Ο Αριστοτέλης Σίδερις, ηγετική μορφή του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κέρκυρας και πρώτος Έλληνας βουλευτής του κομμουνιστικού χώρου, μαζί με τον Αλμπέρτο Κουριέρ, εκλεγμένος σε ηλικία 26 ετών (το 1915) με τη σοσιαλιστική οργάνωση Φεντερασιόν στη Θεσσαλονίκη, γεννήθηκε στην πόλη της Κέρκυρας το 1889.
Σε μια εποχή που, όπως επισημαίνει ο βιογράφος του Αναστ. Παπαναστασάτος, η Κέρκυρα διατηρούσε ακόμα ζωντανή την πνευματική της ακτινοβολία και ανόθευτη την ειδυλλιακή περιρρέουσα ατμόσφαιρά της.
Το πατρικό σπίτι, όπου πέρασε τα παιδικά χρόνια, ήταν σ' έναν από τους γραφικούς στενούς κερκυραϊκούς δρόμους, πίσω απ' το βόλτο του Κοκκίνη. Στα εφηβικά του χρόνια γνώρισε και συναστράφηκε τον Νικόλαο Κονεμένο, που κατοικούσε στην ίδια γειτονιά. Από αυτόν, όπως ο ίδιος αναγνώριζε, «πολλά άκουσε και έμαθε». Ο Κονεμένος μετέδωσε σ' αυτόν, μεταξύ άλλων, την έφεση για μια δευτερεύουσα ενασχόληση: την καταγραφή και ετυμολογία των επωνύμων των Ελλήνων.
Ο Αριστοτέλης (Τέλης) Σίδερις (Σίδερης) θα διατηρήσει την ανάμνηση του μεγάλου του φίλου. Πρωτοετής φοιτητής τότε, ήταν ένας από τους ελάχιστους που ακολούθησαν την κηδεία του Κονεμένου, τον Μάρτιο του 1907.
«Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του», συνεχίζει ο Α. Παπαναστασάτος, «ο Σίδερις παρακολούθησε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1910 ανακηρύχθηκε διδάκτορας. Επέστρεψε στην Κέρκυρα όπου, από το 1912 ως το 1920 θα ασκήσει τη δικηγορία, με κάποιες διακοπές», που οφείλονται στη στράτευσή του κατά τον Α' Βαλκανικό πόλεμο το 1913 στο Μακεδονικό Μέτωπο, καθώς και στην πολιτική του δραστηριότητα. «Το 1920 εγκαθίσταται στην Αθήνα. Την επόμενη χρονιά ονομάζεται δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω και θα συνεχίσει την άσκηση της δικηγορίας ως τις παραμονές του Β' παγκοσμίου πολέμου».
Ο Σίδερις, προοδευτικός στις ιδέες του, θα σχετισθεί με τον Ντίνο Θεοτόκη, καθώς και με όλους τους διανοούμενους και επιστήμονες του νησιού που ανήκαν στον ίδιο ιδεολογικό χώρο.
«Είναι οι ουτοπιστές σοσιαλιστές των αρχών του αιώνα, όταν ακόμα η θεωρία δεν είχε μετουσιωθεί σε πράξη και τα ιδεολογικά πλαίσια παρουσιάζονταν ακαθόριστα και συγκεχυμένα», σύμφωνα με τον Α. Παπαναστασάτο. Αυτή η περίοδος φαίνεται ότι ήταν ίσως η περισσότερο αποφασιστική για τη διαμόρφωση του ιδεολογικού του πιστεύω, «στο οποίο θα παραμείνει απαρέγκλιτα προσηλωμένος σε όλη του τη ζωή».
Ασχολήθηκε συστηματικά με τη μελέτη της Κοινωνιολογίας, της επιστήμης που θα του δώσει το θεωρητικό υπόβαθρο της ιδεολογίας του.
Οι κοινοί αγώνες δημιούργησαν εγκάρδια φιλική σχέση ανάμεσα στον Σίδερι και τον επαναστάτη σοσιαλιστή λογοτέχνη Κ. Θεοτόκη, όπως φαίνεται και από ένα γράμμα του τελευταίου.
Είναι σταλμένο από το χωριό Καρουσάδες προς τον Σίδερι, στην πόλη της Κέρκυρας. Αναφέρεται σε κάποιες οικονομικές δυσκολίες που φαίνεται πως αντιμετώπιζε η «Σοσιαλιστική Δημοκρατία», η εφημερίδα που εξέδιδε ο Όμιλος, με υπεύθυνο τον Τίτο Ρέγγη, καθώς και στην αντίθεση του Ομίλου στις προσπάθειες του Αθηναίου βενιζελικού βουλευτή Σ. Θεοδωρόπουλου να επηρεάσει αρνητικά το εργατικό κίνημα του νησιού:
Καρουσάδες, 11 Σεπ. 1912
Αγαπητέ μου κ. Σίδερη,
Έλαβα το γράμμα σας και ευχαριστώ για την προθυμία σας. Μου κακοφαίνεται μόνο πως το φύλλο δεν πάει καλά και είναι άδικο να θυσιάζει ο κ. Τίτος την περιουσία του.
Σας στέλνω άλλες 20 δρ., ίσως βγει κανένα φύλλο ακόμα (...) Του Θεοδωρόπουλου το ξετίναγμα το επιδοκιμάζω πληρέστατα. Στέλνω και 5 φρ. συνδρομή για τον (...) Και πάλε κάτι θα μπορέσω να βοηθήσω σε καμιά δεκαπενταριά μέρες, κρατείτε με μόνο ενήμερο στις ανάγκες του φύλλου.
Στο άνοιγμα του συλλόγου θα είμαι και εγώ.
Έμαθα με ευχαρίστηση τον ερχομό του φίλου μου Μουσούρη και επιθυμώ πολύ να τον ιδώ.
Ασπάζομαι όλους τους συντρόφους.
Και σας τον ίδιο
Κωνστ. Θεοτόκης
Φύλλο της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας» του Ομίλου, 1912
Ο Σίδερις κράτησε πάντα βαθειά εκτίμηση για τον Θεοτόκη. Και ήταν ιδιαίτερα έντονη η αγανάκτησή του όταν μελετητές του έργου και της ζωής του Θεοτόκη αμφισβήτησαν την ειλικρίνεια της σοσιαλιστικής του τοποθέτησης.
Η σοσιαλιστική συντροφιά της Κέρκυρας, στην οποία ο Α. Σίδερις διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο, είχε γίνει, κατά την -υπερβολική ίσως- έκφραση του Αιμίλιου Χουρμούζιου, το Γενικό Επιτελείο όλων των εργατικών οργανώσεων της Ελλάδας.
«Ο Αριστοτέλης Σίδερις, που είχε ένα πανελλήνιο κύρος, πηγαινοερχόταν συχνά στην Κέρκυρα. Σαν εκπρόσωπος του Ομίλου είχε λάβει μέρος σε όλες τις προεργασίες για την δημιουργία του κόμματος της εργατικής τάξης» έγραψε ο Άγις Στίνας, προσθέτοντας ότι ήταν και παρέμεινε «ένας μετριοπαθής σοσιαλιστής». Η «Σοσιαλιστική Δημοκρατία», όπως ανέφερε, είχε τη σφραγίδα της γραφής του Α. Σίδερι, ο οποίος με τη Φεντερασιόν είχε συνδεθεί όταν υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στη Θεσσαλονίκη.
Ως βουλευτής ο Α. Σίδερις είχε αντιταχθεί σφοδρά σε αντεργατικά μέτρα. Τις 5 Οκτωβρίου 1915 είχε επιχειρηματολογήσει έντονα εναντίον νομοσχεδίου του υπουργού Εθνικής Οικονομίας Γ. Θεοτόκη περί αναστολής της ισχύος διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, που είχε επιχειρηθεί με δικαιολογία την επιστράτευση που είχε γίνει.
Το 1917, στο πλαίσιο κυρίως της επιλογής ιμπεριαλιστικού και αντιμοναρχικού στρατοπέδου στον διεξαγόμενο Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Βενιζέλου, σε αντίθεση με τη θέση που είχαν λάβει οι σοσιαλιστικές οργανώσεις. Επιχειρηματολόγησε ως εξής στη Βουλή: «Χωρίς η ψήφος αυτή να σημαίνει αναγνώρισιν εν γένει της πολιτικής της Κυβερνήσεως, παρέχομεν σήμερον ψήφον εμπιστοσύνης προς ενίσχυσιν και θρίαμβον του νέου καθεστώτος και συγχρόνως όπως ενισχύσωμεν τον υπέρ της Εθνικής Αμύνης αγώνα, ον μετά των δημοκρατικών Εθνών διεξάγει σήμερον η Ελλάς, διότι είμεθα πολέμιοι της δουλώσεως ατόμων εις μίαν τάξιν της κοινωνίας, είμεθα μάλλον αντίθετοι προς την δούλωσιν ολοκλήρων Εθνών εις μίαν τάξιν Δυναστικήν και Στρατοκρατικήν οία η Γερμανία, η οποία σήμερον θέλει να υποδουλώση τον κόσμον».
Σε επιστολή του για το θέμα αυτό στον «Ριζοσπάστη», τις 12.9.1918, είχε προσθέσει: «Το γεγονός ότι εψηφίσαμεν υπέρ της Κυβερνήσεως Βενιζέλου (ψήφος με τας γνωστάς μας δηλώσεις) είναι εντροπή να θίγηται όταν αναλογισθή τις πώς είχεν η Ελλάς άμα τη αφίξει του Βενιζέλου (...)».
Νωρίτερα, το 1915, είχε συμμετάσχει στη Βαλκανική Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη στο Βουκουρέστι.
Επίσης, το 1918 έλαβε μέρος στη Διασυμμαχική Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη στο Λονδίνο, υποστηρίζοντας θέσεις που έδιναν την εντύπωση συμμαχίας με τη βενιζελική παράταξη.
Στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ, το 1918, ο Α. Σίδερις έλαβε μέρος με τη βουλευτική του ιδιότητα. Σύμφωνα με τα πρακτικά που τηρήθηκαν, ανέφερε, μεταξύ άλλων, σε παρεμβάσεις του:
- «Δεν είμεθα κόμμα απλώς αστικό, ρεφορμιστικό, αλλά κόμμα που αποβλέπει σε μιά νέα κοινωνία (...) Ο κόσμος, μη γνωρίζων ποιό είναι το γενικό πρόγραμμα του σοσιαλισμού, είναι ανάγκη να το μάθη».
- «Το ζήτημα είναι εάν ο σοσιαλισμός θα πάρη το ζήτημα της γλώσσας για δικό του, και θα συνδεθή με αυτό. Εκ πείρας και δι' άλλων λόγων πρέπει ν' αφήσωμεν το ζήτημα αυτό στην εξέλιξή του».
- «Εφ' όσον πολεμούμεν μέσα στην αστική κοινωνία πρέπει να θέλωμεν να αποκτήσωμεν όσο το δυνατόν περισσοτέρας ελευθερίας για να διεξαγάγωμεν καλύτερα τον αγώνα μας. Πιστεύσαμε ότι ο αγών μας είναι συγχρόνως οικονομικός και πολιτικός, επομένως έχομεν ανάγκην οικονομικών και πολιτικών ελευθεριών. Όπως κυττάζωμεν διά την εργατικήν νομοθεσίαν, έτσι πρέπει να παραδεχθώμεν ότι μας ενδιαφέρει και η μορφή του πολιτεύματος (...) Πώς μπορούμε να δεχθούμε ότι δεν μας ενδιαφέρουν τα ζητήματα της Βουλής (...) Πρέπει να ζητήσωμεν την αλλαγήν του πολιτεύματος (...) Ημείς οι σοσιαλισταί θα αδιαφορήσωμεν την στιγμήν που παντού γίνονται κινήματα διά την κατάργησιν του μοναρχικού θεσμού;».
- «Η ατομική ιδιοκτησία της γης είναι πηγή του κακού. Το γεωργικόν ζήτημα είναι μέγιστον και σπουδαιότατον. Και το ζήτημα της μικράς ιδιοκτησίας επίσης σπουδαίον. Οι μικροϊδιοκτήται είναι δύναμις που πολεμάει τον σοσιαλισμόν (...) Δέον να εθνικοποιηθούν τα τσιφλίκια. Μετά την εθνικοποίησιν δέον τα κτήματα των τσιφλικίων να παραχωρηθούν εις κοινότητας διά να εκμεταλλευθώσι από τους χωρικούς με κομμουνιστικόν τρόπον. Δέον να ζητηθή η ίδρυσις γεωργικών κοινοτήτων».
Τις 6 Ιανουαρίου 1919 ήταν ένας από τους ομιλητές στην πρώτη δημόσια συγκέντρωση του ΣΕΚΕ στο θέατρο «Διονύσια», στην πλατεία Συντάγματος, στην Αθήνα. «Εις ένα διάλειμμα η νεολαία τραγουδά το "Ζήτω, ζήτω η εργατιά" και μετά λαμβάνει τον λόγον ο βουλευτής κ. Σίδερις, χαιρετίζων εν μέσω ακαταπαύστων χειροκροτημάτων και επευφημιών την ίδρυσιν του Κόμματος και τονίζων την μεγάλην εκπολιτιστικήν σημασίαν του», έγραψε ο «Ριζοσπάστης» την επομένη.
Στο ίδιο φύλλο του ο «Ριζοσπάστης» πληροφορούσε ότι ο διευθυντής της αστυνομίας της Αθήνας την προηγούμενη ημέρα είχε μηνύσει τον Α. Σίδερι, κατηγορώντας τον ότι με άρθρο του στην εφημερίδα ενεθάρρυνε «την αναρχίαν και τον μπολσεβικισμόν». Η μήνυση, μάλιστα, είχε διαβιβαστεί και στη διοίκηση του Α' Σώματος Στρατού.
Ενδιαφέρον έχει και η αναφορά που έγινε γνωστό ότι συνέταξαν οι αστυνομικές αρχές για την ομιλία του Σίδερι στη συγκέντρωση εκείνη στο θέατρο «Διονύσια». Ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «προσφωνήσας την πρώτην εμφάνισιν επισήμως του Σοσιαλιστικού κόμματος ήδη αναφεννωμένου εξέφρασε την λύπην του διά την Ελλάδα υστερήσασαν και των απολιτίστων έτι Κρατών εις την Σοσιαλιστικήν ιδεολογίαν και ενώ εις την Ρωσίαν, Ουγγαρίαν και Γερμανίαν αι Σοσιαλιστικαί ιδέαι επεβλήθησαν, εις την Ιταλίαν λόγω της εξελίξεως πρόκειται να επιβληθώσι, η Ελλάς το πρώτον ήδη σήμερον εμφανίζει την επίσημον ύπαρξιν Σοσιαλιστικού κόμματος, και πώς εμφανίζει τούτο: με καταδιώξεις και αυστηράς εποπτείας και παρακολουθήσεις».
Επίσης, το 1919 είχε προλογίσει έκδοση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» από το ΣΕΚΕ, ενώ αργότερα αρθρογραφούσε στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση».
Τις 25 Μαρτίου 1921 είχε γράψει στον «Ριζοσπάστη», με τα αρχικά Α.Δ.Σ., το κύριο άρθρο για τα 100 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, αναφέροντας μεταξύ άλλων:
Ενώ έξω δονούν τον αέρα αι σάλπιγγες και αι μουσικαί, τα πυροβόλα και η στερεότυπος πατριωτική φλυαρία των στερεοτύπων ρητόρων της εποχής, ας αναλογιστούν οι Έλληνες τι παρουσιάζει τώρα εκατό χρόνια η Ελλάς (...)
Εκατόν χρόνων «ελεύθερος βίος», και οι αγρόται, κολλίγοι και εμφυτευταί, ευρίσκονται εις την ιδίαν θέσιν, εις ην ευρίσκοντο επί κατακτητού, ζώντες ως κτήνη, τρεφόμενοι ουχί ανθρωπίνως και διατελούντες υπό το φάσγανον του Έλληνος αγά πλέον. Και ευρίσκονται ίσως και εις χειροτέραν ακόμη θέσιν ή επί Τουρκοκρατίας, διότι η πρώην αυτάρκεια του χωρικού, δι' ης ημύνετο κατά του φεουδάρχου, σήμερον είναι αδύνατος, λόγω της εισελάσεως εις τα χωρία του νεοτέρου «πολιτισμού», ο οποίος ηύξησε καθ' υπερβολήν τας ανάγκας των.
Η μία γενεά μετά την άλλην, από της επαναστάσεως, είδεν την μετανάστευσιν αυξανομένην, και τους «ελευθέρους» πλέον Έλληνας ζητούντας αλλού την ελευθερίαν, ην δεν δύναται να τοις δώσει η ελευθερωθείσα πατρίς των. Εις την δουλείαν των Ελλήνων γαιοκτημόνων επί των Ελλήνων γεωργών προστίθεται η δουλεία των καπιταλιστών.
Ο μικροαστικός κόσμος, ο ενθουσιών και ενθουσιασθείς άλλοτε με την επανάστασιν, καταντά κάθε μέρα προλετάριος κάτω από τον συναγωνισμόν των μεγάλων κεφαλαιοκρατών.
Εις την παλαιάν σύνθεσιν των αυτονόμων παραγωγών, τεχνιτών, κλπ. υποκαθίσταται οσημέραι η καπιταλιστική υποδούλωσις των μαζών πόλεων και χωρίων.
Η ελευθερίαν ην επόθησαν οι επαναστάται του 1821 δεν υπάρχει εντός του αστικού καθεστώτος.
Τουναντίον δουλεία απόλυτος και μεγάλη ολίγων εφοπλιστών, τραπεζιτών, μεγαλεμπόρων και τσιφλικούχων κρατεί επί όλης της χώρας (...)
Η εορτή των «Ελευθερίων» ευρίσκει υπό καταδίωξιν την εργατικήν και αγροτικήν τάξιν, με τας φυλακάς Βόλου, Λαρίσης, Καβάλας, Θεσσαλονίκης πλήρεις αγωνιστών υπέρ της Νέας και Αληθούς ελευθερίαας, με τους συντρόφους μας εξοριζομένους, με τους αγρότας υποδουλωμένους, με τον λαόν εμπαιγμένον με τον χειρότερον τρόπον από τους αστικούς πολιτικούς (...)
Ο ερχόμενος, δεύτερος αιών του «ελευθέρου» πολιτικού βίου της Ελλάδος ευρίσκει τας λαϊκάς μάζας ετοιμαζούσας το πυρ νέου 1821 και γαλουχημένας ουχί εις τα μοναστήρια και τα βουνά, αλλ' εντός των εργοστασίων και των χωρίων, ατενιζχούσας δε ουχί εις την απόκρουσιν νέου τυράννου, αλλ' αγωνιζομένας προς ολοσχερή κατάλυσιν όλων των τυραννιών και όλων των τυράννων, τάξεως, φυλής, θρησκεύματος, και ίδρυσιν του Μεγάλου Ναού της Παγκοσμίως Ελευθέρας Ανθρωπότητος.
Τον Φεβρουάριο του 1922, στην Α' Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΕΚΕ, ο Α. Σίδερις εκλέχτηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του. Ήταν υπέρμαχος της θέσης της «μακράς νομίμου υπάρξεως» του ΣΕΚΕ. «Το Κόμμα, διατρέχον ακόμη περίοδον οργανώσεως και προπαγάνδας, έχει ανάγκην μακράς νομίμου υπάρξεως», είχε υποστηρίξει.
Εδώ (πρώτος αριστερά) στις φυλακές Συγγρού
το 1922 (πρώτος από δεξιά ο Γιάννης Κορδάτος)
Τον Μάιο του ιδίου έτους συνελήφθη στην Αθήνα μαζί με άλλα ηγετικά στελέχη του ΣΕΚΕ και της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας και φυλακίστηκε στις φυλακές Συγγρού, κατηγορούμενος για «διάδοση ηττοπαθών συνθημάτων», που αφορούσαν στην αντίθεση του ΣΕΚΕ στην τυχοδιωκτική Μικρασιατική εκστρατεία. Τότε, αφόπλισε έναν κατάδικο του κοινού ποινικού δικαίου, στον οποίο άγνωστοι είχαν αναθέσει να τον δολοφονήσει. Κινδύνευσε με εκτέλεση, όπως και οι άλλοι σύντροφοί του, λόγω κατηγορητηρίου για «εσχάτη προδοσία». Απελευθερώθηκε, μαζί με τους άλλους συντρόφους του, τις 5 Οκτωβρίου 1922.
Ο Αριστοτέλης Σίδερις διεγράφη από το ΣΕΚΕ το 1923, καθώς διαφώνησε ανοιχτά με την πολιτική που αυτό υιοθέτησε, στη φάση της μετεξέλιξης και μετονομασίας του σε κομμουνιστικό κόμμα και της σύνδεσής του με την Γ' Διεθνή των επαναστατικών κομμάτων. Σε υπόμνημα που είχε συντάξει δήλωνε την πεποίθησή του, σύμφωνα με τον Γιάννη Κορδάτο, πως «η πολιτική του εν Ελλάδι σοσιαλισμού ουδέν άλλο δύναται να είναι ή πολιτική ρεφορμιστικού σοσιαλισμού».
«Η μικρή μας μειοψηφία δεν ενόμιζε ακόμη σκόπιμη τότε την προσχώρηση στην Γ' Διεθνή της Μόσχας», έγραψε ο ίδιος αργότερα, σε σημείωμά του για τον συναγωνιστή του Αντώνη Μουσούρη στα «Κερκυραϊκά Χρονικά».
Η ενεργητικότητα του Αριστοτέλη Σίδερι μετά τη ρήξη με το ΣΕΚΕ βρήκε διέξοδο σε άλλες, αριστερές και κεντροαριστερές πολιτικές ομάδες και κινήσεις, ώσπου αποσύρθηκε από την πολιτική δράση, για να αφοσιωθεί στα ακαδημαϊκά του καθήκοντα. Λίγο μετά τη διαγραφή του είχε πάρει μέρος στην ίδρυση της Εργατικής Σοσιαλιστικής Ένωσης και αργότερα είχε συνταχθεί με την κεντροαριστερή πολιτική κίνηση Δημοκρατική Ένωση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και ήταν υποψήφιος βουλευτής της το 1926.
Το 1922 έγραψε το βιβλίο «Ο σοσιαλισμός στην Ιταλία», τη διανομή του οποίου είχε αναλάβει το Σοσιαλιστικό Βιβλιοπωλείο του ΣΕΚΕ.
Το 1925 είχε εκδώσει το βιβλίο «Ο ιστορικός υλισμός», εκλαϊκεύοντας σειρά άρθρων που είχε δημοσιεύσει στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση».
Στον πρόλογο του βιβλίου του για τον ιστορικό υλισμό, τον Μάιο του 1925, σημείωνε:
Το παρόν μικρόν βιβλίον είναι σειρά άρθρων, που εδημοσιεύθηκαν εις την Κομμουνιστικήν Επιθεώρησιν του έτους 1922, το περιοδικόν, που ήταν τότε το θεωρητικόν όργανον του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος, κατά σύσταση της τότε Κεντρ. Επιτροπής του Κόμματος. Τα άρθρα αυτά τα προκάλεσε όχι βέβαια συγγραφική φιλοδοξία, αλλ’ η ανάγκη. Η καθημερινή μας συναναστροφή με τους ηγέτες των εργατικών οργανώσεων, η παρακολούθηση συζητήσεών των με συντρόφους των και αντιπάλους των επίσημους και ανεπίσημους μας έδειξε την ανάγκη της διαφωτίσεώς των απάνω σε βασικά σημεία της θεωρίας και της πράξεως και ιδίως της μανταλιτέ του σοσιαλισμού.
Έκτοτε άρχισε να γίνεται περισσότερος λόγος για την ιστορικοϋλιστική θεωρία, επεχειρήθησαν μάλιστα και εφαρμογαί αυτής, πού συμπτωματικώς και πού συστηματικώς σε ελληνικά άρθρα και βιβλία. Αλλη γνώση της θεωρίας έμεινε σχεδόν στο ίδιο σημείο. Και μάλιστα με την ανάμιξη διανοουμένων εις τοιαύτας συζητήσεις εφάνηκε, πως όχι μόνον οι μορφωμένοι εργάτες μας, δια τους οποίους είχα γράψει τα άρθρα αυτά, αλλά και οι περισσότεροι διανοούμενοί μας, που εσυζήτησαν, δημοσιογράφοι και πολιτικοί ακόμη, είχαν τις πιο περίεργες ιδέες για τον ιστορικό υλισμό.
Θέλοντας να αντιδράσω κάπως εις την παρεξήγηση, που κατευθύνει τις περισσότερες φορές τις συζητήσεις αυτές περί του ιστορικού υλισμού, εδέχτηκα να βγουν σε βιβλίο τα άρθρα μου εκείνα, που είχα τότες δημοσιεύσει, κάνοντας ασήμαντες προσθήκες.
Αν το βιβλίο τούτο έδινε κάποιαν ώθηση σε ευσυνείδητη μελέτη της ιστορικοϋλιστικής θεωρίας και των σοσιαλιστικών ζητημάτων εν γένει και έτσι συνεπώς σε πιο καλόπιστη και με γνώση συζήτηση των σοσιαλιστικών πραγμάτων, τούτο θάταν η μεγαλύτερη ικανοποίηση δια την μικράν αυτήν εργασία.
Επίσης, στο εισαγωγικό του κείμενο ανέφερε, μεταξύ άλλων, τούτα:
Για να αλλάξη το κοινωνικό καθεστώς ενός τόπου, δεν αρκεί μόνον να έχουν αλλάξει οι αντικειμενικοί όροι της υποστάσεώς του, δεν αρκεί αι οικονομικαί του συνθήκαι να επιβάλλουν αναγκαίως μεταβολήν εις τας σχέσεις της κοινωνικής συμβιώσεως, αλλά χρειάζεται και να δημιουργηθούν εις τας συνειδήσεις των ανθρώπων του τόπου αυτού οι υποκειμενικοί όροι, αι πεποιθήσεις περί της ανάγκης της μεταβολής, περί του τρόπου αυτής, περί των όρων του νέου καθεστώτος. Το καθεστώς, οσονδήποτε και αν είνε σαθρόν, δεν μπορεί να πέση, παρά όταν πολεμηθή και κριτικώς εις τας υποκειμενικάς αυτού βάσεις, δηλ. εις τας περί αυτού πεποιθήσεις των ανθρώπων.
Γι' αυτό πάντα, ενώ η μεταβολή ενός κοινωνικού καθεστώτος είνε αποτέλεσμα αλλαγής των αντικειμενικών του, υλικών, οικονομικών όρων, ένα αποτέλεσμα ανάγκης, όμως η μεταβολή του καθεστώτος συνδυάζεται τόσο με την αλλαγή ιδεών, που είνε μόνον το τελευταίον δείγμα της αντικειμενικής μεταβολής και μόνον αντανάκλασις αυτής, ώστε πολλοί φθάνουν να πιστεύσουν, πως μόνον η μεταβολή των ιδεών έφερε και την μεταβολήν του καθεστώτος. Παράδειγμα η Στωϊκή φιλοσοφία και ο Χριστιανισμός για την μεταβολήν του αρχαίου πολιτισμού, της δουλικής οικονομίας, η πολιτική φιλοσοφία της Γαλλικής Επαναστάσεως για την μεταβολή του φεουδαλισμού, ο σοσιαλισμός για την μεταβολήν του αστικού καθεστώτος.
Η μεταβολή αυτή των ιδεών, η νέα ιδεολογία, οσονδήποτε και αν είνε αντανάκλασις της ενεργούμενης αντικειμενικής μεταβολής, δεν είνε όμως φανερή εις όλους. Μόνον οι λίγοι, οι διανοούμενοι, οι φιλόσοφοι γίνονται ερμηνευταί αυτής της μεταβολής, ιδεοποιούντες αυτήν εις σύστημα ιδεών ή φιλοσοφίαν νέαν, ανατρεπτικήν των παλαιών ιδεών, και γινόμενοι ούτω οι πνευματικοί οδηγοί των κοινωνιών.
Ο πολύς λαός, και όταν ζη μέσα εις καθεστώς του οποίου οι υλικοί όροι έχουν αλλάξει, ιδεολογικώς όμως ζη ακόμα εις το παλαιόν καθεστώς. Το γεγονός δε αυτό αποτελεί κυρίως το μέσον, με το οποίον συντηρείται το παλαιόν καθεστώς, όταν αντικειμενικώς έχη κλονισθή.
Ο σημερινός αγών προς μεταβολήν του αστικού καθεστώτος, που αντικειμενικώς έχει χρεωκοπήσει, μη μπορώντας πλέον δια της αστικής οικονομίας και της συναφούς διαρρυθμίσεως της κοινωνικής συμβιώσεως να δώση εις τα μέλη της κοινωνίας εκείνο διά το οποίον υπάρχει η κοινωνική των ανθρώπων συμβίωσις, ο αγών, λέγω, αυτός είνε αναμφισβητήτως αγών του προλεταριάτου, διότι τούτο κυρίως εκ της οικονομικής θέσεως, εις την οποίαν ευρίσκεται, μοιραίως εξ αυτού του ρόλου, που παίζει εις την αστικήν οικονομικήν οργάνωσιν της κοινωνίας, έχει άμεσον και φανερόν συμφέρον εις την μεταβολήν. Αλλά ο αγών αυτός δεν είνε δυνατόν να έχη αποτέλεσμα, εφ’ όσον αυτό το προλεταριάτον ή η πρωτοπορεία του Επαναστατικού του στρατού, το Σοσιαλιστικόν Κόμμα, δεν μπορεί να παρουσιάση το δίδαγμα των νέων ιδεών, την νέαν ιδεολογίαν, που θα κατευθύνη την δράσιν του, την νέαν φιλοσοφίαν του.
Ο σοσιαλιστής, δεν αρκεί μόνον να είνε μέλος του κόμματος, και του συνδικάτου, αν είνε εργάτης, και να είνε πιστός στρατιώτης εις τον αγώνα της πολιτικής και της επαγγελματικής οργανώσεως. Πρέπει να μπορή να δικαιολογή και θεωρητικώς, φιλοσοφικώς, ας πούμε, τον αγώνα του, να δίδη λόγον εις τον εαυτόν του περί κάθε πολιτικής του πράξεως, εξετάζοντάς την όχι μόνον με το φως του ιδανικού του, του σοσιαλιστικού ιδανικού, αλλά και με την βαθύτερην ανάλυση των καθημερινών γεγονότων, της ουσίας του καπιταλιστικού καθεστώτος μέσα εις τον οποίον εξελίσσονται τα γεγονότα ταύτα και να μπορή να ιδή μέσα στα κοινωνικά πράγματα την προς το ιδανικόν του κατεύθυνσιν αυτής της ιστορικής εξελιξεως, της οποίας είνε δημιούργημα και δημιουργός.
Έχοντας αυτή τη φιλοσοφική πεποίθηση, που καθορίζει βέβαια σε πρώτο βαθμό η πίστις, αποτέλεσμα υποσυνειδήτων ροπών, δρα πλέον επιστημονικώς περνώντας από την ουτοπία, τα ουτοπικά σχέδια, την ουτοπική δράση, εις την δράση, τη θετική που είνε η μόνη, που δίδει θετικά αποτελέσματα, που επέρασε με τον Καρλ Μαρξ από την ουτοπίαν εις την επιστήμη. Κι έτσι θα μπορέση κι’ όλας να περάση αύριο από την επιστήμη στην πράξη χτίζοντας τον νέο κόσμο, που βγαίνει γρήγορα από τη χρεωκοπία του σημερινού παλιού πλέον αστικού κόσμου.
Μόνη η πίστις εις τον αγώνα και εις το ιδανικόν του δεν αρκεί. Συχνά ο αγωνιστής βρίσκεται εις την δράση του μπροστά σε χίλιες προλήψεις, άλλες πίστεις, πολιτικές ή κοινωνικές ιδεολογίες, που του θραύουν τον αγώνα του, γιατί για τους αντιπάλους του ή για τους συντρόφους, που θέλει να κατηχήση, αποτελούν αυτές αλήθειες αναμφισβήτητες, γιατί είνε αποτέλεσμα διανοητικότητος, φιλοσοφικής καταρτίσεως παλιάς, ασυμβίβαστης μεν με τους νέους όρους της ζωής, αλλ' ακόμη ακλόνιστης.
Πρέπει ούτος να είνε σε θέση να τις αντιμετωπίση, να τις κλονίση. Πρέπει ο αγωνιστής να είνε σε θέση όχι μόνον να δείξη τους νέους όρους, που δημιουργούνται στη κοινωνία, όχι μόνον να δείξη το νέον καθεστώς, που οι νέοι αυτοί όροι γεννούν, και συνεπώς την δράση, που αυτοί επιβάλλουν στις διάφορες κοινωνικές ομάδες, αλλά να δείξη και πως οι νέοι αυτοί όροι έρχονται σε σύγκρουση με τους παλιούς, που γεννούν την πάλην των τάξεων, της οποίας εκπροσώπησις είνε οι πολιτικοί αγώνες, αι κοινωνικαί διαφοραί, αι φιλοσοφικαί συζητήσεις. Αλλά και όλα αυτά ακόμη δεν αρκούν. Πρέπει και να μπορή ο αγωνιστής να κλονίση και τις παλιές πίστεις, τις παλιές πεποιθήσεις, την παλιά φιλοσοφία με την οποίαν σκέπτεται ακόμη ο κόσμος και να δημιουργήση έτσι και τους υποκειμενικούς όρους της μεταβολής, την οποίαν κηρύσσει και δείχνει ενεργουμένην μέσα εις τα πράγματα, τους αντικειμενικούς δηλ. όρους της κοινωνικής ζωής.
Αρνούμενος απλώς τις αντίθετες ιδεολογίες και πεποιθήσεις δεν προάγει τον αγώνα του. Ούτε πείθει προς παρακολούθησιν του αγώνος του, ούτε δημιουργεί πεποιθήσεις. Πρέπει να μπορή να κάμη φιλοσοφική κριτική των αντιθέτων πεποιθήσεων. Να δείξη τι αξίαν έχουν οι αντίθετες αυτές πεποιθήσεις εις την ζωήν, την κοινωνικήν συμβίωσιν, το πολιτικόν καθεστώς, πώς εδημιουργήθηκαν, τι ρόλον παίζουν, πώς πλέκονται μέσα εις την άλλην αντιδραστικήν κατά του αγώνος μας ιδεολογίαν, τι εξυπηρετούν. Π.χ. πολεμάει πολλές φορές ο αγωνιστής την ιδέα της ατομικής ιδιοκτησίας και διδάσκει την εθνικοποίησιν της ιδιοκτησίας.
Προσπαθεί να δείξη τα κακά της ατομικής ιδιοκτησίας διά την τάξη των ακτημόνων, και τα καλά της ομαδικής ιδιοκτησίας. Αποτείνεται προς το συμφέρον. Αλλ' όμως δεν πείθει. Γιατί; Η ιδέα της ιδιοκτησίας και του απολύτου δικαίου της είνε τόσον ενσφηνωμένη στη συνείδηση του πολίτου σήμερα και του προλεταρίου ακόμη, και μάλιστα εις την Ελλάδα, όπου καμμία απολύτως κίνησις ιδεών δεν ετάραξε τον ύπνο του Ελληνικού πνεύματος, ώστε μόνον η άρνησίς της να είνε στείρα του αγώνος προς μόρφωσιν της ιδέας της εθνικοποιήσεως.
Χρειάζεται λοιπόν ο αγωνιστής να μπορή να ψάξη απάνου σε ποια φιλοσοφικά θεμέλια στηρίζεται αυτή· η ιδέα πώς πλέκεται μέσα εις την φιλοσοφίαν, την γενικήν περί κόσμου ιδέαν, ποιαν ιστορικήν αξίαν έχει, ποιαν ιστορική καταγωγή και συνεπώς πώς πρέπει να πολεμηθή επιτυχώς. Το ίδιο συμβαίνει με την ιδέα της οικονομικής ελευθερίας, με τους οικονομικούς νόμους, με τα κοινωνικά δόγματα, τας πολιτικάς αντιλήψεις. Οι αντιλήψεις, που έχουν οι άνθρωποι γι' αυτά τα πράγματα, είνε αποτέλεσμα γενικωτέρων ιδεών, γενικής κοσμοθεωρίας, φιλοσοφίας περί των ανθρωπίνων. Για τους φιλοσοφούντας αποτελούν πεποιθήσεις, για τον λαόν προλήψεις, αλήθειες αναμφισβήτητες, ανεξέταστα παραδειγμένες από το παρελθόν. Αλλ' ο αγωνιστής δεν μπορεί να δράση ούτε με προλήψεις, τις παλιές, ούτε με σοσιαλιστικάς προλήψεις. Πρέπει να έχη πεποιθήσεις και συνειδητή φιλοσοφία νέα
.
Στην πορεία, εξηγεί ο Α. Παπαναστασάτος, θα τον δούμε το 1926 γενικό γραμματέα του υπουργείου Γεωργίας, το 1927 αντιπρόσωπο της Ελλάδας στη Διεθνή Οικονομική Συνδιάσκεψη της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη και το 1932 υφυπουργό Οικονομικών στη βραχύβια κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Το 1934 έγινε μέλος της Γερουσίας, εκπροσωπώντας τα Γεωργικά Επιμελητήρια, θεσμό για τον οποίο είχε δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ασχολείτο ολοένα και περισσότερο με τη μελέτη της γεωργικής οικονομίας. Μάλιστα ένα δημοσίευμά του με τίτλο «Τα Γεωργικά Επιμελητήρια» είναι το πρώτο στη σειρά «Βιβλιοθήκη Αγροτικής Οικονομίας», που άρχισε να εκδίδεται το 1935.
Ο Α. Σίδερις εξελίχθηκε σε πανεπιστημιακό δάσκαλο. Δίδαξε επί 33 χρόνια σε τέσσερα από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας: το 1927 καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας και του Δικαίου στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή, την πενταετία 1931-1936 δίδαξε Κοινωνιολογία στην Πάντειο, το 1937 κατέλαβε την έδρα του Γεωργικού Δικαίου στο Τμήμα Γεωπονίας και Δασοπονίας της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 1943 κατέλαβε την έδρα της Ιστορίας του Οικονομικού Βίου και των Οικονομικών και Κοινωνικών Θεωριών στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ). Επίσης, επανήλθε καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή. Στις σχολές αυτές τερμάτισε την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του το 1960, ως ομότιμος καθηγητής τους. Στην ΑΣΟΕΕ διατέλεσε πρύτανης το ακαδημαϊκό έτος 1950-1951, προσπαθώντας, όπως έλεγε, να κρατήσει ανεξαρτησία από την εξουσία.
«Τα χρόνια της Κατοχής», σημειώνει ο Α. Παπαναστασάτος, «υπήρξαν γι' αυτόν χρόνια δοκιμασίας, όχι μόνο ψυχικής. Τότε θα υποστεί μιαν απότομη και σοβαρή εξασθένηση της όρασής του, που κατά μεγάλο μέρος οφειλόταν στον υποσιτισμό κατά τον άγριο χειμώνα του 1941».
Αργότερα, ο Α. Σίδερις ανέλαβε την προεδρία της ελληνικής επιτροπής της UNESCO και έγινε για ένα μικρό χρονικό διάστημα μέλος του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου και διοικητής της Αγροτικής Τράπεζας (Οκτώβριος 1945 - Μάιος 1946), ενώ μετείχε στην Ελληνική Εταιρεία Οικονομικών Επιστημών, καθώς και σε μια σειρά άλλων επιστημονικών εταιρειών.
Μετέφρασε έργα κοινωνιολογίας ή γενικότερου ενδιαφέροντος, όπως η «Εισαγωγή εις την Επιστήμην» του Thomson, η «Κοινωνιολογία» του Loria και «Το Κεφάλαιον» του Deville.
Μεταξύ 1925-1940 ασχολήθηκε κυρίως με θέματα γεωργικής οικονομικής πολιτικής και γεωργικού δικαίου. Το 1934 εξέδωσε το βιβλίο «Η Γεωργική Πολιτική της Ελλάδος κατά την λήξασαν εκατονταετίαν (1833-1933)». Στη συνέχεια, ως τα τέλη σχεδόν της δεκαετίας του '60, τα ενδιαφέροντά του κάλυψαν κυρίως τον χώρο της ιστορίας της οικονομίας. Η πραγματεία του για την οικονομία του Βυζαντίου είχε χαρακτηριστεί έργο μοναδικό για την εποχή του, σε διεθνές επίπεδο. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται δύο ογκώδεις τόμοι για την «Ιστορία του Οικονομικού Βίου» καθώς και ένας τόμος με την «Ιστορία των Οικονομικών θεωριών». Ακόμη, μονογραφίες σχετικά με σημαντικές τάσεις της οικονομικής θεωρίας, όπως η εμποροκρατία και η οικονομική της ευημερίας (welfare economics), καθώς και για το έργο διαπρεπών οικονομολόγων, όπως του Alfred Marshall. Ξεχωριστές εργασίες του αφορούσαν τις οικονομικές αντιλήψεις του Ξενοφώντα και του Αριστοτέλη.
Από τις λοιπές εργασίες του ξεχωρίζουν το φυλλάδιο «Οικονομικαί αντιθέσεις και ειρήνη» (1929), μελέτη με τίτλο «Ελληνικά συντάγματα προ της Επαναστάσεως» για τα συντάγματα της Ιονίου Πολιτείας, δημοσίευμα με τίτλο «Οικονομία και Δίκαιον - μία ομιλία του κερκυραίου φιλοσόφου καθηγητού της φιλοσοφίας εις την Ιόνιον Ακαδημίαν Πέτρου Βράϊλα, 19 Οκτ. 1845», εργασίες με τίτλους «Αι περί εργατικού μισθού θεωρίαι» (1946) και «Αι περί επιχειρηματικού κέρδους θεωρίαι» (1948), καθώς και το δοκίμιο «Περί την φιλοσοφίαν της Ιστορίας: Marx, Spengler, Toynbee», που δημοσίευσε σε ηλικία 77 ετών. Επίσης, η μελέτη του «Ανθρωπονυμία / Τα ονόματα (επώνυμα) των Ελλήνων», που δημοσιεύτηκε στα «Κερκυραϊκά Χρονικά» το 1968.
Ως άνθρωπος, σημειώνει ο Α. Παπαναστασάτος, διακρινόταν για το υψηλό ήθος και το βαθύ αίσθημα ευθύνης που χαρακτήριζαν όλες τις εκδηλώσεις του. Ασυμβίβαστος σε θέματα αρχών, είχε διαμορφώσει ένα πρότυπο ζωής προς το οποίο ταύτιζε τις πράξεις του. Πέθανε τον Νοέμβριο του 1976, σε ηλικία σχεδόν 88 ετών. Για το ακαδημαϊκό του έργο είχε τιμηθεί με το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικα.
Σύμφωνα με τον Λ. Θ. Χουμανίδη, ο Αριστοτέλης Σίδερις «είχε ευρεία μόρφωση, ώστε ολίγοι θα ηδύναντο να θεωρηθούν ισάξιοί του στις γνώσεις» και «υπήρξε μία από τις μεγάλες προσωπικότητες της ακαδημαϊκής επιστήμης (...), ένας από τους μεγαλυτέρους της Ιστορίας του Οικονομικού Βίου και των Οικονομικών Θεωριών της χώρας μας». Στις πολιτικές πεποιθήσεις του ήταν και παρέμεινε «ένας σοσιαλιστής τύπου Ραποπόρ, θέλοντας να συνδυάσει τον Σοσιαλισμό με τη Δημοκρατία, ούτε όμως και ακολούθησε τη σοσιαλδημοκρατία ή τη φιλεργατική γραμμή των Φαβιανών σοσιαλιστών (...). Στην Οικονομική ήταν οπαδός του Alfred Marshall και το διακήρυσσε από καθέδρας, στην Κοινωνιολογία όμως και τη Φιλοσοφία ήταν Μαρξιανός (...). Δεν μετακινήθηκε από τον μεταφυσικό υλισμό-μαρξισμό».
Η πλούσια βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη Σίδερι δωρήθηκε στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
Ο Δήμος της Κέρκυρας, σε ένδειξη τιμής, έχει δώσει το όνομά του σε δρόμο της πόλης του νησιού.