Ο Αρσένης Κουλούρης (Κάμπουλας) γεννήθηκε στη Λευκίμμη την Πρωτοχρονιά του 1916.
Υπηρέτησε στην Αεροπορία και ήταν έφεδρος υπαξιωματικός.
Τις 13-14 Οκτωβρίου 1947 συμμετείχε στην ομάδα των 16 κομμουνιστών της Λευκίμμης που -απειθαρχώντας σε απόφαση της κομματικής οργάνωσης του νησιού για παραμονή και συνέχιση του αγώνα σ' αυτό- έκριναν σκόπιμο να φύγουν κρυφά για την Ήπειρο, μέσω Αλβανίας, με σκοπό να ενταχθούν στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ).
Τον Ιούλιο του 1949 είχε σταλεί από τα μέτωπα του Εμφυλίου στην Κέρκυρα, μαζί με τον πρώην γραμματέα της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Κέρκυρας Βασίλη Άνθη, προκειμένου να βοηθήσουν στην ανασύνταξη και πολιτική ενημέρωση της οργάνωσης.
Μια νύχτα τέσσερις μήνες μετά, τις 29 προς 30 Νοεμβρίου 1949, με μια πεντάκωπη λαστιχένια βάρκα αποβιβάστηκε μαζί με τον Γιώργο Κουλούρη και έναν ακόμα συναγωνιστή τους στην εξέδρα της γέφυρας του Αχιλλείου, μεταξύ των χωριών Γαστούρι και Μπενίτσες. Είχαν ξεκινήσει από την Ήπειρο, με αποστολή να συμβάλουν εκ νέου στην ανασύνταξη των οργανώσεων του Κόμματός τους στην Κέρκυρα. Δεν άργησε όμως να εντοπιστεί η μισοβυθισμένη βάρκα τους. Ο διοικητής της Χωροφυλακής Κέρκυρας κινητοποίησε εις βάρος τους όλο τον καταδιωκτικό μηχανισμό. «Τεκμαίρεται ότι απεβιβάσθησαν εις Νήσον επικίνδυνα πρόσωπα, τουλάχιστον τρία. Κινητοποιήσατε άπασαν δύναμιν περιοχήν σας, καταβάλατε πάσαν προσπάθειαν ανακάλυψιν σύλληψιν αποβιβασθέντων συλλογήν πάσης σχετικής πληροφορίας», ανέφερε σε σήμα του προς τον στρατιωτικό διοικητή του νησιού. Τις έρευνες έφθασε να διευθύνει προσωπικά ανώτερος διοικητής Χωροφυλακής της Ηπείρου. Έκθεση της Γενικής Ασφάλειας Κέρκυρας, που συντάχθηκε γι' αυτούς τις 12 Δεκεμβρίου 1949, έφερε τον τίτλο
«Εσχάτη προδοσία της πατρίδος, παράβ. Άρθρων 47, 66, 123 και 124 του Κ.Π.Ν. και άρθρου 1 παρ. 1 του από 18-6-1946 Γ΄ Ψηφίσματος», που συνέδεε τη δράση των κομμουνιστών με κατασκοπεία. Υποτίθεται ότι έφεραν και έκρυβαν «όπλα, μέσα διαβίβασης και άλλα εφόδια» σε κρύπτες στο χωριά Άγιος Ματθαίος, Πεντάτι και Μπενίτσες.
Η επίσημη αναγγελία της σύλληψής του, 1949
Τις 2 Δεκεμβρίου στο Γαστούρι, όταν ο σύντροφός του Γιώργος Κουλούρης πυροβόλησε θανάσιμα χωροφύλακα που τον εντόπισε και τράβηξε περίστροφο, εντάθηκε η καταδίωξή τους. Έφθασε μαζί με τον σύντροφό του στη Λευκίμμη τις 4 Δεκεμβρίου, αφού έμεινε πολλές ώρες κρυμμένος κάτω από τη γέφυρα του χωριού Μεσογγή. Την επομένη έγινε γνωστή η ταυτότητα και των δύο.
Τις 9 Δεκεμβρίου εντοπίστηκε στη Λευκίμμη μαζί με τον Γ. Κουλούρη στο πατρικό σπίτι του τελευταίου, έξω από το οποίο δύναμη Χωροφυλακής έστησε ενέδρα. Ωστόσο κατάφερε να διαφύγει στον κάμπο της Λευκίμμης, ενώ ο σύντροφός του διέφυγε προσωρινά προς διαφορετική κατεύθυνση.
Συνελήφθη τις 11 Δεκεμβρίου στο χωριό Ριγγλάδες. «Περί ώραν 9ην της 11ης Δεκεμβρίου 1949 συνελήφθη παρ' οργάνων Χωροφυλακής (...) ο κομμουνιστοσυμμορίτης Κουλούρης Αρσένιος του Κωνσταντίνου ή Κάμπουλας, εκ Ριγγλάδων Κερκύρας, όστις ήτο ο μόνος υπολειφθείς εν τη νήσω εκ των αποβιβασθέντων τριών κομμουνιστοσυμμοριτών. Τοιουτοτρόπως εξεκαθαρίσθη πλήρως η νήσος υπό του κομμουνιστοσυμμοριακού μιάσματος», ανακοίνωσαν με μίσος και αμετροέπεια οι τοπικές αρχές.
Ο Αρσένης Κουλούρης δικάστηκε και καταδικάστηκε από το Έκτακτο Στρατοδικείο Ιωαννίνων σε πολυετή κάθειρξη. Κατάφερε να δραπετεύσει και πέρασε στην Αλβανία, όπου όμως θεωρήθηκε κατάσκοπος, φυλακίστηκε και ταλαιπωρήθηκε πολύ. Επέστρεψε στον τόπο που τον γέννησε τη δεκαετία του 1990. Του είχε αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια.
Στην Αλβανία (δεξιά) τη δεκαετία του 1960
Ενδιαφέρον έχει η μαρτυρία του Νίκου Ασπιώτη, πρώην υπαλλήλου στη Νομαρχία Κέρκυρας, για τον Αρσένη Κουλούρη: «Τον γνώρισα μια μέρα στη Νομαρχία, όταν, μετά τον επαναπατρισμό του από την Αλβανία, έφερε τα χαρτιά του για να γίνει και πάλι Έλληνας (...). Μπήκε στο γραφείο μου και μου συστήθηκε: "Είμαι ο Αρσένης Κουλούρης ο Κάμπουλας και θέλω να ξαναγίνω Έλληνας". Γύρισα και είδα ένα άντρα γύρω στα εβδομήντα με λίγα άσπρα μαλλιά και ύφος ζωηρό και αποφασιστικό.
Όλη του η κορμοστασιά θύμιζε περιπέτειες, ανυπακοή και περηφάνια μαζί».
Στη συνέχεια συντάχθηκε κυρίως με πολιτικές επιλογές του Μάρκου Βαφειάδη, με την ελπίδα της σταδιακής υλοποίησης των οραμάτων του.
Πέθανε στη Λευκίμμη, σε ηλικία 83 ετών, τις 25 Ιουνίου 1999.