Για 25 περίπου χρόνια, από το 1950, το Λαζαρέτο ήταν απαγορευμένος, απρόσιτος και νεκρός τόπος. Κι ας είχε ασκήσει εκεί το πρώτο του αξίωμα, ως επικεφαλής γιατρός, ο Ιωάννης Καποδίστριας – ας σταθούμε τώρα μόνον σε αυτό. Η απέχθεια του μεταπολεμικού κράτους έφτασε μέχρι το σημείο να αφεθεί να λεηλατηθεί, έως τις μέρες μας άγνωστο από ποια κυκλώματα, το Λοιμοκαθαρτήριο αιώνων που φτιαγμένο ποιος ξέρει από πόσον απλήρωτο μόχθο των προγόνων μας άντεχε ακόμα ολόρθο, έστω χωρίς σκεπή, όταν οι Ιταλοί του Μουσολίνι μετέτρεψαν τη νησίδα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης εκατοντάδων Επτανήσιων και άλλων Ελλήνων αιχμαλώτων· Κύριος οίδε ποιων ίσως τις βίλες διακοσμούν οι πέτρες του 19ου και του 18ου αιώνα!
Μόνο και μόνο, μάλιστα, για να «σκεπάσει» τις μνήμες και τη μετατροπή της νησίδας σε ξερονήσι λόγω των λεηλασιών και των βανδαλισμών, το 1954 είχε επιφορτίσει τους Προσκόπους της πόλης με εργασίες δάσωσής της. Ήθελε η θέα από την πόλη να μη μαρτυρά το παραμικρό και να σβήσουν από στο εσωτερικό της νησίδας τελείως, αν ήταν δυνατόν, τα ίχνη της Ιστορίας.
Εκεί, βλέπετε, σ' αυτή «τη στάλα γης, μέσα στο Ιόνιο, τη μικρή κουκίδα στη θάλασσα μια ανάσα από τις ακτές της Κέρκυρας, μόλις ένα ναυτικό μίλι μακριά από την κοντινότερη ακτή της», όπως έγραψε πρόσφατα σε ένα πολύ ωραίο κείμενό του ο νεαρός Κερκυραίος απόφοιτος της Παντείου, Κώστας Κάρρας, «υπάρχει ένα μικρό καταπράσινο νησάκι που μοιάζει λες και έχει μασκαρευτεί με φυσική ομορφιά για να κρύψει τα δυσώδη εγκλήματα που διέπραξαν πάνω του οι δήμιοι του λαού», καθώς «κάθε γωνία της μικρής έκτασής του κρύβει μία μικρή ιστορία φρίκης του συστήματος και φανερώνει με τρόπο αποκρουστικό το πραγματικό του πρόσωπο».
Αλλά, φευ για τους ισχυρούς, οι λαοί δεν ξεχνούν· η συλλογική μνήμη δεν εξαγοράζεται.
Ήταν Σεπτέμβρης του 1976, όταν δύο Κερκυραίοι κρατούμενοι των Ιταλών το 1943 στη νησίδα, ο Βλάσης Παπίγκης και ο Μάχος Ρούσης –εκείνοι ήταν αν δεν κάνουμε λάθος– συνόδευσαν στο Λαζαρέτο έναν παλιό κρατούμενο των κερκυραϊκών φυλακών, που το 1974 είχε χρεωθεί από την ηγεσία του ΚΚΕ με το καθήκον να βοηθήσει στην ανασυγκρότηση του εν λόγω κόμματος στην Κέρκυρα, μετά από δεκαετίες παρανομίας: τον Γιώργη Τρικαλινό.
Κι αντίκρισαν ολόρθο μέσα σε αδιαπέραστη βλάστηση, καθώς οι τρεις τους κι ο καϊκιέρης που τους μετέφερε άνοιγαν ένα πρώτο υποτυπώδες μονοπάτι, έναν μεγάλο σιδερένιο σταυρό!
Ο σταυρός ήταν, όπως διαπιστώθηκε, «χωρίς όνομα ή άλλα στοιχεία, γιατί έσβησαν με το πέρασμα του χρόνου».
Ποιος ήταν ο καϊκιέρης που τους πήγε στο Λαζαρέτο; Ένας από εκείνους που κάθε τόσο, στα χρόνια 1947-1949, με εντολή των κρατικών αρχών και μέσα στο θαμποχάραμα μετέφεραν στη νησίδα αγωνιστές της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης για τουφέκισμα, άλλες φορές εκείνους που θα τους τουφέκιζαν, συχνά ορισμένους δικαστικούς ή και άλλους εκπροσώπους που προέβλεπε το επίσημο «τελετουργικό», στις περιπτώσεις που οι εκτελέσεις δεν γίνονταν κυριολεκτικά «εν κρυπτώ και παραβύστω».
Εκείνη η επίσκεψη, η πρώτη πολιτική αποστολή στο Λαζαρέτο μετά τη χούντα των συνταγματαρχών, αυτό το πρώτο επίσημο μεταπολιτευτικό «προσκύνημα» στον ιερό κερκυραϊκό βράχο, αποτυπώθηκε από τον ίδιο τον Γ. Τρικαλινό σε εκτεταμένο, σχεδόν ολοσέλιδο κείμενό του, που δημοσιεύτηκε στην αθηναϊκή εφημερίδα «Ριζοσπάστης», στις 24 Οκτώβρη 1976. Βασικό τίτλος του τα λόγια «Λαζαρέτο. Το νησί των 190 εκτελεσμένων».

Έγραψε στον «Ριζοσπάστη» για πιθανώς 190 εκτελεσμένους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης στον βράχο. Δημοσίευσε τότε και μια πρώτη λίστα με 116 πρόσωπα, πολλά από τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται στον μακρύ κατάλογο των γνωστών 112+ εκτελεσμένων, καθώς ο θάνατός τους στο Λαζαρέτο δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί από κάποιο επίσημο ή αρχειακό στοιχείο. Τόνιζε, ανάμεσα σε άλλα: «Θεώρησα χρέος τιμής (...) να επισκεφτώ αυτό το νησί. Να ιδώ τους τάφους των συντρόφων μας, που άφησαν εδώ την τελευταία τους πνοή. Να γονατίσω σ' αυτούς. Να τους δόσω συντροφικό χαιρετισμό. Να τους μηνύσω πως πρέπει να κοιμούνται ήσυχα. Πως ο βασανισμένος αλλά αδούλωτος λαός μας δεν τους ξεχνά, τους θυμάται και συνεχίζει τον αγώνα που εκείνοι δεν μπόρεσαν να τελειώσουν». Ο καϊκιέρης που τους είχε οδηγήσει στη νησίδα ήταν «ένας θαλασσόλυκος Κερκυραίος», όπως έγραψε. «Είχε κάνει πολλές φορές αυτή τη διαδρομή, μεταφέροντας κρατούμενους για εχτέλεση».
Η αντιπροσωπεία του ΚΚΕ βρήκε τον Τοίχο των Εκτελέσεων, γύρω-γύρω χιλιάδες μαργαρίτες και καταμεσής του ισιώματος, κοντά στον ιερό Τοίχο, έναν μεγάλο σιδερένιο σταυρό, όπως προαναφέραμε, να στέκει περήφανα. Κανείς δεν ήξερε να πει με βεβαιότητα ποιος τον είχε τοποθετήσει και πότε, αν και αρκετοί Κερκυραίοι «έδειχναν» αργότερα προς τον σπουδαίο Κερκυραίο εικαστικό καλλιτέχνη Τζίνο Δημητράτο, ένα έργο του οποίου για το Λαζαρέτο είναι μέχρι τώρα ό,τι καλύτερο έχει εισφέρει η κερκυραϊκή εικαστική κοινότητα για εκείνο το άδικο θανατικό στη νησίδα· ο ίδιος, ίσως και επειδή πάντα μιλούσε με δέος για τη θυσία των ηρωικών αγωνιστών, ουδέποτε είπε δημόσια κάτι σχετικό και ακόμη και οι απόγονοί του στις μέρες μας δεν συνομολογούν κάποια παραδοχή του.

Ο Γ. Τρικαλινός (εικονίζεται στο δεξί άκρο της πιο πάνω φωτογραφίας μπροστά στον Τοίχο των Εκτελέσεων) ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ και στο κείμενό του, τότε, θύμισε επίσης τις άλλες βασανιστικές ιστορικές περιόδους της νησίδας, ως ενετικού Λοιμοκαθαρτηρίου και φασιστικού Στρατοπέδου Συγκέντρωσης. Επίσης, έφερε στο φως, ενδεχομένως από το Αρχείο του ΚΚΕ, άγνωστα έως τότε στερνά γράμματα εκτελεσμένων.
Κατέληγε με τα λόγια: «Συγκινημένοι βαθιά πήραμε το δρόμο της επιστροφής με την απόφαση να φέρουμε στην επιφάνεια αυτό το ξεχασμένο μνημείο της Εθνικής μας Αντίστασης (...) Το Λαζαρέτο πρέπει να γίνει μνημείο της Εθνικής Αντίστασης, τόπος προσκυνήματος, όπου οι μελλούμενες γενιές της Ελλάδας θα τιμούν τους νεκρούς αγωνιστές και θα διαπαιδαγωγούνται με το παράδειγμά τους».
Ο κύβος για το μεταδικτατορικό ζωντάνεμα του Λαζαρέτου πράγματι ερρίφθη το 1976, δύο χρόνια μετά την πτώση της χούντας, για δύο ακόμη λόγους. Στα τέλη εκείνης της χρονιάς κυκλοφόρησαν δύο βιβλία για το έπος των αλύγιστων αγωνιστών, με διαφορά λίγων εβδομάδων το ένα από το άλλο.
![]() | ![]() | ![]() | ![]() |
Για να συμβεί μάλιστα η εκδοτική αυτή κίνηση είχε «βάλει το χέρι του» και ο μεγάλος Έλληνας ποιητής Γιάννης Ρίτσος, βαθιά συγκινημένος από περιγραφές διασωθέντων μελλοθάνατων των φυλακών της Κέρκυρας, γνώριμων των δεκάδων συναγωνιστών τους που οδηγήθηκαν στο Λαζαρέτο για εκτέλεση την τριετία, κυρίως, 1947-1949. Ο συγγραφέας του πιο διαδεδομένου από τα δύο βιβλία ευχαρίστησε δημόσια τον Ρίτσο· χωρίς τις δικές του επίμονες παροτρύνσεις και συντροφικές συγγραφικές συμβουλές, ώστε οι αγωνιστές των φυλακών της Κέρκυρας που βίωσαν εκείνη τη ζοφερή ιστορική περίοδο να τη διασώσουν γράφοντάς την, ίσως, όπως εξήγησε, να μην είχε εκδώσει το βιβλίο του.
Κάποιοι από αυτούς ισχυρίζονταν μάλιστα ότι οι εξιστορήσεις της θυσίας του Λαζαρέτου στον ποιητή, μολονότι αυτός ουδέποτε επισκέφτηκε την Κέρκυρα, τον συγκλόνισαν. Μπορεί να ήταν κι αυτές, έλεγαν, ένα από τα «ποιητικά ερεθίσματα» που είχε το 1970, όταν έγραψε το 17ο από τα μελοποιημένα στο Παρίσι από τον Μίκη Θεοδωράκη «Λιανοτράγουδά» του. Σάμπως υπάρχει άλλωστε άλλος νησιωτικός ελληνικός τόπος που να του ταιριάζουν περισσότερο οι στίχοι του Ρίτσου «Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά σωπαίνουν κι οι καμπάνες / σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός μαζί με τους νεκρούς του»;
Ο συγγραφέας του μεγαλύτερης κυκλοφορίας βιβλίου του 1976 για το Λαζαρέτο, που έφερε τον τίτλο «Ώσπου να ξημερώσει» και γρήγορα επανεκδόθηκε, ήταν ο παλιός πολιτικός κρατούμενος στις κερκυραϊκές φυλακές, Σταμάτης Σκούρτης, ο οποίος ολοκλήρωσε την πρώτη φάση συγγραφής του βιβλίου, το 1968, στο Παρθένι της Λέρου όπου κρατούνταν από τη χούντα επίσης, μεταξύ άλλων, ο Ρίτσος· τα χειρόγραφα έφτασαν κρυφά από τη Λέρο στην Αθήνα, το 1968, μέσω συγκρατουμένου τους. Ο ίδιος ο Σκούρτης ήταν ο εμπνευστής της δημιουργίας του Σωματείου με την ονομασία «Λαζαρέτο», που ίδρυσαν στην Αθήνα επτά χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, δηλαδή το 1983, παλιοί συγκρατούμενοι, συγγενείς και φίλοι των εκτελεσμένων στον κερκυραϊκό βράχο. Στο βιβλίο του, αν και υποστήριζε τότε το ΚΚΕ Εσωτερικού, αναδείκνυε με υποδειγματική τιμιότητα τις αρετές των εκτελεσμένων ως μελών και στελεχών του ΚΚΕ αναδεικνύοντας την πολιτική τους ιδιότητα και στιγματίζοντας την εγκληματική δράση του μεταπολεμικού αστικού κράτους, χωρίς απαράδεκτες μεσοβέζικες κρίσεις για τους αίτιους των μεταπολεμικών ένοπλων συγκρούσεων και του κατοπινού ταξικού Εμφυλίου και δίχως «λαθολογίες» -που υιοθέτησαν ορισμένοι διάδοχοί του στην ηγεσία του Σωματείου «Λαζαρέτο» ασεβώς, ίσως προκειμένου να αιτιολογήσουν κάποιες προσωρινές ή μονιμότερες μετατοπίσεις τους είτε προς το ΠΑΣΟΚ είτε προς το ΚΚΕ Εσωτερικού και διάδοχά σχήματά του ή άλλους πολιτικούς χώρους. Αυτός έγινε για μερικά χρόνια ο κύριος συνδετικός κρίκος όσων από τους μελλοθάνατους των κερκυραϊκών φυλακών κατά την τριετία 1947-1949 επέζησαν όρθιοι, χωρίς να υπογράψουν τις γνωστές, κατάπτυστες «δηλώσεις μετανοίας».
Στο βιβλίο-ντοκουμέντο που εξέδωσε, μέσω των εκδόσεων Ολκός, κατέγραψε δεκάδες ονόματα και στοιχεία αγωνιστικών ψευδώνυμων γνωστών και μη γνωστών έως σήμερα εκτελεσμένων αγωνιστών, περιγράφοντας μάλιστα με ενάργεια τις προσωπικότητες πολλών, τους αγώνες που είχαν δώσει την περίοδο της Κατοχής και την αμετακίνητη πίστη τους στα δίκαια του ελληνικού λαού. Όσα είχε ζήσει και η συγγραφική του ευστοχία, σε συνδυασμό ίσως με τον ευεργετικό ρόλο των συμβουλών του Γιάννη Ρίτσου, απέδωσαν το 1976 ένα θαυμαστό έργο, που είχε παραμείνει επί πολλά χρόνια ανέκδοτο.
Στις 12 Γενάρη 1977, το βραδάκι, αρκετοί παλιοί συγκρατούμενοι στο αγγλικό μπουντρούμι της Κέρκυρας, ανάμεσά τους και ο συναγωνιστής τους Μανώλης Γλέζος που ως μέλος του ΚΚΕ εκείνα τα χρόνια είχε την ίδια «τύχη», έσμιξαν σε αθηναϊκή μπουάτ, όπου τραγουδούσε ο Πάνος Τζαβέλλας. Εκεί, παρόντος και του αγωνιστή λογοτέχνη Μενέλαου Λουντέμη, έγινε η παρουσίαση του βιβλίου του Σκούρτη, συμφωνήθηκε κοινή δράση σε συντονισμό με τον τότε Δήμο Κερκυραίων για εκδηλώσεις τιμής και μνήμης στην Κέρκυρα και έγιναν οι πρώτες συζητήσεις ώστε να ιδρυθεί το «Λαζαρέτο», με βασικό σκοπό, μεταξύ άλλων, τη συλλογή στοιχείων για τους ίσαμε 200, όπως εκτιμούσαν, αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης που εκτελέστηκαν στον βράχο επειδή αρνήθηκαν να αποκηρύξουν το ΚΚΕ. Οι ίδιοι είχαν σωθεί, ως γνωστόν, όταν ο ΟΗΕ απαίτησε την παύση των εκτελέσεων πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα και η τότε κυβέρνηση της χώρας μετά από πολλές αρνήσεις δήλωσε σύμφωνη· ένιωθαν χρέος να πουν όσα έζησαν και να τιμήσουν όσους «έφυγαν» περήφανα, αφήνοντας την τελευταία πνοή τους στον βράχο του Ιονίου.
Φυσικά, λίγη ώρα μετά την παρουσίαση του βιβλίου όλοι μαζί τραγούδησαν και χόρεψαν τραγούδια του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ, καθώς και νεότερα με στίχους του Ρίτσου και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, με το συγκρότημα του Τζαβέλλα.
Ανάμεσά τους, εξίσου περήφανος για τον αγώνα που είχαν δώσει, ήταν και ο συγκρατούμενός τους στην Κέρκυρα, Ανάστος Παπαπέτρου, ο συγγραφέας έτερου και εξίσου θαυμαστού βιβλίου για το Λαζαρέτο - αν και δεν κατονόμαζε τον τόπο και τους πρωταγωνιστές του. Το βιβλίο του «Καταδικασμένοι σε θάνατο», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Διάλογος και Ολκός και συνοδεύτηκε από δηλώσεις του ότι αφορούσε τις φυλακές της Κέρκυρας και το Λαζαρέτο, επίσης «έσπαγε κόκαλα».
Αμφότεροι, Σκούρτης και Παπαπέτρου, απέδωσαν αριστουργηματικά την τραγωδία και βέβαια το μεγαλείο των αγωνιστών και θα πρέπει να μνημονεύονται, μαζί με τους συγκρατουμένους τους Λάμπρο Κασσελούρη και Γιάννη Ντουμένη, συγγραφείς άλλων θαυμάσιων βιβλίων έξι χρόνια μετά για το ίδιο έπος, ως βασικοί συντελεστές διάσωσης αυτής της αθάνατης πια, ηρωικής -και ίσως για διάφορους λόγους που έχουν να κάνουν με τα πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της- μοναδικής στα ελληνικά χρονικά ιστορικής μνήμης εκτελέσεων αγωνιστών της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης σε νησάκι· αλλά και ως βασικοί συντελεστές της μεταδικτατορικής απόδοσης τιμών στους ήρωες του Λαζαρέτου από τον Τύπο. Ο Κασσελούρης εξέδωσε μέσω των εκδόσεων Σύγχρονη Εποχή τους «Αθάνατους της Λευτεριάς» και ο Ντουμένης την ιδιωτική έκδοση «Ημερολόγιο ενός αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης - Αφηγήματα Εθνικής Αντίστασης». Ο καθένας τους αποτέλεσε ξεχωριστή και έγκυρη πηγή ιστορικής πληροφόρησης για το Λαζαρέτο και φορέα ευρείας διάχυσής της στην ελληνική κοινωνία τα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια. Όπως είναι φυσικό, τα βιβλία τους είναι προ πολλού χρόνου εξαντλημένα και πραγματικά δυσεύρετα πια.

Οι ίδιοι πρωταγωνίστησαν άλλωστε στην πραγματοποίηση μιας πρώτης επίσκεψης μερικών αγωνιστών εκείνης της περιόδου και φίλων τους από την Αθήνα και άλλες πόλεις στον ματωμένο βράχο (βλ. εικόνα πιο πάνω), μια βροχερή μέρα μετά το καλοκαίρι του 1978.
Τους είχαν καλωσορίσει και τους είχαν συνδράμει στην Κέρκυρα, αν αποδίδουμε σωστά μνήμες για πρόσωπα που είχαν στέρξει αρωγοί τους, οι εξής, ήδη ή αργότερα εκλεγμένοι, δημοτικοί σύμβουλοι (αναφέρονται εδώ κατ' αλφαβητική σειρά): Γιώργος Αλεξάκης, Βαγγέλης Βάπτισμας, Γιώργος Βαρότσης, Φίλης Κορωνάκης, Γιάννης Κούρκουλος, Σωτήρης Μικάλεφ, Παναγιώτης Μπογιάκης, Τάσος Παπίρης, Στέφανος Ριζικάρης. Ο Δήμος Κερκυραίων δεν άργησε άλλωστε, από τον επόμενο χρόνο, επί δημαρχίας Γ. Κούρκουλου, να αναδειχθεί σε στυλοβάτη της υπόθεσης Λαζαρέτο και σταδιακά σε πρωταγωνιστή της.
Η νησίδα που συνάντησαν οι επισκέπτες στα τέλη του 1978 ήταν ακόμα ένας λόγγος, από την πυκνή βλάστηση, καθώς παρέμενε αφρόντιστη.
Δεν θα αργούσε και το πρώτο μεγάλο «προσκύνημα», η πρώτη μαζική και οργανωμένη επίσκεψη - εκδήλωση στη νησίδα, με διακόσια κεράκια κι ένα μπουκέτο γαρύφαλλα από την Ιερή Πόλη του Μεσολογγιού. Μια Επιτροπή Πρωτοβουλίας συγκρατουμένων των εκτελεσμένων ήταν ο οργανωτής.
![]() | ![]() |
Ήταν μια μαγιάτικη μέρα του 1980 (βλ. δύο εικόνες πιο πάνω, με τον Φ. Κορωνάκη στο δεξί άκρο της πρώτης εικόνας), την Κυριακή 4 Μάη 1980. Ο Σταμάτης Σκούρτης έγραψε ένα εξαιρετικό ρεπορτάζ στην αθηναϊκή εφημερίδα «Αυγή» (11.5.1980), όπου διέσωσε επίσης το γεγονός ότι την παραμονή της εκδήλωσης νέοι και νέες της κερκυραϊκής οργάνωσης του Ρήγα Φεραίου είχαν κάνει εκτεταμένες εργασίες καθαρισμού στη νησίδα, ενόψει της εκδήλωσης.
Ανάμεσά τους, αρωγός, ήταν και ο κατοπινός δήμαρχος Κέρκυρας, Σωτήρης Μικάλεφ, επί δημαρχίας του οποίου, τα χρόνια 2007-2010, έγινε το πρώτο μεγάλο έργο στο νησάκι, με την κατασκευή, μεταξύ άλλων, του κτιρίου του μελλοντικού Μουσείου. Αν και δεν είναι σίγουρος για την ημερομηνία της, θυμάται εκείνη την εκδήλωση σαν χθες. Ο τοπικός Δήμος άλλωστε, «η πόλη με τους εκπροσώπους της», όπως έγραψε ο Σκούρτης, ήταν εκεί, ήταν ο οικοδεσπότης. «Ήταν μια συγκλονιστική εκδήλωση», θυμάται ο Μικάλεφ, προσθέτοντας: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα γεροντάκι, έναν δικό μας, Κερκυραίο, που καθισμένος παράμερα, σε μια γωνιά, έκλαιγε γοερά, σιωπηλός. Όπως μας εξομολογήθηκε, ήταν καϊκιέρης εκείνων των χρόνων, που μετέφερε αγωνιστές στη νησίδα για εκτέλεση. Είχε έρθει να αποτίσει τον δικό του φόρο τιμής». Δεν θυμάται λάθος, το γεγονός διέσωσε και ο Σκούρτης στο ρεπορτάζ του, αναφέροντας: «Μέσα στον κόσμο κι ένα κοντόγιομο γεροντάκι. Είναι ο μοναδικός που ζει από το τετραμελές πλήρωμα του καϊκιού με το όνομα "Ζαργάνα" που μετέφερε τότε τους μελλοθάνατους. – Ήτανε ωραίοι... όλη τη διαδρομή τραγουδούσαν (σ.σ. τους είπε). Ένας μου χάρισε όσα χρήματα είχε επάνω του. "Πάρτα μου λέει να πιεις στην υγειά μας"... και πριν τους εκτελέσουνε χορεύανε (...) Το νησάκι είναι μικρό και όπου και να περπατήσεις πατάς πάνω στους τάφους - από δεκαπέντε μέχρι ένας». Θυμόταν σωστά ο καϊκιέρης: πράγματι, επίσημα στοιχεία μαρτυρούν ότι ένα χάραμα του Μάρτη του 1948, προτού φέξει, ώρα 6:45 στις 11 Μάρτη 1948 σύμφωνα με σχετική «Έκθεση εκτέλεσης θανατικής ποινής», 15 αγωνιστές τουφεκίστηκαν ταυτόχρονα.
Βασικός ομιλητής στην πρώτη αυτή μαζική εκδήλωση, στοιχεία της οποίας ο Σωτ. Μικάλεφ διέσωσε την ίδια μέρα σε αχρονολόγητο χειρόγραφό του, ήταν ο καπετάνιος του 7ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ τα κατοχικά χρόνια, Βαγγέλης Καραμιχάλης. Κάποιες εκτός τόπου και χρόνου παράταιρες κριτικές αναφορές του στο ΚΚΕ για «ευθύνες» του για πράγματα εκείνης της περιόδου, ενώ τιμούσε τους νεκρούς, εύλογα ο Σκούρτης τις αγνόησε τελείως στο ρεπορτάζ του στην «Αυγή». Η ουσία της ομιλίας του βρισκόταν σε άλλες, καίριες επισημάνσεις του: «Οι ήρωες μάρτυρες του Λαζαρέτου ανήκουν πια στο δοξασμένο πάνθεο των ηρώων και των μαρτύρων του ελληνικού επαναστατικού κινήματος. Η προσφορά τους και η μνήμη τους ανήκει στο έθνος, ανήκει στην Ιστορία, ανήκει στον αγωνιστή λαό. Πριν φτάσουν σ' αυτό εδώ το ματωμένο σύνορο της ζωής τους, είχαν πολεμήσει με φλογισμένο πάθος τους Γερμανούς ναζί, τους Ιταλούς φασίστες, τους Βούλγαρους σοβινιστές και τους ελληνόφωνους προδότες σ' όλα τα μέτωπα του μεγάλου Απελευθερωτικού Αγώνα».
Τότε «μπήκε στο αυλάκι» η ιδέα των ετήσιων εκδηλώσεων τιμής και μνήμης στο Λαζαρέτο, με τον Δήμο να αρχίζει να φροντίζει όλο και πιο πολύ για τον καθαρισμό της νησίδας, να πυκνώνουν στα χώματά της από συγγενείς και φίλους των θυμάτων με τη βοήθεια και πολιτικών οργανώσεων του νησιού κάποια ταφικά - μνημειακά στοιχεία προς τιμή των εκτελεσμένων και να συγκεντρώνονται στοιχεία για τα ονοματεπώνυμά τους, να αναδεικνύεται ο Τοίχος των Εκτελέσεων, να αναζητούνται από δημοτικούς συμβούλους της Κέρκυρας οι όποιες καταγεγραμμένες ληξιαρχικές πράξεις θανάτου αγωνιστών στο έδαφος της νησίδας και ταυτόχρονα να ωριμάζει η ιδέα της δημιουργίας του Σωματείου «Λαζαρέτο» στην Αθήνα και της συγκέντρωσης υλικών, με σκοπό να εκδοθεί αφιερωματικό βιβλίο.
![]() | ![]() | ![]() |
![]() | ![]() | ![]() |
![]() | ![]() |
Το 1982 (οι πιο πάνω οκτώ εικόνες είναι από την εκδήλωση εκείνης της χρονιάς και το αρχείο του Ανδρέα Παγιατάκη: εικονίζονται στην πρώτη κατά σειρά, μεταξύ άλλων, πρώτοι από αριστερά οι δημοτικοί σύμβουλοι Στ. Ριζικάρης και Φ. Κορωνάκης και τρίτος από δεξιά ο δημοτικός σύμβουλος Γ. Βαρότσης, στην πέμπτη κατά σειρά, στο μέσον, ο δήμαρχος Γ. Κούρκουλος και στην τελευταία ο επικεφαλής της τοπικής Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας, Βαγγέλης Αλαμάνος, ενώ κατέθετε στεφάνι) η νησίδα έζησε μια μεγάλη εκδήλωση.
Ο τόπος μεταμορφωνόταν, έπαιρνε πια τη μορφή ενός ιερού τόπου.
![]() | ![]() |
Στις 26 Ιούνη 1983, σύμφωνα με δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» (εικόνα πιο πάνω), ήταν εκατοντάδες οι συγκρατούμενοι και συγγενείς των εκτελεσμένων που βρέθηκαν στη νησίδα, σε τελετή τιμής και μνήμης, πλάι σε πολυάριθμους Κερκυραίους.
Ωστόσο, όταν εκπρόσωπος του ΚΚΕ απλώς ανέφερε στον δικό του χαιρετισμό του ότι οι εκτελεσμένοι ήταν στην πλειονότητά τους μέλη και στελέχη του Κόμματός του, σημειώθηκαν κάποιες ασχήμιες, όπως ανέφερε η εφημερίδα, από την πλευρά μεμονωμένων προσώπων, που επέμεναν να καταλογίσουν λάθη στο ΚΚΕ στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου, μιλώντας γι' αυτά πάνω από τους τάφους. Επρόκειτο, προφανώς, για υποστηρικτές μιας πολιτικής «εθνικής ενότητας» για χάρη της οποίας οι παρευρισκόμενοι υποτίθεται ότι όφειλαν να αποσιωπούν ή να αλλοιώνουν βασικά χαρακτηριστικά των ιστορικών γεγονότων και να διαχέουν σε όλες τις πλευρές τις ευθύνες για το στυγερό έγκλημα του Λαζαρέτου και τις άλλες μεταπολεμικές διώξεις εις βάρος των αγωνιστών της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, αντί να τις αποδίδουν στην πλευρά των «εθνικών» εκτελεστών και του αγγλο-αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Μια ιδεολογικοπολιτική σύγκρουση εκδηλώθηκε, με βασικό ζητούμενο το αν πρέπει να αναφέρεται ή να αποσιωπάται στις εκδηλώσεις η αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι η μη υπογραφή δηλώσεων αποκήρυξης του ΚΚΕ ήταν ο λόγος για τον οποίο τελικά εκτελέστηκαν οι τιμώμενοι αγωνιστές. Άρχισε πριν από την αντικατάσταση της ΝΔ στα κυβερνητικά έδρανα από το ΠΑΣΟΚ. Αντιμετωπίστηκε επί μακρόν με ποικίλους και αμφιλεγόμενους συμβιβασμούς, οι οποίοι επέτρεψαν να συνεχιστούν για είκοσι ακόμη χρόνια οι κοινές εκδηλώσεις τιμής και μνήμης στη νησίδα. Το 1983 βγήκε στην επιφάνεια με κάποια έμφαση, που όμως δεν επισκίασε το γεγονός .
Την εκδήλωση είχε οργανώσει ο τοπικός Δήμος. Από το έτος αυτό ο Δήμος ανέλαβε πια, τρόπον τινά, την πνευματική «ιδιοκτησία» του θέματος Λαζαρέτο.
Το 1983 ήταν έτος-σταθμός για το Λαζαρέτο για έναν ακόμη σημαντικό λόγο: Στις 13 Απρίλη 1983 συστάθηκε στην Αθήνα το Σωματείο «Λαζαρέτο» (εικόνα του λογοτύπου του πιο πάνω), στο οποίο μπορούσαν να γίνουν μέλη κάθε συγγενής μέχρι πέμπτου βαθμού πολιτικού κρατούμενου των φυλακών της Κέρκυρας που εκτελέστηκε την επίμαχη περίοδο, κάθε συγκρατούμενός τους που ζούσε, καθώς και οποιοσδήποτε παραδεχόταν τους σκοπούς του και θα ανέπτυσσε για την ευόδωσή τους σχετικές δραστηριότητες. Οι ιδρυτές του ήταν 27, πέντε από τους οποίους ήταν άμεσοι συγγενείς εκτελεσμένων. Επρόκειτο, κυρίως, για συγκρατουμένους τους. Ως βασικός σκοπός του ορίστηκε η απόδοση τιμών στους εκτελεσμένους πολιτικούς κρατούμενους των φυλακών της Κέρκυρας και κάθε παρεμφερής δραστηριότητα, με ίδιους πόρους ή και με χρήση δωρεών και κληροδοτημάτων.
Συνυπέγραψαν την ιδρυτική αίτηση του Σωματείου αυτού, το οποίο επί σειρά ετών διαδραμάτισε πολύτιμο ρόλο στην ανάδειξη της ιστορικής μνήμης της νησίδας, συχνά όμως με αμφιλεγόμενο και διχαστικό τρόπο, μέχρι που έπαυσε να την εκφράζει γνήσια και να έχει ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, τα πρόσωπα (κατ' αλφαβητική σειρά): Σπύρος Ανδρεάδης, Βασίλης Γκιουζέλης, Μανώλης Γλέζος, Μαρία Γεωργαντά, Δημήτρης Γόδας, Χρήστος Δασακλής, Γιώργος Δεληγιάννης, Θανάσης Ελεφάντης, Βαγγέλης Καραμιχάλης, Αριάδνη Κοντού, Γιώργος Μαργέτης, Μαρία Μικροπούλου, Θεόδωρος Μπιζάνης, Θανάσης Πρόβος, Ανάστος Παπαπέτρου, Ευθύμης Παναγούλιας, Σταμάτης Σκούρτης, Παναγιώτης Σαλεπατάρας, Κώστας Σπιθάκης, Μαργαρίτης Στεργίου, Δημήτρης Σφακιανάκης, Μιχάλης Τσινιβίζης, Νίκος Τραϊφόρος, Ευαγγελία Φραντζεσκάκη, Λευτέρης Χατζηιωάννου, Σταύρος Χριστοφίδης, Άρης Παζαρόπουλος, Παναγιώτα Παζαροπούλου και Μιλτιάδης Τσομπανάκης. Την πρώτη, προσωρινή διοίκηση του Σωματείου στελέχωσαν ως πρόεδρος ο Σπύρος Ανδρεάδης, αντιπρόεδρος ο Παναγιώτης Σαλεπατάρας, ταμίας ο Νίκος Τραϊφόρος και μέλη της οι Θανάσης Ελεφάντης, Βαγγέλης Καραμιχάλης, Αριάδνη Κοντού και Σταμάτης Σκούρτης. Στο απόγειο της ισχύος του, πολύ προτού φτάσει στο σημείο να έλθει σε σύγκρουση και ρήξη με το Κόμμα που οι εκτελεσμένοι αρνήθηκαν να αποκηρύξουν και περιοριστεί σε μια ετήσια εκδήλωση με πνεύμα απροσδιόριστης «εθνικής συμφιλίωσης», που διεκπεραιώνεται από συνεργάτες του στην Κέρκυρα, είχε καταγράψει 753 μέλη.

Από το 1983 το «Λαζαρέτο» (εικονίζονται πιο πάνω ιδρυτικά και άλλα μέλη του σε επίσκεψη στη νησίδα) ανέλαβε βασικό ρόλο και προώθησε, με αρκετή επιτυχία, χάρη και στη συνεχή και πολύτιμη -και οικονομική- βοήθεια του κερκυραϊκού Δήμου, σύνθετες δράσεις. Καταρχάς, με τη συνδρομή του δημάρχου Γ. Κούρκουλου και σειράς κομμουνιστών κυρίως δημοτικών συμβούλων, καθώς και της τότε ληξιάρχου Κέρκυρας, Μαρίας Αρμενιάκου, ολοκλήρωσε τη σύνταξη μιας πρώτης λίστας με 112 επιβεβαιωμένα, εκτελεσμένους στη νησίδα, αγωνιστές. Με κόπο αναμόρφωσε και προστάτευσε τη νησίδα και συνέταξε μελέτες ανάδειξης της ιστορικότητάς της και πραγματοποίησης σειράς τεχνικών έργων. Αντιτάχθηκε μαζί την κερκυραϊκή κοινότητα σε απόπειρες ιδιωτικοποίησης του βράχου. Οργάνωσε, όπως έκανε παράλληλα και η Πανελλήνια Ένωση Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης (ΠΕΑΕΑ), μαζικές επισκέψεις και «προσκυνήματα» με παλιούς και νεότερους αγωνιστές από την Αττική και άλλες πόλεις. Επίσης, πράγμα ακόμα πιο σημαντικό ίσως, συγκέντρωσε έναν μοναδικό πλούτο τεκμηρίων από οικογένειες εκτελεσμένων. Ακόμη, οργάνωσε την πραγματοποίηση πρώτης επιστημονικής έρευνας για την υπόθεση των εκτελέσεων και του αγώνα επιβίωσης των πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές της Κέρκυρας, την οποία διεξήγαγε, ως συνεργάτης του, ο καθηγητής του Ιονίου Πανεπιστημίου, Διονύσης Μοσχόπουλος. Κυκλοφόρησε, με τη συμβολή του τελευταίου, το θαυμάσιο βιβλίο «Γεια σας αδέλφια» -μια δραστηριότητα που είχε εξάρει και αναδείξει με έμφαση η εφημερίδα «Ριζοσπάστης». Υποστήριξε, πάλι με τη βοήθεια και την αναντικατάστατη συμβολή του πρωταγωνιστή σε αυτό Δήμου Κέρκυρας, τον στόχο της κρατικής αναγνώρισης και κατοχύρωσης της νησίδας ως Ιστορικού Τόπου, που επιτεύχθηκε, έστω με προβληματική σηματοδότηση, το 1992.
Όλα αυτά τα θετικά στοιχεία της δράσης του, που βέβαια δεν απέτρεψαν την από πολλές απόψεις θλιβερή ακόμη και σήμερα κατάσταση των υποδομών στη νησίδα -πράγμα διόλου άσχετο από το γεγονός ότι η ηγεσία του Σωματείου, κινούμενη επί μακρόν σε πνεύμα «εθνικής συναίνεσης», απέφευγε να θέτει τις κυβερνήσεις προ των ευθυνών τους, ιδιαιτέρως μάλιστα αυτές της προτίμησής της του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ που ωστόσο δεν έκαναν το παραμικρό για το θέμα, ενώ από μία χρονική περίοδο και ύστερα ασπάστηκε μια λογική ρήξης με το Κόμμα με το οποίο συμπορεύονταν οι εκτελεσμένοι- έχουν συμβεί και δεν είναι λίγα, ούτε ασήμαντα· και οφείλονται, πρωτίστως, στη ζέση των επιζώντων αγωνιστών, είτε είχαν βάλει «νερό στο κρασί τους» είτε όχι. Όταν έπαυσαν να υπάρχουν ή να είναι ενεργοί πολλοί από εκείνους, που συχνά συντονίζονταν με ανάλογες επίμονες και ανιδιοτελείς δράσεις των Κερκυραίων υποστηρικτών του ΚΚΕ και φρόντιζαν ώστε οι εκδηλώσεις στη νησίδα να γίνονται πράγματι αρμονικά και με σεβασμό στην ιστορική αλήθεια, χάθηκαν λίγο ή πολύ και οι αξίες που πρέσβευαν. Με συνέπεια, το Σωματείο σταδιακά να απαξιωθεί, να αποτελεί υπόθεση «μετρημένων στα δάχτυλα» μελών και να έχει εξελιχθεί μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις, σε τροχοπέδη της ανάδειξης ιστορικών τεκμηρίων, αρνούμενο την πρόσβαση επιστημόνων και άλλων ερευνητών στα αρχειακά υλικά του.
Ευτυχώς, όμως, το Καταστατικό του, όπως τροποποιήθηκε το 1994, προβλέπει, για την ώρα που θα έρθει η διάλυσή του, κάτι που θα έπρεπε ήδη να έχει γίνει: «Η τυχόν απομείνασα περιουσία του διατίθεται στον Δήμο Κερκυραίων, το δε αρχειακό ιστορικό, φωτογραφικό, εκδοτικό υλικό στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο». Είναι γνωστή άλλωστε η αξιοσύνη του Εργαστηρίου Μουσειολογίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, ενώ είναι βέβαιον ότι και τα Αρχεία Νομού Κέρκυρας θα υποδεχθούν κατάλληλα τέτοια τεκμήρια. Υπάρχει εξάλλου και η λύση της μεταφοράς της έδρας του Σωματείου στην Κέρκυρα, όπου τοπικοί παράγοντες ευρείας αποδοχής, όπως ο πρώην δήμαρχος Σωτ. Μικάλεφ, θα μπορούσαν να δράσουν εποικοδομητικά, αν υποτεθεί ότι υπάρχει ακόμη οποιοσδήποτε λόγος περαιτέρω τυπικής ή ουσιαστικής λειτουργίας του, αφού έχει ολοκληρώσει προ πολλού τον ιστορικό του ρόλο.
![]() | ![]() | |
![]() |
Το 1984 (βλ. τρεις εικόνες πιο πάνω) υπήρχε όμως, ακόμα, πολλή ζωντάνια (και) από το αθηναϊκό Σωματείο.
Η τοπική εφημερίδα «Κερκυραϊκό Βήμα» του Κώστα Μπαλού (βλ. εικόνες δημοσιευμάτων της πιο κάτω) διέσωσε αρκετά στοιχεία από εκείνη την εκδήλωση, που είχε γίνει στις 21 Οκτώβρη 1984, όπως και για εκείνην της επόμενης χρονιάς. «Στο κάλεσμα του Δήμου και του Σωματείου των συγγενών - φίλων και συγκρατουμένων των εκτελεσμένων», σημείωνε στις 26 Οκτώβρη 1984, «ανταποκρίθηκαν εκατοντάδες συμπολίτες μας». Βασικός ομιλητής ήταν ο συγγραφέας του βιβλίου «Ώσπου να ξημερώσει» -που εκδόθηκε και με τον τίτλο «Αυτοί που ντρόπιασαν το θάνατο»- Σταμ. Σκούρτης.
«Τα Αντιστασιακά σωματεία ΠΕΑΕΑ, ΠΟΑΕΑ και ο σύνδεσμος της ΕΑμικής Εθνικής Αντίστασης καλούν όλους τους Αντιστασιακούς της Κέρκυρας να λάβουν μέρος στο προσκύνημα - Μνημόσυνο στο Λαζαρέτο αύριο Κυριακή, 20 Οκτώβρη και ώρα 10.30 π.μ.», έγραψε το «Κερκυραϊκό Βήμα» στις 19 Οκτώβρη 1985. Μαζί τους και με τον Δήμο συμπαραστάτη ήταν βέβαια το Σωματείο «Λαζαρέτο».
![]() | ![]() | ![]() |
![]() | ![]() |
Πρωταγωνιστούσαν τότε από την πλευρά των αντιστασιακών της Κέρκυρας δύο πρόσωπα, που δεν ήταν άλλοι (κατ' αλφαβητική σειρά εδώ) από τους Φίλη Κορωνάκη της πλευράς του τότε ΚΚΕ Εσωτ. και Ηλία Μάικα της πλευράς του ΚΚΕ. Εκπροσωπούσαν στο νησί ο πρώτος το «Λαζαρέτο» και ο δεύτερος την ΠΕΑΕΑ, αντιστοίχως (εικονίζεται πιο πάνω στην ίδια στήλη αριστερά ο Κορωνάκης και δεξιά ο Μάικας).
Τότε, τον Οκτώβρη του 1985, σε άρθρο του με τίτλο «Το μνημόσυνο στο Λαζαρέτο», στο «Κερκυραϊκό Βήμα», ο Ηλ. Μάικας έθεσε δημόσια τα ζητήματα ότι στο Λαζαρέτο έπρεπε «να γίνει ένα αντάξιο μνημείο» και ότι ουδείς δικαιούται να διεκδικεί δικαιώματα περίπου αποκλειστικής «αντιπροσώπευσης» των εκτελεσμένων, που έμοιαζαν να επιδιώκουν για λογαριασμό τους κύκλοι του Σωματείου «Λαζαρέτο».
Ήταν μια παρέμβαση-τομή, μέρος της οποίας αξίζει να υπενθυμίσουμε: «Οι ήρωες που έπεσαν στο Λαζαρέτο ανήκουν σε ολόκληρο τον Ελληνικό λαό, και γι' αυτόν θυσιάστηκαν. Δεν είναι κανενός ιδιοκτησία το Λαζαρέτο, ιδιαίτερα ο τόπος των εκτελέσεων (...) Ας ξεκινήσουμε όλοι μαζί για να φτιάξουμε ό,τι είναι ανάγκη να γίνει. 1) Να φτιαχτεί η παραλία για την προσέγγιση διαφόρων πλοιαρίων, 2) να γίνει ο δρόμος από την παραλία στον τόπο των εκτελέσεων, 3) να διαμορφωθεί ο τόπος των εκτελέσεων, και 4) να γίνει ένα αντάξιο μνημείο».
Την ίδια χρονιά, λίγους μήνες νωρίτερα, καθώς βρισκόταν στην Κέρκυρα με συναγωνιστές του φιλοξενούμενος σε ξενοδοχείο με θέα στη μαρτυρική νησίδα, ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης είχε βιώσει το δέος της θυσίας του Λαζαρέτου με έναν τρόπο που δεν ξέχασε ποτέ: με έναν νυχτερινό εφιάλτη. Είδαν κι έπαθαν οι φίλοι του να τον συνεφέρουν, σπεύδοντας κοντά του. Μέσα στη βαθιά νύχτα άκουγε φονικούς πυροβολισμούς από τη νησίδα, επέμενε, ξυπνώντας. «Μας σκοτώνουν πάλι», τους φώναζε και ξανάλεγε, «δεν ακούτε τους πυροβολισμούς στο νησάκι;». Το γεγονός έχει απαθανατιστεί σε βιβλίο πρώην μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ. Ο Μίκης Θεοδωράκης έφερνε και ξανάφερνε στο στόμα του, την επομένη της επεισοδιακής βραδιάς, τους μελοποιημένους και τραγουδισμένους από τον ίδιο στίχους «Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά σωπαίνουν κι οι καμπάνες / σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός μαζί με τους νεκρούς του».
![]() | ![]() |
Το 1986 και το 1987 (βλ. εικόνες πιο πάνω) οι ετήσιες εκδηλώσεις, πάντα με την αιγίδα -και την οικονομική συνδρομή- του Δήμου, ως αρωγού του Σωματείου «Λαζαρέτο» και παράλληλα αντιστασιακών οργανώσεων, όπως η ΠΕΑΕΑ που δεν απέκρυβε την πολιτική ταυτότητα των εκτελεσμένων αγωνιστών και διατράνωνε το δίκιο τους και το δίκιο του αγώνα τους χωρίς «ήξεις αφίξεις», άρχισαν να εμπλουτίζονται με καλλιτεχνικά δρώμενα.
Οι εκδηλώσεις, στις οποίες απηύθυναν χαιρετισμό εκπρόσωποι διαφόρων τοπικών πολιτικών οργανώσεων, άρχισαν σιγά-σιγά να αφορούν επίσης ολόκληρη τη βασανιστική και αντιστασιακή ιστορία της νησίδας και όχι μόνο την πλευρά των εκτελέσεων της περιόδου 1947-1949, που ήταν ο μόνος λόγος δημιουργίας του «Λαζαρέτου».
Ο Δήμος είχε τον πρώτο λόγο και μελετούσε όλο και πιο συχνά ποικίλα θέματα ανάδειξης της ιστορικότητας της νησίδας και ενδεχόμενης δημιουργίας Μνημείου αντάξιού της, ως αναπόσπαστου μέρους της τοπικής Ιστορίας. Εξασφάλισε από το κράτος, σε πρώτη φάση, δικαίωμα μακροχρόνιας χρήσης της νησίδας, προστατεύοντάς την από ενδεχόμενη απόπειρα ιδιωτικοποίησής της.
Τότε συζητήθηκε, για πρώτη φορά, η κατασκευή και η τοποθέτηση μαρμάρινων σταυρών με τα ονόματα των γνωστών εκτελεσμένων, με ισάριθμα κενοτάφια κοντά στον Τοίχο των Εκτελέσεων· πράγμα που πολύ αργότερα κατορθώθηκε, με την πολύτιμη επιμέλεια του «Λαζαρέτου», έστω με όχι λίγα λάθη σε ονόματα, ηλικίες και ημερομηνίες εκτελέσεων, λόγω αντιφατικότητας πολλών σχετικών στοιχείων ακόμη και σε επίσημα έγγραφα του ίδιου κρατικού φορέα.
![]() | ![]() |
Έτη-σταθμοί ήταν ακόμη για τη νησίδα οι χρονιές 1991-1992, επί δημαρχίας του Χρύσανθου Σαρλή πια.
Την πρώτη χρονιά, το 1991, «σηκώθηκαν και οι πέτρες» στην Κέρκυρα, όταν έγινε γνωστό ότι η κυβέρνηση συζητούσε με κεφαλαιούχο την εκχώρηση τμήματος της νησίδας για τη δημιουργία σταθμού ανεφοδιασμού καυσίμων. Η αντίδραση ήταν πάνδημη και συμπεριέλαβε όλους, πλην ενός, τους δημοτικούς συμβούλους που υποστήριζαν το τότε κυβερνητικό κόμμα της ΝΔ, καθώς και τον βουλευτή του. Τον Νοέμβρη του 1991, συγκεκριμένα, για πρώτη φορά το δημοτικό συμβούλιο Κέρκυρας ζήτησε επισήμως, με σχεδόν ομόφωνη απόφασή του, ολόκληρη η νησίδα να κηρυχθεί «Εθνικό Μνημείο, σύμβολο της Εθνικής Αντίστασης», θέτοντας παράλληλα το ζήτημα της ιδιοκτησίας της, πέραν της παραχώρησης της χρήσης της στον Δήμο.
Συγκροτήθηκε μάλιστα προσωρινή Επιτροπή Πρωτοβουλίας εκπροσώπων μαζικών και επιστημονικών φορέων, Δήμων και Κοινοτήτων και πολιτικών οργανώσεων του νησιού (βλ. εικόνα με σχετικό δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» στις 27 Νοέμβρη 1991), σε συνάντηση που έγινε στον «Φοίνικα», κατόπιν πρότασης της Νομαρχιακής Επιτροπής Κέρκυρας του ΚΚΕ. Τα αιτήματα που διαμορφώθηκαν συμπεριέλαβαν, μαζί με την κρατική αναγνώριση του Ιστορικού Τόπου και την προστασία του βράχου ως «Μνημείου Εθνικής Αντίστασης», τη μεταβίβαση της κυριότητάς της στον Δήμο της πόλης του νησιού. Επιπλέον συμφωνήθηκε, με βάση εισήγηση του επικεφαλής της Οργάνωσης του ΚΚΕ, Θεόδωρου Γουλή, η συνεργασία του Δήμου, των αντιστασιακών οργανώσεων και του Σωματείου «Λαζαρέτο» -που βέβαια επίσης αντέδρασε πολύ έντονα στις κυβερνητικές μεθοδεύσεις, αν και δεν εκπροσωπήθηκε στη συνάντηση- στο κοινό πλαίσιο δράσης και σε ειδική δέσμη άμεσων μέτρων για τον εξωραϊσμό και τον καλλωπισμό του χώρου των εκτελέσεων και της ταφής των λαϊκών αγωνιστών, καθώς και για την ανάδειξη των σωζόμενων ερειπίων σειράς κτισμάτων. Ομόφωνα η Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Κέρκυρας είχε υψώσει φωνή εναντίωσης σε κάθε σχέδιο ιδιωτικοποίησης της νησίδας ή μέρους της, συντασσόμενη με τις θέσεις και τις αξιώσεις των διαφόρων αντιπροσωπευτικών οργανώσεων του εργαζόμενου λαού του νομού. Μαζί ξεσηκώθηκαν και οργανώσεις των Κερκυραίων της Αττικής.
Ήταν αγώνας που στέφθηκε με επιτυχία, καθώς η κυβέρνηση «ανέκρουσε πρύμναν».
Έτσι φτάσαμε το 1992, στις 15 Απρίλη 1992 πιο συγκεκριμένα, στην απόφαση που υπέγραψε η υπουργός Πολιτισμού, Άννα Ψαρούδα - Μπενάκη, κηρύσσοντας τη νησίδα Ιστορικό Τόπο. Η υπουργική απόφαση καταχωρήθηκε σε Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ, Τεύχος Δεύτερο, αριθ. φ. 324) στις 15 Μάη 1992 (βλ. πιο πάνω επιγραφή με σχεδόν διαφημιστική ανάρτηση ολόκληρης της απόφασης από το Σωματείο στη νησίδα). Η προβολή της λαϊκής αξίωσης για την κήρυξη της νησίδας ως Ιστορικού Τόπου βρήκε πλατιά απήχηση και στον αθηναϊκό Τύπο και ήταν νικηφόρα.
Ένα μέρος της ίδιας αυτής υπουργικής απόφασης επεφύλασσε, ωστόσο, εκπλήξεις. Παρακάμπτοντας ασεβώς τις θέσεις του Δήμου και των κερκυραϊκών οργανώσεων και τελείως ερήμην τους, η τότε ηγεσία του Σωματείου «Λαζαρέτο» είχε υποβάλει πρόταση στο υπουργείο Πολιτισμού -κι εκείνο άλλο που δεν ήθελε τέτοια που ήταν, επέλεξε να την κάνει αμέσως αυτούσια δεκτή- με βάση την οποία η νησίδα χαρακτηρίστηκε: πρώτον ως «Μνημείο Ιατρικής Ιστορίας», δεύτερον ως «Μνημείο Εθνικής Αντίστασης» και τρίτον ως «Μνημείο Εθνικής Συμφιλίωσης»! Ποιων με ποιους και τι είδους «συμφιλίωση» ήθελαν να συμβολίζει, υποτίθεται, ο ιερός αυτός τόπος, δεν μάθαμε ποτέ!
Ο ηγετικός πυρήνας του «Λαζαρέτου» επιχείρησε μάλιστα αμετροεπώς, σαν να μην του έφθαναν οι ανεξήγητοι και αταίριαστοι αυτοί δύο επιπρόσθετοι χαρακτηρισμοί που εισηγήθηκε «πίσω από την πλάτη» του Δήμου και των λαϊκών οργανώσεων της Κέρκυρας, να οικειοποιηθεί κιόλας την υποχώρηση της κυβέρνησης μπροστά στις πάνδημες αντιδράσεις και την αποδοχή σχετικών αιτημάτων, ασεβώντας προς τον λαό του νησιού. Ανακοίνωσε δημόσια, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι «χάρις στις ενέργειες του Σωματείου επετεύχθη να χαρακτηρισθεί η νησίδα Ιστορικός Τόπος», αποφεύχθηκε χάρη σε αυτό η ιδιωτικοποίησή της και το Σωματείο είναι πια στις απόψεις του «ενισχυμένο με την απόφαση της Κυρίας Υπουργού»!
Αργότερα, αρμόδιο για όλα αυτά στέλεχος του ίδιου Σωματείου -που επέπληττε αγωνιστές ακατάβλητους ως τη δύση τους λέγοντάς τους ότι «πέρασε η μπογιά του σοσιαλισμού»- δημοσίευσε προκλητικό κείμενο με τίτλο «Η εθνική συμφιλίωση μήνυμα των νεκρών της νησίδας Λαζαρέτο», όπου έθετε θέμα «ποια πλευρά φταίει περισσότερο ή λιγότερο» (!!!), τελικά, για την εκτέλεσή τους.
![]() | ![]() |
![]() | ![]() |

Αλλά το θέμα αυτών των γραμμών δεν είναι ολόκληρη η ιστορία του μεταδικτατορικού ζωντανέματος του Λαζαρέτου ίσαμε τις μέρες μας, οπότε δεν θα επεκταθούμε αναλυτικά στη χρονική περίοδο 1993-2025. Αυτή σημαδεύτηκε, θα λέγαμε συνοπτικά:
* Πρώτον από την κυκλοφορία το 2000 βιβλίου βιωματικού χαρακτήρα Κερκυραίου συμπολίτη μας για τον άμεσο αντίκτυπο της τραγωδίας που βίωναν οι μελλοθάνατοι, σε ολόκληρη την πόλη του νησιού («Οι Φωνές» του Νίκου Μητσιάλη -που προλογίστηκαν από τον Κερκυραίο ποιητή Ιάσονα Δεπούντη- εικονίζονται πιο πάνω).
* Δεύτερον, από την αναπόφευκτη ίσως έναρξη το 2003 πραγματοποίησης δύο διαφορετικών ετήσιων εκδηλώσεων, με την εύλογη βέβαια υποστήριξη του Δήμου της πόλης σε αμφότερες.
* Τρίτον, από την πραγματοποίηση και ολοκλήρωση το 2009 σειράς σημαντικών και δυσχερών δημοτικών έργων -με κυρίαρχα το βανδαλισμένο έκτοτε κτίριο του μελλοντικού Μουσείου και τη φροντίδα της σωζόμενης τοπικής εκκλησίας- πάνω στη νησίδα.
* Τέταρτον, από την επίσκεψη στη νησίδα και την εξαγγελία το 2021, από τον Γενικό Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα, δέσμης πρωτοβουλιών, άμεσων πρακτικών μέτρων και συνεκτικών διεκδικήσεων για την ανάδειξη όλων των μνημειακών στοιχείων και την καθιέρωση του Λαζαρέτου κατά κάποιον τρόπο, αν το αποδίδουμε σωστά, ως Ιερού Βράχου της Κέρκυρας, των Ιονίων Νήσων, της Ελλάδας.
Είναι γεγονός ότι στα 33 χρόνια που μεσολάβησαν από το 1992 έως τώρα (πιο πάνω εικονίζονται και άλλες ιστορικές στιγμές από τη δεκαετία του 1980 και κατοπινές στη νησίδα), έγιναν, έστω με αργό και ανεπαρκή ρυθμό, πολλά και αξιοσημείωτα βήματα, χάρη στα οποία ο βράχος στέκει φάρος ακοίμητος, όλο και πιο αναγνωρίσιμος ως ιερός και χρόνο με τον χρόνο όλο και πιο καταξιωμένος στη λαϊκή συνείδηση.

Είναι χαρακτηριστικό αυτής της εξελικτικής πορείας, αλλά και της επιταχυνόμενης κινητικότητας και αποτελεσματικότητας των σχετικών δράσεων, ότι μέσα στους δώδεκα τελευταίους μήνες:
* Έγινε πραγματικότητα η μεταβίβαση της κυριότητας του Λαζαρέτου από την κρατική εταιρεία επιχειρηματικής αξιοποίησης ακινήτων, άνευ όρων, στον Δήμο της πόλης της Κέρκυρας.
* Εκδόθηκε για πρώτη φορά ποιητική συλλογή για το Λαζαρέτο (του εκπαιδευτικού Κώστα Ρούσσινου με τίτλο «Λαζαρέτο / Προσκυνώ»), διευρύνθηκε ο κύκλος των εικαστικών δημιουργιών για τη νησίδα (με το εικονιζόμενο πιο πάνω νέο έργο του ζωγράφου Γιώργου Παπαβλασόπουλου), παρουσιάστηκε από δύο μουσικά σύνολα το πρώτο τραγούδι για το Λαζαρέτο (με στίχους του ποιήματος «Το Νησί» του Γιώργου Μπάκολη, σε σύνθεση του Σπύρου Μαυρόπουλου) και άρχισαν να μορφοποιούνται νέες ποιητικές και μουσικές συνθέσεις για την ιστορία της νησίδας.
* Ανακοινώθηκε ότι η Περιφέρεια Ιονίων Νήσων πρόκειται να χρηματοδοτήσει την κατασκευή προβλήτας στο Λαζαρέτο μετά από σχετικό αίτημα του Δήμου Κεντρικής Κέρκυρας.
* Δρομολογήθηκε και είναι υπό έκδοση η κυκλοφορία, από Κερκυραίο συγγραφέα, ενός νέου βιβλίου, ιστορικού και μυθιστορηματικού χαρακτήρα, για τη νησίδα και τα πάθη των σκοτωμένων.
* Ήλθαν στο φως πολλά νέα, άγνωστα έως τώρα -και συγκλονιστικά ακόμη- τεκμήρια από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, τα Αρχεία Νομού Κέρκυρας και άλλες ιδιωτικές και δημόσιες πηγές για τα βάσανα των υπό εκτέλεση στο Λαζαρέτο μελλοθάνατων πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές της Κέρκυρας, τα ακριβή στοιχεία ταυτότητας και τον αριθμό των εκτελεσμένων στη νησίδα, τους μηχανισμούς που ενεργοποιήθηκαν εναντίον τους και εναντίον του κερκυραϊκού λαού σε αγώνες για τη διάσωσή τους, τις άδικες δίκες τους, τον ηρωισμό και την άρνησή τους ακόμη και μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα να απαρνηθούν τα δίκαια του ελληνικού λαού.
* Έγινε πραγματικότητα το Μνημείο του Λαζαρέτου με το οποίο αποδίδεται «Τιμή και Δόξα στους Αλύγιστους Αγωνιστές για το Δίκιο και τη Ζωή».
Η συρροή του πλήθους λαού -κάθε άλλο παρά μόνον του κομμουνιστικού χώρου- που πήρε μέρος στην τελετή των αποκαλυπτηρίων του Μνημείου που εισέφερε η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά της εκδήλωσης, αποδεικνύουν ότι περισσότερη τελικά σημασία, από το ποιος είναι και πώς λέγεται αυτός που οργανώνει μια εκδήλωση τιμής και μνήμης στο Λαζαρέτο, έχει η αίσθηση για τη γνησιότητα του περιεχομένου της ή, αντίθετα, για τη διεξαγωγή της με σκοπό την εξυπηρέτηση ποικίλων σκοπιμοτήτων, ξένων προς το λαϊκό συμφέρον και την αλήθεια. Η αυθεντικότητα, η κοινωνική υπευθυνότητα, η αλήθεια για το δίκιο, η ανιδιοτέλεια –που οι 112+ γαλουχημένοι σ' αυτές τις αξίες του ΕΑΜ και του ΚΚΕ μέσα στο καμίνι του Πολέμου και της Κατοχής υπεράσπισαν ως τη στερνή πνοή τους στον βράχο του Λαζαρέτου– μένουν ολοζώντανες, όπως φαίνεται από την απήχηση της πρωτοβουλίας του ΚΚΕ, στο κοινωνικό σώμα· και εμπνέουν, παρά τους κάθε λογής ενάντιους άνεμους.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΡΦΙΑΤΗΣ


































