Ο Βασίλης Ράντος (Γαστράς) γεννήθηκε στους Ριγγλάδες της περιοχής Λευκίμμη το 1925. Πριν ακόμη συμπληρώσει τα είκοσι χρόνια του, την περίοδο της Κατοχής, στρατεύτηκε στην περιοχή με τις σημαίες της ΕΠΟΝ, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.
Τον Οκτώβριο του 1947, μαζί με άλλους δεκαπέντε συντρόφους του, που είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες, πέρασε με καΐκι από τη Λευκίμμη στην Αλβανία, με σκοπό να φθάσει στην Ήπειρο και να ενταχθεί στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ), για να πολεμήσει για τα ιδανικά του, αν και η οργάνωσή τους είχε κρίνει χρήσιμη τη συνέχιση των αγώνων τους στην Κέρκυρα.
Σκοτώθηκε στο χωριό Τσαμαντάς Φιλιατών της Θεσπρωτίας, πολεμώντας ως μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, τις 30 Απριλίου 1948, σε ηλικία 23 ετών. Ήταν μαχητής του Αρχηγείου Ηπείρου του ΔΣΕ.
Παρά τον θάνατό του, οι ελληνικές αρχές το 1955 είχαν λάβει απόφαση αφαίρεσης της ελληνικής ιθαγένειάς του.
«Ήταν παιδί-χρυσάφι και λεβέντης σε όλα του, όπως έλεγαν η γιαγιά μου κι η μητέρα μου. Μέσ' στη ζωή, μέσα σ' όλα, δυνατός, παλικάρι. Η οικογένειά του κι αυτός ζούσαν από τη θάλασσα, ψάρευαν κι είχαν ταβέρνα στις Αλυκές. Αρνήθηκε να παρουσιαστεί στον κυβερνητικό Στρατό, όπου τον κάλεσαν ενώ ήξεραν ότι είναι κομμουνιστής. Έφυγε με τους φίλους και συντρόφους του την επομένη της πρόσκλησης να παρουσιαστεί και να στρέψει το όπλο του εναντίον συντρόφων του... Σκοτώθηκε σε μάχη από σφαίρα στο στομάχι, όπως μάθαμε», αναφέρει η ανιψιά του Μάγδα Κοντομάρη.
Στα γραφεία του ΚΚΕ στην πόλη της Κέρκυρας το όνομά του περιλαμβάνεται σε τιμητική επιγραφή με τα ονόματα των Κερκυραίων που έπεσαν μαχόμενοι για τα ιδανικά του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.