Τετάρτη, 04 Δεκεμβρίου 2019 21:12

Παπαβλασόπουλος Ιπποκράτης

pap2Ο Ιπποκράτης Παπαβλασόπουλος γεννήθηκε τις 30 Νοεμβρίου  1924 στο χωριό Χλωμός της Κέρκυρας. Σε νεαρή ηλικία, την περίοδο της Κατοχής, εντάχθηκε στο ΚΚΕ. Αντιμετώπισε με σθένος σωρεία διώξεων για τις ιδέες και τη δράση του.

Το 2006 περιέγραψε τη στράτευσή του στο Κόμμα των κομμουνιστών στην Κέρκυρα με τα εξής λόγια:

«Το 1943 οργανώθηκα στην ΕΠΟΝ και διετέλεσα για ένα διάστημα γραμματέας της ΕΠΟΝ του χωριού μου. Είχαμε επαφές και διασυνδέσεις με την οργάνωση της ΕΠΟΝ Λευκίμμης. Πολλές φορές επήγαινα στη Λευκίμμη σαν σύνδεσμος και ανταλλάσαμε απόψεις πάνω σε οργανωτικά θέματα και πάντα κρυφά στην παρανομία που βρισκόμαστε. Γιατί τους καταχτητές μπορούσαμε να τους αποφύγουμε στις μετακινήσεις, αλλά ήταν δύσκολο να φυλάγεσαι από τους ντόπιους χαφιέδες. Το χρονικό διάστημα αυτό εγράφτηκα μέλος στο ΚΚΕ (...) Είχαμε φτιάξει εφεδρικό ΕΛΑΣ με οργανωτή τον Ανδρέα Παλυκήρα, από τον Άγιο Δημήτριο, ένα διπλανό μας χωριό».

Μετά την απελευθέρωση και την επιβολή κυριαρχίας του ΕΔΕΣ στο νησί, εν ονόματι της συμφωνίας της Καζέρτας, «έπιαναν, εβασάνιζαν και εφυλάκιζαν τους δημοκράτες αγωνιστές. Τόσο στον Χλωμό όσο και στον Άγιο Δημήτριο οι κομμουνιστές υπέφεραν από τους Εδεσίτες (...). Έπιασαν είκοσι άτομα και μας έκλεισαν φυλακή, όπου οι συνθήκες ήταν άθλιες. Μεγάλη συγκίνηση μού έκανε όταν ήλθε στη φυλακή ένα παιδί μέχρι δέκα χρονών να δει τον πατέρα του, που τον φώναζαν Μπιρμπίλη. Το παιδί ήταν γιομάτο ψείρες και στο προαύλιο έκατσε ο πατέρας του και του τις έβγαλε. Ήταν τόσες πολλές που έβαλε φωτιά με χαρτιά και τις έκαψε... Το κλάμα του πατέρα και του παιδιού ήταν απαρηγόρητο... Μας αποφυλάκισαν μετά από τρεις μήνες. Από εκεί και μετά σε καθεστώς παρανομίας επανασυνδεθήκαμε με τις οργανώσεις των άλλων χωριών και, προπαντός, με τη Λευκίμμη, που ήταν η βάση μας. Κάποια μέρα το 1947 (...) μας συλλάβανε εμένα και τους άλλους συντρόφους μου από τη Λευκίμμη, αφού μας είχαν παρακολουθήσει. Στη συνέχεια μας πήρανε στο κρατητήριο και φυσικά μας ξυλοκόπησαν άγρια. Εμένα με πήρανε από την Κέρκυρα στην Ηγουμενίτσα με καΐκι, με χειροπέδες και με συνοδεία ένα χωροφύλακα (...) Με πήρε στο σταθμό της Χωροφυλακής και με έκλεισαν στο κρατητήριο (...) Την άλλη μέρα με βάζουν σε ένα αυτοκίνητο και με πάνε στα Γιάννενα στις στρατιωτικές φυλακές, μαζί με άλλους πολιτικούς κρατούμενους. Εκεί έμεινα τρεις μέρες μέχρι τη δίκη (...). Δεν είχα μάρτυρες υπεράσπισης»  

Το χαλκευμένο κατηγορητήριο του απέδιδε ότι «μετέφερε όπλα από Αλβανία εις Κέρκυρα». Μάρτυρας κατηγορίας, Κερκυραίος,  ομολόγησε ότι είχε καταθέσει υπό πίεση και η κατηγορία ήταν ψευδής. Ωστόσο, το δικαστήριο τον καταδίκασε σε τρία χρόνια φυλάκιση, με αναστολή. Επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου όμως δεν έμεινε για πολύ.

«Μετά από λίγες μέρες με μάζεψαν και με άλλους μαζί, μας προόριζαν για τη Μακρόνησο. Μας πήγαν Αθήνα-Λαύριο με το σιδηρόδρομο. Μέσα στο τρένο μας φρουρούσαν με τα όπλα στραμμένα πάνω μας, μήπως και κάνουμε καμιά κίνηση (...). Φτάσαμε στο Λαύριο, μας τσουβάλιασαν μέσα σε ένα καΐκι και άρχιζε μια άλλη περιπέτεια...» 

 

pap3

Σημείωμά του για τη ζωή του

 

Στο κολαστήριο της Μακρονήσου έζησε έναν χρόνο. «Το καΐκι μάς έβγαλε στο ξερονήσι στη Μακρόνησο. Κατάλαβα ότι έπρεπε να προσαρμοστώ σε μια νέα ζωή και η ιδεολογία μου με κρατούσε σε καλή κατάσταση. Συντεταγμένους μας οδήγησαν στο διοικητήριο, μας εχώρισαν σε λόχους και μας πήγανε σε σκηνές που ήταν οι παλιοί σύντροφοι. Τις πρώτες ημέρες δεν έδειξαν βία. Στη συνέχεια έναν-έναν μας οδηγούσαν στο διοικητήριο και άρχισαν οι πρώτες απειλές για να υπογράψουμε τις περίφημες δηλώσεις μετανοίας. Εγώ πήγα στο Γ' τάγμα σκαπανέων, υπήρχε φυσικά το Α' και Β' τάγμα. Το Γ' τάγμα ήταν το πιο σκληρό, με διοικητή τον ταγματάρχη Σκαλούμπακα. Εκεί ο νόμος ήταν ή κάνεις δήλωση ή πεθαίνεις. Υποστήκαμε βασανιστήρια. Καθημερινά κάναμε αγγαρείες, σπάγαμε πέτρες και τις κουβαλούσαμε στην άκρη της θάλασσας. Μια καθαρή τιμωρία... Δεν είχαμε νερό. Μας έδιναν ένα κονσερβοκούτι όταν παίρναμε συσσίτιο. Μ' αυτό περνάγαμε όλη μέρα μέσα στο καλοκαίρι που ο ήλιος έκανε την πέτρα ασβέστη. Άπλυτοι, με ψείρες ολόκληρο το χρόνο, με ιδρώτα, σκόνη και ταλαιπωρία (...).

Μέσα σε μια μεγάλη σκηνή που την είχαν για αναρρωτήριο, έτυχε να πάω για κάποια δουλειά και είδα καμιά πενηνταριά συντρόφους τσακισμένους από τα βασανιστήρια, δεμένους με επίδεσμους στα σπασμένα χέρια, πόδια και κεφάλια. Ένα άλλο περιστατικό που με συγκλόνισε ήταν όταν έναν εξόριστο τον είχαν τόσο βασανίσει που δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Κατόπιν τον ξεγύμνωσαν και τον έδεσαν σε μια κολόνα της ΔΕΗ που ήταν στο στρατόπεδο. Με διαταγή του Σκαλούμπακα έπρεπε να περάσουν όλοι οι κρατούμενοι εξόριστοι να τον φτύσουν... Εκείνος ο ταλαίπωρος συναγωνιστής είχε γυρίσει το κεφάλι του στον ώμο του σαν να ήταν άψυχο σώμα (...) Θυμάμαι λίγο πριν φτάσει η δική μου σειρά ο τύραννος διοικητής Σκαλούμπακας διέταξε να σταματήσουμε. Έτσι επάνω στον σταυρό το παλληκάρι μαρτύρησε και θυμίζει τη Μεγάλη Πέμπτη που ο παπάς στην εκκλησία λέει "Σήμερον κρεμάται επί ξύλου"».

Όταν αργότερα επέστρεψε στον Χλωμό, άνοιξε κουρείο. Τον «τάραξαν» στις μηνύσεις. «Ένα απόγευμα έρχεται ένας ενωμοτάρχης από το σταθμό Αργυράδων και μου έκανε παρατήρηση γιατί εδιάβαζα την εφημερίδα "Αυγή", που ήταν όργανο της ΕΔΑ. Σκοπός του ήταν να με τρομοκρατήσει, εγώ όμως αντιστάθηκα και υπερασπίστηκα την ιδεολογία μου». Πήγε στην Πελοπόννησο, σκαφτιάς σε αμπέλια. Μετά έφυγε για την Αθήνα με την οικογένειά του και δούλεψε οικοδόμος.

Συνόψιζε ως εξής τις κακουχίες που πέρασε: «Αμέτρητες φορές ξύλο, δύο φορές φυλακή, ένα έκτακτο στρατοδικείο και ένα χρόνο στη Μακρόνησο». 

Ο Ιπποκράτης Παπαβλασόπουλος πέθανε στο χωριό Χλωμός τις 23 Νοεμβρίου 2017, σε ηλικία 93 ετών, έχοντας την ιδιότητα του μέλους του ΚΚΕ.

3

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 16 Δεκεμβρίου 2019 18:19

Please publish modules in offcanvas position.