Σύμφωνα με την κρατούσα αντίληψη για την περίοδο της Βρετανικής «Προστασίας» (1814-1864), που συγχέει τα στερημένα από το δικαίωμα ψήφου πλατιά λαϊκά στρώματα του νησιού με την ιδιοτελή κυρίαρχη μερίδα της στενά συνυφασμένης με τον παλιό κόσμο των Ευγενών και την Αγγλική Αρμοστεία ανερχόμενης κερκυραϊκής αστικής τάξης, ο γεννημένος στην Κεφαλονιά επτανησιακός Ριζοσπαστισμός είχε λίγους υποστηρικτές και περιορισμένη απήχηση στην Κέρκυρα· αυτό δεν μας λένε ή αφήνουν κομψά να εννοηθεί διάφοροι κάθε τόσο; Είναι έτσι όμως; Ή το περίπου 9-10% του πληθυσμού -που σύμφωνα με τον παλιό ιστοριοδίφη Γεράσιμο Χυτήρη είχε δικαίωμα ψήφου εκείνη την περίοδο στο νησί- αναδείκνυε Μεταρρυθμιστές και Καταχθόνιους βουλευτές στην Ιόνιο Βουλή, όπως πράγματι συνέβη επί πολλά χρόνια, κόντρα στο κυρίαρχο λαϊκό ρεύμα;
Το περιεχόμενο ενός νέου βιβλίου για έναν υποτιμημένο έως τώρα Κερκυραίο Ριζοσπάστη ποιητή, το οποίο τιτλοφορείται «Γεώργιος Μαρτινέλης - Ο αποσυνάγωγος ποιητής - Τα έργα» και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ηρόδοτος με την επιμέλεια του γνωστού για τη μακρά ενασχόλησή του με τα φιλολογικά πράγματα του τόπου, ομότιμου καθηγητή Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, Θεοδόση Πυλαρινού, έρχεται να προστεθεί σε όσα στοιχεία κλονίζουν την κυρίαρχη αντίληψη, περί μειωμένης ανταπόκρισης των Κερκυραίων στο ανατρεπτικό κίνημα του Ριζοσπαστισμού. Φέρνει στο φως, θα λέγαμε, στοιχεία που μαρτυρούν ότι ο διαποτισμένος με κοινωνικά αιτήματα πρώιμος επτανησιακός αστικοδημοκρατικός Ριζοσπαστισμός, όπως εκφράστηκε ιδίως από τον χαρακτηρισμένο ως... κομμουνιστή Κεφαλονίτη αγωνιστή Ριζοσπάστη βουλευτή, Ιωσήφ Μομφερράτο, ενέπνεε κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις πλατιών λαϊκών μαζών της Κέρκυρας.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό, σχετικά με τα στοιχεία που εισφέρει το βιβλίο για την πολιτική τοποθέτηση του ποιητή και του οικογενειακού του περιβάλλοντος, το γραμμένο με πνεύμα ιστορισμού, παρά λυρικό, αχρονολόγητο ποίημά του «Οι μάρτυρες της Κεφαλονιάς» (αυτόν τον τίτλο φέρει στις σελίδες του τετραδίου όπου το έσωσε, ωστόσο σε άλλο σημείο του ίδιου τετραδίου το τιτλοφόρησε ως «Οι εθνομάρτυρες της Κεφαλονιάς» και έτσι παρουσιάζεται στο βιβλίο). Αναφέρεται σε υποδοχή που επεφύλαξε η Κέρκυρα στον Ιωσήφ Μομφερράτο και σε άλλους εξόριστους σε ξερονήσια πρωτομάχους και προοδευτικούς Ριζοσπάστες βουλευτές, κυρίως της Κεφαλονιάς, όταν αυτοί -σε μη προσδιοριζόμενη στο ποίημα χρονική περίοδο- απελευθερώθηκαν κι έφτασαν στην πόλη της Κέρκυρας, πιθανώς ενόψει συνόδου της Ιονίου Βουλής, μάλλον προς τα τέλη της δεκαετίας του 1850. Μαζί με την ιδιοτυπία των γλωσσικών μέσων του Κερκυραίου ποιητή, το ποίημα αυτό εκφράζει και το πρώιμο, έντονο, δικό του αγωνιστικό πνεύμα· σύμφωνα με το από πολλές απόψεις αποκαλυπτικό βιβλίο, όσον αφορά το εκτεταμένο έργο του ποιητή και τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγγλοκρατούμενη -και λογοτεχνικά σολωμοκρατούμενη- Κέρκυρα της περιόδου, σε πολύ νεανική ηλικία είχε καταδιωχθεί και ο ίδιος από τους Βρετανούς, λόγω της συμμετοχής του στον αγώνα των Ριζοσπαστών για τον τερματισμό της βρετανικής κυριαρχίας στα νησιά του Ιονίου και την ένωση της Επτανήσου στον εθνικό ελληνικό κορμό
Ακολουθεί απόσπασμα από το ποίημα, που καλύπτει ίσως το κλίμα της υποδοχής στην Κέρκυρα –ενδεχομένως όχι μόνο κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1850, αλλά και κατά το ξεκίνημά της δεκαετίας, όπως θα δούμε πιο κάτω– εξόριστων και αφημένων επί μήνες ή χρόνια από τους Άγγλους αξιωματούχους σε ξερονήσια του Ιονίου υπό φρικτές, οφείλουμε να τονίσουμε, συνθήκες, αγωνιστών του λίκνου του επτανησιακού Ριζοσπαστισμού. Στην Κέρκυρα, καθώς αυτή ήταν πολύ πιο στρατοκρατούμενη και καταπιεζόμενη από τον βρετανικό ζυγό, κυριαρχούσε πολιτικά, στο επίπεδο της Ιονίου Βουλής, το Μεταρρυθμιστικό κόμμα. Ωστόσο, φαίνεται ότι η λαοφιλία των Ριζοσπαστών ήταν σημαντική από τα πρώτα χρόνια της δράσης τους. Να το απόσπασμα:
Ω, τι παλμοί, τι ανέκφραστη χαρά, τι πανηγύρι /
όταν και πάλιν ο λαός, ο ποθητός λαός σας, /
εις την Βουλή σάς έστειλε μ' ευχές, τραγούδια κι άνθη, /
κι η Κέρκυρά μου σαν θεούς εγκάρδια σας εδέχθη! /
Ήταν εκείνη μια γιορτή, που προμηνούσε κι άλλη, /
κρυμμένη στ' ανερεύνητα μυστήρια της Προνοίας, /
γιορτή μεγάλη, που πολύ δεν έμελλε ν' αργήσει... /
Στο ρεύμα εχύθηκα κι εγώ του μεθυσμένου πλήθους /
για ν' ασπασθώ το χέρι σας. Και πώς το χέρι εκείνο /
ήταν ψυχρό, κατάψυχρο; Και πώς παραλυμένα /
ετρέμανε τα πόδια σας; Ειπέτε μου γενναίοι. /
Και πώς τη νιότη, τα μαλλιά, την όψη, την φωνή σας, /
ειπέτε. Πώς τ' αφήσατε κι αυτά μες στα μαρτύρια; /
Κανείς δεν σας εγνώριζε. Του κάκου τα παιδιά σας /
τα ίχνη του προσώπου σας ζητούσαν εις την μνήμη. /

Ο Γεώργιος Μαρτινέλης (Κέρκυρα 1836 - Κέρκυρα 1896) είναι πράγματι, όπως επισημαίνει ο Θ. Πυλαρινός, ένας σχεδόν άγνωστος σήμερα ποιητής, αν και στην εποχή του, τόσο στην ιδιαίτερη πατρίδα του όσο και στην Αθήνα, όπου έζησε επί ικανό διάστημα, ήταν ιδιαίτερα αναγνωρισμένος. Ξεχώρισε πρώτα-πρώτα ως μαχητικός Ριζοσπάστης, αν και ήταν ανιψιός του εθνικού μουσουργού Νικόλαου Μάντζαρου, συγγενής του κριτικού λογοτεχνίας και συγγραφέα Ιάκωβου Πολυλά και στενός φίλος του ιστορικού Ιωάννη Ρωμανού, που δεν ασπάζονταν τον Ριζοσπαστισμό. Φαντάζει παράδοξο πώς έμεινε εκτός της λεγόμενης «Κερκυραϊκής Σχολής» λογοτεχνών στη μεγάλη ακμή της. Ήταν μάλλον η αντιρρητική στάση του προς το σολωμικό έργο, παρότι αναγνώριζε την προσφορά του Σολωμού, που οδήγησε στον αποκλεισμό του; Ή έπαιξε ρόλο και η σαφώς ριζοσπαστική πολιτική του τοποθέτηση, η οποία ωστόσο δεν εκφραζόταν πάντα σε συνεπή προοδευτική κατεύθυνση ή και υπέκυψε σε κάποιες φάσεις στον εξεζητημένο αστικό μεγαλοϊδεατισμό; Στην Αθήνα, «μη ακολουθώντας τη Νέα Σχολή, αλλά τη μερίδα των αμφιταλαντευόμενων συντηρητικών λογοτεχνών», σύμφωνα με τον ογκώδη τόμο (826 σελ.) για το εν πολλοίς ανέκδοτο έργο του, «βρέθηκε στο μεταίχμιο των ανέστιων, των μη ενταγμένων ούτε στην επτανησιακή παράδοση ούτε στην πανελλήνια ανανέωση». Ενώ συνέλαβε τις αλλαγές και τη γλωσσική αναγέννηση, «εντούτοις, θύμα του συγκρητισμού και μιας αδιέξοδης πολυφωνίας, έμεινε στο περιθώριο».
Ο τόμος φέρνει στην επιφάνεια ενδιαφέροντα στοιχεία για τη ζωή του Μαρτινέλη και αξιόλογα ποιητικά δράματά του, σατιρικά στιχουργήματα και επιγράμματά του. Τα κείμενά του είναι ενδεικτικά ευρύτερων λογοτεχνικών και κοινωνικοπολιτικών ζυμώσεων στην Κέρκυρα, την Επτάνησο και την Αθήνα της εποχής του. Ενδεικτικά, συγχρόνως, για κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς και θέσεις του στα χρόνια μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, που μπορούν να ερμηνευθούν ως επιρροές της τοποθέτησής του στην πλευρά των λεγόμενων «Αληθών Ριζοσπαστών» την περίοδο του ενωτικού αγώνα.
Σύμφωνα με την προφορική -πλην όμως ανεπιβεβαίωτη- παράδοση της οικογένειας, επισημαίνει ο Θ. Πυλαρινός, ο ποιητής σε νεανική ηλικία δεν είχε απλώς διωχθεί, είχε εξοριστεί κιόλας από τους Άγγλους επί οκτώ μήνες, σε απομονωμένο νησί, λόγω των ριζοσπαστικών φρονημάτων του. Εκεί μάλιστα φέρεται να συνέθεσε τα πρώτα του ποιήματα.

Υπενθυμίζεται ότι οι πρώτοι και συγχρόνως πιο αυθεντικοί Ριζοσπάστες (πιο πάνω εικονίζεται σειρά στελεχών τους) θεωρούσαν ότι ο Ζακύνθιος Ριζοσπάστης πολιτικός Κωνσταντίνος Λομβάρδος και οι υποστηρικτές του, που κυριάρχησαν στην πορεία ως ηγέτες του κινήματος, «κολοβώσαντες τον Ριζοσπαστισμόν κατά τας ουσιώδεις αυτού αρχάς, την ελευθερίαν και ισοπολιτείαν και ορίσαντες αυτόν (...) κατά πολύ περιορισμένο εις την ενέργειά του λέγουσι: εν και μόνον οφείλει ο Ριζοσπαστισμός να φωνάζει, Ένωσιν, Ένωσιν και μηδέν άλλο», αλλοίωσαν τον χαρακτήρα του κινήματος (το κατηγορητήριό τους συνοψίστηκε σε δριμύ δημοσίευμα στην εφημερίδα «Αλήθεια» το 1861, σε συνέχεια άλλων ανάλογων επισημάνσεων για τον ρόλο των «Νέων Ριζοσπαστών»). Ο ίδιος ο Λομβάρδος, σε ανοιχτή επιστολή του προς τον Ιωσήφ Μομφερράτο (το 1858), ισχυριζόταν πως ο Ριζοσπαστισμός του Ιονίου δεν ήταν κίνημα με «κοινωνιστικό» περιεχόμενο, θέτοντάς του το ερώτημα: «Πότε φίλτατε Ιωσήφ, ο λαός της Επτανήσου συνταύτισε το ζήτημα της εθνικής αποκαταστάσεως μετά του ζητήματος της εφαρμογής της δημοκρατίας εις το πολίτευμα και του κοινωνισμού ή κομμουνισμού εις την πολιτείαν;». Φυσικά, δεν είχε τεθεί ζήτημα με τόσο προωθημένες, σοσιαλιστικές - κομμουνιστικές διαστάσεις. Το μόνο που είχε συμβεί ήταν η συνειδητή προσπάθεια, από την πλευρά των πιο συντηρητικών Ριζοσπαστών και των τμημάτων της αστικής τάξης που εξέφραζαν, να αφυδατώσουν κοινωνικά το κίνημα που συνόψιζε τη δράση του στο σύνθημα της ένωσης με την απελευθερωμένη Ελλάδα, λόγω του φόβου τους για τη δράση του λαϊκού παράγοντα την «επόμενη ημέρα» της ένωσης, όταν η αστική τάξη, χωρίς τον αγγλικό ζυγό να περιορίζει και την ίδια, θα έσπευδε να αναλάβει τα ηνία. Η ανάδειξή τους άλλωστε στην (άτυπη) ηγεσία του ριζοσπαστικού κινήματος συνέβη όταν πολλοί πρωτομάχοι του εξορίστηκαν από τους Άγγλους σε ξερονήσια ή εκδιώχθηκαν στα απελευθερωμένα ελληνικά εδάφη.
Υπήρξαν πιθανότατα, όσον αφορά τον Γ. Μαρτινέλη, οικογενειακές ρίζες στον προωθημένο ριζοσπαστισμό που επέδειξε από τη νεανική του ηλικία. Στενός συγγενής του φέρεται να πρωτοστατούσε σε λαϊκή διαδήλωση, με συνοδεία τμήματος της Φιλαρμονικής κατόπιν πρωτοβουλίας μελών της, που είχε γίνει στο λιμάνι της πόλης της Κέρκυρας τον Ιούλιο του 1850, με σύνθημα «Ζήτω οι Ριζοσπάστες»· η εκδήλωση είναι καταγεγραμμένη από τον ιστορικό ερευνητή και μουσικοκριτικό Κώστα Καρδάμη σε δημοσιευμένη το 2014 μελέτη του με τίτλο «Μουσική και πολιτική στην Κέρκυρα του 1850». Επρόκειτο ίσως για εκδήλωση υποδοχής Ριζοσπαστών της Κεφαλονιάς και πρώτα-πρώτα του εξόριστου στους Οθωνούς από τις 30 Σεπτέμβρη 1849 έως τα μέσα περίπου του 1850 ηγετικού παράγοντα των πρώτων Ριζοσπαστών, Μομφερράτου, ο οποίος μετά την απελευθέρωσή του στάθμευσε στην Κέρκυρα κι έφυγε για την Κεφαλονιά, αλλά λίγο αργότερα επανήλθε στην Κέρκυρα. Ο Μαρτινέλης, τότε, ήταν ακόμα μαθητής. Ήδη τον Μάρτη του έτους αυτού η Φιλαρμονική είχε δεχθεί αίτηση, με την οποία τέσσερα πρόσωπα, οι Αναστάσιος Τρύφων, Μιχαήλ Δήμας, Γεράσιμος Σερεμέτης και Νικόλαος Ποφάντης, σύμφωνα με έγγραφα που εντόπισε ο Καρδάμης, ζήτησαν τη συμμετοχή της, έναντι κάποιου ωφελήματος, σε εκδήλωση απόδοσης τιμής στον ερχόμενο από τους Οθωνούς πολιτικό αγωνιστή, χωρίς όμως να προσδιορίζουν την ημερομηνία της πιθανής άφιξής του, προφανώς λόγω άγνοιας της ημέρας της αναμενόμενης απελευθέρωσής του. Από αυτούς, αξίζει να σημειωθεί, ο πρώτος το 1857 είχε εκφωνήσει επικήδειο στην κηδεία του Διονύσιου Σολωμού, ενώ ο τελευταίος θεωρείται ότι ήταν συγγενής του Χριστόδουλου Ποφάντη, ηγετικής μορφής και βουλευτή των Κερκυραίων Ριζοσπαστών, ο οποίος επίσης αντιμετώπισε ποικίλους διωγμούς από τους Άγγλους.
Αναφορά υπομοίραρχου της Εκτελεστικής Αστυνομίας, με ημερομηνία 8 Ιουλίου 1850, καταγράφει λαϊκή κινητοποίηση τις 11 το πρωί της προηγούμενης μέρας, «εις το μόλον της σπηλιάς, όπου εκεί ήτο πολύ συναχήν από κόσμον», με σύνθημα, μεταξύ άλλων, «Ζήτω οι ριζοσπάστιδες», επισημαίνοντας ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της τον «Κυρ Μ. Μαρτινέλη», θείο μάλλον του ποιητή. Δύο πλοία με αυτοσχέδια μπαλόνια και βεγγαλικά και με μουσικούς να παιανίζουν, σύμφωνα με σχετικά αστυνομικά έγγραφα που εντόπισε ο Καρδάμης στα Αρχεία Νομού Κέρκυρας, είχαν πλεύσει από την άκρη του Παλαιού Φρουρίου ως το λιμάνι, περνώντας βέβαια κάτω από τα ανάκτορα του μισητού Βρετανού αρμοστή Ουόρντ και το σπίτι του Διονύσιου Σολωμού. Μια πιθανή εξήγηση για την εντυπωσιακή και πολυπληθή -σύμφωνα με τη φειδωλή σε αναλύσεις αστυνομική αναφορά- λαϊκή εκδήλωση στο λιμάνι της πόλης είναι η υποδοχή Ριζοσπαστών πολιτικών.
Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο του αχρονολόγητου ποιήματος και τη σημείωση ότι ο ποιητής είχε σπεύσει να ασπαστεί τα χέρια των καταβεβλημένων από τις κακουχίες πρώην εξόριστων αγωνιστών, κατατείνουν στην πεποίθηση ότι η έμπνευση της ποιητικής δημιουργίας του εκκινεί από διάφορες λαϊκές εκδηλώσεις στην Κέρκυρα υπέρ των Ριζοσπαστών, κυρίως όμως αφορά άλλη, μεταγενέστερη εκείνης του 1850, όταν οι υπέρμαχοι του επτανησιακού Ριζοσπαστισμού επέστρεφαν στην Κέρκυρα καταβεβλημένοι και αγνώριστοι σχεδόν από άλλες, πολυετείς φυλακίσεις και εκτοπίσεις σε ξερονήσια. Ο Μαρτινέλης είχε βιώσει από μικρός τους αγώνες της περιόδου, ενώ ήταν ακόμα μαθητής. Είναι χαρακτηριστική μαρτυρία που παραθέτει ο Πυλαρινός στο βιβλίο του, σύμφωνα με την οποία ο πατέρας του ποιητή, για να τον προφυλάξει από την οργή των Άγγλων, καθώς σε ηλικία 17 ετών το 1853 πήρε μέρος στην Κέρκυρα «σε επαναστατικές - αγωνιστικές» δραστηριότητες εναντίον τους, τον είχε στείλει για ένα χρονικό διάστημα στην Κεφαλονιά. Τον είχε φιλοξενήσει, εκεί, ο οικογενειακός φίλος Σπυρίδων Μομφερράτος, αδελφός του εξόριστου τότε στο κερκυραϊκό ξερονήσι Ερείκουσα, Ιωσήφ Μομφερράτου.
Οι Κεφαλονίτες και άλλοι δημιουργοί - ηγέτες του κινήματος των Επτανήσιων Ριζοσπαστών κατά την πρώτη του φάση είχαν επανέλθει ελεύθεροι στην Κέρκυρα, έχοντας στο ενεργητικό τους -όπως προαναφέρθηκε- νέες και πολύχρονες εξορίες, μετά το 1857. Ειδικότερα ο Μομφερράτος τον Φλεβάρη εκείνου του έτους αφέθηκε ελεύθερος από την Ερείκουσα, όπου είχε εξοριστεί τον Οκτώβρη του 1851. Σύμφωνα εξάλλου με τη βιογραφία του Μομφερράτου που έγραψε ο συμπατριώτης του αγωνιστής λογοτέχνης της γενιάς των πρώτων Ελλήνων ουτοπιστών σοσιαλιστών Παναγιώτης Πανάς, σε κατοπινή σύνοδο της Ιονίου Βουλής η εκλογή των πρωτουργών του Ριζοσπαστισμού στο προεδρείο της είχε συμβεί «ανευφημούντος σύμπαντος του κερκυραϊκού λαού».
Είναι επιβεβαιωμένο, επίσης, ότι μπάντα της Φιλαρμονικής του νησιού είχε αποδώσει τιμές στην έλευση του επίσης ανυποχώρητου μαχητή Ριζοσπάστη και επί μακρόν εξόριστου στα Αντικύθηρα βουλευτή Ηλία Ζερβού Ιακωβάτου στην πόλη του νησιού και το 1862.

Η ευρύτητα και η απήχηση των πρώτων λαϊκών κινητοποιήσεων υπέρ του Ριζοσπαστισμού στο νησί, το 1850, που προφανώς επηρέασαν τον ποιητή από τα πρώτα γυμνασιακά του χρόνια ώστε τρία χρόνια μετά να επιδοθεί σε αγωνιστικές δραστηριότητες, δεν ήταν παροδικές. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε επαναληπτικές βουλευτικές εκλογές στην Κέρκυρα, που είχαν γίνει στις 30 Οκτώβρη 1850, είχαν ηττηθεί οι Μεταρρυθμιστές. Τότε εκλέχτηκε βουλευτής Κέρκυρας, υποστηριζόμενος από τους Ριζοσπάστες, ο Χριστόδουλος Ποφάντης, σπάζοντας το μονοπώλιο των Μεταρρυθμιστών, ως εκπροσώπων της Κέρκυρας στην Ιόνιο Βουλή.
Απόδειξη εξάλλου των δυναμικών ζυμώσεων υπέρ του Ριζοσπαστισμού που βρίσκονταν σε εξέλιξη στην κερκυραϊκή κοινωνία είναι η ριζοσπαστική σάλπιγγα που ήχησε εκκωφαντικά στο νησί τον Μάη του 1850, δύο μήνες πριν από την εκδήλωση υπέρ του Ριζοσπαστισμού στο λιμάνι της πόλης. Τότε εκδόθηκε στο νησί η μαχητική εφημερίδα «Ριζοσπάστης», με εκδότη τον Ιωσήφ Μομφερράτο και διευθυντή τον Αναστάσιο Τεμπονέρα, συμπεριλαμβάνοντας στο πρώτο της φύλλο επιστολή στήριξης του ακόμη εξόριστου Μομφερράτου.
![]() | ![]() |
Σκοπός της εφημερίδας, όπως αυτή έγραφε, ήταν να κηρύξει, σε αντιστοιχία με τις θέσεις των Ριζοσπαστών βουλευτών στην Ιόνιο Βουλή, «τας αληθείς ανάγκας και τα δικαιώματα του επτανησιακού λαού».
Τόνιζε, επίσης: «Διά της βίας, διά του τρόμου, διά των πλαστών συνωμοσιών, διά των συκοφαντιών, καταδιωγμών, φυλακίσεων και εξοριών, διά της απάτης προσέτι και της διαφθοράς, και διά παντοίου είδους καταχθονίων και φρικαλέων μέσων, επεβλήθη το επάρατον εκείνο καταχρηστικώς καλούμενον σύνταγμα του 1817, διά του οποίου η παντελής απορρόφησις των δικαιωμάτων και ελευθεριών του επτανησιακού λαού καθιερώθη, και, επί των ερειπίων των δικαιωμάτων και ελευθεριών τούτων, η πλέον φρικτή και ανήκουστος δεσποτεία εγκαθιδρύθη και μέχρι της σήμερον διαρκεί». Μεμφόταν «την συγκέντρωσιν της ιδιοκτησίας, του εξαγομένου των κόπων και των ιδρώτων του (λαού), εις χείρας ολίγων τινών μεγαλοκτημόνων, ευτελών υποστηρικτών και οργάνων της ξενοκρατίας».
Σχετικά με τις κρίσεις για τις πρώιμες ποιητικές επιδόσεις του Ριζοσπάστη στο φρόνημα Μαρτινέλη, επισημαίνονται έπαινοι και θετικές επισημάνσεις για τον ποιητή τόσο από τον Μάντζαρο -που τον παρακίνησε να μην ασχοληθεί με την πολιτική- όσο και από τον Ρωμανό, καθώς και από το περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων» και προσωπικότητες όπως η Dora d'Istria, ο Μικέλης Άβλιχος, ο Μ. Β. Λάνδος, ο Ανδρέας Λασκαράτος και ο Σπυρίδων Δε Βιάζης, παραδόξως, όμως, όχι από τον Πολυλά ή άλλον Κερκυραίο λογοτέχνη. Ο Δήμος της Κέρκυρας, ωστόσο, το 1878, με ψήφισμά του είχε διατυπώσει «τον οφειλόμενον έπαινον εις τον έξοχον ποιητήν Γεώργιον Μαρτινέλην τον τιμώντα αληθώς την πατρίδα», για έργα του, όπως «Ο ραγιάς».
Ποιητής «κοινωνικός, θρησκευτικός και πολιτικός», ο Μαρτινέλης κινήθηκε γλωσσικά, σύμφωνα με το βιβλίο, «μεταξύ Σολωμού και Παλαμά», μετεωριζόμενος «έξω από τα σολωμικά προτάγματα» και αφήνοντας «οικεία βουλήσει» ανέκδοτο το μεγαλύτερο μέρος του -σωζόμενου πια στην Αναγνωστική Εταιρία Κέρκυρας και φροντισμένου σε πρώτη φάση από τον δημοσιογράφο Σπύρο Ζηνιάτη- έργου του, αν και τραγούδια του μελοποιήθηκαν από τους σπουδαίους Κερκυραίους μουσουργούς Διονύσιο Ροδοθέατο και Σπυρίδωνα Ξύνδα. Σε επιστολές του υπέγραφε συχνά ως «ελεύθερος της Ελλάδος πολίτης». Ορισμένες πολιτικές σάτιρές του, όπως οι τιτλοφορούμενες «Ο υποψήψιος» και «Αυλικοί και κομματάρχες», που έψεγαν την υποκρισία των αστικών κομμάτων της εποχής, συνάντησαν πανελλήνια προβολή και επιδοκιμασία.
Σχετικά με το ποίημα «Οι μάρτυρες της Κεφαλονιάς» και το υπόβαθρό του στις ζυμώσεις της κερκυραϊκής κοινωνίας, ο -διασώστης και φωτιστής του έργου σειράς Κερκυραίων λογοτεχνών όπως ο Σπύρος Νικοκάβουρας, ο Ηλίας Σταύρου και ο Σπύρος Περούλης- συγγραφέας του τόμου επισημαίνει μεταξύ άλλων, ενισχύοντας θέσεις που ήδη είχε διατυπώσει το 2004, στο «Δελτίο» (αριθ. 26) της Αναγνωστικής Εταιρίας Κέρκυρας: «Το έργο αυτό (...) είναι γραμμένο σε ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, ταιριαστό με το λαϊκό ήθος του ριζοσπαστισμού (...) Αποτελεί μαρτυρία του κερκυραϊκού ριζοσπαστισμού, ηπιότερου είναι η αλήθεια στη μεταρρυθμιστική Κέρκυρα (...) Ως προς το ύφος, η σύνθεση είναι μάλλον πεζολογική, λείπει ο λυρισμός των άλλων συλλογών του Μαρτινέλη, εξαιτίας του ιστορισμού που διαποτίζει τους στίχους του. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για στρατευμένη και μαχόμενη πολιτικοκοινωνική ποίηση».
ΟΡΕΣΤΗΣ ΜΟΥΣΟΥΡΗΣ




