Ο Βασίλης Ράδος γεννήθηκε το 1921 στο χωριό Βαλανειό. Αφού τελείωσε εξατάξιο γυμνάσιο, πήγε στην Αθήνα, όπου με μεγάλες δυσκολίες κατάφερε τελικά, καθώς εργαζόταν, να φοιτήσει στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών Επιστημών.
Από νωρίς στρατεύτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, το οποίο και υπηρέτησε με πίστη μέχρι το τέλος του.
Την περίοδο της Κατοχής, ενώ βρισκόταν στην Αθήνα, ανέλαβε δράση με το ΕΑΜ. Πρωτοστάτησε στη δημιουργία οργάνωσης του ΕΑΜ στο νοσοκομείο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, στην περιοχή των Αμπελοκήπων, όπου εργαζόταν.
Σε εκδήλωση του ΚΚΕ το 2011 για τη δράση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στα νοσοκομεία της Αθήνας την περίοδο της Κατοχής αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Τον Οκτώβρη του 1941, με πρωτοστάτες τους κομμουνιστές Δημήτρη Μούρη - καθαριστή, Γιάννη Κοντίνη που δούλευε στο μαγειρείο, Βασίλη Ράδο - παρασκευαστή και τη δασκάλα Τσάχα που δούλευε στο οικονομικό, φτιάχτηκε το ΕΑΜ στον "Ερυθρό Σταυρό". Μετά την παννοσοκομειακή απεργία και την ίδρυση του ΕΑΜ, πάνω από 40 άτομα μπήκαν στην ΚΟ από όλες τις ειδικότητες. Ανάμεσά τους η νοσοκόμα Σπίθα που σκοτώθηκε σε διαδήλωση. Οι Οργανώσεις που φτιάχτηκαν - ΕΑΜ, Εθνική Αλληλεγγύη, τμήμα ΕΛΑΣ, Επιμελητεία του Αντάρτη - είχαν την πλήρη κυριαρχία του νοσοκομείου. Βάση αυτής της Οργάνωσης ήταν ο αρχικός πυρήνας του ΚΚΕ με Γραμματείς τον καθαριστή Δημήτρη Μούρη και την δασκάλα Τσάχα. Οι Οργανώσεις του "Ερυθρού Σταυρού» τροφοδοτούσαν μέσω συνδέσμων με υγειονομικό υλικό τις ένοπλες ομάδες και αργότερα μετά το 1942 τον ΕΛΑΣ. Το ένοπλο τμήμα του "Ερυθρού Σταυρού" είχε συμβολή - μαζί με άλλα τμήματα - στην απελευθέρωση 56 κομμουνιστών από το "Σωτηρία". Υπερασπίστηκε μαζί με την ΕΛΑΣίτικη ομάδα του Γηροκομείου το νοσοκομείο από την επίθεση του αστικού στρατού και των Εγγλέζων στις 4 Δεκέμβρη του 1944».
Εδώ (τρίτος από αριστερά) μετά την προεκλογική συγκέντρωση του 1974
στην Κέρκυρα (αριστερά του ο Ν. Βαρότσης και ο Μ. Θεοδωράκης)
Τον Μάιο του 1942 ο Βασίλης Ράδος κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ και ανέλαβε διμοιρίτης σε λόχο στην περιοχή Αμπελόκηποι. Σε λαϊκή διαμαρτυρία τις 25 Μαρτίου 1943 τραυματίστηκε στο κεφάλι από δύναμη των κατακτητών. Σε άλλη λαϊκή διαδήλωση, τις 22 Ιουλίου 1943, υπέστη διπλό συντριπτικό κάταγμα στο ένα του πόδι από γερμανικά πυρά, με συνέπεια να νοσηλευτεί επί δύο μήνες.
Τον Μάρτιο του 1944 φοίτησε σε Σχολή εφέδρων αξιωματικών του ΕΛΑΣ. Αργότερα, σε ομαδική επίθεση εναντίον δύναμης των Ναζί στην Αθήνα τραυματίστηκε σοβαρά στο χτυπημένο του πόδι από βλήμα. Στο νοσοκομείο της Νέας Ιωνίας, όπου μεταφέρθηκε, αναγκάστηκαν να του κόψουν το πόδι για να σώσουν τη ζωή του.
Το 1945 συνελήφθη και κρατήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τον Ιανουάριο του 1947, ενώ ήταν γενικός γραμματέας της πανελλήνιας ένωσης αναπήρων και τραυματιών της Εθνικής Αντίστασης, εκτοπίστηκε στον Εύδηλο της Ικαρίας. Το 1949 στάλθηκε στη Μακρόνησο και το 1951 εξορίστηκε, ως «αμετανόητος κομμουνιστής», στον Άγιο Ευστράτιο. Αφέθηκε ελεύθερος τις 22 Μαΐου 1952, με επιβολή περιοριστικών όρων.
Μετά τη δημιουργία της ΕΔΑ εντάχθηκε στις τάξεις της και αγωνίστηκε μέσα από τις γραμμές της.
Ήταν από τους τακτικούς συνεργάτες της περιοδικής έκδοσης «Επτανησιακό Ημερολόγιο», όπου και δημοσίευσε διήγημά του, καθώς και ποίημά του, εμπνευσμένο από το ποίημα «Αν» του Κίπλινγκ, το οποίο ο πολιτιστικός σύλλογος της περιοχής Πόρτο Ράφτη της Αττικής είχε μελοποιήσει.
Με αντιστασιακούς (πίσω από τον σημαιοφόρο) σε παρέλαση στο Πόρτο Ράφτη Αττικής
Το 1963, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, είχε μιλήσει σε συγκέντρωση του κινήματος Ειρήνης στην Κέρκυρα, εκ μέρους της πανελλήνιας ένωσης αναπήρων και τραυματιών της Εθνική Αντίστασης. «Η αθάνατη πνοή του νεομάρτυρα της Ειρήνης Γρηγόρη Λαμπράκη έφερε τα βήματά μου στα χώματα της ιδιαίτερης πατρίδας μου», ήταν τα λόγια με τα οποία είχε αρχίσει την ομιλία του.
Το 1974, στις πρώτες μεταδικτατορικές βουλευτικές εκλογές, ήταν υποψήφιος βουλευτής Κέρκυρας, εκ μέρους του ΚΚΕ, με τον συνδυασμό «Ενωμένη Αριστερά».
Ήταν πτυχιούχος της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών Επιστημών. Εργάστηκε ως λογιστής και διατηρούσε λογιστικό γραφείο στην Αθήνα.
Συμμετείχε δραστήρια στην Πανελλήνια Ένωση Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης (ΠΕΑΕΑ). Διέμενε στην Αττική και πέθανε εκεί, σε ηλικία 66 ετών, τον Ιούλιο του 1987.
Τις 25 Ιουλίου 1998 ο πολιτιστικός σύλλογος του χωριού του οργάνωσε ειδική εκδήλωση τιμής και μνήμης στο Βαλανειό, στο σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Βασίλης Ράδος. Η εκδήλωση περιελάμβανε, εκτός των ομιλιών, τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης από τη χορωδία του χωριού και λαϊκή συναυλία με τον μουσικοσυνθέτη Σπύρο Σαμοΐλη.
«Τιμούμε έναν ρεαλιστή μαχητή του λαϊκού κινήματος, που με αγώνες και θυσίες αφιέρωσε όλη του τη ζωή στον Άνθρωπο», είχε τονίσει ο συγχωριανός του Σπύρος Κρασάκης, προσθέτοντας ότι ο Βασίλης Ράδος «ήταν μπροστάρης σε όλους τους αγώνες και πάλεψε σε όλα τα μέτωπα της ζωής με έναν στόχο: μια μεγάλη κομμουνιστική αγκαλιά που να χωρά μέσα όλες τις ανθρώπινες ανάγκες».
Ο ομιλητής είχε θυμίσει, επίσης, κάποια λόγια με τα οποία ο ίδιος ο Βασίλης Ράδος αυτοπροσδιοριζόταν:
«Εγώ είμαι μπολσεβίκος».