Δεν επισκέφθηκε ποτέ τη «ναυτική πολιτεία που σκόνταφταν στα μπαλκόνια της και στις κληματαριές της τα κατάρτια», όπως την περιέγραψε σε στίχους της για το ομηρικό παρελθόν της. Παρά το γεγονός αυτό, ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος που έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα πριν από τριάντα χρόνια συνδέθηκε στενά με την Κέρκυρα και με ανθρώπους της, βιωματικά και νοερά, μέσα από αθάνατους στίχους του και την αγωνιστική ζωή του.
Μόνο μία φορά ο ποιητής της «Ρωμιοσύνης» έχει αναφερθεί ονομαστικά στη σύγχρονη Κέρκυρα.
Το έκανε το 1945 γράφοντας στίχους για έναν άνθρωπο ο οποίος έζησε στα μπουντρούμια των φυλακών της Κέρκυρας από το 1936 ως το 1940 κι έγραψε σ’ αυτές μελέτη για τον ποιητή Κωστή Παλαμά, στη συνέχεια μεταφέρθηκε από την Κέρκυρα στην Αθήνα, από ‘κει κατέληξε στο Νταχάου κι επέζησε. «Μοιραστήκαμε το κελί σου της Κέρκυρας», αναφέρει σ’ έναν από τους στίχους του ποιήματός του «Στον σύντροφό μας» για τον τότε Γενικό Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας Νίκο Ζαχαριάδη.
Δεν ήλθε ποτέ στην Κέρκυρα, εξ όσων γνωρίζει η αγωνίστρια και συγγραφέας κόρη του Έρη Ρίτσου. Ωστόσο γνώρισε πολλούς Κερκυραίους, αγωνιστές. Πρώτα-πρώτα μάλλον σε νοσοκομείο φυματικών της Αθήνας στη διάρκεια της Κατοχής και σε τόπους εξορίας και φυλάκισης στη συνέχεια.
Σώζονται από απογόνους τους τουλάχιστον δύο σχετικές μαρτυρίες Κερκυραίων για τα ατελείωτα πέτρινα χρόνια του Γιάννη Ρίτσου, το ποιητικό μεγαλείο του οποίου ο Παλαμάς εξέφρασε προπολεμικά με τα λόγια «Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις». Οι κομμουνιστές Αλέκος Μωραΐτης από το χωριό Στρογγυλή και Αντώνης Χειρδάρης από το χωριό Περίθεια τον είχαν γνωρίσει. Στο κολαστήριο της Μακρονήσου τον θαύμασαν. Αλύγιστο.
Δεν έχει υπόψη της η Έρση Ρίτσου, όσο μπόρεσε να τον γνωρίσει ελεύθερο, κάποιον Κερκυραίο με τον οποίο ο πολυβραβευμένος ποιητής να συνδέθηκε με στενή φιλία και συνεργασία. Εκτός βέβαια από τον ξενητεμένο κάποτε στην Αθήνα μουσικοσυνθέτη μας Σπύρο Σαμοΐλη. Σ’ αυτόν ο Γιάννης Ρίτσος εμπιστεύτηκε το γραμμένο στην εξορία «μέσ’ από τ’ αντίσκηνο του Άη Στράτη» μεγαλειώδες ποίημά του «Οι γειτονιές του κόσμου». Ακούγοντας τις στροφές «Αυτός ο άνεμος» σου ‘ρχεται να χορέψεις! Το έργο, με τις ερμηνείες του Νότη Περγιάλη και της Μάρως Λύτρα και με τον ίδιο τον ποιητή να διαβάζει στίχους του, κυκλοφόρησε το 1977.
Τέτοιες ημέρες τρία χρόνια νωρίτερα, το 1973, λίγες ημέρες προτού ξεσπάσει η εξέγερση του Πολυτεχνείου μέσα στην Χούντα, σε μια μπουάτ στην Πλάκα με τον ποιητή στο ακροατήριο ο Σπύρος Σαμοΐλης είχε παρουσιάσει μελοποιημένα ποιήματά του.
Δίνουμε τον λόγο στον Κερκυραίο μουσικοσυνθέτη για εκείνη τη βραδιά του Νοεμβρίου του 1973: «Κάθε φορά που το φέρνω στο νου μου χάνω τα λόγια. Είχαμε μπροστά μας τον ίδιο τον Γιάννη Ρίτσο να απαγγέλει τη “Ρωμιοσύνη”. Μέσα στο ημίφως της μπουάτ, τον ακούγαμε να μιλάει με μια φωνή τόσο χαμηλή, πιο πολύ ήταν ψίθυρος παρά απαγγελία. Μας κοιτούσε στα μάτια και με πολύ αργό, ήρεμο ρυθμό έλεγε “Σώπα… όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες”. To μαγαζί γεμάτο νεολαία, αλλά αν έκλεινες τα μάτια σου, θα νόμιζες ότι ήσουν μόνος, δεν ακουγόντουσαν ούτε οι αναπνοές τους».
Ήταν μια ιστορική βραδιά:
«Όταν βγήκε στη σκηνή ο Τίτσος και άρχισε να απαγγέλει τη “Ρωμιοσύνη”, το μόνο που άκουγες από κάτω ήταν οπι λυγμοί και το κλάμα του κόσμου. Εκείνο το βράδυ, όπως και άλλες φορές, η Ασφάλεια μπήκε στο μαγαζί και άρχισε τα σπασίματα… Ο κόσμος, όμως, είχε προλάβει να ακούσει τον ίδιο τον Ρίτσο να του διαβάζει (…) Τον λάτρευαν τον Ρίτσο, ο ίδιος την ένιωθε τόσο δυνατά την αγάπη του κόσμου που, χρόνια μετά, έλεγε ότι χρειαζόταν δεκαπέντε μέρες να συνέλθει από τη συγκίνηση».
Επτά χρόνια νωρίτερα, το 1966, είχε ακούσει να ερμηνεύει σε πρόβα το «Ψιλόβροχο», νέο τότε τραγούδι με δικούς του στίχους σε σύνθεση του Σπήλιου Μεντή, έναν Κερκυραίο που ο πατέρας του Δημήτρης Πανδής πριν από δύο περίπου δεκαετίες ήταν συγκρατούμενος τόσο του ιδίου όσο και του Μίκη Θεοδωράκη. Επρόκειτο για τον ερμηνευτή Πέτρο Πανδή, που αργότερα θα τραγουδούσε αμέτρητους στίχους του σε μελωδίες του Μίκη.
Το 1940. Τότε ο «ποιητής-Οδυσσέας» έβαλε στους στίχους του για πρώτη φορά την Κέρκυρα βγαλμένη από το ομηρικό έπος της «Οδύσσειας» κι εστιασμένη στη Ναυσικά. Το έκανε με το ποίημά του «Το εμβατήριο του Ωκεανού», με στίχους όπως ετούτοι:
Καθώς Εκείνος έβγαινε απ’ τη θάλασσα γυμνός
χρυσός απ’ τ’ αυγινό νερό
με ορθή την ήβη σχεδιασμένη στην κορνίζα του ήλιου
φεύγαν η Ναυσικά κι οι ωραίες παρθένες έντρομες
πίσω απ’ τα δέντρα
και τα γυμνά τους πέλματα μετέωρα
λαός περιστεριών από άσπρο φως
φτερούγιζαν στην πράσινη αντανάκλαση της χλόης.
…Έξω στο λιακωτό σιμά στη θάλασσα
το βραδινό τραπέζι μας λιτό.
Μούσκευε στο κρασί ψωμί σταρένιο η Άνοιξη
και το φεγγάρι μυστικά ζωγράφιζε
στα ελληνικά χωμάτινα λαγήνια
σκηνές από την Τροία.
Ήλιε, Ήλιε
που βάφεις μ’ αίμα τη θάλασσα
γυμνός προσφέρομαι στη φλόγα σου
να φωτίσω τα μάτια των ανθρώπων.
Αδέλφια μου
ακούστε τη φωνή σας, τη φωνή μου
ακούστε το τραγούδι του ήλιου και της θάλασσας.
Για να επανέλθει το 1964 με τη «Ναυσικά» και τους εξής στίχους του και για τον Δημόδοκο «Στο σπίτι της Ναυσικάς»:
Όταν, με το βραδάκι, γύρισε απ’ την ακροποταμιά στη ναυτική πολιτεία
που στα μπαλκόνια της και στις κληματαριές της σκόνταφταν τα κατάρτια,
τα ίδια τ’ αδέρφια της βγήκαν απ’ το παλάτι και ξέζεψαν τα μουλάρια,
έπαιρναν απ’ τ’ αμάξι και κουβάλαγαν στο σπίτι τα πλυμένα ρούχα
ξηρά κι ευωδιασμένα από ήλιο, δάφνη και σαπούνι· την ώρα
που οι δούλες άναβαν τους λύχνους κι έστρωναν το δείπνο.
Η κόρη έλαμπε απόψε με μιαν άλλη ομορφιά, κι έτρεμε πολυάσχολη
μη κι απ’ το βάρος των πλυμένων ρούχων νιώσουνε τ’ αδέρφια της
πως έλειπε μια φορεσιά. Κανένας, βέβαια, δεν κατάλαβε. Ο ξένος
είχε απομείνει έξω απ’ τον ποτισμένο κήπο μόνος. Όταν εμφανίστηκε,
μόνον η Αρήτη γνώρισε την αλλαξιά του γιου της Λαοδάμοντα
στο σώμα του ξένου, όταν αυτός της πρόσπεσε στα γόνατα,
κι ευθύς τον ένιωσε σα γιο της. Σήκω -του είπε- και τον κάθισε στην καλύτερη θέση
κάτω απ’ το στύλο που κρεμόταν η κιθάρα του Δημόδοκου.
Δεν είχε τελειώσει με τη «χώρα των Φαιάκων». Επανήλθε σ’ αυτή το 1965 από τη Σάμο με στίχους στα «Πρίσματα»:
Πολύ εύκολα τα ‘χαν τα δάκρυα, κείνο τον καιρό, μπροστά στους άλλους,
όχι τίποτε αμούστακα παιδιά, μα άντρες δοκιμασμένοι. Όπως τότε
ο μέγας ναυαγός, ακούγοντας τον αοιδό, στη χώρα των Φαιάκων,
σήκωσε με το χέρι του την πορφυρή χλαμύδα,
σκέπασε την ωραία μορφή του κι άρχισε να κλαίει. Όμως, προσέχτε
αυτή την όλο ευπρέπεια αντρική χειρονομία: Με το κεφάλι
έτσι σεμνά γερτό κάτω απ’ το τρίγωνο του αγκώνα, πίσω
από το κόκκινο φαντό, — να ‘κρυβε τάχα τη συγκίνησή του
ή να την υπογράμμιζε έτσι, ή να οσμιζόταν τάχα τη χλαμύδα
που, λίγο πριν, με τα ίδια της τα χέρια, την είχε πλύνει η κόρη
αυτή που τώρα στέκονταν όρθια στον παραστάτη,
δίπλα στο τρίφλογο λυχνάρι, με τα μάγουλα αχνά ροδισμένα,
με τα μάτια ρεμβώδη. Κι η χλαμύδα, στα σίγουρα, θα ευώδιαζε
αλμύρα, μύρτα και λιακάδα, διάστικτη με σκιές από τριφύλλι.
Το 1966 με την «Κλιμάκωση» επανήλθε στους «μακρύκουπους Φαίακες»:
Τ’ άπρεπα λόγια του Ευρυάλου, αδίκως εξοργίσανε τον Οδυσσέα·
άπρεπα τα ‘θελε και τα ‘πε. Έμπορας, λέει,
που νοιάζεται για τις πραμάτειες μόνο και για τ’ άνομα κέρδη,
κι όχι για ευγενικά αγωνίσματα. Έτσι τα ‘πε, και πέτυχε
κι αυτός και ο άλλος, όταν σήκωσε το μέγα δίσκο
και τον σφεντόνισε πιο πάνω απ’ όλα τα σημάδια, μ’ ένα βούισμα τέτοιο
που σκύψαν οι μακρύκουποι Φαίακες, (Χωρίς να υπολογίσουμε
που, αόρατη, η Θεά χάραξε το σημάδι κάμποσο πιο πέρα). Ωστόσο πόσες άλλες
απρέπειες, δίχως τις ευγενικές προθέσεις του Ευρυάλου,
σκέτες απρέπειες, δίχως να ξυπνήσουνε τη δύναμή μας. Κι είναι να λυπάσαι
γι’ αυτή την κοιμισμένη ορμή κι όχι για τις απρέπειες διόλου.
Και το χειρότερο, που μονάχα γι’ αυτές λυπάσαι.
Τότε περίπου θα γράψει και μιαν άλλη εκδοχή με «τα δώρα των Φαιάκων» στο ποίημα «Επιστροφή Ι»:
Τον βγάλαν απ’ το πλοίο κοιμάμενον, μαζί με τις κουβέρτες του,
τον άφησαν μαλακά στη στεριά, λίγο πιο πάνω απ’ το λιμάνι του Φόρκυνα,
μπροστά στο σπήλαιο, κάτω απ’ την ελιά˙ αποθέσαν πλάι του
τα δώρα των Φαιάκων – τρίποδες, χαλκώματα, λεβέτια –
κι έφυγαν πάλι. Σαν ξύπνησε εκείνος
μήτε φαντάζονταν που το φιλόξενο καράβι, που τον έφερε,
είχε πετρώσει κιόλας στο έμπα της Σχερίας,
στο λιμάνι κατάντικρυ˙ μήτε και γνώρισε καθόλου
τα πατρικά του χώματα. Θεϊκή καταχνιά τον περιέβαλλε
μετά απ’ την εικοσάχρονη δοκιμασία. Ωστόσο
μέτρησε τα χαλκώματα ένα ένα, μη του κλέψαν τίποτες.
Κι η πονηριά, μήτε και τούτη τη στιγμή, δεν του ‘λειψε,
όταν ρωτούσε τ’ όμορφο βασιλόπουλο, να μάθει
τον τόπο τούτο που πατούσε, τα συνήθεια του. Κι η Θεά
όχι μονάχα το ανεχόταν, το απαιτούσε κιόλας, το καμάρωνε.
Έπρεπε τρόπος να βρεθεί μη χαθεί τίποτα
από τις μνήμες του μεγάλου ταξιδιού,
από τα δώρα που έλαβε και θ’ άφηνε.
Το 1968, στη Λέρο πια, θα στιχουργήσει την περιπέτεια του Αθηναίου ευεργέτη της Κέρκυρας Θεμιστοκλή, με ομώνυμο ποίημα:
Αυτός που λάμπρυνε όσο λίγοι τη χώρα του, αυτός που βαθύτατα γνώριζε
πως κάθε απελευθέρωση σημαίνει μια καινούργια υποδούλωση, χειρότερη,
πολύ χειρότερη απ’ την πρώτη, αυτός ο μεγαλόπνοος, ο πιο άξιος απ’ όλους μας,
τώρα ύποπτος σε όλους, παρεξηγημένος, ολομόναχος, κυνηγημένος
από Αθηναίους και Λακεδαιμονίους μαζί – και να μη βρίσκει
ούτε στην Κέρκυρα καν προστασία που τον λογιάζαν ευεργέτη τους.
Δύο καθηγητές του Ιονίου Πανεπιστημίου, ο Γιώργος Κεντρωτής και ο Θεοδόσης Πυλαρινός, θα σταθούν αργότερα με μελέτες τους στη ματιά του Ρίτσου στην απώτερη Ελλάδα και στον Όμηρο.
Το 2011 η καλλιτεχνική ομάδα «Ionian Act» παρουσίασε υπέροχα τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» στην Κέρκυρα, σε άλλα Ιόνια νησιά, στην Αθήνα. Το θεατρικό-μουσικό σχήμα «Κλωνάρι» είχε παρουσιάσει το ίδιο έργο του ποιητή και τον «Αποχαιρετισμό» του στο χωριό Κάτω Παυλιάνα το 2014. Η μορφή του ποιητή ζωντάνεψε στην πόλη μας, σαν να ‘ταν ανάμεσά μας, με την έκθεση έργων ζωγραφικής του Φώτη Μανιού «Γιάννης Ρίτσος» στην Κερκυραϊκή Πινακοθήκη το 2019…
Σαν να ‘χε δίκιο στον «Επιτάφιό» του και σ’ αυτό: «Εσύ δεν χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι (…) Στις φλέβες ολουνών έμπα βαθιά και ζήσε».
Είναι πολύπλευρη, είναι πολλαπλή, είναι αμφίδρομη η σχέση της Κέρκυρας και ευρύτερα της Επτανήσου, μέσω των ανθρώπων τους και των πράξεών τους, με το έργο και την προσωπικότητα του Γιάννη Ρίτσου. Ακόμη και με τον γενέθλιο τόπο του.
Γραμμένος το 1936 από τον Γιάννη Ρίτσο, ως γνωστόν, για τον θρήνο της μάνας του νεκρού από αστυνομική σφαίρα εργάτη Τάσου Τούση, τον απαθανατισμένο σε φωτογραφία της εφημερίδας «Ριζοσπάστης» του κόμματος των Ελλήνων κομμουνιστών, είναι ο «Επιτάφιος». Για τον θρήνο της μάνας πάνω στο άψυχο σώμα του γιου της σε δρόμο της Θεσσαλονίκης, στη μεγάλη απεργιακή διαδήλωση των εργατών της. Την ιστορική ημέρα 9 Μαΐου 1936.
Ο «Επιτάφιος» μελοποιήθηκε στο Παρίσι το 1958 από τον Μίκη Θεοδωράκη, που έστειλε τη μελωδία στον φίλο του Μάνο Χατζηδάκη στην Αθήνα τα τέλη του 1959. Έμελλε να ερμηνευθεί για πρώτη φορά το 1960 από μία πολύ μεγάλη λυρική τραγουδίστρια, κόρη Κερκυραίας, σε μιαν ιστορική ηχογράφηση.
Στροφές του, σε ενορχήστρωση και διεύθυνση του Μάνου Χατζηδάκη με τη μουσική του Μίκη, ερμήνευσε τότε η κόρη της Αλίκης Κατσαρού, Νάνα Μούσχουρη, λίγο πριν ο ίδιος ο Θεοδωράκης, μετά την επιστροφή του από το Παρίσι, επιλέξει για ερμηνευτή σε δική του ενορχήστρωση και διεύθυνση τον Γρηγόρη Μπιθικώτση με την επική φωνή, στη γνωστή συγκλονιστική ερμηνεία «για τις αγορές και τα σοκάκια, εκεί που το παλικάρι λαχάνιασε και αγάπησε, πριν φάει μια σφαίρα στην καρδιά», όπως ο Μίκης είχε εξηγήσει αργότερα.
Η Νάνα Μούσχουρη έχει περιγράψει τον πνευματικό ξεσηκωμό και τις προετοιμασίες εκείνης της πρώτης ηχογράφησης στην Αθήνα μ’ ετούτα τα λόγια: «”Νάνα να σου γνωρίσω τον Μίκη Θεοδωράκη”, είπε ο Μάνος εκείνη τη μέρα στου “Φλόκα” (…) Ο ίδιος ο Ρίτσος, πιο σοβαρός και μετρημένος, σαν τον Νίκο Γκάτσο, μου συστήθηκε λίγο μετά και κάθισαν οι τέσσερις, σαν σε συνάντηση κορυφής, γύρω από το τραπέζι του “Φλόκα” (…) Από την πρώτη μέρα το στούντιο είχε μετατραπεί σε φιλόξενη φωλιά μουσικής δημιουργίας, μια και, εκτός από τον ίδιο τον Μίκη, έρχονταν να παρακολουθήσουν την ηχογράφηση ο Νίκος, ο Ρίτσος, ο Κούνδουρος, ο Πατσιφάς στην εταιρεία του οποίου (…) θα έβγαινε ο δίσκος, αλλά κι ο Μόραλης και ο Μίνως Αργυράκης, που συζητούσαν φιλικά ποιος από τους δύο θα ζωγράφιζε το εξώφυλλο και πώς θα μπορούσε να είναι».
Στο χωριό Κορακιάνα μια οικογένεια συνδεδεμένη στενά με τη Νάνα Μούσχουρη που διέθετε εκεί κατοικία μέχρι πριν από λίγα χρόνια, έχει συλλέξει στοιχεία «από πρώτο χέρι», όπως λέμε, για εκείνη την πρώτη ηχογράφηση τον Αύγουστο του 1960.
Επιπλέον, το χωριό αυτό έμελλε να συνδεθεί με τον «Επιτάφιο» και με την ιστορική μελοποίησή του με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Γέννημα-θρέμμα του χωριού ήταν η ερμηνεύτρια Καίτη Θύμη που έκανε υπέροχα ως «δεύτερη φωνή» τα σεγόντα στην ηχογράφηση με τον Μπιθικώτση τον Σεπτέμβριο του 1960.
Η μεγάλη απεργία του 1936 και το αίμα των εργατών της Θεσσαλονίκης, ας προσθέσουμε εδώ, είχαν ξεσηκώσει την Κέρκυρα. Τις 13 Μαΐου 1936 ξεχύθηκαν στους δρόμους της πόλης χιλιάδες απεργοί εργάτες, υπάλληλοι και επαγγελματίες, καθώς και αγρότες. Είχαν καταγραφεί 35 τραυματίες σε συγκρούσεις με αστυνομικούς και στρατιώτες. Για να ακολουθήσουν νέες συγκρούσεις την επόμενη ημέρα, στη διάρκεια γενικής απεργίας και εκδήλωσης που εκτιμήθηκε ότι συγκέντρωσε 12.000 λαού σε διαμαρτυρία «διά τας αιματηράς σκηνάς της Θεσσαλονίκης», όπως έγραψε η εφημερίδα «Κερκυραϊκόν Βήμα». Έγραψε επίσης ο «Ριζοσπάστης» στην Αθήνα: «Παλλαϊκή απεργία στην Κέρκυρα – Σύγκρουση με την Αστυνομία και τραυματισμοί».
Αφορά κι εκείνους τους Κερκυραίους και τους απογόνους τους ο ιστορικός «Επιτάφιος» του γεννημένου την Πρωτομαγιά του 1909 ποιητή. Στο πρόσωπο του Τάσου Τούση ο ποιητής έκλινε το γόνυ μπροστά στο μεγαλείο των αγώνων και του δίκιου της εργατικής τάξης όπου γης.
Επιπλέον, η μουσική του έχει και κάτι καθαρά δικό μας, επτανησιακό. Όπως και ο βαθιά μουσικός λόγος του «Επιτάφιου», έτσι και η μουσική του «έχει μέσα και το επτανησιακό και το κρητικό και το λαϊκό και το ρεμπέτικο στοιχείο, αυτά τα ακούσματα που είχα μέσα μου», θα πει αργότερα ο Μίκης.
Αν με τις αναφορές του στους ήρωες και τις ηρωίδες της «Οδύσσειας» στη Φαιακία ο Γιάννης Ρίτσος βουτούσε στον ομηρικό μύθο για να προβάλλει διαχρονικές ανθρώπινες συμπεριφορές και αξίες και να τις τοποθετήσει και αναδείξει στην εποχή μας με το πνεύμα της σύγχρονης δικής του φιλοσοφίας και πολιτικής στάσης, το ίδιο μπορεί να πει κανείς ότι έκανε με την προσφυγή του στην πνευματική κληρονομιά του πατέρα της νεοελληνικής ποίησης.
Οι γραμμένοι στην Κέρκυρα «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Ζακύνθιου Διονύσιου Σολωμού εστάθηκαν γι’ αυτόν πηγή έμπνευσης και αντηχούν σε κάποια έργα του για τους νέους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» της ελληνικής κοινωνίας την εποχή της κυριαρχίας της αντιδραστικής πια αστικής τάξης.
Τον σολωμικό στίχο «Πάντ’ ανοιχτά πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου» επέλεξε εξάλλου ως προμετωπίδα στην τριλογία του «Αγρύπνια», που κυκλοφόρησε το 1954 με τη «Ρωμιοσύνη», τα «Τρία χορικά» και την «Κυρά των αμπελιών».
Είχε γράψει ο «Ριζοσπάστης» για τον Σολωμό το 1998: «Για να δανειστούμε τα λόγια του άλλου εθνικού λαϊκού ποιητή μας, του Γιάννη Ρίτσου, ο Σολωμός δεν τραγουδούσε για να ξεχωρίσει από τον κόσμο. Τραγουδούσε για να σμίξει τον κόσμο».
Ένας μουσικός από τη Ζάκυνθο όπου κάποτε όπως και στην Κέρκυρα και σε άλλα νησιά του Ιονίου είχαν καταφύγει πολλοί Μονεμβασιώτες, ας προσθέσουμε εδώ, έμελλε να είν’ εκείνος στον οποίο ο Μονεμβασιώτης Γιάννης Ρίτσος εμπιστεύτηκε για πρώτη φορά τη φωνή του σε δίσκο. Το 1963 ο ποιητής, στην πρώτη του εμφάνιση σε δισκογραφημένη έκδοση έργου του, απήγγειλε συγκλονιστικά την «Κυρά των αμπελιών», συνοδεύοντας μια διακριτική λυρική σύνθεση του Ζακύνθιου συνθέτη Άκη Λυμούρη, μουσικοσυνθέτη ποιητικών έργων και δύο συναγωνιστών του Γιάννη Ρίτσου στο ΕΑΜ επί Κατοχής: του Λευκάδιου Άγγελου Σικελιανού και του Κεφαλονίτη Νίκου Καββαδία.
Στο ΕΑΜ των λογοτεχνών και των καλλιτεχνών στην Αθήνα, μαζί με τον Ρίτσο, βρέθηκαν και Κερκυραίοι όπως ο δολοφονημένος το 1944 μουσουργός Στάθης Μάστορας, ο Φώτης Γιοφύλλης, ο νεαρός ΕΠΟΝίτης Σπύρος Πλασκοβίτης, καθώς και άλλοι Επτανήσιοι, μεταξύ των οποίων ήταν ο Ζακύνθιος Αλέκος Ξένος και ο Ιθακήσιος δημιουργός του Ύμνου «Στ’ άρματα! Στ’ άρματα!» Νίκος Καρβούνης, στα χέρια του οποίου είχε ξεψυχήσει το 1912 ο συμπολεμιστής του στις μάχες για την απελευθέρωση της Ηπείρου Κερκυραίος σονετογράφος Λορέντζος Μαβίλης, ένας απ’ τους αγαπημένους ποιητές του Μίκη όταν ακόμα ήταν μαθητής.
Μαζί τους ήταν κι ο 'Δυσσέας Ελύτης που τρία χρόνια νωρίτερα, το 1937, είχε εντρυφήσει στην Κέρκυρα στη σολωμική κληρονομιά, ενώ φοιτούσε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στο Παλαιό Φρούριο της πόλης του νησιού.
Τι σύμπτωση κι αυτή! Ένας παν-Επτανήσιος, ένας παν-Έλληνας με σεβασμό προς όλους τους λαούς, που με τα λόγια «Είμαι και Ζακυθινός και Μωραΐτης κι’ Ανατολίτης κι’ Αθηναίος, είμαι Πανέλληνας» καταπολέμησε κάθε τοπικιστικό σοβινισμό, ο Ζακύνθιος οπαδός των σοσιαλιστικών ιδεών στα νιάτα του Γρηγόρης Ξενόπουλος ήταν αυτός που ενθάρρυνε τον Γιάννη Ρίτσο στα μαθητικά του χρόνια να προχωρήσει. Σε μαθητική ηλικία ο ποιητής είχε στείλει στο περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων» κάποια κείμενα και στίχους του, χρησιμοποιώντας σ’ αυτούς το ψευδώνυμο «Ιδανικό Όραμα». Κι ο Ξενόπουλος τους είχε επαινέσει. «Είναι ειλικρινείς, έχουν μέσα τους έναν αληθινό πόνο», είχε γράψει.
Η μητέρα του ποιητή τού διάβαζε τότε Σολωμό, Παπαδιαμάντη, Παλαμά, Ξενόπουλο. Την Κατοχή ήταν κι ο Ξενόπουλος στο ΕΑΜ, αναλαμβάνοντας μάλιστα ηγετικό ρόλο, αν και γέρος πια, στην Ένωση Επτανησίων της Αθήνας που αποτέλεσε τότε, άτυπα, μιαν από τις εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις του ΕΑΜ.
Τρεις δεκαετίες περίπου μετά την Κατοχή, το 1977, ο Γιάννης Ρίτσος θα ένωνε τη φωνή του με τον σημαντικότερο μεταπολεμικό Κερκυραίο πεζογράφο, συνυπογράφοντας με άλλους ανθρώπους των Γραμμάτων και της Τέχνης κείμενο υποστήριξής του.
Είχε ταχθεί, τότε, στο πλευρό του λογοτέχνη, αντιστασιακού δικαστή και μετέπειτα βουλευτή κι ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ αριστερού σοσιαλιστή Σπύρου Πλασκοβίτη, όταν αυτός παραιτήθηκε από το Συμβούλιο Επικρατείας σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αθώωση σειράς στρατιωτικών που ευθύνονταν για τη σφαγή του 1973 στο Πολυτεχνείο. Στο περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων» είχε κι ο Σπύρος Πλασκοβίτης κάνει την εμφάνισή του στα ελληνικά Γράμματα.
«Στενός ο τόπος κι εβρόντουνε…», για να δανειστούμε κι εμείς έναν ταιριαστό μάλλον σολωμικό στίχο. Μικρή και μεγάλη κι ενιαία συγχρόνως η Ελλάδα μας, με πολλούς άγνωστους λίγο-πολύ ιστορικούς δεσμούς ανάμεσα στους ανθρώπους πολύ μακρινών μεταξύ τους τόπων, όπως η Κέρκυρα και η Μονεμβασιά. Η Ιστορία παίζει περίεργα παιχνίδια!
Στη ματιά του στην ομηρική μυθολογική Κέρκυρα ο Γιάννης Ρίτσος αφιέρωσε στίχο στο «καράβι που είχε πετρώσει στο έμπα της Σχερίας». Σ’ αυτό με το οποίο οι Φαίακες, κόντρα στη θέληση του Ποσειδώνα, είχαν μεταφέρει τον Οδυσσέα στην Ιθάκη. Σ’ αυτό που λέμε ότι είναι το γνωστό Ποντικονήσι μας στο βόρειο λιμάνι του Αλκινόου.
Το ίδιο ήταν για εκείνον ο βράχος της γενέθλιας γης του: ένα «πέτρινο καράβι». Έτσι χαρακτήρισε την όμορφη «Κυρά Μονοβασιά» του στο ομώνυμο λυρικό ποίημά του.
Δύο φορές στην ιστορία της η Κέρκυρα αποικίστηκε από Μονεμβασιώτες. Τα τέλη του 15ου αιώνα η πρώτη, το 1540 η δεύτερη, όπως τότε και η Κεφαλονιά και η Ζάκυνθος και τα Κύθηρα. Περιέγραψε αδρά τη δεύτερη ο Κερκυραίος ιστοριοδίφης Λαυρέντιος Βροκίνης το 1884, με ειδική μελέτη του και με ονόματα. Είχαν έλθει με ιερά κειμήλια του τόπου τους.
Στον πιο ιερό και παλαιό χριστιανικό ναό της Μονεμβασιάς, τον μητροπολιτικό ναό του Ελκόμενου Χριστού, σώθηκε μόνο μία από τις τρεις παλαιότατες εικόνες του. Από την Κέρκυρα όπου είχε γεννηθεί από μονεμβασιώτικη οικογένεια, το 1700 έστειλε εκεί τη δεύτερη χρονολογικά εικόνα απ’ τις τρεις ο ιατροφιλόσοφος Ανδρέας Λικίνιος, που αργότερα έζησε στην πατρογονική καστροπολιτεία του και τελικά πιάστηκε από τους Οθωμανούς και απαγχονίστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Σώζεται στη Μονεμβασιά αναφορά με τα λόγια: «1700: σεπτ. 16 ήρθε εις την μητρόπολη ο καινούριος ελκόμενος από τους Κορφούς, αφιέρωμα του ντετόρου Αδρέα Λιτσίνιου». Ο Λικίνιος στη Μονεμβασιά ήταν κτήτορας ναού του Αγίου Νικολάου με κτίρια που λόγω της οθωμανικής κυριαρχίας μετατράπηκαν σε αποθήκη πυρομαχικών. Σε χρόνο μεταγενέστερο από την επίσκεψη του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στη Μονεμβασιά το 1828, τα κτίρια εκείνα στέγασαν σχολείο. Σ’ αυτό έμαθε γράμματα κι εκεί τελείωσε το δημοτικό σχολείο ο μεταφρασμένος σε σαράντα γλώσσες, πανανθρώπινος Γιάννης Ρίτσος.
Περιοχή με το τοπωνύμιο «Κανόνι» στην Ελλάδα έχουν μάλλον, εξάλλου, μόνο δύο ελληνικοί τόποι, που αμφότεροι βρέχονται απ’ το Ιόνιο ή επηρεάζονται από αυτό: η Κέρκυρα και η Μονεμβασιά.
Κατηφορίζοντας το μονεμβασιώτικο «Κανόνι», ο τάφος του ποιητή της Ρωμιοσύνης ατενίζει το Μυρτώο Πέλαγος, πλάι στο Ιόνιο και στα Κύθηρα, εκεί που συναντιούνται το Ιόνιο, το Αιγαίο και το Κρητικό Πέλαγος. «Σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα λιθάρια, σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως».
Στενή, στενότατη η σχέση της Μονεμβασιάς με τα Επτάνησα. Για χρόνια, μέχρι το 1204, Μονεμβασιώτες διοικούσαν ένα τους: τα Κύθηρα. Όπως και τα εφτά νησιά, έτσι και η Μονεμβασιά βίωσε αργότερα την ενετική κατοχή.
Στην αρχαία Μονεμβασιά του έμελλε να έχει εντρυφήσει τα τέλη του 19ου αιώνα ένας Κερκυραίος ιστορικός που παιδί είχε ζήσει και απαθανατίσει με ιδιαίτερη περιγραφή την κηδεία του Σολωμού.
Ο Σπύρος Λάμπρος το 1884 είχε συντάξει μελέτη με νέα στοιχεία για «Το περί της κτίσεως της Μονεμβασίας Χρονικόν», προσφεύγοντας σε αθησαύριστα ιστορικά κείμενα. Επίσης, μοναδικά στοιχεία γι’ αυτήν είχε απαθανατίσει στην Κέρκυρα το 1470, περίπου, ο ιστοριογράφος Γεώργιος Φραντζής, στο δικό του «Χρονικό» που ήταν εστιασμένο στην άλωση της Κωνσταντινούπολης, από την οποία είχε βρεθεί στην Κέρκυρα, στην Παλιοκαστρίτσα.
Ποιος ξέρει! Ίσως και κάποιοι παλιοί Μονεμβασιώτες της Κέρκυρας και των άλλων νησιών να συνέβαλαν, πέραν των άλλων, στην πολύ πλούσια ενασχόληση με το έργο του ποιητή στα μέρη μας κι από πολλούς φτωχούς και υποτίθεται «αμόρφωτους» ανθρώπους μας κι όχι μόνο από «μορφωμένους» στις χορωδίες των χωριών μας και σ’ ένα σωρό πολιτιστικούς συλλόγους μας.
Ακόμη και η Αστρονομική Εταιρεία Κέρκυρας, το 2009, είχε οργανώσει εκδήλωση. Για την αστρική ποίησή του. Λες κι ο Σολωμός το ‘χε γράψει στην Κέρκυρα για εκείνον: «Εκοίταξε τ’ αστέρια κι εκείνα αναγαλλιάσαν» με την ποίησή του.
Έναν χρόνο μετά, το 2010, στην πόλη του νησιού άστραψαν παιδιά του 9ου δημοτικού σχολείου με τη μαθητική μπαντίνα της Φιλαρμονικής του χωριού Σκριπερό, σε συναυλία αφιερωμένη στον ίδιο. Συνόδευσαν την ανάτασή τους μ’ «ένα πολύ πολύ πολύ μεγάλο ευχαριστώ στον άνθρωπο, τον μεγάλο ποιητή», όπως είπαν μαζί με τον δάσκαλό τους, «για τη σπουδαία ποίησή του, για τα μηνύματά του, για τα μαθήματα ζωής, αγωνιστικότητας, θάρρους, τιμής, ανθρώπινης υπόστασης που μας κληροδότησε».
Οι συχνές προσφυγές του ποιητή στην «Οδύσσεια» δείχνουν ότι υπήρξε, όπως έχει επισημανθεί, υπερευαίσθητος αναγνώστης της. Αναδιηγήθηκε τη «Φαιακίδα» σε μικρά ποιήματα στις «Μαρτυρίες» του γοητευμένος, όπως πιστεύεται, από την ειρηνική φύση της.
Υπήρξε, σύμφωνα με τον Δημήτρη Μαρωνίτη, «ο επιβλητικότερος αρχαιόμυθος ποιητής μας». Ως Ορφέας Ρίτσος, ας προσθέσουμε εδώ, είχε υπογράψει Κερκυραίος δημοσιογράφος κείμενά του στην αθηναϊκή εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» το 1990. Ο ποιητής το 1969 είχε γράψει ποίημα «Στον Ορφέα» για τις τόσο αγαπημένες στην Κέρκυρα ορφικές τέχνες της λύρας και του έμμετρου λόγου κατά την ελληνική αρχαιότητα. Το ίδιο έτος στο ποίημά του «Ο Τάλως» είχε ανακαλέσει στη μνήμη του και τον ήρωα που κατά τον Απολλώνιο τον Ρόδιο είχε κάνει τον γάμο του με τη Μήδεια σε βουνό της Κέρκυρας, κοντά στο χωριό Άγιος Ματθαίος ίσως σύμφωνα με τον ιστορικό Ανδρέα Μουστοξύδη: τον Ιάσονα. Όπως και τη Μήδεια, το 1968, στο «Χρυσόμαλλο δέρας» του. Η Φαιακία ήταν, σύμφωνα με στίχο του, νησί «του Ήλιου».
Τον ρόλο της μυθολογίας στην ποίηση του Ρίτσου ο δικός μας λογοτέχνης Ευγένιος Αρανίτσης διερεύνησε το 2010 σε έκδοση της «Ελευθεροτυπίας» για τη νεοελληνική ποίηση, ανθολογώντας συγχρόνως τα πιο ερωτικά του ποιήματα.
Το 1990, μόλις τρεις ημέρες μετά τον θάνατό του, είχε γράψει για την πολιτική του στράτευση και τις άλλες πλευρές του έργου του: «Υπήρξε αφοσιωμένος σε μια υπόθεση κι αυτό τον τιμά. Αλλά στην Ιστορία της λογοτεχνίας μπορεί κάποτε να αναφέρεται σαν ο άνθρωπος που περιέγραψε πιο εύστοχα απ’ οποιονδήποτε άλλο την ομορφιά και το μυστήριο της παιδικής ηλικίας που οι νύχτες της ήταν σπαρμένες με μάγια». Αν ο Σολωμός είχε παρουσιάσει ντυμένη με το φως του φεγγαριού τη «νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια» των πολιορκημένων ηρώων του Μεσολογγιού, προσθέτουμε εμείς, εκείνος στους δικούς του καιρούς έκανε συχνά τις νύχτες μέρες, με άπλετο φως, για τους σύγχρονους «Ελεύθερους Πολιορκημένους».
Η Βίκυ Λέανδρος και ο Βασίλης Γισδάκης, δύο απ’ τους άλλους Κερκυραίους ερμηνευτές στίχων του σε συνθέσεις κορυφαίων μουσουργών, αποτελούν κι αυτοί μια έκφραση της πολύπλευρης, πολλαπλής, έμπρακτης και αμφίδρομης σχέσης της Κέρκυρας και της Επτανήσου μέσω των ανθρώπων τους και ειδικότερα των καλλιτεχνών τους με το έργο του Γιάννη Ρίτσου και τον γενέθλιο τόπο του, την οποία μέσα και πέρα από τους στίχους του επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε με αυτές τις γραμμές. Ακόμη, ο Μάριος Φραγκούλης ανήκει στην ίδια κατηγορία.
Ειδικότερα ο Βασίλης Γισδάκης ήταν αυτός που το 2004 είχε ερμηνεύσει στην Αθήνα, σε πρώτη εκτέλεση, τραγούδια του Γιάννη Ρίτσου από τη συλλογή του «Τ’ ουρανού και του νερού», σε μουσικοχορευτική παράσταση οργανωμένη από τη Σάντρα Βούλγαρη με μουσική του Βασίλη Δημητρίου.
Επτανήσια από πατέρα και μητέρα είναι, εξάλλου, η κάθε τόσο παρούσα στον κερκυραϊκό χωριό Κουραμάδες και στενά συνδεδεμένη με την Κέρκυρα Μαρία Φαραντούρη. Η τόσο αγαπημένη μας και ασυναγώνιστη στην ερμηνεία του βάρδου της Ρωμιοσύνης και της αταξικής κοινωνίας και Ελευθερίας ερμηνεύτρια, που τον τραγούδησε στα πέρατα του κόσμου, μας τον είχε αποδώσει αξέχαστα το 1975 στο αθλητικό στάδιο της πόλης μαζί με τον Πέτρο Πανδή στη συναυλία που ο Μίκης είχε δώσει μαζί με τον μαθητή του Σπύρο Σαμοΐλη. Όπως έκανε πάλι πριν από τρία χρόνια, το 2017, μαζί με τις τοπικές χορωδίες από τα Κανάλια και την Αχαράβη, την υψίφωνο Έλλη Καρύδη και τη Φιλαρμονική του χωριού Γαστούρι.
Όπως συγκλονιστικά είχε ερμηνεύσει τον Γιάννη Ρίτσο ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης με τον Μίκη στο κινηματοθέατρο «Παλλάς» στην πόλη μας, σε δύο συνεχόμενες αστυνομοκρατούμενες συναυλίες των «Λαμπράκηδων» και της ΕΔΑ με 2.500 παλλόμενους ακροατές, το 1964.
Η συμπατριώτισσά μας ιστορικός και εκπαιδευτικός Έλλη Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου έχει να διηγείται και μιαν άλλη μουσική σύζευξη άξια επισήμανσης σε αυτό το αφιέρωμα. Ο μεγάλος μουσουργός και σύζυγός της οπαδός των σοσιαλιστικών ιδεών μετά την Κατοχή Γιώργος Σισιλιάνος, στο σπίτι του οποίου στην Αθήνα κρυβόταν την πρώτη περίοδο του Εμφυλίου ο επί δεκαετίες μετά αχώριστος φίλος του Μίκης Θεοδωράκης, πρόεδρος τότε της Ένωσης Νέων Ελλήνων Μουσικών με αντιπρόεδρο τον ίδιο, έχει αφήσει μια σπουδαία δημιουργία. Το 1977 είχε συνθέσει τη μονόπρακτη όπερα δωματίου «Η Κυρία του Σεληνόφωτος», εμπνευσμένη από το έργο του ποιητή «Η σονάτα του σεληνόφωτος», ενώ το 1979 διαμόρφωσε το έργο για πλήρη ορχήστρα. Η μουσική κληρονομιά και η ζωή εκείνου του μεγάλου μουσουργού αποτυπώθηκε φέτος σε βιβλίο του εκδοτικού οίκου «Κέρκυρα». Μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο για το έργο του μίλησε σε εκδήλωση ο αντιπρύτανης του Ιονίου Πανεπιστημίου και πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών, καθηγητής και συνθέτης Ιωσήφ Παπαδάτος.
Το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο της Κέρκυρας έχει ασχοληθεί εξάλλου από καιρό με τον θεατρικό Ρίτσο, που υπηρέτησε και ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Πέτρος Αυγερινός, ανεβάζοντας την «Περσεφόνη» του.
Πριν από πολλά χρόνια, για να θυμίσουμε άλλη μια ένδειξη της τοπικής απήχησης του έργου του ποιητή -που «ο καιρός της δόξας του δεν έχει έλθει ακόμα» όπως έγραψε πέρυσι ο Γ. Κεντρωτής και πίστευε και ο επίσης καθηγητής του Ιονίου Πανεπιστημίου και μελετητής του έργου του Γιάννης Δάλλας- η προσωπογράφος Ρένα Κρουαζιέ φιλοτέχνησε πορτρέτο του.
Πολύ νωρίτερα απ’ την περυσινή έκθεση έργων του Φ. Μανιού στην Κερκυραϊκή Πινακοθήκη, πριν από 25 χρόνια ένας άλλος Κερκυραίος ζωγράφος, ο Σπύρος Αλαμάνος, είχε πάρει μέρος σε έκθεση στη Βενετία στη μνήμη του ποιητή.
Ο βαρύτονος Παντελής Κοντός έχει τραγουδήσει σε πρώτη εκτέλεση ξένες συνθέσεις σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Πανεπιστημίου York του Λονδίνου, ενώ ο τρομπετίστας Δημήτρης Αγάθος απέδωσε τον δικό του φόρο τιμής στην ποίησή του στη μεγάλη συναυλία με το έργο του Ρίτσου «Καντάτα για τη Μακρόνησο», που οργάνωσε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας στη Μακρόνησο τον περασμένο Σεπτέμβριο, τοποθετώντας μνημείο.
Αλύγιστος ήταν εκεί μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο τότε, στο ίδιο Τάγμα, ο θαυμαστής της ποίησής του μετέπειτα βουλευτής της ΕΔΑ στην Κέρκυρα Γεράσιμος Πρίφτης.
Όπως εκείνον, τίποτα δεν τον είχε καταβάλει. Κι ας είχε γίνει, όπως απεικονίζεται στο Ψηφιακό Μουσείο των Μακρονησιωτών, αγνώριστος από τα βασανιστήρια. Συνεργάστηκε με τον Γιάννη Ρίτσο, μετά, στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης».
Με άρθρα τους που έφεραν τους τίτλους «Με τη θύμηση του Γ. Ρίτσου» ο Μηνάς Σάββας το 1991, «Γιάννης Ρίτσος: Η “Ελένη” ή το τρίτο ρόδο» και «Ο Ύμνος και Θρήνος για την Κύπρο του Γιάννη Ρίτσου» ο Γ. Κεντρωτής το 1997 και το 2002, «Τέταρτη Διάσταση, προσεγγίσεις, από τη φυσική στην ποιητική του Γ. Ρίτσου» η Αγάθη Μαρκάτη το 2010 και «Ο Γιάννης Ρίτσος ως ποιητικός ήρωας» ο Δημήτρης Κόκορης το 2015, ανέδειξαν μέσα από το κερκυραϊκό λογοτεχνικό περιοδικό «Πόρφυρας» ποικίλες πλευρές του έργου του. Ο Δημήτρης Κονιδάρης του περιοδικού, όπως και ο Ορέστης Μουσούρης, έχουν εργαστεί και συνεχίζουν να εργάζονται για την ανάδειξη αναλογιών της ποιητικής σχέσης του ανυπότακτου ποιητή με τα μέρη μας, στο πλαίσιο μιας υπό έκδοση μελέτης με τον τίτλο «Η Κέρκυρα στην ποίηση».
Μιαν πολύ ωραία περιγραφή για τον άνθρωπο και ποιητή Ρίτσο έδωσε το 2000 ένας Κερκυραίος από την πλευρά του πατέρα του σπουδαίος νεότερός του ποιητής, ο επηρεασμένος από τη γραφή του Γιάννης Κοντός, που τον γνώρισε τις αρχές της δεκαετίας του 1960 στον εκδοτικό οίκο «Κέδρος», κέρδισε τη φιλία του και τον επισκεπτόταν μέχρι το τέλος του στο σπίτι του:
«Πήγαινα στον “Κέδρο”, στην οδό Πανεπιστημίου 44, ν’ αγοράσω τα βιβλία μου. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Εκεί έβλεπα και έναν όμορφο κύριο με μουστάκι, λίγο παχουλό στο πρόσωπο. Τον Γιάννη Ρίτσο. Εκεί συναντούσε τον Κώστα Βάρναλη, τη Μέλπω Αξιώτη κ.ά. Εγώ στεκόμουνα στη βιτρίνα και τον παρακολουθούσα. Τότε άρχισα να μπαίνω στο πνεύμα του. Ήδη είχα ξεκινήσει να γράφω και δικά μου ποιήματα.
Ο Ρίτσος ποιητής είναι αυτό που λέμε μεγάλος ποιητής. Το μεγάλος το ορίζουμε από τι χυμούς παίρνει ένας καλλιτέχνης – κι εδώ ένας ποιητής – από την πατρίδα του, τις γύρω χώρες και όλη τη γη· τι ποταμάκια αισθημάτων, τι ρυάκια έρωτα, τι ρυάκια χρωμάτων, και με τη χημεία που έχει μέσα του αυτά όλα τα κάνει ένα ποτάμι και φτιάχνει τα ποιήματά του. Ο Ρίτσος είναι μια μεγάλη καλλιτεχνική προσωπικότητα. Έχει γράψει τα πάντα: τραγικά, παιδικά, θέατρο, μονόλογους, ποιήματα, συνθέσεις τεράστιες. Έπειτα το “μεγάλος” συνδέεται και με το πώς αλλάζει μοτίβα, πρόσωπα, προσωπεία, τεχνικές, πώς επηρεάζεται από δεκάδες ποιητές ξένους ή Έλληνες, παλιούς, νέους. Αυτή είναι η προσωπικότητα ενός μεγάλου καλλιτέχνη. Ο Ρίτσος μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν ανοικτός σε κάθε επιρροή. Πλησίαζε τα πάντα. Από τους δικούς μας ποιητές, μόνο ο Ρίτσος και ο Ελύτης μέχρι τα τελευταία τους δουλεύανε με ανανεωτική τάση. Όχι επαναλαμβάνοντας τα παλιά. Μπορεί να υπήρχε μια κρούστα επανάληψης, η οποία είναι η καλή μαρτυρία του παρελθόντος, αλλά οι ίδιοι έκαναν ανανεώσεις, αναχωματώσεις στην ποίησή τους. Για μένα ο Ρίτσος είναι ουσιαστικά ένας υπαρξιακός και ερωτικός ποιητής, ένας ποιητής της καθημερινότητας. Δεν πρέπει να μένουμε στην προμετωπίδα μόνο του “στρατευμένου” ποιητή. Στην ποίησή του άλλοτε είναι παραδοσιακός, άλλοτε μοντέρνος, άλλοτε υπερρεαλιστής, άλλες φορές είναι άνθρωπος που πλησιάζει τον Ουγκό, άλλες φορές δημοτικός, κι άλλοτε πολύ λαϊκός. Η ποίησή του είναι σαν να σου μιλάει σιγά και σε παρηγορεί.
Σαν άνθρωπος ήταν ταυτόσημος της ποίησής του. Αυτό θα πει ότι ήταν ένας καλοπροαίρετος, τρυφερός, ευγενής, προσηνής άνθρωπος. Δύο ποιητές ήταν τόσο τρυφεροί: ο Ρίτσος και ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Λένε ότι στην εξορία, στις δύσκολες καταστάσεις, ήταν αυτός που έδωσε το μήνυμα ότι “πρέπει να είμαστε καλοντυμένοι”. Έτσι, τα ρούχα για να σιδερωθούν έμπαιναν κάτω από το στρώμα. Μην ξεχνάμε ότι ο ίδιος ήταν πολύ ταλαιπωρημένος από φτώχεια, από κούραση, από δουλειά και κυρίως από αρρώστια. Ο Ρίτσος έζησε όλα του τα χρόνια μ’ έναν πνεύμονα. Κάπνιζε όμως μανιωδώς, άφιλτρα τσιγάρα, με μια μικρή πίπα για να φτάνει το τσιγάρο μέχρι το τέλος. Ήταν ο άνθρωπος που δεν τον φανταζόσουν χωρίς τσιγάρο».
Επτά χρόνια πριν «φύγει» από τη ζωή. Το 1983. Στο Καρλόβασι της Σάμου. Τότε, για τελευταία γνωστή φορά, ο Γιάννης Ρίτσος ανακάλεσε πάλι συγκλονιστικά στα βάθη του τους Φαίακες και τον Οδυσσέα. Μέσα από ένα όνειρο που προμηνούσε, φαίνεται, την επερχόμενη δύση.
Το εξωτερίκευσε αυτό το όνειρο στο ποιητικό του μυθιστόρημα «Με το σκούντημα του αγκώνα». Το απαθανάτισε στο κεφάλαιο «Η σχέση μας με το όνειρα».
Ξαναθυμόταν, όπως το περιέγραψε, ένα «ολόκληρο όνειρο». Ο ίδιος κυκλοφορούσε όπως έλεγε μέσα στ’ όνειρο, ως μέρος του. «Αέρινος». Μέσα στ’ «όμορφο θνητό» του σώμα. Χτυπούσε τα πλευρά του να βεβαιωθεί. Ότι παρέμενε «εδώ, όχι άγγελος ή σύννεφο ή αερόστατο». Αλλά «ένας άνθρωπος πλάι στους ανθρώπους, εδώ, στη γη, στην πατρίδα του ανθρώπου». Ξαναχτυπούσε τα μεριά του, έγραψε, σαν τον κεντρικό ομηρικό ήρωα. Σαν τον Οδυσσέα. Που «οι Φαίακες τον βγάλαν κοιμισμένον απ’ το πλοίο και τον αποθέσαν στα πατρικά του χώματα κι έφυγαν».
Έφυγαν; Για λίγο; Για πολύ; Για να αλλάξουν βάρδια αποκαμωμένοι απ’ το ταξίδι; Μήπως απόγονοί τους συνεχίζουν στον δικό του ρυθμό για το πιο μεγάλο απ’ τα ονείρατά του όσον αφορά τον άδικο κόσμο μας; Μήπως σύγχρονοι Φαίακες συνεχίζουν το ταξίδι για τον πηγαιμό στην Ιθάκη των πιο δυνατών κοινωνικών και πολιτικών ονείρων του;
Στη Φαιακία των ημερών μας, εφέτος, τον περασμένο Ιούλιο, η «Λαϊκή Συσπείρωση Βόρειας Κέρκυρας» κάλεσε τον κόσμο της σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την επαπειλούμενη τσιμεντοποίηση στην απίστευτου κάλλους περιοχή Ερημίτης, στη διάρκεια επίσκεψης του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, με σύνθημα-όνειρο εμπνευσμένο απ’ αυτόν.
Απ’ τον στίχο του Ρίτσου «Ερωτευμένος πάντα με τα δέντρα, τα πουλιά, τα ζώα και τους ανθρώπους».
Έναν μήνα νωρίτερα, σε μια εκδήλωση-όνειρο των γυναικών της περιοχής τα παιδιά είχαν φτιάξει ζωγραφιές εμπνευσμένες απ’ το ποίημά του «Ειρήνη».
Πριν από πέντε αιώνες είχαν εγκατασταθεί κι εκεί Μονεμβασιώτες. Επώνυμα της πατρώας γης του Γιάννη Ρίτσου, από τους παλιούς εποικισμούς, επιβιώνουν άλλωστε σήμερα σε όλα σχεδόν τα Επτάνησα. Όπως συνεχίζουν στον δρόμο του αγωνιστές πολλοί. Για την κοινωνία που εκείνος ονειρεύτηκε.
Το 1998 η κερκυραϊκή Οργάνωση του ΚΚΕ είχε αφιερώσει σε πλευρές του έργου του εκδήλωσή της για τα 80 χρόνια της ίδρυσης του κόμματος που ελάμπρυνε ο ίδιος, με τον ηθοποιό Βασίλη Κολοβό να διαβάζει στίχους του. Πολύ πριν, μετά την πτώση της Χούντας, με στίχους του σύγχρονου ομηρικού ποιητή είχε «ανοίξει» η πρώτη εκδήλωση του Φεστιβάλ της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας στην Κέρκυρα.
Πράγματι!
Είναι «ομηρικής κοπής», όπως έχει γράψει ο Γ. Κεντρωτής, η ποίηση του Ρίτσου, ο οποίος και το 1969 είχε ανακαλέσει πάλι στη μνήμη του τη Ναυσικά και τον Οδυσσέα στην «Ελένη» του.
Είναι «μια απέραντη θάλασσα».
Που κυματίζει, όπως βλέπουμε, δυνατά και στη στεριά-καρδιά του Ιονίου Πελάγους.
Όπως και σ’ όλες τις ελληνικές ακρογιαλιές του αγαπημένου του Ομήρου.
Ήταν «γεννημένος μέσα στη θάλασσα», έχει πει η κόρη του.
Σαν να είναι ακόμη εδώ κι ολούθε γύρω μας «για πάντα μέσα σ’ όλο τον κόσμο» ο δημιουργός της.
«Αέρινος».
Κάπου κρατάει της καμπάνας το σχοινί! Κάπου προσμένει με τους άλλους συντρόφους του να σημάνει την Ανάσταση!
ΑΛΕΚΟΣ ΚΑΣΤΡΙΝΟΣ