Κόψτε αυτή τη «Λερναία Ύδρα» των αγωνιστών αγροτών της Κέρκυρας! Κόψτε όλα τα κεφάλια αυτής της «Λερναίας Ύδρας»!
Αυτό απαιτούσαν από τους Βενετούς οι Κερκυραίοι άρχοντες πριν από 370 χρόνια. Οι αγρότες της βόρειας Κέρκυρας, βλέπετε, το 1652 είχαν ξεσηκωθεί, όπως είχαν κάνει άλλοι Κερκυραίοι αγρότες και μερικά χρόνια νωρίτερα. Τον Ιούνιο εκείνου του έτους, στα χωριά του βαϊλάτου του Γύρου, καταρχάς, κήρυξαν πόλεμο στην καταπίεση. Το λαϊκό «μίσος έβγαλε κι εκείνο τη φωνή του», για να το πούμε με έναν σολωμικό στίχο.
Θαρρείς και απευθύνονταν και σ' εκείνους, στο δίκιο τους, στη βίαιη εξέγερσή τους εναντίον των φεουδαρχών, στην αιτία εκείνου του αγώνα των προγόνων μας, είχαν «πέσει» στα Ιόνια νησιά κάποιοι στίχοι του Διονύσιου Σολωμού που έβλεπαν το φως σε κερκυραϊκή εφημερίδα δύο περίπου αιώνες μετά, με τον τίτλο «Εις θάνατον τοκογλύφου»:
Μα καλό ’ναι πλούσιος να ’σαι,
και ποτέ να μη θυμάσαι
πως στους δρόμους αϊλογάνε
κάποιοι μαύροι που πεινάνε;
Κι έτσι δα, με τέτοιους φόνους,
για σαράντα πέντε χρόνους,
παντελώς δεν είναι θάμα,
μήτε αλλόκοτο το πράμα,
αν εσύφθασες να κρύψεις,
απ’ τους φόβους για να λείψεις,
το σωρό του χρυσαφιού σου
και στες τράβες του σπιτιού σου.
Μα της φτώχειας η κατάρα,
δυστυχότατη τρομάρα,
θα πλακώσει την ψυχή σου
σαν η πλάκα το κορμί σου.
Κι έτσι μ’ όλο σου τ’ ασήμι
μνέσκεις άκλαφτο ψοφήμι·
με ξεμυτερά τα νύχια
μαθημένα στα προστύχια.
Τι στίχοι ήταν εκείνοι για τα διαβόητα «προστύχια»!
Δηλαδή για τις δυσβάστακτες και πρόστυχες ζημιές που αναγκάζονταν να υφίστανται επί αιώνες οι χωρικοί - καλλιεργητές του νησιού για να μπορέσουν να επιβιώσουν, πουλώντας προκαταβολικά στις βαρονίες και τους μεγαλοκτηματίες φεουδάρχες τη σοδειά τους σε χαμηλές τιμές, ακόμα και στη μισή τιμή.
Οι σολωμικοί στίχοι αφορούσαν «κλεψιές, φόνους», «της φτώχιας την κατάρα», «μαύρους που πεινάνε», «ξεμυτερά νύχια», για το συχνά βουβό λαϊκό μίσος που κάποτε, όπως συνέβη το 1652, ξεσπούσε αποτρόπαια.
Τα «προστύχια» ήταν η βασική αιτία, σύμφωνα με την 104 ετών αξιοσέβαστη καθηγήτρια και μέλος της διοικούσας επιτροπής του Ιονίου Πανεπιστημίου κατά την ίδρυσή του και πρύτανή του αργότερα, λαμπρή ιστορική ερευνήτρια Έλλη Γιωτοπούλου - Σισιλιάνου, για εκείνον το σηκωμό των αγροτών της βόρειας Κέρκυρας το 1652. Η ίδια, στο πλαίσιο των μεγάλων ιστορικών ερευνών της, έχει φωτίσει όσο κανείς εκείνη την εξέγερση, εγκύπτοντας στα ιστορικά Αρχεία όχι μόνο της Κέρκυρας, μα και της Βενετίας.
Σαν να ήθελε να φέρει στο φως, σε όλες τους τις διαστάσεις, πράγματα που όταν εκείνη άρχιζε τις φοιτητικές σπουδές της είχε διερευνήσει ο επαναστάτης σοσιαλιστής ποιητής Νίκος Λευτεριώτης, διευθυντής της Βιβλιοθήκης της Κέρκυρας. Το 1938, σε επιστημονικό Πανιόνιο Συνέδριο στην Ιθάκη, ο Λευτεριώτης είχε παρουσιάσει ολόκληρη μελέτη του για τις εξεγέρσεις των παλιών παππούδων των δικών μας παππούδων Κερκυραίων αγροτών, στο διάβα των αιώνων. Μα όλος εκείνος ο θησαυρός πολύχρονης έρευνας είχε πέσει θύμα, μαζί με την Κέρκυρα, των εμπρηστικών ναζιστικών βομβαρδισμών του 1943. Χάθηκε.
Τον ξαναβρήκε, «σκάβοντας» ακόμα πιο βαθιά σε αρχειακές πηγές, η πάντα διαυγής Έλλη Γιωτοπούλου - Σισιλιάνου, που μένει ακόμη σ' ένα αθηναϊκό σπίτι στο οποίο τον Δεκέμβρη του 1944 είχε κρυφτεί, φιλοξενούμενος, ο αγωνιστής του ΕΛΑΣ με το όπλο στο χέρι Μίκης Θεοδωράκης. Ανέδειξε τον θησαυρό, ειδικότερα σε ό,τι αφορά την εξέγερση του 1652, στα βιβλία της «Πρεσβείες της βενετοκρατούμενης Κέρκυρας και «Κερκυραϊκά», στηλιτεύοντας την άγρια καταπίεση και υπερεκμετάλλευση των προγόνων μας.
Σπουδαίοι Επτανήσιοι ιστορικοί είχαν άλλωστε από τον 19ο αιώνα επισημάνει αρκούντως σε έργα τους τη σημασία και την αξία εκείνης της κερκυραϊκής αγροτικής εξέγερσης, μολονότι τότε δεν μπορούσαν να τη φωτίσουν επαρκώς. Όπως σε μεγάλο βαθμό συμβαίνει ακόμα, τότε οι κρατούντες επιθυμούσαν οι αγώνες του λαού να «θάβονται». Επίσης, η πρόσβαση σε τέτοια στοιχεία ήταν συχνά δυσχερέστατη, αν όχι και απαγορευμένη.
Τόση ήταν ωστόσο η δύναμη όσων συνέβησαν το 1652 στο νησί, που ο αριστοκράτης Ανδρέας Μάρμορας, συγγραφέας της πρώτης γνωστής «Ιστορίας της Κέρκυρας», δεν μπορούσε να τα αποσιωπήσει. Έστω βγάζοντας ταξική χολή, τα συμπεριέλαβε συνοπτικά με όλη την εύλογη ταξική του μονομέρεια στο ιταλόγλωσσο έργο του «Della historia di Corfu», που εκδόθηκε το 1672 στη Βενετία.
Τι έγραψε σε δύο σελίδες των αναφορών του στις επτά πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα; Να τι, σε μια περίληψη και ερμηνεία τους που έκανε ο καταγόμενος από τη βόρεια Κέρκυρα μεταφραστής Νίκος Κούρκουλος για ετούτες τις γραμμές:
«Το Πενήντα Δύο [...] στα μέρη του Όρους και του Αγύρου υπήρξε ξαφνικός ξεσηκωμός των χωρικών, που οπλισμένοι λεηλατούσαν την ύπαιθρο». Στάλθηκε λοιπόν η πρεσβεία (Δήμος Μπενεβίτης, Νικολός Κοκκίνης, Δημήτριος Πετρετίνος, Σταματέλλος Βούλγαρης) για να παρακαλέσει τη Σύγκλητο να πάρει μέτρα. Η Σύγκλητος παράγγειλε [στους ανθρώπους της] να μάθουν πληροφορίες για την αιτία της εξέγερσης και να την θεραπεύσουν «με τα κατάλληλα μέσα». Ο Προνοητής Τζιρόλαμο Φοσκαρίνι έδειξε και σ’ αυτή την περίπτωση, λέει, τη γνωστή του επιτηδειότητα, ευστροφία και «συνετό ζήλο». Επί της ουσίας: «Και με τον στρατηγό Μάρκο ντα Μολίνο τελείωσε το έργο. Αυτός βγήκε από την Πόλη με την πρέπουσα στρατιωτική δύναμη, συνάντησε τους αντάρτες και τους προκάλεσε πανωλεθρία, και στους αιχμαλώτους, που ήταν πολλοί, έκανε όσα επέβαλε η δικαιοσύνη».
Να και τι άλλο έγραψε ο Μάρμορας: «Οι Κερκυραίοι (Corciresi), χαρούμενοι για την τιμωρία των κακών», αποφάσισαν να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους και, μετά από πρόταση των συνδίκων Βιτόρε Καποδίστρια και Οτάβιο Μαρκοράν, προσφέρανε ένα ποσό που δεν προσδιορίζεται (una tal somma) για να χρησιμοποιηθεί στον Κρητικό Πόλεμο κατά των Οθωμανών.
Με άλλα λόγια, με βενετικά και τοπικά στρατεύματα - πάνω τα βαϊλάτα του Γύρου και του Όρους με κίτρινο και κόκκινο χρώμα, αντίστοιχα, σε παλαιό χάρτη - πνίγηκε στο αίμα η εξέγερση.
Οι «Κερκυραίοι» που χαίρονταν και έστελναν χρήματα στη Βενετία, ως ανταμοιβή, δεν ήταν άλλοι βέβαια από το «Γενικό Συμβούλιο» των φεουδαρχών Ευγενών του νησιού. Για να τιμωρήσουν τους «κακούς» παππούδες μας, καθώς δεν το μπορούσαν με το εγχώριο στράτευμα, είχαν ζητήσει από τη Σύγκλητο της Βενετίας και τον 99ο κατά σειρά δόγη της Φραντσέσκο Μολίν να στείλουν περισσότερο στρατό.
Τετραμελής αποστολή εκπροσώπων ισάριθμων αρχοντικών οικογενειών και συνολικά του Γενικού Συμβουλίου της κληρονομικής Ευγένειας, αποκαλούμενη πρεσβεία, είχε ταξιδέψει επί τούτου στη «Γαληνοτάτη Δημοκρατία». Ως υπήκοοί της είχαν αποκτήσει το δικαίωμα να εκθέτουν τις απόψεις τους και γραπτά και προφορικά, πού και πού, χωρίς τη μεσολάβηση των βενετικών αρχών του νησιού.
Αντίγραφο των θέσεών της, που για το θέμα που εξετάζουμε έφεραν στο σχετικό υπόμνημα τον αριθμό 40, σώζεται στα Αρχεία Νομού Κέρκυρας των Γενικών Αρχείων του Κράτους.
Όσο για τον σύνδικο - που ήταν διοικητικό αξίωμα - Βιτόρε Καποδίστρια, επρόκειτο βέβαια για πρόγονο της γνωστής οικογένειας Καποδίστρια, ιδιοκτήτη φέουδου κοντά στο Λιβάδι του Ρόπα και στο χωριό Κανακάδες, όπου και παραπέμπει σήμερα επιγραφή.
Τότε, αρχοντική αγροικία, όπως και το φέουδο των Memo, μετά από γάμο ενός Ιωάννη Καποδίστρια με τη Μαρίνα Μιδέη, είχε περιέλθει στην ακόμη όχι κάτοχο Ευγενικού τίτλου οικογένεια Καποδίστρια ή Vitturi, αφού κι έτσι ήταν γνωστή από την αρχική δαλματική επωνυμία της, σε μια δυναμική κίνηση συγκέντρωσης οικονομικής και πολιτικής ισχύος. Σώζεται πέτρινη επιγραφή, σχετικά με την ένωση γειτονικών φέουδων, σε παλιά αρχοντική καποδιστριακή αγροικία της περιοχής.
Δίχως άλλο, συμπέρανε η Γιωτοπούλου - Σισιλιάνου, η πιο αδικημένη τάξη, τότε, ήταν εκείνη των χωρικών. Η εκμετάλλευσή τους εκ μέρους των γαιοκτημόνων - βαρόνων και φεουδαρχών - ήταν, βέβαια, η εντονότερη, αλλά δεν ήταν η μόνη.
Τεκμηρίωσε ότι αντιμετώπιζαν αγγαρείες - εκτός από τις φεουδαλικές - που τους επέβαλλε η τοπική βενετική διοίκηση συχνά και πέρα από τις άλλες υποχρεώσεις τους, αυθαιρεσίες των εισπρακτόρων των φόρων, μεροληπτική εις βάρος τους λειτουργία των δικαστηρίων, όπως και συχνές λεηλασίες των κτημάτων τους από στρατιώτες και ναύτες, επί αιώνες. Από το 1414, όμως, είχαν «σηκώσει κεφάλι», με κείμενό τους, που το είχαν υποβάλει στην τοπική διοίκηση με τη βοήθεια κληρικών. Τεκμηρίωσε ότι η επί αιώνες κατάπνιξη της οργής για τις ποικιλότροπες αδικίες που επινοούσαν εις βάρος τους οι ομάδες των προνομιούχων, αλλά και μέλη της τοπικής βενετικής διοίκησης, και η όξυνση της δυσπραγίας εξαιτίας του Κρητικού πολέμου μεταξύ της Βενετίας και των Οθωμανών βρήκαν διέξοδο στο ξέσπασμα που έγινε ομαδικό, πήρε διαστάσεις και απλώθηκε και σε χωριά του βαϊλάτου του Όρους.
Αρκεί να διαβάσει κανείς τα στοιχεία που είχαν φέρει στο φως ο Νικόλαος Πανταζόπουλος το 1965 μιλώντας στο Τρίτο Πανιόνιο Συνέδριο με θέμα «Τιμαριωτισμός και επίμορτος αγροληψία εν Επτανήσω επί Βενετοκρατίας» και ο Σπύρος Ασδραχάς το 1985 σε μελέτη του με τίτλο «Φεουδαλική πρόσοδος και γαιοπρόσοδος στην Κέρκυρα την εποχή της βενετικής κυριαρχίας», για να φρίξει με όσα συνέβαιναν. Η κατάσταση των χωρικών ξεπερνούσε τα όρια της αντοχής τους, σωματικής και ψυχικής, καθώς επιβαρυνόταν και με στρατολόγηση στις βάρβαρες γαλέρες των Βενετών.
Από τις εξοργιστικότερες αυθαιρεσίες - με ληστρικό χαρακτήρα - αποτελούσε η μέθοδος με την οποία οι γαιοκτήμονες αποκτούσαν προϊόντα από τους χωρικούς, με το λεγόμενο «προστύχι». Οι καλλιεργητές πληρώνονταν προκαταβολικά και συνήθως σε πολύ χαμηλές τιμές για συγκεκριμένη ποσότητα λαδιού, σταριού και άλλων προϊόντων, καθώς είχαν ανάγκη χρημάτων, αλλά ο γαιοκτήμονας περίμενε συνήθως να ανέβουν στα ύψη οι τιμές των προϊόντων, ακόμη και να διπλασιαστούν, για να εισπράξει ο ίδιος όλο το κέρδος. Ο τόσο απατηλός τρόπος απομύζησής τους είχε καταγραφεί και σε εκθέσεις Βενετών απεσταλμένων - ελεγκτών, που έκαναν λόγο, σχεδόν ανοιχτά, για ανήθικο τρόπο πολλαπλασιασμού των μεγάλων περιουσιών. Οι αγρότες έχαναν ακόμη και τα ζώα τους και τα σπίτια τους και δεν μπορούσαν να αντέξουν. Έχει σωθεί κείμενο στο οποίο οι ίδιοι οι Ευγενείς ανησυχούσαν πως επειδή οι αγρότες δεν είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν να καλλιεργούν η αφεντιά τους κινδύνευε να απολέσει το μέσο του πλουτισμού της!
Αλλά οι γαιοκτήμονες - και μαζί τους συμβολαιογράφοι, δικηγόροι, μεσολαβητές - έγραφαν στα παλιά τους τα παπούτσια ακόμη και μεσοβέζικες αποφάσεις των βενετικών αρχών, που ενδιαφέρονταν να συνεχιστεί απρόσκοπτα η εκμεταλλευτική «γαλήνη» του τόπου, με ηπιότερο τρόπο, αλλά και ο ομαλός εφοδιασμός του βενετικού Στόλου με αγροτικά πληρώματα, καθώς γέμιζαν με αγρότες τις εξοντωτικές γαλέρες τους.
Η σπίθα στο χωριό Χωρεπίσκοποι
Στο βαϊλάτο του Γύρου ξέσπασε πρώτα η εξέγερση. Εκδηλώθηκε με πράξεις βίας εναντίον των περιουσιών σειράς γαιοκτημόνων. Το «φυτίλι» το άναψε η υπερεκμετάλλευση μιας οικογένειας από έναν γαιοκτήμονα. Γρήγορα γενικεύτηκε σε όλη τη γύρω περιοχή.
Η σπίθα της πυρκαγιάς άναψε στο χωριό Χωρεπίσκοποι στο βαϊλάτο του Γύρου. Γιος του γαιοκτήμονα Ρεγγίνη πήγε σε μιαν οικογένεια χωρικών, ζήτησε και έλαβε μιαν οφειλή, αλλά ο πατέρας Ρεγγίνης μετά από λίγες ημέρες εμφανίστηκε στην οικογένεια και της είπε: «Η πληρωμή στον γιο μου δεν μετράει, γιατί αφεντικό είμαι εγώ»! Άρπαξε κάποια αγροτικά εργαλεία, καβάλησε το άλογό του κι έφυγε. Λίγο πιο πέρα, πριν απομακρυνθεί για τα καλά από το χωριό και καθώς η συμπεριφορά του μαθεύτηκε, χωρικοί του επιτέθηκαν και τον κακοποίησαν. Η εξέγερση άρχιζε. Μπήκαν φωτιές σε αρχοντικές αγροικίες.
Ως ηγέτες των αγροτών αναφέρονται, μεταξύ άλλων, πρόσωπα με στοιχεία Στέλιος Ραματάς και Σεβαστιανός Γουδέλης.
Ο προβλεπτής και καπιτάνος Gerolamo Foscarini είχε ανταποκριθεί σε πρόσκληση να συζητήσουν στο χωριό Σκριπερό, για να ακούσει τα παράπονα των αγροτών, μάλλον και από αυτούς τους δύο ηγέτες τους. Είχε πει ότι «δεν ταιριάζει στον δόγη η αυστηρότητα απέναντι στους υπηκόους του, που είναι σαν παιδιά του». Επίσης, είχε παραδεχθεί ότι εξεγέρθηκαν «για να παρακινήσουν την υπέρτατη χείρα της Δικαιοσύνης να σταματήσει μια για πάντα τις βλάβες που υφίστανται». Εξηγώντας τι είχε συμβεί, υποστήριξε: «Από μια μικρή σπίθα γεννιούνται οι μεγάλες πυρκαγιές».
Ακολούθησε, βέβαια, άφιξη του συνώνυμου ως έναν βαθμό με τον τότε δόγη γενικού προβλεπτή Molino στο νησί, ο οποίος πήγε με τη γαλέρα του στην τοποθεσία Ύψος, με στρατιώτες και πυρομαχικά, μόλις επέστρεψε από περιοδεία του σε άλλα νησιά του Ιονίου. Έτσι, αφού ήλθαν στο νησί τα πρόσθετα στρατεύματα, γρήγορα η αγριότητα αντικατέστησε τον «διάλογο».
Οι στρατιώτες με δύναμη ιππικού επιτέθηκαν στους εξεγερμένους, που οχυρώθηκαν στην ημιορεινή περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα και τους αντιμετώπισαν με όπλα, αφού έκλεισαν τις διόδους προς την περιοχή. Οι Βενετοί είχαν στρατοπεδεύσει σε πρόποδες του Παντοκράτορα. Λόγω της υπεροχής των στρατιωτών σε οπλισμό, οι εξεγερμένοι «συνωμότες» υποχώρησαν, μετά από παρατεταμένη ανταλλαγή πυρών. Δύο αρχηγοί τους διέφυγαν και οι Βενετοί τους επικήρυξαν, ζωντανούς ή σκοτωμένους. Ανακοίνωσαν μάλιστα ότι αν είχαν καταδίκες εκείνοι που θα τους παρέδιδαν, θα απαλλάσσονταν από τις ποινές τους.
Πιάστηκαν πολλοί, κάηκαν σπίτια και άλλα περιουσιακά στοιχεία, επιβλήθηκαν βαριές, εξοντωτικές ποινές. Ο Στέλιος Ραματάς θανατώθηκε μαζί με πολλούς άλλους, ενώ ο Σεβαστιανός Γουδέλης, που είχε επικηρυχθεί, παρουσιάστηκε στις αρχές και καταδικάστηκε σε υπηρεσία σε γαλέρες. Αυτό έπαθαν και αρκετοί άλλοι επικηρυγμένοι χωρικού.
Σε έκθεσή του με ημερομηνία 27 Μαΐου 1653, αφού αναχώρησε από την Κέρκυρα, ο προβλεπτής και καπιτάνος G. Foscarini συμπεριέλαβε στα αίτια της εξέγερσης επανειλημμένες προσβολές της τιμής των γυναικών χωρικών, κάνοντας λόγο για βαθύτερα αίτια, όπως ο σφετερισμός της περιουσίας τους με το «προστύχι» και η απόλυτη καταπίεσή τους ακόμη και με «εξαφάνιση» αγωγών με τις οποίες στρέφονταν νομικά εναντίον των Ευγενών, με συνέπεια συχνά να μεταβάλλονται από κατήγοροι σε κατηγορούμενους!
Σύμφωνα με το έγγραφο του G. Foscarini, είχαν υποβληθεί στον ίδιο 259 τέτοιες και παρόμοιες διαμαρτυρίες, πολλές άλλες είχαν υποβληθεί στον επικεφαλής του Στόλου, ενώ άλλες 60 είχαν βρεθεί κρυμμένες σε σπίτι. συμβολαιογράφου!
Το «προστύχι» και η παρεμπόδιση δικών ήταν, κατ' εκείνον, οι κύριες αιτίες αντιδράσεων και εξεγέρσεων του αγροτικού κόσμου. Μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1640, είχε εκδηλωθεί άλλη ανταρσία, με επίκεντρο την περιοχή της Μέσης Κέρκυρας. Ήταν, έλεγε, καταστροφικές οι συνέπειες που προκαλούσε το «προστύχι». ΄.
Η εξέγερση του 1652, ανέφερε, κατεστάλη με όπλα και ποινές.
Αλλά, σύμφωνα με τον βάιλο του νησιού Giovanni Bembo, ο οποίος είχε υπό την άμεση δικαιοδοσία του και το βαϊλάτο του Γύρου, οι αγρότες απλώς σκέφτηκαν να επιβάλουν τη δικαιοσύνη μόνοι τους και είχαν «υποκινητές». Τάχα δεν είχαν διαμαρτυρηθεί προηγουμένως, ενώ βέβαια γνώριζε πως οι διαμαρτυρίες τους «θάβονταν» από όσους είχαν συμφέρον να συμβεί αυτό.
Κυριευμένοι από φόβο και από μανία εκδίκησης, οι Ευγενείς στο κείμενό τους, εκλιπαρούσαν και κολάκευαν τον Δόγη και τη Σύγκλητο της Βενετίας, εμφανιζόμενοι ως εξουθενωμένοι από το «κλείσιμό» τους στα περιτειχισμένα όρια της πόλης καθώς δεν τολμούσαν να πλησιάσουν τα ξεσηκωμένα χωρία και ήταν... εξαθλιωμένοι από τη στέρηση της πηγής των αθέμιτων εισοδημάτων τους, ανίκανοι να συντηρήσουν τις οικογένειές τους. Είχαν στερηθεί, έλεγαν, το προνόμιο της... ελευθερίας τους, θεωρώντας ελευθερία το να μπορούν να εκμεταλλεύονται τους αγρότες. Την αποκτημένη με αθέμιτα μέσα περιουσία τους την είχαν, λέει, αποκτήσει με αίμα. Δεν τους έφταναν οι αρχικές βαριές ποινές που είχαν επιβληθεί στους εξεγερμένους αγρότες. Απειλούσαν εμμέσως με μακελειό, αν δεν ελάμβαναν μεγαλύτερη «ικανοποίηση». Επίσης, εθελόδουλα θύμιζαν ότι οι φεουδάρχες πρόγονοί τους είχαν προσχωρήσει εθελοντικά στην κυριαρχία της Βενετίας και διέβλεπαν απειλή για την ευστάθεια του βενετικού κράτους.
Κατά τον G. Foscarini, ωστόσο, δεν τολμούσαν να πάνε στα κτήματά τους εκείνοι μόνο που είχαν μηνυθεί από τους αγρότες.
Όλοι τους όμως ζητούσαν να σταλεί στο νησί ανακριτής - Inquisitore - για να αποκαλύψει υποκινητές και να επιβάλει βαρύτερες τιμωρίες, στην πραγματικότητα σιγή νεκροταφείου. Τάχα υφίσταντο μια κατάφωρη αδικία από τους εξεγερμένους για το όργιο αδικιών αγρότες. Υποτίθεται ότι αποτελούσαν πρόσχημα οι αδικίες που οι αγρότες, ονοματίζοντας άλλοι τέσσερις και άλλοι έξι γαιοκτήμονες, είχαν καταγγείλει, πασχίζοντας μάταια να βρουν το δίκιο τους.
Οι Ευγενείς ζήτησαν από τον Δόγη Φραντσέσκο Μολίν ως... νέος Ηρακλής να κόψει όλα τα κεφάλια της «Λερναίας Ύδρας», θαρρείς και θα μπορούσε ποτέ σε συνθήκες ταξικής κοινωνίας, όπως άλλωστε και τώρα, να καταργηθεί η ταξική πάλη!
Η εξέγερση στα χωριά του Γύρου και του Όρους - πιο πάνω χάρτης της Κέρκυρας του 17ου αιώνα που σώζεται στο Μουσείο Μπενάκη, στον οποίο διακρίνεται και το χωριό Χωρεπίσκοποι - ήταν γι' αυτούς «ανυπόφορη και επονείδιστη» και μπορούσε να επεκταθεί σε όλο το νησί, αν δεν αναχαιτίζονταν εγκαίρως οι ταραξίες στασιαστές.
Το 150μελές Γενικό Συμβούλιό των Ευγενών και άλλων αρχόντων που είχαν εισέλθει σε αυτό ψήφισε σχετικό αίτημα με τις θέσεις τους τις 27 Αυγούστου 1652. Αλλά τις 31 Δεκεμβρίου 1652 είχαν επανέλθει με ανάλογα αιτήματα προς τη Βενετία, ζητώντας βαρύτερες ποινές, γιατί, λέγανε, συνεχίζονταν οι προσβολές εις βάρους τους από τους αγρότες. Δεν ήθελαν, λέγανε, να... οικειοποιηθούν οι ίδιοι, προφανώς με μισθοφόρους τους, το έργο της Δικαιοσύνης. Απειλούνταν, υποστήριζαν, με «πλήρη καταστροφή», ενώ οι στάσεις μπορούσαν να εξελιχθούν σε εξέγερση εναντίον της κυριαρχίας της Βενετίας.
Υπόμνημα των Ευγενών
Αν όλα ξεκίνησαν τότε από το χωριό Χωρεπίσκοποι, ένας συνταξιούχος εκπαιδευτικός από το ίδιο χωριό έρχεται σήμερα να παρουσιάσει μια ελεύθερη μετάφραση του υπομνήματος που είχαν υποβάλει οι Ευγενείς στη Βενετία τον Αύγουστο του 1652. Η γλώσσα στην οποία έχει γραφεί το - σωζόμενο μαζί με άλλα σχετικά έγγραφα στα Αρχεία Νομού Κέρκυρας - υπόμνημα, παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, γεγονός που έχει σταθεί εμπόδιο, μέχρι τώρα, σε απόπειρες να μεταφραστεί. Ο γνωστός κοινωνικός και πολιτικός αγωνιστής Παύλος Κουρσάρης αποτόλμησε γι' αυτές εδώ τις γραμμές μια ελεύθερη μετάφραση και απόδοσή του, όσο αυτό του ήταν δυνατό, γραμμή με γραμμή.
Έχει ως εξής και αποκαλύπτει όλη την υποκρισία, την ιδιοτέλεια και την εκδικητική μανία του Συμβουλίου των Ευγενών:
«27 Αυγούστου 1652
»Γαληνότατε Πρίγκιπα
»Είναι ήδη μήνες που οι αποθαρρυμένοι και καταβεβλημένοι πολίτες, με έκπληκτο τον κόσμο τους για την απώλεια του ανεκτίμητου προτερήματος της ελευθερίας, στερούνται τα υπάρχοντά τους, που είναι κατεστραμμένα και πυρπολημένα από τις φρικαλεότητες των εξεγερμένων χωρικών στις διοικήσεις του Γύρου και του Όρους.
»Για να αποφύγουν οι πολίτες τον κεραυνό μιας ανυπόφορης και τραυματικής εξέγερσης, έχουν στριμωχθεί κατεστραμμένοι και αδύναμοι στις οχυρώσεις της πόλης, έχοντας χάσει τελείως κάθε ελπίδα.
»Αυτή πονεμένη Κοινότητα, που κλήθηκε, χωρίς να είναι αυτό αναγκαίο, να ανεχθεί την τόσο δίκαιη όσο είναι και άδικη ωμή βαρβαρότητα εναντίον προσφιλών μελών της, δεν δείλιασε να επισημάνει τη σκληρή ωμότητα που επίσης ασκήθηκε.
»Στην αρχή των γεγονότων αυτών, με τις κατάλληλες επαφές των συνδίκων με τους εκλαμπρότατους τοποτηρητές και ιδιαιτέρως με τον εκλαμπρότατο και εξοχότατο Capitano Foscarini σημειώσαμε πως καθώς αυτός δεν κατείχε την απαιτούμενη δύναμη των όπλων, λόγω απουσίας του εξοχότατου Generale Molino, έπρεπε τουλάχιστον να παρεμποδιστούν οι αδιάκοπες συναθροίσεις χωρικών, που θα είχαν ολέθριες συνέπειες, αν έμεναν αχτύπητα τα καταφύγιά τους. Ωστόσο, απορρίπτοντας τις σεβάσμιες αναφορές των συνδίκων, εκείνος και άλλοι επέμειναν ότι πρέπει να φτάσουν στα αυτιά των αρμοδίων οι κατηγορίες των χωρικών με λόγια των ιδίων και όχι εμμέσως, όπως ήταν το σωστό, μέσω των συνδίκων. Αρνούμενοι τις προτροπές του συμβουλίου μας, άφησαν το πυκνό πλήθος των χωρικών καθημερινά να μεγαλώνει και δέχθηκαν να έχει συναντήσεις στο χωριό Σκριπερό, όπου κάλεσαν τον Στέλιο Ραματά και τον Σεβαστιανό Γουδέλη, ηγέτες της εξέγερσης. Τους έβαλαν να καθίσουν μαζί τους κι αυτούς και πολλούς άλλους και για δύο ημέρες ανέχονταν την ανυπακοή τους, ωσότου έφτασε στο νησί ο αξιότιμος General Molino.
»Μαθαίνοντας τα νέα αυτά, οι σύνδικοι δεν αμέλησαν να θέσουν στη διάθεση των Αρχών για την Ευγένειά σας έγγραφα για τα ελεεινά και ολέθρια γεγονότα, ώστε απευθυνόμενοι στους πόδες της Εξοχότητάς σας να κάνουν φανερή την ανάγκη αποκατάστασης των πραγμάτων. Ο General Molino προωθήθηκε στον Ύψο με γαλέρα, μεταφέροντας στρατιωτική δύναμη, για να διευθετήσει τα πράγματα, καλώντας χωρίς αναβολή και με μαεστρία τους λεγόμενους εξεγερμένους σε ακρόαση, άοπλους και εξαιρώντας τους αρχηγούς τους. Με επιδεξιότητα πρόσφερε ικανοποίηση σε βαθμό που δεν τον πίστευαν. Αλλά οι κακούργοι, με πρόθεση να ντροπιάσουν τον Πρίγκιπά σας, έδειξαν ανυπακοή και βρήκαν τη δύναμη να συγκεντρωθούν στην πιο ψηλή κορυφή του βουνού του Αγίου Παντελεήμονα, όπου όχι μόνον απέκλεισαν τα περάσματα, αλλά ανοσιουργώντας έστρεψαν τα όπλα τους εναντίον αυτών της Εξοχότητάς σας. Με τέτοιο τρόπο, ώστε ανάγκασαν τη στρατιωτική δύναμη να στρατοπεδεύσει στους πρόποδες του βουνού, για να τους υποχρεώσει με πολιορκία να υπακούσουν.
»Παρόλο που οι εξεγερμένοι ήταν πεισματάρηδες, με επιμονή πολλών ημερών υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν από τη θέση τους, αλλά βρέθηκαν κάποιοι λίγοι διάβολοι να τους παράσχουν φιλοξενία στη γύρω περιοχή και έφτασαν ενισχύσεις από άλλα σημεία που μέχρι τότε ήταν αμόλυντα από την εξέγερση. Αναστατωμένοι, καθώς υπονομεύτηκαν τα μεγάλα τους σχέδια και οι δυνατότητές τους, μπόρεσε ο Εξοχότατος να προχωρήσει μέσα σε ζητωκραυγές με τη μεγάλη του δύναμη, ελπίζοντας πως η ανδρεία της θα εξασθένιζε κάθε αισιόδοξη πρόβλεψη της άλλης πλευράς. Επικήρυξε τους αρχηγούς Ραματά και Γουδέλη και υποσχέθηκε χάρισμα ποινών σε εγκληματίες και άλλα κίνητρα σε όποιον τούς έφερνε ζωντανούς ή νεκρούς. Αντιμετώπισε με κάθε τρόπο την επίμονη μοχθηρότητα των αχαλίνωτων θελήσεων και μάζεψε διάφορους σε διάφορα μέρη, ενώ ο Ραματάς, αφού πιάστηκε, φυλακίστηκε, έτσι που να μην μπορούν άθλια απομεινάρια να πλησιάσουν για να τον απελευθερώσουν. Τα έσοδα των καταστροφών, δηλαδή σιτάρι, λάδι, κρασί και άλλα αγαθά, οι χωρικοί τα λεηλάτησαν, με το αιτιολογικό ότι τους καταπίεζαν τέσσερις - έξι κτηματίες, τους οποίους είχαν κατονομάσει.
»Έτσι, περιήλθαν σε όρους δυστυχίας οι κακότυχοι πολίτες και αντιμετωπίζουν έλλειψη της τροφής που με απλοχεριά της Γαληνοτάτης απολάμβαναν, σαν απολαβή των θυσιών που έκαναν επί πολλά χρόνια υπέρ του Δημόσιου Ταμείου ως ζωντανές αποδείξεις της συνεχιζόμενης αφοσίωσής τους στη Γαληνοτάτη για τη διασφάλιση των αγαθών τους, που τα απέκτησαν με αίμα και αποτελούν τα μόνα μέσα στήριξης των οικογενειών τους.
»Οι κακουχίες και τα θλιβερά γεγονότα αυτού του άδικου και παρατεταμένου πολέμου, έκαναν τη δύστυχη Κοινότητά μας να έχει σιωπηλά ντροπιαστεί, διότι αυτό έκανε μέχρι τώρα προκειμένου να μην προκαλέσει στην Εξοχότητά σας μεγαλύτερες σκοτούρες με τα όσα υποφέρει. Αυτό θα υπερίσχυε πάλι εκ μέρους μας, αν ήταν διαφορετική η αντιμετώπιση της εξέγερσης.
»Αλλά βλέποντας η Κοινότητα με μεγάλη της λύπη τους πολίτες της να λυγίζουν και να χάνουν το αίμα τους και μαζί τη φετινή σοδειά του κρασιού και να μετατρέπονται σε λεία των χωρικών, υποθέτει ότι το γεγονός της απουσίας του Εξοχότατου General Molino στα άλλα νησιά, εξαιτίας άλλων γνωστών επεισοδίων, μπορεί να αποβεί μοιραίο και να διατρέξει κίνδυνο ολόκληρη η εσωτερική ασφάλεια, με καταστροφές και κατακλυσμιαία γεγονότα.
»Παρακαλεί με αδύναμη φωνή, από το βάθος της αβύσσου που κρύβεται στα βάραθρα μιας άγριας εξέγερσης, να κατέβει από τον ουρανό της Εξοχότητάς σας εκείνη η αιώνια και δίκαιη προστασία, με τη συνηθισμένη πρόνοια που διακρίνει τη στάση σας έναντι όλων των λαών σας και με τον ζήλο που είναι ίδιος της περίσκεψης ενός γενναίου Πρίγκιπα να συναισθανθεί με προσεκτικό τρόπο την ουσία αυτής της θανάσιμης δυστυχίας μας. Διότι δεν μπορεί να υπάρχει ασθένεια τόσο μυστηριώδης που να υποτιμάται ή να αποκρύπτεται από τη βασιλική χείρα σας, ενώ μπορεί υγιώς να αντιμετωπιστεί ώστε να πάψουν οι ταραχοποιοί να δημιουργούν την εντύπωση ενός άρρωστου υπηκόου σας τυχαία ή από κακή τύχη.
»Ως ένας νέος Ηρακλής, που κόβει τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, μπορεί κάποιος να δώσει το τέλος που είναι συμφέρον και επιθυμητό από την Εξοχότητά σας, για παρηγοριά και μακροημέρευση αυτής της πόλης και αυτού του νησιού και για τη δόξα της αιώνιας Εξουσίας σας».
Περιουσίες άλλαζαν χέρια
Σύμφωνα με μελετητές, ενδεχομένως υπήρξε κάποια προκήρυξη με αιτήματα των εξεγερμένων, αμέσως μετά το πρώτο ξεσήκωμα, που προωθήθηκε στα χωριά των δύο βαϊλάτων. Ωστόσο, δεν έχει βρεθεί κάτι σχετικό. Εικάζεται ότι η εξέγερση δεν ήταν αποτέλεσμα μελετημένου σχεδίου, αλλά αυθόρμητη αντίδραση στην αδικία που έπνιγε τους χωρικούς και που βρήκε διέξοδο, με αφορμή την απόπειρα ενός γαιοκτήμονα της περιοχής να εξαπατήσει μια οικογένεια καλλιεργητών.
Ο Ζακύνθιος ιστορικός ερευνητής Δημήτρης Αρβανιτάκης, αντλώντας και από την Έλλη Γιωτοπούλου - Σισιλιάνου επιπρόσθετα υλικά, έχει τεκμηριώσει ότι «οι διαμαρτυρίες και οι εκκλήσεις των Κερκυραίων αγροτών ήταν τυφλές και ατελέσφορες. Όχι μόνο συχνά δεν κατόρθωναν να φτάσουν στους αποδέκτες, εφόσον μεσολαβητές, κατά κύριο λόγο, ήταν τα επίσημα όργανα της Κοινότητας, δηλαδή οι καταγγελλόμενοι καταπιεστές τους! Αλλά και όταν η Βενετία διέταζε μέτρα, σπάνια εφαρμόζονταν: σχεδόν πάντα οι Βενετοί αξιωματούχοι των νησιών μπλέκονταν στο δίκτυο της ηγεμονίας των ντόπιων ισχυρών. Το 1633 μία κοινή καταγγελία "επιτρόπων" εκλεγμένων από μεγάλο αριθμό φτωχών ή και κάπως εύπορων χωρικών είχε αναφέρει ότι "δεν υπάρχει αδικία κατά της περιουσίας, της ζωής και της τιμής, που να μην μας κάνουν οι πολίτες... Και αν κανείς δικηγόρος θελήσει να μας υπερασπιστεί, αμέσως κατηγορείται ως υποκινητής του λαού". Συχνά το χρέος των αγροτών μεγάλωνε τόσο, που εύκολα πολλές περιουσίες άλλαζαν χέρια, οικογένειες αναγκάζονταν να φύγουν και μικροκτηματίες γίνονταν ουσιαστικά δουλοπάροικοι».
Έτσι βγήκε και η φράση «η πανούκλα των προστυχιών». Το 1616 ο βάιλος Λορέντζο Κονταρίνη είχε αναφέρει στη Σύγκλητο ότι «όλοι ανεξαιρέτως οι ισχυροί δεν ερυθριούν να ασκούν δημόσια τοκογλυφία, κυρίως εις βάρος των χωρικών». Ζητούσε έκτακτα μέτρα.
Η Βενετία, μην ξεχνάμε, είχε ανάγκη τον αγροτικό τομέα της Κέρκυρας.
Ο γενικός προβλεπτής «Inquisitor delle tre Isole di Levante», ο Andrea Corner είχε συντάξει - πάνω εικονίζονται γαίες βαρονίας Corner στο χωριό Μαγουλάδες το 1744, όπως τις επισήμανε σε μελέτη του ο Σπύρος Ασδραχάς -. κάποια διατάγματα σχετικά με την εξέγερση τις 6 Ιουνίου 1653, τα οποία η Βενετία ενέκρινε τις 8 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου και ενώ η επιδιωκόμενη «γαλήνη» δεν είχε ακόμη επιτευχθεί, παρόλο που οι Ευγενείς είχαν αξιώσει από εκείνον να πατάξει κάθε ίχνος αντίστασης. Ήταν και για εκείνον άδικη, μισητή και φοβερή η εξέγερση, που αναμφίβολα ήταν η σοβαρότερη ως τότε, λόγω μαζικής συμμετοχής.
Απλώς θεωρούσε ότι η μάστιγα του «προστυχιού» έπρεπε να κατοχυρωθεί και να υποστηρίζεται από συμβολαιογραφικές πράξεις, καταχωρημένες σε ειδικό βιβλίο και ανανεούμενες κάθε πενταετία, ενώ ήδη από το 1614 είχε ξεσκεπαστεί τερατώδης απάτη εις βάρος των χωρικών, με πλαστές συμβολαιογραφικές πράξεις που οδηγούσαν και σε φυλάκιση των αγροτών. Ημίμετρο ήταν και η απαγόρευση εκποίησης κτημάτων για την πληρωμή τέτοιων χρεών, όσο και η απαγόρευση κατάσχεσης των κρεβατιών των φτωχών ή των στοιχειωδών αγροτικών εργαλείων τους, χωρίς τα οποία ήταν αδύνατη, άλλωστε, η συνέχιση της παραγωγής στα εξαιρετικά εύφορα χωριά, όπως ήταν αυτά του Γύρου, καθώς και η καταβολή χρεών.
Η «εξισορρόπηση της κατάστασης», που με βάση τη βενετική πολιτική κατευνασμού των παθών επιδίωκε, κατέληξε σε μέτρα για την «αποκατάσταση της τάξης». Με διαταγή του απειλούσε με τα πιο σκληρά μέτρα όχι μόνον όσους καλλιεργητές δεν υπέβαλαν επισήμως τα παράπονά τους και στρέφονταν κατά των γαιοκτημόνων, αλλά και τους κληρικούς ή προεστούς και υπεύθυνους φρουρών των χωριών, σε περίπτωση που δεν κατέδιδαν εξεγερμένους ως εγκληματίες!
Η απάντηση της Συγκλήτου της Βενετίας στις αιτιάσεις της πρεσβείας των Ευγενών για τα γεγονότα που... τάραξαν τους αγαπητούς υπηκόους της, ήταν πως είχαν εφαρμοστεί παραδειγματικές τιμωρίες των βασικών ταραχοποιών, αλλά και στρατολόγηση κάποιων άλλων αντρών στον Στόλο της, ώστε να αποφευχθεί διαφυγή στα τουρκοκρατούμενα ελληνικά εδάφη και να απαλλαγεί το νησί από κάθε παρόμοια ταραχή. Είχε εξουσιοδοτήσει ανακριτή, έλεγε, για να αντιμετωπίσει με ιδιαίτερη σοβαρότητα την όλη κατάσταση.
Παρά ταύτα και παρόλο που οι Ευγενείς ήταν ενήμεροι για συγκεκριμένες βαριές ποινές και αποφάσεις που είχαν επιβληθεί και περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, επικήρυξη δύο θεωρούμενων ηγετών της εξέγερσης, ο Ανδρέας Μάρμορας στην «Ιστορία» του τον κατηγόρησε, υπονοώντας ότι με «άνωθεν εντολή» κάποια στιγμή αποσιώπησε και «έκλεισε» την όλη υπόθεση. Δεν μπορούσαν να ησυχάσουν, είχαν πάθει παροξυσμό, ήθελαν κεφαλές επί πίνακι!
Μαζί τους ταυτίστηκε και ο Βενετός βάιλος του νησιού. Παρουσίασε τα πράγματα τόσο έκδηλα με την εκδοχή των Ευγενών, ώστε τεκμηριωνόταν προσυνεννόηση. Έδωσε μάλιστα λαβή να έλθει στην επικαιρότητα ο συνήθης χρηματισμός των Βενετών τοπικών αξιωματούχων από Ευγενείς, προκειμένου να «κάνουν τα στραβά μάτια» στις οικονομικές και άλλες ατασθαλίες τους και την ασυδοσία τους. Μέχρι και αγάλματα τους έφτιαχναν οι Ευγενείς! Ό,τι κι αν έκαναν οι τελευταίοι, σχεδόν πάντα έμεναν ατιμώρητοι.
Πίστευαν ή δήλωναν ότι πιστεύουν, βλέπετε, πως είχαν να κάνουν ως άρχουσα τάξη με κατώτερα όντα, που «από τον νόμο και από τη φύση έχουν οριστεί να προσφέρουν τις οφειλόμενες υπηρεσίες και να σηκώνουν όλα τα βάρη»!
Αλλά η εξέγερση, αφού χαμένος είναι πάντα μόνον ο αγώνας που δεν δόθηκε, δεν πήγε χαμένη. Το 1661 είχαν ληφθεί κάποια μέτρα από τη Βενετία για την «εξομάλυνση» της κατάστασης και την «αποκατάσταση της σωστής λειτουργίας» του φεουδαλικού θεσμού, ενώ συνεχίζονταν η καταλήστευση μέσω τοκογλυφίας και οι ιδιοποιήσεις προϊόντων. Επίσης, το 1670, ο γενικός προβλεπτής Μπερνάρντο δήλωνε αντίθετος στην «πανούκλα των προστυχιών», για να ακολουθήσουν, το 1678, κάποια άλλα μέτρα παρόμοιας μορφής για την ομαλότερη λειτουργία του εκμεταλλευτικού συστήματος. Που δεν απέτρεψαν βέβαια την εκδήλωση νέας μεγάλης αγροτικής εξέγερσης έναν περίπου αιώνα μετά από εκείνη που εκδηλώθηκε 380 χρόνια από σήμερα. Συσσωρεύτηκε πείρα, ακόμη και οργανωτική. Η κοινωνική συνειδητοποίηση και η έκφραση πολιτικής θέσης ωρίμαζαν αργά και βασανιστικά. Το 1748 ξέσπασε νέα εξέγερση, ακόμη μεγαλύτερη. Καλά οργανωμένη.
Ούτε πέρασαν στη λήθη όσα έγιναν το 1652. Τον Μάρτιο του 1946, σε σειρά άρθρων του για τη συμβολή της αγροτιάς στη νεοελληνική ζωή στην εφημερίδα «Φωνή του Λαού» του ΕΑΜ Κέρκυρας, ο Νάσος Βλάσσης, στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας με δράση και στο πλαίσιο του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας από την περίοδο που το πρώτο ήταν περίπου εκτός νόμου, αναφερόταν μεταξύ άλλων στις αγροτικές εξεγέρσεις της Κέρκυρας και των Επτανήσων, συμπεριλαμβανομένης εκείνης του 1652, καθώς και στις άλλες στον ελληνικό χώρο, όπως η σύγχρονη του 1910 στο Κιλελέρ της Λάρισας, με ηγέτη τον Επτανήσιο δολοφονημένο ήρωα, αγωνιστή Μαρίνο Αντύπα. Μερικούς μήνες μετά τη δημοσίευση εκείνων των άρθρων ο Νάσος Βλάσσης αναδείχθηκε πρόεδρος της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Κέρκυρας.
Υποστήριζε ότι στον καιρό του, όπως συμβαίνει και σήμερα, η αγροτιά και η εργατιά έφερναν «στους ώμους τους το ασήκωτο βάρος της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας». Τη θέση των feudatari και baroni, των φεουδαρχών και βαρόνων, είχε πάρει η μεγαλοαστική βιομηχανική και εμπορική τάξη, μαζί με πολυεθνικά κεφάλαια. Είναι γνωστή άλλωστε και στα δικά μας χρόνια η καταλήστευση, κάθε τόσο, του μόχθου των Κερκυραίων ελαιοπαραγωγών, αφενός από πολύ μεγάλες ιταλικές βιομηχανικές και εμπορικές φίρμες, ακόμη και χαρακτηρισμένες ως όργανα της ιταλικής Μαφίας, που δρουν συνήθως συντονισμένα στο νησί συμπιέζοντας τις τιμές με βάση «συμφωνίες κυρίων» και, αφετέρου, από μεγάλες ελαιουργικές εμπορικές και βιομηχανικές εταιρείες ελληνικών και πολυεθνικών κεφαλαίων με έδρα την Ελλάδα, αλλά και ανάλογες εταιρείες κερκυραϊκών συμφερόντων. Το εμπόριο ελαίου και οι σχετικές διαμεσολαβητικές, χρηματοδοτικές και συναφείς εργασίες γύρω από αυτό αποτέλεσαν παραδοσιακά, εδώ και δύο και πλέον αιώνες, ως γνωστόν, σπουδαίες πηγές πλουτισμού και ανάδειξης της κερκυραϊκής αστικής τάξης, μετά τον τερματισμό της βενετικής κυριαρχίας.
Για την κοινωνική και πολιτική του δράση ο Βλάσσης, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην περιοχή της Λευκίμμης, διώχθηκε από το κράτος. Με διαβλητές κατηγορίες εκτελέστηκε το 1949, μαζί με άλλους δύο συναγωνιστές του. Ίσως είχε αντλήσει τις σύντομες αναφορές του σ' εκείνα τα άρθρα του για τις τοπικές αγροτικές εξεγέρσεις, από διηγήσεις και στοιχεία του συναγωνιστή του Νίκου Λευτεριώτη, εκτενής μελέτη του οποίου για τους ξεσηκωμούς των Κερκυραίων αγροτών, όπως προαναφέραμε, κάηκε μαζί με μέρος της πόλης από ναζιστικούς βομβαρδισμούς τον Σεπτέμβριο του 1943.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΑΡΟΥΝΙΑΤΗΣ