Τετάρτη, 27 Νοεμβρίου 2019 23:48

Βλάσσης Βασίλης

 blass n b1Ο Βασίλης Νικ. Βλάσσης (Τζελεμάνης) γεννήθηκε στη Λευκίμμη τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του περασμένου αιώνα. Ασπάστηκε τις αναγεννητικές ιδέες της Οκτωβριανής Επανάστασης και υποστήριζε το ΚΚΕ από τα νεανικά του χρόνια.

Δούλεψε σε αμπέλια στο κτήμα του πατέρα του κι έφτιαχνε και πούλαγε κρασί, μαζί με την οικογένειά του.

Αν και το 1936 είχε περάσει διπλή βρογχοπνευμονία, πολέμησε επικεφαλής λόχου εναντίον των Ιταλών το 1940 στην Κονίσπολη και αλλού. Αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε και φυλακίστηκε επί μήνες μέχρι τον Απρίλιο του 1941 σε στρατόπεδο στην Ιταλία, όπου πρωταγωνίστησε σε απεργίες πείνας. Επιστρέφοντας στην κατεχόμενη Κέρκυρα και στο χωριό του, αρνήθηκε πρόταση του Ιταλού διοικητή της Λευκίμμης για συνεργασία και συντάχθηκε με την Αντίσταση. «Ζούσα περίπου στην παρανομία και στο χωριό κυκλοφορούσα μεταμφιεσμένος», έγραψε σε απομνημονεύματά του.

Στη θέση Παραποταμιά απάντησε ως εξής σε πρόταση του κομμουνιστή Νάσου Βλάσση να οργανωθεί στο ΕΑΜ: «Εγώ είμαι κομμουνιστής με δράση, (...) στην αιχμαλωσία κινητοποιήσαμε το στρατόπεδο πολλές φορές και με απεργίες πείνας από δύο ως εννιά μέρες». Οργανώθηκε, ανέλαβε και υλοποίησε αποστολή επισκευής, συντήρησης και μεταφοράς σε άλλο σημείο χαλασμένου οπλοπολυβόλου που είχαν κρύψει συναγωνιστές του στην ουρανία της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα στην τοποθεσία Μελίκια, δίπλα στο κτίριο της λιμενικής αστυνομίας των Ιταλών. «Μετά από αυτό μου ανέθεσαν τη φύλαξη και τη συντήρηση όλων των όπλων που είχαμε στο Ποτάμι, καθώς και την εκγύμναση ορισμένων ΕΠΟΝιτών», διηγήθηκε.

Καταδικάστηκε ερήμην από δικαστήριο, επί Ιταλών, σε φυλάκιση, με αφορμή την άρνησή του, μαζί με τον αδελφό του Γαβρίλη που συνελήφθη και καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός χρόνου στις φυλακές της Κέρκυρας, να παραδώσει ασβέστη της οικογένειάς τους σε Ιταλούς στρατιώτες. «Τα κατάφερα και τους έφυγα, αφού κρύφτηκα σε ένα αχερόσπιτο (...) Με την κατηγορία ότι υποκινούσα τον κόσμο σε επανάσταση μου έβαλαν ερήμην 2,5 χρόνια φυλακή. Ζούσα στην παρανομία». Ειδοποιήθηκε ότι είχε εντοπιστεί ο κρυψώνας του και «όταν πήγαν οι Ιταλοί, έσπασαν την πόρτα, γύρισαν όλο το περιβόλι και τις σούδες, αλλά δε βρήκαν τίποτα. Έτσι ζούσα από τότε σε ολοκληρωτική παρανομία». Είχε οργανωθεί και στον εφεδρικό ΕΛΑΣ. Στο σπίτι του η οικογένειά του έκρυψε επί καιρό δύο Ιταλούς στρατιώτες για να μην παραδοθούν στους Γερμανούς, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και την εισβολή τους στην Κέρκυρα. «Οι Ιταλοί μάς έδωσαν όπλα και σφαίρες και μαζί πήγαμε στον Άγιο Δημήτρη Κάβου και αιχμαλωτίσαμε τους εκεί ευρισκόμενους Γερμανούς».

Άρχιζε νέα παρανομία. Τα αδέλφια του Γαβρίλης και Κώστας οδήγησαν δύο από τα πέντε κάρα με τα οποία φυγαδεύτηκαν στην πόλη της Κέρκυρας, με τελικό προορισμό την Ήπειρο, δέκα Αμερικανοί αεροπόροι που είχαν πέσει στη Λευκίμμη, λόγω βλάβης του αεροπλάνου τους. 

 

blassis n b2 001

 

Μαχητής του ΕΛΑΣ ο ίδιος, το 1944 έλαβε μέρος στη νικηφόρα μάχη εναντίον των Γερμανών στην Αμφιλοχία Αιτωλοακαρνανίας.

Μετά την απελευθέρωση και την υπαγωγή της Κέρκυρας στην ευθύνη διοίκησης μονάδων του ΕΔΕΣ, όπως έγραψε αυτές «άρχισαν τις διώξεις, τις συλλήψεις, τα βασανιστήρια, τις φυλακίσεις, τους σκοτωμούς. Η ζωή των οπαδών του ΕΑΜ ήταν κόλαση, με συλλάβανε από τους πρώτους, με βασάνισαν μερόνυχτα και μαζί με άλλους μας πήγαν με καΐκι στην πόλη δεμένους με χειροπέδες συνοδεία αστυνομικών. Ήμασταν δεκαπέντε άτομα στο Φρουραρχείο που ήταν στην Πάνω Πλατεία και μας στρίμωξαν όλους σε ένα δωμάτιο που ίσα-ίσα μας χωρούσε». Ένας ΕΔΕΣίτης «μας έβαλε όλους έναν-ένα γύρω από το δωμάτιο και αυτός στη μέση κι άρχισε να μας βαράει μπουνιές και κλωτσιές».

Κατάφερε να δραπετεύσει και να φτάσει την επομένη με τα πόδια στη Λευκίμμη, περνώντας απ' τα χωριά Άγιοι Δέκα και Χλωμοτιανά.   

Τα τέλη του 1947, ενώ οι αντικομμουνιστικές δυνάμεις δίωκαν τον επίσης κομμουνιστή αδελφό του Θρασύβουλο Βλάσση, τον οποίο και εκτέλεσαν τις 9 Φεβρουαρίου 1949, εξορίστηκε στο κολαστήριο της Μακρονήσου.

Σε κείμενό του για εκείνη την εποχή και τον εμφύλιο πόλεμο, «τον οποίο ήθελε ο Τσόρτσιλ για να πάρει τη ψυχή του ελληνικού λαού», περιέγραψε γλαφυρά όσα συνέβαιναν μέσα κι έξω απ' τη Μακρόνησο:  

«Δεν περίμενα η κυβέρνηση Σοφούλη να μας επιστρατεύσει και 'μας τους γέρους. Είχα μείνει στο σπίτι με τρεις γέρους, πατέρα, μητέρα, θεία και τη γυναίκα του Θρασύβουλου, ο οποίος ήταν στις φυλακές του ΦΙΞ στα Γιάννενα. Ο άλλος αδερφός μου, ο Γαβρίλης, ήταν στον Πειραιά για να τελειώσει τη σχολή μηχανικών εμπορικού ναυτικού. Ήθελε ένα χρόνο να την τελειώσει. Έτσι, με την επιστράτευση όσους δεν είχαν μαζέψει, λόγω κοινωνικών φρονημάτων, για να φτιάξουν την εθνοφυλακή, βρεθήκαμε στα Γιάννενα τα τέλη του '47. Μια μέρα μας κάλεσε ο συνταγματάρχης του Α2 (...) και μας ζήτησε να του υπογράψουμε υπεύθυνη δήλωση αποκηρύττοντας τα πιστεύω μας. Όσοι υπόγραψαν τους έστειλαν στο μέτωπο. Τους άλλους, μαζί με 'μένα, μας έστειλαν στη Μακρόνησο, όπου μείναμε (...) μέχρι τέλη Δεκεμβρίου του 1948».

 

Και τι δεν έζησε στη Μακρόνησο:

«Συγκέντρωσαν πάνω από 50.000. Έπρεπε να τους σπάσουν, διότι από κάθε ηλικία όλο και μαζεύονταν περισσότεροι. Βέβαια απ' όλους αυτούς ζητούσαν να υπογράψουν δήλωση μετάνοιας. Αποφάσισαν λοιπόν να οργανώσουν το σπάσιμο. Είχαν δημιουργηθεί τρία τάγματα. Το 2ο προς βορρά με διοικητή τον ταγματάρχη Τζανετάτο, το 1ο με το λοχαγό Βασιλόπουλο, το κέντρο διοίκησης και το 3ο προς νότο με διοικητή τον ταγματάρχη Σκαλούμπακα και το 4ο νοτιότερα με τους αξιωματικούς και τους πιο σκληρούς ΕΛΑΣίτες. Οι κρατούμενοι για την ψυχαγωγία τους είχαν κάμει σε μια χαράδρα αμφιθέατρο και έπαιζαν οι επαγγελματίες θεατρίνοι κρατούμενοι, συνήθως τις νύχτες μετά το βραδινό φαγητό. Ένα βράδυ χωρίς αιτία τους χτύπησαν. Είχαν ορισμένους νεκρούς. Οι κρατούμενοι έφυγαν και μπήκαν στα αντίσκηνά τους. Την επόμενη μέρα το πρωί πήγαν να κηδέψουν τους νεκρούς τους κατεβάζοντας τη σημαία μεσίστια.

Τότε άρχισε το μεγάλο μακελειό. Ο Μπαϊραχτάρης είχε έρθει με μια ακταιωρό οπλισμένη με πολυβόλα, φωνάζοντας στους κρατούμενους με τηλεβόα: "Έλληνες στρατιώτες, μην ακούτε τους κομμουνιστές, ακούστε τους αξιωματικούς σας". Οι κρατούμενοι έφυγαν προς την παραλία να προφυλαχτούν πίσω από τα βράχια. Τότε άρχισαν να κροταλούν τα πολυβόλα της ακταιωρού του συνταγματάρχη Μπαϊραχτάρη. Η παραλία έβαψε από το αίμα. Στην απελπισία τους οι κρατούμενοι έτρεξαν προς την παρακείμενη χαράδρα. Στρατός και ακταιωρός τους κύκλωσαν και εκεί έγινε η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Αναρίθμητοι νεκροί και τραυματίες. Γέμισαν τα νοσοκομεία Αθηνών και Πειραιώς. Στη Μακρόνησο, όπου σκάψεις βρίσκεις κόκαλα. Πολλοί τρελάθηκαν, άλλοι στην απελπισία τους αυτοκτόνησαν στη θάλασσα».

 

Επιστρέφοντας από τη Μακρόνησο στη Λευκίμμη δεν βρήκε κανένα από τα δύο άλογα που πολύ αγαπούσε και είχε αφήσει...

Τον αδερφό του Γαβρίλη τον συνάντησε κατά τύχη στην οδό Σταδίου στην Αθήνα, μία μέρα πριν αναχωρήσει για την Κέρκυρα, έτοιμο να πεθάνει από την ασιτία. Τον πήρε μαζί του στη Λευκίμμη για να επιζήσει. Ο Γαβρίλης, διπλωματούχος μηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού, «έφτασε στο χείλος του θανάτου για τα ευκόλως εννοούμενα».

Στάθηκε όσο μπορούσε πιο κοντά και στον άλλο αδελφό του, τον Θρασύβουλο Βλάσση. 

Μεταπολεμικά υποστήριξε την ΕΔΑ και μετά την πολιτική αλλαγή του 1974 στρατεύτηκε στην οργανωτική ενίσχυση του ΚΚΕ στην περιοχή του. Διατήρησε την ιδιότητα του μέλους του μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Παρέμεινε σταθερός υποστηρικτής του.

«Έφυγε» από τη ζωή, στη Λευκίμμη, το 2000».

4

Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 15 Δεκεμβρίου 2019 18:26

Please publish modules in offcanvas position.