Τετάρτη, 04 Δεκεμβρίου 2019 23:10

Κουλούρης Γιάννης

koul kabΟ Γιάννης Κουλούρης (Κάμπουλας), γιος πολυμελούς αντιφασιστικής οικογένειας η οποία έδωσε πολλά στον αγώνα για Λευτεριά και Δημοκρατία, ήταν από τους πρωταγωνιστές της  Αντίστασης στη Λευκίμμη την περίοδο της Κατοχής. Γονείς του ήταν ο Κώστας και η Ιουλία Κουλούρη.

Διώχθηκε και βασανίστηκε δίχως οίκτο.

Στην Αθήνα διατέλεσε γραμματέας της Ομοσπονδίας των χιλιάδων εργαζομένων στις εταιρείες παραγωγής ρούχων και ηγήθηκε μαζικών διαδηλώσεων για τα δικαιώματά τους.

Είχε γεννηθεί στη Λευκίμμη τις 8 Μαρτίου 1916.

Διηγήθηκε το 2009 για τα παιδικά - νεανικά του χρόνια: «Σαν ήμουνα παιδί ακολουθούσα τους άλλους, μ' άρεσε η δικαιοσύνη...». Έγινε ράφτης και λίγο αργότερα έφυγε για την πρωτεύουσα της χώρας. «Αυτό με έσωσε, γιατί όταν πήγα στην Αθήνα το μεροκάματο ήταν 25 δραχμές και εγώ έπαιρνα 40, γιατί ήμουνα προχωρημένος. Πλούσια ήτανε...». Εκεί οργανώθηκε στο ΚΚΕ. «Είχα φύγει (...) για να μην πάω στη νεολαία του Μεταξά. Εκεί κατεβαίναμε σε διαδηλώσεις, όπως τότε στο γάμο του Παύλου και της Φρειδερίκης».

Τα χρόνια 1940-1941 πολέμησε τους Ιταλούς στο μέτωπο της Αλβανίας.

«Από το Ελμπασάν φτάσαμε στην Κορυτσά και από την Κορυτσά στον κεντρικό τομέα του μετώπου, στο ύψωμα Βόπισιτ». Μετά από κάποια μάχη, όταν οι Ιταλοί «ύψωσαν λευκή σημαία, σηκώθηκε ο δικός μας ο οπλοπολυβολητής και τον θέρισε μια σφαίρα από τους φασίστες. Πίσω από τους Ιταλούς φαντάρους ήτανε οι φασίστες και δεν τους άφηναν να παραδοθούνε. Εγώ όμως είχα πάει από τα πλευρά και βρέθηκα με την ομάδα μου στους στρατιώτες που θέλανε να παραδοθούνε. Ήτανε εκατό, οι έξι αξιωματικοί». Υλοποιώντας εντολή να τους μεταφέρει σε ορεινό αρχηγείο συνάντησε πολλούς Έλληνες και Ιταλούς τραυματίες και τους περιέθαλψε όλους. «Είτε Έλληνας ήταν είτε Ιταλός. Δεν έκανα δηλαδή διάκριση». Αργότερα, επέστρεψε στην Κέρκυρα με βάρκα από την Πάργα.

 Κατά την ιταλική Κατοχή του νησιού ανέλαβε Γραμματέας της Οργάνωσης του ΚΚΕ στη Λευκίμμη. Μετά, «όταν οι Γερμανοί βομβαρδίζανε την Κέρκυρα, μέσα στα καταφύγια γινότανε μεγάλο μακελειό. Εμείς εδώ μαζέψαμε τρόφιμα (...) και τα πήγαμε στην οργάνωση για να τα μοιράσει στα καταφύγια» της πόλης της Κέρκυρας. «Η πόλη καιγόταν. Τότε απελευθερωθήκανε και οι Ακροναυπλιώτες (...) Φέραμε ορισμένους εδώ κάτω (...) Άλλοι  ήρθανε στο σπίτι μου. Χωριάτικο σπίτι. Όλο ένα ήτανε τότε. Το 'καμα ξενοδοχείο» για τους Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές που ήταν φυλακισμένοι στο νησάκι Λαζαρέτο κι απελευθερώθηκαν.  «Εμείς στριμωχτήκαμε. Εν τω μεταξύ η μάνα μου ζύμωνε κάθε δύο-τρεις μέρες, για να φάνε οι άνθρωποι αυτοί (...) Δεν επεδίωξα ποτέ να γίνω κάτι ή να προβληθώ. Ό,τι έκανα δεν το έκανα μόνο για το κόμμα. Το έκανα γιατί μου τόλεγε και η συνείδησή μου. Ο κόσμος με εμπιστευότανε. Γιομάτα σταφύλια οι κόφες, το ψωμί. Είχαμε αλληλεγγύη τότε».

 Πριν παραδοθούν οι Ιταλοί και φθάσουν οι Γερμανοί είχε φύγει από το νησί με καΐκι, με τελικό  προορισμό την Αθήνα. «Φύγαμε νύχτα, γιατί βομβαρδίζανε οι Γερμανοί». Είχε ξαναγυρίσει. Ηγήθηκε με άλλους αγωνιστές της επιχείρησης φυγάδευσης στην πόλη της Κέρκυρας δέκα Αμερικανών αεροπόρων που είχαν πέσει στη Λευκίμμη, με σκοπό να παραδοθούν μετά στον ΕΛΑΣ στην Ήπειρο. «Οι Γερμανοί θα καίγανε το χωριό (...) . Το Κόμμα με έβαλε επικεφαλής της αποστολής». Στο σπίτι του, στο χωριό Ριγγλάδες, καταστρώθηκε το σχέδιο της μεταφοράς τους. Επίσης, δικό του ήταν ένα από τα φορτωμένα με δεμάτια σανό κάρα, που τους έκρυβαν και τους μετέφεραν στην πόλη της Κέρκυρας.

Φρόντισε «στ' Αλεύκι», δηλαδή στη Λευκίμμη, για τον εξοπλισμό του ΕΛΑΣ Κέρκυρας. Με όπλα από γερμανικά οχυρά «εξοπλίσαμε τον ΕΛΑΣ (...), αρματωθήκαμε. Το λόχο τον αφοπλίσαμε με τη συμφωνία της Βάρκιζας. Τότες παραδώσαμε τα όπλα. Στ' Αλεύκι είμαστε παντοδύναμοι...»

Συνελήφθη μετά την απελευθέρωση και την κλιμάκωση των διώξεων. Χτυπήθηκε. Δεν λύγισε.

Σε γραπτή μαρτυρία του, ο τότε επικεφαλής Τάγματος του ΕΛΑΣ στη Λευκίμμη Γρηγ. Παπαδόπουλος, που βρέθηκε εκεί από την Ήπειρο, διηγήθηκε για τη σχέση του μαζί του μετά τη συμφωνία της Καζέρτας και την υπαγωγή της Κέρκυρας στην ευθύνη διοίκησης του ΕΔΕΣ: «Πέρασα στην παρανομία μαζί με τον Γιάννη Κουλούρη, καπετάνιο του τάγματος (...). Με την προστασία των Άγγλων όλος ο δοσιλογισμός απ' όλη την Ελλάδα, χωροφύλακες, Ράλληδες, Χίτες και κάθε εθνοπροδότης ήρθανε εδώ (...) Δύναμη του ΕΔΕΣ μπήκε στην όμορφη Κέρκυρα διωγμένη απ' όλη την Ήπειρο. Τότε εκείνες τις μέρες όλη η Ελλάδα ήτανε στα χέρια του ΕΛΑΣ, εκτός από την άτυχη Κέρκυρα (...). Ξέσπασε σε λίγες μέρες μια χωρίς προηγούμενο τρομοκρατία στο νησί. Οι οργανώσεις πέρασαν στην παρανομία και οι συλλήψεις και οι βασανισμοί των αγωνιστών έδιναν και έπαιρναν. Είχε προς στιγμή αποφασισθεί να γίνει απόβαση του ΕΛΑΣ και με τον κρυμμένο οπλισμό εγώ θα τον υποστήριζα, εάν γινόταν στο νότιο μέρος του νησιού». Αργότερα, κείμενα με τη συμφωνία της Βάρκιζας και οδηγίες «τα πήραμε με τον Κουλούρη κυριολεκτικά χτισμένοι σε ένα διπλό τοίχο στην κουζίνα του σπιτιού του Γιάννη». Η οικογένεια του Γ. Κουλούρη τον βοήθησε, όπως είπε, «μέχρι αυτοθυσίας».  

Στην επιστράτευση που κηρύχθηκε για τον σχηματισμό «Εθνοφρουράς» ο Γρηγ. Παπαδόπουλος παρουσιάστηκε με τον Γ. Κουλούρη σε σχετική επιτροπή στο χωριό Αργυράδες. «Μας έβγαλαν και τους δύο, όπως όλους τους αγωνιστές, άρρωστους και αφού μας δώσανε το χαρτί αναβολής λόγω ασθενείας, βγήκαμε από την επιτροπή για πρώτη φορά στην πιάτσα, ύστερα από πολύμηνη βαριά παρανομία». Ο Γ. Παπαδόπουλος έφυγε για την Ήπειρο. «Ο Γιάννης δεν ήρθε μαζί μου, ήθελε να γυρίσει στη Λευκίμμη, γιατί πίστευε πως ύστερα από τη συμφωνία της Βάρκιζας δεν θα είχε περιπέτειες. Δυστυχώς γελάστηκε και γυρνώντας τον βούτηξαν και τον βασάνισαν μια ολόκληρη νύχτα χωρίς λόγο και μόνον για λόγους τρομοκρατίας…».

Στη συνέχεια ο Γ. Κουλούρης βρέθηκε στην Αθήνα, σε άλλο μετερίζι. Εκλέχτηκε γραμματέας της Ομοσπονδίας εργαζομένων ιματισμού. «Ήταν οι καπελλούχοι, οι πουκαμισάδες, οι ραφτάδες, οι βελονάδες και άλλοι. Κάναμε καλή δουλειά. Στις διαδηλώσεις με το Ζέρβα επαλέψαμε γερά. Ήμουνα γραμματέας της κομματικής οργάνωσης». Ηγήθηκε διαδηλώσεων του κλάδου με «δέκα-δώδεκα χιλιάδες κόσμο».

Τις 11 Μαΐου 1948, ενώ είχε συλληφθεί μαζί με τον ομοϊδεάτη του αγωνιστή Φίλη Κορωνάκη και δύο γυναίκες στα σπίτια των οποίων κρύβονταν για να αποφύγουν τη σύλληψη, δικάστηκε από Έκτακτο Στρατοδικείο Ιωαννίνων με την κατηγορία της συμμετοχής «εις συμμορίαν σκοπούσα όπως προσβάλη δια βίας τας αρχάς και τα όργανα της δημοσίας ασφαλείας και δυνάμεως». Το κατηγορητήριο διευρύνθηκε στο στρατοδικείο με την κατηγορία της «κατασκοπείας», σύμφωνα με τον Αναγκαστικό Νόμο 509/1947, που επέσυρε ακόμη και την ποινή του θανάτου. Τιμωρήθηκε με ποινή φυλάκισης δέκα χρόνων, καθώς με ψήφους 3-2 θεωρήθηκε ότι «υπήρξεν απλούς συστασιώτης» και όχι αρχηγός.

Τον είχαν κρατήσει στις στρατιωτικές φυλακές «ΦΙΞ» στα Ιωάννινα. «Με βάλανε μέσα, κάτω από μία σκάλα, που ούτε όρθιος ούτε ξαπλωτός μπορούσα να κάτσω. Μια μέρα στο προαύλιο της φυλακής μου την πέφτουνε στρατιώτες δηλωσίες για να με ξεκάνουνε. Είχανε εντολή φαίνεται. Από το πολύ ξύλο έμεινα λιπόθυμος. Με πήρανε με την κουβέρτα στο θάλαμό τους. Εκεί ήταν ένα καλό παιδί. "Κάτσε ακίνητος, γιατί θα σε σκοτώσουν. Κι αν θέλεις να κατουρήσεις, κάν' τα επάνω σου" μου λέει. Μάλιστα μου έβαλε λίγες σταφίδες δίπλα στο στόμα (...) Με βάλανε στα υπόγεια, στα ψυγεία βέβαια, στην απομόνωση. Ξέρεις τι κάνανε; Εκοιτάζανε με κάθε τρόπο να σου δημιουργήσουνε πρόβλημα. Να τους φωνάξεις, να τους βρίσεις. Δηλαδή σου βρίζανε τη μάνα, την αδερφή (...) Τρεις-τέσσερις μήνες έμεινα εκεί μέσα και δεν μου δώσανε φαΐ ούτε μια μέρα. Μόνο κάνα παξιμάδι (...) Έφυγα για να δικαστώ από την απομόνωση. Δεν πήγα ποτέ σε θάλαμο».

 Οδηγήθηκε στην Ακροναυπλία. «Κάναμε απεργία πείνας και μας κάνανε πειθαρχική μεταγωγή». Μεταφέρθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. «Μας βάζουνε καμιά πενηνταριά άτομα σ' ένα μικρό θάλαμο. Οι μισοί ξαπλώνανε και οι άλλοι μισοί κάναμε αέρα με τα σεντόνια. Εκεί ήταν οι νεολαίοι του Κόμματος, ο Κύρκος και οι άλλοι, που ήταν για εκτέλεση. Κάθε μέρα τους κάνανε ψυχολογικό πόλεμο. Τους βάζανε το πρωί στο κελί των μελλοθανάτων και το βράδυ τους βγάζανε...».

Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Γυάρο. «Δεν μας βάλανε με τους άλλους. Μας πήρανε σε κάτι λοφίσκους και μας φέρανε να φάμε, ύστερα από δέκα μέρες, αρμυροσαρδέλλες και ελιές. Κάθε φορά που ερχότανε ο Προκόπιος, που έγινε αργότερα μητροπολίτης, νομίζω, της Κεφαλονιάς, όλο το στρατόπεδο έτρωγε άγριο ξύλο. Ποιος ήθελε να πάει στον εκκλησιασμό του Προκόπιου; Μια μέρα, που ήτανε εθνική γιορτή, στις 28 Οκτώβρη, μας βάλανε αγγαρεία. Πετούσαμε πέτρες στη θάλασσα με το "βάδισμα της χήνας". Κάποια στιγμή κάποιος παραπάτησε και το βάδισμα χάθηκε. Τότε μας την πέφτουνε με τα ζαχαροκάλαμα και μας λιανίσανε».

Από τη Γυάρο, φυματικός πια από τις κακουχίες, οδηγήθηκε στην Αθήνα για να περάσει Κακουργιοδικείο. «Η κατηγορία ήταν ότι είχα σκοτώσει κάποιον στη Μακεδονία, που δεν είχα πάει ποτέ μου». Αθωώθηκε απ' αυτή την κατηγορία. «Με συγχωρείτε, πώς ήταν δυνατόν να σκοτώσω κάποιον στη Μακεδονία, όταν εκείνη τη στιγμή ήμουν στη Γυάρο;», σηκώθηκε και ρώτησε τον πρόεδρο του δικαστηρίου. Μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο κρατουμένων φυματικών στην Αγία Παρασκευή Αττικής, όπου ανέλαβε το ραφτάδικο του νοσοκομείου. «Μωρέ καλά ήτανε... Γιατί και εφημερίδα βάζαμε μέσα...». 

Αντέδρασε στην αποκήρυξη του Άρη Βελουχιώτη. Τέθηκε εκτός Κόμματος, αλλά για λίγο. «Αφού κάματε λάθος, εγώ είμαι εδώ», είπε.

Βρέθηκε εξόριστος και στην Ικαρία «Παιδί ήμουνα τότε. Δεν φοβόμουνα, ούτε λογάριαζα τίποτα».

 Μετά τη δημιουργία της ΕΔΑ σε κάποια φάση ήλθε σε αντίθεση με το ΚΚΕ, θεωρώντας περιττή τη λειτουργία παράνομων κομματικών οργανώσεων. Συντάχθηκε αργότερα με το ρεύμα των «ευρωκομμουνιστών». Είχε τη γνώμη, μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, ότι αυτή έπρεπε να παύσει.

Η ζωή του, σύμφωνα με συγχωριανούς του, χωρίστηκε στη μέση: η μισή στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και η άλλη μισή έξω από αυτό ή, καλύτερα, δίπλα σ' αυτό. Ποτέ απέναντι. Με πίστη στην υπόθεση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Με θάρρος. Με καρτερία. Με αρετές επαναστάτη. 

Πέθανε στη Δάφνη Αττικής τα τέλη της δεκαετίας του 1980.

4

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 16 Δεκεμβρίου 2019 16:49

Please publish modules in offcanvas position.