Ο Μιχάλης Οικονόμου, γραμματέας του ιδρυτικού συνεδρίου του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ) το 1918, γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1896. Ο πατέρας του καταγόταν από τη Χειμάρα της Βορείου Ηπείρου και ήταν δάσκαλος.
Ο Μ. Οικονόμου αποτέλεσε, μαζί με τον Δημοσθένη Λιγδόπουλο και τον Φραγκίσκο Τζουλάτη, την ηγετική ομάδα της αριστερής τάσης που επιβλήθηκε στο συνέδριο, προσδίδοντας στο νέο κόμμα επαναστατικά χαρακτηριστικά.
Το 1916 είχε συμμετάσχει δραστήρια στην ίδρυση της Σοσιαλιστικής Εργατικής Νεολαίας Αθήνας, την οποία και εκπροσώπησε στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ.
Σπούδασε στην Αθήνα φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή και εξελίχθηκε σε λαμπρό γλωσσολόγο.
Στην Κέρκυρα φέρεται να είχε επηρεαστεί ιδεολογικά, μεταξύ άλλων, από τον Σέρβο διεθνιστή και επαναστάτη Ζίτκο Τοπόλοβιτς, μέλος της διοικούσας επιτροπής του Σερβικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, που έμεινε επί μακρόν στο νησί.
Στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ, σύμφωνα με τα πρακτικά που τηρήθηκαν, απηύθυνε χαιρετισμό «εξ ονόματος των Σοσιαλιστικών Νεολαιών της Ελλάδος», υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων:
- «Ερχόμεθα σήμερον διά να θέσωμεν τον θεμέλιον λίθον του επαναστατικού οικοδομήματος, μέσα εις το οποίον θα αρχίσουν και οι έλληνες προλετάριοι τον δρόμον που οι συνάδελφοί των του άλλου κόσμου επροχώρησαν νικώντες και θριαμβεύωντες».
- «Μπροστά στην μεγάλη αυτήν αποστολή του συνεδρίου πρέπει να δείξωμεν την ανάλογον δύναμιν και το πρέπον σθένος, όπως ξεκαθαρίζοντες το γύρω μας έδαφος προχωρήσωμεν προς τα εμπρός. Από ημάς εξαρτάται ή να διαιωνίσωμεν την αδυναμίαν και την ακαταστασίαν της ελληνικής εργατιάς ή να
δημιουργήσωμεν και εδώ την ξυπνημένη εργατιά που θα είναι ικανή να ακολουθήση την εργατιά του άλλου κόσμου εις το μεγάλο παγκόσμιο κίνημα».
- «Το ελληνικόν προλεταριάτο σήμερα με χαρά ανεμίζει την κοκκινόχρωμη σημαία του (...) Γύρω μας βλέπουμε να ροδίζη η χαραυγή της μεγάλης ημέρας. Η χρυσή ημέρα του λυτρωμού έφθασε. Η ανατολή άρχισεν».
- «Τιμή και δόξα ανήκει στην εργατιά εκείνη του Βορρά που εσάλπισε πρώτη το τρανό σάλπισμα της αναστάσεως».
Ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ (ο Μ. Οικονόμου πέμπτος από αριστερά, όρθιος)
Επίσης, σε παρεμβάσεις του στο συνέδριο τάχθηκε εναντίον ομάδων που ήθελαν να λειτουργούν αυτόνομα μέσα στο κόμμα, καθώς και υπέρ της ανάκλησης των βουλευτών του, όταν αυτοί αποδεικνύονται «ανάξιοι».
Σε άρθρο του (υπογραφή: Μιχ. Οικον.) στο κεντρικό δημοσιογραφικό όργανο του ΣΕΚΕ «Εργατικός Αγών», στο φύλλο της 26ης Ιανουαρίου 1920, σημείωνε:
«Ένας μοιραίος ιστορικός νόμος αρχίζει να επιβάλλεται. Η Πάλη των Τάξεων. Τι σημαίνουν αι λέξεις αυταί; Δεν σημαίνουν τίποτε άλλο παρά δυο εντελώς ξεχωριστά στρατόπεδα παλαίοντα εναντίον αλλήλων μ' όλα τα μέσα, οικονομικά και πολιτικά. Δεν μπορή να νοηθή οικονομικός και επαγγελματικός αγών διεξαγόμενος εκ μέρους της Εργατικής τάξεως εναντίον της Κεφαλαιοκρατίας, την στιγμήν που η Εργατική τάξις συμμαχεί ή υποτάσσεται πολιτικώς εις την Κεφαλαιοκρατίαν αυτήν, η οποία εις τον εναντίον των εργατών πόλεμόν της κατέχει ως φρούριον ισχυρόν αυτήν την πολιτικήν εξουσίαν. Δεν μπορεί να νοηθή πάλη της εργατικής εναντίον της κεφαλαιοκρατικής τάξεως εις το
οικονομικόν μέρος, ενώ επί του πολιτικού πεδίου εξακολουθεί η υποταγή και η δουλεία των εργατών εις το κεφάλαιον και εις όλα τα πολιτικά του κόμματα».
Υπηρέτησε ως τηλεγραφητής. Κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία συνελήφθη στη Σμύρνη μαζί με τον μετέπειτα Γραμματέα του ΚΚΕ Παντελή Πουλιόπουλο και φυλακίστηκε, κατηγορούμενος για σοσιαλιστική προπαγάνδα.
Ο Γιάννης Μοναστηριώτης, που είχε αποτελέσει μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, διηγήθηκε το 1978 για τον Μ. Οικονόμου: «Θυμάμαι την Πρωτοχρονιά του 1919, που είχαμε πάει με τον Πουλιόπουλο και τους άλλους σε μια συγκέντρωση στον Άγιο Γιάννη Ρέντη. Ήταν μέλη του ΣΕΚΕ με κονκάρδες και περιβραχιόνια και μίλησε ο Μιχάλης Οικονόμου. Γνωριστήκαμε, όπως και με τον αδελφό του Έκτορα. Ο Μιχάλης, τότε φοιτητής της Φιλοσοφικής, μας είπε να περάσουμε μια μέρα από τα γραφεία στην οδό Ευριπίδου για να γνωρίσουμε στελέχη του Κόμματος (...) Σε λίγες μέρες κάλεσαν την κλάση μας. Επειδή είχαμε σε λίγο εξετάσεις μάς έδωσαν δύο μήνες αναβολή και τελικά καταταχτήκαμε γύρω στον Ιούλιο (...) Γύρω στον Φεβρουάριο του 1920 τελειώσαμε την εκπαίδευσή μας και όλος ο λόχος τηλεγραφητών στάλθηκε στο Μπουρνόβα της Σμύρνης. Εκεί μείναμε αρκετούς μήνες για νέα εκπαίδευση. Συνδεθήκαμε με μερικούς άλλους γνωστούς και άγνωστους και κάναμε μια δική μας ομάδα, καμιά δεκαριά. Βρήκαμε τηλεγραφητή τον Μιχάλη Οικονόμου, που είχε επαφές με το Κόμμα και μας έλεγε τη γραμμή (...) Όσο καιρό μείναμε στη Σμύρνη και μέχρι να μας συλλάβουν, δεν κάναμε τίποτα περισσότερο από το να μαζευόμαστε μεταξύ μας, να κουβεντιάζουμε ότι αυτός ο πόλεμος είναι άδικος και πρέπει να αγωνιστούμε εναντίον του». Είχαν βγάλει μια μικρή εφημερίδα με τον τίτλο «Ερυθρός Φρουρός και τάσσονταν φυσικά εναντίον του πολέμου. «Το καλοκαίρι του 1921 μας πιάνουν. Μας βάζουν στη φυλακή. Οικονόμου, Πουλιόπουλος, Μοναστηριώτης, Μπονάνος, Νίκολης (...) Μετά από 3-4 μήνες μάς άφησαν ελεύθερους (...) Νομίζω πως στη Σμύρνη είχαν ξαναπιάσει τον Πουλιόπουλο, τον Οικονόμου, αλλά τους άφησαν ελεύθερους όταν άρχισε η υποχώρηση».
Ο Μ. Οικονόμου αποχώρησε από το ΣΕΚΕ το 1923 και συμμετείχε στη συνέχεια, μαζί με τον Α. Σίδερι, στην ίδρυση της Εργατικής Σοσιαλιστικής Ένωσης, η οποία εξέδωσε την εφημερίδα «Φωνή του Λαού» και αργότερα τη «Νέα Εποχή», απηχώντας σοσιαλδημοκρατικές, κυρίως, θέσεις.
Υποστήριξε τη διάδοση και επιβολή της δημοτικής γλώσσας και υπήρξε μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Το 1933 εξέδωσε τη «Γραμματική της Νεοελληνικής γλώσσας (της δημοτικής)», έργο πρωτοποριακό.
Την περίοδο της Κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, στην Αθήνα. Για τον λόγο αυτό στη συνέχεια τέθηκε σε διαθεσιμότητα και έπαψε να διδάσκει στη δημόσια Εκπαίδευση. Νωρίτερα, αφού διορίστηκε φιλόλογος καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, δίδαξε σε σχολεία στους νομούς Κορινθίας, Αιτωλοακαρνανίας, Ημαθίας και Αττικής.
Τη δεκαετία του 1950 αφοσιώθηκε στο επιστημονικό του έργο.
Συνεργάστηκε με τον Μανώλη Τριανταφυλλίδη και τον Θρασύβουλο Σταύρου στη συγγραφή του βιβλίου «Η γλώσσα μου», το οποίο εκδόθηκε το 1955. Το 1957 συνεργάστηκε με τον Νικόλαο Ανδριώτη στη σύνταξη του «Γλωσσικού, Σημασιολογικού και Ορθογραφικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας», καθαρεύουσας και δημοτικής, που εκδόθηκε από τη Μορφωτική Εταιρεία.
Η πλούσια εργογραφία του περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αρκετά εκπαιδευτικά βιβλία για παιδιά των σχολείων (1931-1940). Επίσης, ήταν συγγραφέας των βιβλίων «Ανθολογία Ελλήνων ποιητών (1952), «Λεξικόν ανωμάλων ρημάτων» (1947), «Κύρου Ανάβασις» (1946), «Κοραή, εκλεκτές σελίδες (1951), «Διηγήματα μεγάλων Ελλήνων διηγηματογράφων» (1951), «Πλουτάρχου Θεμιστοκλής και Περικλής» (1965). Επίσης, εξέδωσε στη δημοτική τη «Γραμματική της αρχαίας ελληνικής», που εκδόθηκε από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών το 1971, υπερασπιζόμενος την «ενότητα της εθνικής μας γλώσσας που, μιλημένη αδιάκοπα από χείλη Ελλήνων τρεις και τέσσερις χιλιάδες χρόνια, άλλαξε λίγο λίγο για να καταλήξει στη σημερινή της μορφή». Ακόμη, συμμετείχε στον συλλογικό τόμο «Έλλη Αλεξίου, μικρό αφιέρωμα» (1976) με κείμενο με τον τίτλο «Στην Έλλη Αλεξίου, ένα ολόθερμο ευχαριστώ».
Να σημειωθεί, ακόμη, ότι ο Αλέκος Γιωτόπουλος, που καταδικάστηκε το 2003 ως αρχηγός της οργάνωσης «17 Νοέμβρη», φέρεται να επέλεξε το ψευδώνυμο Μιχάλης Οικονόμου έχοντας υπόψη του τον γραμματέα του ιδρυτικού συνεδρίου του ΣΕΚΕ.
Ο Μιχάλης Οικονόμου πέθανε στην Αθήνα, σε ηλικία 88 ετών, το 1984. Ως το τέλος της ζωής του διατηρούσε την πνευματική του διαύγεια και παρακολουθούσε τα εκπαιδευτικά και γλωσσικά ζητήματα.
Σε νεκρολογία στο περιοδικό «Φιλόλογος», τα τέλη του 1984, ο Χ. Τσολάκης σημείωσε ότι ο Μ. Οικονόμου είχε υποστεί διώξεις και είχε εξοριστεί για τις ιδέες του και τη δράση του και ενσάρκωνε με το έργο του τη «Γραμματική στην υπηρεσία των ανθρώπων και της ζωής». Όπως επισήμανε, «δεν έκλεισε ο Μ. Οικονόμου τη σοφία του μέσα στον γυάλινο πύργο της θεωρίας, παρά την πέρασε με αγώνα και αγωνία στη ζωή».
Επίσης, νεκρολογία για τον Μ. Οικονόμου δημοσίευσε το 1985 η Άντα Κατσίκη - Γκίβαλου στο «Λεξικογραφικόν Δελτίον» της Ακαδημίας Αθηνών.