Ο Βασίλης Καββαδίας, ανθυπολοχαγός _τιμημένος νεκρός_ του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), γεννήθηκε στον οικισμό Αναπλάδες της περιοχής Λευκίμμη το 1928.
Ο πατέρας του Άγγελος και η οικογένειά του λειτουργούσε στην περιοχή παλιό καμίνι και δούλευε κι αυτός εκεί, από μικρή ηλικία, μαζί με τον πατέρα του και τα τέσσερα αδέλφια του.
Επηρεάστηκε βαθιά από τους αγώνες της κατοχικής περιόδου και έφηβος ακόμα τάχθηκε με την ΕΠΟΝ, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ.
Τον Οκτώβριο του 1947 συμμετείχε στην ομάδα των δεκαέξι κομμουνιστών της Λευκίμμης που πέρασαν από τη Λευκίμμη στην Αλβανία, με σκοπό να φθάσουν στην Ήπειρο και να πλαισιώσουν τον Δημοκρατικό Στρατό, πολεμώντας για τα ιδανικά τους, ερχόμενοι σε αντίθεση με απόφαση της οργάνωσής τους να συνεχίσουν να αγωνίζονται στο νησί. Πίστευε ότι ο ένοπλος αγώνας του ΔΣΕ θα ήταν νικηφόρος και θα λύτρωνε τη χώρα.
Έφθασε και κατατάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό τις 5 Ιανουαρίου 1948. Ανέλαβε ομαδάρχης σε τμήματα της VIII Μεραρχίας του. Πήρε μέρος σε μάχες και σκοτώθηκε σε ηλικία 21 ετών τις 23 Φεβρουαρίου 1949 στα βουνά της Μουργκάνας, κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων, στη μάχη στη Γέφυρα Στράτσιανης.
«Πάτησε νάρκη και σκοτώθηκε, αυτό μάθαμε», αναφέρει στους Αναπλάδες, δίπλα στο σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Βασίλης Καββαδίας, ο συγγενής του Νίκος Καββαδίας. «Ο Βασίλης ήταν επαναστατικός τύπος, πίστευε στην κοινωνική Επανάσταση, στην κοινωνική δικαιοσύνη. Έκλεβε το ψωμί της μάνας του και το μοίραζε σε άλλους φτωχούς στο χωριό. Για να μην προδοθεί η επιχείρηση, δεν το 'πε σε κανέναν ότι θα φύγει για τον Δημοκρατικό Στρατό».
Έφθασε και κατατάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό τις 5 Ιανουαρίου 1948. Ανέλαβε ομαδάρχης σε τμήματα της VIII Μεραρχίας του. Πήρε μέρος σε μάχες και σκοτώθηκε σε ηλικία 21 ετών τις 23 Φεβρουαρίου 1949 στα βουνά της Μουργκάνας, κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων, στη μάχη στη Γέφυρα Στράτσιανης.
«Πάτησε νάρκη και σκοτώθηκε, αυτό μάθαμε», αναφέρει στους Αναπλάδες, δίπλα στο σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Βασίλης Καββαδίας, ο συγγενής του Νίκος Καββαδίας. «Ο Βασίλης ήταν επαναστατικός τύπος, πίστευε στην κοινωνική Επανάσταση, στην κοινωνική δικαιοσύνη. Έκλεβε το ψωμί της μάνας του και το μοίραζε σε άλλους φτωχούς στο χωριό. Για να μην προδοθεί η επιχείρηση, δεν το 'πε σε κανέναν ότι θα φύγει για τον Δημοκρατικό Στρατό».
«Είχε μίσος για την αδικία, ήταν δυναμικός, σκληρός, επαναστάτης», αναφέρει γι' αυτόν ο γείτονάς του τότε Κώστας Γατσούλης.
Δύναμη του ΕΔΕΣ, μετά τη στράτευση του Βασίλη στον ΔΣΕ, συνέλαβε και οδήγησε όλη την οικογένειά του στο αστυνομικό τμήμα Ριγγλάδων Λευκίμμης, απειλώντας την με παντοειδή αντίποινα.
Για τη γενναιότητά του στις μάχες, τις 18 Ιουνίου 1949 το αρχηγείο του Δημοκρατικού Στρατού με διάταγμά του ονόμασε τον Βασίλη Καββαδία ανθυπολοχαγό πεζικού τιμημένο νεκρό.
Σε ένδειξη τιμής, το 1990 το δημοτικό συμβούλιο της Λευκίμμης έδωσε το όνομα του Βασίλη Καββαδία σε δρόμο της περιοχής όπου κατοικούσε.
Επίσης, το όνομά του περιλαμβάνεται σε τιμητική επιγραφή στα γραφεία της Οργάνωσης Κέρκυρας του ΚΚΕ, στην πόλη του νησιού, με τα ονόματα των Κερκυραίων που έχασαν τη ζωή τους στους αγώνες για τα λαϊκά δίκαια και τα σοσιαλιστικά - κομμουνιστικά ιδανικά.