Ο Γιώργος Καλογερόπουλος (Σουλούκης) γεννήθηκε στη Λευκίμμη το 1925.
Ασπάστηκε τις προοδευτικές ιδέες στη δίνη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής. Αναδείχθηκε σε Γραμματέα της ΕΠΟΝ Λευκίμμης και μαχητή του ΕΛΑΣ της περιοχής. Εκείνη την περίοδο οργανώθηκε στο ΚΚΕ.
Αργότερα κατατάχθηκε και πολέμησε με τον ΕΛΑΣ στην Ήπειρο.
Στις μεταπολεμικές συνθήκες αντιμετώπισε σωρεία διώξεων για τη δράση του στο πλευρό του κόμματός του και του ΕΑΜ.
Τη νύκτα της 13ης Οκτωβρίου του 1947, μαζί με άλλους δεκαπέντε συντρόφους του, που είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες, πέρασε με καΐκι από τη Λευκίμμη στην Αλβανία, με σκοπό να φθάσει στην Ήπειρο και να ενταχθεί στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ).
«Τον κυνηγούσαν και βγήκε στο βουνό», αναφέρει η σύζυγός του Καλλιόπη Καναβού, που τον γνώρισε στο τέλος του Εμφυλίου, σε καράβι που τους μετέφερε από την Αλβανία στη Σοβιετική Ένωση, στην Τασκένδη.
Πολέμησε με τον ΔΣΕ σε διάφορες μάχες ως μαχητής του Αρχηγείου Ηπείρου. Μετά την ήττα του ΔΣΕ, το 1949, ακολούθησε τους συντρόφους του στην ΕΣΣΔ, όπου επί τρία χρόνια φοίτησε στη Σχολή Αξιωματικών και στη συνέχεια εργάστηκε σε βιομηχανίες εργαλειομηχανών, παραμένοντας μέλος του ΚΚΕ.
Μετά τη Βάρκιζα στην Πάργα (πρώτος από αριστερά)
«Εκεί μεγαλώσαμε, μορφωθήκαμε, σπουδάσαμε τα παιδιά μας», προσθέτει η σύζυγός του. «Ο Γιώργος ήταν παλικάρι. Δίκαιος άνθρωπος. Δεν ήθελε το άδικο, ήθελε τη δικαιοσύνη. Κακό δεν έκανε σε κανέναν».
Ο Γιώργος Καλογερόπουλος επέστρεψε στην Ελλάδα και τη Λευκίμμη, με την οικογένειά του, το 1976. Ασχολήθηκε με γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Μολονότι τάχθηκε και με άλλα κόμματα για κάποιο χρονικό διάστημα, ελπίζοντας σε κάτι καλύτερο, διατήρησε την πίστη του ότι το μέλλον πρέπει να είναι μια δίκαιη και σοσιαλιστική κοινωνία και συνεργαζόταν σε μαζικές οργανώσεις με τους ανθρώπους του ΚΚΕ. Πέθανε στη Λευκίμμη, σε ηλικία 73 ετών, το 1998.