Ηγετικό στέλεχος του κινήματος των αναπήρων της Εθνικής Αντίστασης επί δεκαετίες, ο αγωνιστής και ζωγράφος Γιάννης Τσαγκάρης υπήρξε μαχητής του ΕΛΑΣ την περίοδο της Κατοχής. Ήταν επιλοχίας λόχου Κερκυραίων και άλλων μαχητών που πολέμησαν το 1944 στη μεγάλη και νικηφόρα μάχη του ΕΛΑΣ εναντίον των Γερμανών στην Αμφιλοχία. Μετείχε σε λόχο που έφερε την ονομασία «Αλκίνος», προφανώς από το όνομα του μυθικού βασιλιά των Φαιάκων.
Στη μάχη αυτή έμεινε βαριά ανάπηρος. Ωστόσο στάθηκε πάντα όρθιος, τίμιος, πιστός και αφοσιωμένος αγωνιστής και κομμουνιστής, ακούραστος αγωνιστής, όπως έχουν σημειώσει φίλοι και συναγωνιστές του. Αναδείχθηκε σε ηγετικό στέλεχος του αναπηρικού κινήματος.
Σφίγγοντας τη γροθιά, έτσι όπως έμαθε να τη βαστά γερά στους αγώνες του λαϊκού κινήματος, ως μέλος του ΚΚΕ, απέδειξε την ατσαλένια ψυχική του δύναμη ως την τελευταία στιγμή του, όπως επισήμαναν συναγωνιστές του μετά τον θάνατό του. Πέθανε τις 30 Ιουνίου 2002, σε ηλικία 81 ετών.
Ο Γιάννης Τσαγκάρης γεννήθηκε στο χωριό Γαρδελάδες το 1921. Ο πατέρας του ήταν εργάτης-μετανάστης στο Οχάιο της Αμερικής και η μητέρα του μαία. Το 1938 τελείωσε το σχολαρχείο, ενώ παράλληλα δούλευε ως εργάτης γης. Το 1939 πήγε στο Μεσολόγγι. Στην περιοχή Πεντάλοφο της Αιτωλοακαρνανίας ήλθε σε επαφή με το ΚΚΕ και έγινε μέλος του.
Από τότε ανέπτυξε πλούσια, πρωτοπόρα δράση στο λαϊκό κίνημα και για τον λόγο αυτό αντιμετώπισε εξορίες, βασανιστήρια και φυλακίσεις. Επρόκειτο για έναν πραγματικό λαϊκό αγωνιστή, ένα παράδειγμα καλοσύνης και προσφοράς, όπως έχουν πει γι' αυτόν συγγενείς, συμμαχητές και φίλοι του.
Τις πρώτες ημέρες της επίθεσης της Ιταλίας κατατάχθηκε εθελοντής και εντάχθηκε στον αποβατικό Λόχο Λατζίδη. Τις 12 Δεκεμβρίου 1940 τραυματίστηκε. Μεταφέρθηκε τραυματίας στην Αθήνα και μέχρι την ανάρρωσή του υπηρέτησε στον 31ο Λόχο Παθητικής Αεράμυνας στου Γκύζη.
Τον Απρίλιο του 1941 επέστρεψε στο Μεσολόγγι, στην περιοχή Νεοχωρίου. Το 1942, στην Πάτρα, συνελήφθη από τους Γερμανούς. Ωστόσο, κατά τη μεταφορά του προς την Αθήνα, στην Κόρινθο απελευθερώθηκε μαζί με άλλους συναγωνιστές του, με τη βοήθεια αγωνιστή από το Κιάτο Κορινθίας. Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους επέστρεψε στην Αιτωλοακαρνανία. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες του ΕΛΑΣ στη Ρούμελη, με το ψευδώνυμο Αλκίνοος.
Κατά τη διάρκεια της μάχης στην Αμφιλοχία, τον Ιούλιο του 1944, τραυματίστηκε βαριά στο ένα πόδι. Τραυματισμένος μεταφέρθηκε από αγγλική δύναμη στην Αθήνα. Στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο οι γιατροί, τον Ιανουάριο του 1945, αναγκάστηκαν να του κόψουν το δεξί του πόδι. Έμεινε εκεί επί μήνες, μέχρι να αναρρώσει.
Στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο (δεξιά ο Γ. Τσαγκάρης)
Στη συνέχεια εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος στο Ι' Διαμέρισμα Διανομών του υπουργείου Εμπορίου. Παράλληλα δούλευε σε περιφρουρημένο μηχανισμό του Κόμματος.
Τις 17 Φεβρουαρίου 1947 συνελήφθη. Παραπέμφθηκε στο Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών. Καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, μαζί με άλλους 62 κομμουνιστές. Ο κατάλογος των φυλακών όπου φυλακίστηκε ή εξορίστηκε περιλαμβάνει φυλακές της Αττικής, της Κεφαλονιάς, της Κέρκυρας, του Ηρακλείου Κρήτης, του Ρεθύμνου και των Τρικάλων, καθώς και τη Γυάρο.
Αποφυλακίστηκε το 1955. Τότε, με εντολή του Κόμματος επέστρεψε στη γενέτειρά του Κέρκυρα, ώστε να στηρίξει την αναδιοργάνωση του ΚΚΕ στο νησί. Τον Νοέμβριο του 1956 εξέδωσε την παράνομη χειρόγραφη εφημερίδα «Δημοκρατική Φωνή», όργανο της Κομματικής Οργάνωσης Κέρκυρας του ΚΚΕ.
Το 1957 εκλέχτηκε αντιπρόεδρος της Νομαρχιακής Επιτροπής της ΕΔΑ στο νησί. Κατηγορήθηκε για παράνομο έρανο.
Επίσης, πέρασε αυτόφωρο για τη συγγραφή του βιβλίου «Κάτω απ' το φως του ήλιου», το οποίο και κατασχέθηκε.
Στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο με άλλους τραυματίες
(στο κέντρο, στην πρώτη σειρά, ο Γ. Τσαγκάρης)
Παράλληλα φοιτούσε στην Καλλιτεχνική Σχολή Κέρκυρας. Τις σπουδές αυτές τις συνέχισε στην Αθήνα, από το 1961, στο τμήμα ζωγραφικής της Σχολής Βακαλό.
Στην Αθήνα συνδέθηκε με την ΕΔΑ και με κλιμάκιο το ΚΚΕ, συνεχίζοντας την κομματική του δράση.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της πανελλήνιας ένωσης αναπήρων και τραυματιών Εθνικής Αντίστασης της περιόδου 1941-1944 (ΠΕΑΤΕΑ), στην οποία διατέλεσε αντιπρόεδρος και γενικός γραμματέας.
Επίσης, διατέλεσε πρόεδρος της Ομοσπονδίας των συλλόγων αναπήρων θυμάτων της Εθνικής μας Αντίστασης (ΠΕΣΑΘΕΑ) , γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας αντιστασιακών οργανώσεων (ΠΟΑΟ) και μέλος της διοίκησης της εθνικής Συνομοσπονδίας αναπήρων και θυμάτων πολέμου Ελλάδας, σε διάφορες περιόδους.
Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1960 είχε διωχθεί ποινικά με τον Αναγκαστικό Νόμο 509 περί «Ασφαλείας του Κράτους, του πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», επειδή επιμελήθηκε την έκδοση «Ματωμένες μέρες», με ποιήματα και τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης.
Τον Μάιο του 1965 επισκέφθηκε τη Μόσχα, ως εκπρόσωπος των αναπήρων της Εθνικής Αντίστασης.
Τις 21 Απριλίου 1967 συνελήφθη, μεταφέρθηκε στον Ιππόδρομο και εξορίστηκε στη Γυάρο.
Τον Ιούλιο του ιδίου έτους, μετά από δάγκωμα ποντικού στο θανατονήσι, νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο της Σύρου. Επέστρεψε στη Γυάρο και απολύθηκε τον Οκτώβριο, με εισιτήριο για αντιλυσσική θεραπεία στην Αθήνα.
Συνδέθηκε με τον παράνομο μηχανισμό του Κόμματος. Έστησε με τους συντρόφους του ένα παράνομο τυπογραφείο στην οδό Αριστοτέλους, τυπώνοντας κομματικά υλικά. Το τυπογραφείο αυτό ανακαλύφθηκε από την Ασφάλεια και καταστράφηκε. Μαζί καταστράφηκαν και ζωγραφικά έργα και βιβλία με ποιήματα που είχε εκδώσει με το ψευδώνυμο Γιάννης Κορφιάτης.
Τα τέλη του 1956 είχε εκδώσει στην Κέρκυρα την ποιητική συλλογή «Περίμενέ με Μάννα», που γράφτηκε, προφανώς, σε τόπο εξορίας και μαρτυρίου. Να ένα μικρό απόσπασμα:
Θυμάμαι τα χάδια θυμάμαι τα φιλιά κι' αλήθεια πώς τρέχανε τα δάκρυά σου όταν ζητούσανε ψωμί τα πεινασμένα σου παιδιά
Σφιγμένα στην ολόθερμη αγκαλιά σου σαν κλωσσοπούλια παίρναμε τη ζεστασιά σου θλίβοσουν, στέναζες κι' έλεγες κρυφά
- Θαρθεί παιδιά μου μέρα!
(...) Άπλωσε μάννα την ποδιά σου να ρίξ' ο ήλιος μιάν αχτίδα και κει θα δεις κόσμο με ροζιασμένα χέρια μιά λαοθάλασσα να διαβαίνει και κει θα βρεις κάπου κι εμένα να περνώ με χέρια δεμένα φορτωμένος μ' ένα καθήκον να φθάνω στο αύριο
Άπλωσε μάννα την ποδιά σου και πες πες μάννα όπως και τότε
- Θαρθεί παιδιά μου μέρα!
(...)
Δεν σταματούν μπροστά στα ντουφέκια και κείνοι που πέσαν Ω! μαννάδες θλιμένες είναι πάντα μπροστά σε μάχες σκληρές μας καλούν ανδρειωμένοι για το βέβαιο αύριο που γοργά ξημερώνει
(...)
Δεν ξέχασα μάννα τα καλά σου λόγια που μ' έλεγες κείνο το βράδυ καθισμένοι στην ογνίστρα του φτωχού μας σπιτιού
Παιδί μου, ν' αγαπάς τον άνθρωπο ν' αγαπάς κι όταν ακόμη σε μισεί.
Ν' αγαπάς την αλήθεια που θα λάμψει μιά μέρα ν' αγαπάς τον ήλιο τον άγνωστο ήλιο που μας κλέβουν το φως του
Δεν ξέχασα μάννα τη φρικτή σου φωνή τη στιγμή που με πέρναν οι εχθροί της ομόνοιας οι εκδικητές της αγάπης
(...)
Να φωνάζεις για το δίκηο, να πεις την αλήθεια κι ας είναι πικρή. Θα περιμένω την αγάπη σου θα περιμένω το γυρισμό σου
(...)
Κι ήρθαν αυγές χωρίς τον ήλιο ώρες ατέλειωτες φρικτές στάλαζαν αίμα οι πληγές μου λόγγοι και πέλαγα βογγούσαν δακρυρροούσαν οι ουρανοί κι' ήταν μυριόστομες φωνές.
- Μάννα θα ξαναρθώ, περίμενέ με |
Επίσης, το 1966 είχε εκδώσει την ποιητική συλλογή «Λίμνη».
Μετά την πτώση της Χούντας και τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ ο Γιάννης Τσαγκάρης συνέχισε τη δράση του μέσα από τις γραμμές του και το κίνημα των αναπήρων της Εθνικής Αντίστασης.
Ασχολήθηκε με την καλλιτεχνική παιδεία, διδάσκοντας ζωγραφική. Καταχωρήθηκε στο «Λεύκωμα Ελλήνων Καλλιτεχνών» και ήταν μέλος του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός».
«Κάποια περίοδο, τον καιρό μεγάλων διώξεων στην Κέρκυρα, τον καταδίωκαν και η οικογένειά μας τον έκρυβε στην εκκλησία του Άη Γιώργη των Νυμφών», αναφέρει στην Κέρκυρα η Ανθούλα Μωραΐτου για μια περίοδο που ο Γιάννης Τσαγκάρης είχε ξαναβρεθεί στη βόρεια Κέρκυρα.
Έργο που κατέστρεψε η Ασφάλεια στη διάρκεια της χούντας
Απαρντχάιντ / Πυρογραφία
Βιετνάμ / Πυρογραφία
Έργο που κατέστρεψε η Ασφάλεια στη διάρκεια της χούντας
Στην κηδεία του, στην αγαπημένη του Κέρκυρα, τον αποχαιρέτησαν εκπρόσωποι της Νομαρχιακής Επιτροπής Κέρκυρας του ΚΚΕ και του κερκυραϊκού παραρτήματος της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης. Σύμφωνα με επιθυμία του, πήρε μαζί του ένα φύλλο του «Ριζοσπάστη» και μια Κόκκινη Σημαία.
Είχε γράψει σε ποίημά του:
Μακρύς ο κάμπος και πλατύς
ο σπόρος μες' το χιόνι δεν πεθαίνει.
Ο άνθρωπος δεν πεθαίνει
η φλόγα του ιδανικού μένει αναμμένη.