Τρίτη, 14 Οκτωβρίου 2025 08:30

Η τύχη ενός κρατούμενου των Ιταλών στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας

tuxhkrat002Τον έλεγαν Χαράλαμπο Χατζηγεωργιάδη. Ανάμεσα σε διακόσιους περίπου μη Κερκυραίους αντιστασιακούς που οι Ιταλοί κατακτητές τον Ιούνιο του 1943 έφεραν με πλοίο από τη Βόνιτσα αιχμάλωτους στη μικροσκοπική κερκυραϊκή νησίδα Λαζαρέτο, ο Μπάμπης –έτσι τον φώναζαν όλοι– ήταν ο μόνος που είχε ξαναβρεθεί σε κερκυραϊκό έδαφος· και υπερηφανευόταν γι' αυτό, το θεωρούσε κάτι σαν τίτλο τιμής. Ωστόσο, το 1932, που είχε πατήσει γερά τα πόδια του στο λιμάνι της ξακουστής πόλης της Κέρκυρας, έμεινε με τον καημό να τη γνωρίσει, καθώς τότε έπρεπε να φύγει αμέσως μ' ένα καΐκι για τους Παξούς. Το ίδιο έπαθε κι όταν γύρισε από τους Παξούς· δεν μπόρεσε να μείνει. 

Επιτέλους, τις 13 Σεπτεμβρίου 1943, αφού πρώτα η Ιταλία συνθηκολόγησε κι ελευθερώθηκαν σιγά-σιγά οι κρατούμενοι του Λαζαρέτου, σαν ήρθε η σειρά του έγινε πραγματικότητα η επιθυμία του. 

Έστω με την πόλη μισοερειπωμένη από τις γερμανικές βόμβες και με μια νέα «φουρνιά» βομβαρδιστικών να ξεσπούν πάνω της με λύσσα, δεν άργησε να νιώσει κάπως ελεύθερος.

Ίσως οι Γερμανοί να «έκαναν πίσω» και να μπορούσε να περάσει λίγες μέρες  στην Κέρκυρα προτού γυρίσει στον τόπο του, να συναντήσει κιόλας κάποιους Κερκυραίους που είχε γνωρίσει στους Παξούς και πιάσανε φιλία. Στο κάτω-κάτω, τα νέα από τα πολεμικά μέτωπα μαρτυρούσαν πως οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να παίρνουν την «κάτω βόλτα» και δεν του 'χε λείψει ποτέ το τσαγανό, από τότε που με κάποιους συγγενείς του μικρό παιδί άφησε πίσω τη γενέτειρά του Κωνσταντινούπολη και βρέθηκε στη Χαλκίδα, όπου έβγαζε το ψωμί του δουλεύοντας εδώ κι εκεί, μεροδούλι-μεροφάι, ως ιδιωτικός υπάλληλος. Οικογένεια δεν είχε κάνει, σπίτι δικό του δεν είχε, η Εύβοια ήταν κι αυτή υπό κατοχή από τον φασιστικό άξονα, τι Εύβοια τι Κέρκυρα για μερικές μέρες! 

Ο Μπάμπης προθυμοποιήθηκε από τους πρώτους, σε μια μάζωξη πολλών από εκείνους τους σχεδόν διακόσιους στο χωριό Ποταμός μετά τη διαφυγή τους από το Λαζαρέτο, να μη φύγει κι αυτός για την Ήπειρο και το αντάρτικο του ΕΛΑΣ, αλλά να μείνει μαζί με τουλάχιστον άλλον ένα ή περισσότερους από την ομάδα τους στην Κέρκυρα, αν χρειαστεί, για να βοηθήσουν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ του νησιού στον διαφαινόμενο νέο σκληρό αγώνα που θα απαιτούσε ενδεχόμενη νέα, γερμανική αυτή τη φορά, κατοχή της Κέρκυρας. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ του νησιού είχαν χτυπηθεί βαριά, πολύ βαριά, από συλλήψεις και φυλακίσεις. Χρειαζόταν, είπαν, κάποιοι να μείνουν. Ακόμη κι όταν έπεσε ο Μουσολίνι, κάποιοι  φασίστες διοικητές δεν λέγανε να πάψουν τις διώξεις των πιο ανυπότακτων αντιπάλων τους. Γινόταν αγώνας, με τη βοήθεια του Μητροπολίτη Μεθόδιου, για να τους βγάλουν από τις φυλακές. Έπρεπε να «πάρει τα πάνω» του κι ο λαβωμένος ΕΛΑΣ Κέρκυρας.  

Ο Μπάμπης ήταν κομμουνιστής, βλέπετε, από τα 21 του. Έμεινε, λοιπόν. Ήταν έμπειρος, δοκιμασμένος αγωνιστής, όπως όλοι σχεδόν εκείνοι οι περίπου 200 που ήταν γνωστοί ως «Ακροναυπλιώτες». Ξεχώριζε για τη λαϊκότητά του και τη σεμνότητά του, όπως έλεγαν παλιοί Κερκυραίοι που τον γνώρισαν. 

Στους Παξούς είχε πάει εξόριστος, με αστυνομική συνοδεία, το 1932. Είχε παραβεί, τον κατηγόρησαν, τον βενιζελικό νόμο του «Ιδιώνυμου» που 'χε εισηγηθεί στη Βουλή ο Κερκυραίος πολιτικός Κωνσταντίνος Ζαβιτσιάνος και επέτρεπε να 'ναι κανείς κομμουνιστής, αλλά μόνο «μέσα του», μόνο στα λόγια· όχι ν' αγωνίζεται κιόλας μαζί με τον κόσμο. Κι αφού κοτζάμ «εθνάρχης» έκανε τέτοια πράγματα, πώς να μην τον «τυλίξει σ' ένα χαρτί» τέσσερα χρόνια μετά και η δικτατορία Μεταξά. Τον έκλεισε, μαζί με τους άλλους που 'χαν φτάσει στο Λαζαρέτο μέσω Βόνιτσας, στην Ακροναυπλία, στο παλιό κάστρο του Ναυπλίου. Και τον παρέδωσε κι εκείνον αλυσοδεμένο, όπως τόσους και τόσους άλλους ομοϊδεάτες του, στους ξένους κατακτητές.

Ο Μπάμπης δεν έλεγε να «βάλει μυαλό» κι ας είχε περάσει οκτώ με εννιά χρόνια σε φυλακές και ξερονήσια, περνώντας κι από τον Άη Στράτη, την Πύλο και την Αίγινα, πριν φτάσει στο Λαζαρέτο. Έμεινε στην πόλη της Κέρκυρας, βρήκε μια δουλειά και σπίτι και στάθηκε στο πλάι ενός άλλου Ακροναυπλιώτη αγωνιστή, ο οποίος είχε το αγωνιστικό ψευδώνυμο «Παππούς» και παρότι δεν ήταν Κερκυραίος η εκτός νόμου Νομαρχιακή Επιτροπή του ΕΑΜ Κέρκυρας τον ήθελε οπωσδήποτε μαζί της όποτε συνεδρίαζε, φυσικά «κάτω από τη μύτη» των Γερμανών αφεντάδων του νησιού, λόγω της αγωνιστικής πείρας του. Αυτός ο συνδικαλιστής καπνεργάτης «Παππούς» απέδειξε άλλωστε με το παραπάνω τις ικανότητές του, όταν ηγήθηκε μιας από πιο παράτολμες επιχειρήσεις του ΕΑΜ Κέρκυρας -που δεν είναι της στιγμής- η οποία σίγουρα κάποτε θα γίνει κινηματογραφική ταινία.

Υπήρχε μεταξύ των δύο αγωνιστών αμοιβαία εκτίμηση, «ταίριαζαν τα χνώτα τους», κατά πως έλεγαν Κερκυραίοι συναγωνιστές τους. Έφυγε για τα βουνά της Ηπείρου τον Μάιο του 1944 ο «Παππούς», που δεν ήταν άλλος από τον μετέπειτα επίτιμο Πρόεδρο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Απόστολο Γκρόζο, μα έμεινε ο Μπάμπης. Είχε καιρό μπροστά του, μπορούσε να περιμένει για να γυρίσει μετά την απελευθέρωση στη Χαλκίδα, όπου μάλιστα στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 1930 είχε βάλει υποψήφιος δήμαρχος και βουλευτής της φτωχολογιάς. Έγινε αγαπητός, έδειχνε αγάπη και ο ίδιος, βοηθούσε μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και του ΚΚΕ τον ολοένα και πιο μαζικό και δυνατό αντιστασιακό αγώνα των Κερκυραίων κατά των ναζί. 

Μετά την απελευθέρωση της Κέρκυρας

Κι ήρθε η λυτρωτική απελευθέρωση κι ο Μπάμπης στέριωνε, σιγά-σιγά, στην Κέρκυρα. Έκανε όνειρα και για οικογένεια και σπιτικό· ήταν ακόμα στα σαράντα του κι εκείνα τα «μείνε, μείνε», που του έλεγαν, τον σκλάβωναν. Δεν λογάριασε, βλέπετε, πως η Κέρκυρα με αγγλοαμερικανικό φιρμάνι θα γινόταν η μόνη μεγάλη περιοχή της χώρας όπου θα 'κανε κουμάντο μοναχός του ο ΕΔΕΣ του Ζέρβα, όταν μάλιστα ήταν ισχνή μειοψηφία στο νησί. Πού να φανταστεί κιόλας ότι στην Κέρκυρα, ακριβώς επειδή τη διαφέντευε ο ΕΔΕΣ, θα κατέφευγαν μαζικά φορώντας στολή του ΕΔΕΣ κάθε είδους κοινωνικά αποβράσματα δοσιλόγων της Κατοχής και καταζητούμενοι προδότες του ιερού αγώνα ενάντια στον κατακτητή, φερμένοι ως ΕΔΕΣίτες με αγγλικά πλοία! Ή, λέτε, να τα έβλεπε αυτά που έρχονταν, να καταλάβαινε ότι θα χειροτέρευαν τα πράγματα και να έμεινε γιατί δεν ήθελε να «την κοπανήσει», επειδή δεν του πήγαινε να γυρίσει την πλάτη στο χρέος;  

Είχε περάσει σχεδόν ένας μήνας από τα τέλη του Δεκεμβρίου του 1944 και τον μαρτυρικό θάνατο του Ανακριτή Δοσιλόγων στην Κέρκυρα, αξιοσέβαστου δικαστή Παναγιώτη Γίδα, από απάνθρωπα βασανιστήρια στα οποία τον υπέβαλαν εγκληματικά στοιχεία, για να μην προχωρήσει στο έργο του, αλλά ο Μπάμπης Χατζηγεωργιάδης δεν έλεγε να συμβιβαστεί με το άδικο, όσος φόβος και τρόμος κι αν επικρατούσε γύρω του. 

Ο Γρηγόρης Παπαδόπουλος, διοικητής του ΕΛΑΣ στην περιοχή της Λευκίμμης στη νότια Κέρκυρα, διέσωσε σε γραπτή μαρτυρία του για εκείνον τον Δεκέμβριο στο πιο πολυάνθρωπο νησί του Ιονίου: «Άρχισαν στην Κέρκυρα να φθάνουν με κάθε μέσο και με την προστασία των Άγγλων όλος ο δοσιλογισμός απ' όλη την  Ελλάδα (…) Χωροφύλακες, Ράλληδες, Χίτες και κάθε εθνοπροδότης ήρθανε εδώ και μπήκανε υπό την προστασία των Άγγλων (…) Δύναμη του ΕΔΕΣ μπήκε στην όμορφη Κέρκυρα, διωγμένη απ' όλη την Ήπειρο. Τότε, εκείνες τις μέρες, όλη η Ελλάδα ήτανε στα χέρια του ΕΛΑΣ, εκτός από την άτυχη Κέρκυρα. Με τον ερχομό του ΕΔΕΣ και όλων των δοσίλογων στην Κέρκυρα ξέσπασε σε λίγες μέρες μια χωρίς προηγούμενο τρομοκρατία στο νησί (…) Οι ΕΔΕΣίτες και οι ντόπιοι δοσίλογοι λύσσαξαν. Χωρίς καμιά αιτία έπιαναν και βασάνιζαν κάθε έναν που μάθαιναν ότι ήτανε οργανωμένος (…) Οι οργανώσεις πέρασαν στην παρανομία και οι συλλήψεις και οι βασανισμοί των αγωνιστών έδιναν και έπαιρναν». 

 

tuxhkrat003

 

Το τι ακριβώς συνέβη τότε στον Χαράλαμπο Χατζηγεωργιάδη, το έγραψε ο ίδιος ο παθών σε επιστολή του, που δημοσιεύτηκε στην πρώτη σελίδα αθηναϊκής εφημερίδας στις 26 Ιουνίου 1945. 

Την παραθέτουμε ολόκληρη, παραλείποντας για ευνόητους λόγους την πλήρη επωνυμία ορισμένων προσώπων που κατονόμαζε:

Πιάστηκα στην Κέρκυρα το τρίτο δεκαήμερο του Γενάρη 1945 από τα καθάρματα του «φρουραρχείου» του ΕΔΕΣ και αστυνομικά όργανα με επί κεφαλής τον μοίραρχο Τζ(.....) που βρίσκεται τώρα στην Αθήνα. Στο φρουραρχείο ο συνταγματάρχης του ΕΔΕΣ Κων(............) μου ζήτησε να του παραδώσω τα στελέχη του ΕΑΜ και τον τεχνικό του μηχανισμό, υποσχόμενος να με κάνει... αξιωματικό του ΕΔΕΣ. Σε περίπτωση που θα αρνιόμουνα, μου εδήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν θα έβγαινα ζωντανός από το φρουραρχείο. Για επιβεβαίωση της απειλής ένας παριστάμενος ανθυπολοχαγός άρχισε να με χτυπάει. 

Από την πρώτη στιγμή κράτησα στάση σταθερή. Αυτό δυνάμωσε τη λύσσα τους. Με τοποθέτησαν σε φάλαγγα και άρχισαν να με βασανίζουν με τη χοντρή μαγγούρα του Τζ(......) που είχε σίδερα στη βάση. Με χτυπούσαν οκτώ βασανιστές εναλλασσόμενοι όταν κουράζονταν. Κάθε ένας τους μετρούσε 150 χτυπήματα και ισάριθμες πληγές. Την όλη επιχείρηση διηύθυνε ο Τζ(......), δίνοντας το πρόσταγμα κάθε τόσο:

– Κι άλλες εκατόν πενήντα!

Επανειλημμένα έχασα τις αισθήσεις μου, αλλά με συνέφερναν με τενεκέδες νερό. Στα εφιαλτικά αυτά διαλείμματα άκουγα τους βασανιστές μου να εκστομίζουν χυδαίες βρισιές και να φωνάζουν πως δεν τους νοιάζει κι αν ψοφήσω, γιατί οι εγγλέζικες αρχές της Κέρκυρας τους εξουσιοδότησαν να εξοντώσουν αυτούς τους ληστοπειρατές εαμίτες του νησιού. 

Σε κάποια στιγμή η μαγγούρα του Τζ(......) έσπασε μαζί με μερικά κόκκαλα του κορμιού μου. Ένας αρχιφύλακας της αστυνομίας προθυμοποιήθηκε να δώσει το κλομπ του και το μαρτύριο συνεχίστηκε. Κτυπούσαν λυσσασμένα σ' όλο το κορμί και ιδιαίτερα στα πόδια από τα γόνατα και κάτω. Ένοιωθα το κρέας και τα κόκκαλα να λιώνουν, τα δάκτυλα να κομματιάζονται. Όταν τελείωσε η πρώτη αυτή πράξη των βασανιστηρίων, διατάχθηκα να... περπατήσω. Στάθηκε αδύνατο να σηκωθώ. Αυτό τους αποθηρίωσε και φωνάζοντας ότι «από ιδιοτροπία», προσποιούμαι τον... ανήμπορο, με παράδωσαν σε δεύτερο συνεργείο βασανιστών. Ήσαν πέντε μισθοφόροι αντάρτες του Ζέρβα. Έδεσαν τα πρησμένα δάκτυλα των ποδιών μου ένα προς ένα με καλώδιο και τα τραβούσαν με ορμή. Έπειτα και ενώ (μου) είχαν δεμένα σφιχτά τα χέρια άρχισαν να καρφώνουν με ένα σφυρί βαθειά δέκα καρφίτσες στα δάκτυλα των χεριών. Με λόγχιζαν και οι πέντε κάτω από τα γόνατα μπήγοντας τις αιχμές των λογχών στο κόκκαλο. Με κτυπούσαν με τους υποκοπάνους στο στήθος και επειδή αυτό φαίνεται δεν τους ικανοποίησε, χοροπηδούσαν με τις αρβύλες τους στο στήθος και την κοιλιά. Συνέχισαν τα βασανιστήρια με δυνατές κλωτσιές στο στομάχι, τα νεφρά και τα γεννητικά όργανα.

Αλλά και πάλι ο σαδισμός τους έμεινε ανικανοποίητος. Άναψαν σπίρτα και έκαψαν τα μαλλιά του κεφαλιού μου και τα φρύδια. Έχωσαν τις μύτες των αρβυλών τους στο στόμα μου. Τοποθετούσαν τις κάννες των όπλων στο στόμα μου πιέζοντας τες βαθειά ως το λαρύγγι. Έσπασαν τα κόκκαλα της μύτης με το πίσω μέρος των περιστρόφων. Ένας από τους υπανθρώπους αυτούς έκανε το χοντρό του μέσα στο στόμα μου κι' ένας άλλος το ψιλό του. Έρριξαν καφτό λάδι στην κοιλιά μου. Και κάθε τόσο με συνέφερναν με νερό και με παρατούσαν για λίγα λεπτά όταν ξερνούσα αίμα. Οι δήμιοι ξεκουράζονταν. 

Όταν πια το κουφάρι μου τους έδωσε την εντύπωση ότι είχε τελειώσει η αποστολή τους με πήραν στα χέρια και με πέταξαν σ' ένα σκοτεινό θάλαμο γεμάτο ακαθαρσίες που τον χρησιμοποιούσαν για αποχωρητήριο. Όπως ήμουνα ξαπλωμένος, οι «θρυλικοί» αντάρτες του Ζέρβα ερχόντουσαν κάθε τόσο και έκαναν τη σωματική τους ανάγκη απάνω μου. Σ' αυτή την κόλαση έμεινα ξαπλωμένος 13 ολόκληρες ημέρες. Ο φρούραρχος συνταγματάρχης Κων(............) είχε διατάξει να μη μου δώσουν καθόλου ψωμί ούτε νερό. Αλλά και το φαγητό που μου έφερναν απ' έξω οι δικοί μου, το έστελναν πίσω οι δήμιοι, λέγοντας ότι... δεν κρατούμαι στο φρουραρχείο!

Επί τέλους ύστερα από έντονα διαβήματα των εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων Κερκύρας αποφάσισαν να με μεταφέρουν. Ένας λοχαγός του ΕΔΕΣ ήρθε στο αποχωρητήριο που βρισκόμουνα και με διέταξε να... σηκωθώ όρθιος και να περπατήσω! Σε άρνησή μου που οφείλονταν στην αδυναμία να κάνω την παραμικρή κίνηση, ο λοχαγός ανέβηκε και χοροπήδησε καννιβαλικά πάνω στο πρησμένο και καταπληγιασμένο κορμί μου. Το πάτωμα πλημμύρισε από αίμα. Στο τέλος αναγκάσθηκαν να με μεταφέρουν με φορείο στις... φυλακές. Ο διευθυντής όμως δε με δέχθηκε, γιατί όπως είπε «δεν αναλαμβάνει καμμιά ευθύνη για μένα στην κατάσταση που βρίσκουμαι». 

Ένας ανθυπολοχαγός του ΕΔΕΣ τότε διέταξε:

– Πίσω στο φρουραρχείο.

Τότε όμως εξεγέρθηκαν οι κρατούμενοι, διαμαρτυρήθηκαν έντονα και έτσι με πήγαν στο νοσοκομείο. Εκεί οι χειρούργοι μού έκοψαν και τα δυό πόδια. 

Με σ. χαιρετισμούς

ΧΑΡΑΛ. ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

Υ. Γ. Προσθέτω ότι με την ευκαιρία των βασανιστηρίων, οι κτηνάνθρωποι μου έκλεψαν το πορτοφόλι μου με το περιεχόμενό του, το μαντήλι, το χτένι και τα... παπούτσια μου, γιατί, όπως μου έλεγαν χαριτολογώντας, «τώρα πια δε θάχω ανάγκη από παπούτσια!».

Χ. Χ.

 

tuxhkrat004

 

Με τα λόγια «Αγαπητέ σ. "Ριζοσπάστη"»  ξεκίναγε η επιστολή. Επρόκειτο βέβαια για την εφημερίδα του ΚΚΕ.   

Η επιστολή ήταν στην πρώτη σελίδα του φύλλου και ολοκληρωνόταν στη δεύτερη σελίδα. «Η συγκλονιστική τραγωδία ενός ηρωικού στελέχους του ΚΚΕ», ήταν ο κύριος τίτλος του θέματος, με συμπληρωματικά στοιχεία τα εξής: «Τα απίστευτα βασανιστήρια που εφάρμοσαν αστυνομικοί και εδεσίτες», «Οι εγκληματίες είναι ελεύθεροι» και «Τι πρέπει να γνωρίζουν οι τρεις Μεγάλοι», εννοώντας, προφανώς, τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση. 

Στην περίπτωση του Χαράλαμπου Χατζηγεωργιάδη και της γάγγραινας στα πόδια που του προκάλεσαν τα απίστευτα βασανιστήρια, έλεγε η εφημερίδα, «απεικονίζεται όχι μόνο το προσωπικό φρικιαστικό δράμα ενός λαϊκού αγωνιστή, αλλά ζωντανεύει όλη η μεσαιωνική κόλαση των διωγμών και των βασανιστηρίων που δημιούργησε σε βάρος του λαού το μεταδεκεμβριανό Κράτος». Το θέμα περιλάμβανε φωτογραφία του, με την εξής λεζάντα: «Το ηρωικό θύμα της φασιστικής αποκτήνωσης, ο σ. Χ. Χατζηγεωργιάδης». 

Η εφημερίδα, με διάχυτο τον σεβασμό προς το πρόσωπό του, ανέφερε, κάτω από την επιστολή του: 

«Ο μάρτυρας αυτός είναι ένας υπέροχος αγωνιστής του λαού και διαλεχτό στέλεχος του Κ.Κ.Ε. Γεννήθηκε στην Κων/λη το 1904. Το 1925 έγινε μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας. Το 1929 μπήκε στο Κόμμα και κράτησε τίμια και παλληκαρίσια τη σημαία της λευτεριάς σ' όλους τους αγώνες για τα λογικά δίκαια. Υποδείχτηκε επανειλημμένα υποψήφιος στις βουλευτικές εκλογές και δήμαρχος στη Χαλκίδα. Όλη η ζωή του είναι ένας διαρκής κατατρεγμός. Στα 1931 φυλακίστηκε και στα 1932 εκτοπίσθηκε στους Παξούς και αργότερα στον Άη Στράτη, απ' όπου και δραπέτευσε. Η 4η Αυγούστου τον έκλεισε στα μπουντρούμια της Αίγινας και από εκεί στο κάτεργο της Ακροναυπλίας για να καταλήξει στο στρατόπεδο Λαζαρέτο της Κέρκυρας. Απελευθερώθηκε με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας για να ολοκληρώσει το Γολγοθά των μαρτυρίων με το δράμα που περιγράφει και που του στοίχισε τα δυό του πόδια». 

Η εφημερίδα «Φωνή του Λαού» του ΕΑΜ Κέρκυρας στις 2 Δεκεμβρίου 1945 διέσωσε σε δημοσίευμά της, περιγράφοντας όσα είχαν συμβεί στο νησί τον Δεκέμβριο του 1944 και τον Ιανουάριο του 1945: «Ο συναγ. Χαράλαμπος Χατζηγεωργιάδης χάνει και τα δυό του πόδια, ύστερ' από τα απερίγραπτα μαρτύρια, που τράβηξε στο Φρουραρχείο του ΕΔΕΣ (...)».

Και μετά στη Μακρόνησο!

Κι όμως, τα βάσανά του δεν είχαν τελειώσει στις αρχές του 1946, με τη χειρουργική  επέμβαση στο νοσοκομείο της Κέρκυρας. 

Αργότερα βρέθηκε στη Μακρόνησο!

Έχει σωθεί αποκαλυπτική επιστολή του συγκρατουμένου του σ' αυτόν τον τόπο μαρτυρίου, Πολύβιου Κουτσόγεωργα, δημοσιευμένη στην εφημερίδα «Μάχη» στις 12 Ιανουαρίου 1950, με αναφορά στον ανάπηρο συναγωνιστή του. Η επιστολή αναφερόταν στα  βασανιστήρια που υποβάλλονταν στις Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ, που λειτουργούσαν πάνω στο ξερονήσι. Παραθέτουμε στοιχεία της που αφορούν και τον Χατζηγεωργιάδη:

Είμαστε 10 (αριθ. 10), οι Τατάκης Δημήτριος, Παλαβός Γιάννης, Κουτσόγεωργας Πολύβιος, Χατζηγεωργιάδης Χαράλαμπος (ανάπηρος, με κομμένα και τα δυο του πόδια), Κιουρτσής Παντελής, Μποζαντζίδης Ηρακλής, Μεταξωτός Τηλέμαχος, Σισμανίδης Κωνσταντίνος, Θανασάκος Νίκος και Κολιβάνος Εμμανουήλ.

Όλοι κλεισμένοι σε ένα χώρο 20x20 μέτρων. Μέσα στον συρματοπλεγμένο αυτό χώρο είμαστε ο καθένας περιορισμένος σ' ένα ατομικό αντίσκηνο και σε χώρο 2x2 μέτρων, φραγμένο με συρματόπλεγμα.

Σ' αυτόν τον μικρό χώρο ζούμε, ακινητούμε και βασανιζόμαστε μήνες τώρα.

Κάθε πρωί με το εγερτήριο, ώρα 6.30 π.μ., μας βγάζουν έξω από τα αντίσκηνα όπου μας υποχρεώνουν να καθόμαστε καταγής, χωρίς να χρησιμοποιούμε για την υγρασία ούτε ρούχο, ούτε χαρτόνι, ούτε σανίδι, ούτε πέτρα.

Εκεί παραμένουμε ακίνητοι επί 12 ώρες κάθε μέρα υπό βροχή, αέρα και χιόνι, ατενίζοντας προς Νότον όλοι, και συνεχώς, χωρίς να μας επιτρέπουνε να στρέψουμε ούτε το βλέμμα μας προς οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση. 

Το τσάι και το φαγητό (εφόσον μας το δίνουν) το τρώμε σ' αυτήν ακριβώς τη στάση. Στο αποχωρητήριο πηγαίνουμε για τη σωματική μας ανάγκη μόνο 2 φορές την ημέρα και έρποντας γιατί ποτέ δεν μπορούμε να σταθούμε όρθιοι απ' τους ξυλοδαρμούς και τη φάλαγγα (αυτό άλλωστε είναι το σύστημά τους "όλοι ράκη και σακάτηδες").

Απαγορεύεται το μεταξύ μας μίλημα επί ποινή ξυλοδαρμού. 

Το φαγητό μας το έκοψε επί 12 μέρες τον Οκτώβρη, 8 μέρες το Νοέμβρη και 4 το Δεκέμβρη, καθώς και το ψωμί του Ερυθρού Σταυρού ίσες φορές. Έτσι, αποξενωμένοι από τον κόσμο όλο, εκτός βέβαια από τους βασανιστές μας, δεχόμαστε κάθε μέρα ξυλοδαρμούς, το χτύπημα σε σύστημα φάλαγγας, κλοτσιές στο στομάχι και αδιάκριτα χτυπήματα με συρματόσκοινα, χτυπήματα με πασσάλους από σκαπτικά εργαλεία, χωρίς καμιά αιτία και αφορμή, αλλά μόνο και μόνο γιατί δεν αποκηρύσσουμε τις πολιτικές μας πεποιθήσεις...

Για τον ίδιο δηλαδή λόγο που το μεταπολεμικό κράτος μπόρεσε να μετατρέψει το στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ιταλών στο Λαζαρέτο σε τόπο εκτέλεσης και νεκροταφείο δεκάδων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, αφού πρώτα τους δίκασε σε θάνατο και τους έκλεισε στις αποτρόπαιες φυλακές του νησιού. 

Ο Χαράλαμπος Χατζηγεωργιάδης πέρασε την υπόλοιπη ζωή του, όταν δεν τον έκλειναν πάλι σε κάποια φυλακή για τη συμμετοχή του σε αγώνες για το δίκιο, στη Χαλκίδα και την Αθήνα, σε αναπηρική πολυθρόνα. 

ΟΡΕΣΤΗΣ ΜΟΥΣΟΥΡΗΣ

2

Please publish modules in offcanvas position.