Ο Δημήτρης (Μήτσος) Κουταλάς γεννήθηκε τις 2 Φεβρουαρίου 1919 στο χωριό Χλωμός. Τελείωσε το εξατάξιο δημοτικό σχολείο και μετά δούλεψε αγρότης και σε ξυλουργείο που διατηρούσε στο σπίτι του ο πατέρας του. Πολέμησε στο μέτωπο της Αλβανίας κατά της Ιταλίας, ως κληρωτός, με τον βαθμό του δεκανέα.
Το 1941 εντάχθηκε σε αντιστασιακή οργάνωση του χωριού του. «Η επιτροπή του ΕΑΜ», ανέφερε σε χειρόγραφες σημειώσεις για τη ζωή του το 2005, «συνεδρίαζε κάθε εβδομάδα έξω από το χωριό, σε διάφορα μέρη, όπου ο καθένας πήγαινε από διαφορετικό δρόμο, για να περιφρουρήσουμε την Οργάνωση. Τα μέρη που συνεδριάζαμε ήταν τα Κανέλια, του Παπακώντου και τα Βουνά, στο χτήμα του Σμπερελιού του Πέτρου». Ασπάστηκε τις κομμουνιστικές ιδέες και έλαβε δραστήρια μέρος στην Αντίσταση στους κατακτητές.
Αντιμέτωπος με απειλές εις βάρος της ζωής του από δυνάμεις του ΕΔΕΣ, μετά την απελευθέρωση, έφυγε για την Αθήνα, όπου δούλευε σε κουρείο. Στα τέλη του 1946 επιστρατεύτηκε στην Κόρινθο. Το 1947 βρέθηκε επιστρατευμένος στη Νάουσα και κλήθηκε να πολεμήσει εναντίον του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ).
Στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας (πρώτος αριστερά)
Εξιστόρησε το 2005 στον Αλ. Καλησπεράτη την αντίδρασή του:
«Τον Νοέμβρη του 1947, στις 15 του μηνός, μαζί με άλλους δύο στρατιώτες από τον ίδιο λόχο πήραμε την απόφαση να δραπετεύσουμε από τον Στρατό και να πάμε στους δικούς μας συντρόφους του Δημοκρατικού Στρατού. Βρεθήκαμε στα σύνορα Φλώρινας και Καϊμακτσαλάν, σ' ένα χωριό που λέγεται Αχλαδιά, κοντά στη λίμνη του Αμύνταιου. Μετά από το βραδινό συσσίτιο, όπου άλλαζαν οι φρουροί του Τάγματος, έβρεχε και με δυσκολία καταφέραμε να προχωρήσουμε μέσα στη νύχτα, να μη μας πάρουν είδηση. Ξέραμε ότι κοντά στους πρόποδες του Καϊμακτσαλάν ήταν ομάδες των συντρόφων μας και γρήγορα συναντήσαμε τους πρώτους φύλακες. Αφού μας δέχτηκαν όχι και με πολλή εμπιστοσύνη, μας έστειλαν στη βάση του λόχου (...).
Απόσπασμα απόφασης αφαίρεσης της ελληνικής ιθαγένειάς του
Αργότερα, μετά την υποχώρηση του ΔΣΕ, από το βουνό Βίτσι βρέθηκε στα Σκόπια και στην πόλη Βορές της Βοσνίας, όπου δούλεψε σκοπός σε ορυχεία, σε πρώτη φάση.
Τις 17 Αυγούστου 1951 το Διαρκές Στρατοδικείο Λάρισας τον είχε καταδικάσει ερήμην σε θάνατο «επί λιποταξία», ενώ τις 19 Φεβρουαρίου 1955 είχε κριθεί «αντεθνικώς δρων εις το εξωτερικόν» και του είχε αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια.
Το 1981 του επιτράπηκε να έλθει στην Ελλάδα ως τουρίστας. Επαναπατρίστηκε και έλαβε ξανά την ελληνική ιθαγένεια το 1985. Αναγνωρίστηκε αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, από το κράτος, το 1989.
Σημειώσεις του για την Κατοχή, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ
«Μένω μέχρι και σήμερα πιστός στις γραμμές του ΚΚΕ και στην ιδεολογία μου και λυπάμαι γιατί τα χρόνια μου είναι τόσο πολλά που δεν μπορώ να προσφέρω στο Κόμμα μου βοήθεια», είχε αναφέρει το 2005.
Πέθανε στο χωριό Χλωμός τις 2 Οκτωβρίου 2019, σε ηλικία σχεδόν 101 ετών.