Σαν σήμερα το 1944 ο ανταρτικός ΕΛΑΣ, το στρατιωτικό σώμα του ΕΑΜ, κατήγαγε μια μεγάλη - και ιστορική για τα ελληνικά δεδομένα - αιματηρή νίκη εναντίον των ναζιστικών στρατευμάτων, δίνοντας νέα πνοή στο έπος της Εθνικής Αντίστασης. Είχαν δώσει τότε και Κερκυραίοι το αίμα τους.
Αναφερόμαστε στη νικηφόρα μάχη της Αμφιλοχίας. Καθώς βράδιαζε, εκείνη τη 13η Ιουλίου 1944, ο ΕΛΑΣ και η Αιτωλοακαρνανία γιόρταζαν τη συντριβή των ναζί στη μάχη που άρχισε τις 12 Ιουλίου. Μα και έθαβαν με τιμές τους νεκρούς τους από εκείνη τη σπουδαία μάχη.
Ένας από τους λόχους του ΕΛΑΣ έφερε το όνομα του μυθικού βασιλιά των Φαιάκων Αλκίνοου. Ονομαζόταν «Αλκίνος». Πολλοί Κερκυραίοι, δεκάδες ίσως από τους εκατοντάδες που μήνες νωρίτερα είχαν διαφύγει από το νησί για να στελεχώσουν με το όπλο στο χέρι τον ΕΛΑΣ της Ηπείρου και γειτονικών περιοχών όταν για τακτικούς λόγους είχε αποφασιστεί ο ΕΛΑΣ της Κέρκυρας να έχει ακόμα εφεδρικό χαρακτήρα, πήραν μέρος σ' εκείνη τη μεγάλη μάχη, ως απλοί μαχητές.
Μαζί, ως μέλος του ηγετικού επιτελείου με ευθύνη στον τομέα των επικοινωνιών, ήταν ο - εικονιζόμενος πρώτος από αριστερά στην πιο πάνω φωτογραφία με συναγωνιστές του - κορυφαίος Κερκυραίος μαχητής του ΕΛΑΣ σε περιοχές εκτός της Κέρκυρας, υπασπιστής του στρατηγού Γεράσιμου Αυγερόπουλου, Γεράσιμος Πρίφτης (1910-1985), μετέπειτα δύο φορές βουλευτής Κέρκυρας με την υποστήριξη του εκτός νόμου ΚΚΕ και άλλων αριστερών δυνάμεων.
Ο ίδιος, που αργότερα αναδείχθηκε σε αντιπρόεδρο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Αντιστασιακών (FIR), ήταν επικεφαλής του κρυπτογραφικού τμήματος του ΕΛΑΣ στην οργάνωση και τη διεξαγωγή της επιχείρησης.
Δύο, τουλάχιστον, Κερκυραίοι έχασαν και τη ζωή τους, τότε, πέφτοντας ηρωικά στη μάχη εναντίον των φασιστικών δυνάμεων.
Τον ένα, νέο 20 ετών περίπου και γέννημα - θρέμμα της περιοχής της Λευκίμμης που το όνομά του έχει δοθεί σε δρόμο εκεί, μπροστά στο πατρικό του κοντά στο Ποτάμι, τον έχει ζωγραφίσει κιόλας ο Κερκυραίος μουσικοσυνθέτης - και συγγενής του, αν δεν κάνουμε λάθος - Σπύρος Σαμοΐλης.
Ήταν ο - εικονιζόμενος πιο πάνω στο εικαστικό έργο - Άγγελος Κονοφάος, γιος ναυτεργάτη σε εμπορικά πλοία, που γεννήθηκε στο Ποτάμι της Λευκίμμης περί το 1924. Σε πολύ νεαρή ηλικία, ενώ ήταν σιδεράς, μυήθηκε στην ιδεολογία του Λένιν και της Οκτωβριανής Επανάστασης και στοιχήθηκε δίπλα στους κομμουνιστές της περιοχής. Ανέλαβε μαχητική δράση, κατά την Κατοχή, πυκνώνοντας τις τάξεις της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ. Την περίοδο της Κατοχής κατατάχθηκε στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο. Πολέμησε αλώβητος στη μάχη εναντίον των Γερμανών και συνεργαζόμενων με τα ναζιστικά στρατεύματα προδοτικών τμημάτων του ΕΔΕΣ και της Χωροφυλακής, μα έπεσε από γερμανικές σφαίρες σε αιφνιδιαστική επίθεση μελών της ναζιστικής δύναμης που είχαν κρυφτεί σε σπίτι.
Ο αδελφός του Άγγελου, Νικόλαος Κονοφάος, που σε ηλικία 13-14 ετών την περίοδο της Κατοχής μετέφερε στη Λευκίμμη σημειώματα αγωνιστών του ΕΛΑΣ κρυμμένα στα παπούτσια του, το 1997 είχε προσφέρει στο ΚΚΕ, ενόψει της συμπλήρωσης των 80 χρόνων από την ίδρυσή του, ποσό 10.000 δρχ. στη μνήμη του αδελφού του.
«Τάχθηκε από μικρός με τους κομμουνιστές, είχε μεγάλη θέληση, μεγάλη φλόγα κι ήταν τρυφερός με τους δικούς του. Έφυγε για να πολεμήσει με τον ΕΛΑΣ στα δεκαοκτώ του...», έχει αναφέρει με καμάρι για τον θείο της Άγγελο Κονοφάο η ανιψιά του Αγγελική Κονοφάου. Στο σπίτι της στο Ποτάμι της Λευκίμμης δεσπόζει μια - εικονίζεται πάνω - φωτογραφία του, καθώς και η καλλιτεχνημένη από τον Σπύρο Σαμοΐλη προσωπογραφία του. Κρατά στα φυλαχτά της κι ένα λογοκριμένο γράμμα του θείου της, σταλμένο από την Αθήνα τις 5 Απριλίου 1941, όταν ήταν φαντάρος. «Αγαπητή μου Μητέρα να μην κλαις και να μην φοβάσαι...».
Το μαύρο νέο έστειλε τότε στη Λευκίμμη ο - πάνω εικονιζόμενος - συγχωριανός του και συμμαχητής του σ' αυτή τη μάχη Βασίλης Ν. Βλάσσης (1919;-2000), στενός συγγενής του Θανάση Βλάσση (1909-1949) και του Θρασύβουλου Βλάσση (1908-1949), επίσης κομμουνιστών αγωνιστών του ΕΑΜ στην περιοχή, που εκτελέστηκαν άδικα από το μεταπολεμικό κράτος. Σε αναμνήσεις του για τη δράση του εκείνων των χρόνων και τη μάχη της Αμφιλοχίας στην οποία ο Άγγελος Κονοφάος άφησε την τελευταία του πνοή, έγραψε: «Στις 13-7-1944 ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε στη γερμανική φρουρά της Αμφιλοχίας, λίγο πριν ξημερώσει. Από την τοπική οργάνωση του ΕΑΜ ήξεραν και το τελευταίο σπίτι όπου έμεναν Γερμανοί, οι οποίοι επάθανε μεγάλη ζημιά (...) Οι ΕΛΑΣίτες πήραν τα (πολεμικά) λάφυρά τους και υποχωρούσαν για τα βουνά. Δυστυχώς όμως τα μεσάνυχτα, πριν την επίθεση, είχε φτάσει στην Αμφιλοχία ένα αμάξι γεμάτο Γερμανούς, τους οποίους έβαλαν να διανυκτερεύσουν σ' ένα σπίτι που η Οργάνωση δεν είχε αντιληφθεί. Κατά τη μάχη οι Γερμανοί αυτοί δεν παρουσιάστηκαν. Όταν όμως η μάχη σταμάτησε και οι ΕΛΑΣίτες ανέβαιναν προς τα βουνά, τότε αυτοί παρουσιάστηκαν και άρχισαν να πυροβολούν τους τελευταίους που έφευγαν. Ευτυχώς ήταν λίγοι και τα θύματα λιγότερα. Ένα από τα θύματα ήταν και ο Άγγελος Κονοφάος του Γεωργίου (Ούστρης) από το Ποτάμι».
Το όνομα του Άγγελου Κονοφάου περιλαμβάνεται σε τιμητική επιγραφή στα γραφεία της Οργάνωσης Κέρκυρας του ΚΚΕ, στην πόλη του νησιού, με τα ονόματα των Κερκυραίων που έπεσαν μαχόμενοι για τα ιδανικά του.
Μπορείτε να το δείτε και στην Αμφιλοχία, δίπλα στο μνημείο που έχει στηθεί, σε επιγραφή με τα ονόματα όσων αγωνιστών έχει διακριβωθεί ότι άφησαν εκεί τη ζωή τους τις 12 και 13 Ιουλίου 1944, πολεμώντας για την απελευθέρωσή της. Η ναζιστική δύναμη συντρίφτηκε, μα οι νεκροί του ΕΛΑΣ ήταν δεκάδες.
Με το όπλο στο χέρι έφυγε εκεί από τη ζωή τότε και ο - εικονιζόμενος πιο πάνω - Κερκυραίος μαχητής Βαγγέλης Λούβρος. Στη βόρεια Κέρκυρα είχε γεννηθεί αυτός. Ήταν 33 ετών.
Ο Βαγγέλης Λούβρος, αδελφός του εκτελεσμένου στην Κεφαλονιά κομμουνιστή αγωνιστή Νίκου Λούβρου (1916-1949), γεννήθηκε το 1911 στο χωριό Αγρός. Ζούσε από αγροτικές δουλειές σε κτήματα της οικογένειας και έκανε μικρεμπόριο. Μυήθηκε στην ιδεολογία της κοινωνικής επανάστασης για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο γύρω στο 1930. Αν και οι σχολικές σπουδές του σταμάτησαν στην 3η τάξη Γυμνασίου, ήταν ιδιαιτέρως φιλομαθής και μελετούσε πολλά περιοδικά και βιβλία. Η δικτατορία του Μεταξά, το 1936, τον βρήκε μέλος του ΚΚΕ στο νησί. Συνελήφθη, χτυπήθηκε βάναυσα στον σταθμό Χωροφυλακής στο χωριό Αρκαδάδες και φυλακίστηκε στις φυλακές της Κέρκυρας, όπου γνώρισε, μεταξύ άλλων, τον Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη και τον δολοφονημένο στις φυλακές αυτές Γραμματέα της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ) Χρήστο Μαλτέζο. Αργότερα, εξορίστηκε.
Τα τέλη του 1940, ενώ βρισκόταν πάλι στο χωριό του, επιστρατεύτηκε και πολέμησε εναντίον των Ιταλών στο αλβανικό μέτωπο. Στη συνέχεια πήγε στην Πάτρα και κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ. Φοίτησε με επιτυχία στη Σχολή Αξιωματικών του ΕΛΑΣ στο χωριό Ρεντίνα των Τρικάλων από την 1η Μαρτίου 1944 μέχρι τις 15 Ιουνίου 1944 και έγινε ανθυπολοχαγός. Στη μάχη της Αμφιλοχίας ήταν ανθυπολοχαγός στον 2ο λόχο του 2/39 Συντάγματος.
Έγραψε για τον αδελφό του Βαγγέλη Λούβρο ο Νίκος Λούβρος, σε γράμμα στους δικούς του - εικονίζεται πιο πάνω - τις 17 Ιανουαρίου 1947, ενώ ήταν φυλακισμένος στην Πάτρα: «Έχυσε το αίμα του όχι για κλεψιά, Ατιμία, έγκλημα, αλλά γιατί σαν εργάτης ζητούσε να ζήση κι αυτός σαν άνθρωπος. Ακόμη, γιατί ένιοσε καλά τη λέξι Λευτεριά και πολέμησε με όση δύναμη είχε (...) Σκοτώθηκε για την Πατρίδα και την τιμή (...) Τίμησε με το αίμα του το σπίτι μας».
Σε άλλο γράμμα του παρέθετε πληροφορίες για τον σκοτωμό του αγαπημένου του αδελφού, όπως του τις παρέθεσαν συγκρατούμενοί του αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης που είχαν πάρει μέρος στη μάχη της Αμφιλοχίας: Στο χωριό Ρίβιο ο 1ος και ο 2ος λόχος του 2/39 Συντάγματος, έγραψε, αποτέλεσαν τη σταθερά πλαγιοφυλακή προς το Αγρίνιο του 3ου Τάγματος, το οποίο μαζί με τον 3ο λόχο του 1ου Τάγματος εισέβαλε στην πόλη της Αμφιλοχίας. Όταν τα τμήματα αυτά είχαν εμπλακεί σε αγώνα μέσα στην πόλη, κινήθηκαν από το Αγρίνιο μηχανοκίνητες εχθρικές δυνάμεις με κατεύθυνση την Αμφιλοχία. Η πλαγιοφυλακή «αντέστη λυσσασμένα επί πολλές ώρες» και ανέκοψε την πορεία τους. Στο ίδιο γράμμα του ο Ν. Λούβρος χαρακτήριζε τη μάχη αυτή τιτανομαχία, σημειώνοντας ότι η δύναμη του ΕΛΑΣ πολέμησε σε τελείως ακάλυπτο και επίπεδο έδαφος και σχεδόν σε επαφή με τα άρματα μάχης του εχθρού. Στη διάρκειά της τέθηκε εκτός μάχης ο σκοπευτής του όλμου της διμοιρίας που ήταν υπό τη διεύθυνση του ανθυπολοχαγού Βαγγέλη Λούβρου. Ανταποκρινόμενος σε εντολή του λοχαγού του, ο Βαγγέλης έσπευσε να χειριστεί και να θέσει ο ίδιος σε δράση τον όλμο, αφού όρισε αντικαταστάτη του στη διμοιρία του. «Δεν πέρασε όμως πολύ ώρα και ένα βλήμα όλμου του εχθρού έπεσε πλησίον της θέσης που ήτο». Τραυματίστηκε σοβαρά στην κοιλιακή χώρα από την έκρηξη του βλήματος. Του δόθηκαν επιτόπου οι πρώτες βοήθειες. Υπέκυψε στα τραύματά του, ενώ τον μετέφερε συνεργείο νοσοκόμων. «Έτσι τελείωσε ένας πατριώτης πολεμώντας για την Αγαπημένη μας Πατρίδα ενάντια στη βία των ούνων καταχτητών». Στο γράμμα αναφέρεται ότι ο Βαγγέλης Λούβρος θάφτηκε στο χωριό Στάνος της επαρχίας Βάλτου της Αιτωλοακαρνανίας, μαζί με άλλους νεκρούς του ΕΛΑΣ.
Το όνομα του Βαγγέλη Λούβρου, όπως κι εκείνο του Άγγελου Κονοφάου, περιλαμβάνεται στην τιμητική επιγραφή στα γραφεία της κερκυραϊκής Οργάνωσης του ΚΚΕ, με τα ονόματα Κερκυραίων που έπεσαν αγωνιζόμενοι για τα ιδανικά του.
Ο Σταμάτης Λούβρος, γιος του κυνηγημένου αγωνιστή Δημήτρη Λούβρου (1923-2012) και ανιψιός του Βαγγέλη Λούβρου και του Νίκου Λούβρου, έχει αναφέρει για εκείνους: «Ήταν άνθρωποι με πλήρη επίγνωση αυτού που έκαναν. Πίστευαν στην ισότητα και τη δικαιοσύνη. Αυτό που πίστευαν δεν το έλεγαν μόνο, το έπρατταν κιόλας».
Είχε πει ο Δημήτρης Λούβρος , το 1998, για τη θυσία των αδελφών του: «Χαμένη δε θα πάει. Θα έρθει μια καλύτερη κοινωνία. Ο σοσιαλισμός θα νικήσει».
Το μαύρο μαντάτο για τον Βαγγέλη Λούβρο έφτασε τότε στην Κέρκυρα μάλλον από έναν κοντοχωριανό του αγωνιστή της βόρειας Κέρκυρας, μαχητή του ΕΛΑΣ, που έμεινε ανάπηρος από τη μάχη της Αμφιλοχίας.
Ο - εικονιζόμενος πιο πάνω - αγωνιστής και ζωγράφος Γιάννης Τσαγκάρης (1921-2002) ήταν επιλοχίας του λόχου Κερκυραίων και άλλων μαχητών με την ονομασία Αλκίνος, που πολέμησε στη μάχη της Αμφιλοχίας. Γεννήθηκε στο χωριό Γαρδελάδες. Ο πατέρας του ήταν εργάτης - μετανάστης στο Οχάιο της Αμερικής και η μητέρα του μαία. Το 1938 τελείωσε το σχολαρχείο, ενώ παράλληλα δούλευε ως εργάτης γης.
Το 1939 πήγε στο Μεσολόγγι. Στην περιοχή Πεντάλοφο της Αιτωλοακαρνανίας ήλθε σε επαφή με το ΚΚΕ και έγινε μέλος του. Τις πρώτες ημέρες της επίθεσης της Ιταλίας κατατάχθηκε εθελοντής και εντάχθηκε στον αποβατικό Λόχο Λαντζίδη. Τις 12 Δεκεμβρίου 1940 τραυματίστηκε. Μεταφέρθηκε τραυματίας στην Αθήνα και μέχρι την ανάρρωσή του υπηρέτησε στον 31ο Λόχο Παθητικής Αεράμυνας στου Γκύζη. Τον Απρίλιο του 1941 επέστρεψε στο Μεσολόγγι, στην περιοχή Νεοχωρίου. Το 1942, στην Πάτρα, συνελήφθη από τους Γερμανούς. Ωστόσο, κατά τη μεταφορά του προς την Αθήνα, στην Κόρινθο απελευθερώθηκε μαζί με άλλους συναγωνιστές του, με τη βοήθεια αγωνιστή από το Κιάτο Κορινθίας. Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους επέστρεψε στην Αιτωλοακαρνανία. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες του ΕΛΑΣ στη Ρούμελη. Κατά τη διάρκεια της μάχης στην Αμφιλοχία τραυματίστηκε βαριά στο ένα πόδι. Τραυματισμένος μεταφέρθηκε από αγγλική δύναμη στην Αθήνα. Στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο οι γιατροί, τον Ιανουάριο του 1945, αναγκάστηκαν να του κόψουν το δεξί του πόδι. Έμεινε εκεί επί μήνες, μέχρι να αναρρώσει.
Έγινε ηγετικό στέλεχος του κινήματος των αναπήρων της Εθνικής Αντίστασης, επί δεκαετίες. Τις 17 Φεβρουαρίου 1947 συνελήφθη. Παραπέμφθηκε στο Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών και καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, μαζί με άλλους 62 κομμουνιστές. Αποφυλακίστηκε το 1955. Τότε, με εντολή του κόμματός του, επέστρεψε στη γενέτειρά του Κέρκυρα, ώστε να στηρίξει την αναδιοργάνωση του ΚΚΕ στο νησί, ενώ το κόμμα του ήταν εκτός νόμου. Ο ίδιος τον Νοέμβριο του 1956 εξέδωσε την παράνομη χειρόγραφη εφημερίδα «Δημοκρατική Φωνή», όργανο της εκτός νόμου Κομματικής Οργάνωσης Κέρκυρας του ΚΚΕ. Το 1957 εκλέχτηκε αντιπρόεδρος της Νομαρχιακής Επιτροπής της ΕΔΑ στο νησί. Κατηγορήθηκε για παράνομο έρανο. Επίσης, πέρασε αυτόφωρο για τη συγγραφή του βιβλίου «Κάτω απ' το φως του ήλιου», το οποίο και κατασχέθηκε. Παράλληλα φοιτούσε στην Καλλιτεχνική Σχολή Κέρκυρας. Τις σπουδές αυτές τις συνέχισε στην Αθήνα, από το 1961, στο τμήμα ζωγραφικής της Σχολής Βακαλό.
Τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1960 είχε διωχθεί ποινικά με τον Αναγκαστικό Νόμο 509 περί «Ασφαλείας του Κράτους, του πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», επειδή επιμελήθηκε την έκδοση «Ματωμένες μέρες», με ποιήματα και τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης. Την 21η Απριλίου 1967 συνελήφθη, μεταφέρθηκε στον Ιππόδρομο και εξορίστηκε στη Γυάρο. Εξέδωσε βιβλία με ποιήματά του, με το ψευδώνυμο Γιάννης Κορφιάτης. Τα τέλη του 1956 είχε εκδώσει στην Κέρκυρα την ποιητική συλλογή «Περίμενέ με Μάννα». Ο κατάλογος των φυλακών όπου φυλακίστηκε ή εξορίστηκε περιλαμβάνει φυλακές της Αττικής, της Κεφαλονιάς, της Κέρκυρας, του Ηρακλείου Κρήτης, του Ρεθύμνου και των Τρικάλων, καθώς και τη Γυάρο.
Σύμφωνα με επιθυμία του, στην κηδεία του στην Κέρκυρα - πάνω εικαστικό έργο του για διαδήλωση με σύνθημα «Κάτω ο φασισμός», μεταξύ άλλων - ο Γιάννης Τσαγκάρης πήρε μαζί του ένα φύλλο του «Ριζοσπάστη» και μια Κόκκινη Σημαία. Στη μάχη της Αμφιλοχίας και στην αντιστασιακή του δράση γενικότερα την περίοδο της Κατοχής έφερε το ψευδώνυμο Αλκίνοος.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΡΦΙΑΤΗΣ