Όποιαν Ιστορία της Κέρκυρας και της Επτανήσου κι αν έχετε διαβάσει, είναι λίγα και πάντως καθόλου αρκετά, αν όχι και λίγο ή περισσότερο παραποιημένα είτε μονόπλευρα, όσα γνωρίζετε ίσως φίλες και φίλοι για μια χρονική περίοδο είκοσι μηνών που φαίνεται ότι συγκλόνισε την Κέρκυρα και τα άλλα Ιόνια νησιά όσο ποτέ.
Στο εικοσάμηνο Ιουλίου 1797-Φεβρουαρίου 1799 αναφερόμαστε. Στην περίοδο από τις 27 Ιουνίου 1797, οκτώ χρόνια μετά την κοσμοϊστορική Γαλλική αστική Επανάσταση του 1789, που η Κέρκυρα και σταδιακά όλα τα Επτάνησα πέρασαν στην εξουσία των Γάλλων Δημοκρατικών, μέχρι τις 3 Μαρτίου του 1799. Οπότε ο ενωμένος ρωσοτουρκικός στόλος με την υποστήριξη Τουρκαλβανών του Αλή Πασά κυρίευσε την Κέρκυρα και ύψωσε στο Παλαιό Φρούριο της πόλης της μια ρωσική-τσαρική σημαία και κάτω απ’ αυτή μια μεγαλύτερη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθιστώντας τα Επτάνησα φόρου υποτελή στην οθωμανική Πύλη και εκδιώκοντας τους Γάλλους ως… Χριστιανός απελευθερωτής.
Τότε, στη διάρκεια της κατοχής των νησιών μας από τους Γάλλους Δημοκρατικούς, για να το πούμε σχηματικά, ξαναγίναμε Έλληνες!
Επιπλέον τότε, μαζί με τα γνωστά Δένδρα Ελευθερίας που φύτεψαν οι απεσταλμένοι του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ρίζωσαν κιόλας στην Κέρκυρα και σ’ όλα τα Επτάνησα οι πρώτες δυνατές δημοκρατικές ιδέες. Αυτές που σε μια σύγχρονη εκδοχή τους στις μέρες μας συνδυάζουν λίγο-πολύ τη Δημοκρατία με το κοινωνικό της περιεχόμενο και υπερτερούν εκλογικά ή, για να το πούμε διαφορετικά, ανεξάρτητα από τις επί μέρους κομματικές επιλογές στις βουλευτικές εκλογές, χαρακτηρίζουν το φρόνημα των κατοίκων των νησιών μας.
Ένας λίβας Δημοκρατίας και εθνικής αυτοσυνειδησίας, θα διαπιστώσετε κι εσείς, αν διαβάσετε το βιβλίο του Ζακύνθιου έγκυρου ιστορικού ερευνητή και μελετητή της κοινωνικής ιστορίας των νησιών του Ιονίου Πελάγους Δημήτρη Αρβανιτάκη «Η αγωγή του Πολίτη / Η γαλλική παρουσία στο Ιόνιο (1797-1799) και το έθνος των Ελλήνων», φλόγισε καταλυτικά τη ζωή στα νησιά μας. Αμέτρητα άγνωστα, ανέκδοτα έγγραφα-μαρτυρίες, ανεξερεύνητα αρχεία σωσμένα και στα Ιστορικά Αρχεία των νησιών, της Ελλάδας, της Βενετίας, της άλλης Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας έρχονται στο φως ή ανασύρονται από τη λήθη για να φωτίσουν άπλετα την πιο φωτεινή ίσως περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της Κέρκυρας κι όλων των Ιονίων νήσων. Σ’ αυτά θα βρείτε αρκετές απ’ τις σύγχρονες ιδέες που επικαιροποιημένες φλογίζουν πολλούς σ’ όλα τα Ιόνια νησιά, αφού, όπως ξέρουμε, τίποτα δεν είναι αυθύπαρκτο!
Θα πειστείτε φίλες και φίλοι, νομίζουμε, όπως κι εμείς, ότι είχε δίκιο τελικά ο Κερκυραίος λόγιος του 19ου αιώνα -που «εξορίστηκε» στη Ζάκυνθο- Σπυρίδων Δε Βιάζης. Πραγματικά τότε, στα χρόνια 1797-1799, όπως χαρακτηριστικά έγραψε το 1909, «ήρχισαν εν Επτανήσω πολλοί να διαμορφώνωσι μιαν πολιτικήν εθνικήν συνείδησιν εις το αίσθημα μιας κοινής πατρίδος, αίσθημα, το οποίον μέχρι της στιγμής εκείνης ήτο μόνον ηθικόν και φιλολογικόν». Η πατρίδα των κατοίκων, ακόμη κι όταν προσφωνούσαν τη Γαλλία ως «Madre Patria», ήταν βαθιά ελληνική. Δεμένη με τη Δημοκρατία, την αστική βέβαια τότε, με μια παγκόσμια θεώρησή της. Απελευθερωτική από ζυγό όχι μόνο εθνικό, αλλά και κοινωνικό. Πρωτίστως, τον φεουδαρχικό της εποχής.
Προκήρυξη της Κεντρικής Διοίκησης της Κέρκυρας με ημερομηνία 20 Ιουνίου 1798 απευθυνόταν και στους κατοίκους της υπόδουλης στους Οθωμανούς Πελοποννήσου: «Απόγονοι των ηρώων της Αρχαιότητας, ανταποκριθείτε στο κάλεσμα της Ελευθερίας, που απλώνεται στις ακτές σας. Ο Βοναπάρτης βρίσκεται στη Μεσόγειο. Υπάρχει κάτι περισσότερο που να ελπίζετε και να επιθυμείτε να αποκτήσετε; Ζήτω η Δημοκρατία!».
Θα δείτε στο βιβλίο το συνταρακτικό μεγαλείο των προπαππούδων ας πούμε των προπαππούδων μας, στην προσπάθειά τους να θέσουν τις βάσεις για μια νέα, καλύτερη πολιτική και κοινωνική οργάνωση. Το μεγαλείο, δηλαδή, πολλών απ’ τους προγόνους μας εκείνου του καιρού. Για την αποτίναξη της δουλείας αιώνων.
Τις 5 Ιουλίου 1797 ένας Γάλλος έγραφε από την Κέρκυρα στον Βοναπάρτη: «Εξήντα χιλιάδες άνθρωποι, υποταγμένοι σε καμιά εκατοστή τυράννους (…) Απεχθάνονται όχι μόνο την παλιά κυβέρνηση, αλλά και κάθε σχέση με την Μητρόπολη» της Βενετίας. Μιλούσαν για μια «κερκυραϊκή ελευθερία», μιαν «ιονική ελευθερία», μιαν «ελληνική ελευθερία», μια «παγκόσμια ελευθερία», καθώς «η ανάμνηση της καταγωγής τους δεν έχει σβήσει από την καρδιά τους», παρόλο που «ζούσαν στο έλεος μιας σκληρής αριστοκρατίας, αδιάφορης για το δημόσιο συμφέρον, δίχως αρετές και δίχως Φώτα» του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Τα πιο φωτισμένα μέλη της ανερχόμενης αστικής τάξης σε έγγραφά τους μιλούσαν πια για «Liberta Jonica», για «Liberta Greca». Στις γειτονιές τραγουδούσαν εξελληνισμένη τη γαλλική επαναστατική «Καρμανιόλα».
Αν έναν αιώνα περίπου μετά ο Ρώσος επαναστάτης Βλαντίμιρ Ίλιτς Λένιν θα έλεγε χαρακτηριστικά ότι μπορεί για δεκαετίες να μη συμβαίνει φαινομενικά τίποτε αλλά να συμβαίνουν «σε εβδομάδες δεκαετίες», σε εβδομάδες τότε στα Ιόνια νησιά, για να πούμε το ίδιο αναλογικά, συνέβαιναν αιώνες. Παρόλο που οι προσπάθειες του λαού να «σηκώσει κεφάλι» δεν έλειψαν ποτέ, για πρώτη φορά μετά από αιώνες ο τροχός της Ιστορίας στα Ιόνια νησιά, όπως αποκαλύπτεται στις σελίδες του βιβλίου με αμέτρητα τεκμήρια, έμοιαζε να κινείται απίστευτα γοργά. Ήταν ένας συγκλονισμός που δεν έζησε ποτέ η υπόλοιπη Ελλάδα. Έστω κι αν δεν οδήγησε σε θεαματική βελτίωση της ζωής του λαού ούτε κράτησε πολύ, όπως ήταν φυσιολογικό κι αναμενόμενο άλλωστε να συμβεί λόγω του αστικού χαρακτήρα της Γαλλικής Επανάστασης και της σχετικά γρήγορης ρωσοτουρκικής επέμβασης, που οδήγησε σε πρώτη φάση σε παλινόρθωση της αριστοκρατίας και ακύρωση κατακτήσεων.
Να τι συνέβαινε και σ’ ένα άλλο απ’ τα νησιά μας, στη Ζάκυνθο, πριν ακόμη αφιχθούν σ’ αυτό οι Γάλλοι Δημοκρατικοί, όταν μαθεύτηκαν η άφιξή τους στην Κέρκυρα και η οριστική πτώση της αριστοκρατικής Βενετίας: «Το κλίμα ανάμεσα στους κατοίκους είναι θερμασμένο και μυρίζει θειάφι, στο νησί ενδημούν τα εξεγερτικά πάθη (…) Ολόκληρη η πόλη βρέθηκε στα όπλα». Ο σκοπός ήταν ο λαός να καταστείλει «αντεπανάσταση» των Ευγενών, άλλων «φίλων» της Ρωσίας, του Κλήρου, για την παράταση του αριστοκρατικού καθεστώτος, σε αντίθεση με τις ιδέες που κόμιζαν οι Γάλλοι.
Με την ανεκπλήρωτη υπόσχεση ότι ο λαός θα εξέλεγε και τους δικούς του αντιπροσώπους μέσω προκαταρκτικών συνελεύσεων, η διοικητική εξουσία της Κέρκυρας περιήλθε «προσωρινά», υπό γαλλικό έλεγχο, σε φιλελεύθερους εκπροσώπους της αστικής τάξης συνυφασμένους με αναπτυσσόμενες στα νησιά εμπορευματικές πρώιμες καπιταλιστικές σχέσεις, από κοινού με παρόμοιους εκπροσώπους της φεουδαρχικής τάξης που δήλωναν πίστη στη Γαλλική Επανάσταση επιδιώκοντας την περιφρούρηση των ταξικών συμφερόντων τους. Ο «κίνδυνος» για τους τελευταίους, πριν απ’ όλα, ήταν ο λαός της υπαίθρου, ομάδες του οποίου δεν θ’ αργούσαν να επιτεθούν άναρχα στις περιουσίες τους, καθώς δεν εισακούονταν τα υπομνήματά του και διαψεύδονταν οι πιο προχωρημένες προσδοκίες του.
Τι Δημαρχείο ήταν κι εκείνο της Κέρκυρας! Όχι σαν αυτά που ξέρουμε, αλλά Δημαρχείο που εξηγούσε τι κάνει και γιατί και παράλληλα καλούσε τους πολίτες να διεκδικούν διάφορα δικαιώματά τους. Αστικό κι εκείνο, μα κι εστία διακήρυξης της Δημοκρατίας και αντίδρασης στις αδικίες, προφανώς υπό την πίεση των Γάλλων. Η προωθούμενη απ’ αυτούς αναγκαία ρήξη με το παρελθόν, που έδειχναν και κάποιοι από τους Ευγενείς με εμπορικές-αστικές δραστηριότητες να ενστερνίζονται, οδηγούσε σε μια νέα πολιτική νοηματοδότηση του λαού και της κοινωνίας, σε νέα οράματα.
«Ορκιστήκαμε ή να ζήσουμε ελεύθεροι ή να πεθάνουμε. Τα αλαζονικά σύμβολα της αριστοκρατίας, που ανέμιζαν προσβλητικά πάνω στα τείχη μας και κατατυραννούσαν τις θάλασσές μας, είχαν την τύχη που τους άξιζε», ανέφερε μεταξύ άλλων μια προκήρυξή του, προσθέτοντας ότι ο λαός της Κέρκυρας είχε ορκιστεί «μίσος στην αριστοκρατία, αγάπη στην ελευθερία και στην ισότητα και απαρασάλευτη αφοσίωση στην ακεραιότητα των δικαιωμάτων του ανθρώπου».
Υποτίθεται ότι ο λαός θα είχε τη δυνατότητα να εργαστεί πια «πάνω στις βάσεις της αληθινής αρετής και της πιο απόλυτης ισότητας», σύμφωνα με άλλη προκήρυξη, αντίστοιχη υποσχέσεων των Γάλλων.
Διαταγή του Ναπολέοντα Βοναπάρτη από το Μιλάνο με ημερομηνία 2 Δεκεμβρίου 1797, που εικονιζόμενο πιο κάτω αντίγραφό της σώζεται στα ιστορικά Αρχεία της Κέρκυρας και αφορούσε κατ’ ουσίαν την κατάργηση των φέουδων και των σχετικών προνομίων στα Ιόνια νησιά, δεν έμελλε να εφαρμοστεί, παρά σε μικρό βαθμό.
Σε ομιλία που εκφώνησε ο Κερκυραίος Στέλιος Βλασσόπουλος σημείωνε: «Ένα βασίλειο δεσποτικό μεταμορφώνεται σε ελεύθερη κυβέρνηση. Το τρομερό θηρίο της ανισότητας γκρεμίζεται και οι άνθρωποι, που ήταν ήδη ίσοι στα μάτια της φύσης, τώρα είναι ίσοι στα μάτια της πολιτικής και του νόμου (…) Όλα υποχωρούν μπροστά στη γενική κίνηση που επαναφέρει την ανθρωπότητα στα πραγματικά της δικαιώματα», χάρη στη Γαλλική Επανάσταση.
«Το ελληνικό όνομα ξεθάφτηκε με όλη του την αρχική λάμψη κι έπαψε να κείται αμαυρωμένο. Μπορούμε να υπερηφανευόμαστε γι’ αυτό, μπορούμε να μιμηθούμε τους υψηλούς στόχους του και μπορούμε να το πράξουμε κάτω από τον ακριβό τίτλο» του Πολίτη, «κάτω από το θριαμβευτικό λάβαρο της πολιτικής Ισότητας», καλούσε το Προσωρινό Δημαρχείο της Ζακύνθου τον λαό των νησιών τις 7 Οκτωβρίου 1797. «Αν αδελφωθήκαμε εδώ και αιώνες κάτω από μια κοινή δουλεία, ας ασκήσουμε από τώρα και στο εξής με την ανάλογη ευφυία την αναγεννημένη κυριαρχία μας».
Στην Κεφαλονιά, στη Λευκάδα, σ’ όλα τα νησιά του Ιονίου, φύσαγε δυνατός δημοκρατικός αέρας. Που απειλούσε να σαρώσει για τα καλά το φεουδαρχικό καθεστώς.
Ώσπου βέβαια η υπαγορευόμενη από τους Γάλλους αστική εξουσία η σύμφυτη και με Ευγενείς που είχαν χάσει τους τίτλους Ευγενείας τους αλλά όχι τον σχετικό με αυτούς πλούτο τους και την κυριαρχία τους στην ύπαιθρο της Κέρκυρας, έδειξε τα όριά της, καθώς πρέσβευε μια πολιτική ελευθερία με οικονομική ανελευθερία, με τους αστικούς-καπιταλιστικούς οικονομικούς καταναγκασμούς, για το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του λαού!
«Τι είναι, λοιπόν, η ελευθερία και η ισότητα;». Τι σόι ελευθερία, ισότητα και δημοκρατία είναι αυτές που δεν βελτιώνουν πραγματικά τη ζωή μας και αφήνουν τον πλούτο και την οικονομική -άρα εμμέσως και την πολιτική- εξουσία στους λίγους; Αυτά τα ερωτήματα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει στο βιβλίο του ο Δημήτρης Αρβανιτάκης, απαντήθηκαν μερικές φορές ορμητικά και βίαια από τα λαϊκά στρώματα στην ύπαιθρο και στις πόλεις, τόσο στην Κέρκυρα όσο και στ’ άλλα νησιά.
Η άγνοια και ο αναλφαβητισμός δεν εμπόδισαν τον λαό να θέτει και τα δικά του, γνήσια αιτήματα, όπως έβρισκε άλλωστε τον τρόπο, μερικές φορές, να κάνει ακόμη και επί ενετοκρατίας. Είναι χαρακτηριστικό ένα χαμένο στη λήθη υπόμνημα χωρικών της Κέρκυρας στη γαλλική διοίκηση και στο Προσωρινό Δημαρχείο, που φέρνει στο φως ο Αρβανιτάκης και χρονολογείται στις 17 Ιουλίου 1796:
«Οι πολίτες χωρικοί που συνέρρευσαν χτες όταν φυτεύτηκε το Δέντρο της Ελευθερίας και διακηρύχτηκε η Ισότητα, ανέμεναν να δουν στις φλόγες το Libro ex d’Oro της πόλης, στο οποίο καταγράφονταν οι τέως ευγενείς, αλλά και όλα τα Βιβλία στα οποία καταχωρίζονταν τα αξιώματα, τα διατάγματα, οι αποφάσεις και τα προνόμια όλων αυτών, ώστε να βρουν την τέλεια έκφρασή τους οι αληθινές αρχές της Ισότητας, που κατακτήσαμε μέσω των ένδοξων γαλλικών όπλων. Μιας και δεν πραγματοποιήθηκε χτες αυτό, προστρέχουν στη σοφία σας οι προεστοί των χωριών και των προαστίων, εν ονόματί τους, παρακαλώντας τη δικαιοσύνη σας».
Μοιάζει εκπληκτικό, αλλά είναι αληθινό. Την επομένη κιόλας της σχετικής τελετής παρενέβαιναν εκπρόσωποι των κατοίκων των χωριών, λες και υπήρχε ήδη κάποιος συντονισμός τους. Πράγματι, παρά τις διακηρύξεις, πολύ λίγα απ’ όσα επιθυμούσαν είχαν γίνει. Λίγο αργότερα, τις 12 Αυγούστου 1797, επανήλθαν με νέο υπόμνημα στο Δημαρχείο, όπου ακόμη δεν είχαν καν έναν εκπρόσωπο για δείγμα. Ζητούσαν την καταστροφή ενός άλλου συμβόλου και τεκμηρίου της ταξικής κυριαρχίας: του Libro dei Privilegiati, του «χρυσού βιβλίου» της υπαίθρου.
Ωστόσο, με γαλλική διαταγή, στη συνέχεια απαγορεύτηκε η συλλογή υπογραφών με κοινωνικά αιτήματα και πλήθυναν οι εκκλήσεις για υπομονή και αυτοσυγκράτηση του λαού. Όχι μόνο για να καταπνιγούν οι λαϊκές αντιδράσεις και κάποιο βίαιο κίνημα ίσως των Κερκυραίων χωρικών, καθώς οι διαμαρτυρίες και τα υπομνήματα συνεχίζονταν. Αλλά κι επειδή αρκετοί Ευγενείς, προκειμένου να στρέψουν τον λαό εναντίον της πολλά υποσχόμενης πολιτικής Επανάστασης που συνέχιζε να υπόσχεται δικαιοσύνη, με τον πλούτο που διατηρούσαν και βασιζόμενοι μεταξύ άλλων σε θρησκευτικές προκαταλήψεις υποκινούσαν σε μερικές περιπτώσεις λαϊκή ανταρσία, ιδίως όταν έγινε γνωστό ότι ρωσοτουρκική δύναμη ετοιμαζόταν να στραφεί εναντίον της κυριαρχίας των Γάλλων στο Ιόνιο. Η οικονομική εξουσία τους, βλέπετε, δεν είχε τσακιστεί. Οι παλιές ιεραρχήσεις, ο φόβος, η δυσπιστία, η διάψευση προσδοκιών ήταν σύμμαχοι της οικονομικής τους δύναμης. Ο λαός παρέμενε στο περιθώριο της εξουσίας.
Οι εχθροί του λαού είχαν ντυθεί με δημοκρατικό μανδύα φίλοι του!
Την ίδια ώρα διακινούσαν πράκτορες των Ρώσων, των Άγγλων, των Τούρκων και του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως σ’ όλα τα Επτάνησα. Έφτασαν στο σημείο, επενδύοντας στα θρησκευτικά αισθήματα του λαού, να διαδίδουν πως οι Γάλλοι σχεδίαζαν να στείλουν στη Γαλλία «τον θησαυρό του αγίου Σπυρίδωνα».
Απίστευτες δολοπλοκίες παρουσιάζονται στο βιβλίο. Η ένταξη των νησιών στη Γαλλική Δημοκρατία εστάθηκε ακόμη μία αιτία ποικίλων αντιδράσεων ένθεν κακείθεν.
Όπως ήταν επόμενο, σε αυτές τις συνθήκες, το προαιώνιο λαϊκό μίσος «έβγαλε κι εκείνο τη φωνή του», για να το πούμε με στίχο του Σολωμού. Η τυφλή βία εναντίον Ευγενών σημάδεψε το τέλος του πρώτου αυτού, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, ατελούς πειράματος θεμελίωσης της αστικής δημοκρατίας στον ελληνικό χώρο, καθώς η νεόκοπη αστική τάξη της Επτανήσου διεκδικούσε με τη βοήθεια των Γάλλων τον εξοστρακισμό της τάξης των φεουδαρχών από τη διαχείριση της εξουσίας με ήπια μέσα, χωρίς να την θίγει καίρια.
Θυμάστε το μεταγενέστερο σατιρικό ποίημα του Σολωμού «Όνειρο»; Τι στίχοι ήταν εκείνοι για τα διαβόητα «προστύχια», δηλαδή τις δυσβάστακτες και πρόστυχες κάθε είδους επιβαρύνσεις που συνέχισαν και επί Γάλλων Δημοκρατικών να υποχρεούνται οι χωρικοί-καλλιεργητές, παρά τις κάποιες ελαφρύνσεις που κέρδισαν, να αποδίδουν στις βαρονίες και τους μεγαλοκτηματίες!
Το 1858 στην Κέρκυρα, στην εφημερίδα «Εωσφόρος» του προοδευτικού λόγιου Νικόλαου Κονεμένου, δύο χρόνια δηλαδή πριν αυτός γράψει την πρώτη στην ελληνική γραμματεία γνωστή ευμενή κριτική για την «κομμουνιστική δημοκρατία» ως μελλοντικό πολίτευμα, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά εκείνο το ποίημα ή μάλλον απόσπασμά του. Έναν χρόνο μετά τον θάνατο του ποιητή. Παρουσιάστηκε στην εφημερίδα με τον τίτλο «Εις θάνατον τοκογλύφου». Είχε κυκλοφορήσει αρκετά χρόνια πριν ανώνυμα και είχε θεωρηθεί ότι γράφτηκε στη Ζάκυνθο για Ζακύνθιο. Αφορούσε, όπως διευκρινιζόταν σε στίχο, «κλεψιές, φόνους» που διαπράχτηκαν «σ’ άλλους τόπους, κι όχι εδώ». Όπως εξακριβώθηκε, συντάκτης του ήταν ο ίδιος ο Σολωμός και το ποίημα έχει συμπεριληφθεί στα σατιρικά του ποιήματα, όχι με τον τίτλο «Εις θάνατον τοκογλύφου», αλλά ως «Το Όνειρο», παρόλο που έτσι ονομαζόταν κι άλλο ποίημά του. Να κάποιοι στίχοι του για «της φτώχιας την κατάρα», για «μαύρους που πεινάνε», για «ξεμυτερά νύχια», για το συχνά βουβό λαϊκό μίσος που, για να γυρίσουμε στο 1799, είχε ξεσπάσει αποτρόπαια:
Μα καλό ’ναι πλούσιος να ’σαι,
και ποτέ να μη θυμάσαι
πως στους δρόμους αϊλογάνε
κάποιοι μαύροι που πεινάνε;
Κι έτσι δα, με τέτοιους φόνους,
για σαράντα πέντε χρόνους,
παντελώς δεν είναι θάμα,
μήτε αλλόκοτο το πράμα,
αν εσύφθασες να κρύψεις,
απ’ τους φόβους για να λείψεις,
το σωρό του χρυσαφιού σου
και στες τράβες του σπιτιού σου.
Μα της φτώχειας η κατάρα,
δυστυχότατη τρομάρα,
θα πλακώσει την ψυχή σου
σαν η πλάκα το κορμί σου.
Κι έτσι μ’ όλο σου τ’ ασήμι
μνέσκεις άκλαφτο ψοφήμι·
με ξεμυτερά τα νύχια
μαθημένα στα προστύχια.
Στο βιβλίο του Αρβανιτάκη θα βρείτε, ανάμεσα σε νέα ντοκουμέντα για τη βία που ξέσπασε στην κερκυραϊκή ύπαιθρο από οπλισμένους χωρικούς καθώς άρχιζε η πολεμική πολιορκία του νησιού από τον ρωσοτουρκικό στόλο-σωτήρα των Ευγενών και όχι μόνον, άγνωστη μαρτυρία φρικτής εκδίκησης σ’ ένα αρχοντικό σε κερκυραϊκό χωριό, όπου ο Ευγενής ιδιοκτήτης του είχε δολοφονηθεί οκτώ μήνες νωρίτερα:
«Οχτώ μήνες πριν από τον πόλεμο, νύχτα, είχαν στήσει ενέδρα στον δυστυχισμένο ιδιοκτήτη, στο σπίτι του, και τον είχαν σκοτώσει», είχε γράψει τότε ο Στέλιος Βλασσόπουλος.
Να τι ακολούθησε τις μέρες της πολιορκίας από τον ρωσοτουρκικό στόλο το 1799 σύμφωνα με άλλη τοτινή μαρτυρία του Κωνσταντίνου Αρώνη που έρχεται στο φως:
«Τόσον θυμόν έχουν οπού ευγάλαν το νεκρόν κορμί του (…), το έστησαν ορθόν και το ‘βαλαν στο πουρσάγιο», στο σημάδι. «Και από ταις τάβλαις των σπιτιών το έκαυσαν», αφού πρώτα του δάγκωσαν κι έκοψαν δάχτυλο! Λες και μ’ αυτούς τους αποτροπιασμούς ήθελαν να κόψουν το χέρι εκείνης της αποτρόπαιης τάξης που έμελλε τόσο δυνατά, από παρόμοιες περιγραφές ίσως, να στηλιτεύσει ο Σολωμός με το σατιρικό «Όνειρό» του!
Αλλά και το πολύ κατοπινό διήγημα «Πίστομα» του επαναστάτη σοσιαλιστή λογοτέχνη Κωνσταντίνου Θεοτόκη για τον σκληρό κόσμο της κερκυραϊκής υπαίθρου θεωρείται από εκείνη την εποχή, από εκείνο το κλίμα, εμπνευσμένο.
Μάταια το Δημαρχείο της Κέρκυρας προσπαθούσε να χρυσώσει το χάπι της συνεχιζόμενης οικονομικής καταπίεσης με προτροπές να διώκεται η επίδειξη πολυτέλειας!
Ανεξάρτητα όμως από τα γεγονότα της μορφής που προαναφέρθηκε, μην ξεχνάμε, ότι εκείνη η πρώτη απόπειρα επιβολής της αστικής τάξης και της οικονομικά ψευδεπίγραφης ελευθερίας και δημοκρατίας της στα Επτάνησα, έστω με σύμμαχο τα γαλλικά όπλα, συνιστούσε θεμελιώδη πρόοδο. Επηρέασε καταλυτικά την πολιτική και κοινωνική ζωή των επόμενων δεκαετιών στα Επτάνησα.
Παρά το πισωγύρισμα που επιχειρήθηκε με τη ρωσοτουρκική κυριαρχία, ο περιπετειώδης δρόμος της προοδευτικής σε σχέση με το παρελθόν αστικής δημοκρατίας, επιβεβλημένος ούτως ή άλλως από την αδήριτη οικονομική και κοινωνική εξέλιξη, είχε χαραχτεί!
Ο λαός, αν και δεν είχε συγκροτήσει ακόμα Οργανώσεις ικανές να τον φέρουν στο προσκήνιο, σε κάποιον βαθμό είχε γίνει κοινωνός των νέων ιδεών για τα δικαιώματά του κι ένιωσε λίγα από τα οφέλη της αλλαγής, σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο, όσο όμως και το ότι δεν ήταν δική του αυτή η δημοκρατία!
Είχαν απορριφθεί ακόμη και προτάσεις για αναδασμό της δημόσιας γης και περιορισμένη απαλλοτρίωση ιδιοκτησιών των πλουσίων για τη διαμόρφωση μιας νέας πραγματικότητας αποδεκτής, λίγο ή πολύ, από τον λαό.
Ο λαός, είχε συμβουλεύσει προφητικά την τοπική εξουσία ένας Ιταλός λόγιος, καθώς δεν είχε ο ίδιος την πρωτοβουλία της Επανάστασης «δεν επρόκειτο να στηρίξει τη νέα διακυβέρνηση αν δεν βλέπει ότι τον κάνει να είναι ευτυχέστερος από ό,τι ήταν πριν από την αλλαγή» και «αν βρεθεί σε χειρότερη κατάσταση, θα έχει πάντα διάθεση αρνητική και μίσος ενάντια σ’ εκείνους που τον έσυραν στους νεωτερισμούς» χωρίς να του εξασφαλίσουν απτό θετικό αποτέλεσμα. Αυτό φαίνεται να συνέβη τελικά, όταν υπό την πίεση της πολιορκίας από τους Ρώσους και τους Τούρκους η πείνα θέριζε και οι Γάλλοι επέβαλαν στρατιωτικό νόμο.
Αγρότες κατηγορούσαν μάλιστα τους Ευγενείς στην ύπαιθρο, με κριτήριο που ξαφνιάζει, ότι αυτοί ήταν υπεύθυνοι για τα δεινά τους. Πίστευαν πως αυτοί είχαν ιδιοτελώς υποστηρίξει τη γαλλική Διοίκηση, επειδή δεν εξουδετέρωσε την κυριαρχία τους, αν δεν είχαν καλέσει κιόλας οι ίδιοι τους Γάλλους για ν’ αποφύγουν χειρότερα μετά την πτώση της Βενετίας! Δεν είχε συμβεί αυτό βέβαια, μα όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα δεν είχαν επί της ουσίας άδικο. Οι Γάλλοι, με τη συμβιβαστική πολιτική που ακολούθησαν, πέραν των άλλων είχαν διατηρήσει στην ύπαιθρο τους υποτελείς στους Ευγενείς διοικητικούς αξιωματούχους της βενετικής εξουσίας.
«Πιστεύατε ότι το πράγμα θα ήταν προς όφελός σας, αλλά η ανάγκη το έφερε πολύ διαφορετικά από ό,τι ελπίζατε», κατηγορούσαν ομάδες χωρικών τους Ευγενείς στη διάρκεια απίστευτων επιθέσεων και λεηλασιών, όταν μέλη της συγκεχυμένης πια κυρίαρχης τάξης ευγενών και αστών ζητούσαν από τους αγρότες «προστασία» έναντι των Γάλλων και υποστήριξη των Ρώσων και Τούρκων πολιορκητών. Δεν γλίτωσε στην ύπαιθρο «σχεδόν κανένα» αρχοντικό. Ούτε αυτά που είχαν επιστρατεύσει για την προστασία τους «μαχαιροβγάλτες».
Νέα στοιχεία καταρρίπτουν εξάλλου συντριπτικά τη θεωρία ότι ο λαός του νησιού υποδέχθηκε ως… ελευθερωτές του τον Ρώσο ναύαρχο Ουσακόφ και τον Οθωμανό όμοιό του Κατήρ Μπέη. Έγγραφα που παρουσιάζονται στο βιβλίο φέρουν τον Ουσακόφ να επιτιμά τον λαό για τη στάση του. Για όσους μάλιστα οργανώνουν στις μέρες μας και γιορτές προς τιμήν του Ρώσου ναυάρχου, είναι χαρακτηριστική ίσως μια μαρτυρία-κόλαφος Κερκυραίου. Αναφέρει για την ημέρα που η ενωμένη ρωσοτουρκική δύναμη κατέλαβε το νησί: «Δεν έζησα σε όλη τη ζωή μου μέρα πιο πένθιμη ούτε πιο θλιβερή από εκείνη (…) Η θλίψη μού έλιωνε την καρδιά και μέσα στην απελπισία μου θα προτιμούσα να είχα θαφτεί κάτω από εκείνα τα ερείπια παρά να δω να κυματίζει πάνω στα περήφανα τείχη μας το λάβαρο της οθωμανικής Ημισελήνου».
Πραγματικά, όχι μόνο μάθημα «Αγωγής του Πολίτη», αλλά και κοινωνική ανατομία των Ιονίων νήσων καθώς τερματιζόταν η μακραίωνη βενετική κατοχή τους, απόδειξη της δυσδιάκριτης πολλές φορές και πολυσύνθετης ανειρήνευτης πάλης των τάξεων στα Επτάνησα και εμπνευσμένη αποτύπωση μιας καθοριστικής περιόδου για τη δημοκρατική και αντιστασιακή φυσιογνωμία τους, έστω και αν απουσιάζουν κάπως μερικές οικονομικές παράμετροι και -όπως ο ίδιος επισημαίνει αποφεύγοντας ιδεολογικές γενικεύσεις- απομένει να έλθουν στο φως κι άλλες άγνωστες ακόμη ιστορικές ψηφίδες, αποτελεί το 784 σελίδων και καλοτυπωμένο με τη φροντίδα των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης πολύτιμο και συγκλονιστικό βιβλίο του Δημήτρη Αρβανιτάκη.
Μάθημα, θα λέγαμε ακόμη, επτανησιακής αυτογνωσίας. Πολύ χρήσιμο, επίσης, για τη νικηφόρα διεξαγωγή των αδιάκοπων και πολύμορφων κοινωνικών συγκρούσεων στα νησιά του Ιονίου Πελάγους για μιαν αληθινή Δημοκρατία.
ΑΛΕΚΟΣ ΚΑΣΤΡΙΝΟΣ