Tον Μάρτιο του 1801 o λόρδος Έλγιν, πρέσβης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη από τα τέλη του 1799 έως τα μέσα του 1803, δηλαδή από τότε που η Κέρκυρα και τα Ιόνια νησιά με βρετανικές «ευλογίες» πέρασαν σε ρωσοτουρκικό ζυγό, είχε στείλει ένα γράμμα στον πρόξενό της στην Κέρκυρα. Αντικείμενο της επιστολής του, η οποία απευθυνόταν και στην Ιόνιο Γερουσία, ήταν οι βρετανικές ραδιουργίες που εκτυλίσσονταν τότε στη Ζάκυνθο. Ακριβώς έναν χρόνο μετά, το 1802, ο λόρδος Τόμας Μπρους 7ος κόμης του ΄Ελγιν, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, διέταξε μια βρετανική αρμάδα να κάνει ένοπλη απόβαση στην Κέρκυρα και να καταστείλει μια δημοκρατική εξέγερση των κατοίκων της.
Το έπραξε, κατόπιν επιθυμίας της Οθωμανικής Πύλης και της Τσαρικής Αυλής, στο πλαίσιο των «ιερών» και «ανίερων» εναλλασσόμενων συμμαχιών εκείνης της περιόδου, εναντίον της Γαλλικής αστικής Επανάστασης. Για τη Βρετανία ήταν μια ευκαιρία να εκδηλώσει το ζωηρό ενδιαφέρον της να αποκτήσει ισχυρά ερείσματα στο Ιόνιο Πέλαγος και να το ελέγξει, χωρίς να έλθει σε αντίθεση με τη σύμμαχό της, τότε, Τουρκία.
Σκοπός της πρώτης αυτής επιθετικής απόβασης αγγλικών πλοίων στην πόλη της Κέρκυρας, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 6 Μαρτίου 1802, επτά χρόνια προτού ο βρετανικός στόλος στρεφόμενος πάλι κατά της Γαλλίας αρχίζει να κατακτά το ένα μετά το άλλο τα Ιόνια νησιά ώσπου το 1814 κυρίευσε και την Κέρκυρα, ήταν να καταστείλει με τη βία έναν λαϊκό ξεσηκωμό για το Σύνταγμα των νήσων. Οι πολλοί αρνούνταν να αποδεχθούν το βαθιά ολιγαρχικό και ταπεινωτικό Σύνταγμα που είχε επιβάλει στην υποτελή στην Πύλη νεοσύστατη «Επτάνησο Πολιτεία» η συμμαχία των Ρώσων και Τούρκων κατακτητών του νησιού, όταν εκδίωξε τους Γάλλους Δημοκρατικούς και παλινόρθωσε τη μισητή αριστοκρατία. Καθώς οι αρμάδες των Ρώσων και των Τούρκων είχαν αναχωρήσει για άλλες αποστολές, λαϊκές συνελεύσεις είχαν αποκηρύξει τον ξένο ζυγό και είχαν εγκρίνει ένα νέο Σύνταγμα διοίκησης των νησιών, πολύ πιο δημοκρατικό, αναγκάζοντας την τάξη των αριστοκρατών σε συνθηκολόγηση και υποταγή. Μυστικά, τότε, ο κόμης Σπυρίδων - Γεώργιος Θεοτόκης (1722-1803), πρόεδρος της δοτής και διαβλητής Ιόνιας Γερουσίας, η εξουσία της οποίας είχε καταλυθεί, ζήτησε από την Κωνσταντινούπολη και από τις βρετανικές διπλωματικές και στρατιωτικές αρχές ένοπλη βοήθεια για την «επιβολή της τάξης». Ο 36χρονος τότε Βρετανός πρεσβευτής στην Πύλη, ο πασίγνωστος για την κλοπή γλυπτών του Παρθενώνα λόρδος, ανταποκρίθηκε ασμένως.
Υποστήριζε ο Θεοτόκης, μετά την εισβολή και επικράτηση των Βρετανών, ότι «τα βρεττανικά όπλα θέλουν κατέχει τα φρούρια ενόσω αι περιστάσεις ήθελον το απαιτήσει», θεωρώντας ότι «οι πάντες οφείλουσι να προσφέρωσιν εις τον στρατόν εκείνον την οφειλομένην τιμήν και υπακοήν, συνάμα δε να εννοήσωσιν οπόσον οφείλει ήνε ευγνώμον το κράτος και το έθνος προς το βρεττανικόν στέμμα επί τηλικαύτη ευεργεσία».
Είχε λάβει από εκπρόσωπο του Μεγάλου Βεζύρη της Κωνσταντινούπολης μια επιστολή που έκανε αναφορά στον λόρδο πρεσβευτή της Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με το γράμμα, που σώζεται στα Αρχεία της Κέρκυρας και απεικονίστηκε από την Αλίκη Νικηφόρου το 2008 σε βιβλίο της για το συνταγματικό καθεστώς των Ιονίων νήσων τις αρχές του 19ου αιώνα, η Πύλη είχε πληροφορηθεί ότι κάποιοι «επαναστάται και αιρεσιάρχαι» στην Κέρκυρα «απετόλμησαν να συντάξωσιν έτερον πολίτευμα» και η «τοιαύτη διαγωγή παρώργισε την Υψηλήν Πύλην». Σημείωνε, εμφατικά, ότι «ο ενταύθα διαμένων ημέτερος φίλος πρεσβευτής της Αγγλίας παρεκλήθη να ενεργήση, όπως εν ανάγκη και μεχρισού φθάση αυτόθι η εκ Νεαπόλεως περιμενομένη (σ.σ. ρωσική) δύναμις», ο αγγλικός στόλος να «χορηγήση εις την Γερουσίαν την απαιτουμένην συνδρομήν».
Η μετάφραση ανήκει στον Γεράσιμο Μαυρογιάννη (1823-1905) και στο δίτομο έργο του «Ιστορία των Ιονίων Νήσων αρχομένη τω 1797 και λήγουσα τω 1815», που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1889. Ο ίδιος είχε γράψει τον ιστορικό «Ύμνο των Ριζοσπαστών» των νησιών μας. Εκείνος μετέφρασε και μιαν άλλη επιστολή του λόρδου Έλγιν.
Στις 22 Μαρτίου 1801 ο «φίλος πρεσβευτής», όπως τον αποκαλούσε η Οθωμανική Πύλη, είχε στείλει επιστολή στην Κέρκυρα, στον Ζακύνθιο γενικό πρόξενο της Βρετανίας, Σπυρίδωνα Φορέστη, ζητώντας του να τη θέσει υπόψη της Ιονίου Γερουσίας.
Μόλις τότε είχε πληροφορηθεί «μετ' άκρας εκπλήξεως και ίσης δυσθυμίας», έλεγε στο γράμμα του, ότι από καιρό στη Ζάκυνθο «ραδιούργοι τινές» είχαν υψώσει την αγγλική σημαία στη θέση της οθωμανικής και είχαν θέσει το νησί υπό τις εντολές προσώπου που δήλωνε «Άγγλος ταγματάρχης» με επώνυμο Κάλλενδερ και ισχυριζόταν ότι θεωρούσε τη Ζάκυνθο «ήδη αποτελούσαν εν του όλου αγγλικού κράτους μόριον», πράγμα για το οποίο η Πύλη είχε διαμαρτυρηθεί έντονα. Απευθυνόμενος στην Ιόνιο Γερουσία, ο λόρδος Έλγιν αποδοκίμαζε κατηγορηματικά το γεγονός. Σχεδόν επί επτά μήνες οι Βρετανοί είχαν επιτρέψει να συμβαίνει αυτό στη Ζάκυνθο και να ζητείται «η ένωση μετά του αγγλικού έθνους». Όταν επιτέλους έφτασε στο νησί ένα αγγλικό πολεμικό πλοίο με συνοδεία οθωμανικού, δηλώνοντας ότι αναγνωρίζει την κυριαρχία του Σουλτάνου Σελίμ Γ' στα νησιά του Ιονίου, ακολούθησαν «φιλικές διαπραγματεύσεις» με τις τοπικές αρχές και ο «ταγματάρχης» εξαφανίστηκε. Ο Γεράσιμος Μαυρογιάννης σχολίασε τα γεγονότα ως «πανούργον επινόημα» αγνώστων και ως ανεξήγητο το γεγονός ότι εκείνος ο Άγγλος «διέλαθε» των συμπατριωτών του, ενώ «επί επτά περίπου μήνας κατώρθωσε να διοικήση ολόκληρον νήσον ως ταγματάρχης και αντιπρόσωπος του βασιλέως της Μεγάλης Βρεττανίας».
Σύμφωνα με τον Φορέστη, ο Έλγιν τού είχε διαμηνύσει απλώς ότι «δεν εγίγνωσκεν ει έλαβεν ο Κάλλενδερ εντολήν οιανδήποτε, ουδ' εάν έχη εξουσίαν τινά ή καν οδηγία παρά της κυβερνήσεώς του», η οποία μέσω διατάγματος του Βρετανού βασιλιά Γεωργίου Γ' είχε αναγνωρίσει την οθωμανική κυριαρχία και το ολιγαρχικό Σύνταγμα οθωμανικής έμπνευσης στα Επτάνησα, αλλά συγχρόνως δημιουργούσε στα νησιά «φιλικά δίκτυα».
Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι σε αυτό το Πέλαγος, το Ιόνιο, έμελλε έναν χρόνο αργότερα να ναυαγήσει, γεμάτο με μέρος από τα κλεμμένα από την Ακρόπολη γλυπτά, ένα δικάταρτο μπρίκι του «ελληνολάτρη» 7ου κόμη του ΄Ελγιν (1766-1841), βαφτισμένο με το παρμένο από την «Οδύσσεια» ομηρικό όνομα «Μέντωρ», στον μακρύ δρόμο του για το Λονδίνο. Αυτό έγινε το 1802, δηλαδή τη χρονιά της ένοπλης βρετανικής επέμβασης στην Κέρκυρα, στον όρμο του Αγίου Νικολάου, νοτιοανατολικά από τα Κύθηρα, δέκα χρόνια πριν ο Άγγλος αριστοκράτης -που έφερε και τον τίτλο του 11ου κόμη του Κινκάρντιν- ολοκληρώσει τη σταδιακή μεταφορά και «νομιμοποίηση» του κλεμμένου θησαυρού των γλυπτών του Παρθενώνα στην πατρίδα του.
Το 1812, καθώς ο Έλγιν άρχισε να εκποιεί στο Λονδίνο την «περιουσία» του, έλαβε χώρα στην αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο μια «διεθνής δημοπρασία» ελληνικών γλυπτών που είχε υφαρπάξει από αρχαίο ναό της Αίγινας ένας άλλος Άγγλος. Εκείνος ήταν αρχιτέκτονας και ονομαζόταν Τσαρλς Ρόμπερτ Κόκρελ. Από τον Σεπτέμβριο του 1809 ο ίδιος ο αγγλικός στόλος, αυτή τη φορά χωρίς μεσολάβηση τρίτων, είχε υψώσει στο ζακυνθινό κάστρο την αγγλική σημαία, εκδιώκοντας τους Γάλλους Αυτοκρατορικούς που το 1807 είχαν διαδεχθεί τους Ρώσους και τους Τούρκους στα Επτάνησα. Διεθνώς, δόθηκε τέτοια δημοσιότητα στη δημοπρασία, η οποία έγινε τις 12 Νοεμβρίου 1812, που ασχολήθηκε με αυτήν κριτικά και ο μεγάλος Γερμανός ποιητής Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε.
Εκείνα τα χρόνια η Κέρκυρα ήταν το τελευταίο νησί των Επτανήσων που πέρασε από τα γαλλικά στα αγγλικά χέρια. Το 1814 οι Βρετανοί εγκατέστησαν στην Κέρκυρα την έδρα του επτανησιακού προτεκτοράτου τους, αρχικά με το «έτσι θέλω» και έναν χρόνο μετά με τη συγκατάθεση των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων, στο πλαίσιο της γνωστής συμφωνίας τους στη Βιέννη για το «μοίρασμα» εδαφών. Μαζί με χιλιάδες στρατιώτες τους «παρέλασαν» επί μισόν αιώνα από την Κέρκυρα, άλλος για λίγο και άλλος για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, αμέτρητοι Βρετανοί αξιωματούχοι, μέχρι που όλοι τους «πήραν δρόμο» το 1864, με την ένωση των Επτανήσων με την υπόλοιπη Ελλάδα. Ωστόσο, παρέμεινε αμετακίνητα επί πέντε και πλέον δεκαετίες στην Κέρκυρα, από τη στιγμή που την κατέλαβαν, ένας -και πιθανόν μοναδικός- από όλη εκείνη την ατέλειωτη στρατιά Βρετανών αξιωματούχων που εναλλάσσονταν. Πέθανε στο νησί δύο χρόνια μετά τη φυγή τους. Το όνομα αυτού James Woodhouse. Ήταν από καιρό άρρωστος και δεν μπορούσε να ταξιδέψει, όπως λεγόταν, ενώ αρκετοί υπέθεταν πως ήταν ίσως ο πιο πλούσιος Βρετανός της Κέρκυρας, χάρη σε μια αρχαιολογική συλλογή του. Μια συλλογή που κάτω από αδιευκρίνιστες έως τώρα συνθήκες μέρος της περιήλθε τότε στο Βρετανικό Μουσείο, όπου και παραμένει, φέροντας το όνομά του. Ο Woodhouse έχαιρε, φαίνεται, ιδιαίτερης «προστασίας». Είχε συστήσει, υποστήριζαν κάποιοι στο Λονδίνο, ένα σχετικό «κληροδότημα».
Ο τάφος του Τζέιμς Γουντχάουζ (1783 - 26 Φεβρουαρίου 1866), με μαρμάρινη επιτύμβια στήλη ύψους άνω των τριών μέτρων, σώζεται ακόμα και δεσπόζει στο βρετανικό νεκροταφείο της πόλης της Κέρκυρας.
Έχουν χαραχτεί στην επιτύμβια στήλη, στην αγγλική γλώσσα, τα εξής λόγια:
«Στη μνήμη του Τζέιμς Γουντχάουζ.
Συνοδοιπόρος του Τάγματος του Αγίου Μιχαήλ και Αγίου Γεωργίου, πρώην αναπληρωτής Γενικός Επίτροπος στον βρετανικό στρατό και στη συνέχεια Γενικός Ταμίας των Ιονίων Πολιτειών υπό το βρετανικό προτεκτοράτο.
Σε όλη τη μακρόχρονη καριέρα του απέδιδε συνεχώς, ξεχώρισε για τις ικανότητες, για την ευθύτητα και για τη φιλανθρωπία του προς τους συνανθρώπους του. Πέθανε στην Κέρκυρα στις 26 Φεβρουαρίου 1866, 83 ετών»
Η επιγραφή ολοκληρώνεται με λατινικής προέλευσης ρήση που αποδίδεται ως εξής: «Θα ξανασηκωθώ».
Ούτε λέξη δεν βρίσκει κανείς για την αρχαιολογική συλλογή που συγκέντρωσε και την τύχη της, μολονότι στο Λονδίνο υμνείται ακριβώς γι' αυτή τη συλλογή.
Ήταν, λέει, «συνοδοιπόρος» του Τάγματος του Αγίου Μιχαήλ και Αγίου Γεωργίου, του βρετανικού ιπποτικού Τάγματος που είχε ιδρυθεί το 1818 από έναν πρίγκιπα της Ουαλλίας και καθιερώθηκε και στην Κέρκυρα ως Τάγμα που απέδιδε ανώτατη βρετανική τιμή για υπηρεσίες προς τη Βρετανία εκτός των συνόρων της. Δεν υπάρχει Κερκυραίος αριστοκράτης που να μετέτρεψε αυτόν εκείνη την περίοδο σε αφοσιωμένο υπηρέτη των αγγλικών σχεδίων και να μην έλαβε κάποιο τέτοιο παράσημο. Ιδρυτής του στο νησί ήταν ο μισητός πρώτος ύπατος αρμοστής των Ιονίων νήσων Τόμας Μέτλαντ, επικεφαλής εκπρόσωπος της Βρετανίας στην κεντρική και την ανατολική Μεσόγειο. Ο βαρόνος Εμμανουήλ Θεοτόκης (1777-1837), που απειλούσε το 1821 με φοβερές διώξεις όποιον Επτανήσιο υποστήριζε την Ελληνική Επανάσταση, ήταν ο πρώτος που παρασημοφορήθηκε από το Τάγμα του «συνοδοιπόρου», «γενικού ταμία» ή αλλιώς θησαυροφύλακα του βρετανικού προτεκτοράτου στο Ιόνιο, Γουντχάουζ .
Περιβαλλόμενο έως σήμερα ακόμη και στο Λονδίνο με πέπλο μυστηρίου, το όνομα του Τζέιμς Γουντχάουζ φιγουράρει σε βρετανικές εκδόσεις της εποχής μεταξύ των βασικών συντελεστών εφοδιασμού του λονδρέζικου Βρετανικού Μουσείου με αρχαιολογικά ευρήματα. Με βρετανική βούλα, συνδέθηκε στην πραγματικότητα με μια πραγματική αλλά σκοτεινή μέχρι σήμερα λεηλασία μέρους του αρχαιολογικού πλούτου της Κέρκυρας και όλων ανεξαίρετα των Ιονίων νήσων. Τηρουμένων φυσικά των αναλογιών, έγινε ο Έλγιν της Κέρκυρας και της Επτανήσου. Δεν προκύπτει να «σήκωσε» γλυπτά αγάλματα, αλλά ό,τι άλλο μπόρεσε το διέπραξε!
Ο Βρετανός γενικός πρόξενος στην Κέρκυρα S. Saunders έσπευσε αυθημερόν να ενημερώσει τους πολιτικούς προϊσταμένους τους στο Λονδίνο, με επιστολή του, για τον θάνατο του Γουντχάουζ και το διακύβευμα της συλλογής του. Στην πορεία, επικαλούμενος δικαιώματα Βρετανών «νόμιμων κληρονόμων» της περιουσίας του συνταξιούχου αξιωματούχου συνέβαλε στον διασκορπισμό της συλλογής, όπως τον κατηγόρησε το λονδρέζικο Μουσείο. Δήλωσε άγνοια για την «απώλεια» σειράς αντικειμένων που ήταν γνωστό ότι περιείχε η συλλογή. Ανάμεσα στα «χαμένα» ήταν μαρμάρινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς που παρέπεμπε στην τέχνη του Φειδία, σύμφωνα με μαρτυρίες ξένων αρχαιολόγων που είχαν επισκεφθεί το νησί. Ο Saunders υποστήριξε πως είχε εγκαταστήσει φρουρά στο σπίτι του Γουντχάουζ.
Γνώστης «χαμένου μέρους» της συλλογής ήταν και ο Γάλλος αρχαιολόγος και κλασικός φιλόλογος Othon Riemann, που είχε επισκεφθεί το νησί. Το 1879, στο βιβλίο του «Recherches arheologiques sur les iles Ioniennes», που εκδόθηκε στο Παρίσι, παρουσίασε μελέτη για κάθε διαθέσιμο μέχρι τότε στοιχείο από προγενέστερες εργασίες για τις κερκυραϊκές αρχαιότητες, συμπεριλαμβάνοντας στοιχεία για τις ανασκαφές που είχαν γίνει στην περιοχή των Αγίων Θεοδώρων της Παλαιόπολης τα χρόνια 1812-1813, επί Γάλλων Αυτοκρατορικών, καθώς και για τη συλλογή του μεγαλύτερου συλλέκτη αρχαιοτήτων στο νησί Άγγλου στρατιωτικού και πολιτικού αξιωματούχου, ο οποίος πριν έλθει στην Κέρκυρα φέρεται να υπηρέτησε για λίγο σε βρετανική δύναμη στη Σικελία.
Όπως ίσως και ο λόρδος Έλγιν, έτσι και ο θεωρούμενος επίσης αριστοκράτης συμπατριώτης του Τζέιμς Γουντχάουζ γνώριζε πιθανώς από νεαρή ηλικία και πολύ προτού φτάσει στην Κέρκυρα, αφού είχε κι αυτός έντονα «αρχαιολογικά ενδιαφέροντα», ένα βιβλίο που είχε κάνει αίσθηση στη βρετανική πρωτεύουσα τα τέλη της δεκαετίας του 1760. Κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το 1769 και ένα αντίτυπο εκείνης της πρώτης έκδοσης, την οποία διαδέχθηκε άλλη επαυξημένη αργότερα, σώζεται στην Αθήνα στη Βιβλιοθήκη της Alpha Bank. Έφερε τον τίτλο «Ionian Antiquities», απεικόνιζε αρχαιότητες των Ιονίων νήσων κατά τον 18ο αιώνα με ζωγραφιές και αρχιτεκτονικά σχέδια και ήταν προϊόν συνεργασίας του ιστοριοδίφη Richard Chandler, του επιστήμονα Nicolas Revett και του ζωγράφου William Pars.
Οι δημιουργοί του βιβλίου επισκέφθηκαν από κοινού την Κέρκυρα και άλλα Ιόνια νησιά τα χρόνια 1764-1766 της βενετικής κατοχής τους και ήταν και οι τρεις τους μέλη μιας βρετανικής «Εταιρείας των Ενθουσιωδών», με ιστορικά ενδιαφέροντα. Η «Society of Dilettanti», όπως έμεινε γνωστή στο Λονδίνο, είχε ως αντικείμενο των δραστηριοτήτων της τη μελέτη της αρχαίας Ελλάδας, που κάποια μέλη της συνδύαζαν με το «χόμπι» της αρχαιοκαπηλίας. Οι επισκέπτες κατέγραψαν σε 130 σελίδες έναν αρχαιολογικό πλούτο που σίγουρα σήμερα δεν συμπεριλαμβάνεται στο σύνολό του στα Αρχαιολογικά Μουσεία των νησιών του Ιονίου, παρά τις ανακαλύψεις σπουδαίων αρχαιολογικών ευρημάτων που ακολούθησαν έως τις μέρες μας.
Αποτέλεσε εκείνο το βιβλίο μια τομή στην επισήμανση του αρχαιολογικού θησαυρού της Κέρκυρας, αλλά και των άλλων Ιόνιων νησιών, ερχόμενο ως συνέχεια των στοιχείων που αποθησαύρισε ο Ανδρέας Μάρμορας το 1672 στο τυπωμένο στη Βενετία βιβλίο του «Della historia di Corfu» με την πρώτη γνωστή Ιστορία της Κέρκυρας, καθώς και εκείνων που ο Ευγένιος Βούλγαρις το 1804 απαθανάτισε στην ελληνική γλώσσα με το βιβλίο του «Αι καθ' Όμηρον αρχαιότητες και αι Κερκυραϊκαί αρχαιολογίαι», αξιοποιώντας πολύ παλαιότερες μελέτες του Ιταλού λόγιου και επίσκοπου Κέρκυρας για τέσσερα χρόνια Angelo Maria Quirini (1680-1755) και του Ολλανδού επιστήμονα Everhard Feith (1585-1625). Η Βρετανία γινόταν πια με αυτό το βιβλίο, πολύ πριν μετατρέψει τα Επτάνησα σε προτεκτοράτο της, η κυριότερη χώρα συγκέντρωσης πληροφοριών και εκδήλωσης ενδιαφέροντος για τον παραμελημένο ή και λεηλατημένο από τη Βενετία, στους τέσσερις αιώνες της δικής της κυριαρχίας, αρχαιολογικό θησαυρό των Ιονίων νήσων.
Παραδόξως, όμως, ούτε ο Γουντχάουζ ούτε κάποιος άλλος από τους νέους και πλατιών μορφωτικών οριζόντων Βρετανούς επίσημους κυρίαρχους των Επτανήσων τον 19ο αιώνα ασχολήθηκε συγγραφικά με αυτό τον θησαυρό, στις πέντε δεκαετίες της «εκπολιτιστικής» εξουσίας τους. Θαρρείς και κάτι τέτοιο προσέκρουε στη θέληση της εξουσίας τους.
Το 1821, ενώ στα υπόδουλα στους Οθωμανούς ελληνικά εδάφη ξεσπούσε η Ελληνική Επανάσταση και οι Βρετανοί ήταν πια ακλόνητοι κυρίαρχοι στα Ιόνια νησιά, τα είχε επισκεφτεί ο Γερμανός περιηγητής και συγγραφέας Christian Muller. Στην Κέρκυρα, όπως εξηγούσε στο βιβλίο του «Journey through Greece and the Ionian Islands» που εκδόθηκε το 1822 ταυτόχρονα σχεδόν στη Λειψία, στο Λονδίνο και στο Παρίσι και κυκλοφορεί λόγω της διαχρονικής αξίας του και σήμερα, καθώς περιλαμβάνει σπάνια στοιχεία με δεινές περιγραφές, έθεσε το ζήτημα των αρχαιοτήτων της Κέρκυρας σε Βρετανό αξιωματούχο της τοπικής διοίκησης.
Έλαβε απαντήσεις - υπεκφυγές και ήταν καυστικός στα σχόλιά του. Όπως το έθεσε το 2018 η αρχαιολόγος Εύη Παπαδοπούλου παρουσιάζοντας σε Πανιόνιο επιστημονικό Συνέδριο στην Κεφαλονιά εισήγησή της με θέμα «Νομοθετικές διατάξεις για την προστασία των αρχαιοτήτων στα Ιόνια νησιά την περίοδο της Αγγλοκρατίας», απευθυνόμενος στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ο Muller κατηγόρησε τη βρετανική διοίκηση των νησιών πως «όχι μόνον δεν ανέλαβε τη χρηματοδότηση κάποιας ανασκαφής, αλλά επιπλέον φρόντισε επιμελώς να εξαφανίσει ακόμα και την ανάμνηση οποιουδήποτε αρχαίου»!
Προφανώς, ο απαιτητικός περιηγητής δεν είχε γνωρίσει τον Τζέιμς Γουντχάουζ. Έχοντας άλλοτε τον ρόλο θησαυροφύλακα του προτεκτοράτου, άλλοτε ρόλο στρατηγού με τομέα ευθύνης την εξυπηρέτηση του αποικιακού «British Army Commissariat», άλλοτε ποιος ξέρει πια ποιον ακριβώς ρόλο, αφού ένα πέπλο μυστηρίου συνοδεύει ακόμη και σήμερα πολλαπλές ιδιότητες που του έχουν αποδοθεί, με επίσημη κάλυψη ο Γουντχάουζ έγινε ο μεγαλύτερος σύγχρονος συλλέκτης αρχαιοτήτων των Επτανήσων.
Μελετητές της κατάστασης γύρω από τις κερκυραϊκές αρχαιότητες στα πρώιμα χρόνια της αγγλοκρατίας, μεταξύ των οποίων βέβαια ο Κερκυραίος ιστορικός και συγγραφέας του έργου «Delle cose Corciresi» Ανδρέας Μουστοξύδης (1785-1860), πρωτουργός του σχεδίου συγκέντρωσης ελληνικών αρχαιοτήτων και δημιουργίας Εθνικού Μουσείου στην Αίγινα το 1829 επί διακυβέρνησης της νέας Ελλάδας από τον Ιωάννη Καποδίστρια, έχουν αναφέρει το όνομα του Γουντχάουζ πρώτο-πρώτο, μεταξύ των «συλλεκτών αρχαιοτήτων» στο νησί, εκείνα τα χρόνια.
Παρόλο που μερικούς μήνες πριν καταλάβουν την Κέρκυρα οι Άγγλοι είχαν διεξαχθεί κάποιες αρχαιολογικές έρευνες από Γάλλους, οι μοναδικές δύο αρχαιολογικές ειδήσεις που έχουν συμπεριληφθεί στην επίσημη κυβερνητική εφημερίδα των νησιών έως το 1833, όπως επισήμανε το 1979 ο Κερκυραίος αρχαιολόγος Κώστας Σουέρεφ σε κείμενό του στο «Δελτίον» της Αναγνωστικής Εταιρίας Κέρκυρας με τίτλο «Αρχαιολογικές ειδήσεις και μελέτες στην Ιονική εφημερίδα κάτω από την αγγλική Προστασία», ανάγονται στα 1823-1824. Η πρώτη αφορούσε την τυχαία αποκάλυψη του χτισμένου γύρω στο 500 π. Χ. δωρικού ναού της αρχαίας Κέρκυρας στην τοποθεσία Καρδάκι και η δεύτερη την ανεύρεση «δύο αγαλμάτων θεοτήτων» στον γνωστό σήμερα ως Μον Ρεπό κήπο του Άγγλου αρμοστή.
Μόνον όταν στην καθυστερημένη Ελλάδα συντάχθηκε και ψηφίστηκε ο πρώτος αρχαιολογικός νόμος για την ίδρυση Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, δηλαδή το 1833, ενώ αρμοστής στην Κέρκυρα ήταν ο φιλελεύθερων αρχών λόρδος Νούτζεντ, εδέησε η φωτισμένη «προστάτιδα» Βρετανία να αποδεχθεί κάτι στοιχειωδώς ανάλογο στα Επτάνησα. Η αποικιοκρατική λογική όμως δεν έλειπε ούτε από τον Νούτζεντ. Εκθειάζοντας το 1974 στο «Δελτίον» της Αναγνωστικής Εταιρείας τον όντως πολύ θετικό ρόλο του σε διάφορα ζητήματα, η λογία και διευθύντρια επί μακρόν του Βρετανικού Ινστιτούτου στην Κέρκυρα, Μαρί Ασπιώτη, παρέλειψε να επισημάνει πως εκείνος ο αρμοστής της προοδευμένης Βρετανίας απέρριψε μια κρίσιμη διάταξη του σχεδίου νόμου που είχε καταρτίσει ο Μουστοξύδης για τη θέσπιση απαγόρευσης εξαγωγής των Ιόνιων αρχαιοτήτων, ενώ ήδη έξι χρόνια νωρίτερα, το 1827, στην καθυστερημένη Ελλάδα η Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας είχε απαγορεύσει τη μεταφορά αρχαιοτήτων εκτός επικράτειας.
Έτσι, παρόλο που τις 16 Φεβρουαρίου 1833 στην επίσημη κυβερνητική εφημερίδα των νησιών δημοσιεύτηκε «Απόφαση για την ίδρυση στην Κέρκυρα Μουσείου Αρχαιοτήτων» και την ίδια χρονιά γινόταν λόγος στην εφημερίδα για έναρξη αρχαιολογικών ανασκαφών στην περιοχή της Παλαιόπολης και δημιουργία «Εθνικού» ή «Ιονικού» Μουσείου στον χώρο του Μον Ρεπό, ο νόμος που εκδόθηκε το 1834 παρέκαμπτε τελείως μία ήπια απαγορευτική πρόταση νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής υπό τον Μουστοξύδη - πάνω εικονίζονται σελίδες δύο αρχικών σχεδίων του νόμου που σώζονται στα Αρχεία Νομού Κέρκυρας. Ο νόμος καθιστούσε νόμιμη ακόμη και την εξαγωγή αρχαιολογικών συλλογών που η απόκτησή τους δεν πληρούσε τις μάλλον συμβολικής αξίας νομικές προϋποθέσεις, που ορίστηκαν για την απόκτησή τους. Απαλείφθηκε τελείως η διάταξη του σχεδίου νόμου που καθιέρωνε σημαντικούς περιορισμούς στις εξαγωγές.
Τι κι αν στην εμπαιζόμενη από Βρετανούς ως καθυστερημένη Ελλάδα τον Μάιο του 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε τονίσει σε διαταγή του ότι «οι Επίτροποι θέλουν επαγρυπνεί, ώστε αι αρχαιότητες, δηλαδή νομίσματα παλαιά, ερμόγλυπτα ή άλλα αρχαία λείψανα, να μην εξάγωνται παντελώς από τον τόπον». Άλλα πρέσβευε για τα Επτάνησα η αποικιοκρατική πολιτική της φωτισμένης Βρετανίας. Θα πέρναγαν άλλα δεκαπέντε περίπου χρόνια, για να θεσπιστεί κάποια λίγο καλύτερη, αν και πάλι ατελής, στοιχειώδης προστασία των αρχαιοτήτων στα Ιόνια νησιά. Αυτό συνέβη το 1847, επί αρμοστείας Σίτον, αφού επί σειρά ετών οι αποφάσεις της περιόδου αρμοστείας Νούτζεντ είχαν σχεδόν ξεχαστεί.
Ο Ιταλός πολιτικός πρόσφυγας στο νησί, λόγιος αρχαιολόγος και καθηγητής στην Ιόνιο Ακαδημία, Francesco Orioli (1785-1856), στις 2 Ιουλίου 1846 είχε δημοσιεύσει στην επίσημη κυβερνητική εφημερίδα κείμενο με τίτλο «Antichita di Corfu», επιζητώντας τη φροντίδα των κερκυραϊκών αρχαιοτήτων. Σύμφωνα με έγγραφα που έφερε στο φως τις αρχές του περασμένου αιώνα ο Κερκυραίος ιστοριοδίφης Σπυρίδων Δε Βιάζης (1849-1927), ο Orioli ήταν το ένα από τα τέσσερα μέλη δημόσιας Επιτροπής επί της Αρχαιολογίας, που συστάθηκε εκείνη τη χρονιά, με συμμετοχή και του παραγκωνισμένου εν τω μεταξύ Μουστοξύδη, σε μια νέα προσπάθεια διάσωσης και ανάδειξης των αρχαιοτήτων του νησιού και ενίσχυσης του «Ιονικού Μουσείου» του. Η ανακάλυψη του ταφικού μνημείου του Μενεκράτη το 1843 κατά τη διάρκεια δημοσίων έργων, σε συνδυασμό με την ενδυνάμωση των αντιδράσεων στον αυταρχισμό και στο «φαγοπότι» της αγγλοϊόνιας συμμαχίας των Βρετανών κυρίαρχων και των ντόπιων συνεταίρων τους, που λυμαίνονταν τον τόπο, άσκησαν ευεργετική επίδραση. Σύμφωνα με τον Orioli, το 1846 γίνονταν ανασκαφές από Άγγλους εργολάβους και εργοδηγούς, στο πλαίσιο κατασκευής δημοσίων έργων οδοποιίας.
Η παρουσία του Τζέιμς Γουντχάουζ στην Κέρκυρα, εν τω μεταξύ, είχε γίνει από νωρίς ευρέως αισθητή.
Στις 19 Οκτωβρίου 1833 η «Εφημερίς του Ενωμένου Κράτους των Ιονικών Νήσων», στο 147ο φύλλο της, είχε δημοσιεύσει «Γράμμα του Εξαπορρήτων της Βουλής εις το Γενικόν Διαμέρισμα προς τον Δημόσιον Συνήγορον των Κορφών», στο οποίο συμπεριλαμβανόταν το όνομα J. Woodhouse, χωρίς στοιχεία ιδιότητας, σχετικά με μη προσδιοριζόμενο επακριβώς θέμα οικονομικού ενδιαφέροντος που είχε ανακύψει. Αφορούσε την παροχή εγγυήσεων για κάποιο ιδιωτικό ή δημόσιο χρέος.
Έξι χρόνια νωρίτερα, το 1827, ήδη ο Άγγλος αξιωματούχος διαδραμάτιζε τόσο σημαντικό ρόλο στην Κέρκυρα, ώστε στις 30 Μαρτίου 1827 ο εμπνευστής και υποστηρικτής της ηλικίας τριών ετών τότε Ιόνιας Ακαδημίας λόρδος Γκίλφορντ (1766 - 14 Οκτωβρίου 1827), ευρισκόμενος στην Κέρκυρα, απευθύνθηκε στον ίδιο στο νησί εγγράφως. Το γράμμα αυτό προς τον Γουντχάουζ, οριζόμενο ως 28ο στη σειρά, σώζεται σε κώδικα αντιγράφων επιστολών του Γκίλφορντ στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, στον οποίο είχε ρίξει λίγο φως η Βασιλική Μπόμπου - Σταμάτη πριν από δύο και πλέον δεκαετίες. Την περίοδο εκείνη ο Γκίλφορντ διαμαρτυρόταν για την άρνηση των βρετανικών αρχών να επιτρέψουν να δημιουργηθεί στην Ιόνιο Ακαδημία έδρα Αρχαιολογίας, καθώς τη θεωρούσαν «περιττή δαπάνη».
Βρετανοί ιστορικοί ερευνητές που είχαν ασχοληθεί με την ίδρυση κατά το 1839 της Ιονικής Τράπεζας στην Κέρκυρα φέρουν τον Γουντχάουζ, «ως θησαυροφύλακα του Ιονίου Κράτους, στρατηγό», τότε, να αντιδρά σε αρχικό σχέδιο για δημόσιο κατά 50% χαρακτήρα της νέας Τράπεζας. Συνοψίζοντας τις αιτίες της αντίδρασής του, όπως έχει επισημάνει σε διδακτορική μελέτη του για την Ιονική Τράπεζα ο Ανδρέας Γραμμένος, οι Βρετανοί ιστορικοί ερευνητές θεωρούσαν ότι η ίδρυση της Τράπεζας «έπληττε τα προσωπικά του συμφέροντα». Πιο συγκεκριμένα, διαχειριζόμενος «τον ασφαλέστερο αποταμιευτικό θεσμό» των νησιών, ο θησαυροφύλακάς του «είχε αναπτύξει προσωπική τραπεζική δραστηριότητα». Με απλά λόγια, ανεπίσημα ή επίσημα και σε μια περίοδο που οργίαζε η τοκογλυφία, ο κ. Γουντχάουζ ανέπτυσσε τραπεζικές δραστηριότητες. Σύμφωνα με βρετανικό δημοσίευμα του 1870, ο Γουντχάουζ πέρα από τα επίσημα καθήκοντά του ασχολούνταν ταυτόχρονα «με το εμπόριο», προφανώς και με το εμπόριο χρήματος.
Το ζήτημα της αρχαιολογικής συλλογής του, σύμφωνα με δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας «The Saturday Review» στις 19 Οκτωβρίου 1867, αποτέλεσε αντικείμενο εκτεταμένης αλληλογραφίας του Βρετανού προξένου στην Κέρκυρα Σ. Σάντερς με τον πολιτικό του προϊστάμενο υπουργό λόρδο Ράσελ στο Λονδίνο ήδη από το 1865, αλλά και με το Βρετανικό Μουσείο στη συνέχεια, με διαφωνίες και αντιπαραθέσεις. Η υγεία του Γουντχάουζ είχε από καιρό κλονιστεί και λόγω της ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα το 1864 δεν ίσχυε πια η έως τότε υπό όρους επιτρεπόμενη βάσει των τοπικών αρχαιολογικών διατάξεων εξαγωγή ιδιωτικών συλλογών αρχαιοτήτων, λόγω ισχύος του αυστηρότερου ελληνικού δικαίου. Ο βρετανικός Τύπος είχε αναφερθεί συγκεκριμένα και σε σχετική επιστολή με ημερομηνία 18 Φεβρουαρίου 1865, καθώς και σε μεταγενέστερη σχετική αλληλογραφία.
Η «The Saturday Review» επικαλούνταν, μεταξύ άλλων, στοιχεία επίσημης αναφοράς που είχε υποβάλει το 1866 ο Βρετανός Charles Newton προς το Βρετανικό Μουσείο, ίσως και προς το αρμόδιο βρετανικό υπουργείο, αλλά και στην ίδια τη βρετανική Βουλή, σχετικά με τη συλλογή της Κέρκυρας, μέρος της οποίας κατέληξε στο λονδρέζικο Μουσείο. «Report by Newton to Department of Antiquities, British Museum, subsequently published as Proceedings at Corfu Relative to Objects Missing from the Woodhouse Collection of Antiquities», ήταν ο τίτλος του δημοσιεύματος και της αναφοράς.
Σύμφωνα με τις ασαφείς σε μεγάλο βαθμό σχετικές αναφορές, ο θανών λίγους μήνες νωρίτερα Τζέιμς Γουντχάουζ «εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα από τη στιγμή που αυτή βρέθηκε κάτω από τη βρετανική κατάληψη». Εργαζόταν στον τομέα της «στρατιωτικής επιμελητείας». Σε δημόσιας χρήσης βρετανικές πηγές μπορεί να βρει κανείς πλήρη ή ικανοποιητικά βιογραφικά στοιχεία για κάθε Βρετανό που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην Κέρκυρα και στα άλλα νησιά του Ιονίου την περίοδο της κατοχής τους από τη Βρετανία, ακόμη και αν δούλευε κυρίως για τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, πλην αυτού του Βρετανού αξιωματούχου, που ήταν ο μόνος που έμεινε στην Κέρκυρα επί μισόν αιώνα.
Ο Newton (1816-1894), γνωστός αρχαιολόγος και κλασικός φιλόλογος, στάλθηκε από το Βρετανικό Μουσείο στην Κέρκυρα για να ερευνήσει το θέμα, λίγο μετά την άφιξη του πλοίου «Enterprise» με την αρχαιολογική Συλλογή Woodhouse στο Λονδίνο στα τέλη Απριλίου του 1866, καθώς διαπιστώθηκε κατά την παραλαβή στο Μουσείο ότι έλειπαν πολλά αντικείμενα που αναμένονταν. Στην αναφορά του υποστήριξε πως έλειπαν οπωσδήποτε «περισσότερα από 1.000 αντικείμενα», συμπεριλαμβανομένων κάποιων πολύ σημαντικών που είχαν καταγραφεί τόσο από τον Μουστοξύδη όσο και από τον Ελβετό αρχαιολόγο W. Vischer, που είχε επισκεφτεί το νησί και είχε εκδώσει σχετικά βιβλία για την Ελλάδα το 1855 και το 1857 στη Βασιλεία. Έλαβε μαρτυρίες Άγγλων, συγγενών, φίλων και γνωστών του Γουντχάουζ, όπως η Lady Strangford και ο Γιώργος Κολλυβός. Συμπέρανε ότι έλειπαν εκατοντάδες αρχαία χρυσά, αργυρά και άλλα κοσμήματα, αγαλματίδια, πήλινα αγγεία, νομίσματα, οπλικά και άλλα πολύ παλαιά και νεότερα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων ορειχάλκινη προτομή του Αχιλλέα και δύο χρυσοί αγριόχοιροι.
Με αναφορές ότι η συλλογή αποτέλεσε «μία από τις πιο σημαντικές συλλογές που συγκεντρώθηκαν από νομικό πρόσωπο στην Κέρκυρα», στον λονδρέζικο Τύπο αφηνόταν μερικές φορές να εννοηθεί πως αυτή είχε εταιρικό περίβλημα. Σχετικά με τις ιδιότητες του Γουντχάουζ κατά την διαμονή του στο νησί αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι «υπηρέτησε και στο στρατό ως αναπληρωτής Γενικός Επίτροπος, από την στιγμή που το νησί έπεσε κάτω από βρετανική εξουσία». Η συλλογή του «αποτέλεσε αντικείμενο διαμάχης μεταξύ του γενικού προξένου Saunders και του Βρετανικού Μουσείου», που έθεσε ζήτημα ότι «ένα σημαντικό μέρος της συλλογής διασκορπίστηκε», όπως είχε υποστηρίξει η εβδομαδιαία «The Saturday Review». Στη λονδρέζικη Βουλή, ήδη το 1866 είχε κατατεθεί έκθεση «Σχετικά με τα αντικείμενα που λείπουν και συσχετίζονται με την Κέρκυρα, από την συλλογή Woodhouse», θέμα που χαρακτηριζόταν ως «ένα εξαιρετικό ιδιόμορφο ζήτημα», καθώς συνδεόταν με «αρκετούς Προξένους στο Levant, που έχουν διακριθεί κατεξοχήν στην ενίσχυση του Εθνικού Μουσείου», αλλά και με Έλληνες πλούσιους ευγενείς και μεγαλοαστούς συλλέκτες αρχαιοτήτων στα νησιά. Ο Γουντχάουζ φερόταν, επίσης, ως «Βρετανός υπήκοος που ασχολούνταν με υποθέσεις εμπορίου και στρατού» και «κάλυπτε υποθέσεις στο γραφείο της Γραμματείας της κυβέρνησης». Σε εκθέσεις υποστήριξης και συγκάλυψης της δράσης του είχε αναφερθεί ακόμη και το ότι συνέλεξε έναν μικρό θησαυρό... «παρηγορώντας την αυτοεξορία του»!
Ούτε το διόλου φειδωλό σε στοιχεία για τους δημιουργούς συλλογών του Βρετανικό Μουσείο ούτε η βρετανική Βουλή των Λόρδων, που είχε ασχοληθεί με το θέμα από το 1866, λόγω του σάλου που δημιουργήθηκε όταν μερίδα του Τύπου ανέφερε «απώλεια» μέρους της Συλλογής Γουντχάουζ «κατά τη μεταφορά της», απροσδιόριστα πώς και με ευθύνη ποιών, από την Κέρκυρα στο Λονδίνο, έχουν παρουσιάσει άξια λόγου βιογραφικά στοιχεία του ή κάποια εικόνα του.
Ελάχιστα στοιχεία για την ταυτότητα και τον ρόλο του Έλγιν της Κέρκυρας και της Επτανήσου έχει συνεισφέρει και ο ιστορικός συγγραφέας Έντουαρντ Έντουαρτς (1812-1886), παρόλο που συμπεριέλαβε τον Γουντχάουζ στους κορυφαίους δημιουργούς του Βρετανικού Μουσείου. Κάποιες σελίδες του ανατυπωμένου και πρόσφατα βιβλίου του Έντουαρτς για τη ζωή και τη δράση όσων με συλλογές αποτέλεσαν τους βασικούς συντελεστές του Μουσείου, που εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1870 με τίτλο «Lives of the Founders of the British Museum», είναι όντως αφιερωμένες σε εκείνον, με αόριστες όμως πληροφορίες, γενικού χαρακτήρα. Ο συγγραφέας θεωρούσε πολύ σημαντική για το Βρετανικό Μουσείο και τον τομέα του με ελληνικές αρχαιότητες, τότε, τη Συλλογή Γουντχάουζ, πλάι σε εκείνη του Έλγιν.
Δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Γουντχάουζ, το 1868, ο γνωστός λονδρέζικος οίκος δημοπρασιών Σόθμπις είχε δημοσιεύσει κατάλογο για ένα άλλο μέρος της συλλογής του. Σε λίστα δραστηριοτήτων του οίκου έχει σωθεί ο κατάλογος, με τα εξής στοιχεία: «James Woodhouse (d. 1866), U.K., Italy and Corfu. A Catalogue of a Portion of the Woodhouse Collection; Sotheby, Wilkinson & Hodge, London, 16 July 1868». Η χάρη του «αρχαιολατρικού» ενδιαφέροντος του Τζέιμς Γουντχάουζ αφορούσε και σπάνια ευρήματα αποδιδόμενα στην Κάτω Ιταλία. Δεν είναι μόνον η Sotheby's, είναι και η παρόμοια βρετανική εταιρεία Christie's που έχει στο ενεργητικό της πωλήσεις προϊόντων της ίδιας τεμαχισμένης συλλογής. Πριν από επτά χρόνια είχε θέσει σε δημοπρασία κρατήρα αποδιδόμενο γεωγραφικά στην Κάτω Ιταλία με προέλευση τη «Woodhouse Collection of Corfu» και με πωλητή, όπως ανέφερε, Ιάπωνα.
Ο μυστηριώδης «φίλος της Κέρκυρας» κ. Τζέιμς Γουντχάουζ έχει αποδειχθεί εξάλλου ότι στον μισό αιώνα της μακράς και προφανώς ενθαρρυμένης και προστατευόμενης από τους διαδοχικούς Βρετανούς αρμοστές – αν όχι και διατεταγμένης ίσως – παραμονής του στην Κέρκυρα «έβαλε στο χέρι» και μη σχετικά με την ιστορία των αρχαίων και ρωμαϊκών χρόνων της θρησκευτικά κειμήλια. Σύμφωνα με την Christie's, «στη διάρκεια της πενήντα ετών παραμονής του στην Κέρκυρα σχημάτισε και μια μικρή συλλογή» με τέτοια κειμήλια «από μοναστήρια του Λεβάντε», τα οποία σε πρώτη φάση πουλήθηκαν στο Λονδίνο τα έτη 1869, 1872 και 1875, όπως είχε αναφέρει τον Ιούλιο του 1882 η λονδρέζικη εφημερίδα «Guardian». Τι περιείχαν, μεταξύ άλλων, αυτά; Τρία ή τέσσερα μεγάλης και γι' αυτό αχρονολόγητης παλαιότητας Ευαγγέλια. Οι δημοπράτες είχαν κάνει λόγο τότε, χρησιμοποιώντας ελληνικά γράμματα, για Ευαγγέλια και Ευαγγελιστήρια «Κατά Ματθ., Μάρκ., Λουκ. και Ιωάνν.».
Εβδομήντα περίπου χρόνια αργότερα, τα τέλη της δεκαετίας του 1940, πάλι ο οίκος Christie's ήταν εκείνος που έθεσε σε δημοπρασία ένα αξιόλογο μέρος της πρωταρχικής «Wentworth Woodhouse Collection» ή απλώς «Wentworth Woodhouse», όπως αποκαλεί πλέον το Βρετανικό Μουσείο μέρος της υπολειπόμενης στην κατοχή του και ουδέποτε παρουσιασμένης στο σύνολό της επτανησιακής Συλλογής Γουντχάουζ. Τότε, στο Νότιο Γιορκσάιρ, είχε αποβιώσει ένα ενδεχομένως συγγενικό πρόσωπο του James Woodhouse, μέλος της δωδέκατης σε ακίνητη περιουσία στη Βρετανία οικογένειας λόρδων και βαρόνων Fitzwilliam, έχοντας προδιαγράψει την εκποίηση αντικειμένων της συλλογής Woodhouse που είχαν αποθηκευτεί σε τοπική έπαυλή της. Η Christie's ανέλαβε και διεκπεραίωσε με φειδωλή σε στοιχεία διαδικασία αυτή την πώληση τη διετία 1948-1949.
Το τμήμα της συλλογής που βρισκόταν στα χέρια της οικογένειας Fitzwilliam, μέλη της οποίας είχαν υπηρετήσει επί μακρόν στη Βουλή και στο διάβα του χρόνου συνδέθηκαν με μέλη άλλης αρχοντικής οικογένειας με την επωνυμία Woodhouse και σκωτσέζικη καταγωγή, είχε παραμείνει επί δεκαετίες αθέατο. Τον Ιούλιο του 1867, μετά τον θόρυβο που είχε ξεσπάσει γύρω από την τύχη τμημάτων της συλλογής του Γουντχάουζ στην Κέρκυρα, τα οποία είτε δεν είχαν φτάσει στο Βρετανικό Μουσείο είτε είχαν κλαπεί από αυτό, η Βουλή των Λόρδων είχε ασχοληθεί ανεπιτυχώς με το θέμα. Είχε συστήσει ερευνητική επιτροπή για το ζήτημα, η οποία κοινώς το «έθαψε», προφανώς για «εθνικούς λόγους». Με αποφάσεις της, που σώζονται στην εκδοτική σειρά της «Parliamentary Papers 1867», έκλεισε το ζήτημα χωρίς να αποδώσει ευθύνες.
Διάσπαρτα μέρη της συλλογής του Γουντχάουζ βρίσκονταν σε «άγνωστα χέρια». Η πάμπλουτη οικογένεια Fitzwilliam φαίνεται ότι έλαβε σημαντικό μέρος της συλλογής, ως «νόμιμος κληρονόμος» λόγω συγγένειας, στην περιοχή της κομητείας του Γιορκσάιρ στη βόρεια Αγγλία, ενδεχόμενο γενέθλιο τόπο του δημιουργού της.
Σε υλικά εκείνης της επιτροπής και στις αναφορές του Newton και του Βρετανού προξένου Saunders συμπεριλαμβάνονταν ορισμένα ονόματα Κερκυραίων και άλλων φερόμενων ως «προμηθευτών» του Woodhouse με αρχαιότητες, ενώ ως στενός φίλος και ενήμερος για τη δράση και τις επιθυμίες του για την τύχη της συλλογής αναφερόταν ο αξιωματούχος του επτανησιακού Μεταρρυθμιστικού κόμματος και θεωρούμενος πιο πλούσιος στην εποχή του Κερκυραίος, καθώς και ευεργέτης, νομικός Ναπολέων Ζαμπέλης (1809-1896), με πλευρές της δράσης του οποίου συνδέονται το σατιρικό ποίημα του Διονύσιου Σολωμού «Η Τρίχα» και ανάλογο κείμενο του λόγιου Νικόλαου Κονεμένου.
Καρπός των απροσδιόριστης έκτασης οικογενειακών δεσμών Fitzwilliam - Woodhouse θεωρείται στη Βρετανία ο γνωστός εδώ και δεκαετίες ως Wentworth Woodhouse πύργος με 300 δωμάτια σε αχανή έκταση στο Γιορκσάιρ, τον οποίο λειτουργεί η υπό δημόσιο έλεγχο βρετανική National Trust, αρμόδια για φυσικά μνημεία.
Ο πύργος άρχισε να χτίζεται το 1725, έχει χρησιμοποιηθεί και ως πανεπιστημιακός χώρος, συγκαταλέγεται στα «μεγαλύτερα σπίτια της Ευρώπης» και είναι επισκέψιμος στο κοινό. Από το 2017 ανήκει σε συνδεδεμένη με κεφάλαια προερχόμενα και από το Χονγκ Κονγκ εταιρεία, ονόματι Wentworth Woodhouse Preservation Trust. Συμπεριλαμβάνει και «Δωρικό lodge». Ειδική αίθουσα εξηγεί τους στενούς μέχρι το 1912 δεσμούς των παλαιών ιδιοκτητών του πύργου με τη βασιλική οικογένεια της Βρετανίας.
Στο συνδεδεμένο με οικογενειακή χορηγία προς το Πανεπιστήμιο του Cambridge βρετανικό Fitzwilliam Museum, στο κέντρο της πόλης του Cambridge εκτίθενται, μεταξύ άλλων, μερικά νομίσματα της ρωμαϊκής εποχής, με ρητή προέλευση την Κέρκυρα.
Αυτά είναι «σταγόνα στον ωκεανό» του αρχαιολογικού θησαυρού που συγκέντρωσε στην Κέρκυρα από όλα ανεξαιρέτως τα νησιά του Ιονίου ο James Woodhouse, αν κρίνει κανείς από το ότι το σωζόμενο γνωστό τμήμα του στο Βρετανικό Μουσείο, σύμφωνα με το ίδιο, όντως αριθμεί ακόμη 4.587 αντικείμενα, μόνο μικρό μέρος των οποίων έχει απεικονιστεί για το κοινό ή για επιστημονικές μελέτες, έστω ηλεκτρονικά.
Φυσικά, πέρα από το ότι μόνον ένα οργανωμένο δίκτυο μπορούσε να επιτύχει τη συγκέντρωση τόσων αρχαιολογικών αντικειμένων από τα επτά μεγάλα νησιά, η διαφύλαξη αυτού του θησαυρού στην Κέρκυρα τα χρόνια της βρετανικής κατοχής της δεν θα ήταν εφικτή, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί, παρά μόνο σε επίσημο χώρο, φυλασσόμενο αυστηρά με βρετανικές λόγχες. Επίσης, η φυγάδευσή του από την Κέρκυρα αποκλείεται να ήταν αποτέλεσμα μόνο προσωπικής μέριμνας του «συλλέκτη», η ενοχή του οποίου για όσα διέπραξε εξηγεί τόσο την πλήρη μέχρι τέλους σιωπή του όσο και το γεγονός ότι φρόντισε να παραμείνει ακόμη και για Βρετανούς χρονικογράφους ως ελάχιστα γνωστή φυσιογνωμία. Όλες οι έως τώρα απόπειρες συμπατριωτών του για πληροφορίες που θα επέτρεπαν τη σκιαγράφηση της προσωπικότητάς του και τη δημιουργία βιογραφίας του όπως έχει γίνει για τους άλλους μεγάλους συλλέκτες - τροφοδότες του Βρετανικού Μουσείου ή και την ταύτισή του με κάποιον συγκεκριμένο κλάδο του αρχοντικού βρετανικού οίκου Woodhouse, συμπεριλαμβανομένου του συνονόματού του γνωστού ποιητή James Woodhouse (1735-1820), έχουν αποτύχει.
Μόλις είδατε ορισμένα, προσδιοριζόμενα από το Βρετανικό Μουσείο ως κερκυραϊκά, από τα αμέτρητα αντικείμενα της επτανησιακής Συλλογής Γουντχάουζ που το ίδιο παρουσιάζει, ως ενδεικτικά της ποικιλίας, της ομορφιάς και του εύρους των κερκυραϊκών αρχαιολογικών αντικειμένων που διαθέτει. Είναι εκατοντάδες αυτά που αφορούν την αρχαία Κέρκυρα, συμπεριλαμβανομένης της ρωμαϊκής περιόδου.
Εικαστικές δημιουργίες με ανθρώπινες παραστάσεις, αμφορείς, διάφορα σκεύη, νομίσματα, κοσμήματα, σφραγίδες και γενικά κάθε είδος αρχαιολογικών ευρημάτων, αναγόμενα από το ίδιο το Βρετανικό Μουσείο στην αρχαιοελληνική και ρωμαϊκή περίοδο της Κέρκυρας, της Κεφαλονιάς, της Ζακύνθου, της Λευκάδας και των άλλων νησιών του Ιονίου, καθώς και αποδιδόμενα σε άλλες ελληνικές περιοχές και στην Κάτω Ιταλία, συνθέτουν την εκπληκτική σε πλούτο συλλογή. Ήδη το 1870 είχε θεωρηθεί από αρχαιολόγους ως «μία από τις πλέον σημαίνουσες» συλλογές του Μουσείου.
Στον καιρό μας, πολύ πριν συσταθεί στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, στο πλαίσιο της Έδρας UNESCO, η υπάρχουσα Ομάδα Εργασίας για την παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων και τις απειλές εις βάρος της πολιτιστικής κληρονομιάς, η οποία θα μπορούσε ίσως με την υποστήριξη της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων να συνεισφέρει ουσιωδώς σε μια ολοκληρωμένη εικόνα για τα ποικίλα θέματα που συνδέονται με τη Συλλογή Γουντχάουζ του Βρετανικού Μουσείου, είναι άξιo υπενθύμισης σχετικό κείμενο Βρετανού που γράφτηκε για το «Δελτίον» της Αναγνωστικής Εταιρίας Κέρκυρας, όπου και δημοσιεύτηκε το 1980, μεταφρασμένο από τον Περικλή Σπάτουλα. Το υπέγραφε ο Βρετανός αρχαιολόγος και συνεργάτης του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου Robert Leighton και είχε τίτλο «Ιστορία της "Συλλογής Woodhouse"».
Το κείμενο προσέθεσε κάποιες ψηφίδες στην υπόθεση. Ωστόσο, ενώ σχεδόν αγιογραφούσε τον Γουντχάουζ, με τον ισχυρισμό πως «ήταν γνωστός για την τιμιότητα και την γενναιοδωρία του», απέφυγε να πει οτιδήποτε σχετικά με τη νομιμότητα και τη συμβατότητα της φυγάδευσης της αρχαιολογικής συλλογής του το 1866 με κριτήριο είτε τις αρχαιολογικές διατάξεις που είχαν εκδοθεί στην Κέρκυρα τον Απρίλιο του 1847 είτε, πολύ περισσότερο, εκείνες του ελληνικού νόμου του Μαΐου του 1834.
Η Συλλογή Woodhouse μοιάζει να εξαιρέθηκε αυθαιρέτως, με ευθεία ανάμιξη του ίδιου του βρετανικού κράτους μέσω του γενικού προξένου του στην Κέρκυρα, από τις διατάξεις και τους περιορισμούς της υφιστάμενης τότε νομοθεσίας.
Μολονότι πολλές ερμηνείες έχουν διατυπωθεί για τον νόμο του 1834, να επί λέξει τι τονίζεται σε επίσημη έκδοση της Διεύθυνσης Εθνικού Αρχείου Μνημείων και του Αρχείου Υπηρεσιών των Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού, που κυκλοφόρησε το 2013 και χαιρετίστηκε από την γενική γραμματέα τότε του υπουργείου και νυν υπουργό Λίνα Μενδώνη: «Ο πρώτος αρχαιολογικός νόμος του 1834 απαγόρευε την εξαγωγή αρχαιοτήτων χωρίς άδεια της κυβέρνησης (άρθρο 76), με εξαίρεση την περίπτωση στην οποία τα κεντρικά και επαρχιακά μουσεία "έχουν αντικείμενα του αυτού είδους και της αυτής ποιότητος διπλά" ή σε περίπτωση που "ο Έφορος κηρύξη το αντικείμενον ασήμαντον" (άρθρο 77)».
Ο Γουντχάουζ, σύμφωνα με τον Leighton, «σαν θησαυροφύλακας του Ιονίου Κράτους βρισκόταν σε μια θέση προνομιούχο, και χάρις στο υψηλό προσωπικό του εισόδημα είχε πολύ καλές δυνατότητες για να ακολουθήσει το "hobby" του. Σαν συλλέκτης ήταν γνωστός όχι μόνο στην Κέρκυρα, αλλά ακόμα και στ' άλλα Ιόνια νησιά και στα κοντινά παράλια της Ελλάδας (...) Πωλητές έρχονταν από τα κοντινά νησιά, από τη Δυτική Ελλάδα και κάπου-κάπου από την Τουρκία. Με τα χρόνια οργάνωσε ένα σχεδόν αληθινό μουσείο στη βίλα του στην Κέρκυρα, που περιείχε (...) κομμάτια μεγάλης αξίας και ενδιαφέροντος και του οποίου κρατούσε μυστικά τις λεπτομέρειες». Είχε φτιάξει κατάλογο - ντοκουμέντο, με κάθε αντικείμενο της συλλογής του, που «εξαφανίστηκε» τον χρόνο που πέθανε. Φέρεται να είχε πει σε γνωστούς του και να είχε ορίσει με κάποια διαθήκη του ότι επιθυμούσε η συλλογή να περιέλθει στο Βρετανικό Μουσείο, ως «κληροδότημα», αλλά είναι γεγονός πως «πάνω από το μισό της συλλογής του εξαφανίστηκε παράνομα έπειτα από το θάνατό του, επειδή πιθανώς ένα μεγάλο μέρος αφαιρέθηκε και ένα μέρος πουλήθηκε από τους γνωστούς του νεκρού».
Όπως σημείωνε τότε, «μόνο λίγα κομμάτια από τη δωρεά του Woodhouse εκτίθενται περιοδικά από το Βρετανικό Μουσείο» και αυτά που σαφώς συνδέονται με την αρχαία Κέρκυρα δεν είναι γνωστό από ποια ακριβώς σημεία του νησιού προέρχονται, ώστε να ταυτιστούν με άλλα ευρήματα της περιόδου του 1850 ή κατοπινά, με συνέπεια να μην μπορεί να προσδιοριστεί η «ιστορική αξία τους στο αρχαιολογικό σύνολο της Κέρκυρας», ενώ είναι «αξιοσημείωτα για την ομορφιά» τους.
Ακόμη και σήμερα, όπως και τότε και σε όλη την περίοδο των 160 περίπου χρόνων της παραμονής στο Βρετανικό Μουσείο του μέρους της Συλλογής Γουντχάουζ που περιήλθε στην κατοχή του, λίγα παραμένουν τα αντικείμενά της που παρουσιάζονται περιοδικά, ενώ βέβαια και τα 4.587 κομμάτια της θεωρούνται τμήμα της νόμιμης περιουσίας του, χωρίς αυτό να έχει οποτεδήποτε αποδειχθεί. Έτσι, ενώ αυτές τις ημέρες παρουσιάζεται στην Αθήνα ένας θαυμάσιος τόμος με τον τίτλο «Το Αρχαιολογικό Μουσείο Κέρκυρας», η ίδρυση του οποίου χρονολογείται στα χρόνια που ο Γουντχάουζ «έλυνε και έδενε» στο νησί, ούτε η επικεφαλής της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κέρκυρας και συγγραφέας αυτού του τόμου, Τένια Ρηγάκου, είναι σε θέση να έχει κάποιαν ολοκληρωμένη άποψη για τη συγκεκριμένη συλλογή, καθώς και για τα δεδομένα της δημιουργίας της και της παραμονής της στις αποθήκες του λονδρέζικου Μουσείου. Το βέβαιον είναι, όπως προσφάτως τεκμηριώθηκε και με το εκπληκτικό σε πλούτο στοιχείων δίτομο βιβλίο «Corcyra - A city at the edge of two Greek World» της συνδεδεμένης οικογενειακώς με την Κέρκυρα καθηγήτριας Αρχαίας Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Σελήνης Ψωμά, ότι η αρχαία Κέρκυρα βίωσε περιόδους λαμπρής πολιτιστικής δημιουργίας, κομμάτι της οποίας, προφανώς λαθραία ιδιοποιημένο, είναι η επίμαχη συλλογή.
Ανάθεμά μας, να μας τρυπήσετε τη μύτη, όπως λέμε σε αυτές τις περιπτώσεις, αν έχει το Βρετανικό Μουσείο τα απαιτούμενα από την ελληνική νομοθεσία της εποχής νόμιμα παραστατικά και τις προβλεπόμενες άδειες εξαγωγής από την Κέρκυρα και ιδιοποίησης της αρχαιολογικής συλλογής του Τζέιμς Γουντχάουζ!
* Στην κορυφή του θέματος έκθεμα του Βρετανικού Μουσείου με ρητή αναφορά στην αρχαία Κέρκυρα και στη Συλλογή Γουντχάουζ. Προσδιορίζεται ως χάντρα καμένη, με σάρδιο, δηλαδή ποιότητα χαλαζία χρήσιμη τότε στην κατασκευή κοσμημάτων και σφραγιδόλιθων, με ανδρική μορφή με πτυχωτό ένδυμα, πάνω σε βράχο, ενώ παίζει τριγωνική λύρα. Το έργο (παρουσιάζεται και εκμαγείο του) χρονολογείται από το Μουσείο στον 5ο αιώνα π. Χ. Το Βρετανικό Μουσείο πιθανολογεί ότι πρόκειται για δημιουργία του Δεξαμενού, γνωστού γλυπτογράφου - χαράκτη της εποχής.
ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΡΦΗΣ