Ο Βασίλης Άνθης γεννήθηκε στο χωριό Κοντόκαλι το 1911. Εργάστηκε στα νεανικά του χρόνια στην Εθνική Τράπεζα και ασπάστηκε νωρίς τα ιδανικά του σοσιαλισμού - κομμουνισμού, προσχωρώντας στο ΚΚΕ.
Για να αποφύγει τη σύλληψη από τη μεταξική δικτατορία, τον Νοέμβριο του 1937 αναγκάστηκε να φύγει για την Αθήνα, παρατώντας τη δουλειά του. Συνδέθηκε με την Κομματική Οργάνωση της Αθήνας του ΚΚΕ και πέρασε στην παρανομία.
Συνελήφθη λίγους μήνες αργότερα σε παράνομο τυπογραφείο του Κόμματος στην Αθήνα. Την άνοιξη του 1938 εξορίστηκε στην Ακροναυπλία. Παραδόθηκε από τη δικτατορία του Μεταξά στους Γερμανούς και τελικά τους Ιταλούς κατακτητές και εξορίστηκε με άλλους 200 περίπου κομμουνιστές, μεταξύ των οποίων και ο μετέπειτα πρόεδρος του ΚΚΕ Απόστολος Γκρόζος, αρχικά στην Κατούνα και τη Βόνιτσα και στη συνέχεια στο νησάκι Λαζαρέτο της Κέρκυρας, υπό τον έλεγχο Ιταλών.
Απελευθερώθηκε από το Λαζαρέτο μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών και αφοσιώθηκε, μαζί με άλλους κομμουνιστές της Κέρκυρας και Ακροναυπλιώτες εξόριστους κομμουνιστές, στην ανασυγκρότηση και ενίσχυση της τοπικής οργάνωσης του ΚΚΕ και του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στην Κέρκυρα. Εκλέχτηκε Γραμματέας της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Κέρκυρας (ΚΟΚ) του ΚΚΕ και μέλος της Γραμματείας της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΕΑΜ Κέρκυρας με πρωταγωνιστική δραστηριότητα, μέχρι την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς. Ήταν υπεύθυνος έκδοσης της εφημερίδας «Νέα Ζωή» της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Κέρκυρας. Ηγήθηκε πολιτικά της επιχείρησης φυγάδευσης στην Ήπειρο Αμερικανών αεροπόρων που είχαν εγκλωβιστεί στη Λευκίμμη, στη νότια Κέρκυρα, καθώς και της επιχείρησης αποτροπής γερμανικού σχεδίου ανατίναξης λιμενικών εγκαταστάσεων της πόλης της Κέρκυρας και του τοπικού εργοστασίου ηλεκτροφωτισμού.
Εμπιστευτική επιστολή της Οργάνωσης, 9 Οκτωβρίου 1944
Τις 9 Οκτωβρίου 1944 υπέγραφε εμπιστευτική επιστολή της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Κέρκυρας προς τη Στρατιωτική Διοίκηση, τον αστυνομικό διευθυντή, τον διοικητή της Χωροφυλακής, τη Νομαρχιακή Επιτροπή του ΕΑΜ και την Οργάνωση ΕΔΕΣ, που αν και είχε την ευθύνη των στρατιωτικών επιχειρήσεων, βάσει της Συμφωνίας της Καζέρτας, πρέσβευε την «παθητική» αντίσταση στους Γερμανούς κατακτητές και ενδιαφερόταν μόνο ή κυρίως για την ανάληψη της εξουσίας μετά την αποχώρησή τους. Στην επιστολή αυτή ανέφερε:
«Κύριοι, έχουμε την τιμή να σας γνωρίσουμε τα παρακάτω:
Η Κομμουνιστική Οργάνωση Κέρκυρας από καιρό, έχοντας θετικές πληροφορίες ότι οι Γερμανοί φεύγοντας θα ανατινάξουν το λιμάνι και ότι οι εκρηκτικές ύλες που έχουν ετοιμαστεί θα φέρουν σοβαρές καταστροφές, έκαμε κάθε προσπάθεια για να ματαιώσει την ανατίναξη.
Χτες τη νύχτα η Κ.Ο.Κ. έκοψε τα καλώδια σύνδεσης των υπονομεύσεων και η ανατίναξη που ήταν να γίνει σήμερα το πρωί ματαιώθηκε.
Στο μεταξύ ο Καπετάνιος του ΕΛΑΣ ειδοποίησε χτες στις 6 μ.μ. τους δύο Στρατιωτικούς Διοικητές κ.κ. Σπύρο Τριβιζά και Ν. Μουρτίκα να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να εμποδίσουν την προσπάθεια των Γερμανών να ξαναενώσουν τις συνδέσεις.
Οι δύο Στρατιωτικοί Διοικητές δεν ενόμισαν ότι έπρεπε να λάβουν μέτρα.
Έχουμε τη γνώμη ότι ακόμα και τώρα είναι καιρός να εμποδίσουμε το φασιστικό έγκλημα κατά της Κέρκυρας.
Οι Γερμανοί που μένουν ακόμα στην πόλη είναι περί τους 50 και πιστεύουμε ότι θα ήταν εγκληματικό και ατιμωτικό συγχρόνως να τους αφήσουμε ανενόχλητους να συμπληρώσουν το έργο της καταστροφής της πόλης μας.
Η Κ.Ο.Κ., κάνοντας μία τελευταία έκκληση προς όλους τους υπεύθυνους, πιστεύει ότι έκαμε το καθήκον της και είναι έτοιμη να παρουσιαστεί αύριο στον κερκυραϊκό Λαό με το μέτωπο ψηλά».
Τις 27 Νοεμβρίου 1944 υπέγραφε ο ίδιος προκήρυξη - Ανοιχτό Γράμμα της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Κέρκυρας (ΚΟΚ) προς τον εκπρόσωπο της κυβέρνησης στο νησί, με την οποία, μεταξύ άλλων, κατήγγειλε συλλήψεις, ξυλοδαρμούς, απειλές, αρπαγές εις βάρος των αγωνιστών και καταπάτηση των λαϊκών ελευθεριών. «Εδώσατε το δικαίωμα να στους δοσίλογους αξιωματικούς της αστυνομίας να σας να πιάνουν στελέχη (...) και μάλιστα χωρίς ένταλμα (...) Δεν πήρατε κανένα μέτρο εναντίον εκείνων που πυροβόλησαν στην πρώτη παλλαϊκή συγκέντρωση κατά του Λαού», κατήγγειλε ακόμη.
«Ανοιχτό Γράμμα» της Οργάνωσης, 1944
Συνελήφθη την 1η Δεκεμβρίου 1944 και κλείστηκε στις φυλακές της Κέρκυρας, σε συνθήκες διώξεων εις βάρος των κομμουνιστών της Κέρκυρας από τις κυβερνητικές τοπικές αρχές και τις στρατιωτικές δυνάμεις του ΕΔΕΣ -που είχαν έλθει από την Ήπειρο υποστηριζόμενες από βρετανική δύναμη- με συκοφαντίες ότι δήθεν η Κομμουνιστική Οργάνωση Κέρκυρας είχε περάσει στην παρανομία και ετοιμαζόταν να καταλάβει το νησί με τη βοήθεια, υποτίθεται, Αλβανών ανταρτών. Αποφυλακίστηκε τα μέσα Φεβρουαρίου του 1945, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Τον Μάιο του 1945 και ενώ με βάση τους όρους της Συμφωνίας της Καζέρτας η Κέρκυρα είχε τεθεί προ πολλού υπό τη διοίκηση δυνάμεων του ΕΔΕΣ Ηπείρου και το 10ο Σύνταγμα Πεζικού του εφεδρικού ΕΛΑΣ στην Κέρκυρα είχε αφοπλιστεί, με εντολή του Γραφείου Ηπείρου του ΚΚΕ πέρασε μυστικά στην Ήπειρο και συνδέθηκε με το Κόμμα στα Ιωάννινα, όπου δούλεψε στον παράνομο μηχανισμό του επί δεκαπέντε μήνες. Είχε προηγηθεί καταδίκη του από δικαστήριο της Κέρκυρας σε εφέσιμη ποινή φυλάκισης έξι μηνών για «συκοφαντική δυσφήμιση» υψηλόβαθμων παραγόντων των τοπικών αρχών, τους οποίους με άρθρο του στην κομματική εφημερίδα «Νέα Ζωή» είχε κατηγορήσει για τον ενδοτικό ρόλο τους κατά τη γερμανική Κατοχή.
Φύλλο της «Νέας Ζωής», 1944
Τον Οκτώβριο του 1947 εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ) στο Μιτσικέλι. Ήταν υπεύθυνος Διαφώτισης στο Αρχηγείο Ηπείρου. Τον Ιούλιο του 1949 στάλθηκε στην Κέρκυρα, απ' όπου με λαστιχένια βάρκα τις 31 Αυγούστου του ιδίου έτους, μετά την ήττα του ΔΣΕ, πέρασε στην Αλβανία. Συνδέθηκε ξανά με δυνάμεις του ΔΣΕ και μέσω άλλων χωρών έφθασε και εγκαταστάθηκε στην Τσεχοσλοβακία.
Τις 31 Δεκεμβρίου 1950 το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κέρκυρας εξέδωσε ένταλμα σύλληψής του και βούλευμα παραπομπής του στο Κακουργιοδικείο της περιφέρειας του Εφετείου Κέρκυρας, μαζί με έναν ακόμη Κερκυραίο κομμουνιστή, με τις κατηγορίες ότι «από του μηνός Αυγούστου 1946 μέχρι και του Ιουνίου 1949 κατ' εξακολούθησιν εν Κερκύρα - Ηπείρω ή αλλαχού της Ελληνικής Επικρατείας κατήρτισαν ομάδα και συμμετέσχον ταύτης ως αρχηγοί και οδηγοί επί τω σκοπώ όπως προσβάλωσι δια βίας τας αρχάς, τους Δημοσίους και Εκκλησιαστικούς υπαλλήλους, τα όργανα της Δημοσίας Ασφαλείας και δημοσίας δυνάμεως, ως και πρόσωπα ανήκοντα εις συμμάχους στρατούς» και «ενόπλως προσέβαλλον δια βίας τας αρχάς (....), καταρτίσαντες ομάδας και τούτων ως μετασχόντες ως αρχηγοί και οδηγοί επολέμησαν εν Μουργκάνα Ηπείρου και Γράμμω κατά του Εθνικού Στρατού», ειδικότερα ο Βασίλης Άνθης «ως πολιτικός επίτροπος συμμοριακής ταξιαρχίας φέρων τον βαθμόν του λοχαγού». Τρεις μήνες νωρίτερα, ανακριτής είχε εκδώσει εναντίον του «κατασχετήριον».
Το Διαρκές Στρατοδικείο Ιωαννίνων τις 24 Αυγούστου 1951 τον καταδίκασε ερήμην σε θάνατο για «κατασκοπεία εκ συστάσεως», ενώ άλλα μέλη της οικογένειάς του κατηγορήθηκαν για «συνέργεια εις κατασκοπείαν».
Απόφαση καταδίκης του σε θάνατο, 1951
Εναντίον του εκτοξεύτηκαν χυδαίες κατηγορίες για συμμετοχή ακόμη και σε κίνημα... απόσπασης εθνικού εδάφους. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κέρκυρας τις 19 Ιουλίου 1952 εξέδωσε νέο ένταλμα σύλληψης και προσαγωγής του «αγνώστου διαμονής κατηγορούμενου» Βασίλη Άνθη σε δίκη ενώπιον Ειδικού Πενταμελούς Εφετείου της Κέρκυρας, για να δικαστεί με τις κατηγορίες ότι «εν Κερκύρα και αλλαχού από των αρχών του έτους 1949 μέχρι του έτους 1951 κατ' εξακολούθησιν» επιδίωξε «ως οδηγός την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του πολιτεύματος και του κρατούντος κοινωνικού συστήματος και την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της επικρατείας και ενήργησεν υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν συμμοριτών, εκδίδων δελτίον ειδήσεων και εφημερίδα» και «ανεχώρησεν εις το εξωτερικόν προτιθέμενος να μετάσχη συμμοριακής δράσεως και υποβοηθήση καθ' οιονδήποτε τρόπον ταύτην, ήτοι αναχωρήσας δι' Αλβανίαν και ενταχθείς εις τον βαθμόν του λοχαγού εις τα εκεί κατά της Ελλάδος δρώντα συμμοριακά συγκροτήματα και υποβοηθών ταύτα δια παντός μέσου επεδίωξε δια των διαφωτίσεων, λόγοις και αντύπων δελτίων και εφημερίδων, άτινα ούτος εξέδιδε και εκυκλοφόρει μεταξύ των συμμοριτών...».
Εκτελώντας κομματική αποστολή, τη δεκαετία του 1950 δούλεψε επί τρία χρόνια στην Ιταλία και τη Γαλλία για την ανασυγκρότηση των οργανώσεων του ΚΚΕ και την εκδήλωση αλληλεγγύης στους κομμουνιστές και τον λαό στην Ελλάδα. Στη συνέχεια εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες των πολιτικών προσφύγων σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και ήταν υπεύθυνος της ελληνικής εκπομπής του ραδιοφωνικού σταθμού στην Πράγα, όπου έζησε συνολικά είκοσι χρόνια. Συγχρόνως, αρθρογραφούσε σε εφημερίδες, μεταξύ άλλων και σε δανική, εναντίον των μηχανορραφιών της Αυλής και της Δεξιάς στην Ελλάδα.
Στη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών πήρε δραστήρια μέρος στην εκδήλωση της αντιδικτατορικής πάλης και αλληλεγγύης των Ελλήνων μεταναστών στη Δυτική Ευρώπη. Τάχθηκε με το «ευρωκομμουνιστικό» ρεύμα μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968 και για τον λόγο αυτό ήλθε σε αντίθεση μαζί του. Συνέχισε μέχρι τον επαναπατρισμό του να εργάζεται στην Πράγα ως πολιτικός συνεργάτης της Παγκόσμιας Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας (ΠΣΟ) και της Διεθνούς Συνδικαλιστικής Ένωσης Εργαζομένων Γεωργίας, Δασών και Φυτειών της ίδιας Ομοσπονδίας. Με αυτή την ιδιότητα επισκέφθηκε διάφορες χώρες, όπως η ΕΣΣΔ, η Ιταλία, η Βόρεια Κορέα, η Γαλλία, η Πολωνία, η Λιβύη, η Κούβα και η Κύπρος.
Βούλευμα νέας παραπομπής σε δίκη, 1952
Επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα και επέστρεψε στην Κέρκυρα, έπειτα από 34 χρόνια απουσίας, το 1980. Είχαν απορριφθεί, προηγουμένως, τρεις αιτήσεις επαναπατρισμού του.
Το 1993 εξέδωσε το βιβλίο «Ένα ταξίδι, μια ζωή», με πρόλογο του Λεωνίδα Κύρκου, το οποίο αφορά κυρίως το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης στην Κέρκυρα και την παραχάραξη των γεγονότων της περιόδου που επιχείρησαν τοπικοί παράγοντες του συντηρητικού χώρου με προγενέστερες εκδόσεις τους. Στο ίδιο βιβλίο συμπεριέλαβε κριτική στο ΚΚΕ και στον τρόπο οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην πρώην ΕΣΣΔ. Τη δεκαετία του 1990 ήταν μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής Κέρκυρας του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου.
Εδώ (δεξιά) με τον Απόστολο Γκρόζο στην Πράγα
«Το ΕΑΜικό κίνημα της Κέρκυρας (ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, Εθνική Αλληλεγγύη) δεν ήταν έργο σοφών καθοδηγητών ή λίγων ανθρώπων», σημείωνε στο βιβλίο του. «Ήταν δημιούργημα του κερκυραϊκού λαού - τμήμα του πανελλαδικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Ήταν η έκφραση της ανάγκης και της θέλησης για επιβίωση και εθνική ανεξαρτησία, για ανάπλαση της Πατρίδας μέσα σε μια ανθρωπινότερη κοινωνία. Για να γίνει όμως αυτή θέληση ενεργός δύναμη χρειαζόταν ένας σκελετός και ένα νευρικό σύστημα που θα ένωνε όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις σε ένα σώμα -κεφαλή και μέλη- με ενιαία βούληση και συντονισμένη δράση. Αυτό ήταν τα μικρά και μεσαία στελέχη, καμιά τριακοσαριά, που χωρίς αυτούς το ΕΑΜ της Κέρκυρας δεν θα γινόταν (...) Γι' αυτό ας μείνουν στην ιστορική μνήμη σαν οι τριακόσιοι πρωτοπόροι αγωνιστές - πιστοί στα "ρήματα" του κερκυραϊκού λαού που τους γέννησε (...) Η πείρα συνωμοτικής οργάνωσης και δράσης των Ακροναυπλιωτών και το αγωνιστικό τους παράδειγμα βρήκαν γόνιμο έδαφος στη θέληση της μεγάλης πλειοψηφίας του κερκυραϊκού λαού να αγωνιστεί για την εθνική απελευθέρωση και για ένα καλύτερο αύριο».
Για την υπόθεση του σοσιαλισμού -κομμουνισμού και την «αποκαρδιωτική» κατάληξή της στην ΕΣΣΔ και τις άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες υπενθύμιζε τα λόγια του ποιητή, σύμφωνα με τα οποία «εκεί που γιόρταζε η φωτιά τώρα απομένει στάχτη», για να σημειώσει, εν είδει παρακαταθήκης, ότι τη σπίθα που έμεινε είναι «χρέος σου να τη συδαυλίσεις ν' ανάψει και να λαμπαδιάσει, για να φωτίσει και να θερμάνει. Καλή τύχη!...».
«Μετά το θάνατό μου το σώμα μου να αποτεφρωθεί και η τέφρα μου να διασκορπιστεί στο μώλο του Λαχαρέτου, όπου ως Ακροναναυπλιώτης φυλακίστηκα από τους κατακτητές την περίοδο '42-'43», ήταν η τελευταία επιθυμία του.
«Έφυγε» από τη ζωή, σε ηλικία 88 ετών, τον Μάιο του 1999.