Ο Νίκος Λούβρος γεννήθηκε το 1916 στο χωριό Αγρός, όπου και τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Οι γονείς του, ο ίδιος και τα πέντε αδέλφια του ζούσαν από κτήματα που είχαν και κάνοντας μικρεμπόριο.
Ένας εκ των αδελφών του ήταν ο Βαγγέλης Λούβρος, ο οποίος σκοτώθηκε το 1944 στη νικηφόρα μάχη του ΕΛΑΣ εναντίον των Γερμανών στην Αμφιλοχία, πολεμώντας.
Ο Νίκος Λούβρος συντάχθηκε με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας τα τέλη της δεκαετίας του 1930.
Πολέμησε εναντίον των Ιταλών στο μέτωπο της Αλβανίας. Μετά την κατάρρευση του μετώπου πήγε στην Πάτρα. Στρατεύτηκε στον ΕΛΑΣ και έγινε μαχητής του στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης, παίρνοντας μέρος σε μάχες με τον εχθρό και τους συνεργάτες του.
Υπηρέτησε κυρίως στο 12ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, από το οποίο απολύθηκε τον Φεβρουάριο του 1945.
Για τη δράση του αυτή μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας βρέθηκε αντιμέτωπος με κατασκευασμένες κατηγορίες. Συνελήφθη και πέρασε τέσσερα χρόνια φυλακισμένος σε πέντε φυλακές. Τον φυλάκισαν στο Μαργαρίτι Θεσπρωτίας, στον Πύργο, στο Μεσολόγγι, στην Πάτρα και στην Κεφαλονιά.
Εκτελέστηκε τις 29 Αυγούστου 1949 στην Κεφαλονιά, σε ηλικία 33 ετών, αφού καταδικάστηκε σε θάνατο με πλαστά στοιχεία, κατηγορούμενος για «φόνους εθνικοφρόνων» στην Ηλεία.
Απολυτήριο από το 12ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, Φεβρουάριος 1945
Σε γράμμα του στον αδελφό του Δημήτρη Λούβρο στην Κέρκυρα, τις 20 Απριλίου 1945, ο Νίκος Λούβρος ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Πρέπει να είμαστε υπερήφανοι διατί υπεράνο κάθε συμφέροντος και άλλων προκαταλήψεων αγωνιστήκαμε δια κοινά συμφέροντα ανθρωπιστικών λύσεων. Ποιος είναι εκείνος όπου μπορί να λέγεται άνθρωπος και να μην εκτυπούσε τον φασισμόν...».
Στο Μαργαρίτι (ο μεσαίος στην κάτω σειρά), 1946
Σε άλλο γράμμα του στον αδελφό του τις 3 Οκτωβρίου 1945, ενώ ήταν φυλακισμένος στο Μεσολόγγι, πληροφορούσε: «Μάθετε λοιπόν ότι η δίκη μου έγινε σήμερα και εδικάσθη εις είκοσι χρόνια πρόσκαιρα δεσμά. Εγώ πραγματικά δεν ήξερα τίποτα για την υπόθεση που εδικάσθη...». Μάρτυρας κατηγορίας «είπε όσα ψέματα μπορούσε να συλλάβει ο νους του, χωρίς κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο».
Κατέληγε στο γράμμα του: «Αυτό όμως δε με τρομάζει καθόλου και καμία ταραχή δεν εσημειώθη εις τον εαυτό μου. Να μη σε φοβίζει καθόλου η καταδίκη μου». Θα τον προσήγαγαν σε μία ακόμη δίκη. «Χιλιάδες είναι οι δικασμένοι και αδίκαστοι», πρόσθετε, αναφερόμενος στο κύμα διώξεων που είχε εκδηλωθεί εναντίον αγωνιστών του ΕΛΑΣ μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας.
Τις 10 Μαΐου 1946, ενώ τον είχαν μεταφέρει στις φυλακές της Πάτρας, πληροφορούσε τον αδελφό του ότι επιδίωξε αλλά δεν κατάφερε να μεταφερθεί στις φυλακές της Κέρκυρας. «Μου γράφεις ότι η ζωή είναι όπως την Κατοχή. Το αντιλαμβάνομαι, αλλά να γίνει υπομονή και ψυχραιμία», συνιστούσε.
Γράμμα του στους δικούς του | Άλλο γράμμα του στους δικούς του |
Τις 27 Απριλίου 1946 είχε γράψει στους γονείς του ότι ήταν θύμα προβοκάτσιας. Αναφερόταν σε εκτελέσεις αγωνιστών και σημείωνε: «Παληκαρίσια δείξαμε ότι μόνο όρθιοι πεθαίνουμε και όχι γονατιστοί. Όποιος και να 'ταν έτσι θα 'κανε αν ήταν επαναστάτης». Έκανε λόγο για «κοράκια» και τους αφέντες τους.
Από τις φυλακές της Πάτρας προέτρεπε την οικογένεια του τις 17 Αυγούστου 1946: «Διαλαλήστε την πίστη των φυλακισμένων για τον βωμό της Λευτεριάς. Αυτό είναι το υπέρτατο καθήκον κάθε τίμιου πατριώτη που αγαπά την Πατρίδα του. Να αγωνισθείτε για τη Δημοκρατία και την Συμφιλίωση».
Πάλι από την Πάτρα τις 10 Οκτωβρίου 1946 ενημέρωνε τον πατέρα του και τη μητέρα του ότι αναβλήθηκε η νέα δίκη του. Ζητούσε ένα πουκάμισο για να μην είναι γυμνός. Αυτό ήταν «το πιο μεγάλο καλό που θα μου κάνετε μέσα στα σίδερα της φυλακής μου», τους έλεγε.
Τις 24 Δεκεμβρίου 1946 ενημέρωνε την οικογένειά του ότι καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, προσθέτοντας: «Καμία δίκη δε μας εκπλήσσει γιατί ξέρουμε πολύ καλά για τι αγωνιζόμεθα».
Γράμμα του, 1948 | Γράμμα από την Κεφαλονιά, 1948 |
Ο Νίκος Λούβρος μεταφέρθηκε στις φυλακές της Κεφαλονιάς, στο Αργοστόλι, τις 24 Μαρτίου 1947. Τις 14 Οκτωβρίου 1947 μεταφέρθηκε στις φυλακές του Πύργου. Τις 21 Νοεμβρίου 1947 το Κακουργιοδικείο Πύργου, με ψευδείς μαρτυρίες για «φόνους εθνικοφρόνων», τον καταδίκασε σε θάνατο, όπως ενημέρωσε τις φυλακές της Κεφαλονιάς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ηλείας με έγγραφό του. Τις 13 Δεκεμβρίου 1947 τον μετέφεραν πάλι στις φυλακές της Κεφαλονιάς. Εκεί έμεινε φυλακισμένος μέχρι τη μέρα της εκτέλεσής του, τις 29 Αυγούστου 1949.
Είχε γράψει στους γονείς του τις 29 Δεκεμβρίου 1947: «Μην φοβάστε... Όλα θα περάσουν». Οι φυλακές στο Αργοστόλι ήταν «βαριές». Ευχόταν «χρόνια πολλά» κι έδινε κουράγιο.
Την Πρωτοχρονιά του 1948 τους είχε πει: «Το ερχόμενο έτος να γιορτάσουμε μαζί (...) το λυτρωμό του τόπου». Τις 10 Φεβρουαρίου 1948 συνιστούσε στον αδελφό του: «Να μην χάσεις το θάρρος σου».
Τις 17 Φεβρουαρίου 1948 είχε αναφερθεί σε γράμμα του σε ομαδικές εκτελέσεις: «Άρχισαν επίσημα να σκοτώνουν τους δικασμένους σε θάνατο της Εθνικής μας Αντίστασης». Ενημέρωνε ότι με τη βοήθεια δικηγόρου από την Αθήνα υπέβαλε μήνυση σε μάρτυρες κατηγορίας για ψευδορκία.
Ανέφερε τις 16 Μαρτίου 1948 στα αδέλφια του: «Εγώ μένω και θα παραμένω όρθιος οτιδήποτε και αν συμβεί, έχοντας τη συνείδησή μου αναπαυμένη ότι δεν είμαι εγκληματίας, αλλά γνήσιος Έλληνας, όπως και ο Αδελφός μας Βαγγέλης».
Επίσης, σε άλλο γράμμα του σημείωνε για τον νεκρό αδελφό τους Βαγγέλη: «Σκοτώθηκε για την Πατρίδα και την τιμή. Δεν μπορούμε να γίνουμε προδότες του Αδελφού μας που τίμησε με το αίμα του το σπίτι μας».
Σε γράμμα του με ημερομηνία 28 Δεκεμβρίου 1948, καθώς είχε λάβει κάτι από το σπίτι του, ανέφερε: «Είναι αλήθεια, Πατέρα, Μάνα, Αδέρφια μου, ότι (...) αυτές τις χρονιάρες μέρες έστω κι ένα τσιγάρο να λαβαίνει κανής από τα πιο αγαπητά του πρόσωπα χαίρετε η καρδιά του, κι ας είναι μαραμένη...».
Ζωγραφισμένη ευχετήρια κάρτα του
Πίστευε στη νίκη και έγραφε στους δικούς του: «Η Νίκη του Αγωνιζόμενου Λαού θα σας δικαιόσει. Η Λαϊκή Δημοκρατία θάνε πάντα στο πλευρό σας σε ό,τι χρειασθήτε».
Προέτρεπε τον αδελφό του Δημήτρη: «Να είσαι πιστό παιδί του Λαού».
«Με τη θυσία μας θα φτιαχτούν τα γιοφύρια για να περάσουν οι άνθρωποι να ζήσουν σε μια καλύτερη κοινωνία», παρηγορούσε και παρότρυνε τους δικούς του να υπομείνουν και τη δική του απώλεια και να συνεχίσουν τον αγώνα για τα ιδανικά της ελευθερίας και του σοσιαλισμού.
Αργότερα, καθώς συνειδητοποιούσε ότι κόντευε η μέρα της εκτέλεσής του, είχε τη δύναμη και την αγάπη κι έγραψε κι έστειλε στην αδελφή του Ελένη, σε άλλο γράμμα του, τους στίχους:
Γράμμα μου αιματόβρεχτο
γρήγορα να βαδίσεις
στην Αδερφή μου να σταθής
να την παρηγορίσεις
Μην κλάψεις αδελφούλα μου
γι αυτό το σκοτωμό μου
γιατί χιλιάδες αδελφούς
στέκονται στο πλευρό μου
Το αίμα το Αδερφικό
ποτέ δεν λησμονιέται
ούτε εξαγοράζεται
μα ούτε και πουλιέται
Επίσης, είχε γράψει στην αδελφή του Γεωργία: «Να διεκδικήσεις τα δικαιώματά σου εις την ζωή. Δικαιώματα εμείς δίνουμε εις όλους ανεξαιρέτως, θηλυκούς και αρσενικούς».
Σε άλλο, αχρονολόγητο γράμμα του στους γονείς του, ενώ γνώριζε ότι πλησίαζε η ώρα της εκτέλεσής του, ανέφερε παρηγορητικά:
Πατέρα μου και μάνα μου,
Το γλυκό σας όνομα είναι η στερνή μου τίμια πνοή. Πάω σαν παιδί σας, όπως με θέλατε, τίμιο και καλό. Τα 2 παιδιά σας σκοτώθηκαν για το καλό του τόπου. Αγωνίστηκαν για να ζήσουν όλοι οι εργαζόμενοι σαν άνθρωποι, ακόμη πολεμήσανε για τη Λευτεριά της Πατρίδας τους, νοιώσανε τον πόνο, τη δυστυχία και την κακομοιριά.
Σφίγκο το σεβαστό σας χέρι και με το χαμόγελο στα χείλη ευχαριστημένος από σας βαδίζω προς τον θάνατο.
Πολύ σύντομα θα δείτε τη Νίκη του εργαζόμενου Λαού. Το αίμα μας δεν θα πάει χαμένο.
Το σπίτι μας, πατέρα μου και μάνα μου, θα γίνει προσκυνητάρι και η τιμή που θα σας δοθεί θα σας καταπραύνει. Να κρατήσετε το γράμμα αυτό για αιώνια τιμή σας.
Τις 28 Αυγούστου 1949, παραμονή της εκτέλεσής του, έγραψε στους γονείς του: «Σήμερα ίσως να 'νε και το τελευταίο μου γράμμα. Ακολουθώ το δρόμο του αδελφού μου Βαγγέλη. Να είστε υπερήφανοι ότι έχετε ένα τίμιο παιδί».
Τις 29 Αυγούστου 1949, πριν τον πάρουν για εκτέλεση, έγραψε στα αδέλφια του:
Αγαπημένα μου αδέλφια. Αυτή τη στιγμή που σας γράφω βρίσκομαι στο απομονωτήριο και σε μία ώρα δεν θα υπάρχω πια, όπως και ο αγαπημένος μου αδελφός Βαγγέλης. Να μην στενοχωρηθείτε. Να αγαπάτε όσο μπορείτε τους γονείς μας. Στερνά φιλιά.
Έγραψε στον αδελφό του Δημήτρη: Αγαπημένε μου αδελφέ. Σου δύνω όλη μου τη ψυχή για να σε ακολουθεί.
Σύμφωνα με μαρτυρίες φυλακσιμένων συντρόφων του, πηγαίνοντας για την εκτέλεση τους αποχαιρέτησε με τα λόγια: «Ζήτω ο ελληνικός λαός. Ζήτω το Κόμμα μας».
Το υπόμνημα των γονιών του
Αρκετούς μήνες νωρίτερα, τις 30 Μαρτίου 1948, ο πατέρας του Χαράλαμπος Λούβρος και η μητέρα του Σταματέλλα Λούβρου είχαν καταθέσει υπόμνημα στο Συμβούλιο Χαρίτων, χωρίς αποτέλεσμα. Έλεγαν στο υπόμνημά τους: «Ως γονείς τους οποίους η μοίρα κτυπά αδυσώπητα έχομεν καθήκον να πράξωμεν το παν δια την υπεράσπισιν και σωτηρίαν του κινδυνεύοντος την ζωήν του υιού μας και να αποταθώμεν προς Υμάς, διακηρύττοντες αν όχι την αθωότητα αυτού το τουλάχιστον τον άμοιρον αυτού προς τα εγκλήματα χαρακτήρα και να παρακαλέσωμεν Υμάς όπως, μελετώντες τον φάκελον μετά πάσης προσοχής, αντιληφθήτε το δίκαιον αίτημά μας, όπως ο τόσον δεινοπαθήσας υιός μας επί τέλους τύχη της αιτουμένης χάριτος και διασώση την ζωήν του, η οποία πιστεύομεν ότι θέλει είσθαι δια το 'Εθνος ημών εν καιρώ ωφέλιμος. Υπομιμνήσκομεν Υμίν ότι και άλλον υιόν, τον Ευάγγελον, απωλέσαμεν κατά την Κατοχήν, εκτελεσθέντα παρά των Γερμανών και θα είναι ούτω εξαιρετικά βαρύ το πλήγμα της μοίρας δι' ημάς αν και ο δεύτερος υιός πληρώση τον φόρον του αίματος».
Τις 16 Σεπτεμβρίου 1949, σε επιστολή-απάντηση προς τον αδελφό του Νίκου Λούβρου, Δημήτρη, η διεύθυνση των φυλακών της Κεφαλονιάς δήλωσε αναρμόδια να δώσει πληροφορίες για τον ενταφιασμό του.
Δήλωση άγνοιας για τον ενταφιασμό του
«Έδωσε την ψυχή του, έδωσε και τη ζωή του για ένα καλύτερο αύριο», αναφέρει για τον Νίκο Λούβρο ο ανιψιός του Σταμάτης Λούβρος.
Το όνομα του Νίκου Λούβρου περιλαμβάνεται σε τιμητική επιγραφή στα γραφεία της Οργάνωσης του ΚΚΕ στην πόλη της Κέρκυρας με τα ονόματα Κερκυραίων που έπεσαν μαχόμενοι για τις ανθρώπινες αξίες του και τη σοσιαλιστική - κομμουνιστική κοινωνία.