Ο Τάσος (Αναστάσιος) Παπίρης γεννήθηκε το 1924 στην πόλη της Κέρκυρας. Σε ηλικία 18 χρόνων, κατά την περίοδο της Κατοχής, ανέλαβε δράση εναντίον των Ιταλών κατακτητών του νησιού, συνελήφθη και αντιμετώπισε με γενναιότητα τη βία των καραμπινιέρων στην έδρα τους επί της οδού Γεράσιμου Μαρκορά στην πόλη της Κέρκυρας.
Σε γραπτή εξιστόρηση της ζωής του το 1982 έγραψε, μεταξύ άλλων, για την περίοδο της Κατοχής και το προαναφερθέν περιστατικό από τη δράση του: «Τις 24 Μάρτη του 1943 ανέλαβα από την Οργάνωση να πάρω προκηρύξεις για την εθνική μας γιορτή 25 του Μάρτη, να πάω στο Νέο Φρούριο που ήταν στρατώνες των καραμπινιέρων, να γεμίσω τα κρεβάτια τους, όπως και έκανα. Τις 26 Μάρτη ο διοικητής των καραμπινιέρων της πόλης Μποναγιούτος με συνέλαβε τις 3 η ώρα το μεσημέρι, με πήγαν στην οδό Μαρκορά που ήταν η Διοίκηση. Με έδεσαν χέρια και πόδια, με έριξαν στον διάδρομο και ήρθαν τις 12 η ώρα το βράδυ, με πήγαν στο γραφείο του, μου έβγαλαν τις χειροπέδες και με άρχισαν στο ξύλο (...) Χαστούκια στα αυτιά που σε λίγο άρχισαν να σφυρίζουν και να εκτοξεύουν υγρό, όσες φορές σταμάτησαν ήταν για να τους πω ποιος μου έδωσε τις προκηρύξεις. Η απάντησή μου πάντα ήταν δεν ξέρω τι λέτε. Όταν κουράστηκαν με κατέβασαν στο υπόγειο που ήταν ένα κελί 3Χ3 γεμάτο κρατούμενους που δεν γνώριζες πού να καθίσεις, το ανθρώπινο πράμα ήταν σαρδέλες, μέσα στο κρατητήριο είναι και ο αδελφός της μάνας μου, ο Στέφανος. Με κράτησαν μια εβδομάδα...».
Από το παραθαλάσσιο προάστιο Μαντούκι έφυγε με βάρκα από την Κέρκυρα για την Ήπειρο και τον ΕΛΑΣ, μέσω Αλβανίας, τα μεσάνυκτα της 3ης Ιουνίου 1943, μαζί με άλλους πέντε άλλους Κερκυραίους, ενώ τα ιταλικά περιπολικά αλώνιζαν τον κόλπο της πόλης του νησιού. Έφτασαν σε μονάδα του ΕΛΑΣ στη Θεσπρωτία, κοντά σ' ένα μοναστήρι, αργά την επόμενη μέρα.
Ο λόγος στον ίδιο:
«Αρχίζουμε την ανηφόρα προς το μοναστήρι, αφού περπατήσαμε για λίγο ακόμα, κάτι μας σταμάτησε τον σφυγμό. Ακούμε τραγούδια λίγο μακριά. Τα πόδια μας για δεύτερη φορά έχουν φτερά. Αφού προχωρήσαμε για λίγο, τα τραγούδια ακουγόταν καθαρά. Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα (...), η χαρά μας περνάει κάθε όριο (...), είναι μεγάλη, μπαίνοντας στο προαύλιο βρισκόμαστε αγκαλιά με αδελφικούς φίλους, με γνωστά πρόσωπα. Οι αδελφοί Πρίφτη, ο Γεράσιμος, ο Αλέκος, ο Βασίλης Κούρκουλος, βρισκόμαστε στα Ουράνια (...) Πάμε να οπλίσουμε στην Επιμελητεία. Εδώ μια καινούρια χαρά. Το καριοφίλι είναι στο χέρι. Είμαι αντάρτης του ΕΑΜ ΕΛΛΑΣ (...) Μέσα μου τα πάντα έχουν πάθει ηλεκτροσόκ».
Την άλλη μέρα βρέθηκε με μονάδα του 15ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ στο χωριό Άγιοι Πάντες, προς τα Ιωάννινα. Εντάχθηκε στην ομάδα διοίκησης του 2ου τάγματος. Την 1η Αυγούστου 1943 έγινε μέλος του ΚΚΕ. «Η πολιτική οργάνωση του κομμουνιστικού κόμματος Ελλάδος, του τάγματος, λόγω της διαγωγής μου με έκανε μέλος του ΚΚΕ», έγραψε για εκείνη την ημέρα, προσθέτοντας ότι ορκίστηκε να φανεί αντάξιος της τιμής που του έγινε.
ΕΛΑΣίτης
Ο λόχος του ονομαζόταν «Λόχος Ζίτσας Κουρέντων κρούσεων και καταστροφών». Τις 16 Σεπτεμβρίου 1943 πήρε μέρος, ως μέλος ομάδας κάλυψης, σε σαμποτάζ εις βάρος γερμανικής δύναμης στον δρόμο Ιωάννινα - Κακκαβιά. «Έγινε η επίθεση με μεγάλη επιτυχία, πιάσαμε όλη τη φρουρά των Γερμανών και όλο τον οπλισμό, και ό,τι είχαν τα φυλάκια τα κάψαμε».
Τον Μάιο του 1944 αρρώστησε, για δεύτερη φορά. «Η ελονοσία με έριξε στη γη (...) Δεν υπήρχε καμιά δύναμη για να περπατήσω. Πέρασα το Λάζαρο». Συνέχισε, αφού συνήλθε κάπως. Αργότερα, τον Αύγουστο, τραυματίστηκε σε μάχη. «Είναι 22 Αυγούστου. Βρισκόμαστε στην κάτω Λάβδανη, εδώ είναι οι τελευταίες συγκρούσεις. Από το χάνι Δελβινάκι οι Γερμανοί έχουν περάσει το Κεράσοβο (...) Χτυπάει το πυροβολικό, ένα μικρό βλήμα με χτυπάει στο δεξί πόδι, κάτω από γόνα, στο πλάι από το καλάμι. Εμείς όμως έχουμε επιδέσμους μαζί μας για ό,τι χρειασθούν. Το τραύμα είναι πολύ έξω και βγάζω το βλήμα με το χέρι μου κι έδεσε το τραύμα με τον επίδεσμο».
Την 1η Σεπτεμβρίου 1944 μεταφέρθηκε σε αλβανικό χωριό. «Εκεί με μετέφερε ο λόχος σε κακή κατάσταση. Από την ελονοσία, άλλες δύο φορές είχα γίνει σαν τους ασκητές της ερήμου». Δέκα ημέρες αργότερα επέστρεψε στη μονάδα του στη Ζίτσα με άλογο. Νέα μάχη με Γερμανούς τις 16 Σεπτεμβρίου, στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία. «Ρίχνω με το αυτόματο κατά πάνω τους...».
Τις 14 Φεβρουαρίου 1945 παρέδωσε το όπλο του. «Σήμερα στα Γιάννενα στην πλατεία (...) με δάκρυα στα μάτια παρελάσαμε (...), ρίχνουμε τα όπλα μας, είναι 11 το πρωί 14/2/1945. Το βάζω με νούμερα γιατί αυτοί οι μεγάλοι και ιστορικοί αγώνες προς στιγμή έσβηναν για μια Συμφωνία Βάρκιζας».
Πέντε ημέρες μετά ήταν στα γραφεία του ΚΚΕ στην πόλη της Κέρκυρας. «Στο κόμμα, μου ανέθεσαν την γραμματεία της ΚΟΒΑΣ του Μανδουκίου, το Μανδούκι έχει όνομα, είναι η πιο μαχητική οργάνωση της Κέρκυρας. Εδώ τα στρατά του Ζέρβα δεν μπήκαν ποτέ. Το Μανδούκι στην κατοχή ήταν η συνοικία που τροφοδότησε όλη την πόλη κ.α. Είχε μεγάλες αποθήκες κι εργοστάσια, τα οποία οι Ιταλοί τα έκαναν αποθήκες με τρόφιμα για τον στρατό τους, πράγμα που πολλά ξαφριζόταν. Η οργάνωση δουλεύει πολύ καλά».
Τον Μάρτιο του 1946 σε κομματική σύσκεψη επιλέχθηκε επικεφαλής Οργάνωσης Αυτοάμυνας της Κέρκυρας, καθώς κλιμακώνονταν οι διώξεις εις βάρος αγωνιστών. «Εμείς είχαμε καλό οπλισμό κι εδώ στην Οδό Γερασίμου Γιαννούση είχαμε το οπλοστάσιό μας». Εργαζόταν στο λιμάνι της Κέρκυρας.
Ενώ το σωματείο των εργαζομένων είχε εκλογές, δεν του επιτράπηκε η είσοδος στα γραφεία του Εργατικού Κέντρου του νησιού, αλλά οι εκλογές κερδήθηκαν.
Τον Ιούλιο του 1947 συνελήφθη:
«Τις 14 Ιούλη το 1947, τριάντα οχτώ από εμάς, στελέχη της κομματικής Κερκυραϊκής οργάνωσης, μας συνέλαβαν, μείναμε τρεις μέρες στα υπόγεια της αστυνομικής διεύθυνσης, όλοι εκτός από έναν. Ήρθε ένα αρματαγωγό με το όνομα Αλφειός και περάσαμε όλα τα λιμάνια (...), συλληφθέντες κατά διαταγή του Ζέρβα. Φθάσαμε 19 Ιουλίου στον Πειραιά, αλλά επειδή είχαν γεμίσει τις φυλακές στην Αθήνα και Πειραιά (...) μας έκλεισαν στο ψυχιατρείο Δαφνί (...) Από τα παράθυρα του τρίτου ορόφου του ψυχιατρείου, αυτούς που τους λένε τρελούς είναι σύντροφοί μας που από τα βασανιστήρια των Κέντρων Διερχομένων είναι τρόφιμοι του ψυχιατρείου, όλη μέρα στα παράθυρα μας κάνουν διαφώτιση για πολλά πράγματα. Για το τιμημένο ΚΚΕ, για το σωστό δρόμο του Αγώνα (...) Κάποια μέρα πολύ γρήγορα θα σμίξουμε μας λένε και θα κάνουμε μια Ελλάδα λεύτερη και δημοκρατική, αυτή είναι η τρέλα τους».
Έναν μήνα μετά οδηγήθηκε στον Άη Στράτη. «Είναι 24 Ιουλίου. Το αρματαγωγό Αλφειός, μας αδειάζει στην αμμουδιά του Αϊ - Στράτη. Εδώ βλέπουμε κάτι άλλο. Χιλιάδες σύντροφοι μας καλωσορίζουν. Ο Ζέρβας έπιασε όλη την Ελλάδα. Χιλιάδες άνθρωποι είναι στο λιμάνι. Μεταφερθήκαμε φορτωμένοι με τα πράγματα στο νότιο σημείο του στρατοπέδου, είναι μια χαράδρα που έχει στο βάθος ένα μικρό ίσιωμα. Υπάρχουν δεκάδες σκηνές με εμβαδόν περίπου 4Χ4 στημένες. Σε κάθε σκηνή θα πάρει 14 άτομα. Όπως είναι τετράγωνη από τη μια πλευρά 7 άτομα και άλλα 7 απέναντι, αφήνοντας ένα διάδρομο στη μέση (...) Οι Κερκυραίοι πιάσαμε τρεις σκηνές». Αφέθηκε ελεύθερος, μαζί με τους άλλους Κερκυραίους, τις 10 Ιανουαρίου 1947.
Εδώ (στην πάνω σειρά, τέταρτος από δεξιά) στον Άη Στράτη
Τον Μάρτιο του 1948, ενώ εργαζόταν πάλι στο λιμάνι της Κέρκυρας και το κράτος κήρυξε επιστράτευση σειράς ηλικιών για να νικήσει τον Δημοκρατικό Στρατό, βγήκε στην παρανομία. «Θα έρθει αρματαγωγό για να παραλάβει τους στρατεύσιμους. Εμένα η απόφασή μου είναι να μην πάω στρατιώτης των Αμερικάνων. Είναι 28 Μάρτη σήμερα, μεσημέρι έχει έρθει το αρματαγωγό και με μουσικές και τυμπανοκρουσίες παίρνουν τα παιδιά του Λαού για το μακελειό των Αμερικάνων. Εγώ έχω βγει στην παρανομία και από ένα σπίτι κοντά στο καινούριο Φρούριο παρακολουθώ τα πάντα. Για εμένα αρχίζει μια νέα ζωή, όχι καλή. Βρίσκομαι σε επαφή με την Οργάνωση που και αυτή είναι παράνομη, μια κι έχουν βγάλει εκτός νόμου το ΚΚΕ (...) Από την Οργάνωση έχω ζητήσει να μου επιτρέψει να πάω στα βουνά, παλιά μου τέχνη κόσκινο, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μου επιτρέπουν, θα μείνουμε εδώ όλη η Οργάνωση (...) Άρχισα από την αρχή της παρανομίας να κρύβομαι σε φιλικά σπίτια (...) Γύρισα έξι σπίτια παράνομος». Ενώ από τον Οκτώβριο κρυβόταν σε κρυψώνα στο σπίτι του, τις 28 Δεκεμβρίου 1948 συνελήφθη εκεί. «Τις 28 Δεκέμβρη μέσα στον ύπνο μου (...) έπεσαν πάνω στο κρεβάτι 10 βρώμικα καθάρματα».
Οδηγήθηκε στο Κέντρο Νεοσύλλεκτων στην Κόρινθο, από 'κει σε κρατητήριο στη Λάρισα και ανήμερα της γιορτής του, τις 22 Ιανουαρίου 1949, βρέθηκε στη Μακρόνησο, όπου έμεινε 1.277 ημέρες.
Ο λόγος στον ίδιο:
«Δουλειά σκληρή. Κουβαλάμε βράχια τεράστια δεμένα σε ένα σύρμα 50 μέτρα και όπως τραβούσαν τα καράβια στον Βόλγα οι δούλοι, έτσι κι εμείς σε μια σιδερένια σκάρα καμιά 50αριά δούλοι των ρωμαϊκών αυτοκρατοριών, δεμένοι στο σίδερο τραβούσαμε κάνα δυο χιλιόμετρα (...) Έχουμε γίνει σαν το φτωχό του Θεού τον Άγιο Φραγκίσκο του Θεοτοκόπουλου.
Στην εργασία μόνον με τη σάλπιγγα έχει ανάπαυση και πάλι με τη σάλπιγγα σηκώνεσαι (...) Αφού σταματάμε 12 το μεσημέρι, όλοι οι λόχοι θα μεταφέρουμε από μια πέτρα ο καθένας για διάφορες δουλειές που γίνονται. Μετά από την πέτρα θα καθίσουμε ο καθένας στο λόχο του για να μας κάνουν κατήχηση ή κάποιος δικός μας στρατιώτης να κάνει κάποια ομιλία που του δίνουν το χαρτί στο χέρι για να ακούς βρωμιές και εγκληματικές κουβέντες. Εδώ, όπως λένε, είναι η κολυμβήθρα του Σιλωάμ, πρέπει να εξαγνιστούμε.
Οι μανάδες μια φορά έλεγαν στα παιδιά τους, να πας στο Στρατό να γίνεις άνθρωπος. Σε αυτόν το στρατό που είμαστε τι θα γίνουμε; (...) Μετά τη διαφώτιση (...) έχει μισό ψωμί και μια κουταλιά πεπονόσπορο μαγειρεμένο με μαργαρίνη και θα βράζει δυο ώρες (...) Ετούτο το βρώμικο κράτος όλα τα κάνει προκειμένου να μας ξεμπερδέψει.
Σε ορισμένες σκηνές είναι και χωροφύλακες ντυμένοι στρατιώτες που κάνουν δήθεν δηλώσεις (...) Οι βασανιστές άρχισαν να χτυπούν ώριμους και άγουρους με τα πλεχτά καλώδια και τα βούνευρα όπως τα λένε (...) Σκοπός και στόχος τους είναι η εξόντωσή μας (...) Πολλές φορές έκλαψα κοιτάζοντας τους συντρόφους μου γεμάτους από το κεφάλι μέχρι τα πόδια από αίμα και με σπασμένα κόκκαλα».
Εδώ (δεξιά) στη Μακρόνησο
Απολύθηκε τις 20 Αυγούστου 1952. Στην Κέρκυρα, σε συνεννόηση με κομμουνιστές του νησιού, ανέλαβε τη συνδικαλιστική ευθύνη για τα σωματεία των 700 εργαζομένων του λιμανιού, όπου ξανάπιασε δουλειά. Λίγους μήνες μετά, ενώ η αριστερή παράταξη βγήκε νικήτρια στις εκλογές του μεγαλύτερου σωματείου, απολύθηκε από το λιμάνι. Ήταν μέλος της παράνομης Επιτροπής Πόλης του ΚΚΕ. Αγόρασε τη χρήση ενός καφενείου εκεί κοντά, αλλά την επομένη παραχώρησε τη χρήση του σε συγγενή του, καθώς κλήθηκε στην Ασφάλεια και ενημερώθηκε ότι παραπέμπεται σε στρατοδικείο. Δεμένος με χειροπέδες τον Μάιο του 1953 μεταφέρθηκε στις φυλακές των Ιωαννίνων. Η κατηγορία που αντιμετώπισε στο στρατοδικείο τις 28 Ιουνίου είναι ότι δήθεν δεν στρατεύτηκε και ήταν «ειδεχθής εγκληματίας». Αθωώθηκε. Στο καφενείο ήταν υπό διαρκή παρακολούθηση. Πήγε στην Ιθάκη, οικοδόμος. Αχθοφόρος στο λιμάνι της Κέρκυρας, στη συνέχεια. Βρήκε δουλειά αργότερα, το 1955, σε αλιευτικά σκάφη.
Τα Χριστούγεννα του έτους αυτού έγινε οικοδόμος στην Κέρκυρα, αρχίζοντας συγχρόνως μια νέα, λαμπρή συνδικαλιστική ιστορία που μεταμόρφωσε το συνδικαλιστικό κίνημα των οικοδόμων του νησιού και οδήγησε τον κλάδο τους σε μεγάλες κατακτήσεις. Τον Ιούλιο του 1960 έφτιαξε οικοδομικό συνεργείο με επτά εργατοτεχνίτες. Παράλληλα, ανέλαβε Γραμματέας της Νομαρχιακής Επιτροπής Κέρκυρας της ΕΔΑ, με την υποστήριξη και του γνώριμού του στη Μακρόνησο κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της ΕΔΑ Ηλία Ηλιού. Επίσης, τέθηκε επικεφαλής και του συνδικαλιστικού τμήματος της κερκυραϊκής ΕΔΑ. Έπεισε πολλούς οικοδόμους να γραφτούν στο σωματείο τους και κατόπιν αρχαιρεσιών τις 29 Μαρτίου 1961 εκλέχτηκε πρόεδρός του και προώθησε τη μαζικοποίηση και τη συνένωση σειράς οικοδομικών σωματείων διαφόρων ειδικοτήτων.
Το 1962 ηγήθηκε μεγάλης απεργίας των Κερκυραίων οικοδόμων για 7ωρη ημερήσια εργασία και πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση. Επίσης, ηγήθηκε της αριστερής αντιπολίτευσης στο ελεγχόμενο από εργατοπατέρες Εργατικό Κέντρο Κέρκυρας και προώθησε δυναμικά τα θέματα της ανέγερσης εργατικών πολυκατοικιών στο νησί και της αναβάθμισης των υπηρεσιών του ΙΚΑ, συνδέοντας έτσι ακόμη πιο έντονα το όνομά του με τη βελτίωση της ζωής των Κερκυραίων εργαζομένων.
Αξέχαστες έχουν μείνει οι μεγάλες απεργίες των οικοδόμων της Κέρκυρας το 1964 και το 1965. «Πλημμύρισε η Πόρτα Ρεμούντα, χιλιάδες οι οικοδόμοι, παλμός, ζητωκραυγές», έγραψε για την απεργία και τη συγκέντρωση που έγιναν τις 17 Μαρτίου 1964. «Οι οικοδόμοι ξέρουμε να αγωνιζόμαστε και θα αγωνιζόμαστε. Η ώρα 10. Δεν υπάρχει μέρος για να πέσει μια καρφίτσα, σοκάκια, δρόμοι, πεζοδρόμια, είναι τα παιδιά του Λαού που αγωνίζονται για τις οικογένειές τους (...) Να πω 3.200 εργάτες; Η αστυνομία (...), τι να κάμουν μπροστά σε αυτή τη θάλασσά μας;», για τις κινητοποιήσεις της 25ης Φεβρουαρίου 1965. Έγραψε για τη θητεία του στο συνδικαλιστικό κίνημα των οικοδόμων: «Είμαι υπερήφανος που ηγήθηκα στον κλάδο των οικοδόμων (...) Μας έλεγαν τρομοκράτες. Όμως είμαστε οι άνθρωποι που με τα δυο χέρια φτιάξαμε στον κόσμο πολλά ωραία οικοδομήματα, έργα τέχνης, θέατρα...». Κατάκτηση του κινήματός τους ήταν, τότε, η κατασκευή εργατικών κατοικιών στην περιοχή Κουλίνα.
Τις αρχές του 1967 η ΕΔΑ Κέρκυρας προετοιμαζόταν για το ενδεχόμενο εκλογών. Μιλώντας για τα ΤΕΑ, τα γνωστά Τάγματα Εθνικής Αμύνης της εποχής, ο Τάσος Παπίρης περιέγραψε τις συνθήκες που αντιμετώπισε σε περιοδεία στον κερκυραϊκό Βορρά: «Μας περίμεναν στον Τρουμπέτα, στο βόρειο συγκρότημα, που έχει μεγάλη ανηφόρα με βαρέλια άδεια και την ώρα που ανεβαίναμε με ταξί για περιοδεία αφήνανε τα βαρέλια κι ερχόταν καταπάνω με ιλιγγιώδη ταχύτητα για να μας σκοτώσουν και να σπάσουν τα ταξί ή να μπατάρουμε στο χάος που ήταν δίπλα μας».
Τις 21 Απριλίου 1967 συνελήφθη, όπως και άλλοι 80 περίπου Κερκυραίοι σύντροφοι και συναγωνιστές του. Η απόφαση σύλληψής του τον θεωρούσε «λίαν επικίνδυνο» για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, λόγω «σοβαρής αντεθνικής δράσης, του επικίνδυνου της προσωπικότητάς και της επιρροής που δύναται να ασκήσει».
Οδηγήθηκε στο Παλαιό Φρούριο και μετά από έξι ημέρες στις φυλακές, απ' όπου μία εβδομάδα αργότερα μαζί με άλλους 37 Κερκυραίους κατέληξε στη Γυάρο εξόριστος. Έμεινε εξόριστος εκεί 32 μήνες.
Υπέφερε και από τα ποντίκια. «Σήμερα είναι 15 Ιούλη 1968. Ξύπνησα το πρωί με αίματα στο κεφάλι πάνω από τα μάτια, αυτό το πρόβλημα μόνο όταν κοιμάσαι στον αέρα μπορείς να το γλυτώσεις. Κάτω από τα μαξιλάρια βλέπεις ποντίκια στις κουβέρτες, στα σακίδια, όπου υπάρχει χώρος υπάρχουν ποντίκια». Μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο στη Σύρο. Αν και πάθαινε και ιλίγγους, δεν έπαυε να προσπαθεί να διαβάζει. «Δεν είναι μικρό πράγμα για εμένα να ανακατεύομαι με τον Μπαλζάκ, τον Τσβάιχ, τον Σαίξπηρ, Τολστόι κ.α. (...) Συγγραφείς που σου γεμίζουν την ψυχή την ώρα που διαβάζεις και διώχνουν την στεναχώρια, την πίκρα που βρίσκεσαι μακριά από την οικογένειά σουτ και τον κόσμο γενικά». Για να διαβάζει βραδινές ώρες, χωρίς να ενοχλεί, έφτιαξε πορτατίφ από αχινό που μάζεψε απ' τη θάλασσα. Συγκέντρωνε διαλεχτά ποιήματα. Οι ίλιγγοι όμως τον βασάνιζαν. «Δεν θέλουν να σταματήσουν, είναι και μέρες που κάνω και πέντε-έξι εμετούς». Έφερε τον αριθμό 209, ήταν «ο 209 κρατούμενος».
Απολύθηκε τις 19 Νοεμβρίου 1969:
«Περπατούσα φορτωμένος με τα πράγματα στην πλάτη και στο χέρι. Μπορώ να πω πως εγώ δεν πήγα στο καράβι γιατί είχα χάσει τον εαυτό μου, κάποιος άλλος μας πήγε, κάθισα σε μια μεριά του καραβιού και ούτε κοιμήθηκα μέχρι που φθάσαμε στον Πειραιά, είχα και τα χάλια της αρρώστιας μου (...) Και τα πόδια δεν άκουγαν καλά. Ο αέρας της λευτεριάς σου δίνει δύναμη για να προχωρήσουν τα πόδια σου. Το πλοίο έδεσε για να ξεφορτώσει το σκουπιδιάρικο από γερόντους και αρρώστους».
Τις 2 Αυγούστου 1974 συμμετείχε σε σύσκεψη στελεχών, με συμμετοχή του μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Γιώργου Τρικαλινού, με θέμα την επανασύσταση της τοπικής οργάνωσης του Κόμματος. Συμμετείχε στην πρώτη μεταδικτατορική Νομαρχιακή Επιτροπή Κέρκυρας. Στο σπίτι του συνεδρίαζαν τότε, συχνά, οργανώσεις της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας.
Είχε μεγάλη καρδιά. Έγραψε:
«Αυτή η λέξη Επανάσταση, πόσα λέει... Εμένα μου έκανε και κάτι άλλο, μου μεγάλωσε την καρδιά και την έκαμε τεραστίων διαστάσεων. Χωράει μέσα της, πρώτα ό,τι αγάπησα στη ζωή. Τι αγάπησα; Τα πάντα, όλη τη γη, όλους τους ανθρώπους, την έχω γεμίσει όλη με καλοσύνη, βλέπω τον κόσμο και το χαμόγελό μου είναι πιο πλούσιο από του πιο πλούσιου. Η Επανάσταση!!! ».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει στην εξιστόρηση της ζωής του, όσον αφορά τη μεταπολίτευση του 1974 και την Κέρκυρα, η αναφορά του στον ξεσηκωμό του λαού του νησιού όταν κατέπλευσε πλοίο του Έκτου αμερικανικού Στόλου στο λιμάνι της πόλης: «Τις 23 Γενάρη 1975, ο λαός της Κέρκυρας βλέποντας ένα αμερικανικό αντιτορπιλικό του έκτου αμερικάνικου στόλου στο λιμάνι κατέβηκε σύσσωμος και με φωνές και βρισιές. Οι ναύτες του βρίσκονταν στο λιμάνι, μπήκανε τρομοκρατημένοι στα βαποράκια του και μετά από δυο ώρες εγκατέλειπε τα νερά του νησιού μας. Η οργή και η αγανάκτηση του κερκυραϊκού λαού ενάντια στους ιμπεριαλιστές αμερικάνους ήταν τέτοια για την διαγωγή τους στο πραξικόπημα στην Κύπρο που και μικρά παιδιά και γέροι και γριές με δεκάδες πλακάτα κάνουν τους στρατοκράτες αμερικάνους να το βάλουν στα πόδια».
Περιέγραψε και το κλίμα ενθουσιασμού που επικρατούσε τους πρώτους μήνες μετά τη μεταπολίτευση και αργότερα στους κόλπους της ανασυγκροτημένης Οργάνωσης του ΚΚΕ:
«Το κόμμα μας έχει κάθε μέρα κόσμο, περνούν νέοι, νέες και οι παλιοί σύντροφοι γεμίζουν τα γραφεία (...) Σε λίγες μέρες θα κυκλοφορήσει και η εφημερίδα της Νομαρχιακής Επιτροπής του κόμματος στην Κέρκυρα, αλλά με το παλιό όνομα, η Φωνή του Λαού (...) Κάθε μέρα που περνά συμπληρώνουμε τη στελέχωση όλο και πιο όμορφα.
Έχουμε πολλούς νέους και νέες, παιδιά από γράμματα και νέους εργαζόμενους (...) Η οργάνωσή μας έχει παντού κομματικές οργανώσεις (...), κάθε συνοικία έχει (...), το Μανδούκι, το Σαρόκο, η Γαρίτσα, η Πόρτα Ρεμούντα, το Καμπιέλο, η Εβραϊκή (...) Έχουμε προχωρήσει σε όλη την ύπαιθρο, η οργάνωση έχει κάνει θαύματα (...), σε κάθε κεφαλοχώρι».
Ως πρόεδρος του συνδικάτου των οικοδόμων του νησιού πρωτοστάτησε, το 1976, στη σύσταση Επιτροπής αντιμετώπισης των προβλημάτων του, αποτελούμενης από εκπροσώπους του Εργατικού Κέντρου, της Ένωσης γεωργικών συνεταιρισμών, της Ομοσπονδίας επαγγελματιών και βιοτεχνών και του συλλόγου διπλωματούχων μηχανικών.
Επίσης, μετά τη μεταπολίτευση του 1974 εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Κέρκυρας.
Ακόμη, το 1977, για μικρό χρονικό διάστημα εκτελούσε χρέη Γραμματέα της Νομαρχιακής Επιτροπής Κέρκυρας του ΚΚΕ, μέχρι να εκλεγεί νέος Γραμματέας.
Έγραψε και για τη μεγάλη κινητοποίηση του κερκυραϊκού λαού, που απέτρεψε την εκχώρηση της νησίδας Βίδο σε μεγιστάνες του πλούτου: «Διώξαμε τους Άραβες βασιλιάδες που ήθελαν να μισθώσουν το Βίδο για 50 χρόνια».
Την εξιστόρηση της ζωής του, για την οποία κατά καιρούς κράταγε σημειώσεις, ο Τάσος Παπίρης την αφιέρωσε στα παιδιά του και «με την ίδια αγάπη και ψυχική θέρμη σ' αυτούς που πέσανε στον κόσμο, πολεμώντας το Φασισμό».
«Ορκίζομαι να φανώ αντάξιος στην τιμή που μου έκανε η Οργάνωσή μας», είχε γράψει στο βιογραφικό σημείωμα που είχε υποβάλει, προκειμένου να γίνει μέλος του ΚΚΕ.
«Η τύχη του ριζικού μου με έριξε στην αγκαλιά του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και με έκανε αυτό που είμαι σήμερα, αυτός που γνωρίζει η κοινωνία της Κέρκυρας. Πολλές φορές γλίτωσα τη ζωή μου, πολύ με κούρασε η ζωή. Μα αυτό δε θα πει ότι μετάνιωσα για όσα έχω πάθει 37 ολόκληρα χρόνια. Πέρασα πολλά κρατητήρια, εξορίες, φυλακές, στρατοδικεία. Θυμάμαι ακόμη και το τρελάδικο στο Δαφνί, που μας έβαλε ο ψευτοστρατηγός Ζέρβας το 1947, τα Μακρονήσια (...) Ούτε μια στιγμή το βήμα μου έκανε πίσω, ούτε ένα χιλιοστό. Αυτά όλα με ατσάλωσαν και όσο θα ζω θα 'μαι μπροστάρης στον απελευθερωτικό αγώνα για τη λευτεριά της πατρίδας μου από τους τοκογλύφους και τους απατεώνες του φασισμού», σημείωσε στην εξιστόρηση της ζωής του το 1982, σε ηλικία 58 ετών.
Στην κεφαλή πορείας οικοδόμων
Ο Τάσος Παπίρης πέθανε στην Κέρκυρα, σε ηλικία 90 ετών, τον Ιούνιο του 2014. Στο στερνό «αντίο», τις 11 Ιουνίου 2014, εκπρόσωπος της κερκυραϊκής οργάνωσης του ΚΚΕ τον αποχαιρέτησε τονίζοντας, μεταξύ άλλων: «Μαζευτήκαμε σήμερα εδώ για να αποχαιρετίσουμε έναν θαρραλέο αγωνιστή, έναν θερμό πατριώτη, έναν πιστό και ακλόνητο κομμουνιστή, έναν άνθρωπο που πρόσφερε ολόκληρη τη ζωή του, παλεύοντας για τη μεγάλη υπόθεση της εργατικής τάξης, του λαού και της πατρίδας».