Τον Ιανουάριο του 1920, στο πλευρό της κερκυραϊκής σοσιαλιστικής οργάνωσης που το 1918 είχε αποτελέσει ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ) το οποίο το 1924 μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ), λειτουργούσε Σοσιαλιστική Νεολαία. Από τότε ή ενδεχομένως από λίγο νωρίτερα, από τα τέλη του 1919, χρονολογείται στο νησί μας η πρώτη οργάνωση Κερκυραίων νέων, υποστηρικτών μιας σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας.
Το νέο κόμμα δεν είχε ιδρύσει ακόμη, επισήμως, ενιαία πανελλαδική οργάνωση των νεαρών σε ηλικία υποστηρικτών του. Αυτό θα γινόταν λίγους μήνες αργότερα.
Η οργάνωση αυτή των Κερκυραίων νέων έφερε την ονομασία Σοσιαλιστική Νεολαία, σε αντιστοιχία με την ονομασία του νέου κόμματος και τη δράση ομώνυμης οργάνωσης που δρούσε στην Αθήνα ήδη από το 1916, με πρωταγωνιστές της ίδρυσής της, μάλιστα, συνδεδεμένους πολλαπλώς με την Κέρκυρα και άλλα νησιά του Ιονίου σοσιαλιστές - κομμουνιστές φοιτητές, όπως ο Δημοσθένης Λιγδόπουλος, ο Φραγκίσκος Τζουλάτης, ο Σπύρος Κομιώτης και οι αδελφοί Αντώνης και Νίκος Δούμας.
Την ύπαρξη της Σοσιαλιστικής Νεολαίας στην Κέρκυρα τον Ιανουάριο του 1920, έστω χωρίς διαδικαστικά ολοκληρωμένη τυπική συγκρότηση, βεβαιώνει δημοσίευμα της αθηναϊκής σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής εφημερίδας «Εργατικός Αγών» του ΣΕΚΕ σε φύλλο της με ημερομηνία 20 Ιανουαρίου 1920. Η «άρτι συσταθείσα» τοπική Σοσιαλιστική Νεολαία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε αυτό, είχε πρωτοστατήσει στο νησί στον πρώτο εορτασμό της ίδρυσης του νέου κόμματος, σε εκδήλωση που είχε γίνει στην πόλη της Κέρκυρας σε μη κατονομαζόμενη ημερομηνία είτε τα τέλη του 1919 είτε τις πρώτες ημέρες του 1920.
Επίσης, στην εισηγητική έκθεση του δεύτερου συνεδρίου του ΣΕΚΕ, που έγινε τον Απρίλιο του 1920, είναι καταγεγραμμένο ότι βρίσκονταν στη φάση της πλήρους συγκρότησής τους οργανώσεις νεολαίας του κόμματος στην Κέρκυρα και τη Χαλκίδα, ενώ είχε ολοκληρωθεί η συγκρότηση ανάλογων οργανώσεων στην Αθήνα, τον Βόλο, τη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα.
Μολονότι υπάρχουν στοιχεία που βεβαιώνουν ότι από πολύ νωρίτερα νέοι της Κέρκυρας -το πιο πάνω εικονιζόμενο έγγραφο είναι τμήμα σχετικής επιστολής του Κερκυραίου νεαρού σοσιαλιστή Δημήτρη Ζούλα περί το 1895 στον ιδρυτή του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου Σταύρο Καλλέργη στην Αθήνα και παραχωρήθηκε γι' αυτές τις γραμμές από το Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη- όντως πρωτοστατούσαν σε σοσιαλιστικές δράσεις στο νησί και στην Αθήνα, δεν προκύπτει, εξ όσων γνωρίζουμε, η σύσταση κάποιας άλλης νεολαιίστικης οργάνωσης σοσιαλιστών στο νησί σε προγενέστερο χρόνο.
Η Κέρκυρα, η ΟΣΕΝΕ και η ΟΚΝΕ
Εντός του 1920, σε έκτακτο εκλογικό συνέδριο του ΣΕΚΕ τον Σεπτέμβριο του έτους αυτού, αποφασίστηκε επίσημα να συσταθεί, με επικεφαλής ένα πρόσωπο που οι ενδεχόμενοι οικογενειακοί δεσμοί του με την Κέρκυρα και η πιθανή δράση του στο νησί εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο έρευνας, η Ομοσπονδία Σοσιαλιστικών Εργατικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΣΕΝΕ). Γραμματέας της ΟΣΕΝΕ, την οποία και εκπροσώπησε ως οργάνωση σε εμβρυακή ακόμα μορφή στο εν λόγω συνέδριο, εκλέχτηκε ο συνδεδεμένος στη σχετική ιστοριογραφία μόνο με τη Θεσσαλονίκη νεαρός δημοσιογράφος Ζακ Βεντούρας ή Βεντούρα. Αναζητούνται ανεπιτυχώς μέχρι τώρα στοιχεία που να λύνουν τον γρίφο αν το πρόσωπο Ζ. Βεντούρα ή Βετούρα ή Βεντούρας που το 1918 αναφέρεται μαζί με δύο ακόμη πρόσωπα του νησιού σε έγγραφα της Σοσιαλιστικής Ομάδας Κέρκυρας και σε προσωπική επιστολή για τη συμμετοχή της στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ είναι ο κατοπινός Γραμματέας της ΟΣΕΝΕ, όπως ήθελαν προφορικές μαρτυρίες «από στόμα σε στόμα» που έχουμε υπόψη μας από μεταπολεμικούς Κερκυραίους αγωνιστές. Ωστόσο παραμένει ζητούμενο η τεκμηρίωσή τους. Γεγονός είναι ότι η Σοσιαλιστική Νεολαία της Κέρκυρας συνδέθηκε με την ΟΣΕΝΕ. Όσο για τον εβραϊκής καταγωγής Ζακ Βεντούρα και την αγωνιστική του πορεία, την Κατοχή είχε τραγικό τέλος. Ηρωικό. Βρήκε τον θάνατο στα ναζιστικά κρεματόρια του Άουσβιτς - Μπιρκενάου.
Η ίδια οργάνωση των Κερκυραίων νέων συνδέθηκε ως μέλος, τέτοιες μέρες περίπου τρία σχεδόν χρόνια μετά την ίδρυσή της, με την Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ), που ιδρύθηκε πριν από 100 χρόνια από σήμερα, το 1922, ως μετεξέλιξη- μετονομασία της ΟΣΕΝΕ, σε συνέδριό της οργάνωσης στη Θεσσαλονίκη τις πρώτες μέρες του Δεκεμβρίου.
Η κερκυραϊκή Σοσιαλιστική Νεολαία τα τέλη του 1922, δηλαδή ακριβώς πριν από έναν αιώνα, στις συνθήκες μάλιστα που οι συνέπειες της τυχοδιωκτικής Μικρασιατικής εκστρατείας δυσκόλευαν ακόμη περισσότερο τη ζωή, όχι μόνον παρέμενε ενεργή, αλλά άλλαξε όνομα, ανταποκρινόμενη σε αλλαγές που αποφασίστηκαν από το τετράχρονο τότε νέο κόμμα κεντρικά. Έγινε Τμήμα της νεοσύστατης Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ). Μιας Οργάνωσης που επέζησε στην Κέρκυρα, ακόμη και στις πιο αντίξοες συνθήκες της δικτατορίας Μεταξά και της Κατοχής, επί 21 περίπου χρόνια. Ώσπου δηλαδή η ΟΚΝΕ, στις συνθήκες της Κατοχής, αυτοδιαλύθηκε για να ηγηθεί της ακόμα πιο ευρύτερων επιδιώξεων ΕΠΟΝ, της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων που ιδρύθηκε ως Νεολαία του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) στην Αθήνα, σε σπίτι του καταγόμενου από την Κεφαλονιά αγωνιστή - δάσκαλου Παναγή Δημητράτου, τις 23 Φεβρουαρίου 1943, ως ενιαία οργάνωση των μελών της ΟΚΝΕ, της Νεολαίας του ΕΑΜ όπου ήδη αυτά πρωταγωνιστούσαν και άλλων νεολαιίστικων οργανώσεων κομμάτων πέραν του ΚΚΕ που ένωναν τις δυνάμεις τους στο ΕΑΜ.
Από το ιδρυτικό συνέδριο της ΟΚΝΕ το 1922 εκλέχτηκε στην πενταμελή Κεντρική Επιτροπή της, μαζί με τον Ζακ Βεντούρα ως Γραμματέα της, ένας νεαρός που λίγους μήνες αργότερα, το 1923, ανέλαβε Γραμματέας της. Ήταν ο Κερκυραίος Σπύρος Θεοδώρου, δεύτερος χρονολογικά Γραμματέας της ΟΚΝΕ.
Εκείνο το συνέδριο, με τις αποφάσεις του οποίου συντάχθηκε η Σοσιαλιστική Νεολαία της Κέρκυρας που ωστόσο δεν εκπροσωπήθηκε σ' αυτό, με διακήρυξή του σημείωσε ότι σκοπός της ΟΚΝΕ ήταν η δράση στο πλαίσιο του προγράμματος και της πολιτικής του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), στον χώρο της ελληνικής νεολαίας, ώστε να την προσελκύσει στις τάξεις της και έτσι να συντείνει «εις την επικράτησιν του αγώνα που η εργατική τάξις διεξάγει εναντίον της κρατούσης τάξεως» για την απελευθέρωσή της «από τον εγχώριον και ξένον καπιταλιστικόν ζυγό».
Ο Σπύρος Θεοδώρου, που αργότερα βρέθηκε κρατούμενος της δικτατορίας Μεταξά στην Ακροναυπλία παρόλο που παρέμενε υποστηρικτής του ευρύτερου σοσιαλιστικού χώρου χωρίς ενεργό δράση, φέρεται να εργάστηκε μερικά χρόνια μετά στη Γαλλία, καθώς απολύθηκε με τον όρο να εγκαταλείψει τη χώρα. Είναι συγκεχυμένες και αντιφατικές οι πληροφορίες για τη μετέπειτα ζωή του, αν και μάλλον συνεργάστηκε με την ελληνική διπλωματική αποστολή στη Γαλλία, όπου και πέθανε, άγνωστο πότε ακριβώς.
Ο Γιώργος Πρίφτης
Δεν είχε καλύτερο τέλος, θα μπορούσε να πει κανείς, ο -πάνω εικονιζόμενος την περίοδο μάλλον της Κατοχής- πρώτος, το 1923, Γραμματέας του κερκυραϊκού Τμήματος της ΟΚΝΕ.
Γιώργος Πρίφτης λεγόταν, ήταν μεγαλύτερος αδελφός του γνωστού με το ψευδώνυνο Άγις Στίνας επίσης αγωνιστή εκείνης της εποχής Σπύρου Πρίφτη και είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στο κερκυραϊκό χωριό Σπαρτίλας. Μολονότι αργότερα τάχθηκε με το λεγόμενο αρχειομαρξιστικό και το τροτσκιστικό ρεύμα της προπολεμικής περιόδου και οι διώξεις που είχε αντιμετωπίσει κλόνισαν σοβαρά την υγεία του, η αγωνιστικότητά του δεν κάμφθηκε.
Τα βασανιστήρια που υπέστη στην Κέρκυρα και αλλού από κρατικές δυνάμεις για τη δράση του υπέρ των σοσιαλιστικών - κομμουνιστικών ιδεών, όπως διέσωσαν τις διώξεις αυτές συγχωριανοί του, όχι μόνον ήταν δραματικά, μα και είχαν τραγική επίπτωση.
Ο Γιώργος Πρίφτης, που είχε εξοριστεί κιόλας από τη δικτατορία Πάγκαλου στην Ανάφη, το 1943, μετά την κατάληψη της Κέρκυρας από τους Γερμανούς, στο χωριό Σπαρτίλας κατέβασε τη ναζιστική σημαία από τον τοπικό στρατιωτικό - αστυνομικό σταθμό. Την πάτησε με λύσσα, όπως είχε χαρακτηριστικά αναφέρει ο αδελφός του Άγις Στίνας. Φυλακίστηκε από τους Γερμανούς που τον έκλεισαν στο Ψυχιατρείο της πόλης, όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της Κατοχής.
Πέθανε πολύ αργότερα, το 1964 μάλλον, στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας, όπου εξουθενωμένος είχε μεταφερθεί πάλι το 1948, ενώ ήταν οικογενειάρχης με δύο παιδιά.
«Είναι αλήθεια η υποστολή της ναζιστικής σημαίας από εκείνον» αναφέρει γι' αυτές τις γραμμές ο συγχωριανός του Σπύρος Πρίφτης, προσθέτοντας: «Είναι αδιανόητο σήμερα το πόσο ξύλο είχε φάει, πόσο υπέφερε διωκόμενος».
Είχε συμβάλει με κάθε τρόπο κι ο Γιώργος Πρίφτης, έστω για ένα όχι μεγάλο χρονικό διάστημα, μαζί με άλλους πρωτοπόρους νέους της εποχής του, να ριζώσει για τα καλά το δέντρο της ΟΚΝΕ στην προπολεμική Κέρκυρα.
Από τις τάξεις της κερκυραϊκής ΟΚΝΕ ξεπήδησαν εκείνα τα προπολεμικά χρόνια σπουδαίοι κοινωνικοί και πολιτικοί αγωνιστές. Πάνω τους, παρόλο που φυσικά κάποιοι από αυτούς ελύγισαν, «έσπασαν τα μούτρα τους», θα 'λεγε κανείς, οι φρικτοί τοποτηρητές της δικτατορίας Μεταξά και του διαβόητου υπουργού του Δημόσιας Τάξης Μανιαδάκη.
Αλύγιστος έμεινε, όσες φυλακίσεις και εξορίες κι αν αντιμετώπισε, ο -εικονιζόμενος πιο πάνω σε ηλικία άνω των 35 ετών- επί χρόνια το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920 και τις αρχές της δεκαετίας του 1930 καθοδηγητής της ΟΚΝΕ στην περιοχή της Λευκίμμης ναυτεργάτης Οδυσσέας Κοτινάς, που τον Μάιο 1943 «έπεσε» από βόλια Ιταλών διωκτών του σε μια καλύβα και το όνομά του δεσπόζει στο μνημείο των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης στην περιοχή.
Νέοι και νέες κάθε ηλικίας, ακόμη και από τα δεκαπέντε τους χρόνια, είχαν ταχθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με την ΟΚΝΕ και το αγωνιστικό της σάλπισμα, τόσο στην πόλη όσο και στην ύπαιθρο.
Ο αγωνιστής Γιώργος Σκλαβούνος, μαχητής του ΕΛΑΣ στη διάρκεια της Κατοχής και στην Ήπειρο, όπως προκύπτει από σημειώσεις που άφησε στην οικογένειά του συνδέθηκε με την ΟΚΝΕ στην περιοχή της Μέσης, στο νησί, σε ηλικία 14-15 ετών, όπως έμελλε να γίνει την περίοδο της Κατοχής και λίγο μετά με αμέτρητους νέους και νέες του νησιού ηλικίας 14-18 ετών που έφεραν την ονομασία «Αετόπουλα» και συνδέονταν με την ΕΠΟΝ της Κέρκυρας, τη Νεολαία του ΕΑΜ Κέρκυρας, διάδοχο σχήμα της ΟΚΝΕ Κέρκυρας.
Σώθηκαν στοιχεία αδιάψευστων μαρτυριών για τη δράση μελών και υποστηρικτών της ΟΚΝΕ στο νησί στη διάρκεια της ζοφερής δικτατορίας Μεταξά, όπως προκύπτουν από «διαρροή» στοιχείων ανακρίσεων νεαρών αγωνιστών εκ μέρους τοποτηρητών της δικτατορίας στον κερκυραϊκό Τύπο, στην προσπάθειά τους να πείσουν ότι «εξαρθρώθηκε» η δράση των ενάντιων στον ζυγό της κομμουνιστών και άλλων δημοκρατών.
Δημοσιεύματα τοπικών εφημερίδων βεβαιώνουν ότι το 1938 και το 1939 στο χωριό Ριγγλάδες της Λευκίμμης ακόμα πάσχιζαν να βάλουν μυαλό στην... «παρασυρθείσα από τους ιεραποστόλους της Μόσχας νεολαία» με επίσκεψη του υπουργού Οικονομίας της δικτατορίας. Από ανακριτικό υλικό του έτους 1938 προκύπτει ότι στην πόλη λειτουργούσε Αχτιδική Επιτροπή του ΚΚΕ και υπεύθυνος για τη Νεολαία της τοπικής Κομματικής Οργάνωσης του ΚΚΕ, Γραμματέας της οποίας ήταν ο Αλκιβιάδης Τεμπονέρας, ήταν ο Γιάννης Γρηγορόπουλος. Μολονότι ήταν δυσχερής η λειτουργία κομματικών πυρήνων, είχε διαπιστωθεί ότι «κατηρτίσθησαν κομμουνιστικοί πυρήνες της νεολαίας» στο πλαίσιο «της αντιδικτατορικής κινήσεως». Υπεύθυνός τους ήταν ο «νεολαίος Μεταλληνός Σπυρίδων, υπάλληλος καφενείου». Δύο φορές στο χωριό Άγιοι Δέκα έγιναν συγκεντρώσεις «με πέντε ως έξι παιδιά κατά νυκτερινάς ώρας δια την αντιφασιστικήν κίνησιν». Άλλη ανάλογη συγκέντρωση είχε γίνει στο χωριό Άγιος Ματθαίος.
Νεαροί Κερκυραίοι κρατούσαν ψηλά τη σημαία της ΟΚΝΕ σε φοβερά δύσκολες συνθήκες.
Ήταν την περίοδο κατά την οποία στις φυλακές της Κέρκυρας στέναζαν σπουδαίοι αγωνιστές από κάθε σχεδόν περιοχή της χώρας που υπήρξαν μέλη της ΟΚΝΕ στα νιάτα τους, όπως ο τότε ηγέτης του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης και ο ηγέτης του ΕΛΑΣ τα χρόνια της Κατοχής Άρης Βελουχιώτης.
Εκεί, στο φτιαγμένο το 1836 αγγλικό μπουντρούμι, βρισκόταν το 1938 και ένα πρόσωπο ηλικίας 32 ή 30 ετών που ήταν ο ηγέτης της πανελλήνιας ΟΚΝΕ, έφερε επώνυμο διαδεδομένο στην Κέρκυρα και αρκετοί νόμιζαν πως έχει κερκυραϊκή καταγωγή και προέρχεται από κερκυραϊκή οικογένεια που πολύ νωρίτερα είχε φύγει από το νησί σε αναζήτηση αγροτικής εργασίας, όπως συνηθιζόταν τότε, στις περιοχές της Αττικοβοιωτίας και γειτονικών πελοποννησιακών νομών, ενώ είχε γεννηθεί στα Μέθανα της Τροιζηνίας. Ορισμένοι τρεις δεκαετίες περίπου αργότερα, γύρω στο 1965, τον συνδύαζαν αβάσιμα με τον τάφο προσώπου με το όνομα Χρήστος Μαλτέζος που έβλεπαν σε τάφο στο νεκροταφείο του προαστίου της Γαρίτσας. Είχε γίνει δικαιολογημένα θρύλος, βλέπετε, το απλώς όμοιο όνομα του ηρωικού Γραμματέα της ΟΚΝΕ Χρήστου Μαλτέζου, που άφησε τη στερνή πνοή του στις φυλακές της Κέρκυρας σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή σαν σήμερα πριν από 84 χρόνια, δηλαδή τις 22 Νοεμβρίου 1938, αν και σε ένα έγγραφο αναφέρεται ως ημέρα θανάτου η 23η Νοεμβρίου 1938, ενώ ακόμη και σήμερα, 84 χρόνια μετά, οι απόγονοί του συνεχίζουν να αναζητούν πού να βρίσκεται ο τάφος του!
Σώθηκε στον κεντρικό Δήμο της Κέρκυρας σε δυσανάγνωστη μορφή ληξιαρχική πράξη θανάτου του Χρήστου Μαλτέζου και αντίγραφό της -βλέπε εικόνα πιο πάνω- έφερε στη δημοσιότητα η αθηναϊκή εφημερίδα «Ριζοσπάστης» τις 2 Δεκεμβρίου 2001. Ο ηγέτης της ΟΚΝΕ, που το όνομά του έχει δοθεί σε δρόμο στην πόλη - γενέτειρά του, δηλαδή στα Μέθανα, σύμφωνα με την αναφερόμενη στην πράξη θανάτου κατάπτυστη και δυσδιάκριτη δήλωση του Μεταξικού ιατρού των φυλακών Σπύρου Σύφαντου ξεψύχησε δήθεν από «ασιτία». Αν και σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες μαρτυρίες έφυγε από τη ζωή τις 22 Νοεμβρίου 1938, στο σχετικό έγγραφο αναφέρεται, όπως προκύπτει από νεότερη έρευνα, ότι ο θάνατός του διαπιστώθηκε τις έξι το πρωί της 23ης Νοεμβρίου 1938. Αποδόθηκε ασεβώς, όπως προαναφέρθηκε, σε «ασιτία». Ακόμη χειρότερα βέβαια, πολύ αργότερα και κάτω από το βάρος της συνεχιζόμενης κατακραυγής οι αρχές κρατικής Ασφαλείας το 1949 είχαν ανακοινώσει, για να μην τιμωρηθεί ποτέ κανείς για το στυγερό έγκλημα, πως ο Χρήστος Μαλτέζος τάχα «διέφυγε των χεριών των φυλάκων και ερρίφθη από το παράθυρον του διαδρόμου εις το κενόν, αυτοκτονήσας»!
Κερκυραίοι κομμουνιστές, κατόπιν έρευνας που είχε εισηγηθεί και φέρει εις πέρας μαζί με συντρόφους του, αν δεν κάνουμε λάθος, ο παλαιός δημοτικός σύμβουλος Στέφανος Ριζικάρης, είχαν εντοπίσει και στείλει στην εφημερίδα αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης θανάτου, σημεία της οποίας ήταν δυσανάγνωστα. Όπως πληροφορούσαν, ο προερχόμενος από το χωριό Βαρυπατάδες φανατικός βασιλόφρονας ιατρός, που την υπέγραφε, το ίδιο εκείνο έτος, συγκεκριμένα μάλιστα την 25η Μαρτίου 1938, είχε πάρει μέρος σε παρέλαση στο κέντρο της πόλης μαζί με άλλους 45-50 μελανοχίτωνες βασιλόφρονες υποστηρικτές της μεταξικής δικτατορίας που η οργανωμένη δράση τους ήταν τόσο εξόφθαλμα παρακρατική και προκλητική για τον λαό ώστε η ίδια η δικτατορία Μεταξά είχε ζητήσει να τερματιστεί. Σήμερα, στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης νέας έρευνας, εντοπίστηκε σε αρμόδια δημοτική υπηρεσία και τέθηκε στη διάθεση της οικογένειας του Χρήστου Μαλτέζου η ακριβής ληξιαρχική πράξη θανάτου. Λανθασμένα αναφέρεται σε αυτήν ότι είχε γεννηθεί στη Μεθώνη αντί για τα Μέθανα, περιγράφεται επαγγελματικά ως δημοσιογράφος και ο θάνατός του προσδιορίζεται ότι επήλθε, προφανώς με βάση την ιατρική επιβεβαίωσή του, την 6η πρωινή ώρα της 23ης Νοεμβρίου 1938.
Οι Κερκυραίοι κομμουνιστές έψαχναν χρόνια για να βρουν οποιοδήποτε στοιχείο για τον Χρήστο Μαλτέζο, για να τον τιμήσουν ακόμη πιο καλά.
Συνεχίζουν.
Τον Αύγουστο του 1979, σε διήμερο Φεστιβάλ της τοπικής Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας (ΚΝΕ) και της εφημερίδας της «Οδηγητής» στην πόλη του νησιού με συμμετοχή άνω των 4.000 λαού και νεολαίας -βλέπε πάνω τμήμα δημοσιεύματος του «Ριζοσπάστη»- είχαν παρουσιάσει επιπρόσθετα των γνωστών στοιχεία για Κερκυραίους βασανιστές και του ίδιου του Μαλτέζου στις απαίσιες φυλακές της πόλης, αξιοποιώντας, μεταξύ άλλων, στοιχεία που είχε συλλέξει ο λογοτέχνης Ζήσης Σκάρος.
Είναι γνωστά πια αρκετά στοιχεία και για εκείνη την πλευρά του θέματος.
Πώς θανατώθηκε ο Μαλτέζος
Το πώς όμως επέθανε ο -πιο πάνω εικονιζόμενος- Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής της ΟΚΝΕ το απέδωσε, αξιοποιώντας όλες τις μαρτυρίες συναγωνιστών του στις φυλακές που αμέσως διαδόθηκαν και όλα τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, καλύτερα ίσως από κάθε άλλο δημοσίευμα ή μαρτυρία ένα του περιοδικού «Νέος Κόσμος» του ΚΚΕ, σε τεύχος του που είχε εκδοθεί στο Βουκουρέστι το 1967, ενώ το ΚΚΕ ήταν προ πολλού εκτός νόμου, υπογεγραμμένο από τον συγκρατούμενο του Μαλτέζου αγωνιστή Κώστα Μπόση.
Συγκλονίζει το δημοσίευμα για το φρικτό έγκλημα που διαπράχθηκε στις φυλακές του νησιού μας τις 22 Νοεμβρίου 1938 από ανθρωποειδή της δικτατορίας Μεταξά:
«ΑΚΤΙΝΑ Θ΄, ακτίνα της σιωπής. Το κάθε κελί ― δυο δρασκελιές και κάτι μάκρος, μια και λιγάκι πλάτος. Τα παραθυράκια κατά το διάδρομο είναι κλειστά με σανίδι έτσι που να μην μπορείς ν’ αλλάξεις μια φιλική ματιά, ένα ζεστό χαμόγελο, ένα νόημα με κάποιο σύντροφο που θα τύχει να περάσει. Πρέπει να πιστέψεις πως έχεις κόψει κάθε δεσμό με τον κόσμο πως εδώ είναι ο τάφος σου πως είσαι ξεγραμμένος πια.
Αλλιώς ο Μανιαδάκης δεν έχει πολλές ελπίδες να λυγίσεις. Κάτω τσιμέντο, πάνω θόλος, ίσως από τσιμέντο κι αυτός, και ψηλά στον τοίχο ένας στενός φεγγίτης. Από κει για μια μονάχα στιγμούλα σε χαιρετάει ο ήλιος όταν δεν τον σκεπάζουν τα σύννεφα. Τη μέρα έχεις συντροφιά τις μύγες, τη νύχτα τους κοριούς κι όλο το εικοσιτετράωρο ― μέρες, μήνες κάμποσοι και χρόνια ― τους λογισμούς σου, που αν τύχει και πάρουν άσχημο δρόμο «πεθαίνεις». Όταν το προσωπικό «αργεί», όταν δηλαδή δεν εφαρμόζει τον «Τρίτον Ελληνικό Πολιτισμό», δεν ακούγεται τίποτα απολύτως. Οι φύλακες περπατούν σιγά με λαστιχένια παπούτσια, σχεδόν σέρνονται σαν τα φίδια και τεντώνουν σα σπιούνοι τ’ αφτί, ν’ αρπάξουν κανένα χτύπο, μήνυμα από τοίχο σε τοίχο ― για να βασανίσουν, και πάνω από το συνηθισμένο πρόγραμμα, τους κρατούμενους. Σ’ αυτή την Ακτίνα, σ’ ένα τέτιο κελί, έκανε ο Χρήστος Μαλτέζος το φθινόπωρο του 1938 τον τελευταίο γύρο της ζωής του, δίνοντας τη μάχη της υπέρτατης θυσίας.
Πέρασαν κάμποσες πόρτες σιδερένιες κι άνοιξαν το κελί. Τον έριξαν μέσα με μια βάναυση σπρωξιά, κι ο Βασιλάτος διάταξε:
―Δε θα καθήσεις καταγής… Αυτό είναι το πρώτο «σωφρονιστικό» μέτρο και αν το παραβείς, θα το μετανιώσεις.
Ακούμπησε τις πλάτες στον τοίχο και παιδεύεται να κρατηθεί ορθός. Στα κρατητήρια της Αθήνας μήνες τον είχαν βασανίσει απάνθρωπα. Στο καράβι, σ’ όλη τη διαδρομή απ’ τον Πειραιά ως την Κέρκυρα, δεν τον έλυσαν καθόλου. Η τσακισμένη κι από νωρίτερα υγεία του απόγινε. Τρέμανε τα πόδια. Δεν μπορεί να σταθεί. Κλείνουν τα μάτια. Τ’ ανοίγει με κόπο και πάλι κλείνουν. Πάλαιψε κάμποσο κι ύστερα, έτσι όπως ήταν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, χωρίς καθόλου να το καταλάβει, έκατσε σιγά απαλά στη γωνιά, έγειρε το κεφάλι στον ώμο κι αποκοιμήθηκε.
Πόσο βάσταξε ο ύπνος; Ένα λεφτό; Μια ώρα; Περισσότερο; Λιγότερο; Ποιος ξέρει; Άνοιξε η πόρτα αθόρυβα, για να μην ξυπνήσει παράωρα κι έριξαν καταγής με πάταγο έναν τενεκέ νερό. Τινάχτηκε απότομα, έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί έπεσε και, τέλος, με κόπο κατάφερε να σταθεί ξανά στα πόδια του.
Το βράδυ έριξαν κι έναν τενεκέ ακόμα για να μη στεγνώσει το τσιμέντο.
Κυλούν οι ώρες αργά, βασανιστικά, λες κι η κάθε μια είναι ολόκληρος αιώνας. Μα κι αν ήταν δυνατό να δόσεις μια σπρωξιά να γίνει πιο γρήγορα της γης το σβούρισμα, καμιά ελπίδα δεν έχεις. Πάλι νερό θα ρίξουν κάτω. Πονάει, τρέμει το κορμί και πιο πολύ νυστάζει. Πότε πότε, μες την ήσυχη θερμή νύχτα, ακούγεται, σαν από μακρυά, απ’ τη μια σκοπιά στην άλλη: «Φύλακες! Γρηγορείτε!». Φυλάνε άγρυπνα μη δραπετεύσουν οι «εγκληματίες», μην πάνε έξω στο λαό, μην παλαίψουν και λείψουν η φτώχια, τα μίση, οι πόλεμοι, και ρθει πιο γρήγορα στη γης η αγάπη, η ευτυχία, η ειρήνη. Άντεξε ως τα μεσάνυχτα περίπου.
Ξύπνησε το πρωί κοκκαλωμένος, παγωμένος. Η μια πάντα, απ’ τα γόνατα ως τον ώμο, είναι ολότελα πιασμένη. Σηκώνεται με κόπο και ζυγώνει στο φεγγίτη. Ψηλά και πλάγια φαίνεται μια στενή λωρίδα ουρανού. Απ’ το Μάη, που τον έπιασαν, δεν είχε δει μια στιγμούλα το γαλάζιο χρώμα του ουρανού. Απ’ το μπουντρούμι της Ασφάλειας, τη νύχτα, στο αμπάρι του καραβιού, κι από κει, πριν ακόμα φέξει, στην Ακτίνα Θ΄. Κοιτάζει με λαχτάρα και συλλογιέται.
Όξω είναι απαλή γλυκιά φθινοπωρινή μέρα. Η θάλασσα, ήσυχη, γαλανή και αμέριμνη, κοιμάται.
Από δω το νησί ― πλαγιές, ράχες, διάσελα, γούπατα και λόφοι με λεμονιές πορτοκαλιές, λουλούδια και ελιές ανεβαίνουν ομαλά, αμφιθεατρικά ― κι αντίκρυ τα βουνά της Ηπείρου, γυμνά, ακανόνιστα, άγρια, περήφανα, αποτραβιούνται κατά το βάθος το ένα πίσω απ’ τις πλάτες του αλλουνού και σβήνουν στην καταχνιά του ορίζοντα.
Κοιτάζει με λαχτάρα τη γαλάζια λωρίδα του ουρανού και συλλογιέται νοσταλγικά: Πόσο όμορφη θα είναι αύριο η ζωή!
Κάπου, πίσω απ’ τους τοίχους της φυλακής, ακούστηκε μια χαρούμενη παιδική φωνή. Σκίρτησε η καρδιά του και πέταξε ο νους του μακριά στην μικρή πατρίδα του, στα παιδικά του χρόνια. Κι από κει, για να περνάει η ώρα και για να ξεχνάει, για να έχει συντροφιά στη μοναξιά, παίρνει τον τραχύ δρόμο της σύντομης ζωής του.
Και τώρα; στέκει εκεί κάτω απ’ το φεγγίτη, σ’ ένα κελί της Ακτίνας Θ΄, κοιτάζει τη στενή λωρίδα του γαλάζιου ουρανού, συλλογιέται το δρόμο της ζωής του και ― όπως είπε κάποιος ― αν ήταν ν’ αρχίσει απ’ την αρχή, πάλι τον ίδιο δρόμο θα έπαιρνε.
ΑΝΟΙΞΕ η πόρτα του κελιού και μπήκε ο Βασιλάτος.
― Πώς κοιμηθήκατε κ. Μαλτέζο; ― ρώτηξε ειρωνικά.
Ο Μαλτέζος δεν απάντησε κι εκείνος συνέχισε: ― Αυτά ήταν αψιμαχίες. Γρήγορα θ’ αρχίσουν και οι μεγάλες μάχες. Από δω ― βάλτο καλά στο μυαλό σου ― βγαίνουν μόνο «ανανήψαντες» ή πεθαμένοι. Ζωντανός… ούτε ένας. Εσύ, όπως είσαι σαν τον Άγιο Αντώνιο τον Ασκητή, δεν πρόκειται να βαστάξεις πολλές μέρες και μια δουλιά που είναι να γίνει αύριο, κάντην μια ώρα αρχίτερα. Γιατί να παιδεύεσαι άδικα;
Και, απλώνοντας ένα χαρτί, συμπλήρωσε: ― Βάλε μια υπογραφή κι άντε στο καλό σου.
Μ’ ένα τόνο απλό, σεμνό, και σταθερό ― τέτιος ήταν ο χαρακτήρας του τέτια ήταν κι όλη η ζωή του ― απάντησε:
― Άδικα παιδεύεστε.
Τον έδειραν με συρματένιο βούρδουλα, κι απάνω στις ματωμένες ανοιχτές πληγές έριξαν καυτό τσιγαρισμένο λάδι. Σπαρτάρησε το κορμί απ’ τους σπασμούς, όμως δεν έβγαλε ούτε ένα «αχ!». Σε συνέχεια, τον άφησαν πέντε μέρες ήσυχο. Περισσότερο δεν έκανε, μπορούσε να δυναμώσει και ν’ αντέξει στα βασανιστήρια, ούτε και λιγότερο, γιατί μπορούσε να πεθάνει. Μια τέτια λύση δεν την ήθελαν, θα μάθαιναν έξω και θα τους εμπόδιζε να κάνουν τα ίδια και στους άλλους.
Την έκτη μέρα μπήκε στο κελί όλη η κουστωδία. Επαναλήφθηκε η ίδια ιστορία, πήραν ξανά την ίδια απλή, σεμνή και σταθερή απάντηση: ― Μη χάνετε τα λόγια σας. Σας είπα: Άδικα παιδεύεστε.
Τον βασάνισαν πάλι και, στο τέλος, όπως τον είχαν ξαπλωμένο, ο ένας πάτησε το δεξί πόδι του Μαλτέζου πάνω στο τσιμέντο, ο άλλος σήκωσε το αριστερό, όσο μπορούσε πιο ψηλά. Έβαλαν ένα πέταλο στη φτέρνα. Ο Βασιλάτος, μ’ ένα σαδιστικό χαμόγελο στα χείλη, σάλιωσε το καρφί για να προχωρήσει τάχατες ευκολότερα, κι ο Διονυσάτος το χτυπούσε αργά μ’ ένα σφυρί να μπει στο κρέας. Μα δεν το πέτυχαν. Λιποθύμησε. Αυτοί πήγαιναν να πεταλώσουν ζωντανό άνθρωπο, να υποφέρει, να στριφογυρίζει απ’ τους πόνους, να βογγάει, να ουρλιάζει κι όχι έναν αναίσθητο. Κι ούτε τους σύφερνε να παρατραβήξουν το σχοινί, γιατί ήθελαν δηλωσία κι όχι πεθαμένο.
Πότε συνήρθε; Κείνη τη μέρα; Την άλλη; Ήταν λερωμένος από νερά, ιδρώτα κι αίματα παντού. Σιγά – σιγά τα γεγονότα γύρισαν στη μνήμη του. Έκατσε και σκέφτηκε ώρα πολλή. Ζύγισε τα πράγματα απ’ όλες τις πάντες. Έβαλε απ’ τη μια τα «υπέρ», απ’ την άλλη τα «κατά», και πήρε την απόφαση.
Το μεσημέρι του πήγαν το φαΐ. Το άφησαν κοντά στην πόρτα, κλείδωσαν κι έφυγαν. Ήταν φασολάδα. Άχνιζε και μύριζε όμορφα. Σύρθηκε ένα βήμα πιο κοντά, άπλωσε το χέρι… κι ύστερα αποτραβήχτηκε ξανά στη γωνιά. Το βράδυ του πήγαν πάλι φαγητό. Ρέγγα με αγριόχορτα. Ο φύλακας, σαν είδε το μεσημεριανό άθιχτο, ρώτησε:
― Γιατί δεν το έφαγες; Μήπως θέλεις κανένα ορεχτικό;
― Θα κάνω απεργία πείνας.
― Μήπως σου πέρασε από το νου πως έτσι θα σταματήσει ο χορός;
― Μπα! πού τέτια ευγένεια… Εσείς με τα βασανιστήρια πάτε ν’ αποσπάσετε δηλώσεις και να ρίξετε έτσι το κύρος του Κόμματος… Κάποιος από μας πρέπει να σταματήσει αυτή τη μηχανή…
― Θα ψοφήσεις!
―Δεν πειράζει… Τσάμπα δε θα πάω… Θα ρθει ένας καιρός…
Στις 22 του Νοέμβρη 1938, όταν το Κόμμα έκλεινε τα 20 χρόνια του, πέθανε ο Μαλτέζος».
Συγκρατούμενός του στην ίδια φοβερή και τρομερή ακτίνα Θ' των φυλακών, ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, αναφερόμενος στη στάση του Μαλτέζου και σε παράλληλη αντίθετη στάση συναγωνιστή τους, έγραψε:
«Στις 22 Νοέμβρη 1938, εδώ στην Κέρκυρα, ένας ήρωας, ο Χρ. Μαλτέζος πέθανε. Και ένας προδότης, ο Μανω(...) έκανε δήλωση. Συμβολική σύμπτωση. Αναδείχνοντας τέτοιους ήρωες και ξεκαθαρίζοντας τέτοιους προδότες, το ΚΚΕ στέρεα, ακλόνητα, αποφασιστικά, βαδίζει προς τη νίκη, παρ' όλες τις δυσκολίες, τις θυσίες και τις προδοσίες».
Νέα στοιχεία στο φως
Η εγγονή του ήρωα Χριστίνα Μαλτέζου - Κούρτα, που πήρε το όνομά του, σε συζήτησή μας μοιάζει να στέλνει μέσα από αυτές τις γραμμές χαιρετισμούς στους Κερκυραίους και τις Κερκυραίες που σε εκδηλώσεις τους -πάνω εικόνα αναφορών στον Χρήστο Μαλτέζο σε ταμπλό φεστιβαλικής εκδήλωσης και σε ατζέντα της κερκυραϊκής Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας τις χρονιές 2015 και 2016- θυμούνται να τιμούν τον παππού της ή και προσπαθούν να συμβάλλουν μαζί με τα μέλη της οικογένειάς του στην ανεύρεση πρόσθετων στοιχείων για τον ίδιο.
Κάθε χρόνο εδώ και χρόνια, τέτοιες μέρες περίπου, στην αθηναϊκή εφημερίδα «Ριζοσπάστης» δημοσιεύεται μια οικονομική προσφορά -που το ύψος της ποικίλλει κάθε φορά- με λόγια σαν αυτά που έχουμε υπόψη μας ότι περιλάμβανε προσφορά δημοσιευμένη στην εφημερίδα στο φύλλο της με ημερομηνία 21 Νοεμβρίου 2020:
«Στη μνήμη του συντρόφου ΜΑΛΤΕΖΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ, Γραμματέα της ΟΚΝΕ, που δολοφονήθηκε στα κελιά των φυλακών της Κέρκυρας, από το φασιστικό καθεστώς Μεταξά - Μανιαδάκη στις 22 Νοέμβρη 1938, υπερασπιζόμενος μέχρι το τέλος τις ιδέες και τα ιδανικά του σοσιαλισμού μέσα από τις γραμμές του ηρωικού ΚΚΕ, προσφέρουμε για την Οικονομική Εξόρμηση στην ΚΟ Άνω Λιοσίων 300 ευρώ.
Η κόρη του Μαρία Μαλτέζου και τα εγγόνια του Χριστίνα και Αργύρης».
Η Χριστίνα Μαλτέζου - Κούρτα και οι συγγενείς της αναζητούν βέβαια και το σημείο ταφής του παππού της πιθανώς στην Κέρκυρα, καθώς και άλλα συναφή στοιχεία.
Τον κήδεψαν οι δολοφόνοι του στην Κέρκυρα;
Ετάφη εδώ;
Πού και υπό ποιες συνθήκες;
Ήδη αναζητούνται από Κερκυραίους σχετικά στοιχεία από τοπικές δημοτικές ή και εκκλησιαστικές υπηρεσίες, καθώς και από τοπικά Αρχεία όπου σώζονται και στοιχεία για πρόσωπα τα οποία μάλλον σχετίζονται με προγόνους της οικογένειας του Χρήστου Μαλτέζου, σε συνδυασμό με ανάλογη έρευνα που έχει ξεκινήσει σε αντίστοιχες πηγές στα Μέθανα του Δήμου Τροιζηνίας - Μεθάνων της Περιφέρειας Αττικής.
Μια πρωτοετής φοιτήτρια στη Νομική Σχολή στην Αθήνα, με κερκυραϊκή καταγωγή, παράλληλα ξεκίνησε έρευνα για εντοπισμό στοιχείων σχετικά με τη φοίτηση του Χρήστου Μαλτέζου στην εν λόγω Σχολή. Είχε φοιτήσει στη Νομική της Αθήνας.
Μένουν αρκετά πράγματα να γίνουν γνωστά για εκείνον και στην Κέρκυρα και στην Αττική, όπου, για την ακρίβεια στα Νέα Λιόσια, ζει και η μονάκριβη κόρη του Μαρία Μαλτέζου.
Στα Μέθανα εντοπίστηκε χθες, για πρώτη φορά, επίσημο έγγραφο ληξιαρχικού χαρακτήρα για τον Χρήστο Μαλτέζο. Φέρεται να γεννήθηκε εκεί το 1906, αντί το 1908 που είναι ευρέως γνωστό. Ως χρονολογία θανάτου του έχει καταχωρηθεί, προφανώς λόγω ελλιπούς πληροφόρησης για τον θάνατό του στις συνθήκες της μεταξικής δικτατορίας, το έτος 1936. Ορισμένα αναφερόμενα στο έγγραφο ονόματα συγγενών του πρώτου βαθμού δεν αφήνουν αμφιβολία, προς το παρόν τουλάχιστον, ότι πρόκειται για τον ήρωα της ΟΚΝΕ. Είχε τέσσερα αδέλφια, που ονομάζονταν Κατερίνα, Αλεξάνδρα, Αρχόντω και Γιώργος. Ο πατέρας τους ονομαζόταν Ευάγγελος και η μητέρα τους Ελένη.
Ο Οδυσσέας Κοτινάς, ο Χρήστος Μαλτέζος και ο Γιώργος Πρίφτης, ο καθένας με τους δικούς του αγώνες και τον δικό του ηρωισμό, που είχαν αφετηρία εκκίνησης την ΟΚΝΕ και το ΚΚΕ, έθεσαν εδώ και οκτώ περίπου δεκαετίες, μπορεί να πει κανείς πια, πολύ ψηλά τον πήχυ για την κερκυραϊκή - και όχι μόνον - νεολαία.
Έμεινε παράδειγμα κι έγινε σύμβολο ανυπότακτου αγώνα ο ηρωισμός του Μαλτέζου.
Τις 23 Φεβρουαρίου 1949 ένας απλός φίλος- υποστηρικτής του ΚΚΕ που δεν είχε γίνει μέλος του, ο μελλοθάνατος στις φυλακές της Κέρκυρας 33χρονος αγωνιστής του ΕΑΜ Γιώργος Διαβάτης, εφώναξε καθώς τον έπαιρναν στο Λαζαρέτο για εκτέλεση: «Μην υπογράψετε, ρε παιδιά. Κρατήστε. Παιδιά, και σαν τον Μαλτέζο να σας βασανίσουν, μην υπογράψετε αυτή την πουτ... τη δήλωση».
Αργότερα, εκεί, ο πολιτικός κρατούμενος ζωγράφος Ασαντούρ Μπαχαριάν έφτιαξε -το πιο πάνω εικονιζόμενο- πορτρέτο του Διαβάτη.
Οι μεταμεσονύχτιες φωνές-χωνιά διαμαρτυρίας των κρατουμένων, εκείνο το βράδυ της μεταφοράς του Διαβάτη από τις φυλακές στην κερκυραϊκή νησίδα Λαζαρέτο για εκτέλεση, είχαν συγκλονίσει την Κέρκυρα.
Με συνθήματα όπως ετούτο:
«Δημοκρατικέ λαέ της Κέρκυρας, σου μιλούν οι αγωνιστές της Αντίστασης, μας δολοφονούν...».
Ήταν τη χρονιά που, σε παιδική - εφηβική ηλικία παρόμοια με εκείνη της κόρης του
Μαλτέζου Μαρίας Μαλτέζου στην Αττική, μια άλλη Μαρία Μαλτέζου γέννημα-θρέμμα της Κέρκυρας - που κατοικεί πια στο προάστιο Ανεμόμυλος - έπαθε νευρικό κλονισμό από την οδύνη που μετέφεραν τα στεντόρεια χωνιά. Νοσηλεύτηκε για καιρό στο νοσοκομείο της πόλης. Ζούσε τότε στο προάστιο της Γαρίτσας η Κερκυραία Μαρία Μαλτέζου, κάτω από τον λόφο των φυλακών.
Αν θυμάται!
Θυμάται και «κατάρες που έβγαιναν μες στη νύχτα από κερκυραϊκά σπίτια για την τόση αδικιά».
Από την ΟΚΝΕ στην ΕΠΟΝ στην Κέρκυρα
Εστάθηκε πρωτοπόρα η κερκυραϊκή νεολαία στους αγώνες την περίοδο της Κατοχής εναντίον του ξένου κατακτητή, όπως και στους αμέσως επόμενους μεταπολεμικούς αγώνες, με τη σημαία κυρίως της ΕΠΟΝ, μετά την αυτοδιάλυση της ΟΚΝΕ και την με δική της πρωτοβουλία ίδρυση της ΕΠΟΝ.
Πάνδημη ήταν στην πόλη τον Φεβρουάριο του 1943 η κηδεία του μαθητή - μέλους της Νεολαίας του ΕΑΜ Κέρκυρας (ΕΑΜΝ) Σπύρου Μακρή, που άφησε την τελευταία του πνοή στις φυλακές, καθώς είχε συλληφθεί τον Αύγουστο του 1942 από την ιταλική φασιστική δύναμη μαζί με τον ηγετικό πυρήνα του ΕΑΜ Κέρκυρας και των νέων σε ηλικία υποστηρικτών του. Αγωνιστές του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ, μεταξύ των οποίων και ο πρώτος μετά τη Χούντα των συνταγματαρχών Γραμματέας της κερκυραϊκής Οργάνωσης του ΚΚΕ Βλάσης Παπίγκης, αναδείχθηκαν -και έδρασαν βέβαια- μέσα από τη μεγάλη μαθητική αντιφασιστική εκδήλωση στους δρόμους της πόλης τον Νοέμβριο του 1941. Πραγματικά χιλιάδες νέοι και νέες πύκνωσαν τις τάξεις της ΕΠΟΝ, ως ΕΠΟΝίτες και ΕΠΟΝίτισσες ή «Αετόπουλα», ειδικά από τον Σεπτέμβριο του 1943 και μέχρι την απελευθέρωση, αλλά και στη συνέχεια ίσαμε το 1947 που απαγορεύτηκε η λειτουργία της. Κομμουνιστές - μέλη της κερκυραϊκής ΟΚΝΕ τέθηκαν επικεφαλής της κερκυραϊκής ΕΠΟΝ.
Ο Γραμματέας της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Κέρκυρας του ΚΚΕ Βασίλης Άνθης έχει διασώσει πολύτιμα στοιχεία για την οργανωτική ετοιμότητα, την τόλμη και τη συνεισφορά μελών της ΟΚΝΕ Κέρκυρας στην ανασύνταξη γενικότερα του αντιστασιακού κινήματος στο νησί, με την ανασυγκρότηση των οργανώσεών του, την περίοδο Σεπτεμβρίου - Δεκεμβρίου 1943 μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και την εισβολή των ναζιστικών δυνάμεων. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του: «Ανάμεσα στους πρώτους, η ομάδα των νέων κομμουνιστών της ΟΚΝΕ, ρίχτηκαν με απαράμιλλη ομοψυχία και πίστη και έχτισαν μαζί με τον κερκυραϊκό λαό τις εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις του: ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, Εθνική Αλληλεγγύη».
Τότε, τον Σεπτέμβριο του 1943, η ΕΠΟΝ Κέρκυρας συγκροτήθηκε με σχεδόν πλήρη και ενιαία οργανωτική διάρθρωση σε συνάντηση στο χωριό Ποταμός.
Έχει σωθεί και μια περιγραφή του Βασίλη Άνθη για τα «Αετόπουλα» της πόλης της Κέρκυρας, που μετά την απελευθέρωση είχαν παρελάσει στο κέντρο της: «Η φάλαγγα των αετόπουλων κατηφόριζε προς το κέντρο της πόλης τραγουδώντας το δικό τους τραγούδι: "Στον αγώνα τρανέψαμε κι εμείς, γινήκαμε της λευτεριάς φρουροί και της τιμής"». Κατηφόριζαν από το Πλατύ Καντούνι στο κέντρο της πόλης.
Ας αναφερθούμε εδώ, χαρακτηριστικά, μόνο σε δύο πρόσωπα - ΕΠΟΝίτες του νησιού, που εκτελέστηκαν το ένα από τους Ναζί καθώς αποχωρούσαν από την Κέρκυρα και το άλλο τέσσερα χρόνια μετά την απελευθέρωση στην Αθήνα, ενώ ήταν στέλεχος της ΕΠΟΝ Κέρκυρας.
Ο -πάνω εικονιζόμενος- Χρύσανθος Σαρακηνός, που σε σημειώσεις του ο Βασίλης Άνθης συμπεριέλαβε στα δέκα σημαντικότερα στελέχη της ΕΠΟΝ Κέρκυρας, εκτελέστηκε τις 22 Οκτωβρίου 1948 σε περιοχή κοντά σε νεκροταφείο της Αθήνας, ως υπεύθυνος για τη διεξαγωγή «παράνομου πολιτικού εράνου» και τη λειτουργία δικτύου υποστήριξης του ΚΚΕ μετά την Κατοχή. Ήταν μέλος του Γραφείου Πόλης της ΕΠΟΝ Κέρκυρας.
Ο 16χρονος -πάνω εικονιζόμενος σε μικρότερη ηλικία- ΕΠΟΝίτης Γιάννης Ρουβάς δολοφονήθηκε από γερμανική δύναμη στο χωριό Πάγοι, λίγες ώρες πριν αποχωρήσουν από το νησί και οι τελευταίοι στρατιώτες της, ενώ έγραφε σε κεντρικό τοίχο του χωριού το σύνθημα «Ελευθερία».
Μαχητικό δημοσιογραφικό μετακατοχικό όργανο της ΕΠΟΝ Κέρκυρας - συνθέτουν ολόκληρο βιβλίο οι αντοχές που αυτή επέδειξε στις αφόρητες διώξεις που αντιμετώπισε από το αστικό κράτος και παρακρατικές συμμορίες και μονάδες του ΕΔΕΣ μετά την απελευθέρωση, δηλαδή πριν ακόμη ξεσπάσει ο ταξικός Εμφύλιος Πόλεμος - ήταν η εφημερίδα «Νέοι Μαχητές», εορταστικό φύλλο της οποίας για τα τετράχρονα της ΕΠΟΝ, τον Φεβρουάριο του 1947, εικονίζεται πιο πάνω.
Είναι αμέτρητες οι δίκες στις οποίες βρέθηκαν κατηγορούμενοι μέλη και στελέχη της ΕΠΟΝ Κέρκυρας τη χρονική περίοδο από τον Νοέμβριο 1944 μέχρι το δεύτερο μισό του 1947, οπότε και απαγορεύτηκε πλήρως η λειτουργία της.
Νέοι της Κέρκυρας, κυρίως διωκόμενοι και ιδίως από το νότιο τμήμα της, όπως ο -πιο πάνω εικονιζόμενος- Νίκος Κάντας, που άφησε την τελευταία του πνοή τον Ιανουάριο του 1948 σε ηλικία 24 ετών πολεμώντας στα βουνά της Μουργκάνας βόρεια του νομού Θεσπρωτίας και νότια του νομού Ιωαννίνων, πύκνωσαν τις γραμμές της ένοπλα μαχόμενης Δημοκρατικής Νεολαίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, στη διάρκεια του Εμφυλίου, αν και η θέση της τοπικής Οργάνωσης του ΚΚΕ ήταν υπέρ της αγωνιστικής παραμονής τους στο νησί.
Με την ΕΔΑ και τους «Λαμπράκηδες»
Νέοι Κερκυραίοι κομμουνιστές έδρασαν εντυπωσιακά τη δεκαετία του 1950, μέχρι και το 1967, στα πλαίσια της Νεολαίας της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) και της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη (ΔΝΛ) με επικεφαλής τον Μίκη Θεοδωράκη, όταν το ΚΚΕ ήταν εκτός νόμου και υποστήριζε, προσωρινά, ευρύτερα σχήματα.
Οι αγώνες των Κερκυραίων «Λαμπράκηδων» για τα δικαιώματα της νέας γενιάς και τον Πολιτισμό, πάλι σε συνθήκες διώξεων, άφησαν εποχή στην Κέρκυρα.
Τα γραφεία - Λέσχη τους, που βρίσκονταν στις αρχές της οδού Νικηφόρου Θεοτόκη στο ιστορικό κέντρο της πόλης, τον Φεβρουάριο του 1966 είχαν «αρπάξει» σε νυκτερινές ώρες, άγνωστο πώς, φωτιά. Η οργάνωση είχε σχηματιστεί τον Σεπτέμβριο του 1964.
Επικεφαλής των «Λαμπράκηδων» της Κέρκυρας ήταν ο -εικονιζόμενος πάνω πρώτος αριστερά μαζί με άλλα μέλη- κομμουνιστής Γιώργος Βαρότσης, που εξορίστηκε επί Χούντας στη Γυάρο και μετά εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος υποστηριζόμενος από το ΚΚΕ.
Επίσης, ένα από τα ηγετικά στελέχη της επταμελούς διοικητικής επιτροπής της ήταν ο επίσης κατοπινός δημοτικός σύμβουλος του ΚΚΕ την ίδια περίοδο Στέφανος Ριζικάρης, ο οποίος αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, τον Ιούλιο του 1974, ανέλαβε εκ μέρους της Νομαρχιακής Επιτροπής Κέρκυρας του ΚΚΕ την ευθύνη συγκρότησης της τοπικής Οργάνωσης της εξάχρονης τότε σε πανελλήνια κλίμακα Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας (ΚΝΕ), που είχε ιδρυθεί στην Αθήνα με απόφαση του ΚΚΕ το 1968.
Στην κερκυραϊκή ύπαιθρο, οργανώσεις και Λέσχες των «Λαμπράκηδων» υπήρχαν τις αρχές του 1967 σε περισσότερα από είκοσι χωριά.
Στον αντιδικτατορικό αγώνα με την ΚΝΕ
Νέοι και νέες της Κέρκυρας από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της ΚΝΕ μετά το 1968 ή λίγο μετά τη Χούντα των συνταγματαρχών εντάχθηκαν σε αυτήν είτε έδρασαν στο πλάι της και στο πλαίσιο υποστηριζόμενων αντιδικτατορικών και πρώιμων μεταδικτατορικών οργανώσεων. Αρκετά ονόματα αντιδικτατορικών φοιτητών αγωνιστών, που από τότε εντάχθηκαν στην ΚΝΕ ή συνεργάστηκαν μαζί της έχουν ήδη αναφερθεί στο θέμα μας «Κέρκυρα - Χούντα - Πολυτεχνείο».
Ας σταθούμε εδώ λίγο στην ιδιαίτερη ιστορία του αγωνιστή πλάι στην ΚΝΕ, ήδη από το1973, ζωγράφου Σπύρου Κουρσάρη, που μετέχει τώρα στην πενταμελή επιτροπή που όρισε το ΚΚΕ για την επιμέλεια του καλλιτεχνικού διαγωνισμού, σε ό,τι αφορά τη δημιουργία και τοποθέτηση γλυπτού μνημείου στη μαρτυρική κερκυραϊκή νησίδα Λαζαρέτο.
Ήταν εκεί και στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, στις δραματικές στιγμές, ως φοιτητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ): «Η ΑΣΚΤ ήταν η πρώτη που δέχτηκε επιθέσεις. Εμείς είμαστε συγκεντρωμένοι στην πρυτανεία, στο γωνιακό κτίριο αριστερά προς Τοσίτσα. Θέλαμε να προστατεύσουμε τη Σχολή, γιατί είχε σημαντικούς πίνακες και έργα τέχνης. Οι καταστροφές μέχρι τη στιγμή που μπήκαν τα τανκς, ήταν ελάχιστες. Βρισκόμασταν στην πρώτη γραμμή, βλέπαμε όλη τη μάχη, την επίθεση που είχε εξαπολυθεί (...) Στο χώρο της Σχολής είχαμε συνεργεία και κάναμε πανό. Υπήρχε καταμερισμός εργασιών: Πανό διαδηλώσεων, κατασκευές... Πολλά δικά μας παιδιά έκαναν σκίτσα σε χαρτιά που τα έριχναν έξω ή τα έδιναν στους περαστικούς και στα διερχόμενα αμάξια». Είχε συλληφθεί και νωρίτερα, τις αρχές του 1973 είχε βασανιστεί. Στο 41ο Φεστιβάλ ΚΝΕ - «Οδηγητή», το 2015, ήταν μέλος της Κριτικής Επιτροπής που είχαν επιλέξει η Επιτροπή Φεστιβάλ του Κεντρικού Συμβουλίου της ΚΝΕ και η Συντακτική Επιτροπή του «Οδηγητή» για την επιμέλεια διαγωνισμού αφίσας και φωτογραφίας, με θέμα εμπνευσμένο από τον στίχο του Κώστα Βάρναλη «Απ' τα μπουντρούμια και την εξορία, η νέα του κόσμου ξεκινά Ιστορία», μαζί και με την Κερκυραία γραφίστρια, άλλοτε στέλεχος της ΚΝΕ, Μαριάννα Τσαγκάρη - Αναστασοπούλου.
Είχαν ιδιαίτερη συμβολή στο πλευρό της ΚΝΕ ή και ως μέλη της έδρασαν στη διάρκεια του αντιδικτατορικού αγώνα, της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και των πρώτων μεταδικτατορικών χρόνων στην Αθήνα Κερκυραίες νέες, αγωνίστριες.
Ανάμεσα στα μέλη της στη διάρκεια της Χούντας και η Σπυριδούλα Χειρδάρη, όπως στο περιβάλλον της ΚΝΕ τότε και πρόσωπα που διέσωσαν από αστυνομική επιδρομή λίστα μελών της Κερκυραϊκής Φοιτητικής Ένωσης η - πιο πάνω εικονιζόμενη- αγωνίστρια Άσπα Μεταλληνού, καθώς και η επίσης αγωνίστρια φοιτήτρια Σπυριδούλα Κορίκη.
Δεκάδες Κερκυραίοι και Κερκυραίες με νεανικό σφρίγος που ήταν μέλη ή υποστηρικτές της ΚΝΕ είτε έγιναν στη συνέχεια μέλη της ή παρέμειναν φίλοι της είχαν τη δική τους ξεχωριστή συμβολή σ' εκείνον τον αντιδικτατορικό αγώνα, στο πλαίσιο του οποίου κάποια κατοπινά μέλη και στελέχη της κερκυραϊκής ΚΝΕ το 1973 είχαν σκορπίσει τρικάκια σε σημεία της πόλης του νησιού.
Η μαζικότερη πολιτική Οργάνωση Νεολαίας στο νησί - πάνω εικαστικό έργο του Σπύρου Κουρσάρη - έγινε στην Κέρκυρα, μέσα σε λίγους μήνες από την πτώση της Χούντας, η τοπική Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας.
Από τις πρώτες ανάλογες οργανώσεις που ιδρύθηκαν στην Ελλάδα ήταν η από εκείνην υποστηριζόμενη κυρίως τοπική Μαθητική Οργάνωση Δημοκρατικής Νεολαίας Ελλάδας (ΜΟΔΝΕ), η οποία εξέδιδε εφημερίδα που φύλλα της σώζονται. Ιδιαίτερη ήταν η επιρροή της τοπικής ΚΝΕ και στις τοπικές Σχολές του ΟΑΕΔ που απευθύνονταν στην εργαζόμενη νεολαία. Η δύναμή της απλώθηκε γρήγορα σε δεκάδες χωριά.
Στα 48 χρόνια μετά τη συγκρότηση το 1974 της κερκυραϊκής Οργάνωσης της ΚΝΕ έχουν διατελέσει Γραμματείς των τοπικών ηγετικών συμβουλίων της, κατ' αλφαβητική σειρά, τα εξής, εξ όσων γνωρίζουμε, πρόσωπα:
Ο Ανδρέας Αλαμάνος, ο Βαγγέλης Αλαμάνος, ο Μάριος Άνθης, ο Τάσος Αντωνίου, ο Γιώργος Βλάσσης, η Εύα Βλησίδου, ο Μάνθος Γισδάκης, ο Γιώργος Δουλόπουλος, ο Κώστας Εγγλέζος, η Ευτυχία Καραβασίλη, ο πρώτος μετά τη Χούντα των συνταγματαρχών Τάσος Κούρκουλος, ο Δημήτρης Λεβέντης, η Τζίνα Μάντζαρου, ο δεύτερος μετά τη δικτατορία Ανδρέας Μαρκάτης, ο Κώστας Ντούκας, ο Σπύρος Προβατάς, η -εικονιζόμενη πιο πάνω- τώρα επικεφαλής της και υποψήφια βουλευτής του ΚΚΕ στον νομό Μαριλένα Σαϊτά, ο Νίκος Φαγογένης, η μετέπειτα και Γραμματέας της Τομεακής Επιτροπής Κέρκυρας του ΚΚΕ και υποψήφια βουλευτής του κόμματός της στον νομό Μυρσίνη Χαραλάμπους και η Ελίνα Χερικάκη.
Έχουν μοιραστεί, μαζί με τα άλλα βεβαίως μέλη της ΚΝΕ, την ευθύνη για θαυμάσιες -και πολλές αξέχαστες- πολιτιστικές και αγωνιστικές εκδηλώσεις στην πόλη και σε χωριά της Κέρκυρας, όπως η πιο πάνω εικονιζόμενη του 1982 στο χωριό Νυμφές, στο πλαίσιο του 7ου ετήσιου Φεστιβάλ της ΚΝΕ και της εφημερίδας της «Οδηγητής».
Από την Κέρκυρα κατάγεται, για να μιλήσουμε και για τα σημερινά ηγετικά κλιμάκια της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας στο σύνολό της, το μέλος του Γραφείου του Κεντρικού Συμβουλίου της Θανάσης Σγούρος.
Ήταν ο κεντρικός ομιλητής στο τελευταίο τοπικό Φεστιβάλ ΚΝΕ - «Οδηγητή» στην Πάνω Πλατεία της πόλης τις αρχές του περασμένου Σεπτεμβρίου, 100 περίπου χρόνια από τότε που ιδρύθηκε η ΟΚΝΕ και 103 περίπου χρόνια από τότε που συγκροτήθηκε στο νησί η πρώτη Οργάνωση νέων της Κέρκυρας με σκοπό τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους και τη συμβολή τους στην επίτευξη μιας ελληνικής σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας. Ηγήθηκε κιόλας της Οργάνωσης της ΚΝΕ στη Θεσσαλονίκη και την Κεντρική Μακεδονία και κατάγεται από το κερκυραϊκό χωριό Κουραμάδες, τόπο γέννησης του εκτελεσμένου την Πρωτομαγιά του 1944 στην Καισαριανή κομμουνιστή δάσκαλου και υποστηρικτή της ΟΚΝΕ στα νιάτα του Κώστα Χυτήρη.
ΑΛΕΚΟΣ ΚΑΣΤΡΙΝΟΣ