Ο Σπύρος Νικοκάβουρας, ο οποίος στοιχήθηκε στον Σοσιαλιστικό Όμιλο Κέρκυρας και ασχολήθηκε δραστήρια με την ενίσχυση του εργατικού κινήματος στο νησί, ήταν από τους πρώτους στην Ελλάδα, μαζί με τον Νίκο Λευτεριώτη, που συνέθεσαν ποιήματα μαρξιστικού επαναστατικού περιεχομένου. Το πιο γνωστό από αυτά είναι το σονέτο του με τον τίτλο «Λένιν», το οποίο η εφημερίδα «Ριζοσπάστης» είχε δημοσιεύσει πρωτοσέλιδο το 1920.
Ο ίδιος ήταν ομιλητής και το είχε απαγγείλει στην πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση των εργαζομένων της Κέρκυρας το 1920 στο κέντρο της πόλης του νησιού.
Σύμφωνα με τον Θεοδόση Πυλαρινό («Σπύρος Νικοκάβουρας», 2007), ήταν αυτοδίδακτος, ταλαντούχος λογοτέχνης. Δεν έκανε σπουδές και αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση λαϊκού ποιητή, ο οποίος από το πάθος του για την ποίηση και λόγω της πνευματικότητας του χώρου όπου ανατράφηκε, εξελίχτηκε σε αξιόλογο δημιουργό, με μια ιδιότυπη σύμμειξη της δημώδους λαϊκής έμπνευσης και του έντεχνου ποιητικού οίστρου.
Το πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» με το ποίημα «Λένιν», Απρίλιος 1920
Ανήσυχο και ερευνητικό πνεύμα, συνεχίζει ο Θ. Πυλαρινός, φιλοπερίεργος, φιλομαθής και φιλοτάξιδος, στην ουσία αδικήθηκε από τις συνθήκες, διότι παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε να ανοίξουν οι ορίζοντές του -με τα ταξίδια του, για παράδειγμα, στην Αίγυπτο, την Ιταλία και τη Γαλλία-, η θεωρητική κατάρτιση και η λογοτεχνική σκευή του τού στέρησαν τις μεγάλες απογειώσεις. Αλλά και οι περιστάσεις δεν τον ευνόησαν ισόρροπα, διότι γρήγορα έχασε τον καθοδηγητή και δάσκαλό του, Κωνσταντίνο Θεοτόκη, κυρίως όμως γιατί η ακμή του συνέπεσε με την παρακμή της Κερκυραϊκής Σχολής και το μαράζωμα της εντόπιας λογοτεχνίας.
Ο Σπύρος Νικοκάβουρας, που γεννήθηκε στο χωριό Σφακερά το 1883 και πέθανε εκεί σε ηλικία 69 ετών τις 11 Οκτωβρίου 1952, «γαλουχήθηκε πολιτικά και κοινωνικά με τις νέες θεωρίες, κυρίως του σοσιαλισμού και του μαχητικού δημοτικισμού και λιγότερο του πρώιμου εφαρμοσμένου κομμουνισμού (...). Η πολιτική του ένταξη, πρωτοποριακή για την εποχή του, υπό τη μύηση του
Θεοτόκη και τη συνοδοιπορία του για αρκετό διάστημα -ιδεολογική τοποθέτηση που διαπερνά και το έργο του-, τον οδήγησε στην ανάπτυξη κοινωνιστικών θέσεων υπέρ των λαϊκών τάξεων, και πιο συγκεκριμένα σε αγώνες υπέρ του αγροτικού στοιχείου, εφόσον το φεουδαρχικό πνεύμα υπό τη μορφή πλέον του θάλλοντος καπιταλισμού, παρά τον εξαστισμό στο νησί του, δεν είχε πάψει να υφίσταται (...). Ένα μέρος, λοιπόν, της ποίησής του εύλογα αφιερώνεται στις σοσιαλιστικές ιδέες∙ υμνεί θεωρητικά και ιστορικά τη λαϊκή επανάσταση και θερμαίνεται από τις ιδέες του εργατικού συνδικαλισμού».
Το ποίημα στην πρώτη σελίδα του «Ριζοσπάστη»
Δυστυχώς, συνεχίζει ο Θ. Πυλαρινός, είναι λίγα αυτά τα ποιήματα και δυσανάλογα προς τις άλλες θεματικές του. Αν ο Νικοκάβουρας ακολουθούσε συστηματικά την πρώτη ιδεολογική κατεύθυνσή του και δεν παρασυρόταν σε θεματικές ακατάλληλες προς την όλη ιδιοσυστασία και συγκρότησή του, θα προσέγγιζε στον χώρο της κυοφορίας των νέων λογοτεχνικών ειδών και θα μπορούσε να ενταχτεί σε ευρύτερα καλλιτεχνικά σχήματα, παρωθούμενος από τις ίδιες τις πολιτικές αρχές του και απεμπλεκόμενος από τη στενότητα του γενέθλιου τόπου. Εξάλλου, η λαϊκή υφή της σκέψης του συμφωνούσε με το φιλολαϊκό ήθος των μαρξιστικών ιδεών και των προλεταριακών οραμάτων, και γενικότερα με την έννοια της επανάστασης, έννοιας προφανώς λαϊκογενούς.
ΛΕΝΙΝ
Ήρθα για να φωτίσω στο σκοτάδι,
Απόστολος Θεού με τ' άγιο ρήμα.
Ήρθα για να σηκώσω το μαγνάδι
Που κρύβει της τιμής του το άθεο κρίμα.
Για σμύρνα, για λιβάνι, ούτε για χρήμα
Δεν ήρθα· -τέτοιο ας μου 'πανε ψεγάδι-
Ήρθα μόνο και διάνοιξα τον Άδη
Κι έβαλα τον οχτρό μέσα στο μνήμα.
Ήρθα κι έβαλα στια, που ως άγια φλόγα
Θα πεταχτεί στην οικουμένη πάσα.
Το χέρι το μιαρό που μας ευλόγα
Κι έπιανε της πνοής μας την ανάσα,
Το θέρισα· κι αχολογά ο αιθέρας:
«Καθαρίστε της γης, βρομεί το τέρας!»
Σε κριτική μελέτη του για το έργο του Σπύρου Νικοκάβουρα στην «Κερκυραϊκή Ανθολογία», το 1925, ο Ν.Β. (Νίκος Βαρότσης) σημείωσε: Η ποίηση του Νικοκάβουρα λέει «όχι» σε κάθε μωρή απαίτηση να υποταχθούν οι ανώτεροι και ηθικοί αιώνιοι νόμοι σε κάτι το συμβατικό, το φθαρτό, το υπολογισμένο, που με δουλοπρέπεια αποβλέπει στο προσωπικό συμφέρο ή με ανηθικότητα αφάνταστη, για την ίδια αιτία πασχίζει μωρά να εξουδετερώση ή να σταματήση την προοδευτική κίνηση της Ζωής, προσπαθώντας να εκφυλίση όλες τις φυσικές αξίες.
Ο Νίκος Βαρότσης το 1953, λίγους μήνες μετά τον θάνατο του ποιητή, ήταν ο βασικός ομιλητής σε εκδήλωση-φιλολογικό μνημόσυνο του Σπύρου Νικοκάβουρα, που είχε γίνει στο Βρετανικό Ινστιτούτο της Κέρκυρας.
Το ξέσπασμα του Σπ. Νικοκάβουρα, με τα επαναστατικά-σοσιαλιστικά σονέτα της πρώτης θαλερής ποιητικής ακμής του, τα οποία εκδόθηκαν στην Κέρκυρα σε βιβλίο με τον τίτλο «Ποιητικά έργα», έτυχε γενικών εγκωμίων.
ΑΠΟΛΛΩΝΙΟ
Όντας περάσω το στενό γιοφύρι
Και φτάσω στα ψηλά να προσκυνήσω,
Την πλάνη της ζωής θα λησμονήσω
Στο αστραφτερό της νέας αυγής πορφύρι.
Κι όντας το ουράνιο ακούσω σημαντήρι,
Το νου και την καρδιά θα επουρανίσω,
Και με φως την ψυχή θα εναρμονίσω,
Που της αλήθειας το άχραντο κριοντήρι
Στης αρετής το περιβόλι αιστάνθη,
Άρωμα θείο, στάλαγμα από τ' άνθη.
Ιδού, προς τ' άγια βήματα βαδίζω,
Στην υψηλή την κορυφή ανεβαίνω,
Σα χαραυγή ροδόξανθη ροδίζω
και τ' άγιο φως των ιδεών λαβαίνω.
Πρωτομαγιά 1920, Κέρκυρα
Mε αφορμή τα «Ποιητικά έργα» του Σπ. Νικοκάβουρα, σε σημείωμά του με τον τίτλο «Επανάσταση και Τέχνη», που δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» την 1η Φλεβάρη του 1925, ο λογοτέχνης Πέτρος Πικρός (Γουναρόπουλος), γνώριμος αρκετών Κερκυραίων διανοουμένων, που χρημάτισε και αρχισυντάκτης της εφημερίδας, σημείωνε μεταξύ άλλων:
«Απ' την πρώτη σελίδα, απ' τον πρώτο στίχο καταλαβαίνει κανείς πως ο Νικοκάβουρας είνε ποιητής επαναστάτης και μάλιστα ποιητής μεγάλος. Ο Ν., αν θυμούνται οι αναγνώστες μας, ήταν ήδη γνωστός απ' τον υπέροχό του εκείνο ύμνο προς τον ΛΕΝΙΝ κι' από άλλα κομμάτια ακόμη (...) Ας μας συχωρεθή η χαρά που νοιώθουμε με την αποκάλυψη ενός τέτοιου επαναστατικού ταλέντου. Μήτε ξέρω τι κάνει αυτή τη στιγμή στην Κέρκυρα ο Νικοκάβουρας, μήτε ποτές μου τον είδα. Είναι γέρος; Είναι νέος; Δεν ξέρω. Κατά τύχη μάλιστα βρήκα το βιβλίο του (...) Ωστόσο, σύντροφε Νικοκάβουρα, αν τύχη και πέσουνε στα μάτια σου οι γραμμές αυτές, μην παραξενευτής πως μ' όλη τη φλογερή του επαναστατικότητα το βιβλίο σου μου φαίνεται επηρεασμένο κάπως πιο πολύ απ’ την ατμόσφαιρα του γραφείου σου παρά απ' την ψυχή της μάζας. Κάπου μάλιστα σημείωσα κι' ένα παράξενο· στο "Διάγγελμα" καλείς τους "άτιμους", όπως τους λες "Άνθρωποι αν είνε, να πετάξουν οι ίδιοι την κορώνα τους".
Μα πότε και ποιοι άτιμοι πέταξαν ποτές την κορώνα τους μοναχοί τους; Γι' αυτό, μ' όλο το συντροφικό θάρρος, και δίχως το φόβο να παρεξηγηθώ πώς θα 'δινα τάχα συμβουλές, θα σου φώναζα, σύντροφε Νικοκάβουρα: - Προς τη Μάζα! προς τη Μάζα!.. Εκεί, και μονάχα εκεί είνε η θέση του πραγματικού επαναστάτη! Στις οργανώσεις, στον αγώνα, στην πάλη, εκεί σφυρηλατούνται τα γερά ταλέντα, απ' εκεί μέσα ξεπηδούν τα έργα που περιμένει το Προλεταριάτο!
Εν τω μεταξύ ας είνε βέβαιος ο σ. Νικοκάβουρας, πως σ' όλες τις συγκεντρώσεις μας, όχι μονάχα εδώ στην Αθήνα αλλά και στις επαρχίες, σ' όλες τις γιορτές μας (αν υποτεθή πως στας πονηράς αυτάς μέρες θα μας μένει καιρός για γιορτές και για χαρές), τα επαναστατικά τραγούδια του βιβλίου αυτού, θ' απαγγέλλονται απ' τους εργάτες και τις εργάτριες. Τα τραγούδια αυτά, είμαι βέβαιος πως το Προλεταριάτο θα τα υιοθετήση, σα μια προκαταβολή του Έργου που περιμένει απ' το Νικοκάβουρα».
ΥΜΝΟΣ
Λαμποκοπάς του αιθέρα λαμνοκόπε
Χρυσόβολε, κι απάνου στ' αστροχώρια
Τα χαλινάρια σου αντηχούν. Πελώρια
Σύγνεφα σκίζεις· - δεν του κόβεις, κόπε
Του μάταιου, το δρόμο. - Ουρανοσκόπε
Λάμπε, το 'πε η αλήθεια. Όσα πανώρια
Δεν είναι, κάψε ουράνιο φως· τα βόρεια,
Ήλιε, τα χιόνια λιώσε. Ω γης, ως τόπε
Του μαρτυρίου! Βαρεθήκαμε σκλάβοι
Στη ζωή πια να ζούμε, και η ελπίδα,
Στα φύλλα της καρδιάς μας όπου ανάβει,
Πάει να πέσει κι αυτή δροσοσταλίδα.
Ύμνο σε σε! Ω ασήκωσε τους γύρω
Στης Κλωθώς την ανέμη, ουράνιο μύρο.
Στη μελέτη του «Αληθινή ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», ο ποιητής Νίκος Παππάς τον θεωρεί «από τους πρώτους ρεαλιστές ποιητές, που είδαν την ποίηση σα φαινόμενο κοινωνικό κι επαναστατικό».
Για τον Κωστή Μπαστιά, που συμμετείχε στο Σοσιαλιστικό Κέντρο Κέρκυρας αν και σπούδαζε στην τοπική Αστυνομική Σχολή, ο Σπύρος Νικοκάβουρας ήταν χείμαρρος γεμάτος γάργαρα νερά.
ΕΓΕΡΤΗΡΙΟ
Πετάξτε το μαύρο κομπολόι,
Αφήστε πλια θλιμμένοι το μαράζι·
Σύψυχη όλη τη γης αναταράζει
Το δίκιο μας. Παιδιά το μοιρολόι
Ας πάψει, δεν ταιριάζει· την αλόη
Μας ποτίζουν, ξυπνήστε! χαράζει
Η μέρα μας, ο εχθρός μας λογαριάζει,
Ειμάστενε ο στρατός. Γιγάντιο μπόι
Έχομε. Στο χαρέμι, σαν πανώρια,
Γλεντάνε τη ζωή, και μεις φανάρι
Κρατούμε! Μας χωρίζουν άτιμα όρια.
Αρπάχτε το φαρί, τον καβαλάρη
Κατεβάστε· γενείτε ένα φουσάτο,
Φωνάξτε: «Στρατοί και στόλοι κάτω.»
Σε αντίθεση με τα «Ποιητικά έργα» του 1925, στα οποία συμπεριλαμβανόταν και μετάφραση του «Άσματος Ασμάτων», η ποιητική συλλογή του «Παναρμόνιος Ήχος» του 1952 χτυπήθηκε ανελέητα ως θλιβερή παρακμή από τον Αιμίλιο Χουρμούζιο μέσω της «Νέας Εστίας» και ως άδοξη αποκοπή από τη λαμπρή παράδοση της Επτανησιακής σχολής, από τον Φαίδωνα Μπουμπουλίδη, μέσω της «Ελληνικής Δημιουργίας», λόγω της στροφής του Νικοκάβουρα σε θεολογικά, μεταφυσικά και άλλα θέματα.
Εδώ (πρώτος αριστερά, καθιστός) με στελέχη του ΚΚΕ, 1926
Ο Σπ. Νικοκάβουρας έζησε στα χωριά Σφακερά και Καρουσάδες. Δημοσίευσε ποιήματά του στις τοπικές εφημερίδες «Κερκυραϊκή Ηχώ», «Ελπίς», «Κερκυραϊκά Νέα», «Εφημερίς των Ειδήσεων», «Ελευθερία», στα κερκυραϊκά περιοδικά «Φιλολογικά Νέα», «Πρόσπερος», «Κερκυραϊκά Χρονικά», «Ναυσικά», «Απολύτρωσις», αλλά και σε πανελλήνιας εμβέλειας φιλοσοσιαλιστικές περιοδικές εκδόσεις, όπως η «Νέα Επιθεώρηση», ο «Μαύρος Γάτος» και η «Λογοτεχνία», καθώς και ο «Βωμός». Συνεργαζόταν, ακόμη, με τον «Νουμά και τη «Νέα Ζωή».
Στα «Κερκυραϊκά Νέα» το 1952 ο Κ. Δαφνής είχε χαρακτηρίσει τον ποιητή πρωτοπόρο στις ιδέες, πρωτοπόρο και στην τέχνη.
Ψυχή επαναστατημένη που ένα σύνορο γνώριζε, του ρυθμού και της αρμονίας, τον περιέγραψε ανυπόγραφα ο Λίλης Δεσύλλας στην κερκυραϊκή «Εφημερίδα των Ειδήσεων» το ίδιο έτος.
ΚΕΡΚΥΡΑ
Τραγούδι παναρμόνιο μάς χαρίζεις
Την κάθε αυγή και προς το δείλι πάχνη
Χρυσόξανθη, σαν απλωμένη αράχνη,
Και σαν θεάς πορφύρα πορφυρίζεις.
Σαν τη γυμνή Δρυάδα λαχταρίζεις
Με του αηδονιού το λάλημα που αδράχνει
Τον ερωτάρη που περνά και ψάχνει
Με τη βλεψιά τα μάγια που σκορπίζεις.
Όπως μιάς άρπας αρχυρόηχης τέλια
Μαγεμένα, λαλούνε οι ψίθυροί σου·
Μα όταν οι χάρες ξέπλεκες, με γέλια
Χορεύουνε την άνοιξη, Χαρίσου
Πλιά των Θεών, δε σε βαστάει το μάτι!
Μην είσαι του Παράδεισου κομμάτι;
Kατά τον Φώτο Γιοφύλλη (Σπύρο Μουσούρη), «o ποιητής Σπύρος Νικοκάβουρας, απλός χωρικός, μα με κάποια καλαισθησία, με τις συναναστροφές του με το Θεοτόκη κατάφερε να γίνει ένας ποιητής άξιος προσοχής. Η αφοσίωσή του στην καθοδήγηση του Θεοτόκη, τόσο στη φόρμα του στίχου όσο και στην ουσία του λυρισμού, ύψωσαν τον αφελή χωρικό στο ύψος ενός λυρικού με πραγματική αξία, που πήρε μια θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία. Πρόκειται για αυτοδίδακτο λογοτέχνη». Από φωτοαντίγραφα χειρογράφων του συμπέρανε ότι ο Νικοκάβουρας τα γράμματα τα έμαθε έξω από το σχολείο.
ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ
Έρχομαι από τα βάθη της αβύσσου
Προς των άστρων το μέγα πανηγύρι.
Απ' άκρη ως άκρη πλάνα θα με γείρει
Η φαντασία. Φωνή μού λέει: «Φοβήσου.»
Ω του ήλιου φέγγος υπερκόσμιο σβήσου,
Αφού της μοίρας το πικρό ποτήρι
Το πίνομε, άθλιοι εμείς, για το χατίρι
Των άτιμων, που κάθονται με βήσου
Και πορφύρας λαμπρότη. Ανθρώποι αν είστε,
Οι ίδιοι την κορώνα σας πατήστε.
Της γης δαιμόνια με Πανδώρας χάρη,
Για το δίκιο του αρπάξατε του κόσμου,
Που κλέφτρα η δύναμή σας του 'χει πάρει,
Θα εγδικηθεί, θα εγδικηθεί ο Λαός μου.
Επίσης, ο «Ριζοσπάστης» τις 29 Σεπτέμβρη 1977 έγραψε (υπογραφή: Σ.) για τον ποιητή: «Ο Νικοκάβουρας κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πόλεμου και μετά πρόσφερε στο απελευθερωτικό κίνημα της ανθρωπότητας και του ελληνικού λαού τους καρπούς του πνεύματός του. Τιμήθηκε για τούτη την προσφορά του για την αγάπη των σκλάβων της δουλιάς, θα τιμηθεί σήμερα και θα τιμάται πάντοτε, περισσότερο στο μέλλον όταν ο λαός θα πάρει στα χέρια του τη διοίκηση του κράτους (...) Ο "Λένιν" έχει γραφτεί ύστερα από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Αλλά πότε ακριβώς; Αυτό δεν είναι απόλυτα γνωστό.
Πρώτη δημοσίευση στο "Ριζοσπάστη" γίνεται στο φύλλο του της 17-4-1920 (...), το φύλλο το αφιερωμένο στο γιορτασμό της Πρωτομαγιάς. Ο Νικοκάβουρας έγραφε το σονέτο του ή το 1919 ή το 1918 όταν η Επανάσταση οριστικά νίκησε και τ' όνομα του Λένιν προκαλούσε τον επαναστατικό ενθουσιασμό των μαζών (...) Απαγγέλθηκε για πρώτη φορά στη γιορταστική συγκέντρωση για την εργατική Πρωτομαγιά του 1920. Οπωσδήποτε είναι γραμμένο μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση και το πρώτο εμπνευσμένο από την προσωπικότητα του Λένιν ελληνικό ποίημα (...) Ο Σπύρος Νικοκάβουρας (...) γράφει επαναστατική ποίηση από νωρίς. Στο δεύτερο τόμο του αλεξανδρινού περιοδικού "Γράμματα" (1914) δημοσιεύονται μερικά από τα πρώτα του σοσιαλιστικά σονέτα, όπως το "Ρεβολουσιόν" και το "Χάος"».
EXCELSIOR
Έφτασε με τα τρόπαια η ολκάς σου,
Της Λευτεριάς αγέρα, με τη Νίκη
Που φέρανε στον κόσμο οι Μπολσεβίκοι
Κι ελύσαν το δεσμώτη του Καυκάσου.
Για τον προφήτη Αισχύλο τα γλυκά σου
Άνοιξε, Μούσα, χείλη· δεκανίκι
Του καβαλάρη δος, του Ολυμπιονίκη
Στεφάνι απ' τα λουλούδια τα δικά σου,
Που κουναρείς μες στα Ελικώνια πλάγια·
Στρώσε του δάφνες πράσινες και βάγια.
Τραγούδησέ μου Ανατολίτικο άσμα
Με τη γλυκιά σου φλογερή μανία,
Στη μεγάλη θεά την αρμονία,
Όπου όραμα αναδίνει από το χάσμα.
Η αφίσα της εκδήλωσης στα Σφακερά
Μέρος του αρχείου του Σπύρου Νικοκάβουρα φυλάσσεται στην Αναγνωστική Εταιρία Κέρκυρας.
Στη γενέτειρα του ποιητή, στο χωριό Σφακερά, τις 20 Ιουλίου 2019 ο Πολιτιστικός Σύλλογος Σφακερών, σε συνεργασία με τον Οργανισμό Κερκυραϊκών Εκδηλώσεων, πραγματοποίησε εκδήλωση προς τιμήν του, εξαίροντας το έργο του και τη συμβολή του στους εργατικούς αγώνες.
REVOLUTION
Η γη είναι μια εικόνα ιστορισμένη
Με αγκάθια και με νήπια· με λουλούδια,
Με σκύλους όπου γλείφουν, με μαϊμούδια
Που χορεύουν, με κρίνους· χαρισμένη
Στων ληστάδων τα χέρια, κρεμασμένη
Στο καρφί του φονιά, που με τραγούδια
Κοιμίζει τ' απονήρευτα μικρούδια
Και το γάλα τους κλέφτει. Δικασμένοι
Σηκωθείτε! Τ' αγκάθια καθαρίστε,
Σκοτώστε τα σκυλιά, τα σιχαμένα
Μαϊμουδάκια πατήστε. Ω ανθίστε
Κρίνοι! Μικρά μου αντρωθείτε χαμένα!
Την 'κόνα που μας κλέψαν -πλια νισάφι-
Ξεκρεμάστε από του άτιμου το ράφι.
Με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Κέρκυρας το όνομα του Σπύρου Νικοκάβουρα έχει δοθεί σε δρόμο της πόλης του νησιού.