Πέμπτη, 05 Δεκεμβρίου 2019 12:44

Στίνας Άγις

Resizedsti a6 001«Από παιδί 14-15 χρονών επηρεάστηκα από τις σοσιαλιστικές ιδέες και από 18 χρονών αφιέρωσα τον εαυτό μου στο απελευθερωτικό κίνημα της εργατικής τάξης», έγραψε σε αυτοβιογραφικό του σημείωμα ο Άγις Στίνας, όπως καθιερώθηκε να λέγεται ο Σπύρος Πρίφτης.

Γεννήθηκε το 1900 στο χωριό Σπαρτύλας (Σπαρτίλλας) από ευκατάστατη οικογένεια και από μικρό παιδί εντάχθηκε στο εργατικό - λαϊκό κίνημα. Τελείωσε στην Κέρκυρα τη Μέση Εμπορική Σχολή. Μέχρι το 1926 υπέγραφε κείμενά του και ήταν γνωστός με το όνομά του, δηλαδή ως Σπύρος Πρίφτης. Από το 1926 και μέχρι το τέλος της ζωής του υπέγραφε και έμεινε γνωστός με το ψευδώνυμο Άγις Στίνας. Επίσης, χρησιμοποίησε τα ψευδώνυμα Δηρός, Κορφιάτης και Φιλίππου.

Έγραψε λαμπρές σελίδες αγωνιστικότητας ως μέλος της νεολαίας του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κέρκυρας και του ΣΕΚΕ στην αρχή και του ΚΚΕ στη συνέχεια. Αργότερα εντάχθηκε στο τροτσκιστικό κίνημα και έκλεισε τη ζωή του προσεγγίζοντας τον αναρχικό χώρο.

Έφηβος ακόμη, έζησε στο νησί τη δημιουργία και την άνδρωση του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κέρκυρας.

Το βιβλιάριο μέλους του Κόμματος το πήρε, όπως ανέφερε στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα, τον Μάιο του 1920. Αλλά αυτό ήταν μόνον ένας τύπος. Έπρεπε, σύμφωνα με το καταστατικό, για να πάρει το βιβλιάριο του μέλους να είναι 20 χρονών και τότε, τον Μάιο του 1920, έκλεισε τα 20 χρόνια. Συμμετείχε ενεργά από πολύ νωρίτερα «στη διάδοση και την υπεράσπιση των αρχών της Οκτωβριανής Επανάστασης» και, όπως έλεγε, «στην εκκαθάριση της Σοσιαλιστικής Ομάδας Κέρκυρας από τα ξένα στο Σοσιαλισμό στοιχεία».

Το 1926 ήταν υποψήφιος βουλευτής του ΚΚΕ στην Κέρκυρα.

 

sti a1

Εδώ (όρθιος, στο μέσον) με συντρόφους του ,1926

 

«Αγωνίστηκα», έγραψε, «στις γραμμές του ΚΚΕ και στις πιο υπεύθυνες θέσεις μέχρι τα τέλη του 1931. Απ' αυτό πέρασα στον τροτσκισμό. Είχα και εγώ, όπως και πολλοί άλλοι, την αυταπάτη ότι αυτός εκπροσωπούσε την επαναστατική πτέρυγα του κινήματος. Τυπικά ήμουνα μέλος της 4ης Διεθνούς μέχρι τα μέσα του '47. Ουσιαστικά όμως ίσως δεν υπήρξα ποτέ. Αυτά που υποστήριζε η ομάδα στην οποία ανήκα, πολύ λίγη σχέση είχαν μ' αυτά που υποστήριζε η 4η Διεθνής. Αυτό φάνηκε καθαρά στον πόλεμο, όταν η 4η Διεθνής έγινε σκόνη».

Μετά τη ρήξη του με το ΚΚΕ συνέχισε τους αγώνες του μέσα από άλλα πολιτικά σχήματα που επαγγέλονταν την κοινωνική Επανάσταση, πέραν του ΚΚΕ, υποστηρίζοντας ότι στη Σοβιετική Ένωση συνέβαινε μια «σταλινική αντεπανάσταση». Στην πορεία συντάχθηκε με αυτό που γενικά αποκλήθηκε «πνεύμα του γαλλικού Μάη του '68».

Πέθανε φτωχός, το 1987, στην Αθήνα.

Είχε εργαστεί ως θυρωρός και μεταφραστής.

Για την πολιτική του δράση είχε αντιμετωπίσει πληθώρα διώξεων και καταδικαστικών αποφάσεων.

Μελέτες και άρθρα του υπάρχουν στις εφημερίδες και τα περιοδικά «Ριζοσπάστης», «Φωνή του Εργάτη», «Εργατική, Νεολαία, «Εξόριστος Επαναστάτης» (Ανάφη 1926), «Καπνεργάτης», «Αντιφυματικός Αγώνας», «Avanti», «Σημαία του Κομμουνισμού», «Διαρκής Επανάσταση», «Μπολσεβίκος», «Νέα Εποχή», «Εργατικό Μέτωπο», «Δελτίο της Ακροναυπλίας», «Εργατική Πάλη», «Εσωτερικό Δελτίο ΚΔΚΕ», «Νέο Ξεκίνημα», «Πεζοδρόμιο», «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», καθώς και σε άλλα έντυπα.

Επίσης, προλόγισε τις εκδόσεις «Οι σοσιαλιστές και ο πόλεμος του Λένιν», «Κριτική εκτίμηση της ρωσικής επανάστασης» της Ρόζας Λούξεμπουργκ και «Επαναστατικό κίνημα στον σύγχρονο καπιταλισμό» του Κορνήλιου Καστοριάδη.

 

sti a7

 

Το 1977 εξέδωσε το βιβλίο «Αναμνήσεις / Εβδομήντα χρόνια κάτω από τη σημαία της σοσιαλιστικής επανάστασης». Σ' αυτό ο Άγις Στίνας έδωσε πολύτιμες πληροφορίες και ασφαλώς δικές του ερμηνείες για τις συνθήκες υπό τις οποίες ιδρύθηκε ο Σοσιαλιστικός Όμιλος Κέρκυρας, για πρόσωπα και πράγματα της εποχής και για την προσωπική αγωνιστική διαδρομή του. Ιδιαιτέρως σημαντικά είναι τα στοιχεία που προσέφερε για το κοινωνικό κλίμα στο νησί την περίοδο της δημιουργίας του Ομίλου. Έγραψε για εκείνη την περίοδο:

«Αυτή την εποχή η Κέρκυρα ήταν ίσως η περισσότερο βιομηχανικά ανεπτυγμένη από όλες τις επαρχιακές πόλεις της χώρας. Το εργοστάσιο του Ασπιώτη (το μοναδικό στη χώρα μεγάλο και με σύγχρονα τεχνικά μέσα λιθογραφείο), η βιομηχανία του Δεσύλλα, οι αλευρόμυλοι, τα εργοστάσια μακαρονοποιίας, η χαρτοποιία, η γαλακτοκομία Μαργαρίτη (μοναδική στη χώρα), το εργοστάσιο αεριόφωτος, το με μεγάλη και διαρκή κίνηση λιμάνι κ.ά. απασχολούσαν χιλιάδες εργάτες και υπαλλήλους. Εκτός από τους εργάτες των αλευρομύλων, της μακαρονοποιίας και του λιμένα, οι συνθήκες εργασίας των άλλων εργατών και ιδιαίτερα του Ασπιώτη και του Δεσύλλα ήταν άθλιες. Οι ώρες δουλειάς 10, 12, 14, τα μεροκάματα μεροκάματα πείνας. Η συνδικαλιστική οργάνωση, προ παντός στου Δεσύλλα, αυστηρά απαγορευόταν και κάθε υπόνοια για μια τέτοια κίνηση στους εργάτες αντιμετωπιζόταν με μαζικές απολύσεις. Ακόμα, κάθε διαμαρτυρία ή απλώς παράπονο συνεπήγετο επίσης άμεση απόλυση. Τα πρόστιμα ήταν ένα επί πλέον μέσο ληστείας των εργατών. Στου Δεσύλλα δούλευαν πολλοί εργάτες και εργάτριες από τα κοντινά στην πόλη χωριά (Κανάλια, Αλεπού, Ποταμός κλπ.). Έπρεπε να ξεκινήσουν ξημερώματα για να είναι στην ώρα τους στη δουλειά. Πάντα φυσικά με τα πόδια. Πολλές φορές τον χειμώνα γίνονταν μούσκεμα από την βροχή. Και μερικές φορές, παρά τις προσπάθειές τους να είναι στην ώρα τους στο εργοστάσιο, αργούσαν μερικά λεφτά ή μισή ώρα. Η ποινή ήταν πρόστιμο. Και όμως αυτοί οι εργάτες, μ' αυτές τις συνθήκες εργασίας, με τις τόσες ώρες δουλειάς, με τα μεροκάματα πείνας, θεωρούνταν και ήταν προνομιούχοι σε σχέση με την απίστευτη αθλιότητα της υπαίθρου. Το μόνο υπολογίσιμο προϊόν του νησιού είναι το λάδι. Αλλά αν θα είχαμε ή δεν θα είχαμε σοδειά κάθε δύο χρόνια αυτή την εποχή, εξαρτιόταν αποκλειστικά από τις καιρικές συνθήκες. Και οι καιρικές συνθήκες για σειρά χρόνια ευνοούσαν το δάκο. Αλλά και οι καλές σοδειές ήταν καλές μόνον για τους μεγάλους γαιοκτήμονες, δηλαδή τους βλαστούς και τους κληρονόμους των παλιών τιμαριούχων, τους πλούσιους χωρικούς και τους λαδέμπορους. Η μεγάλη μάζα των φτωχών χωρικών χαιρότανε τη σοδειά για λίγες, πολύ λίγες μέρες (...).

Το λίγο λάδι του το πουλούσε στην κάνουλα, δηλαδή όταν η προσφορά ήταν μεγάλη και η τιμή μικρή. Ξεχρέωνε τον τοκογλύφο-λαδέμπορο και τον μπακάλη και δεν του έμενε τίποτε ή σχεδόν τίποτε. Ο χρόνος της σοδειάς και σαν συγκομιδή για τους ελαιοπαραγωγούς και σαν απασχόληση για τους εργάτες δεν ήταν παραπάνω από 5-6 μήνες στα δύο χρόνια. Στους άλλους μήνες ή κάναν κάρβουνα ή μάζευαν δαφνόφυλλο, φασκομηλιά, ρίγανη ή με το τσαπί στον ώμο ζητιάνευαν δουλειά στην Πελοπόννησο. Ένα επάγγελμα, αλλά που το είχαν ορισμένοι μονοπωλήσει, ήταν να μαζεύουν στους δρόμους σκυλόσκατο, απ' αυτό το άσπρο σκυλόσκατο που το χρησιμοποιούσαν τότε στην βυρσοδεψία και που ήταν, όπως λέγανε, πιο ακριβό από το μαντολάτο.

Πείνα, υποσιτισμός και αρρώστειες, προ παντός αρρώστειες που θερίζανε τα μικρά παιδιά, αυτή ήταν η μόνιμη κατάσταση στα χωριά της Κέρκυρας. Δεν ήταν το κρέας που το γεύονταν κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα, αλλά και οι πατάτες σε ορισμένες περιοχές ήταν είδος πολυτελείας.

Όταν επισκέπτονταν την Κέρκυρα ξένα πολεμικά πλοία (κι αυτό γινότανε πολύ συχνά), χιλιάδες παιδιά, αλλά και μεγάλοι άνδρες και γυναίκες, κατέβαιναν στις παραλίες για να μαζέψουν κομμάτια ψωμί ή άλλα φαγώσιμα απ' αυτά που πετούσαν τα καράβια. Το ιδεώδες κοινωνικό έδαφος για τη θρησκεία και την εκκλησία είναι η δυστυχία και η αμάθεια. Κι απ' αυτά ήταν πολύ πλούσιο το έδαφος της Κέρκυρας».

Σ' αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, ρίχτηκε ο σπόρος της σοσιαλιστικής οργάνωσης.

«Η προσπάθεια μιας σοσιαλιστικής ομάδας να διεισδύσει μέσα σ' αυτές τις μάζες των χωρικών και των εργατών και να συνδεθεί μαζί τους», συνέχισε ο Άγις Στίνας, «οπωσδήποτε θα συναντούσε πολλές δυσκολίες. Οι κυριότερες ίσως δυσκολίες ήταν αυτή η υλική και πνευματική εξαθλίωση της υπαίθρου και ο φόβος των εργατών μη χάσουν αυτήν την "προνομιούχα" τους θέση. Αλλά γιατί άλλο παρά γι' αυτό θα έπρεπε συνεχώς να απασχολείται μία γνήσια σοσιαλιστική ομάδα... Οργανωμένοι συνδικαλιστικά εργάτες ήταν οι εργάτες λιμένος, οι βαρκάρηδες, οι αρτεργάτες, οι μυλεργάτες, οι μακαρονοποιοί, οι ραφτάδες, οι κουρείς, οι τσαγκαράδες και (...) οι τσιγαράδες, που ήταν, όπως και σε όλη την Ελλάδα, το πιο μαχητικό συνδικάτο».

Επίσης ενδιαφέρουσα είναι η περιγραφή που έκανε για τη ζωή στην Κέρκυρα τις παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου:

«Το καλοκαίρι του 1914, ο Κάιζερ παραθερίζει, όπως κάθε χρόνο, στην Κέρκυρα. Στα Παλαιά Ανάκτορα και στο Μον Ρεπό μένει η βασιλική οικογένεια της Ελλάδας. Στο Γαστούρι, πυκνές ζώνες έφιππων κρανιοφόρων δραγώνων περιβάλλουν το Αχίλλειο. Στο ανάκτορο του Αγίου Γεωργίου διμοιρία ευζώνων. Στην πόλη και στους δρόμους για τα χωριά πλήθη χωροφυλάκων με στολή ή πολιτικά. Αυτοκίνητα (τόσο σπάνια τότε...) με αυτοκρατορικά ή βασιλικά εμβλήματα διασχίζουν τους δρόμους. Κάθε μέρα παρελάσεις, επισκέψεις, σάλπιγγες, βασιλικά θούρια, χαιρετιστήριοι κανονιοβολισμοί κλπ. κλπ. Όλα αυτά είχαν γίνει ρουτίνα για τους Κερκυραίους. Κάθε χρόνο το καλοκαίρι τα ίδια.

Μόνο που αυτή τη φορά τα μέτρα ασφαλείας των "υψηλών προσώπων" ήταν περισσότερο αυστηρά. Δύο αναρχικοί βρίσκονταν στο νησί με την απόφαση να σκοτώσουν τον Κάιζερ. Οι φωτογραφίες τους ήταν τοιχοκολλημένες σε διάφορα μέρη και σ' αυτές αναγραφόταν και το ποσόν που θα αμοιβόταν όποιος θα βοηθούσε για τη σύλληψή τους. Στο λιμάνι αγκυροβολημένη η πολυτελής θαλαμηγός "Χοεντσόλλερν". Δίπλα της τα "Γκαίμπεν" και "Μπρεσλάου". Κοντά η "Αμφιτρίτη" και δύο-τρία ελληνικά αντιτορπιλικά. Ήταν η εποχή που ο κόσμος, ο απλός κόσμος, πίστευε ότι τα πράγματα πάνε από το καλό στο καλύτερο. Κανείς απ' αυτούς δεν μπορούσε να υποπτευθεί και κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τον τρομακτικό κατακλυσμό που πλησίαζε. Η συνωμοσία που βύθισε το ανθρώπινο γένος σε μια κόλαση, που και η πιο νοσηρή φαντασία δεν θα μπορούσε να συλλάβει τη φρίκη της, εξυφαινόταν στα κρυφά, στα επιτελεία, στα ανάκτορα, στις τράπεζες, στις διοικήσεις των βιομηχάνων και των τραστ.

Ξαφνικά, στις 28 Ιουνίου, αναστάτωση και αναταραχή στους υψηλούς κύκλους που παραθέριζαν στην Κέρκυρα. Στο Σεράγεβο ένας νεαρός σέρβος εθνικιστής σκότωσε το διαδοχικό ζεύγος της Αυστρίας. Την άλλη μέρα η "Χοεντσόλλερν" σηκώνει εσπευσμένα άγκυρα. Σε ενάμιση μήνα το έδαφος της Ευρώπης, αυτής της τόσο υπερήφανης για τον πολιτισμό της και την ιστορία της περιοχής του πλανήτη, θα μετατραπεί σε ένα απέραντο σφαγείο ανθρωπίνων υπάρξεων.

 sti a7

 

 

 

Η Κέρκυρα καταλαμβάνεται από γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά στρατεύματα. Το λιμάνι της γίνεται ναυτική πολεμική βάση. Εκεί στην Κέρκυρα βρίσκουν καταφύγιο και τα λείψανα του σερβικού στρατού. Καταδιωκόμενα από τις στρατιές του Μάκενσεν που μέσα σε λίγες μέρες σαρώσανε ολόκληρη τη Σερβία, ράκη κυριολεκτικά από τις περιπέτειες, τις στερήσεις, την πείνα, συγκεντρώνονταν σε στρατόπεδα έξω από την πόλη. Πρώτα κατά μάζες τους θέριζε η πείνα και ύστερα η χολέρα. Εκείνο που για χρόνια θύμιζε τις περιοχές που είχαν στρατοπεδεύσει, ήταν τα απέραντα νεκροταφεία με τις χιλιάδες τους σταυρούς. Όσους γλύτωσαν τους περιλάβανε οι μεγάλοι τους σύμμαχοι, τους ντύσανε, τους ταΐσανε, τους οπλίσανε και τους στείλανε στο μακεδονικό μέτωπο για τροφή στα κανόνια. Η Βουλή τους συνεδρίαζε στο Δημοτικό Θέατρο και η Μπέλλα Βενέτσια ήταν τα ανάκτορα του βασιλέα Πέτρου. Οι Σέρβοι στρατιώτες άφησαν όμως τις καλύτερες εντυπώσεις στην Κέρκυρα. Παρά την πείνα τους στις αρχές, δεν ακούστηκε ούτε μία εκ μέρους τους κλοπή, λεηλασία, βιαιοπραγία. Όσοι είχαν μπανκανότες πλήρωναν. Όσοι δεν είχαν παρακαλούσαν με πολλή συστολή για λίγη χλέμπα.

Όμοια καλές εντυπώσεις είχαν αφήσει και οι Ιταλοί. Εναντίον της χώρας είχε κηρυχθεί τότε αποκλεισμός. Πολλά τρόφιμα λείπανε και προ παντός το ψωμί, και ο κόσμος υπέφερε. Εκεί που ήταν στρατοπεδευμένοι οι Ιταλοί (Μπαρμπάτι, Κορτίλλες), είχαν οργανώσει συσσίτια για τα παιδιά και ακόμα πουλούσαν σε πάρα πολύ μικρές τιμές αλεύρι για τους κατοίκους. Αντίθετα οι Γάλλοι άφησαν τις πιο φρικτές εντυπώσεις. Κάθε μέρα δημιουργούσαν επεισόδια εις βάρος των κατοίκων. Συμπεριφέρονταν χυδαία και προκλητικά. Κι ακόμα ό,τι τους έμενε από το συσσίτιό τους το πέταγαν στα σκουπίδια ή το ανακάτευαν με χώματα και περιττώματα για να μη το φάνε τα πεινασμένα παιδιά που με λαχτάρα τους κοιτούσαν και περίμεναν αυτά τα αποφάγια για να ξεγελάσουν την πείνα τους».

Η κερκυραϊκή σοσιαλιστική ομάδα, σύμφωνα με τον Α. Στίνα, υποστήριξε το βενιζελικό κίνημα, αλλά «ένας μικρός αριθμός νέων είχε συγκεντρωθεί γύρω από τον Ηλία Γιοβάνοβιτς και είχε απ' αυτόν διαπαιδαγωγηθεί με τις πιο γνήσιες αρχές του προλεταριακού διεθνισμού». Σ' αυτή την ομάδα είχε ενταχθεί κι ο Α. Στίνας. Ο Γιοβάνοβιτς ήταν «επαγγελματίας επαναστάτης, εντελώς αφοσιωμένος στο κίνημα. Ανήκε στην άκρα αριστερά του σερβικού σοσιαλιστικού κόμματος και είχε μια σοβαρή θεωρητική κατάρτιση. Απ' αυτόν μάθαμε για τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου και από τα δυο αντίπαλα συγκροτήματα, για το καθήκον της μετατροπής του πολέμου σε επανάσταση, για τους σοσιαλπατριώτες, για τη χρεωκοπία και την κατάρρευση της Διεθνούς, για την ανάγκη της δημιουργίας νέας, για την Λούξεμπουργκ, τον Λίμπκνεχτ, τον Λένιν. Στην Κέρκυρα ήρθε με τα λείψανα του σερβικού στρατού, στρατιώτης κι αυτός. Γρήγορα λιποτάκτησε και έμεινε στην Κέρκυρα μέχρι στις αρχές του 1920. Όταν έφυγε, διατηρούσαμε για μεγάλο διάστημα αλληλογραφία. Όλα τα γράμματά του τέλειωναν με το "Vive la Revolutione Mondiale" (...).

Ύστερα εντελώς ξαφνικά έχασα τα ίχνη του. Πολλά χρόνια αργότερα έμαθα ότι με τη "γενική αμνηστεία" πήγε στη Γιουγκοσλαβία και εκεί πιάστηκε, φυλακίστηκε και σκοτώθηκε σε μια δήθεν "απόπειρα αποδράσεως"».

Οι Σέρβοι σοσιαλιστές «ήταν από τους λίγους τότε σοσιαλιστές που δεν πέρασαν στην υπηρεσία της κυβέρνησής τους, αλλά μείνανε πιστοί στις επαναστατικές τους ιδέες. Πολλές φορές οι βουλευτές τους με θάρρος καταγγείλανε τον σερβικό σωβινισμό και πολλές φορές στη Βουλή δημιουργούνταν σοβαρά επεισόδια. Δύο φορές το Δημοτικό Θέατρο όπου συνεδρίαζε η Βουλή τους, το είχανε περικυκλώσει οπλισμένα αποσπάσματα του γαλλικού στρατού».

Όταν ξεπέρασε τον διχασμό που προκάλεσε η θέση ορισμένων μελών του υπέρ της πολιτικής Βενιζέλου και της συμμετοχής στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο με το αντιγερμανικό στρατόπεδο, ο Σοσιαλιστικός Όμιλος ανασυντάχθηκε. Σύμφωνα με τον Α. Στίνα, «τη φεβρουριανή ρωσική επανάσταση, τη χαιρέτησε η ομάδα με ειλικρινή ενθουσιασμό. Ήταν γι' αυτήν μια επανάσταση που ανέτρεψε το απολυταρχικό καθεστώς του Τσάρου και που θα εγκαθιστούσε μία λαϊκή δημοκρατία και εν συνεχεία βαθμιαία θα προχωρούσε στο σοσιαλισμό».

Στη συνέχεια, κατά τον Α. Στίνα, «στην οκτωβριανή επανάσταση άλλοι βίαια αντέδρασαν, άλλοι την δεχτήκαν με σκεπτικισμό και πολύ λίγοι ήταν αυτοί που απ' τις αρχές της τη χαιρέτησαν. Όλοι σχεδόν είχαν τη γνώμη ότι η νέα ρωσική δημοκρατία έπρεπε να συνεχίσει τον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων μέχρι της οριστικής συντριβής της Γερμανίας. Ορισμένοι κατηγορούσαν τους μπολσεβίκους για προδότες της επανάστασης και πράκτορες των Γερμανών. Εκείνος που περισσότερο από όλους με αγανάκτηση αντέδρασε εναντίον αυτής της κατηγορίας ήταν ο γιατρός Στέφανος Γισδάκης».

sti a7

 

 

 

 

Η τελική νίκη των Μπολσεβίκων και του Λένιν χαιρετίστηκε από τον Όμιλο. Επισήμανε ο Άγις Στίνας: «Κάτω από την επίδραση της θριαμβεύουσας ρωσικής επανάστασης και τη δραστηριότητα του Γιοβάνοβιτς, των νέων που είχαν συγκεντρωθεί γύρω του και των εργατών μελών της ομάδας, η πλειοψηφία υπερνίκησε τις αμφιβολίες της, τους δισταγμούς της και τον σκεπτικισμό της, υιοθέτησε τις αρχές της οκτωβριανής επανάστασης και πήρε μέρος στο ιδρυτικό συνέδριο του κόμματος. Αντιπρόσωπός της σ' αυτό το συνέδριο ήταν ο Τζουλάττι, ένας νέος που ανήκε στην άκρα αριστερά του κινήματος, δίπλα στον Λιγδόπουλο. Έτσι η ομάδα έγινε τμήμα του ΚΚΕ», δηλαδή του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος που αργότερα ονομάστηκε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Ορισμένοι από τους πρωτεργάτες του Ομίλου, όπως ο Α. Σίδερις, ανήκαν κατά τον Α. Στίνα, στη «δεξιά» τάση του νέου κόμματος.

Τον Οκτώβριο του 1921, στρατιώτης πια, ο Άγις Στίνας, ως εγγράμματος τοποθετήθηκε στο Στρατολογικό Γραφείο της Κέρκυρας, όπου του ανατέθηκε η υπηρεσία πρωτοκόλλου. Να πώς περιέγραψε όσα ακολούθησαν, αναφερόμενος, μεταξύ άλλων, στην κυβέρνηση Γούναρη:

«Ήμαστε δύο γραφείς στρατιώτες που είχαμε το ίδιο επώνυμο. Μία μέρα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα από την ημέρα που αναλάβαμε υπηρεσία, μας καλεί ο λοχαγός Νικολούζος και μας ρωτάει ποιος από τους δυο μας είναι μπολσεβίκος. "Για μένα σας είπανε κύριε λοχαγέ", του λέω. "Τι θα πει μου 'πανε, είσαι ή δεν είσαι; " (...) Μια άλλη μέρα μπαίνει στο θάλαμο που ήμαστε οι γραφείς, ο Διευθυντής του Στρατολογικού γραφείου και ρωτάει: "Είναι κανείς εδώ που να μπορεί να μας εξηγήσει τι σημαίνει η λέξη σοβιέτ, ε! Πρίφτη;". Του απάντησα ότι δεν ξέρω. Φαίνεται πως είχανε πάρει πληροφορίες για μένα είτε από την Ασφάλεια είτε πολύ πιθανώς από τον δήμαρχο Κερκυραίων. Μ' αυτόν τον δήμαρχο έτυχε όταν ήρθα από τη Θεσσαλονίκη στην Κέρκυρα να συνταξιδεύουμε με το ίδιο αμάξι - λεωφορείο. Αμάξι δηλαδή με άλογα, αυτά ήταν τότε τα λεωφορεία. Εγώ πήγαινα στο χωριό μου κι αυτός στη Δασιά. Αρχίσαμε μια συζήτηση, που κατέληξε φυσικά σε αντεγκλήσεις και βρισιές. Όταν αυτός επεχείρησε να μου αρπάξει μία καρφίτσα με σφυροδρέπανο που είχα στη γραβάτα μου, τον βούτηξα κι εγώ από τα πέτα και πλακωθήκαμε στις γροθιές. Πάντως στο Στρατολογικό Γραφείο δεν πήραν κανένα ιδιαίτερο μέτρο εναντίον μου και με τις κουβέντες που πετούσαν μάλλον θέλανε να με πάρουν στο ψιλό. Κάθε μέρα όταν φεύγανε οι αξιωματικοί μέναμε οι γραφείς και με άλλους στρατιώτες από τους λόχους συζητούσαμε για την κατάσταση, για τον πόλεμο, για το εργατικό κίνημα, για την επαναστατική θεωρία.

Στα μέσα Δεκεμβρίου 1921, μια μέρα (...) έρχεται ο ταχυδρόμος, πριν έρθουν οι στρατιώτες γραφείς και οι αξιωματικοί, και μου δίνει ένα κατεπείγον τηλεγράφημα από το Ε' Σώμα Στρατού. Ανύποπτος το άνοιξα για να το πρωτοκολλήσω. Έμεινα με την πένα στο χέρι όταν διάβασα το περιεχόμενό του. Έγραφε: "Αποστείλατε συνοδεία στρατιώτην Πρίφτην Σπυρίδωνα, στοπ. Αναφέρατε τηλεγραφικώς εκτέλεσιν". Έβαλα το τηλεγράφημα στην τσέπη μου, πήρα το όπλο μου και τον γυλιό μου και τράβηξα για το χωριό μου. Έζησα τη ζωή του λιποτάκτη σε καιρό πολέμου, μέχρι τα τέλη Αυγούστου 1922, δηλαδή 8 μήνες. Ήταν μια ζωή κυνηγημένου αγριμιού. Τα αποσπάσματα του Γούναρη σαρώνανε ξανά τα χωριά μας, όπως πέντε χρόνια πριν τα αποσπάσματα του Βενιζέλου. Δεν σπάγανε δοχεία με λάδι και βαρέλια με κρασί, αλλά κάνανε κατάλυμα στα σπίτια των λιποτακτών, δηλαδή μετατρέπανε αυτά τα σπίτια σε στρατώνες, κοιμόνταν εκεί, σφάζανε κότες, αρνιά, γουρούνια, και τα τρώγανε και εξαναγκάζανε τους γονείς των καταδιωκομένων να τους εξυπηρετούν.

Τα χωριά και τα βουνά είχαν γεμίσει από λιποτάκτες. Όσοι στρατιώτες παίρνανε άδεια (συνήθως οι τραυματίες) δεν ξαναεπέστρεφαν στις μονάδες τους. Οι χωροφύλακες φυσικά προτιμούσαν για κατάλυμα τα σπίτια που είχαν μια οικονομική άνεση, και το δικό μου ήταν ένα απ' αυτά. Πολύ συχνά 10-15 χωροφύλακες εισβάλλανε μέσα στο σπίτι, τρέχανε στα δωμάτια να εξασφαλίσουν χώρο για ύπνο, τοποθετούσαν τα πράγματά τους και τα όπλα τους κι ύστερα καταβροχθίζανε ό,τι βρίσκανε πρόχειρο, πίνανε το κρασί σαν καμήλες και μετά ρίχνονταν σαν αλεπούδες στο κοτέτσι ή σαν λύκοι στα αρνιά. Η μάνα μου και ο πατέρας μου έπρεπε να τους υπηρετούν».

Ένα μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο είχε ξεσπάσει στην Κέρκυρα τα τέλη του 1921. Σημείωσε ο Α. Στίνας:

«Τον Δεκέμβρη στην Κέρκυρα ένα συλλαλητήριο ελαιοπαραγωγών με μόνο αίτημα την ελεύθερη εξαγωγή του λαδιού, μετατρέπεται το απόγευμα σε μαχητική αντιπολεμική διαδήλωση. Τρομπόνια και δυναμίτες συνοδεύουν τις φωνές "κάτω ο πόλεμος". Μία διμοιρία στρατιωτών ενώνεται με τους εξαγριωμένους αγρότες. Οι αρχές τρομοκρατούνται. Ο νομάρχης έτρεμε τόσο όταν βγήκε στο παράθυρο να μιλήσει, που του έπεσε η μασέλα. Αργά το βράδυ το συλλαλητήριο εκφυλίζεται και η αστυνομία επιβάλλει την "τάξη". Πολύ χαρακτηριστικό για τη νοοτροπία των αγροτών είναι το ακόλουθο επεισόδιο: Αυτή την εποχή είχα λιποτακτήσει από το στρατό και αυτές τις μέρες έτυχε να κρύβομαι μέσα στην πόλη.

Όταν το συλλαλητήριο πήρε αυτόν τον μαχητικό αντικυβερνητικό και αντιπολεμικό χαρακτήρα, πέρασα φυσικά και εγώ μέσα στη μάζα των διαδηλωτών. Άλλωστε εκεί ήταν και το πιο ασφαλές μέρος στην περίπτωση που θα με ανακάλυπτε η αστυνομία ή το Φρουραρχείο. Στην πλατεία του τηλεγραφείου, στη σημερινή πλατεία Θεοτόκη που είχε κατακλυστεί από τους αγρότες, επεχείρησα να μιλήσω. Αλλά φόραγα γραβάτα και γενικά δεν έδειχνα για αγρότης και μάλιστα αγρότης της εποχής, και το χειρότερο, συνηθισμένος από τις εργατικές συγκεντρώσεις άρχισα με το "Σύντροφοι". Αυτή ήταν η μόνη λέξη που μπόρεσα να πω. Φωνές αποδοκιμασίας ακουστήκανε από παντού: "Κάτω οι κολαρίνες" (γραβάτες), "Δεν είμαστε σύντροφοι", "Κάτω οι πολιτικάντηδες" κ.λπ. Αμέσως κατόπι αρχίζει να τους μιλάει ένας δικός μας αγρότης, που τους είπε αυτά που θα τους έλεγα εγώ. Αυτός ήταν βέρος αγρότης και στην περιβολή και στο πρόσωπο και στα χέρια και στα λόγια. Αυτή τη φορά οι αγρότες χαιρέτισαν με μεγάλο ενθουσιασμό, ζητωκραυγές και χειροκροτήματα και τον ομιλητή και την ομιλία του».

Αργότερα, μετά την κατάρρευση του μετώπου στη Μικρά Ασία, έγινε πάλι στρατιώτης στην Κέρκυρα. Στο νησί εκδηλώθηκε μια μεγάλη απεργία.

«Είχα παρουσιαστεί με εκατοντάδες άλλους λιποτάκτες αμέσως μετά την κατάρρευση. Και στην Κέρκυρα, όπως και παντού, ήταν έκδηλη η επαναστατική κατάσταση. Εμείς με δική μας πρωτοβουλία αντιτάσσαμε στα αντιμοναρχικά συνθήματα των Φιλελευθέρων, της Δημοκρατικής Ένωσης και των αγροτιστών του Δενδρινού, τα συνθήματα της προλεταριακής επανάστασης: "υπεύθυνος για τον πόλεμο, την πείνα και την ερήμωση είναι ο καπιταλισμός ολόκληρος και όχι μια μόνον μερίδα του", "οι πρόσφυγες στα μέγαρα των πλουσίων" κ.λπ. Στον στρατό μιλούσαμε ανοιχτά μέσα στους θαλάμους, στα καφενεία, στους δρόμους. Στα γραφεία της κομματικής οργάνωσης συγκεντρωνόμαστε κάθε βράδυ πλήθος φαντάροι, συζητούσαμε και τραγουδούσαμε τη "Διεθνή", το "Τραγούδι της δουλειάς" και μια διασκευή από το του "Αητού το γιό": "Του ναύτη τα κανόνια θα γίνουνε σφυριά, θα σπάσουν το κεφάλι του κάθε μπουρζουά. Δρεπάνια για το θέρος θα γίνουν τα σπαθιά", κ.λπ. Με τη γενική απεργία είχε διαταχτεί γενική επιφυλακή.

Ήμαστε με τα όπλα και με τις παλάσκες γεμάτες φυσίγγια. Και όμως το σύνολο σχεδόν αυτών των στρατιωτών είχε από προηγούμενες συζητήσεις συνειδητοποιήσει ότι στην περίπτωση διαταγής να κτυπήσουν τους εργάτες, άλλος θα ήταν ο στόχος κι όχι τα κεφάλια των εργατών. Ομάδες και μεμονωμένοι στρατιώτες με πλησιάζανε και μου σφίγγανε το χέρι, μου χαμογελούσαν, μου έκλειναν το μάτι και μου ψιθύριζαν "είμαστε εν τάξει". Όταν αυτές τις μέρες δόθηκε διαταγή να συγκεντρωθούν όσοι στρατιώτες ξέρανε να ζυμώνουνε για να αντικαταστήσουν τους απεργούς αρτεργάτες, παρ' όλο που πολλοί είχαν δηλώσει επάγγελμα αρτεργάτης όλοι αρνήθηκαν να γίνουν απεργοσπάστες. Δέχτηκαν μόνον να δουλέψουν για την κουραμάνα του στρατού. Είχαμε κάνει καλή δουλειά (...).

Για τη στέγαση και την περίθαλψη των προσφύγων κάναμε επίσης ό,τι μπορούσαμε και καλούσαμε τους πρόσφυγες να καταλάβουν με τη βία τα μέγαρα των πλουσίων. Σε μια περίπτωση μερικοί στρατιώτες κι εγώ μαζί τους μπήκαμε επί κεφαλής προσφύγων, απωθήσαμε τους χωροφύλακες και καταλάβαμε μιά πτέρυγα των ανακτόρων (...).

Κυκλοφορούσαμε στην Κέρκυρα το "Κομμουνιστικό Βήμα", που ήταν μια γνήσια προλεταριακή εφημερίδα».

sti a7

 

 

 

 

Τον Σεπτέμβριο του 1923, όταν η Κέρκυρα κατελήφθη από τους Ιταλούς του Μουσολίνι, ο Α. Στίνας ήταν ακόμη στρατιώτης. Περιέγραψε:

«Μόλις είχα περάσει την πύλη του Φρουρίου, όταν οι σάλπιγγες σαλπίζουν συναγερμό τροχάδην και οι αξιωματικοί έξαλλοι μας φωνάζουν να πάρουμε τα όπλα μας και να εφοδιαστούμε με σφαίρες. Ο νομάρχης και ο φρούραρχος τηλεγραφούν στην κυβέρνηση και η κυβέρνηση απαντάει σε καμία περίπτωση να μην παραδοθεί από τις αρχές η νήσος. Αμέσως όταν εξέπνευσε η προθεσμία του τελεσίγραφου, αρχίζει ο βομβαρδισμός εναντίον των φρουρίων. Στο Νέο κατέστρεψαν τη Σχολή των μαθητών της Αστυνομίας και στο Παλαιό σκότωσαν μερικά προσφυγόπουλα. Κάτω από αυτά τα προστατευτικά πυρά του στόλου, δίχως να υπάρχει καμία αντίσταση, χιλιάδες πεζοί αποβιβάζονται και καταλαμβάνουν την πόλη (...).

Το βράδυ φτάσαμε στον Άνω Γαρούνα, στο χωριό ενός από την παρέα μας, κοιμηθήκαμε σπίτι του και την άλλη μέρα άφησα εκεί τον οπλισμό μου και τα στρατιωτικά ρούχα, δανείστηκα πολιτικά και πήγα στην πόλη. Σε δύο μέρες συνάντησα τον δεκανέα μου, ο οποίος με ζητούσε. Μου λέει ότι το σύνολο του στρατού διέφυγε την αιχμαλωσία, ότι έχουν κρύψει σε ασφαλές μέρος τα όπλα τους, ότι στρατιώτες και αξιωματικοί έχουν ντυθεί πολιτικά, αλλά διατηρούν μεταξύ τους επαφή και ότι με αυτή τη μορφή ο στρατός εξακολουθεί να είναι συγκροτημένη μονάδα και συνεπώς ισχύουν οι κανονισμοί και η πειθαρχία. Μου έδωσε σε χρήμα το συσσίτιο για δέκα μέρες και συνεννοηθήκαμε για το πώς και πού θα μπορούσε οποτεδήποτε μέρα ή νύκτα να με βρίσκει.

Αυτή η παράνομη σαν να πούμε οργάνωση του στρατού, έκανε τον ξένο Τύπο να γράφει ότι ο στρατός παραμένει συγκροτημένος στο εσωτερικό της νήσου. Κι αυτό έκανε τους Ιταλούς να ψάχνουν για να μας βρουν. Φυσικά από τις πρώτες μας φροντίδες (των μελών του ΚΚΕ) ήταν να βρούμε και να έρθουμε σε επαφή με Ιταλούς στρατιώτες κομμουνιστές. Ύστερα από πολλές προσπάθειες ανακαλύψαμε έναν κι αυτός μας έφερε σε επαφή και με άλλους. Και ήταν αρκετοί και όλοι μπορντιγκιστές. Μας δώσανε τον κομμουνιστικό Τύπο και από κοινού συντάξαμε και κυκλοφορήσαμε (ελληνικά και ιταλικά) μια προκήρυξη. Γράφαμε σ' αυτήν για τον σοσιαλισμό που είναι κοινή υπόθεση όλων των εργατών του κόσμου, για την κοινή πάλη, για τη συναδέλφωση στην κοινή αυτή πάλη Ιταλών στρατιωτών και Ελλήνων στρατιωτών και εργατών».

Ο Στίνας απολύθηκε από τον στρατό λίγο μετά την αποχώρηση των Ιταλών, τον Οκτώβριο του 1923, αφού πλήρωσε ένα σημαντικό ποσό για τον χρόνο της λιποταξίας.

Λίγο αργότερα, κατά την ανεπιτυχή απόπειρα πραξικοπήματος από τον Ιωάννη Μεταξά, το ΚΚΕ κάλεσε τα μέλη του να πάρουν ενεργό μέρος στην καταστολή του μοναρχικού κινήματος.

«Στην Κέρκυρα αυτό το κίνημα βρήκε μιμητές, όχι όμως στον στρατό. Έγινε μία θορυβώδης διαδήλωση πολιτών με επί κεφαλής τον απόστρατο ίλαρχο Βάρθη. Καταλάβανε το τηλεγραφείο και στείλανε με αυτό ψηφίσματα εναντίον της κυβέρνησης και αλληλεγγύης στους κινηματίες. Οι βενιζελικοί στην αρχή τα χάσανε. Ο αγροτιστής Δενδρινός και η γυναίκα του με καλούν επειγόντως και με ρωτάν πόσους εργάτες και χωρικούς θα μπορούσε αμέσως να κινητοποιήσει η οργάνωση για να μας δώσουν όπλα. Είπα έναν αριθμό. Βρέθηκαν όμως ψυχραιμότεροι, κυρίως ο φρούραρχος Σκλήρης και ο λοχαγός Παλαιολόγος, που με πλήρη βεβαιότητα είχαν προβλέψει ότι μέχρι το βράδυ οι "κινηματίες" θα ξεθυμάνανε και θα διαλύονταν και συνεπώς ήταν περιττό να οπλίσουν πολίτες και μάλιστα κομμουνιστές. Ίσως περισσότερο από τους μοναρχικούς να φοβούνταν οπλισμένους εργάτες και χωρικούς».

Το 1923 ο Άγις Στίνας αναδείχθηκε Γραμματέας της τοπικής Οργάνωσης του Κόμματος:

«Όταν τον Οκτώβρη του 1923 απολύθηκα από στρατιώτης, βγήκα στην πρώτη συνέλευση της Οργάνωσης μέλος της Τοπικής Επιτροπής και η Τοπική Επιτροπή με εξέλεξε γραμματέα της. Αλλά από τις πρώτες μέρες κάθε μας προσπάθεια να περάσουμε μέσα στη μάζα των εργατών και των χωρικών, να αναπτύξουμε εκεί μιά πρακτική δράση γύρω από τα ζητήματά τους, εύρισκε εμπόδιο τους παλιούς. Γι’ αυτούς δεν υπήρχε άλλη δράση έξω από συζητήσεις επί "υψηλού επιπέδου" στα γραφεία της Οργάνωσης ή μερικές κατά διαστήματα δημόσιες διαλέξεις. Έτσι το άμεσο καθήκον μας ήταν η εκκαθάριση απ' αυτούς τους παλιούς. Δεν χρειάστηκε και μεγάλη προσπάθεια γιατί οι περισσότεροι φύγανε μόνοι τους.

Όταν ξεκαθαρίστηκε η Οργάνωση, συνδεθήκαμε με εργάτες και χωρικούς, κάναμε πυρήνες σε εργοστάσια, φράξιες στα συνδικάτα, ομίλους στα χώρια (Σπαρτίλλα, Βελονάδες, Καρουσάδες, Περλεψιμάδες, Λευκίμμη). Βρισκόμαστε επικεφαλής όλων των αγώνων των εργατών. Τα συνδικάτα αρτεργατών και μυλεργατών πέρασαν στα χέρια μας. Το ίδιο και η Ένωση Παλαιών Πολεμιστών, που ήταν δημιούργημά μας. Μέσω αυτής της Ενώσεως κάναμε μια επιτυχή αντιφορολογική καμπάνια. Στον Σπαρτίλλα οργανώσαμε μια απεργία εργατών γης που έληξε με πλήρη επιτυχία. ΄Ημουνα γραμματέας της Απεργιακής Επιτροπής και γραμματέας του συνδικάτου που αμέσως μετά την απεργία οργανώθηκε. Είχε το συνδικάτο πάρει την πρωτοβουλία για να οργανώσει τους εργάτες γης σ' όλο το νησί και έκανε αρκετές συγκεντρώσεις σε πολλά χωριά. Η προσπάθεια απέτυχε, ίσωςcγιατί οι εργάτες γης δεν έχουν μια συνεχή απασχόληση.

Στην ίδια περίοδο επιχειρήσαμε στον Σπαρτίλλα μια πορεία εναντίον του μεγαλύτερου γαιοκτήμονα της περιοχής, με το σύνθημα της βίαιης απαλλοτρίωσης του κτήματός του. Ξεκινήσαμε σχεδόν όλο το χωριό, αλλά όσο προχωρούσαμε όλο και λιγοστεύαμε, δηλαδή στο δρόμο το σκάγανε. Όταν φτάσαμε στη βίλλα του γαιοκτήμονα ήμαστε πολύ λίγοι και το χειρότερο αυτοί που μείνανε ήταν στοιχεία απείθαρχα και στραβόξυλα. Αφού δεν μπορέσαμε να κάνουμε εκείνο για το οποίο ξεκινήσαμε, αυτοί καταστρέψανε ένα δημόσιο υδραγωγείο που χρησιμοποιούσε ο γαιοκτήμονας και πήρανε τους σωλήνες. Αυτή η υπόθεση μου στοίχησε αρκετή φυλακή. Ο αστυνομικός σταθμάρχης του χωριού έγραφε σε μιά αναφορά του στη Διοίκηση Χωροφυλακής: "Ο γνωστός αναρχικός Σπ. Πρίφτης, επωφελούμενος της απουσίας των χωροφυλάκων, εξήγειρε τους κατοίκους κ.λπ.".

Στην προπαρασκευαστική για το συνέδριο της Ομοσπονδίας Επισιτισμού περίοδο, είχα διοριστεί αντιπρόσωπος της Ομοσπονδίας και μ' αυτή την ιδιότητα μίλησα σε πολλές συγκεντρώσεις εργατών επισιτισμού στην Κέρκυρα και στην Πρέβεζα.

Από τις πρώτες επίσης μέρες, αφού ξεκαθαρίστηκε η οργάνωση από οπορτουνιστικά και φιλολογικά στοιχεία, αρχίσαμε να εκδίδουμε τακτικά κάθε βδομάδα την "Εργατική".

Από τον Οκτώβρη του 1923 μέχρι τον Μάρτη του 1926 ήμουνα σχεδόν διαρκώς φυλακή. Έβγαινα από την φυλακή για να ξαναμπώ πάλι σε λίγες μέρες. Τις πιο πολλές έμενα υπόδικος για να ματαιωθεί στο τέλος η δίκη. Ο τύπος του αδικήματος στερεότυπα ήταν: Προτροπή των πολιτών εις αμοιβαίαν εχθροπάθειαν κ.λπ. Τον Μάρτη του 1926 από τη φυλακή πήγα εξορία στην Ανάφη, μέχρι τον Αύγουστο 1926».

Είχε φυλακιστεί αρκετές φορές στις φυλακές της Κέρκυρας. «Οι εγκληματικές φυλακές Κερκύρας», έγραψε, «είναι από τις πιο ασφαλείς και από τις πιο αυστηρές στον εσωτερικό τους κανονισμό φυλακές της χώρας. Τις έχουνε κάνει οι Άγγλοι, και οι Άγγλοι ξέρουν να κάνουν φυλακές. Χωρίζονται σε δέκα αχτίνες και η κάθε αχτίνα έχει 25 κελιά, 12 στο ισόγειο και 13 στον επάνω "όροφο". Το κάθε κελί είναι για ένα άτομο. Η αχτίνα είναι μια πλήρης φυλακή με την αυλή της, τις βρύσες της, τα αποχωρητήριά της. Οι κατάδικοι της μια αχτίνας δεν έχουν καμία επαφή με τους κατάδικους των άλλων αχτίνων. Οι φυλακές έχουν το σχήμα κύκλου. Γύρω-γύρω οι 10 αχτίνες και στο κέντρο τα γραφεία, ο θάλαμος των φυλάκων, τα μαγειρεία, το επισκεπτήριο, η εκκλησία. Ολόκληρο το κτιριακό συγκρότημα περιβάλλεται από ένα ψηλό και χοντρό τείχος και πάνω σ’ αυτό το τείχος είναι οι σκοπιές των χωροφυλάκων ή στρατιωτών, με ισχυρούς προβολείς.

Απ' αυτό το τείχος μέχρι το κτίριο των φυλάκων υπάρχει μια απόσταση 10-12 μέτρων. Στην προς το εξωτερικό αυτό τείχος πλευρά της αυλής της αχτίνας, υπάρχει τοίχος με σουβλερά κάγγελα στην κορυφή του. Στο εσωτερικό της φυλακής μέρα και νύχτα φρουρούν οι φύλακες των φυλακών. Για να δραπετεύσεις απ’ αυτές τις φυλακές πρέπει: 1ο, να σπάσεις τρεις σιδερένιες πόρτες για να βγεις στην αυλή. 2ο, να περάσεις πάνω από τον τοίχο της αχτίνας με τα σουβλερά κάγγελα. 3ο, να έχεις ένα μακρύ γερό σκοινί με δεμένον στην άκρη του ένα γάντσο. 4ο, να έχεις την ικανότητα και τη δύναμη ενός καλού καουμπόυ για να ρίξεις το σκοινί και να γαντζωθεί στην κορυφή του εξωτερικού τείχους. 5ο, να είσαι αρκετά καλός ακροβάτης για να αναρριχηθείς μ' αυτό το σκοινί στην κορυφή του τείχους. 6ο, να κάνεις το ίδιο και για να κατέβεις από την άλλη μεριά και 7ο και σημαντικότερο να κοιμώνται και οι σκοποί χωροφύλακες και οι εσωτερικοί φύλακες. Έχω κάνει αρκετά χρόνια σ' αυτές τις φυλακές...».

Τον Οκτώβριο του 1920 είχε σταλεί στη Θεσσαλονίκη και ήταν  διευθυντής της κομματικής εφημερίδας «Φωνή του Εργάτη». Συνελήφθη τον Απρίλιο του 1921, ύστερα από έντονες αντιπολεμικές εργατικές διαδηλώσεις. Παραπέμφθηκε επί «εσχάτη προδοσία» σε έκτακτο στρατοδικείο της Αδριανούπολης. Απελευθερώθηκε τον Ιούλιο του ιδίου έτους. 

Το 1926, όπως και την τριετία 1923-1925 κατά διαστήματα, ήταν υπόδικος στις φυλακές της Κέρκυρας. Εξορίστηκε στην Ανάφη τον Μάρτιο αυτού του έτους και από 'κει διαδοχικά στους Φούρνους Ικαρίας, στον Άγιο Κήρυκο Ικαρίας, στο Βαθύ Σάμου, στη Σύρο και τελικά πάλι στην Ανάφη. Απελευθερώθηκε τις 23 Αυγούστου 1926.

Το 1927 αναδείχθηκε Γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης Πειραιά του ΚΚΕ, αλλά τον Μάιο του 1928 συνελήφθη εκ νέου, κατηγορούμενος επί «εσχάτη προδοσία».

Το 1930, ενώ ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, στάλθηκε στη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε επικεφαλής της Περιφερειακής Επιτροπής Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας του Κόμματος.   

Τον Ιούλιο του 1931 συνελήφθη στην Αθήνα, κατηγορούμενος ότι είχε συμμετάσχει στην οργάνωση σχεδίου απόδρασης κομμουνιστών από τις φυλακές Συγγρού. Βασανίστηκε στα κρατητήρια της Ειδικής Ασφάλειας επί δέκα ημέρες και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας.

Η ρήξη των ιδεολογικών σχέσεών του με το ΚΚΕ άρχισε το 1930 και ολοκληρώθηκε με την οριστική διαγραφή του τον Φεβρουάριο του 1932, καθώς είχε ήδη στραφεί στον χώρο των αρχειομαρξιστών, μετέχοντας στη λεγόμενη Λενινιστική Αντιπολίτευση του ΚΚΕ (ΛΑΚΚΕ), πριν προσχωρήσει στον τροτσκιστικό χώρο. Ανέλαβε, μετά, ηγετικό ρόλο στην κίνηση Κομμουνιστική Διεθνιστική Ένωση.

Τα μέσα του 1932 συνελήφθη στην Αθήνα και φυλακίστηκε στην Κέρκυρα. Αργότερα, τον Μάρτιο του 1935, προσχώρησε στην ομάδα «Μπολσεβίκος», ενώ στη συνέχεια  συνδέθηκε και πάλι με την Κομμουνιστική Διεθνιστική Ένωση.

 sti a4

Στην Ακροναυπλία (δεύτερος από αριστερά, όρθιος), 1941

 

Τις 6 Απριλίου 1937 συνελήφθη στην Αθήνα. Βασανίστηκε και οδηγήθηκε αρχικά στις φυλακές της Αίγινας και στη συνέχεια στην Ακροναυπλία. Τον Μάιο του 1938 πέρασε από δίκη στην Αθήνα με την κατηγορία της «ανατρεπτικής δράσης» και καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση. Έμεινε στις φυλακές Συγγρού και σ' αυτές της Αίγινας μέχρι τον Μάιο του 1940, οπότε οδηγήθηκε πάλι στην Ακροναυπλία. Τον Ιούλιο του 1942 μεταφέρθηκε στο Τμήμα Μεταγωγών της Χαλκίδας κι από 'κει εκτοπίστηκε στο χωριό Κονίστρες της Εύβοιας, με επιβολή περιορισμών. Διέφυγε τον Οκτώβριο του ιδίου έτους στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με την ανασυγκρότηση της Κομμουνιστικής Διεθνιστικής Ένωσης και εξέδιδε την εφημερίδα «Εργατικό Μέτωπο».

Με το σκεπτικό ότι ούτε το ΚΚΕ ούτε η Σοβιετική Ένωση ήταν επαναστατικές δυνάμεις κατέληξε στη θλιβερή θέση να αντιταχθεί στο ΕΑΜ, όπως και αργότερα στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, αν και αναγνώριζε ότι ο τελευταίος αποτελούσε «ταξικό κίνημα των εκμεταλλευόμενων». Το 1946 είχε λάβει μέρος σε συνέδριο των τροτσκιστικών κινήσεων. Υποστήριξε το Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας, από το οποίο αποχώρησε το 1947.    

 

sti a5

Εδώ (αριστερά) με τον Λευτέρη Αποστόλου

 

Τις δεκαετίες 1950-1970 συνδέθηκε με την ομάδα του Κορνήλιου Καστοριάδη και γενικότερα κινήθηκε κατά βάση ως ανέντακτος, εμμένοντας σε απόψεις που υιοθέτησε μετά τη ρήξη του με το ΚΚΕ. Το 1965 συμμετείχε στην ομάδα «Νέο Ξεκίνημα», που εξέδιδε την εφημερίδα «Εργατικό Μέτωπο». Επίσης, υποστήριξε το γαλλικό κίνημα του Μάη του 1968. Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 αρθρογραφούσε σε διάφορα περιοδικά. Τον Σεπτέμβριο του 1974 εξέδωσε τη μπροσούρα «"Εργατικά" κράτη, "Εργατικά" κόμματα και το απελευθερωτικό κίνημα της εργατικής τάξης». Αργότερα, το 1984, εξέδωσε το βιβλίο «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΟΠΛΑ», στρεφόμενος και πάλι εναντίον των θέσεων του ΚΚΕ. Οι θέσεις του προσέγγισαν, σταδιακά, τον αναρχικό ιδεολογικό χώρο.  

 

sti a6

 

Οι ύστερες πολιτικές επιλογές του τον είχαν φέρει σε έντονη αντίθεση με τον πολιτικό χώρο που τον είχε εμπιστευτεί και τον οποίο είχε υπηρετήσει.

Σε σημείωμά του σχετικό με γενικότερα ιδεολογικά θέματα, ο «Ριζοσπάστης» το 2015 επισήμανε για τον Άγι Στίνα ότι μετά τη διαγραφή του από το ΚΚΕ «πέρασε στον Αρχειομαρξισμό και υπήρξε στέλεχος διαφόρων τροτσκιστικών ομάδων. Στο τέλος της ζωής του πέρασε με τον αναρχισμό. Με τις θέσεις που ανέπτυξε ταυτίστηκε σε πολλά σημεία με την επίσημη αστική αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Τάχθηκε ενάντια στο στόχο υπεράσπισης της ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Αντιτάχθηκε στη δράση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ στη περίοδο της Κατοχής. Θεώρησε τη μάχη του Δεκέμβρη ως "πραξικόπημα του ΚΚΕ". Ενώ επίσης κατήγγειλε το ΚΚΕ για τον αγώνα του ΔΣΕ».

Ο Άγις Στίνας πέθανε στην Αθήνα, τις 7 Νοεμβρίου 1987, σε ηλικία 87 ετών.

Ήταν χρόνιος φυματικός και μεταπολεμικά είχε νοσηλευτεί σε κλινική για κατάδικους στο νοσοκομείο «Σωτηρία». 

Νεκρολογία του έγραψε, από την πλευρά του μεταπολεμικού ιδεολογικού του χώρου, ο Κορνήλιος Καστοριάδης.

5

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου 2019 20:25

Please publish modules in offcanvas position.