Σαν σήμερα πριν από 165 χρόνια η σορός του τάφηκε στην Κέρκυρα και όμως άρχισε, θαρρείς, ο θρίαμβός του. Ήταν 10 Φλεβάρη του 1857, ημέρα Κυριακή. Την παραμονή, 9 Φλεβάρη 1857, ημέρα του θανάτου του, η Κέρκυρα ζούσε την αρχή της αθανασίας του.
Ο πατέρας της νεοελληνικής λογοτεχνίας Διονύσιος Σολωμός, «Ελεύθερος Πολιορκημένος» στη ζωή του θαρρείς κι αυτός ο ίδιος, τις πρωινές ώρες εκείνου του Σαββάτου 9 Φλεβάρη 1857 έκλεινε για πάντα τα μάτια του στην Κέρκυρα, αφού φώτισε αιώνια τα δικά μας για τις «Μεγάλες Ουσίες» της ζωής και μας άφησε με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του για το έπος του Μεσολογγιού μιαν αθάνατη παρακαταθήκη-κάλεσμα: «Πάντ' ανοιχτά πάντ' άγρυπνα τα μάτια της ψυχής».
Ή, αλλιώς:
«Ψυχή, ψυχή και νίκη»!
Ήταν εκείνος ο Ζακύνθιος που με την Ωδή του «Προς Επτανησίους» είχε υψώσει από τα κατάβαθά του τη διαμαρτυρία του για τα πάθη του λαού:
«Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ και ηγαπημένε, πάντοτ' ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε»!
Εκείνος που λαχταρούσε έναν «νιο κόσμο» που «να, φαίνεται στα μάτια, και δεν είναι».
Ώρα δεκάτη πρωινή, αφού είχε πέσει «σε βυθό από βυθό ώσπου δεν ήταν άλλος», στο σπίτι του στα Μουράγια της πόλης της Κέρκυρας, το Σάββατο 9 Φλεβάρη 1857, σε ηλικία 59 ετών, έκλεισε τα μάτια, μα «εβγήκε ανίκητος» ο εθνικός ποιητής που πέρασε στην αγγλοκρατούμενη Κέρκυρα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του παλεύοντας αδιάκοπα μαζί με το υπόλοιπο έργο του να συνθέσει τέλεια, προπαντός, τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του. Με την προσδοκία πως στο προσκήνιο από εκεινούς «θέλει έβγουν οι Μεγάλες Ουσίες». Με την έγνοια να υπηρετηθούν με αυτό το σημαντικότερο ποιητικό μεγαλούργημά του, όπως ο ίδιος επροσδιόρισε τον σκοπό της σύνθεσής του, «τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ελλάδας» και συγχρόνως «τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ανθρωπότητας».
Γιος αυτός μιας δούλας όπως την αποκαλούσαν και ενός κόμη, εννιά χρόνια πριν κλείσει τα μάτια, δηλαδή το 1848, ενώ η Ευρώπη συνταρασσόταν συθέμελα από επαναστάσεις όχι μόνο με εθνικά και αστικά μα και με λαϊκά αιτήματα, ο δημιουργός του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν», έγραψε σε γράμμα του στη Ζάκυνθο: «Σε όλα τα μέρη της γης οι επαναστάσεις πέφτουν σαν κοπάδια σπουργίτια. Αλήθεια, τι όμορφα που το σκαρφίστηκαν καμπόσοι μεγαλουσιάνοι να θέλουν να εμποδίσουν τα ωραία πεπρωμένα του ανθρώπου! Πόσο γρήγορα προθυμοποιήθηκαν να παραστήσουν τους καλούς, ε; Θα έχουμε μεγάλα ανακατώματα, αλλά και μεγάλους αγώνες· το ξέρουμε βέβαια. Ο τελικός όμως καρπός θα είναι το αγαθό».
Ο λαός της Κέρκυρας, εκείνο το διήμερο 9-10 Φλεβάρη του 1857, του ανταπέδιδε θαρρείς έναν στίχο του: «Ο δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολισμένος».
«Μία θλιβερή είδησις, ένα τρομερό μήνυμα θανάτου γυρίζει από στόμα σε στόμα», απαθανάτισε τη δόνηση της Κέρκυρας από το μαντάτο του θανάτου του ποιητή εκείνο το Σάββατο ο φίλος του και λογοτέχνης Ιούλιος Τυπάλδος. «Καθένας ρωτά, ξαναρωτά, επειδή κανένας δεν θέλει να πιστεύσει την μεγάλη δυστυχία· επειδή όλοι ελπίζουν να μάθουν ότι η τρομερή είδησις δεν είναι αληθινή. Αλλά παύει κάθε δισταγμός. Ο Διονύσιος Σολωμός δεν είναι πλέον. Τότε θλίψι βαθεία και ανίκητη απλώνεται εις όλαις ταις καρδίαις. Όλοι παρατούν ταις εργασίαις τους, μαζόνονται ολόγυρα εις την κατοικίαν του ποιητή· καθένας θέλει να τον ιδή δια την ύστερη φορά, να φιλήση εκείνο το μέτωπο εις το οποίο ήτο κρυμμένη μια τόσον λαμπρή ακτίνα του Θεού, να σφίξη εκείνο το χέρι οπού έγραψε το άσμα ασμάτων της Ελλάδος, και τόσα άλλα αθάνατα ποιήματα. Η μεγάλη του ψυχή είχε αφήσει ορφανεμένο το σώμα, κ' ένα γλυκό χαμόγελο του εστόλιζε ακόμη τα χείλη. Ο θάνατος οπού ποτέ δεν δυνηθή να σβύση το ένδοξόν του όνομα, δεν ετολμούσε ακόμη να απλώση την αχνή του σημαία επάνω εις το άψυχο πρόσωπό του».
Ο συγγραφέας Άγγελος Ζήζος επίσης διέσωσε: «Η πικρά αγγελία του θανάτου έβαλε εις μεγίστην κίνησιν όλην την Κέρκυραν. Το πλήθος του λαού πάσης τάξεως συνέτρεχεν εις τον οίκον του, όπου έκειτο το κρινοειδές λείψανόν του και όλοι τού κατησπάζοντο τας χείρας, τους πόδας και την εστεμμένην του κεφαλήν από δάφνας».
Με το άγγελμα του θανάτου του Σολωμού η Ιόνιος Βουλή είχε διακόψει τις εργασίες της. Ο προεδρεύων Ριζοσπάστης βουλευτής Αντώνιος Δάνδολος «δακρυρροών ανήγγειλε την φθάσασαν λυπηράν είδησιν του θανάτου του μεγάλου ποιητή του Ιονίου Διονυσίου Σολωμού», καθώς «ο ποιητής εν Κερκύρα ελατρεύετο», διέσωσε ο Σπυρίδων Δε Βιάζης. Ενώ ο Δήμος Κερκυραίων κήρυξε δημόσιο πένθος, αποφασίστηκε οι βουλευτές «να συνέλθουν μαζί και να συνοδεύσουν τον νεκρό» στην τελευταία του κατοικία. Ο Γεώργιος Μαρκοράς άφησε και την εξής περιγραφή: «Πένθιμος φωνή προσέβαλε την ημετέραν πόλιν» και «εκούσιος κατέρρευσεν ο κοινός κλαυθμός».
Η εξουσία τού ετοίμασε μεγαλόπρεπη κηδεία. Σε στίχους του γενικά για το «στερνό κλινάρι» ο ίδιος είχε θεωρήσει αρκετό, ωστόσο, ένα «ετιάς κλωνάρι». Σε διάφορες φάσεις της ζωής του αρνήθηκε κάθε εκδήλωση τιμής που πολλές φορές οι Αρχές είχαν προτείνει να του κάμουν. Απεχθανόταν σχεδόν την εξουσία, θεωρώντας τη ασύμβατη με το έργο του και πως κάθε τιμή εκ μέρους της οφειλόταν στο ότι συνέχιζε να φέρει τον τίτλο του κόμη και να έχει κάποιες «πεντάρες». Δεν είχε επισκεφθεί την ελεύθερη Ελλάδα μην τυχόν και «δεν την γνωρίσει», όπως είχε πει, καθώς την ήθελε διαφορετική και στιγμάτιζε τη διαφθορά που επικρατούσε σε αυτή. Οι Άγγλοι, όπως είχε γράψει σε επιστολή του, θεωρούσαν, όπως και μέλη της Ιονίου Γερουσίας, πως είχε παραμείνει «ο γάιδαρος εκείνος ο προ τριάκοντα ετών» της περιόδου που συνέγραψε τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» στιγματίζοντας και τη βρετανική κυριαρχία στα Επτάνησα.
«Έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους σκοτεινούς και κίβδηλους», έγραφε για την εξουσία. «Πενία που σε τρομάζει» και «αποκρουστική» Αστυνομία έβλεπε στην πόλη και τα χωριά της Κέρκυρας. «Είμαι σαν μια πεντάρα», έλεγε. Για την εξουσία «αξίζει περισσότερο μία πεντάρα από μιαν επιστήμη». Ένιωθε ο ίδιος, θαρρείς, ως «Ελεύθερος Πολιορκημένος». Έκρυβε το ίδιο το έργο του. Το μοιραζόταν μόνο με φίλους του και πνευματικούς μαθητές του, με φοιτητές, μα και με μικρούς μαθητές και δασκάλους ή απλούς ανθρώπους σε σχολειά και λαϊκές στράτες της Κέρκυρας. Αξιοποιώντας την ελληνική και παγκόσμια σοφία και ιδεοκρατία, μα χωρίς να γυρίζει την πλάτη στην αληθινή ζωή και στο Χρέος, όπως το ένιωθε, επάλευε ακατάπαυστα να αναδείξει με το έργο του, όσο καλύτερα μπορούσε, τις «Μεγάλες Ουσίες» της ζωής.
Η κηδεία, σαν σήμερα, το 1857
Τις 10 Φλεβάρη 1857 λοιπόν, ημέρα Κυριακή, έγινε η κηδεία του από την εκκλησία της Μητρόπολης «οπού του έκαμαν εν ύψωμα με τρία σκαλιά και είναι αναμμένες όλαι αι λαμπάδες», έγραψε σε ημερολόγιό του ο μεγαλέμπορος Παναγιώτης Σαμαρτζής.
«Του έγινε μία λαμπρά παράταξις: ήτο το φλάμπουρον της Μητροπόλεως, ακολούθως οι νέοι του Πανεπιστημίου, όπου εις τα άκρα ήσαν νέοι μαυροφορεμένοι βαστώντες λαμπάδες, εις το μέσον η Φιλαρμονική Μουσική παιανίζουσα διάφορα λυπητερά τεμάχια, όπισθεν οι ιερείς, καθώς και ο Αρχιερεύς Αθανάσιος Πολίτης. Μετά ταύτα τινές ιερείς χωρίς ιερά, ακολούθως νέος τις βαστών επί τινος προσκεφάλου κάτι και ακολούθως το φέρετρον του τεθνεώτος όπου η λάρναξ έξωθεν ήτο κεκαλυμμένη με μόλυβδον και βασταζομένη από τέσσερους Ευγενείς. εις δε τα άκρα ήσαν άλλοι άρχοντες του τόπου, οίτινες βαστούσαν τα καλύμματα, ως ο Ιππότης Κανδιάνος Ρώμας, ο Κυρ Μάντζαρος, ο Κυρ Ιππότης Ανδρέας Μουστοξύδης, ο Κυρ Ιππότης Ξυδιάς κ.λπ. Εις τας γωνίας ήσαν νέοι βαστώντες λαμπάδες και όπισθεν του φερέτρου ήτον ο Πρόεδρος της Γερουσίας Αλέξανδρος Δαμασκηνός, όλοι οι Γερουσιασταί, όλοι οι Βουλευταί, οι Ιππόται, μερικοί Άγγλοι, οι πρόξενοι των διαφόρων Δυνάμεων, όλοι εν γένει οι Υπάλληλοι και Επαγγελματικοί παντός βαθμού και τάξεων και διάφοροι άλλοι».
Πάλι ο λόγος στον Σαμαρτζή:
«Και έκαμαν τον γύρον από τα τείχη, το μέρος του Αγίου -όπου επερνούσε οι κώδωνεςτων Εκκλησιών εσήμαιναν νεκρά-, το μέρος του Μάστρακα και τέλος, εντός της εκκλησίας της Μητροπόλεως, όπου ήσαν χωροφύλακες εις τας θύρας της Εκκλησίας δια την ησυχίαν (...) Αφού ετελείωσαν όλα, του έκαμαν διαφόρους λόγους και ύμνους: πρώτος ο Πρόεδρος της Βουλής Αντώνιος Δάνδολος, δεύτερος ο Κυρ Μαρκοράς, τρίτος ο Κυρ Τρύφωνας, τέταρτος ο Κυρ Ξυδιάς και πέμπτος εις ποιητής, επαινούντες τας πράξεις και τα κατορθώματα αυτουνού του ανδρός (...)
Ακολούθως, εις ιερεύς μόνον, τον επήρε με την αυτήν παράταξιν έως το Κοιμητήριον και τον απέρασαν από την Σπηλιά, το μέρος του Αγίου Αντωνίου -όπου οι κώδωνες, καθώς και της λατινικής εκκλησίας του San Francesco εσήμαιναν νεκρά-, τα εμπορικά καταστήματα, την πλατείαν, την Οδόν των Υδάτων -και πάλιν αι δύο Εκκλησίαι Duomo και Annunziata εσήμαιναν-, την Βασιλικήν Πύλην και τέλος εις το Κοιμητήριον, οπού έφθασαν τας 4 μ.μ. και όπου κύριος τις του έκαμε άλλον λόγον νεκρικόν και ετελείωσαν (...) Την ακόλουθον τον έθαψαν γράψαντες επί του τάφου "Γαίαν έχεις ελαφράν και αιωνία η μνήμη σου αείμνηστε Ποιητά Διονύσιε Σολωμέ"».
«Κάθε τάξις πολιτών, εντόπιοι και ξένοι, συρροή λαού τον ακολουθούν εις την υστερήν του κατοικίαν», περιέγραψε επίσης ο Ιούλιος Τυπάλδος. Μιαν «απέραντη νεκρώσιμη πομπή» είδε ο γιατρός του ποιητή, Τορναμπουόνι. «Η νεκρώσιμη ακολουθία προχώρησε, με τη μουσική μπροστά, ως τη στερνή κατοικία, ανάμεσα σε δυο πυκνές και αδιαπέραστες σειρές του λαού», όπως έγραψε ο Γεώργιος Τερτσέτης. Έξι ετών τότε ο μετέπειτα ιστορικός Σπύρος Λάμπρος θυμόταν πάντα «τα πλήθη των αστών και τας γραφικάς ενδυμασίας των αγροτών. Αληθινά δεν εκηδεύετο την ημέραν εκείνην ο κόμης· η νήσος όλη, αντιπροσωπεύουσα τους απανταχού Έλληνας, προέπεμπεν εις τον τάφον τον ποιητήν».
Σύμφωνα με τον Ιάκωβο Πολυλά, τον λαμπρό λόγιο και μαθητή του Σολωμού που το 1859 με τη μνημειώδη έκδοση «Διονυσίου Σολωμού Τα Ευρισκόμενα» μέσα από ένα χάος χειρογράφων, παραλλαγών, επεξεργασιών του «ευρισκόμενου» έργου του ποιητή, αλλά και γραπτών και προφορικών αποσπασμάτων που αποθησαύρισαν φίλοι εκατάφερε και διέσωσε υπό δυσχερέστατες συνθήκες και περιορισμούς και αναστήλωσε και εξήγησε έστω με άκρατη ιδεαλιστική λογική ό,τι εμπόρεσε από τον σολωμικό πνευματικό θησαυρό, τη σορό του ποιητή είχε ακολουθήσει «πολυάριθμος λαός από την πόλι και από τα προάστεια». Όπως έγραψε, «η γενική σιγή ενώ το ξόδι εδιάβαινε τα πολυανθρωπότερα μέρη της πόλις, και η σοβαρή λύπη εις όλα τα πρόσωπα, έδειχναν ότι 'ς εκείνη τη στιγμή όλος ο λαός συνέπνεεν εις ένα μόνον θεάρεστον αίσθημα, και ότι, επιδεχτικός του πλέον υψηλού ενθουσιασμού, επροσκυνούσε το μεγαλείον του νοός και της αρετής». Εξηγούσε ο Πολυλάς πως ο ποιητής «με τρυφερή συγκίνηση εδεχότουν, ζώντας μεταξύ μας, το χαιρέτισμα του μικρότερου ανθρώπου».
Σ' εκείνους που έσπευσαν να γράψουν ποιήματα κιόλας για τον Σολωμό ήταν και ο Νικόλαος Κονεμένος, ο λόγιος, επίσης θεωρούμενος μαθητής του Σολωμού μα ιδεολογικός αντίπαλος του Πολυλά, ο ίδιος που μόλις τρία χρόνια αργότερα, το 1860, θα διατυπώσει στην Κέρκυρα την πρώτη στον ελληνικό χώρο γνωστή ευμενή κριτική για την «κομμουνιστική δημοκρατία». Είχε γράψει τότε το ποίημα «Ο θάνατος του Σολωμού».
Τα πιο προοδευτικά πνεύματα της Επτανήσου συγκαταλέγονταν άλλωστε τότε -και το ίδιο έγινε και στην πορεία- στον άτυπο κύκλο των πνευματικών μαθητών και επιγόνων του Σολωμού.
Αυτό που ακολούθησε τον θάνατο του Σολωμού ήταν εκείνο που είχε προβλέψει ο Ιούλιος Τυπάλδος: «Ο θάνατος ποτέ δεν δυνηθή να σβύση το ένδοξόν του όνομα». Άλλο τόσο συνέβη αυτό με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», την κορυφαία ποιητική δημιουργία του, που αναμφισβήτητα, σύμφωνα με όλους τους μελετητές του σολωμικού έργου, υπερβαίνει σε λογοτεχνική αξία εκείνη του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» της πρώιμης άλλωστε σολωμικής ποιητικής περιόδου.
Ο πιο ανάκουστος κελαηδισμός και ο θρίαμβός του
Αν ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» ήταν από καιρό λίγο-πολύ γνωστός σε όλα τα ελληνικά εδάφη, σαν ανάκουστος κελαηδισμός άρχισαν τότε να ψιθυρίζονται όλο και συχνότερα στην Κέρκυρα και το 1859 υψώθηκαν στην Ελλάδα, σε ένα μικρό κοινό βεβαίως σε πρώτη φάση, οι σολωμικοί «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι». Για το γνωστό φυσικά σε όλους έπος του Μεσολογγιού στα 1825-1826.
Μέχρι τότε και τελικά να εκδοθούν «Τα Ευρισκόμενα» του ποιητή, με σαφείς υπαινιγμούς ότι μέρος του έργου του ποιητή ελάνθανε, ελάχιστοι είχαν ακούσει στίχους τους.
Τους περισσότερους ίσως είχαν ακούσει οι μαθητές ενός κερκυραϊκού σχολειού!
«Όποιος αγαπάει να τον δει», έγραψε από την Κέρκυρα τις 14 Σεπτέμβρη 1851 ο Ιταλός ποιητής Giuseppe Regaldi στον φίλο του ποιητή Γεώργιο Ζαλοκώστα στην Αθήνα, «ας πάει στους προμαχώνες του Φρουρίου και μετά το μεσημέρι θα τον δει να περπατεί μπροστά από την αγγλική εκκλησία ευχαριστημένος με μια ήσυχη σκιά, μεταξύ του ναού και μιας ράχης ανηφορικού πυργωτού βράχου», όπου «συχνά ανακατώνεται με τα παιγνίδια των παιδιών, τα οποία πηγαίνουν στο σχολείο, κοντά στην εκκλησία» και τους «μελετά τα άσματα του "Λάμπρου" και του Μεσολογγιού».
Ο ίδιος ο Πολυλάς, με τον σοφό κριτικό νου του, ήταν εκείνος που εξαρχής ανέδειξε ως κορυφαίο έργο του Σολωμού τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του. Διάσπαρτα τμήματά τους αυτός ο ίδιος άλλωστε, με τιτάνια εργασία, είχε θαυμαστά επεξεργαστεί και συνθέσει, κατακτώντας γι' αυτό αιώνιον έπαινο.
Από τότε ίσαμε σήμερα όμως η ακραία ιδεαλιστική, τελείως ανεξάρτητη από την ιστορική και ζώσα πραγματικότητα ερμηνεία που προσέδωσε ο Πολυλάς στο ποίημα αυτό, όπως και γενικότερα στο σολωμικό έργο, έχει δεχθεί και συνεχίζει να δέχεται ισχυρόν, διαρκώς αυξανόμενον αντίλογο. Μόλις πριν από λίγα χρόνια ο πανεπιστημιακός Γιάννης Δάλλας είχε καλέσει σε επανεξέταση και νέα συγκριτική αξιολόγηση της «σολωμικής ιδεοκρατίας», αμφισβητώντας την πληρότητα της οπτικής του Πολυλά.
Κανένα ελληνικό ποίημα δεν έχει άλλωστε μέχρι σήμερα αποτελέσει αντικείμενο τόσο πολλών και κάποτε μεταξύ τους αντιφατικών ερμηνειών όσο οι συγκλονιστικοί «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι». Τα λέει όλα ίσως και μόνο το γεγονός πως οι συχνά αντικρουόμενες στις θεωρήσεις τους μελέτες γι' αυτό το συνθεμένο σε τρία σχεδιάσματα συνοδευμένα με «Στοχασμούς» εκπληκτικό ποιητικό κείμενο δεν έχουν ακόμη καθόλου πάψει.
Μα επίσης, καθώς έδειξε και το περυσινό ανέβασμα της στηριγμένης στο ομώνυμο ποίημα θεατρικής παράστασης «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» στο Εθνικό Θέατρο, κανένα μάλιστα άλλο ελληνικό ποίημα, στο πλάι βέβαια του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν», δεν συνεχίζει να εμπνέει τόσο πολύ την ελληνική κοινωνία και την ελληνική Τέχνη.
Ειδικότερα στην Κέρκυρα, όπου και γράφτηκε το μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος, δεν πάνε πολλά χρόνια που ακόμη και δημοτικά σχολειά είχαν επιχειρήσει κάτι τόσο τολμηρό με επιτυχημένες θεατρικές παραστάσεις. Σε συνέχεια μιας αξέχαστης συναυλίας που είχε δώσει το 2002 το Μουσικό Γυμνάσιο Κέρκυρας με το ήδη καταξιωμένο ως αθάνατο λαϊκό ορατόριο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του μεγάλου μουσικοσυνθέτη μας Γιάννη Μαρκόπουλου, η Φιλαρμονική «Καποδίστριας» και η δημοτική χορωδία Κέρκυρας «San Giacomo» είχαν προγραμματίσει συναυλία με το ίδιο έργο το 2021, που η πραγματοποίησή της δεν έγινε δυνατή εξαιτίας των περιορισμών που ίσχυσαν για υγειονομικούς λόγους.
Στην Κέρκυρα, όπως μαρτυρούν ορισμένα στοιχεία που με τη βοήθεια ελπίζουμε του Ιονίου Πανεπιστημίου δεν θα αργήσουμε να κάνουμε ευρύτερα γνωστά, επιχειρήθηκε πριν από αρκετές δεκαετίες, μάλλον για πρώτη φορά σε όλον τον ελληνικό χώρο, η μελοποίηση των «Ελεύθερων Πολιορκημένων».
Τις όχι μόνο διαχρονικές μα και επίκαιρες «Μεγάλες Ουσίες» του ποιήματος αυτού του Σολωμού και εν γένει της σολωμικής ποίησης περισσότερο ίσως απ' όλους, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, πρώτος διέκρινε και είχε αρχίσει να φέρνει στην επιφάνεια με τον επίμονο και μαχητικό γραπτό του λόγο τις αρχές του εικοστού αιώνα ο Κερκυραίος λόγιος και συμπαραστάτης του εργατικού - σοσιαλιστικού κινήματος στο νησί και στην Αθήνα Γεράσιμος Σπαταλάς, υπερασπίζοντας μα και διευρύνοντας την οπτική του Πολυλά και θεωρώντας από πολλές απόψεις επαναστατική τη σολωμική ποίηση.
Αυτό το γραμμένο κυρίως στην Κέρκυρα ποίημα, όπως έδειξε ακόμη και μια ομώνυμη πρωτοποριακή λαϊκή θεατρική παράσταση που έγινε πέρυσι στην Ελευσίνα, θεωρείται ακόμη και σήμερα, από πολλούς, όχι μόνον αξεπέραστο, μα άλλο τόσο και επίκαιρο, παρόλο που το ιστορικό περιβάλλον στο οποίο γράφτηκε έχει προ πολλού ξεπεραστεί.
Το μεγαλείο του τόσο δυνατό, που συνέτριψε εξάλλου, θα μπορούσε επίσης να πει κανείς σχηματικά, τον ίδιο τον δημιουργό του, που επάλεψε στην Κέρκυρα επί πολλά χρόνια για να το τελειοποιήσει ενώ η υγεία του επιδεινωνόταν, καθώς μαζί με τον Κόσμο εξελισσόταν και η δική του ιδεολογική διαμόρφωση και θεώρηση του Κόσμου. Διότι άλλαζαν βεβαίως και οι αξίες μαζί με τον Κόσμο.
Κανένα άλλο ποίημα της σύγχρονης Ελλάδας, τολμούμε επίσης να ισχυριστούμε, δεν εθριάμβευσε τόσο πολύ στο διάβα του χρόνου!
Πιο καταλυτικά, πιο έγκυρα, ουσιωδέστερα από οποιονδήποτε άλλο, τις διαχρονικές μα και τις επίκαιρες «Μεγάλες Ουσίες» του ποιήματος αυτού και συνολικά της σολωμικής ποίησης του Σολωμού ανέδειξε κι επροσδιόρισε το 1957, στα 100 χρόνια από τη θανή του Σολωμού, ο μεγάλος ποιητής του εικοστού αιώνα που κατά τον Γιάννη Δάλλα έγινε ο «αντιιδεαλιστής Σολωμός» του καιρού του. Ο ακατάβλητος αγωνιστής για μια σοσιαλιστική - κομμουνιστική κοινωνία Κώστας Βάρναλης βεβαίως. Τα λόγια του για τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», τον «Διάλογο», τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» και την επίσης πάντα επίκαιρη κοινωνικά «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Σολωμού στέκουν ακόμη ανυπέρβλητα:
«Η εθνική ελευθερία του "Ύμνου", η ηθική ελευθερία των "Πολιορκημένων", κ’ η πνευματική ελευθερία του "Διαλόγου", εξακολουθούνε να είναι τα πιο θετικά αιτήματα του λαού μας. Και στον αγώνα του για την κατάκτηση των τριών αυτών αγαθών, ο Σολωμός ήτανε κ’ είναι ο πρώτος οδηγός. Αλλά και μια τέταρτη ελευθερία πήρε τη θέση του πιο φλογερού ιδανικού της ανθρωπότητας σήμερα: η κοινωνική ελευθερία, και για την πραγμάτωση τούτης της ελευθερίας ο Σολωμός είναι και πάλιν ο πρώτος οδηγός».
Όπως άλλωστε ακαταμάχητα στέκουν ακόμη κι εκείνα τα σοφά λόγια του κορυφαίου ίσως κριτικού λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα και κοινωνικού-πολιτικού αγωνιστή Μάρκου Αυγέρη:
«Ακούστηκε για την ποίηση του Σολωμού και η κατηγορία πως οι αξίες της είναι ξεπερασμένες, ανήκουν στον 18ο αιώνα κ’ είναι πια παλιές για σήμερα (…) Ο ιδεαλισμός δεν ξεμάκρυνε το Σολωμό από την αίσθηση της πραγματικότητας, όπως δεν ξεμάκρυνε και τον Έγελο, που απ’ τις ιδέες του φαίνεται τόσο πολύ επηρεασμένος. Η ποίησή του θρέφεται από τη μεγάλη πραγματικότητα του καιρού του, από την Εθνική Επανάσταση, που τη μετασχηματίζει με μεγάλη δύναμη σ’ αισθητική και πνευματική παράσταση (…) Ο Σολωμικός Ιδεαλισμός, όταν μεταμορφώνεται σε ποιητική ύλη και παίρνει μορφή καλλιτεχνική, παίρνει τους χαρακτήρες της ελληνικής πραγματικότητας (...) Μήπως η κοινωνική επαναστατική κίνηση η σημερινή, που στηρίζεται, ωστόσο, στη θεωρία του ιστορικού υλισμού, δεν ανέδειξε έως τώρα πλήθος ήρωες που δέχτηκαν θεληματικά την έσχατη θυσία χωρίς καμιά ιδιοτέλεια; Η ηθική του Σολωμού, που οδηγεί στη θυσία, το κορύφωμα αυτό της ηθικής όλων των εποχών κι όλων των λαών, κλείνει μέσα της αξίες που δεν μπορεί να τις καταλύσει ο χρόνος».
Οι σολωμικοί «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», όπως και όλο σχεδόν το σολωμικό έργο, «φωνάζουν», θα μπορούσε να πει κανείς, ότι ο Παράδεισος, είναι εδώ, γύρω μας, ανάμεσά μας κι εναπόκειται σ' εμάς ως κοινωνία να τον κατακτήσουμε!
Τέλος, ας ελπίσουμε πως η προγραμματισμένη για το 2021 συναυλία της Φιλαρμονικής «Καποδίστριας» και της δημοτικής χορωδίας «San Giacomo» με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Γιάννη Μαρκόπουλου θα γίνει μπορετό να πραγματοποιηθεί μέσα στο 2022 και μάλιστα πως η συναυλία θα δοθεί, όπως προέβλεπε άλλωστε μια ιδέα που λίγα χρόνια νωρίτερα είχε ενστερνιστεί σε συζητήσεις μας ο ίδιος ο Γιάννης Μαρκόπουλος και είχε μιλήσει γι' αυτό με προηγούμενο δήμαρχο της πόλης, μπροστά από το σπίτι του ποιητή στα Μουράγια της πόλης!
Εκεί όπου γράφτηκε και ξαναγράφτηκε και ξαναγράφτηκε το ποίημα στον συνεχή αγώνα του ποιητή ώστε απ' αυτό «θέλει έβγουν οι Μεγάλες Ουσίες»!
Αυτό κάνει άλλωστε μοναδικά, αναδεικνύοντας τις «Μεγάλες Ουσίες» της ζωής, το ίδιο το συγκλονιστικό και στο λιμπρέτο του μουσικό έργο του Γιάννη Μαρκόπουλου, που «περήφανα κι ωραία», για να το πούμε δανειζόμενοι στίχο του Σολωμού από τους ίδιους τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του, θα αντηχήσει την προσεχή Τρίτη 15 Φλεβάρη στην Αθήνα, στον απόηχο των εορτασμών για τα 200 χρόνια από το 1821, σε συναυλία εξ αναβολής που οργανώνει στον πολιτιστικό χώρο «Μαρία Κάλλας» το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας συνεργαζόμενο με τον συνθέτη και που ελπίζουμε να τύχει τηλεοπτικής κάλυψης.
Ένα σάλπισμα ανυποχώρητου λαϊκού αγώνα με πίστη στην τελική νίκη για τα πανανθρώπινα ιδανικά είναι άλλωστε οι σολωμικοί «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»: «Η δύναμή σας πέλαγο, η θέλησή μου βράχος».
Σε πείσμα βεβαίως των εκμεταλλευτικών ιμπεριαλιστικών «αξιών» που η ηγεσία της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων δεν ντράπηκε την «Ημέρα Μνήμης του Σολωμού» να αναδείξει με κατάπτυστη ταυτόχρονη σχεδόν ανακοίνωσή της υπέρ του Αμερικανού πρέσβη Τζέφρι Πάιατ και ενώ δεν εφιλοτιμήθηκε να θέσει στη διάθεση των υπευθύνων του Σπιτιού/Μουσείου του Σολωμού στην Κέρκυρα για δείγμα ένα ευρώ ώστε να οργανωθεί εκεί κάποια εκδήλωση για εκείνον το 2021!
Παραθέτουμε, αντί περαιτέρω σχολιασμού για όλη αυτή την ασέβεια την ημέρα Μνήμης του Σολωμού, λίγους μόνον από τους στίχους του για την περιφρόνηση που άξιζαν οι εκμεταλλευτές του λαού, όπως τους είχε φέρει στο φως το 1858 ο Νικόλαος Κονεμένος:
Μα καλό 'ναι πλούσιος να 'σαι,
και ποτέ να μη θυμάσαι
πως στους δρόμους αϊλογάνε
κάποιοι μαύροι που πεινάνε;
Μα της φτώχειας η κατάρα,
δυστυχότατη τρομάρα,
(...)
Μνέσκεις (...)
με ξεμυτερά τα νύχια
μαθημένα στα προστύχια.
Ας μας επιτραπεί λοιπόν, κλείνοντας, ετούτη η παράφραση από το σολωμικό μεγαλείο:
Ψυχή, ψυχή και νίκη / Θέλει νικήσουν οι Μεγάλες Ουσίες!
* Τα τρία εικαστικά έργα που συνοδεύουν αυτές τις γραμμές αποτελούν μέρος τρίπτυχης εικαστικής δημιουργίας του Άγγελου Γερακάρη για την κηδεία του Σολωμού στην Κέρκυρα.
ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΡΦΗΣ