Ο Κώστας Σαμοΐλης (Ντης) γεννήθηκε στη Λευκίμμη τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Συντάχθηκε με το εργατικό επαναστατικό κίνημα, μετά τον θρίαμβο και την επικράτηση της Οκτωβριανής σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία. Ήλθε σε επαφή με το οργανωμένο κίνημα τα τέλη της δεκαετίας του 1920, όταν ακόμη το νεαρό ΚΚΕ έκανε τα πρώτα οργανωτικά του βήματα σε χωριά της περιοχής.
Ήταν κουρέας και ξεχώρισε για το θάρρος του, τη χαλύβδινη θέλησή του και τις ικανότητές του στην παράνομη δουλειά.
«Οι πρώτες μου επαφές με την οργάνωση έγιναν γύρω στο 1928-1929 (...) με κάποιον από τα Δραγωτινά ή το Νιοχώρι. Αυτός μας οργάνωσε σε τριάδες και μας έκανε τα πρώτα μαθήματα τις νύχτες στην Πλάκα (...) . Στο διάστημα 1928-1940 το κίνημα είχε αναπτυχθεί και πολλές παράνομες τριάδες υπήρχαν σ' όλο το Πεντάχωρο της Λευκίμμης», έγραψε πολύ αργότερα, με σκοπό να παραδώσει τα απομνημονεύματα της αγωνιστικής του δράσης στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 έπαιρνε κιόλας δραστήρια μέρος στο κίνημα. «Ξημέρωμα Πρωτομαγιάς, γύρω στα 1931-1932», διηγήθηκε, «είχαμε πάρει εντολή να ανεβάσουμε δύο σημαίες στα τηλεγραφόξυλα του γεφυριού στο Ποτάμι. Η απειρία όμως είχε σαν αποτέλεσμα να μας πιάσουν όλους. Ήταν μια βραδιά πολύ σκοτεινή, που δεν έβλεπες τίποτα. Η ώρα μία τα μεσάνυχτα με τις σημαίες και τις προκηρύξεις άρχισε το ανέβασμα στα τηλεγραφόξυλα. Οι χωροφύλακες που ήταν κρυμμένοι κάτω από το παλιό γεφύρι βγήκαν απάνω και άρχισαν τις πιστολιές. Μέχρι το πρωί είχαν πιαστεί όλοι. Εγώ κατάφερα να τους ξεφύγω, αλλά με πιάσανε έπειτα από τέσσερις μέρες».
Σημειώσεις του Κώστα Σαμοΐλη
Δεν έλειψε από τους αγώνες της Αντίστασης την περίοδο της Κατοχής, από τις πρώτες ημέρες της σκοτεινής εκείνης περιόδου. Πλήρωσε πολύ ακριβά τη δράση του, κατέληξε στο Λαζαρέτο. Ο λόγος στον ίδιο: «Κάποιο βράδυ οι Ιταλοί έκαναν ντου για συλλήψεις. Με τους υποκόπανους έσπασαν την εξωτερική πόρτα και βρέθηκαν πάνω από το κρεβάτι που κοιμόμασταν…Με είχε αγκαζέ ένας καραμπινιέρος. Σε κάποια στιγμή χαλάρωσε το χέρι του και με γρήγορη σκέψη τον χτύπησα με τον αγκώνα του χεριού μου στα πλευρά του και του έφυγα. Πριν φύγω γνώρισα και τον άνθρωπο που υπόδειχνε τα σπίτια. Με συνέλαβαν έπειτα από λίγο στο στενό του Αντρέα Κυμηνά. Ήταν αδύνατον να τους ξεφύγω.
Όλα τα σοκάκια ήταν μπλοκαρισμένα. Ίσαμε να φθάσουμε στην Καραμπινιερία, που ήταν στις Ριγγλάδες, με σακάτεψαν στο ξύλο. Το πρωί μας πήραν όλους στις φυλακές της πόλης σε απομόνωση. Εκεί με κατέβασαν σ' ένα υπόγειο… Έβαλαν στη διαπασών το ραδιόφωνο και άρχισαν να με χτυπούνε οι δύο καραμπινιέροι άγρια. Περισσότερο με χτυπούσαν στις πατούσες των ποδιών, σε σημείο που αναγκάζονταν να με σηκώνουν όρθιο και να με πετάνε από τον ένα στον άλλο για να μη σταματήσει η κυκλοφορία του αίματος. Και άρχιζαν πάλι από την αρχή... Σε μια στιγμή μού κάρφωσαν δύο αναμμένα τσιγάρα μέσα στη μύτη. Εκείνη την ώρα κατέβηκε ένας αξιωματικός να δει γιατί αργούσαν με 'μένα. Βλέποντας πως δεν είχε βγει τίποτα τους είπε να σταματήσουν και το πρωί να με στείλουν στο Λαζαρέτο… Από το Λαζαρέτο αφεθήκαμε ελεύθεροι μετά τη συνθηκολόγηση, ύστερα από διαπραγματεύσεις των δικών μας και των Ιταλών, που ήθελαν να μας παραδώσουν στις ελληνικές αρχές…».
Θυμόταν με θλίψη και με το αίσθημα προσωπικής ευθύνης που τον ξεχώριζε στη ζωή του ένα θλιβερό γεγονός της κατοχικής περιόδου που αφορούσε εμμέσως το Κόμμα του, αλλά για το οποίο δεν ευθυνόταν ούτε ο ίδιος ούτε ο ηγέτης της κομματικής οργάνωσης του ΚΚΕ στη Λευκίμμη Νάσος Βλάσσης. Ήταν τότε που κατ' άλλους εχθρικά αεροπλάνα και κατ' άλλους βρετανικά, δηλαδή συμμαχικά, είχαν πλήξει θέσεις στην περιοχή.
«Ένα βράδυ μου είπε ο Θανάσης ο Βλάσσης να φύγω για την πόλη για να φέρω γραφική ύλη. Του είπα πως δεν μπορούσα γιατί είχα άλλες δουλειές με την οργάνωση. Μου είπε να βρω έναν άλλο στη θέση μου, γιατί είχε τελειώσει όλο το γραφικό υλικό». Δέχθηκε πρόθυμα κάποιος άλλος κομμουνιστής και θα πήγαινε μαζί με έναν ακόμη. «Την άλλη μέρα κατά τις 11 το πρωί τους έφερα και τους δύο σκοτωμένους. Σκοτώθηκαν και άλλοι έξι από τις Ριγγλάδες και τον Άγιο Θεόδωρο. Τους πυροβόλησαν τα εχθρικά αεροπλάνα. Ήταν η πιο μαύρη μέρα της ζωής μου, γιατί στη θέση μου σκοτώθηκε ένας άλλος. Αμέσως μόλις τους έφερα η οργάνωση επιλήφθηκε για την κηδεία τους και ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο σ' αυτές τις περιπτώσεις». Οι Γερμανοί πάσχιζαν να εξουδετερώσουν κάθε αντιστασιακή κίνηση στην Κέρκυρα. «Τα μπλόκα, οι λεηλασίες, οι συλλήψεις, οι ξυλοδαρμοί και οι εκτελέσεις ήταν στην ημερήσια διάταξη».
Στον αγωνιστικό ρόλο του Κώστα Σαμοΐλη (Ντη) εκείνη τη χρονική περίοδο έχει αναφερθεί και ο διοικητής του 24ου συντάγματος του ΕΛΑΣ Γρηγόρης Παπαδόπουλος (καπετάν Ζέρης), που τον Μάιο του 1944, όταν αποφασίστηκε η μετατροπή του 10ου εφεδρικού συντάγματος Κέρκυρας του ΕΛΑΣ σε τακτικό αντάρτικο σώμα, είχε μεταβεί στην Κέρκυρα από την Πρέβεζα, με καΐκι μέσω των Παξών. «Η οργάνωση των Παξών ανέλαβε τη μετακίνησή μου αυτή και όλες τις λεπτομέρειες. Μου βγάλανε ταυτότητα με το όνομα ενός πεθαμένου Παξινού μαραγκού με το όνομα Φίλιππος Απέργης (...) Ο καπετάνιος και δύο του πληρώματος ήταν δικοί μας, οργανωμένοι και σίγουροι άνθρωποι. Aφού περάσαμε τον έλεγχο του Κάβου, σαν απομακρυνθήκαμε αρκετά, πλησίασα τον καπετάνιο και του ζήτησα να με βγάλει στο Ποτάμι της Λευκίμμης. Άρχισα να περπατάω προς την κωμόπολη της Λευκίμμης, οδηγημένος από τα σπίτια της που άρχισαν να φαίνονται. Εκεί κοντά γυναίκες με υφαντά καλύμματα στο κεφάλι δούλευαν με το τσαπί στα χωράφια. Τις πλησίασα και τους είπα ότι είμαι Παξινός από τη Λάκκα και ότι θέλω έναν από το Ποτάμι, το Ντη, αν τον γνώριζαν. "Τον κουρέα ζητάς"» μου είπε μια γυναίκα και πλησίασε διορθώνοντας τη μπόλια του κεφαλιού της. "Έλα να σε πάω εγώ γιατί δεν θα τον βρεις εύκολα". Γέλασε πονηρά και μου υπέδειξε να περιμένω στην άκρη ενός φράχτη. Έφυγε και σε διάστημα 20 λεπτών περίπου ένας αδύνατος ξανθός άνδρας βάδιζε κατά πάνω μου. Του είπα τα συμφωνημένα λόγια αναγνώρισης και αμέσως με παρέλαβε και με οδήγησε σ' ένα σπίτι ενός πρώην αστυφύλακα. Εκεί κανόνισε τα του ύπνου και του φαγητού και μου είπε πως το βράδυ θα μου κανόνιζε ραντεβού με τον κομματικό υπεύθυνο».
Ως «αμετανόητος κομμουνιστής», έζησε και τη φρίκη της Μακρονήσου, εξόριστος, δεσμώτης. Είχε συλληφθεί στην Αθήνα, όπου είχε καταφύγει την περίοδο των μεγάλων διωγμών. «Έπιασαν και 'μένα τον Απρίλη του 1948. Με εξόρισαν στο Μούδρο της Λήμνου. Όταν με συλλάβανε στην Αθήνα, μου ζήτησαν δήλωση μετάνοιας. Είχε ξεσηκωθεί το παρακράτος με όλες τις ορδές του. Βασάνιζε και εκτελούσε τους πραγματικούς πατριώτες. Στο Μούδρο όλο το στρατόπεδο παρακολουθούσε με αγωνία τις μάχες του Δημοκρατικού Στρατού. Εκεί ένας εξόριστος από τη Θεσσαλία έλαβε ένα ανώνυμο γράμμα, πώς η γυναίκα του θα τον άφηνε εάν δεν γύριζε το συντομότερο κοντά της. Έπειτα από τρεις μέρες βρέθηκε νεκρός μέσα σε μια βάρκα, καρφώνοντας ένα καμάκι στην καρδιά του».
Άλλες σημειώσεις του
Από 'κει βρέθηκε στη Μακρόνησο. «Έπειτα από ένα χρόνο μας μετέφεραν στην Μακρόνησο. Μας είχαν συγκεντρώσει εκεί απ' όλα τα νησιά για το τελικό ξεκαθάρισμα. Περίμεναν πρώτα τη νίκη τους στο Βίτσι και στο Γράμμο και έπειτα θα έδιναν τη μάχη με τους εξόριστους. Κατά διαστήματα έπαιρναν από το δικό μας στρατόπεδο έναν εξόριστο και μας τον έφερναν έπειτα από λίγες μέρες τρελό από τα βασανιστήρια. Έτσι, για να κάμψουν το ηθικό των άλλων συνεξορίστων. Ήρθε και η δική μας η σειρά. Ήταν παραταγμένοι αξιωματικοί, αλφαμίτες, νοσοκόμοι και φορεία. Ο τόπος ήτανε βαμμένος με αίμα. Περιμέναμε να τελειώσει το μαρτύριο τους για να πάρουμε τη θέση τους. Ένας πολύ ψύχραιμος, που τον σέρνανε έξω από την πίστα, τους φώναξε:
Εσείς σκυλιά νικήσατε στο Γράμμο και το Βίτσι, αλλά χάσατε μια ολόκληρη Κίνα! Μπήκαμε και 'μείς στο χορό. Μας παρέλαβαν ανά δύο αλφαμίτες τον κάθε εξόριστο. Οι μαγκούρες δούλευαν ασταμάτητα. Σε όλο το σώμα δεχόμασταν ανεξέλεγκτα χτυπήματα. Νέο αίμα, νέα βογκητά, νέα φορεία. Τους λιπόθυμους τους συνέφερνε ο ταγματασφαλίτης Καραφώτης με το βούρδουλα και τις κλωτσιές. Μας συγκέντρωσαν και πάλι ένα πρωινό και μας μετέφεραν σε μια βουνοκορφή που ήταν μόνο πέτρα. Εκεί ήταν το περίφημο "σύρμα". Μας έπαιρναν τις εφτά το πρωί και μας κατέβαζαν αργά το βράδυ. Η ζωή εκεί ήταν αφόρητη…Εκεί συνάντησα τον αξέχαστο και αγαπητό Μήτσο Πανδή, τον καθηγητή. Τέλος, όσους μπόρεσαν και ξεπέρασαν τη δοκιμασία απ' αυτό το κολαστήριο μας έστειλαν στον Αϊ Στράτη. Εκεί είχαμε και ψυχαγωγία. Θέατρο με τον αξέχαστο Καρούσο, τον Κατράκη και πολλούς άλλους. Είχαμε και επίσκεψη από την Ασφάλεια Αττικής. Μας ζητούσε και πάλι δήλωση. Έφυγε άκαρπη».
Πιστός μέχρι τέλους στην Κόκκινη Σημαία και το ΚΚΕ, ο Κώστας Σαμοΐλης πέθανε στη Λευκίμμη, με ακλόνητη την πίστη του στην υπόθεση της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας, το 1984.