Η πρώτη ελληνική εφημερίδα με τον τίτλο «Ριζοσπάστης» εκδόθηκε στην υπό αγγλική κυριαρχία Κέρκυρα την Τετάρτη 5 Απριλίου 1850. Όπως εξηγούσε, ήταν «Εφημερίς Εθνική και Δημοτική».
Στο πρώτο του φύλλο ο «Ριζοσπάστης» ξεκινά την αγωνιστική-επαναστατική του πορεία καταγγέλλοντας με ύφος μαχητικό την παλαιά «ξενοκρατία» των Βενετών και διεκδικώντας από τους Άγγλους την «ανάκτησιν των επί τοσούτων καταπατηθέντων απαραγράπτων εθνικών δικαιωμάτων της Επτανήσου» και κατ’ επέκταση την «ταχείαν απελευθέρωσιν» και «συνένωσιν απάσης της ελληνικής φυλής».
Σε μία εποχή «μοναδική εις τα χρονικά της Επτανήσου», ο «Ριζοσπάστης», αντιπροσωπεύοντας τον «οξυδερκή» και «νοήμονα» επτανησιακό λαό, αντιδρά ηχηρά στην χορήγηση τάχα ευνοϊκών μεταρρυθμίσεων: «Αλλ’ ένεκα του σωτηριώδους ευρωπαϊκού σάλου του 1848 και των γενναίων προσπαθειών των λαών πρός ανάκτησιν και αποκατάστασιν της ασεβώς καταπατουμένης εθνικότητος και κυριαρχίας των, η προστασία […] ενόμισεν αρμόδιον […] να χορηγήση ουτιδανάς τινάς μεταρρυθμίσεις, ως έργον τάχα ελευθεριότητος καί μεγαλοδωρίας», σημειώνουν οι συντάκτες.
Αρνείται, επίσης, υπό το παράδειγμα της «έντονης έκφρασης του εθνικού πνεύματος» που σημειώθηκε και στην Κεφαλονιά ενάντια στον «ξένο» και βίαιο εχθρό, οποιονδήποτε συμβιβασμό: «Η εφημερίς αύτη, πιστώς και ειλικρινώς ερμηνεύουσα τα φρονήματα των Επτανησίων, και ευτόλμως υπερασπίζουσα τα δικαιώματα αυτών, διακηρύττει, ότι πάσα από μέρους της προστασίας χορηγούμενη μεταρρύθμισις δεν ήθελεν είσθαι ειμή νέα επιβουλή, νέα ενέδρα κατά των εθνικών μας δικαιωμάτων».
Σκοπός της εφημερίδας είναι, όπως δηλώνεται, η υπεράσπιση των λαϊκών δικαιωμάτων και η εξασφάλιση του «αληθούς συμφέροντος της πατρίδος». Η «εύτολμος και θαρραλέα» αυτή φωνή «θέλει αντηχήσει εις τον ελληνικόν περίβολον της Επτανησιακής Βουλής», αλλά και «φθάσει εις τα ώτα των ευρωπαϊκών λαών, και αυτής ακόμα της διπλωματίας».
Στη συνέχεια, στο τμήμα «Βουλευτικά» της εφημερίδας, οι συντάκτες κάνουν λόγο, με αφορμή την «αιφνίδιαν» μεταφορά της αναμενόμενης πρωινής συνεδρίασης της Βουλής με στόχο τον σχεδιασμό της απάντησης στον «λόγο» του αρμοστή για αντικοινοβουλευτικά μέτρα εις βάρος και πολλών άλλων βουλευτών, πέραν αυτών του Ριζοσπαστικού κόμματος που η εφημερίδα σαφώς εκπροσωπούσε, με διευθυντή της τον Αναστάσιο Τεμπονέρα και υποστηρικτή της τον πιο προοδευτικό Επτανήσιο Ριζοσπάστη πολιτικό της εποχής, τον Κεφαλονίτη Ιωσήφ Μομφερράτο, ο οποίος είχε δημοσιεύσει επιστολή συνεργασίας σε αυτό το πρώτο φύλλο της. Η ήδη συντεταγμένη απάντηση από επιλεγμένη επιτροπή επρόκειτο να «συζητηθή και να εγκριθή κεκλεισμένων των θυρών» από ολίγους. Συνέπεια αυτής της αντιδημοκρατικής «απόπειρας απέναντι των ριζοσπαστών και του κοινού» ήταν η έγερση εμποδίων προκειμένου να μελετήσουν και να διαμορφώσουν άποψη για το τόσο σημαντικό ζήτημα.
Επομένως, οι Ριζοσπάστες βουλευτές αποφάνθηκαν κατά του συνόλου και υποχρεώθηκαν να διαμαρτυρηθούν και ενώπιον του λαού μέσω του «Ριζοσπάστη». Συγκεκριμένα, παρουσιάζουν το δικό τους σχέδιο απάντησης στο οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων για τη Βουλή των αντιπροσώπων: «Πιστή και ακλόνητος εις την πορείαν της, έχουσα δέ υπέρ εαυτής την ακαταμάχητον δύναμιν του δικαίου και την συμπάθεια ενταυτώ των ευρωπαϊκών λαών, ευτόλμως αναδέχεται τον αγώνα, τον οποίον, και η εμπιστευθείσα εις αυτήν αποστολή, και αι πολυειδώς και πολυτρόπως διατρανωθείσαι διαδηλώσεις του επτανησιακού λαού, επιβάλλουσιν εις αυτήν».
Στο ίδιο έγγραφο και με ύφος καταδικαστικό οι Ριζοσπάστες αντιπρόσωποι μιλούν για το Σύνταγμα του 1817 στα Ιόνια νησιά και την συγκέντρωση όλης της εξουσίας στα χέρια του Άγγλου αρμοστή και υποτελών του: «Διά της βίας, διά του τρόμου, διά των πλαστών συνωμοσιών, διά των συκοφαντιών, καταδιωγμών, φυλακίσεων και εξοριών, διά της απάτης προσέτι και της διαφθοράς, και διά παντοίου είδους καταχθονίων και φρικαλέων μέσων, επεβλήθη το επάρατον εκείνο καταχρηστικώς καλούμενον σύνταγμα του 1817, διά του οποίου η παντελής απορρόφησις των δικαιωμάτων και ελευθεριών του επτανησιακού λαού καθιερώθη, και […] η πλέον φρικτή και ανήκουστος δεσποτεία εγκαθιδρύθη και μέχρι της σήμερον διαρκεί». Μετά γίνεται λόγος για «παραγκωνισμό» της «ηθικής», «πολιτικής» αλλά και υλικής ανάπτυξης καθώς και για υπονόμευση της ελληνικής γλώσσας και της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας.
Με λίγα λόγια, ίσχυε «αστυκός κώδηξ καθιερώνων διατάξεις πάντη ανεφαρμόστους εις την κατάστασίν μας και τείνουσας εις την απογύμνωσιν του λαού […] ήθελαν επιφέρει την συγκέντρωσιν της ιδιοκτησίας, του εξαγομένου των κόπων και των ιδρώτων του, εις χείρας ολίγων τινών μεγαλοκτημόνων, ευτελών υποστηρικτών και οργάνων της ξενοκρατίας».
Έγγραφο που περιγράφει τα συμβάντα εκείνη την περίοδο στην Αθήνα από Βρετανούς «δεινά εις τα οποία την σήμερον διάκειται η πολυπαθής μήτηρ Ελλάς, ένεκα αιφνιδίου και πάντη απροσδοκήτου εχθρικής επιθέσεως, προσβαλλούσης την ανεξαρτησίαν της και σκοπόν εχούσης την παντελή παράλυσιν της ελληνικής κοινωνίας» και απαιτεί την «άμεση παύση της προστασίας», υπογράφουν οι Ριζοσπάστες βουλευτές Γεράσιμος Λιβαδάς, Σταματέλος Πυλαρινός, Ηλίας Ζερβός Ιακωβάτος, Ιωσήφ Μομφερράτος και Ιωάννης Τυπάλδος Δοτοράτος.
Παρόμοια, σε μία από τις επόμενες συνεδριάσεις, όπως αποκαλύπτει ο «Ριζοσπάστης», παρά την υποστήριξη που γνώρισε από τους Ριζοσπάστες η πρόταση βουλευτή τους περί της ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα, η πλειονότητα της Βουλής προχώρησε σε μυστική βραδινή συνεδρίαση στο σπίτι του Προέδρου κ. Ρώμα με σκοπό τη συζήτηση και πλήρη αντίκρουσή της. Τα γεγονότα αυτά, σε συνδυασμό με την άρνηση που προέκυψε από τους Ριζοσπάστες στο θέμα του πολιτικού όρκου και την επιστολή τους στην «αρμοστήν επιτροπήν», στην οποία απάντησε ο αρμοστής ισχυριζόμενος πως δεν σκόπευε να επηρεάσει τη «συνείδηση» των αντιπροσώπων αλλά να διατηρήσει τα δικαιώματα της Αγγλίας χωρίς να παραγνωρίσει αυτά της Επτανήσου, προκαλούν την αντίδραση του κ. Μομφερράτου που μιλά στην εφημερίδα για «αυθαιρεσία» και «παρανομία».
Το δεύτερο φύλλο του «Ριζοσπάστη» κυκλοφόρησε στις 15 Απριλίου του 1850.
Με στόχο την «πλήρη αρμονία μεταξύ αντιπροσωπευόντων και αντιπροσωπευομένων» ξεκινάει ενημερώνοντας τον αναγνώστη σχετικά με την μέχρι τότε πορεία της Ριζοσπαστικής μερίδας της Βουλής, η οποία «διεγράφετο» από το «περισπούδαστον αντικείμενο των αρχών, των πόθων και των προσπαθειών» των αντιπροσώπων Ριζοσπαστών ή αλλιώς από την «προσπάθεια της […] συνενώσεως της Επτανήσου μετά της ανεξαρτήτου Ελλάδος». Αναλυτικότερα, θίγεται πάλι, σε πρώτο χρόνο, το θέμα περί «βουλευτικού όρκου», ο οποίος αποκρούστηκε μάταια απ’ την πλειοψηφία της Βουλής μετά από επέμβαση του αντιπροσώπου της «Προστασίας» και χαρακτηρίζεται από τους συντάκτες της εφημερίδας «απλός και ασήμαντος τύπος» χωρίς «ουδεμίαν ισχύν» και «ουδέν νόμιμο κύρος». Οι αντιπρόσωποι δηλώνουν: «ανάγκην δεν έχομεν να δικαιολογήσωμεν τον εαυτόν μας», αλλά «αρκεί προς τούτο η μαρτυρία της συνειδήσεώς μας, η παρρησία της πορείας μας […]».
Παρακάτω, λαμβάνοντας υπόψη την απάντηση του αρμοστή, ο «Ριζοσπάστης» καλεί τους δημοσιογράφους των Επτανησίων να επιμείνουν επί του θέματος και να «καταδείξουν πόσο απατώνται εκείνοι, οίτινες ευελπίζονται και επαρκούνται εις ασημάντους και μηδαμινάς βελτιώσεις και πολιτικάς μεταρρυθμίσεις». Χαρακτηρίζοντας όλη την κατάσταση «κωμωδία», καλεί τον λαό σε θαρραλέο ξεσηκωμό, σε απαίτηση της «παντελούς αποτίναξης του ζυγού» της ξενοκρατίας.
Τον καλεί να φωνάξει «με ευτολμίαν και γενναιότητα» πως δεν θέλει τίποτα από την «Προστασία», μιας και το «προκαταρκτικό συμβούλιο», υπάκουο στον αρμοστή κ. Ουάρδο «τυφλό όργανο και πλάσμα της ξενοκρατίας», αντί να «αποτείνη προς την αλήθεια», παρουσιάζει την απάντηση της Βουλής ως μια «απλή παράφρασι του λόγου» του αρμοστή.
Γράφει η εφημερίδα:
«Κύριε Ουάρδε […] Απέδειξας τον εαυτό σου και της ιστορίας και της φιλολογίας και της πολιτικής επιστήμης παντάπασιν άμοιρον» κατακρίνουν οι συντάκτες και συνεχίζουν: «Η Βουλή έκαμε μνείαν των ανοσιουργημάτων της στρατοκρατίας σου εις Κεφαλληνίαν, και έγινες έξω φρενών […] Ανατριχιάζεις οσάκις γίνεται λόγος περί των πραγμάτων εκείνων, φοβούμενος μη σε καταπνίξη το αίμα των θυμάτων σου! Εμπρός, Κύριε Ουάρδε! Ο πολιτικός σου τάφος είναι ήδη ανεωγμένος».
Όσον αφορά στη συζήτηση του εθνικού ζητήματος στα πλαίσια της Βουλής, αναφέρεται πως, μετά την αντίκρουση της πρότασης Ριζοσπάστη βουλευτή για την υιοθέτηση ψηφίσματος ένωσης με την Ελλάδα και κατά τη διάρκεια συνέλευσης επί του νομοσχεδίου της Γερουσίας, η πλειονότητά της, «θεωρήσασα εαυτήν προσβεβλημένην», άρχισε να επιτίθεται στον Ριζοσπάστη βουλευτή, με αποτέλεσμα τη λήξη της συνεδρίασης. Έπειτα, παρά τον κανονισμό της Βουλής που επιτρέπει σε κάθε βουλευτή να κάνει οποιαδήποτε πρόταση, οι αντιτιθέμενοι προχώρησαν στη δημόσια ανάγνωση εγγράφου με το οποίο αρνήθηκαν τη συγκεκριμένη πρόταση, κρίνοντάς την ως «μη αρμόδιαν», επειδή «η Βουλή εξεφράσθη ήδη με την απάντησίν της εις τον λόγο του αρμοστού». Μέσω του «Ριζοσπάστη», λοιπόν, εκφράζεται το σάστισμα των Ριζοσπαστών καθώς αναφέρεται: «Η δειλία και η σκιοφοβία αύτη της πλειονότητος είναι ακατανόητος εις ημάς».
Στη στήλη «Διάφορα», οι συντάκτες, με αφορμή το φύλλο με αριθμό 106 της ξένης εφημερίδας «Malta-Mail» στο οποίο οι αντιπρόσωποι του λαού χαρακτηρίζονται ως «εκ των περιτριμμάτων της κοινωνίας» και η επανάσταση ως «σχεδόν αναπόφευκτη», κάνουν λόγο για «επινόηση» από την «περί τον αρμοστήν ξενική και καταχθόνιο συμμορία», με στόχο την «ενοχοποίηση» των βουλευτών, ενώ συνέβαιναν μαστιγώσεις, απαγχονισμοί, πυρπολήσεις και ο λαός υπέφερε.
Στο ακριβώς επόμενο θέμα, η εφημερίδα αντιδρά στις κατηγορίες που εξαπέλυσαν οι συντάκτες της εφημερίδας «Ένωσις» έναντι των Ριζοσπαστών βασιζόμενοι στο θέμα του όρκου και ισχυριζόμενοι πως οι τελευταίοι «ηπάτησαν τας αρχάς του λαού». Ο κερκυραϊκός-επτανησιακός «Ριζοσπάστης» απαντά πως και οι δημοκράτες της Γαλλίας ορκίζονταν, αλλά όταν το επέβαλε η δημοκρατία πρωτοστατούσαν σε ανατροπή του καθεστώτος χωρίς αυτό να δηλώνει άρνηση των αρχών τους.
Τέσσερα φύλλα του πρώτου αυτού ελληνικού «Ριζοσπάστη», που λόγω και του τίτλου και του περιεχομένου του μπορεί να θεωρηθεί ίσως πρόγονος της σημερινής εφημερίδας «Ριζοσπάστης» του ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος, εντοπίσαμε κατά την παρούσα έρευνα από κοινού με ένα ακόμη πρόσωπο. Έχουν διασωθεί σε καλή κατάσταση στο Μουσείο Τύπου της Πάτρας, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων και στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη της Κεφαλονιάς.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΟΡΦΙΑΤΗ, ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΟΡΦΙΑΤΗ