Ο Ρουσαλής (Ιερουσαλήμ) Πέρρος γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1929 στο χωριό Βραγκανιώτικα από οικογένεια αγροτών και κτηνοτρόφων. «Έχασε» τη μητέρα του, ενώ ήταν τεσσάρων χρόνων. Στα 13 του χρόνια, την περίοδο της Κατοχής, στρατεύτηκε στον αγώνα.
Συγχωριανοί του τον έχουν περιγράψει λεβέντη, άνθρωπο-παλικάρι σ' όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, στον αγώνα, στη χαρά, στην παρέα, ευθύ, τίμιο, υπόδειγμα αγωνιστή ιδεολόγου που με τις λίγες γραμματικές γνώσεις του αγωνίστηκε σκληρά και πίστεψε βαθιά σ' έναν καλύτερο κόσμο χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς πολέμους και πείνα.
Σε εξιστόρηση της ζωής και των αγώνων του ανέφερε για τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια:
«Από τα 13 μου χρόνια, δηλαδή γύρω στο 1942, παρακολουθούσα τους μεγάλους κομμουνιστές του χωριού μας, τον Λάγγη Γιάννη του Χρήστου, το Μιχάλη Κουρή του Θεοτόκη και το Γρηγόρη Μαυρομμάτη, ιερέα του Γεωργίου του Παπατζίφερα. Θυμάμαι που έκαναν συγκεντρώσεις και μιλούσαν για ισότητα και δικαιοσύνη και φυσικά για το πώς πρέπει να αντισταθούμε στους καταχτητές της εποχής εκείνης. Οι συζητήσεις γινότανε στην Κουλούρα, στις Καλαμιές, όπου τώρα είναι το σπίτι του Γεωργίου Ράλλη, παλαιού πρωθυπουργού. Έτσι έγινα μέλος της ΕΠΟΝ και αργότερα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και φυσικά κομμουνιστής. Σαν ΕΠΟΝίτης στα 15 μου χρόνια έπαιρνα διάφορα έγγραφα παράνομα από τον Άη Μαθιά από τον Καπαγεωργόπουλο και από τον Κουρή Γεώργιο του Κωνσταντίνου και τα πήγαινα στο Χλωμό, στο σπίτι του Γουλιέλμου Αυθίνου, στο Πανοχώρι, όπου μου εμπιστευόταν άλλα χαρτιά και τα πήγαινα σε αντιστασιακούς συντρόφους στην περιοχή Αρκουδίλα Λευκίμμης. Στο χωριό μας έφθανε η σατιρική εφημερίδα της ΕΠΟΝ "Τσουκνίδα", που εσατίριζε τα γεγονότα με πολιτική σκέψη».
Συμμετείχε, στο χωριό Άγιος Δημήτριος, σε ομάδα που εκτύπωνε σε πολύγραφο και μοίραζε στα χωριά της περιοχής και στη Λευκίμμη χειρόγραφη εφημερίδα με ειδήσεις του «Ριζοσπάστη» και του ΕΛΑΣ Κέρκυρας, καθώς και με πληροφορίες που μάθαιναν από ραδιοφωνικούς σταθμούς για την Αντίσταση στην Ευρώπη και για τον αγώνα του Κόκκινου Στρατού της Σοβιετικής Ένωσης.
Σε ηλικία 20 χρόνων βρέθηκε για τα πιστεύω του στη Μακρόνησο, όπου κρατήθηκε μέχρι το 1953. Να ορισμένες από τις αναμνήσεις του:
«Στη Μακρόνησο με εξόρισαν στα 20 μου χρόνια, δηλαδή το 1949, αφού οι Αμερικάνοι, οι ντόπιοι κυβερνήτες και οι χαφιέδες της περιοχής μας εξουσιάζανε την πατρίδα μου. Εκεί βρέθηκα μαζί με άλλους συναγωνιστές για χρόνια, αφού αρνιόμουνα συνεχώς να υπογράψω δήλωση μετανοίας. Τους καταδότες μου τους γνωρίζω εγώ, η οικογένειά μου και αρκετοί χωριανοί μου. Εγώ τους συγχώρεσα γιατί ήταν δύσκολο να καταλάβουν τι σημαίνει η θεωρία του κοινού αγαθού, η θεωρία της ισότητας και η ιδεολογία να μην εκμεταλλεύεται ο άνθρωπος τον άνθρωπο. Τους συγχώρεσα παρόλο που τα σημάδια του πόνου από το ξύλο και τις κακουχίες είναι ακόμα στο σώμα μου και στην ψυχή μου.
Εκεί είχα την τύχη να γνωρίσω τον Μάνο Κατράκη, το Θεοδωράκη, τον Κώστα Πολυχρονίου ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού, τον Μίμη Φωτόπουλο, το Θανάση Βέγγο και πολλούς άλλους συντρόφους, δικηγόρους, γιατρούς, δασκάλους, καθηγητές και μικρές κοπέλες, πλούσιες, μορφωμένες και φτωχές, όλοι και όλες, εξόριστοι γιατί πίστεψαν στην κομμουνιστική κοινωνία. Οι επιστήμονες εξόριστοι μας κάνανε μάθημα ιστορίας, ιατρικής, φυσικής, κ.λπ. Το κύριο, φυσικά, μάθημα ήταν η φιλοσοφία του μαρξισμού. Οι ηθοποιοί και καλλιτέχνες παρουσιάζανε θεατρικά έργα και κάπως παίρναμε λίγο θάρρος και ξεχνάγαμε τις ταλαιπωρίες μας (...).
Στη Μακρόνησο
Θυμάμαι επίσης ότι μας μοιράζανε μία κουβέρτα για τον καθένα (...) Αναγκαζόμαστε να φτιάχνουμε υποστρώματα με θρούμπες και σκοινάρια και μαζευόμασταν τέσσερις για να μοιραστούμε τις κουβέρτες. Συχνά μας έπαιρναν με το καΐκι στο Λαύριο και μας έλεγαν: "Όποιοι υπογράψουν ότι αποκηρύσσουν τον κομμουνισμό θα φύγουν αμέσως. Όσοι δεν υπογράψετε θα γυρίσετε πίσω και θα σας κλάψει η μάνα σας" (...) Εγώ δεν υπέγραψα και γι' αυτό έμεινα εκεί τριάμισι χρόνια. Όλοι οι εξόριστοι δουλεύαμε σκληρά και σπάγαμε πέτρες για τα καμίνια μέσα στον ήλιο, αφού δεν υπήρχε δέντρο, παρά μόνο σκοινάρια και θρούμπες. Όσοι δεν άντεχαν πέθαιναν και τους έθαβαν σε μια ρεματιά. Για τους ανυπάκουους είχαν φτιάξει τα απομονωτήρια, που ήταν χτισμένα μέσα στο βουνό 2,50 Χ 1,40 μέτρα. Δεν μπορούσες να καθίσεις ορθός, παρά μόνο ξαπλωμένος ή στα γόνατα. Μας είχαν χειροπέδες και όταν θέλαμε να κατουρήσουμε μας τις βγάζανε οι δεσμοφύλακες και μετά τις ξαναπερνούσαν στα χέρια μας. Το νερό ήταν λιγοστό μέχρι καθόλου και το σώμα μας γεμάτο ψείρες.
Κάθε Κυριακή ερχότανε ένας παπάς που καταγόταν από τους Βελονάδες της Κέρκυρας και λειτουργούσε. Ο Θρασύβουλος ο Κουλούρης, συναγωνιστής και εξόριστος κι αυτός, μου λέει μια μέρα: "Ορέ Πέρρο δεν πάμε να δούμε τον παπά, γιατί κάνει παράπονα ότι δεν πάμε όλοι οι Κερκυραίοι στην εκκλησία...". Εγώ του απάντησα: "Τι να κάνω Θρασύβουλε; Αυτός λέει ότι είμαστε άπιστοι. Λοιπόν τι θέλει; Να μας κάνει πιστούς... Δεν ξέρει ότι εδώ έχουμε πληγές και πόνους; Δεν ξέρει ότι υπάρχουν νέες κοπέλες που υποφέρουν; Δεν ξέρει τι περνάμε; Τι κάνει για όλα αυτά;". Ο παπάς έστειλε κάποιον άλλο συναγωνιστή εξόριστο να με πείσει να πάω να τον συναντήσω. Εγώ αρνήθηκα και τους είπα ας μου κάνουν ό,τι θέλουν. Τι άλλο να μου κάνουν, ας με τουφεκίσουν. Την ιδεολογία μου δεν την αλλάζω».
Το 1953 επέστρεψε στο χωριό. Επειδή κάθε δυο και τρεις τον καλούσαν στη Χωροφυλακή του γειτονικού χωριού Αργυράδες, έφυγε για την Αθήνα.
Εργάστηκε πολλά χρόνια στην Αθήνα, αλλά και στη Γερμανία.
Σε ηλικία 12 χρόνων, το 1942, είχε εργαστεί σε λέσχη που είχαν φτιάξει Ιταλοί αξιωματικοί σε αρχοντικό σπίτι σε χωριό της περιοχής. «Εκεί μάζευα τα παιδιά του χωριού και τρώγανε στη Λέσχη. Επίσης, έβαζα στις τσέπες μου γάλατα, τσιγάρα και τρόφιμα και τα μοίραζα στους γείτονες», διηγήθηκε.
Ο Ρουσαλής Πέρρος πέθανε στο χωριό Βραγκανιώτικα τις 8 Ιουλίου 2010, σε ηλικία 81 ετών, διατηρώντας αμετάβλητες τις πολιτικές πεποιθήσεις του.