων) που ήταν παράνομη επί Γερμανών και Ιταλών και Βούλγαρων και μετά την έβγαλαν Έλληνες παράνομη.
Ήταν ΕΠΟΝίτης και μεγάλωσε με τις αρχές της ΕΠΟΝ, όπως «βροντοφώναξε» μέσα στο δικαστήριο, κοιτάζοντας στα μάτια τους πέντε στρατοδίκες δικαστές του και τον βασιλικό επίτροπο (εισαγγελέα) διακηρύσσοντας την αθωότητά του.
Η ληξιαρχική πράξη θανάτου του
Στις 16 Νοεμβρίου 1954, μέρα της εκτέλεσης του Γιάννη Μαριόλη, οι αρμόδιοι υπάλληλοι του Ληξιαρχείου του Δήμου Κερκυραίων σίγουρα θα ξαφνιάστηκαν όταν εμφανίστηκε ενώπιόν τους ένας υπολοχαγός. Ζήτησε να καταχωρηθεί η πράξη θανάτου ενός εκτελεσμένου, «κομμουνιστή κατασκόπου», υποτίθεται. Πάντα μέχρι τότε οι εκτελέσεις αγωνιστών του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην Κέρκυρα γίνονταν με την παρουσία και κάποιου δημοτικού ή δικαστικού πολιτικού υπαλλήλου, κατόπιν σχετικής πρόσκλησης. Αυτό είχε γίνει και με έναν άλλο τέως αξιωματικό.
Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση τίποτα τέτοιο δεν συνέβη.
Γεγονός είναι ότι συντάχθηκε στο Ληξιαρχείο Κέρκυρας εκείνη τη μέρα, σύμφωνα με σχετική καταχώρηση, ληξιαρχική πράξη θανάτου του αγωνιστή. Όπως αναφέρεται σε αυτή, μόνιμος υπολοχαγός της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης (αναγράφεται ονοματεπώνυμο), που είχε λάβει εντολή να παραστεί στην εκτέλεση, δήλωσε ότι «παρά την θέσιν παλαιού πεδίου βολής (Αλυκαίς)» την Τρίτη 16 Νοεμβρίου 1954 και ώρα 6.45 π.μ. «απεβίωσεν δια τυφεκισμού» πρόσωπο με τα στοιχεία Ιωάννης Μαριώλης του Νικολάου.
Επίσης, γιατρός (αναγράφεται ονοματεπώνυμο), που είχε λάβει εντολή να παρίσταται στην εκτέλεση, πιστοποίησε ότι ο θάνατος «επήλθεν εκ τυφεκισμού παρά στρατιωτικής δυνάμεως». Στην ίδια ληξιαρχική πράξη καταχωρήθηκαν ακόμη στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία ο εκτελεσμένος γεννήθηκε στον οικισμό Κούνος Λακωνίας και κατοικούσε στην Αττική στη Νέα Κηφισιά, ήταν έφεδρος ανθυπολοχαγός και είχε ηλικία 27 ετών.
Αναγράφεται, επίσης, ότι η εκτέλεσή του έγινε με την επίκληση καταδικαστικής απόφασης υπ' αριθ. 141/1954, που είχε λάβει το (στρατιωτικό) Αναθεωρητικό (εφετείο κατά την πολιτική δικαιοσύνη) Δικαστήριο.
Οι κατηγορίες και η συγκλονιστική απολογία του Γιάννη Μαριόλη
Ήταν 13 Φεβρουαρίου του 1954, εννιά μήνες προτού βρεθεί αντιμέτωπος με εκτελεστικό απόσπασμα της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών του Παλαιού Φρουρίου της Κέρκυρας, όταν ο Γιάννης Μαριόλης κλήθηκε από τους στρατοδίκες του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, στην Αθήνα, να απολογηθεί. Είχε ασκήσει έφεση σε πρωτόδικη απόφαση Στρατοδικείου (Διαρκούς Στρατοδικείου Καβάλας), με την οποία του είχε επιβληθεί η ποινή του θανάτου, εν ονόματι δύο Ψηφισμάτων νομοθετικής και εκτελεστικής ισχύος: ενός πολιτικού και ενός στρατιωτικού.
Επειδή είχε πάει στη Βουλγαρία, δήθεν με τον οπλισμό του, καθώς προφανώς κινδύνευε με σύλληψη και παραπομπή σε δίκη λόγω της αντίθεσής του σε επιχειρήσεις παρακολούθησης πολιτών και στη συμμετοχή Ελλήνων φαντάρων σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις της «Δύσης», όπως η εκστρατεία εκείνης της περιόδου στην Κορέα, όχι απλώς τον θεώρησαν «λιποτάκτη», αλλά με επίκληση χοντροκομμένων αντιδημοκρατικών διατάξεων, όπως το περιβόητο Γ' Ψήφισμα της Βουλής του 1946, τον συνέδεσαν εμμέσως με «κατασκοπεία». Υποτίθεται, υπέρ του εκτός νόμου ΚΚΕ ή και σοσιαλιστικών τότε χωρών, με σκοπό... την απόσπαση ελληνικών εδαφών!
Είχε αντιδράσει, μεταξύ των άλλων, σε εντολές παράνομων επιχειρήσεων παρακολούθησης πολιτών που μετείχαν σε «ξενοκίνητες», όπως έλεγαν οι κρατούντες, Επιτροπές Ειρήνης.
Το διαβόητο Γ' Ψήφισμα της Βουλής «Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την δημοσίαν τάξιν και την ακεραιότητα του κράτους», που είχε εισηγηθεί ο υποστηρικτής της συνεργαζόμενης με τη δοσιλογική κυβέρνηση των κατακτητών κατά την Κατοχή, οργάνωσης ΡΑΝ (Ρήλος-Αυλών-Νήσοι), Κερκυραίος πολιτικός Σπύρος Θεοτόκης, «εγκαινίασε, πράγματι», για να το πούμε με λόγια του Επτανήσιου σοσιαλδημοκράτη συνταγματολόγου Νίκου Αλιβιζάτου «μία νόθο περίοδο, η οποία χαρακτηριζόταν από την τυπική ανοχή του Κομμουνιστικού Κόμματος και μιας σειράς άλλων μαζικών οργανώσεων, που ακολουθούσαν παραπλήσια με αυτό πολιτική και ταυτόχρονα από την αδυσώπητη δίωξη της δράσης των οπαδών του και όλων εκείνων που διακήρυσσαν την προσήλωσή τους στις αρχές που εξέφραζε το ΕΑΜικό κίνημα». Στο πρώτο κιόλας άρθρο του, με χαρακτηριστική αοριστία απειλούσε με την ποινή του θανάτου οποιονδήποτε είχε σκοπό «να αποσπάση εν μέρος εκ του όλου της Επικρατείας ή να ευκολύνη τα προς τούτο το τέλος τείνοντα σχέδια, συνώμοσεν ή διήγειρε εις στάσιν ή συνεννοήθη με ξένους ή κατήρτισεν ενόπλους ομάδας ή έλαβε μετοχήν εις τοιαύτας προδοτικάς ενώσεις». Έτσι ώστε το μεταπολεμικό κράτος -που όφειλε την ισχύ του στην επέμβαση και τα όπλα του βρετανικού κράτους- να μπορεί εύκολα να διώκει κατά το δοκούν τους πολιτικούς και κοινωνικούς αντιπάλους του, προσάπτοντάς τους ακόμη και τέτοιες κατηγορίες. Έθετε υπό διωγμό και ιδέες που... «τείνουν εις την απόσπαση ή αυτονόμηση μέρους της επικράτειας».
Η αδυσώπητη δίωξη του Λάκωνα έφεδρου ανθυπολοχαγού συνδυάστηκε από τους στρατοδίκες με ένα παρόμοιο Ψήφισμα αποκαλούμενο συνοπτικά ΜΔ/1948, της περιόδου του Εμφυλίου, «Περί καθορισμού των εφαρμοστέων διατάξεων του στρατιωτικού ποινικού κώδικα κατά τη διάρκεια της ισχύος του Γ' Ψηφίσματος». Έτσι, ώστε η θεωρούμενη λιποταξία του να συνδεθεί με συμμετοχή του, ευθέως ή εμμέσως, ως κατάσκοπος κιόλας, σε σχέδιο του ΚΚΕ είτε των Βούλγαρων κομμουνιστών ή και της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Για να αιτιολογηθεί βέβαια, με την επίκληση τέτοιων διατάξεων, μια θανατική καταδίκη του, αφού δεν αρκούσε για την εσχάτη των ποινών η κατηγορία της λιποταξίας, που κάθε άλλο παρά σπάνιζε τότε.
Ήδη από την αρχική δίωξή του, το 1952, η υπόθεση είχε συνδεθεί ευθέως και με τον Αναγκαστικό Νόμο 375/36 της δικτατορίας του Μεταξά «Περί τιμωρίας των εγκλημάτων κατασκοπείας και των εγκληματικών ενεργειών των απειλουσών την εξωτερικήν ασφάλειαν της χώρας», που είχε θεσπιστεί από την μεταξική κλίκα και γνωστούς πράκτορες των Βρετανών και των Γερμανών, με στόχο τους κομμουνιστές, ως εχθρούς του καθεστώτος και της εξωτερικής ασφάλειας της χώρας, υποτίθεται.
Ευθέως τον νόμο εκείνο του Μεταξά είχε επικαλεστεί το Διαρκές Στρατοδικείο Καβάλας το 1953, με την υπ' αριθ. 261/53 απόφασή του, καταδικάζοντας αμείλικτα τον έφεδρο ανθυπολοχαγό.
Τι κι αν ο Γιάννης Μαριόλης -που πέρασε σε δικαστικά και άλλα έγγραφα ως Μαριώλης- εκτελούσε κανονικά τα εύλογα στρατιωτικά του καθήκοντα και δεν είχαν την ευχέρεια να του αποδώσουν ρόλο σαμποτέρ των ενόπλων δυνάμεων όπως έκαναν σε άλλες περιπτώσεις. Τι κι αν ο ίδιος είχε διακριθεί σε επικίνδυνες επιχειρήσεις αποναρκοθέτησης ολόκληρων περιοχών από νάρκες του Εμφυλίου. Τίποτα τέτοιο δεν μέτραγε!
Η επιστροφή του στην Ελλάδα, μετά τη φυγή του ενόψει κατηγοριών στη Βουλγαρία, λίγο-πολύ σήμαινε «αποστολή κατασκοπείας», για την περίφημη Κ.Υ.Π.Ε., την πρόγονο της κατοπινής ΚΥΠ και της σημερινής ΕΥΠ, τότε Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών Ελλάδος. Εκπρόσωποί της προσήλθαν και κατέθεσαν ως μάρτυρες κατηγορίας σε βάρος του Μαριόλη στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο, αλλά ούτε τι περίπου του καταλόγισαν δεν θα μάθουμε, διότι οι καταθέσεις τους απαλείφτηκαν από τα επίσημα πρακτικά της δίκης, τα οποία έχουν σωθεί σε σχετικό τόμο με διάφορες άλλες υποθέσεις και διατηρούνται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Γ.Α.Κ.), όπου και τέθηκαν στη διάθεσή μας. Υποτίθεται ότι ο 27χρονος τέως πια έφεδρος ανθυπολοχαγός, σε συνθήκες που βέβαια μπορούμε να φανταστούμε, σε προγενέστερη κατάθεσή του είχε συνομολογήσει κάποιες αιτιάσεις του κατηγορητηρίου. Στη μονάδα και τον τόπο που υπηρετούσε είχαν διαδώσει, στο μεταξύ, τελείως ανυπόστατα πράγματα για την προσωπική του ζωή.
Αλλά σαν σηκώθηκε να απολογηθεί άστραψε και βρόντηξε ο Λάκωνας ανθυπολοχαγός. Τόσο που ο πρακτικογράφος, υποθέτουμε, έπαθε σοκ συνείδησης μπροστά στη δύναμη του λόγου και τη γενναιότητά του και απέδωσε την απολογία του, προφανώς περικομμένη και λογοκριμένη, με αρκετή τιμιότητα και ενάργεια, δεδομένων των συνθηκών.
Αντιγράφουμε από αυτά τα λιτά πρακτικά την ακόμα κι αν δεν είναι πλήρης συγκλονιστική καταγεγραμμένη απολογία-καταπέλτη του αγωνιστή της ορεινής Λακωνίας, γιού οικογένειας τιμημένης, με σόι που μέτρησε τρεις νεκρούς πολεμιστές -ανάμεσά τους κι ένας επίσης Γιάννης- από βόλια Γερμανών, προδοτών και μοναρχοφασιστών των Ταγμάτων Ασφαλείας και της οργάνωσης Χ στη Λακωνία, καθώς και στη Μεσσηνία, εκείνα τα χρόνια:
Μεγάλωσα μέσα στις αρχές της ΕΠΟΝ και μ' αυτές πήγα στον Στρατό πιστεύοντας στην Ειρήνη και ισότητα. Ουδέποτε υπήρξα γυναικάς, πότης και χαρτοπαίκτης όπως με κατηγορούν. Κατά την παραμονή μου στο Στρατό διεπίστωσα ότι οι αρχές της Ειρήνης που πίστευα δεν εφηρμόζοντο, διότι μας διέταξαν να παρακολουθούμε όσους επίστευαν σ' αυτή και συγχρόνως μας έστελναν να πολεμήσουμε στην Κορέα. Εργάσθηκα και έβγαλα τις νάρκες από τα ναρκοπέδια για το καλό του λαού. Πολλές φορές μετέφερα εντολές της Διοικήσεως στα Βουλγαρικά σύνορα. Βεβαίως και πήγα στη Βουλγαρία για να συναντήσω την τίμια ηγεσία του ΚΚΕ. Έμεινα για ένα χρονικό διάστημα και ξαναγύρισα, οπότε και συνελήφθην. Πήρα πληροφορίες ότι ο Βουλγαρικός λαός εργάζεται δια την ανοικοδόμησι, ενώ ο Ελληνικός λαός ενώ θέλει να εργασθή δεν τον αφήνουν και τον στέλνουν να σκοτωθή στην Κορέα. Η κατάθεσίς μου κατά την προδικασίαν είναι πλαστή και κατόπιν βίας που ήσκησαν πάνω μου τα όργανα της Κ.Υ.Π.Ε. Τον οπλισμό μου τον άφησα στα σύνορα πριν μπω στη Βουλγαρία γιατί ήθελα να μπω σαν άνθρωπος που πιστεύω στην Ειρήνη και όχι στον πόλεμο.
Ο Γιάννης Μαριόλης πήγε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στο συνοριακό χωριό Πετρωτά του Έβρου και τον έβαλαν τελικά να υπηρετήσει στον 3ο Λόχο 3253 των παραστρατιωτικών Ταγμάτων Εθνοφυλακής Αμύνης (ΤΕΑ), που είχαν ως βασική αποστολή τη δίωξη κομμουνιστών και «συνοδοιπόρων» τους πολιτών. Φέρεται να τοποθετήθηκε, εκεί, σε Μονάδα με την ονομασία Στρατιωτικό Ταχυδρομικό Γραφείο 922. Ενώ διαρκούσε η αποστολή και η συμμετοχή ελληνικών στρατευμάτων στον πόλεμο της Κορέας, στις 28 Απριλίου 1952, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, «διέβη άνευ αδείας τα ημεδαπά σύνορα εισελθών εις την Βουλγαρίαν», κουβαλώντας ένα αυτόματο όπλο με δύο γεμιστήρες. Συνελήφθη, ενώ «προσεπάθει να επανεισέλθη εις Βουλγαρίαν» κατά το κατηγορητήριο, στις 5 Δεκεμβρίου 1952, στο χωριό Πέρασμα της Δράμας.
![]() | ![]() |
Ο Βασιλικός Επίτροπος, Παναγιώτης Μπασιάκος, ζήτησε «όπως ο κατηγορούμενος κηρυχθή ένοχος κατά την πρωτόδικον απόφασιν και επιβληθώσι αυτώ αι αυταί ποιναί ταύτης».
Οι στρατοδίκες Λεωνίδας Κούκης, Αγησίλαος Μαρκόπουλος, Ιωάννης Κοκορέτσας, Παναγιώτης Δογάνης και Αδάμ Τζαβέλλας, για να δικαιολογήσουν την προφανώς προειλημμένη απόφαση καταδίκης του Γιάννη Μαριόλη σε θάνατο, δήθεν για... τη λιποταξία και την απλή κατακράτηση οπλισμού που επιστράφηκε, κατέφυγαν στον έωλο ισχυρισμό ότι δικαιολογείται η θανατική καταδίκη, επειδή «αι πράξεις αύται ετελέσθησαν κατά την διάρκειαν της ισχύος του ΜΔ/48 Ψηφίσματος».
Προηγουμένως, απέρριψαν ως νόμω αβάσιμη ένσταση του συνηγόρου υπεράσπισης, Μηνά Γαλαίου. Μάταια αυτός ζήτησε να κηρυχθεί απαράδεκτη «η ασκηθείσα ποινική δίωξη, λόγω δεδικασμένου» ευνοϊκότερου για τον κατηγορούμενο, σε προγενέστερη, αρχική φάση.
«Ζήτω η Ελλάδα, ζήτω το ΚΚΕ»
Έμενε στη Νέα Κηφισιά ο Γιάννης Μαριόλης όταν ήλθε η ώρα να στρατευτεί, αλλά στον Κούνο, στην ανατολική Μάνη στην περιοχή του Οιτύλου, έζησε τα μισά περίπου χρόνια της σύντομης ζωής του.
«Δικό μας παιδί ήταν, εδώ γεννήθηκε κι εδώ μεγάλωσε, εδώ ξεκίνησε το σχολείο», εξηγεί ο πρόεδρος της Κοινότητας του χωριού, Γιώργος Μαριόλης, προσθέτοντας: «Πήγε στην Αθήνα για να συνεχίσει το σχολείο και για μια καλύτερη ζωή, στο σπίτι θείας του, που ζούσε στη Νέα Κηφισιά». Τον αδελφό του παππού του σημερινού κοινοτάρχη Κώνου, Ανάργυρο Μαριόλη, τον είχαν σκοτώσει στη Σπάρτη, τότε, Χίτες.
Ο γεννημένος το 1927 στην τοποθεσία Κέρια στον Κούνο, Γιάννης, ήταν γιος μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας. Είχε δύο αδελφούς και μία αδελφή.
Ο χαμός του στην Κέρκυρα, το 1954, είχε μαθευτεί και είχε προκαλέσει αίσθηση ευρύτερα στην περιοχή, αφού τα πράγματα, τους έλεγαν, είχαν ομαλοποιηθεί.
«Τα μαντάτα από την Κέρκυρα έφτασαν στην περιοχή μας γρήγορα», προσθέτει ο δικηγόρος Δημήτρης Μαριόλης, αναφερόμενος στα ακούσματα της περασμένης γενιάς και της δικής του οικογένειας. «Μαθεύτηκε ότι ο Γιάννης Μαριόλης έφυγε με ψηλά το κεφάλι, με σηκωμένη τη γροθιά του, φωνάζοντας "Ζήτω η Ελλάδα, ζήτω το ΚΚΕ", περήφανα. Δεν ήθελε να του κλείσουν τα μάτια, διαδόθηκε. Την πληροφορία έδωσε ο κρατούμενος στην Κέρκυρα, Βασίλης Μπεκάκος, που είχε κλειστεί εκεί μαζί με τον Αντώνη Αμπατιέλο, στέλεχος του ΚΚΕ».
Στην Κέρκυρα, έναν χρόνο μετά, η περίπτωση και το όνομα του 27χρονου εκτελεσμένου Μανιάτη συμπεριλήφθηκε σε εκτεταμένο υπόμνημα που εννιά πολιτικοί κρατούμενοι των φυλακών της υπέγραψαν και μέσω των δικηγόρων τους το έστειλαν στον ΟΗΕ. Πρώτος ανάμεσά τους υπέγραφε ο φυλακισμένος εκεί Λευκαδίτης αγωνιστής ιερέας Στάθης (παπα-Στάθης) Κτενάς. Οι άλλοι οκτώ ήταν οι Νίκανδρος Κεπέσης, Παναγιώτης Τιμογιαννάκης, Μιλτιάδης Ζαχαράτος, Στέλιος Παπαδομιχελάκης, Αντώνης Αμπατιέλος Γιάννης Μιχαλόπουλος, Στάθης Καναβός και Βαγγέλης Χατζηαγγελής.
Το υπέγραψαν στις 3 Ιουνίου 1955 και απευθυνόταν «προς την Γενικήν Συνέλευσιν του ΟΗΕ». Αναφερόταν στην κατάσταση που επικρατούσε στις βάρβαρες φυλακές-κόλαση της Κέρκυρας, όπου 116 κρατούμενοι ήταν φυματικοί, καθώς και σε άλλους τόπους φυλάκισης και εξορίας αγωνιστών στη χώρα. Ολόκληρο το υπόμνημά τους εκδόθηκε το 1957 στη Ρουμανία. Πριν από δέκα χρόνια, το 2015, εκδόθηκε στην Ελλάδα από τον εκδοτικό οίκο «Σύγχρονη Εποχή». Είναι το βιβλίο «ΚΕΡΚΥΡΑ. Μια φωνή απ' τα κάτεργα».
Για να συνεχίζονται οι εκτελέσεις, ανέφεραν μεταξύ άλλων, χρησιμοποιούνταν «η μέθοδος της κατασκοπείας», η οποία «αποτελούσε υπόδειξη των ξένων». Και συνέχιζαν: «Με τη μέθοδο αυτή νόμισαν πως θα συκοφαντήσουν τους κομμουνιστές στη συνείδηση του λαού και της παγκόσμιας κοινής γνώμης και θα είχαν ελεύθερα τα χέρια τους να τους εξοντώσουν αθόρυβα και αδιαμαρτύρητα (...) Από την πρώτη εκτέλεση του αγαπημένου ήρωα του ελληνικού λαού και της παγκόσμιας ειρήνης Ν. Μπελογιάννη αποδείχτηκε πως δεν πέτυχε το σχέδιο (...) Από το 1952 έχουν εκτελεσθεί 15 κομμουνιστές πατριώτες, αγωνιστές της δημοκρατίας και της ειρήνης με την κατηγορία της κατασκοπείας. Στις (από τις) φυλακές μας τον περασμένο Νοέμβριο εκτελέστηκε ο συναγωνιστής μας Γιάννης Μαριόλης».
![]() | ![]() |
Στη Νέα Κηφισιά, στο σπίτι της θείας του όπου έζησε ο Γιάννης Μαριόλης μερικά χρόνια, έχουν σωθεί και κρατιούνται ως κειμήλια δύο γράμματα που είχε στείλει στην οικογένειά του.
Είναι σταλμένα και τα δύο από τη Θεσσαλονίκη, πριν τον μεταφέρουν στην Κέρκυρα, όπου οδηγήθηκε μάλλον αμέσως μετά την τελειωτική καταδίκη του, ενόψει της εκτέλεσής του. Τον κρατούσαν στις Στρατιωτικές Φυλακές Θεσσαλονίκης.
Απευθύνονταν και τα δύο στην «αγαπημένη αδελφούλα» του.
Το πρώτο έχει ημερομηνία 17/5/53. Η λογοκρισία της αλληλογραφίας δεν τον άφηνε να της πει για την υπόθεσή του και αυτό τον στενοχωρούσε. «Μη με ρωτήσεις πώς έγιναν όλα αυτά και γιατί, δεν μπορώ να απαντήσω σε τέτοιο ερώτημα.......», της έλεγε. Εκείνη τον είχε πληροφορήσει ότι θα δικαζόταν στην Αθήνα, ενώ εκείνος ήξερε για τη Θεσσαλονίκη. Εξέφραζε τη θλίψη του για τον «τόσο πόνο», στον οποίο καταλάβαινε πως βυθίστηκε η οικογένεια.
Το δεύτερο γράφτηκε στις 25-1-54, δεκαοκτώ μέρες πριν από τη δίκη του στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο. Της είχε στείλει τρία γράμματα εκείνη την περίοδο κι εκείνη δεν είχε λάβει, του έγραψε, κανένα. «Σου έχω γράψει τρία γράμματα στο διάστημα αυτό. Πολύ παράξενο, το ότι δεν παίρνεις γράμμα μου. Να υποθέσω ότι χάνονται; Αλλά και τα τρία χαθήκανε; (...) Στις 13 του Φλεβάρη έχω δίκη στο Αναθεωρητικό, συνεπώς θα βρίσκομαι στην Αθήνα».
Μέλος εκείνης της οικογένειας συγγενών που έδωσαν στέγη στον Γιάννη Μαριόλη στη Νέα Κηφισιά, η Αριστέα Χριστοδούλου αναφέρει πώς η φαμίλια του δεν είχε λάβει επίσημη ενημέρωση από τις αρχές για τον τάφο του στην Κέρκυρα.
«Κάποιοι μας είπαν ότι τον έθαψαν στο μικρό νησί που είχαν πρόχειρα ενταφιάσει και τους άλλους εκτελεσμένους, με αυτή την εντύπωση έχουμε μείνει», εξηγεί.
«Κάποια στιγμή μας είπανε ότι τον έθαψαν μάλλον σε κάποιο στρατιωτικό χώρο, δεν ήταν ξεκάθαρο όμως», προσθέτει ο Θεόδωρος Μαριόλης, επίσης συγγενής.
Το βέβαιο είναι ότι το όνομά του θα ακουστεί και πάλι δυνατά τις επόμενες μέρες πάνω στη νησίδα, κατά την εκφώνηση των ονομάτων όλων εκείνων των ακατάβλητων αγωνιστών, στην τελετή των αποκαλυπτηρίων του Μνημείου του Λαζαρέτου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΑΡΟΥΝΙΑΤΗΣ